Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Η Σύνοδος της Λυών (1274)

Ο καρδινάλιος Μποναβεντούρα, ενώ δέχεται τους Έλληνες απεσταλμένους στη Σύνοδο της Λυών, σε πίνακα του Ισπανού ζωγράφου Francisco de Zurbaran (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου)

Η Σύνοδος της Λυών (1274)


του Θάνου Δασκαλοθανάση



            H ανάκτηση της Βασιλεύουσας το 1261, από ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα με επικεφαλής τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, ήταν ένας συνδυασμός τύχης αλλά και έγκαιρης και γρήγορης αντίδρασης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος, με σθένος και αποφασιστικότητα, προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση μέσα σε ένα ασταθές εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον.
              Το 1262 ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος και οι Βενετοί συμμάχησαν με τον εκδιωχθέντα Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο, ο Μιχαήλ Β΄ του δεσποτάτου της Ηπείρου ξανάρχισε τις επιθέσεις, οι Τούρκοι μετακινούνταν μαζικά στην Μικρά Ασία, ενώ οι Βούλγαροι εισέβαλαν στη Θράκη. Ο Μιχαήλ έστειλε στρατεύματα εναντίον όλων με ικανοποιητικά αποτελέσματα στα περισσότερα μέτωπα. Για να ισχυροποιήσει τη θέση του  στο εσωτερικό, διέταξε την τύφλωση του νεαρού νόμιμου συναυτοκράτορά του, Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη, προκειμένου να εξουδετερώσει οποιαδήποτε αξίωσή του στο θρόνο.
               Το μεγαλύτερο πρόβλημα είχε να κάνει με τα σχέδια του φιλόδοξου Γάλλου πρίγκιπα Κάρολου ντ΄Ανζού που με τις ευλογίες του Πάπα είχε θέσει υπό τον έλεγχό του τη νότιο Ιταλία. Ο Γάλλος ηγεμόνας, μαζί με τον εκθρονισμένο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο, ετοίμαζαν μια νέα σταυροφορία, αυτή την φορά ανοιχτά κατά των Βυζαντινών με τη δικαιολογία ότι η Ανατολική Εκκλησία ήταν σχισματική. Είχε ήδη καταλάβει την Αλβανία και έκλεισε συμμαχία με τους Ούγγρους , τους Σέρβους και τους Βούλγαρους.
              Κάτω από την πίεση αυτών των εξελίξεων και με νωπή ακόμα την εμπειρία από την καταστροφική Σταυροφορία αλλά και για να αποτρέψει μια νέα, ο Μιχαήλ έκανε συμφωνία με τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ για την επανένωση της Ανατολικής Εκκλησίας με τη Ρώμη. Θα είναι η πρώτη απόπειρα, μετά την ανακατάληψη της Πόλης, για την ένωση των εκκλησιών. O Μιχαήλ παρόλο που γνώριζε τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε από τους ισχυρούς εκκλησιαστικούς κύκλους, επιχειρηματολογούσε υπέρ της Ένωσης τονίζοντας κυρίως τα πολιτικά οφέλη που θα αποκόμιζε η αυτοκρατορία από την Ένωση και υποσχόταν ότι η υποταγή που ζητούσε ο Πάπας δε θα ήταν ολοκληρωτική και τίποτα δε θα άλλαζε στο τυπικό και στην πίστη της Ανατολικής Εκκλησίας. Οι αντίπαλοί της Ένωσης απαντούσαν επισημαίνοντας τη δογματική διαφορά του filioque και τον κίνδυνο εκλατινισμού τους.
               Το Μάρτιο του 1274 μια βυζαντινή αντιπροσωπεία ξεκίνησε από  την Πόλη με προορισμό τη Λυών της Γαλλίας. Τα μέλη της ήταν φυσικά ένθερμοι υποστηρικτές  της ένωσης. Το πιο εξέχον μέλος της ήταν ο Μέγας Λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό και τα ανάλογα δώρα.
              Μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, και ενώ ένα  καράβι της αντιπροσωπείας που τους μετέφερε βούλιαξε ανοιχτά της Πελοποννήσου, η υπόλοιπη αντιπροσωπεία, με άλλο καράβι έφτασε στο Πρίντεζι και από κει διά της ξηράς συνέχισαν για τη Λυών, όπου έφτασαν τελικά στις 24 Ιουνίου του 1274. Στο μεταξύ οι εργασίες της Συνόδου της Δυτικής Εκκλησίας είχαν ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του Μαίου.
              Οι βυζαντινοί φτάνοντας στη σύνοδο, έγιναν δεκτοί με τιμές από τον Πάπα και δήλωσαν ότι ήλθαν για να συμφωνήσουν την ένωση των εκκλησιών, έχοντας μαζί τους ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ και μια παρόμοια επιστολή του γιου του, που συμφωνούσαν και οι δυο με τους παπικούς όρους. Επίσης είχαν μια παρόμοια επιστολή από τους βυζαντινούς κληρικούς, αν και εκείνοι δε δεσμεύονταν τόσο ανοιχτά.
             Στις 29 Ιουνίου στο ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, έγινε μια κοινή λαμπρή λειτουργία. Ο Πάπας εγκωμίασε εκεί το ελληνικό έθνος, εκφράζοντας το θαυμασμό του για τους πρώτους Έλληνες Εκκλησιαστικούς  Πατέρες, τονίζοντας από τη μεριά του τα οφέλη που θα είχε το Βυζάντιο από την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο μιας νέας σταυροφορίας. Η τελετή ολοκληρώθηκε με την  ανάγνωση των λειτουργικών κειμένων στην λατινική και στην ελληνική γλώσσα και του ελληνικού Συμβόλου της Πίστεως που περιλάμβανε όμως και το filioque.
            Στη σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Λυών  στις 6 Ιουνίου 1274, ο πάπας και η  βυζαντινή αντιπροσωπεία διακήρυξαν την επανένωση, βασισμένη στην αμοιβαία ανοχή των δυτικών και ανατολικών εθίμων και συνηθειών.  Με την κίνηση αυτή εξέλειπε πλέον η δικαιολογία για την  ανάληψη σταυροφορίας από τη Δύση. Ο φιλόδοξος Γάλλος πρίγκιπας αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί και να περιμένει.
             Ωστόσο, στο εσωτερικό ήταν πολύ δύσκολο για τον Μιχαήλ Παλαιολόγο να πείσει την πλειοψηφία των Βυζαντινών για την ένωση που επετεύχθη στη Λυών. Το 1204 ήταν πολύ κοντά, τα πάθη και τα προβλήματα οξυμμένα, δεν είχαν καν ακόμα δημιουργηθεί οι συνθήκες για να υπάρχει κάποιο ρεύμα ενωτικό. Ο κόσμος ήταν αρνητικός και ο Μιχαήλ που έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβάλλει την ένωση, πολύ σύντομα θα έπρεπε να  αντιμετωπίσεις εχθρούς και δαίμονες…
            Η αλλαγή στον παπικό θρόνο με την εκλογή του Μαρτίνου του Δ΄ που ήταν υποστηρικτής του Καρόλου του Ανζού ανέτρεψε την κατάσταση και τα όποια πολιτικά οφέλη για την αυτοκρατορία. Ο Κάρολος κατόρθωσε να πείσει τον πάπα ότι οι Βυζαντινοί δε δέχτηκαν την Ένωση στη Λυών και τα σχέδια για την σταυροφορία αναθερμάνθηκαν.
            
           Ευτυχώς για το Βυζάντιο ο Μιχαήλ Η΄ διέθετε διπλωματικές ικανότητες και κατόρθωσε να αποτρέψει τον κίνδυνο. Η επανάσταση  που ξέσπασε στη Σικελία (1282), με την υποκίνηση και του Μιχαήλ προκάλεσε πολλά προβλήματα στους Γάλλους και τα σχέδιά τους ματώθηκαν. Ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να στρέψει εναντίον του Καρόλου τον σύμμαχο των Βυζαντινών Πέτρο της Αραγωνίας ο οποίος κατέλαβε τη Σικελία.
       
              Λίγους μήνες μετά το λεγόμενο <<Σικελικό Εσπερινό>>, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος πέθανε, αφήνοντας πίσω του ένα θετικό έργο μέσα σε δύσκολο διεθνές περιβάλλον. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ανακατέλαβε την Πόλη και με ένα συνδυασμό στρατιωτικών και διπλωματικών ενεργειών πέτυχε να σταθεροποιήσει την πάλαι ποτέ αυτοκρατορία. Μεγαλύτερες δυσκολίες συνάντησε στην προσπάθειά του για ένωση των Εκκλησιών, ιδέα στην οποία πίστευε ότι θα βασιστεί η μακροβιότητα του κράτους του. Δυστυχώς, υποεκτίμησε την προσήλωση  των Ορθοδόξων πιστών  στο δόγμα και τις λειτουργικές τους συνήθειες, με αποτέλεσμα μέχρι την εποχή του θανάτου του, να θεωρείται από το λαό του ο ίδιος «ο επί γης αντιπρόσωπος του Κυρίου», προδότης της πίστεως.


Μικρογραφία με χειρόγραφες σημειώσεις του Γεωργίου Παχυμέρη (Μόναχο,Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη).

                 Ο αυτοκράτορας δεν κατόρθωσε να πείσει το λαό που είχε νωπές τις τραυματικές εμπειρίες του 1204, να αποδεχτεί την  Ένωση. Μετά το 1274, ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τον Πάπα του ζητούσε:

<<... να μας επιτραπεί να απαγγέλουμε το Ιερό Σύμβολο της Πίστεως, όπως ήταν πριν το Σχίασμα και όπως έφτασε μέχρι τις μέρες μας και να τηρούμε τις τελετές μας, όπως και πριν, αφού αυτές οι τελετές δεν αντιβαίνουν προς την επίσημη διακήρυξη της πίστεως>>.

            Οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, η πολιτική της ένωσης προς στιγμήν θα εγκαταλειφθεί. Θα δημιουργηθεί ένα ισχυρό δίπολο Ανθενωτικοί - Ενωτικοί, που θα διχάσει τη βυζαντινή κοινωνία, ιδιαίτερα κάθε φορά, που κάτω από την πίεση της αδήριτης ανάγκης, θα γίνεται προσπάθεια για την ένωση των εκκλησιών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου