Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' Παλαιολόγος εισέρχεται έφιππος στη Φλωρεντία για τη σύνοδο του 1439, όπου υπογράφηκε η Ενωση των Εκκλησιών. Φλωρεντία, τμήμα νωπογραφίας (περ. 1459-63) του Μπενότσο Γκότσολι στο Παλάτσο Μέντιτσι-Ρικάρντι.
Το 1430 οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, δύο από τις σημαντικότερες πόλεις του βυζαντινού κόσμου. Την ίδια χρονιά από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ακόμη μία πρεσβεία στον πάπα για να συγκληθεί οικουμενική σύνοδος που θα πραγματοποιούσε την Ενωση των Εκκλησιών, με αντάλλαγμα τη βοήθεια της Δύσης. Η πρεσβεία του αυτοκράτορα Ιωάννη ΗΤ του Παλαιολόγου και του πατριάρχη Ιωσήφ ΒΤ στον πάπα Μαρτίνο Ε' απέτυχε. Ενα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1431, με τη σύγκληση της συνόδου της Βασιλείας, η δυτική Εκκλησία αντιμετώπιζε νέα κρίση. Οι συνοδικοί αμφισβητούσαν την εξουσία και τις δικαιοδοσίες του πάπα Ευγενίου ΔΤ, ο οποίος είχε εκλεγεί τον Μάρτιο του 1431, αφού υποστήριζαν την ύπαρξη της εκκλησίας δίχως την αυθεντία του. Ετσι ευδοκίμησε μια νέα αίτηση των Βυζαντινών για τη σύγκληση συνόδου. Το 1434 οι Βυζαντινοί είχαν συνομιλίες και με τις δύο πλευρές• μια βυζαντινή πρεσβεία βρισκόταν στη Βασιλεία, ενώ η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια πρεσβεία του πάπα. Τόσο ο πάπας όσο και οι συνοδικοί πρότειναν τη σύγκληση ενωτικής συνόδου στη Δύση, με την υπόσχεση της καταβολής των εξόδων παραμονής και της βοήθειας για την άμυνα της Πόλης.
Τον Σεπτέμβριο του 1437, με διαφορά μερικών ημερών, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο στολίσκοι για να παραλάβουν τη βυζαντινή αποστολή. Ο ένας είχε σταλεί από τον πάπα Ευγένιο, ο άλλος είχε ναυλωθεί από τους συνοδικούς της Βασιλείας. Τον Νοέμβριο του 1437 η βυζαντινή αποστολή, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη και τον πατριάρχη Ιωσήφ, επιβιβάστηκε στα πλοία που είχαν ναυλωθεί από τον πάπα.
Ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, μέλος της βυζαντινής αποστολής στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας υποστήριξε σταθερά την ανυπαρξία συμβιβαστικής λύσης με τους Δυτικούς. Είναι ο μόνος που δεν υπέγραψε τον «όρο» της Ενωσης και γύρω του συσπειρώθηκαν οι ανθενωτικοί.
Ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, μέλος της βυζαντινής αποστολής στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας υποστήριξε σταθερά την ανυπαρξία συμβιβαστικής λύσης με τους Δυτικούς. Είναι ο μόνος που δεν υπέγραψε τον «όρο» της Ενωσης και γύρω του συσπειρώθηκαν οι ανθενωτικοί (φωτ.: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. Θ', Αθήνα 1974).
Η προτίμηση του βυζαντινού μονάρχη Ιωάννη προς την παπική πρόταση οφειλόταν στο ότι στην Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε πάντα η αντίληψη πως ο πάπας ήταν ο ισχυρός πολιτικός παράγων και μπορούσε να επηρεάσει τους ηγέτες της Δύσης, προκειμένου να βοηθήσουν για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.
Ως τόπος της συνόδου ορίστηκε η Φερράρα. Οι εργασίες της συνόδου δεν άρχισαν αμέσως• τον Απρίλιο του 1438 ο πάπας προσκάλεσε στη σύνοδο τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσης, δίνοντας διορία τριών μηνών. Η ημερομηνία που είχε οριστεί παρήλθε, αλλά κανένας πολιτικός δεν είχε παρουσιαστεί και ο αυτοκράτορας ανέβαλε συνεχώς την εναρκτήρια τελετή. Η σύνοδος άρχισε επίσημα τον Οκτώβριο. Η Γαλλία και η Γερμανία δεν έστειλαν εκπροσώπους για να μην εμπλακούν στη διαμάχη των συνοδικών και του πάπα. Ο δούκας της Βουργουνδίας, ο Φίλιππος Β' ο Καλός, ήταν ο μοναδικός ηγέτης που τον Νοέμβριο του 1438 έστειλε εκπροσώπους του στη σύνοδο. Αλλά και γι' αυτόν η βοήθεια προς τομ βυζαντινό αυτοκράτορα δεν αποτέλεσε ούτε καν φραστική μέριμνα.
Από διπλωματική πλευρά, η παρουσία του βυζαντινού μονάρχη στη σύνοδο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν είχε καμιά επαφή με τους δυτικούς ηγέτες, ενώ ο πάπας, που τον είχε προσκαλέσει, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια. Τον Μάιο του 1438 έφθασε στη Φερράρα το νέο ότι ο σουλτάνος Μουράτ Β' συγκέντρωνε στρατεύματα για να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον πάπα, ζητώντας να σταλούν τουλάχιστον δύο πλοία. Την παράκληση αυτή οι άνθρωποι του αυτοκράτορα την επαναλάμβαναν στον πάπα μέρα παρά μέρα. Τελικά, ο ίδιος ο αυτοκράτορας ανέφερε το αυτονόητο, ότι η Ενωση των εκκλησιών θα είχε νόημα όσο η Κωνσταντινούπολη συνέχιζε να υπάρχει. Υστερα από επανειλημμένα διαβήματα του αυτοκράτορα, απεσταλμένοι του πάπα και του αυτοκράτορα συμφώνησαν με τους Βενετούς για τη ναύλωση τριών πλοίων, από τα οποία τα δύο ναύλωσε ο πάπας. Για να μην προκαλέσουν την οργή των Τούρκων κατά των Βενετών, που είχαν συμφέροντα στην Ανατολή, τα πλοία θα είχαν βυζαντινή σημαία. Και την επόμενη χρονιά, το 1439, ένας απεσταλμένος έφθασε από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας δύο εξοπλισμένα πλοία. Το αίτημα του αυτοκράτορα να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη κάποια από τα έξοδα για την άμυνα έμεινε αναπάντητο, και ο απεσταλμένος επέστρεψε μαζί με τους υπόλοιπους Βυζαντινούς, μετά την υπογραφή της Ενωσης. Για τον βυζαντινό αυτοκράτορα η βοήθεια από τον πάπα παρέμενε η μοναδική διέξοδος. Στα τέλη του 1438, έπειτα από σειρά άκαρπων συζητήσεων μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων, ο αυτοκράτορας προσπαθεί να πείσει τους εκκλησιαστικούς, που πίεζαν για επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, να δεχτούν τη μεταφορά της συνόδου στη Φλωρεντία. Υποσχέθηκε ότι ο πάπας θα φροντίσει να επανέλθουν τιμητικά στην Κωνσταντινούπολη και μαζί θα στείλει σημαντική βοήθεια. Στόχος του βυζαντινού μονάρχη ήταν «ίνα τι αγαθόν και ωφέλιμον κατασκευάσωμεν υπέρ πατρίδος», και έτσι υποχωρούσε σε ό,τι θεωρούσε πως αποτελούσε δικαιοδοσία του για τη σύγκληση και τις εργασίες της συνόδου. Ο Ιωάννης συμβιβάστηκε να έχει θρόνο χαμηλότερο από αυτόν του πάπα και να μην εισέλθει έφιππος στην αίθουσα της συνόδου. Οταν οι εργασίες της συνόδου έληξαν, στις 5 Ιουλίου του 1439, ο αυτοκράτορας, αν και προέβαλε τα δικαιώματα του να δει το όνομα του να βρίσκεται στην αρχή του όρου της συνόδου, της απόφασης της Ενωσης, συμβιβάστηκε να ακολουθήσει το όνομα του πάπα.
Το «άφιλον και υπεροπτικόν των Λατίνων» επικράτησε κατά τις συνομιλίες μεταξύ των εκκλησιαστικών Ανατολής και Δύσης. Στη σύγκρουση του πάπα και των εκπροσώπων του με τους βυζαντινούς εκκλησιαστικούς δέσποζε η πολιτική σκοπιμότητα. Η απαίτηση του πάπα Ευγενίου να ασπαστεί ο βυζαντινός πατριάρχης Ιωσήφ το πόδι του ίσως να αποτελεί την παραστατικότερη ενέργεια των Δυτικών για να επιβληθούν στο επίπεδο του γοήτρου. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, οι παγιωμένες προκαταλήψεις αποτελούσαν το πρόσχημα που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τις διαμάχες μεταξύ τους. Πράγματι, στη διάρκεια της συνόδου, στο εσωτερικό της βυζαντινής αποστολής επικράτησε «σύγχυσις και διχόνοια»• τα μέλη της χωρίστηκαν σε υπερασπιστές της δυνατότητας της Ενωσης και σε υπέρμαχους της καθαρότητας της βυζαντινής παράδοσης, που θεωρούσε τους Λατίνους αιρετικούς και την Ενωση αδύνατη.
Από διπλωματική πλευρά, η παρουσία του βυζαντινού μονάρχη στη σύνοδο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν είχε καμιά επαφή με τους δυτικούς ηγέτες, ενώ ο πάπας, που τον είχε προσκαλέσει, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια. Τον Μάιο του 1438 έφθασε στη Φερράρα το νέο ότι ο σουλτάνος Μουράτ Β' συγκέντρωνε στρατεύματα για να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον πάπα, ζητώντας να σταλούν τουλάχιστον δύο πλοία. Την παράκληση αυτή οι άνθρωποι του αυτοκράτορα την επαναλάμβαναν στον πάπα μέρα παρά μέρα. Τελικά, ο ίδιος ο αυτοκράτορας ανέφερε το αυτονόητο, ότι η Ενωση των εκκλησιών θα είχε νόημα όσο η Κωνσταντινούπολη συνέχιζε να υπάρχει. Υστερα από επανειλημμένα διαβήματα του αυτοκράτορα, απεσταλμένοι του πάπα και του αυτοκράτορα συμφώνησαν με τους Βενετούς για τη ναύλωση τριών πλοίων, από τα οποία τα δύο ναύλωσε ο πάπας. Για να μην προκαλέσουν την οργή των Τούρκων κατά των Βενετών, που είχαν συμφέροντα στην Ανατολή, τα πλοία θα είχαν βυζαντινή σημαία. Και την επόμενη χρονιά, το 1439, ένας απεσταλμένος έφθασε από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας δύο εξοπλισμένα πλοία. Το αίτημα του αυτοκράτορα να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη κάποια από τα έξοδα για την άμυνα έμεινε αναπάντητο, και ο απεσταλμένος επέστρεψε μαζί με τους υπόλοιπους Βυζαντινούς, μετά την υπογραφή της Ενωσης. Για τον βυζαντινό αυτοκράτορα η βοήθεια από τον πάπα παρέμενε η μοναδική διέξοδος. Στα τέλη του 1438, έπειτα από σειρά άκαρπων συζητήσεων μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων, ο αυτοκράτορας προσπαθεί να πείσει τους εκκλησιαστικούς, που πίεζαν για επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, να δεχτούν τη μεταφορά της συνόδου στη Φλωρεντία. Υποσχέθηκε ότι ο πάπας θα φροντίσει να επανέλθουν τιμητικά στην Κωνσταντινούπολη και μαζί θα στείλει σημαντική βοήθεια. Στόχος του βυζαντινού μονάρχη ήταν «ίνα τι αγαθόν και ωφέλιμον κατασκευάσωμεν υπέρ πατρίδος», και έτσι υποχωρούσε σε ό,τι θεωρούσε πως αποτελούσε δικαιοδοσία του για τη σύγκληση και τις εργασίες της συνόδου. Ο Ιωάννης συμβιβάστηκε να έχει θρόνο χαμηλότερο από αυτόν του πάπα και να μην εισέλθει έφιππος στην αίθουσα της συνόδου. Οταν οι εργασίες της συνόδου έληξαν, στις 5 Ιουλίου του 1439, ο αυτοκράτορας, αν και προέβαλε τα δικαιώματα του να δει το όνομα του να βρίσκεται στην αρχή του όρου της συνόδου, της απόφασης της Ενωσης, συμβιβάστηκε να ακολουθήσει το όνομα του πάπα.
Το «άφιλον και υπεροπτικόν των Λατίνων» επικράτησε κατά τις συνομιλίες μεταξύ των εκκλησιαστικών Ανατολής και Δύσης. Στη σύγκρουση του πάπα και των εκπροσώπων του με τους βυζαντινούς εκκλησιαστικούς δέσποζε η πολιτική σκοπιμότητα. Η απαίτηση του πάπα Ευγενίου να ασπαστεί ο βυζαντινός πατριάρχης Ιωσήφ το πόδι του ίσως να αποτελεί την παραστατικότερη ενέργεια των Δυτικών για να επιβληθούν στο επίπεδο του γοήτρου. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, οι παγιωμένες προκαταλήψεις αποτελούσαν το πρόσχημα που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τις διαμάχες μεταξύ τους. Πράγματι, στη διάρκεια της συνόδου, στο εσωτερικό της βυζαντινής αποστολής επικράτησε «σύγχυσις και διχόνοια»• τα μέλη της χωρίστηκαν σε υπερασπιστές της δυνατότητας της Ενωσης και σε υπέρμαχους της καθαρότητας της βυζαντινής παράδοσης, που θεωρούσε τους Λατίνους αιρετικούς και την Ενωση αδύνατη.
Και από τις δύο πλευρές αναγνωριζόταν η πολιτική σκοπιμότητα του εγχειρήματος, δηλαδή να εξασφαλιστεί η βοήθεια για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Ομως, ενώ για τη μια μερίδα η σκοπιμότητα αυτή σημαίνει την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, τη «συγκατάβασι», για τους άλλους «το δοκούν της πατρίδος συμφέρον» έθετε σε κίνδυνο την ψυχική σωτηρία. Η διαμάχη δεν οφειλόταν ούτε στον λογικό πατριωτισμό ούτε στη σκληρή θρησκοληψία. Με εξαίρεση τον μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, που σταθερά υποστήριξε την ανυπαρξία συμβιβαστικής λύσης, οι βυζαντινοί πρωταγωνιστές της συνόδου βρέθηκαν και στο ένα και στο άλλο στρατόπεδο, εξαιτίας των προσωπικών αντιδικιών και των θιγμένων εγωισμών.
Πέρα από τους πρωταγωνιστές, ωστόσο, την αποστολή αποτελούσε και πλήθος εκκλησιαστικών, ιεράρχες και πατριαρχικοί άρχοντες. Οι εκκλησιαστικοί αποτελούσαν μια κοινωνική ομάδα, στην πλειονότητα της κληρονομική. Βασισμένοι στη γνώση του τυπικού και των γραφειοκρατικών διαδικασιών, θεωρούσαν ότι ήταν οι μόνοι αρμόδιοι να διαχειρισθούν τις υποθέσεις της εκκλησίας. Σχεδόν όλοι ήταν αντίθετοι εξαρχής στην ιδέα της συνόδου και παρουσίαζαν τη συμμετοχή τους ως καθήκον υπακοής. Στη διαμάχη ανάμεσα τους, η βασική αλληλοκατηγορία ήταν ότι δεν άνοιξαν διάλογο με την πολιτική εξουσία για τη θρησκευτική και πολιτική σκοπιμότητα της συνόδου και απέδιδαν στον αυτοκράτορα την απόφαση να πραγματοποιηθεί η Ενωση.
Στην αρχή της συνόδου, ο αυτοκράτορας είχε απαγορεύσει στους πολιτικούς άρχοντες που τον συνόδευαν να παίρνουν μέρος στις συζητήσεις, γιατί έτσι, έλεγε, οι εκκλησιαστικοί δεν θα μπορούν να πουν ότι αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι που δεν επιθυμούσαν. Υπογραμμίζοντας ότι ο θεολογικός διάλογος ήταν υπόθεση της Εκκλησίας, προσπάθησε να δείξει ότι έπρεπε να βρεθεί κάποια «μεσότητα» στα αδιέξοδα που οι εκκλησιαστικοί παρουσίαζαν ως ανυπέρβλητα. Ομως ο διάλόγος δεν προχωρούσε και ο αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της βυζαντινής αποστολής να παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Οταν αποφάσισε ότι η Ενωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των οικουμενικών συνόδων για να εμποδιστεί η ψήφος των μελών του πατριαρχικού κλήρου, και πρότεινε να ψηφίσουν και οι πολιτικοί άρχοντες. Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ενωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση τον Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ενωσης. Ετσι, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο μητροπολίτης Ηράκλειας Αντώνιος, ότι αυτό που έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που έγινε με τη βία, κ.λπ.
Η επίσημη ανακήρυξη της Ενωσης δεν έγινε ποτέ από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η". Αντίθετα, έσπευσε να ενημερώσει τους ορθοδόξους, κυρίως αυτούς που ήταν υπό λατινική κυριαρχία, ότι τίποτα δεν αλλάζει. Σε γράμμα του προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Φιλόθεο, και προφανώς και προς τους δύο άλλους πατριάρχες, τους Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τόνιζε ότι η Ενωση πραγματοποιήθηκε χωρίς να αλλάξει τίποτα, ούτε στο σύμβολο πίστεως ούτε στη λειτουργία ούτε στα έθιμα της Εκκλησίας. Από το παλάτι εκπορευόταν η πρόθεση για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης με τους ανθενωτικούς, που στην πραγματικότητα θα έθετε σε αδράνεια την Ενωση.
Πέρα από τους πρωταγωνιστές, ωστόσο, την αποστολή αποτελούσε και πλήθος εκκλησιαστικών, ιεράρχες και πατριαρχικοί άρχοντες. Οι εκκλησιαστικοί αποτελούσαν μια κοινωνική ομάδα, στην πλειονότητα της κληρονομική. Βασισμένοι στη γνώση του τυπικού και των γραφειοκρατικών διαδικασιών, θεωρούσαν ότι ήταν οι μόνοι αρμόδιοι να διαχειρισθούν τις υποθέσεις της εκκλησίας. Σχεδόν όλοι ήταν αντίθετοι εξαρχής στην ιδέα της συνόδου και παρουσίαζαν τη συμμετοχή τους ως καθήκον υπακοής. Στη διαμάχη ανάμεσα τους, η βασική αλληλοκατηγορία ήταν ότι δεν άνοιξαν διάλογο με την πολιτική εξουσία για τη θρησκευτική και πολιτική σκοπιμότητα της συνόδου και απέδιδαν στον αυτοκράτορα την απόφαση να πραγματοποιηθεί η Ενωση.
Στην αρχή της συνόδου, ο αυτοκράτορας είχε απαγορεύσει στους πολιτικούς άρχοντες που τον συνόδευαν να παίρνουν μέρος στις συζητήσεις, γιατί έτσι, έλεγε, οι εκκλησιαστικοί δεν θα μπορούν να πουν ότι αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι που δεν επιθυμούσαν. Υπογραμμίζοντας ότι ο θεολογικός διάλογος ήταν υπόθεση της Εκκλησίας, προσπάθησε να δείξει ότι έπρεπε να βρεθεί κάποια «μεσότητα» στα αδιέξοδα που οι εκκλησιαστικοί παρουσίαζαν ως ανυπέρβλητα. Ομως ο διάλόγος δεν προχωρούσε και ο αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της βυζαντινής αποστολής να παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Οταν αποφάσισε ότι η Ενωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των οικουμενικών συνόδων για να εμποδιστεί η ψήφος των μελών του πατριαρχικού κλήρου, και πρότεινε να ψηφίσουν και οι πολιτικοί άρχοντες. Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ενωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση τον Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ενωσης. Ετσι, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο μητροπολίτης Ηράκλειας Αντώνιος, ότι αυτό που έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που έγινε με τη βία, κ.λπ.
Η επίσημη ανακήρυξη της Ενωσης δεν έγινε ποτέ από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η". Αντίθετα, έσπευσε να ενημερώσει τους ορθοδόξους, κυρίως αυτούς που ήταν υπό λατινική κυριαρχία, ότι τίποτα δεν αλλάζει. Σε γράμμα του προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Φιλόθεο, και προφανώς και προς τους δύο άλλους πατριάρχες, τους Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τόνιζε ότι η Ενωση πραγματοποιήθηκε χωρίς να αλλάξει τίποτα, ούτε στο σύμβολο πίστεως ούτε στη λειτουργία ούτε στα έθιμα της Εκκλησίας. Από το παλάτι εκπορευόταν η πρόθεση για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης με τους ανθενωτικούς, που στην πραγματικότητα θα έθετε σε αδράνεια την Ενωση.
Είναι σαφές ότι για τη βυζαντινή πολιτική εξουσία η Ενωση ήταν ένα μέσον για να εξασφαλιστεί η βοήθεια της δυτικής Ευρώπης προς την τελευταία πόλη της ρωμαϊκής Ανατολής. Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 έγινε η επίσημη δημοσίευση του όρου, δηλαδή η ανακήρυξη της Ενωσης, παρουσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ιεραρχών, κληρικών και λαϊκών, καθώς και του εκπροσώπου του πάπα καρδιναλίου Ισιδώρου, του άλλοτε μητροπολίτη Κιέβου, που είχε λάβει μέρος ως μέλος της βυζαντινής αποστολής στη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Η ανακήρυξη της Ενωσης δεν βοήθησε, η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήλθε πέντε μήνες αργότερα.
ΠΑΡΙΣ ΓΟΥΝΑΡΙΔΗΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - 28.05.2000
ΠΑΡΙΣ ΓΟΥΝΑΡΙΔΗΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - 28.05.2000
Αριστούργημα μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφή