Απόσπασμα από το βιβλίο του Σερ : Έντουϊν Πήαρς, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Άγγλος συγγραφέας Έντουϊν Πήαρς ερμηνεύει τα αίτια της άλωσης της Πόλης
Έχει υποστηριχτεί πολλές φορές ότι η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφείλεται ή τουλάχιστον αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό στη διαφθορά της Αυλής, των ευγενών και των πολιτών. Ο ισχυρισμός αυτός έχει σχέση με τη θρησκευτική εχθρότητα των Λατίνων κληρικών. Η βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή παρουσιάστηκε επιρρεπής στις πολυτελείς επιδείξεις, στις ματαιόδοξες τελετές, στην τρυφή και στην πολυτέλεια. Οι ευγενείς παρουσιάστηκαν να έχουν ως μοναδική ασχολία την επίδειξη και τις απολαύσεις, ενώ οι πολίτες να είναι τεμπέληδες, επιδιώκοντας τη διασκέδαση. Εγώ δε βρίσκω καμιά απόδειξη αυτών των ισχυρισμών, αντίθετα πιστεύω ότι τα μέχρι τώρα τεκμήρια φανερώνουν ακριβώς το αντίθετο. Οι κάτοικοι της Πόλης, ευγενείς και αστοί, ήταν φιλόθρησκοι, θα λέγαμε ακόμα και δεισιδαίμονες, με τον τρόπο που και μεις σήμερα αντιλαμβανόμαστε την έννοια της δεισιδαιμονίας, αλλά δεν ήταν άσωτοι και παραδομένοι στις απολαύσεις. Οι δεισιδαιμονίες τους ήταν αντίστοιχες με αυτές των ομόθρησκων τους στη Δύση. Ο Λαβροκιέρ, που επισκέφτηκε την Πόλη το 1433, αναφέρει: <<Ο Θεός λυπήθηκε την Πόλη για τα άγια Λείψανα που έχει, παρά για οτιδήποτε άλλο>>.
Η χλιδή και η πολυτέλεια που αποδίδονται στην Πόλη, αν υπήρχαν, αναφέρονται στην περίοδο πριν την λατινική κατάκτηση. Οι επιδεικτικές γιορτές που αναφέρονται κατά την επανάκτηση της Πόλης από τους Έλληνες, όπως η αυτοκρατορική στέψη, ήταν παραδοσιακές τελετές, σαν τις σημερινές στέψεις των Άγγλων ηγεμόνων ή τις εθιμοτυπίες της Αυλής, όπως και σήμερα συμβαίνει στην αυστριακή και στην παπική αυλή.
Οι δοκιμασίες, τα δεινά και οι μακροχρόνιοι αγώνες με τους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, που διήρκεσαν δυο αιώνες αφαίρεσαν από τους ευγενείς και τους αστούς κάθε διάθεση για επίδειξη και διασκέδαση. Τα θεάματα, στα οποία συγκεντρώνονταν ο λαός να παρακολουθήσει στην Αγία Σοφία δεν αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν διεφθαρμένοι. Ο Ιππόδρομος ήταν πλέον κλειστός.
Ο Λακροβιέρ αναφέρει ότι είδε τον αδερφό του αυτοκράτορα και πλήθος ευγενών να διασκεδάζουν στον Ιππόδρομο. Ωστόσο δεν διασκέδαζαν, αλλά προετοιμάζονταν για τον πόλεμο, κάνοντας ασκήσεις τοξοβολίας πολεμικές ασκήσεις. Καμιά αμερόληπτη και ακριβής μαρτυρία δεν αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι της Πόλης ήταν παραδομένοι στις απολαύσεις. Αντίθετα ήταν λαός φιλόπονος και εγκρατής, θεωρώντας οποιοδήποτε ζήτημα αφορούσε το θρησκευτικό δόγμα λιγότερο ενδιαφέρον από οποιοδήποτε άλλο, εκτός βέβαια από τα ζητήματα που αφορούσαν την πρόοδο του μεγάλου εχθρού του.
Παρότι η διαφθορά της Αυλής και του λαού – με τη συνηθισμένη σημασία της λεξης- δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στους λόγους της πτώσης της αυτοκρατορίας, ο τρόπος με τον οποίο οι αυλικοί, οι κληρικοί, ο λαός σκέφτονταν και αντιλαμβάνονταν τα διάφορα ζητήματα είναι ενδεικτικός της παρακμής. Την εποχή ης αυτοκρατορίας ο λαός αδιαφορούσε για το μέλλον. Οι κάτοικοι πλήρωναν βαριά φορολογία, είχαν μεγάλη στρατολογική επιβάρυνση και δεν ενδιαφέρονταν για την αλλαγή της διακυβέρνησής τους. Η θέση τους δεν διέφερε πολύ από αυτή των σημερινών Τούρκων της κατώτερης τάξης.
Ανάμεσα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας υπήρχε διάχυτο το αίσθημα ότι θα συνέβαινε το μοιραίο. Το πεπρωμένο ήταν μια πεποίθηση βαθιά ριζωμένη στους έλληνες εκείνης της περιόδου, όπως στις μέρες μας οι Τούρκοι πιστεύουν ότι το <<κισμέτ>> τους είναι να εκδιωχτούν από την Ευρώπη.
Κληρικοί και ευγενείς, ήταν ακραιφνώς συντηρητικοί και αντίθετοι, από συνήθεια, σε κάθε αλλαγή. Η φιλανθρωπία είχε εκλείψει από την Εκκλησία. Η ένθερμη πίστη είχε εξαφανιστεί. Το αποστολικό πνεύμα το ίδιο. Δεν υπήρχαν πλέον παραδείγματα αυτοθυσίας για το κοινό καλό.
Το πλήθος των οκνηρών μοναχών ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους μοναχούς της Δύσης, της ίδιας περιόδου. Η φιλοπατρία του πάπα Ιλαρίωνα και των λίγων οπαδών του δεν έβρισκε πλέον μιμητές. Τον κλήρο χαρακτήριζε γαλήνη και ηρεμία, που έβρισκε ικανοποίηση στη μετριοφροσύνη. Η αναζωπύρωση του χριστιανικού ενθουσιασμού, ακόμα κι αν δεν έσωζε την αυτοκρατορία, μπορούσε να παρατείνει την ύπαρξή της. Όμως ο ενθουσιασμός είχε πεθάνει. Θα ήταν παρήγορο αν υπήρχαν ενθουσιώδεις ρήτορες για να συνεπάρουν τα πλήθη και να τους εμπνεύσουν στόχους, έστω και δύσκολους. Γιατί αυτό θα μαρτυρούσε την ύπαρξη ζωής. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει καμία τέτοια απόδειξη.
Οι ευγενείς ήταν πιο συντηρητικοί ακόμα κι από τους κληρικούς. Μέχρι τη λατινική κατάκτηση δεν χαρακτηρίζονταν από τη δράση και τη ζωτικότητά τους, ήταν εκπρόσωποι μιας πολιτισμένης πλούσιας κοινωνικής τάξης, που επί αιώνες απολάμβανε τα αγαθά της ειρήνης και ασφάλειας.
Για δυο αιώνες μετά την επανάκτηση της Πόλης, βρήκαν ξανά την παλιά επιρροή τους και μέχρι την οριστική κατάκτηση της ζούσαν απολαμβάνοντας την ηρεμία και τα αγαθά του πλούτου που είτε απέκτησαν είτε κληρονόμησαν. Το εμπόριο είχε περιέλθει στα χέρια των Γενουατών και των Βενετών, χωρίς εν τούτοις η απώλεια αυτή να επηρεάσει τους ευγενείς.
Έδειχναν ευχαριστημένοι σε όλα, όπως πάντα. Ακόμη και όταν ο εχθρός μείωνε σημαντικά τα έσοδά τους και κύκλωνε ασφυκτικά την αυτοκρατορία, ακόμη και τότε εμφανίζονταν να μην έχουν αίσθηση ότι ο αγώνας ήταν ζωής ή θανάτου.
Ο αυτοκράτορας και οι ευγενείς, από τη στιγμή που μπορούσαν να βρουν μισθοφόρους, αντιστάθηκαν με επιτυχία στους Τούρκους. Οι επιτυχίες του εχθρού είχαν ανακοπεί από τη Δαλματία μέχρι την Πελοπόννησο, από το Δυρράχιο μέχρι τη Μητρόπολη, όπως και στη Μικρά Ασία. Τα ελληνικά στρατεύματα ηττώντο περισσότερο λόγω αριθμητική υπεροχή των εχθρών παρά εξαιτίας μεγαλύτερου θάρρους. Η θέση της Κων/πολης έγινε χειρότερη αφότου αποκλείστηκε από τις επαρχίες, από τις οποίες στρατολογούσε τους στρατιώτες.
Αυτήν την εποχή και κάτω από αυτές τις συνθήκες ανέβηκε στο θρόνο ο τελευταίος Κωνσταντίνος.
Οι κληρικοί και οι ευγενείς είχαν πλέον ενστερνιστεί την πεποίθηση ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Η προσκόλλησή τους στην πίστη του αναπόφευκτου αποδεικνύει και τη μετριοφροσύνη των αρχηγών τους.Οι αρετές και τα ελαττώματα τους ήταν αρνητικά. Δεν επιδίδονταν σε ακολασίες, δεν ήταν απάνθρωποι τύραννοι και δεν τους έλειπε το θάρρος, αλλά ήταν μαλθακοί και ανίκανοι, αδυνατώντας να συλλάβουν και να υλοποιήσουν με επιτυχία ένα σχέδιο εκστρατείας κατά του εχθρού ή, τουλάχιστον, να εξασφαλίσουν κατάλληλη εξωτερική βοήθεια.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία ακολούθησε τη φυσική εξέλιξη των εθνών που έχουν δεσποτική διοίκηση. Στην αρχή αγώνας για την ύπαρξη, στην συνέχεια επιτυχία, πλούτος, εθνική και ατομική ικανοποίηση, έπειτα αδράνεια, γενική ατονία, έλλειψη ενεργητικότητας, και τέλος, άρνηση οποιουδήποτε αγώνα. Επομένως, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι είχε επέλθει κόπωση από τους προηγούμενους αγώνες και ότι υπήρχε μια απραξία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά συνέπεια το ηθικό του κράτους είχε καταπέσει και οι κάτοικοί του είχαν χάσει το θάρρος τους.
Οι βασικές αιτίες που συνέβαλαν αφενός στη συρρίκνωση και αφετέρου στην πτώση της αυτοκρατορίας ήταν τρεις. Πρώτη ήταν η ίδρυση του λατινικού κράτους, το οποίο δημιούργησε τις εσωτερικές διχόνοιες μεταξύ των Ελλήνων και τη δυσκολία αφομοίωσης των διαφόρων φυλών της χερσονήσου του Αίμου. Δεύτερη ήταν οι επιθέσεις των τουρκικών ορδών, οι οποίες αρχίζοντας με ζωοκλοπές κατέληξαν στην εκδίωξη και στην απώλεια εδαφών. Τρίτη ήταν η μείωση του πληθυσμού και της χερσονήσου του Αίμου και της Μικράς Ασίας εξαιτίας της πανούκλας.
Η ιστορία του Βυζαντίου μετά τη δημιουργία του λατινικού κράτους φέρει ολοφάνερα σημάδια εξασθένησης που προκλήθηκε από τους Λατίνους. Όλο το οικοδόμημα του διοικητικού μηχανισμού επλήγη. Αποκαταστάθηκαν βέβαια οι παλιές μέθοδοι διοικητικής οργάνωσης, όμως δεν υπήρχαν αρκετοί και ικανοί άνθρωποι για να δώσουν ώθηση σε αυτές. Το παραδοσιακό πνεύμα της δημοτικής ζωής και της αυτοδιοίκησης, κατά την περίοδο δύο γενεών εχθρικής κατάκτησης ξεχάστηκε τελείως. Είναι αλήθεια ότι η αυτοκρατορία επιβίωνε χάρη στην υποταγή στους νόμους, αλλά η υποταγή αυτή ήταν μάλλον κατά συνθήκη και όχι αποτέλεσμα ικανής και ισχυρής διοίκησης. Ο παραβάτης των νόμων δε φοβόταν τον αυτοκράτορα αλλά την κοινή γνώμη. Η λατινική κατάκτηση και η εξάπλωση των γειτονικών κρατιδίων είχαν στερήσει από τον αυτοκράτορα τη δυνατότητα να επιβάλει την εξουσία του στις χώρες που είχε επανακτήσει.
Από την άλλη οι δυναστικές διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων οδηγούσαν σε εμφύλιους σπαραγμούς και έδιναν τη δυνατότητα στους Τούρκους την ευκαιρία να εισβάλλουν και να κατακτήσουν διάφορες περιοχές.
Η χλιδή και η πολυτέλεια που αποδίδονται στην Πόλη, αν υπήρχαν, αναφέρονται στην περίοδο πριν την λατινική κατάκτηση. Οι επιδεικτικές γιορτές που αναφέρονται κατά την επανάκτηση της Πόλης από τους Έλληνες, όπως η αυτοκρατορική στέψη, ήταν παραδοσιακές τελετές, σαν τις σημερινές στέψεις των Άγγλων ηγεμόνων ή τις εθιμοτυπίες της Αυλής, όπως και σήμερα συμβαίνει στην αυστριακή και στην παπική αυλή.
Οι δοκιμασίες, τα δεινά και οι μακροχρόνιοι αγώνες με τους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, που διήρκεσαν δυο αιώνες αφαίρεσαν από τους ευγενείς και τους αστούς κάθε διάθεση για επίδειξη και διασκέδαση. Τα θεάματα, στα οποία συγκεντρώνονταν ο λαός να παρακολουθήσει στην Αγία Σοφία δεν αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν διεφθαρμένοι. Ο Ιππόδρομος ήταν πλέον κλειστός.
Ο Λακροβιέρ αναφέρει ότι είδε τον αδερφό του αυτοκράτορα και πλήθος ευγενών να διασκεδάζουν στον Ιππόδρομο. Ωστόσο δεν διασκέδαζαν, αλλά προετοιμάζονταν για τον πόλεμο, κάνοντας ασκήσεις τοξοβολίας πολεμικές ασκήσεις. Καμιά αμερόληπτη και ακριβής μαρτυρία δεν αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι της Πόλης ήταν παραδομένοι στις απολαύσεις. Αντίθετα ήταν λαός φιλόπονος και εγκρατής, θεωρώντας οποιοδήποτε ζήτημα αφορούσε το θρησκευτικό δόγμα λιγότερο ενδιαφέρον από οποιοδήποτε άλλο, εκτός βέβαια από τα ζητήματα που αφορούσαν την πρόοδο του μεγάλου εχθρού του.
Παρότι η διαφθορά της Αυλής και του λαού – με τη συνηθισμένη σημασία της λεξης- δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στους λόγους της πτώσης της αυτοκρατορίας, ο τρόπος με τον οποίο οι αυλικοί, οι κληρικοί, ο λαός σκέφτονταν και αντιλαμβάνονταν τα διάφορα ζητήματα είναι ενδεικτικός της παρακμής. Την εποχή ης αυτοκρατορίας ο λαός αδιαφορούσε για το μέλλον. Οι κάτοικοι πλήρωναν βαριά φορολογία, είχαν μεγάλη στρατολογική επιβάρυνση και δεν ενδιαφέρονταν για την αλλαγή της διακυβέρνησής τους. Η θέση τους δεν διέφερε πολύ από αυτή των σημερινών Τούρκων της κατώτερης τάξης.
Ανάμεσα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας υπήρχε διάχυτο το αίσθημα ότι θα συνέβαινε το μοιραίο. Το πεπρωμένο ήταν μια πεποίθηση βαθιά ριζωμένη στους έλληνες εκείνης της περιόδου, όπως στις μέρες μας οι Τούρκοι πιστεύουν ότι το <<κισμέτ>> τους είναι να εκδιωχτούν από την Ευρώπη.
Κληρικοί και ευγενείς, ήταν ακραιφνώς συντηρητικοί και αντίθετοι, από συνήθεια, σε κάθε αλλαγή. Η φιλανθρωπία είχε εκλείψει από την Εκκλησία. Η ένθερμη πίστη είχε εξαφανιστεί. Το αποστολικό πνεύμα το ίδιο. Δεν υπήρχαν πλέον παραδείγματα αυτοθυσίας για το κοινό καλό.
Το πλήθος των οκνηρών μοναχών ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους μοναχούς της Δύσης, της ίδιας περιόδου. Η φιλοπατρία του πάπα Ιλαρίωνα και των λίγων οπαδών του δεν έβρισκε πλέον μιμητές. Τον κλήρο χαρακτήριζε γαλήνη και ηρεμία, που έβρισκε ικανοποίηση στη μετριοφροσύνη. Η αναζωπύρωση του χριστιανικού ενθουσιασμού, ακόμα κι αν δεν έσωζε την αυτοκρατορία, μπορούσε να παρατείνει την ύπαρξή της. Όμως ο ενθουσιασμός είχε πεθάνει. Θα ήταν παρήγορο αν υπήρχαν ενθουσιώδεις ρήτορες για να συνεπάρουν τα πλήθη και να τους εμπνεύσουν στόχους, έστω και δύσκολους. Γιατί αυτό θα μαρτυρούσε την ύπαρξη ζωής. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει καμία τέτοια απόδειξη.
Οι ευγενείς ήταν πιο συντηρητικοί ακόμα κι από τους κληρικούς. Μέχρι τη λατινική κατάκτηση δεν χαρακτηρίζονταν από τη δράση και τη ζωτικότητά τους, ήταν εκπρόσωποι μιας πολιτισμένης πλούσιας κοινωνικής τάξης, που επί αιώνες απολάμβανε τα αγαθά της ειρήνης και ασφάλειας.
Για δυο αιώνες μετά την επανάκτηση της Πόλης, βρήκαν ξανά την παλιά επιρροή τους και μέχρι την οριστική κατάκτηση της ζούσαν απολαμβάνοντας την ηρεμία και τα αγαθά του πλούτου που είτε απέκτησαν είτε κληρονόμησαν. Το εμπόριο είχε περιέλθει στα χέρια των Γενουατών και των Βενετών, χωρίς εν τούτοις η απώλεια αυτή να επηρεάσει τους ευγενείς.
Έδειχναν ευχαριστημένοι σε όλα, όπως πάντα. Ακόμη και όταν ο εχθρός μείωνε σημαντικά τα έσοδά τους και κύκλωνε ασφυκτικά την αυτοκρατορία, ακόμη και τότε εμφανίζονταν να μην έχουν αίσθηση ότι ο αγώνας ήταν ζωής ή θανάτου.
Ο αυτοκράτορας και οι ευγενείς, από τη στιγμή που μπορούσαν να βρουν μισθοφόρους, αντιστάθηκαν με επιτυχία στους Τούρκους. Οι επιτυχίες του εχθρού είχαν ανακοπεί από τη Δαλματία μέχρι την Πελοπόννησο, από το Δυρράχιο μέχρι τη Μητρόπολη, όπως και στη Μικρά Ασία. Τα ελληνικά στρατεύματα ηττώντο περισσότερο λόγω αριθμητική υπεροχή των εχθρών παρά εξαιτίας μεγαλύτερου θάρρους. Η θέση της Κων/πολης έγινε χειρότερη αφότου αποκλείστηκε από τις επαρχίες, από τις οποίες στρατολογούσε τους στρατιώτες.
Αυτήν την εποχή και κάτω από αυτές τις συνθήκες ανέβηκε στο θρόνο ο τελευταίος Κωνσταντίνος.
Οι κληρικοί και οι ευγενείς είχαν πλέον ενστερνιστεί την πεποίθηση ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Η προσκόλλησή τους στην πίστη του αναπόφευκτου αποδεικνύει και τη μετριοφροσύνη των αρχηγών τους.Οι αρετές και τα ελαττώματα τους ήταν αρνητικά. Δεν επιδίδονταν σε ακολασίες, δεν ήταν απάνθρωποι τύραννοι και δεν τους έλειπε το θάρρος, αλλά ήταν μαλθακοί και ανίκανοι, αδυνατώντας να συλλάβουν και να υλοποιήσουν με επιτυχία ένα σχέδιο εκστρατείας κατά του εχθρού ή, τουλάχιστον, να εξασφαλίσουν κατάλληλη εξωτερική βοήθεια.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία ακολούθησε τη φυσική εξέλιξη των εθνών που έχουν δεσποτική διοίκηση. Στην αρχή αγώνας για την ύπαρξη, στην συνέχεια επιτυχία, πλούτος, εθνική και ατομική ικανοποίηση, έπειτα αδράνεια, γενική ατονία, έλλειψη ενεργητικότητας, και τέλος, άρνηση οποιουδήποτε αγώνα. Επομένως, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι είχε επέλθει κόπωση από τους προηγούμενους αγώνες και ότι υπήρχε μια απραξία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά συνέπεια το ηθικό του κράτους είχε καταπέσει και οι κάτοικοί του είχαν χάσει το θάρρος τους.
Οι βασικές αιτίες που συνέβαλαν αφενός στη συρρίκνωση και αφετέρου στην πτώση της αυτοκρατορίας ήταν τρεις. Πρώτη ήταν η ίδρυση του λατινικού κράτους, το οποίο δημιούργησε τις εσωτερικές διχόνοιες μεταξύ των Ελλήνων και τη δυσκολία αφομοίωσης των διαφόρων φυλών της χερσονήσου του Αίμου. Δεύτερη ήταν οι επιθέσεις των τουρκικών ορδών, οι οποίες αρχίζοντας με ζωοκλοπές κατέληξαν στην εκδίωξη και στην απώλεια εδαφών. Τρίτη ήταν η μείωση του πληθυσμού και της χερσονήσου του Αίμου και της Μικράς Ασίας εξαιτίας της πανούκλας.
Η ιστορία του Βυζαντίου μετά τη δημιουργία του λατινικού κράτους φέρει ολοφάνερα σημάδια εξασθένησης που προκλήθηκε από τους Λατίνους. Όλο το οικοδόμημα του διοικητικού μηχανισμού επλήγη. Αποκαταστάθηκαν βέβαια οι παλιές μέθοδοι διοικητικής οργάνωσης, όμως δεν υπήρχαν αρκετοί και ικανοί άνθρωποι για να δώσουν ώθηση σε αυτές. Το παραδοσιακό πνεύμα της δημοτικής ζωής και της αυτοδιοίκησης, κατά την περίοδο δύο γενεών εχθρικής κατάκτησης ξεχάστηκε τελείως. Είναι αλήθεια ότι η αυτοκρατορία επιβίωνε χάρη στην υποταγή στους νόμους, αλλά η υποταγή αυτή ήταν μάλλον κατά συνθήκη και όχι αποτέλεσμα ικανής και ισχυρής διοίκησης. Ο παραβάτης των νόμων δε φοβόταν τον αυτοκράτορα αλλά την κοινή γνώμη. Η λατινική κατάκτηση και η εξάπλωση των γειτονικών κρατιδίων είχαν στερήσει από τον αυτοκράτορα τη δυνατότητα να επιβάλει την εξουσία του στις χώρες που είχε επανακτήσει.
Από την άλλη οι δυναστικές διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων οδηγούσαν σε εμφύλιους σπαραγμούς και έδιναν τη δυνατότητα στους Τούρκους την ευκαιρία να εισβάλλουν και να κατακτήσουν διάφορες περιοχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου