Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Oι ολέθριες δυναστικές διαμάχες Ιωάννη Παλαιολόγου και Ιωάννη Καντακουζηνού

 
 
 
 
Οι οδυνηρές συμμαχίες με Τούρκους και Σέρβους, οι επιγαμίες και η εισβολή των εχθρών σε Μακεδονία και Θράκη, η πολιτική του Ορχάν


           O Δεύτερος Εμφύλιος των Βυζαντινών ξεκινά το 1341 και στη διάρκειά του οι αντίπαλες πλευρές αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με εχθρούς του Βυζαντίου, όπως το Στέφανο Δουσάν της Σερβίας, ο οποίος άλλαξε στρατόπεδα κατά τα ίδια συμφέροντα, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, τους οποίους έφεραν ως επιδιαιτητές οι ίδιοι οι Βυζαντινοί στην καθαρά εσωτερική αυτή υπόθεση. Παράλληλα, ξόδεψαν κάθε ίχνος χρυσού που υπήρχε διαθέσιμο, με χαρακτηριστικό δείγμα την κατάθεση των αυτοκρατορικών κοσμημάτων σε βενετικό ενεχυροδανειστήριο από την Άννα της Σαβοίας έναντι ευτελούς ποσού. Η διαμάχη τελείωσε το 1347, με πρώτο αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο και συναυτοκράτορα τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, όμως, έληξαν οριστικά μόνο όταν ο δεύτερος παραιτήθηκε από το θρόνο το 1354.

           Είναι η εποχή που το βυζαντινό κράτος έχει να αντιμετωπίσει τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν ο  οποίος κάνει μεγαλόπνοα σχέδια και οραματίζεται τον εαυτό του βασιλιά των Ρωμαίων. Από την Ανατολή υπάρχουν οι φιλόδοξοι Οθωμανοί που έχουν παγιώσει την κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία. Από καιρό οι Βυζαντινοί είχαν  μισθώσει τις υπηρεσίες τουρκικών στρατευμάτων από διάφορες φυλές, παρά το ότι οι Τούρκοι πολύ συχνά λεηλατούσαν τα μέρη από όπου περνούσαν.  Κατά τη διάρκεια της δυναστικής διαμάχης η συνήθεια αυτή έγινε καθεστώς. Ήταν τόσο το μένος και η αντιπαλότητα των δύο πλευρών που δεν μπορούσαν δυστυχώς να διακρίνουν ότι  άνοιγε ο ασκός του Αιόλου και ότι υπονόμευαν το μέλλον τους κράτους. Ο εμφύλιος πόλεμος μαίνονταν στη Μακεδονία και στη Θράκη από τις συνεχείς εχθροπραξίες των Βυζαντινών, στις οποίες συμμετείχαν με τη μια ή την άλλη πλευρά, Βούλγαροι, Σέρβοι και Οθωμανοί, αλλάζοντας πολλές φορές στρατόπεδο ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
 
 
         Ο κράλης της Σερβίας Στ. Δουσάν ενθαρρυμένος από την κατάσταση αυτή, έβλεπε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. Εγκατέλειψε τον Κατακουζηνό και προσφέρθηκε με το αζημίωτο να ταχτεί με το μέρος του νεαρού Ιωάννη και της μητέρας του αυτοκράτειρας Άννας. Την Κυριακή το Πάσχα του 1346, στο καθεδρικό ναό των Σκοπίων, στέφτηκε <<αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ρωμαίων>>, ενώ παράλληλα αναβάθμισε τον επίσκοπο των Σέρβων σε πατριάρχη.

          Ο Καντακουζηνός κατόρθωσε να κερδίσει την υποστήριξη του Ορχάν, των Οσμανλήδων, δίνοντας του σε γάμο την κόρη του, Θεοδώρα. Στην επιγαμία αυτή αλλά και σε άλλες στηρίχτηκε ο Μωάμεθ ο Β΄ο Πορθητής για να διακηρύξει, μετά την άλωση, ότι είναι απόγονος και διάδοχος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η σύζευξη μιας Ορθόδοξης χριστιανής με έναν αλλόθρησκο και δη μουσουλμάνο, δεν ήταν κάτι καινούριο. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος πάντρεψε τις δύο νόθες κόρες του με Μογγόλους, ενώ και ο γιος του Ανδρόνικος ο Β ΄ πάντρεψε την κόρη με το γιο του Χαν της Χρυσής Ορδής Τοχτού το 1297. Παρόμοια γεγονότα συνέβαιναν και στην Τραπεζούντα με τους Κομνηνούς που άλλωστε ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην τουρκική επιθετικότητα.

            Οι γάμοι αυτού του είδους ήταν ένα διπλωματικό όπλο στα χέρια των Βυζαντινών. Οι βασιλικές επιγαμίες ήταν συνηθισμένες και υπαγορευμένες από πολιτικές σκοπιμότητες και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Και από τον αυτοκράτορα που ήθελε να προσεταιριστεί ένα εχθρό και να εξουδετερώσει τον κίνδυνο,  μέσω της συγγένειας και της επακόλουθης πολιτιστικής διείσδυσης , αλλά και από τους ξένους ηγεμόνες που, μέσω ενός βασιλικού γάμου, αποκτούσαν  αίγλη και ισχυροποιούσαν την εξουσία τους.
 
 
            Σε ανταπόδοση ο Ορχάν για το γάμο με τη βυζαντινή πριγκίπισσα, έστειλε ένα στρατιωτικό σώμα 6.000 ανδρών, για να πολεμήσουν στη Θράκη. Η αυτοκράτειρα Άννα, για να αντιμετωπίσει τη συμμαχία του Καντακουζηνού με τον Ορχάν, έσπευσε να κλείσει συμφωνία με άλλο Οθωμανό ,τον εμίρη της Φιλαδέλφειας, που προσφέρθηκε, με το αζημίωτο βέβαια, να στείλει εκστρατευτικό σώμα στη Θράκη.  Η πλημμυρίδα των Οθωμανών στο βυζαντινό έδαφος δεν είχε τελειωμό, ενώ υπήρχαν  και οι επιθετικές βλέψεις των Σέρβων του Δουσάν.  Όταν τελείωσαν οι μάχες, οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα  στη Θράκη και σε περιοχές της Μακεδονίας.

         Μετά τη πτώση του Καντακουζηνού, το 1355, ο Ορχάν βρήκε τη δικαιολογία για να εισβάλλει κυριολεκτικά στα ευρωπαϊκά βυζαντινά εδάφη της Θράκης, ενθαρρύνοντας Τούρκους νομάδες και γαζήδες να ακολουθήσουν. Παράλληλα το ασιατικό κομμάτι του Εμιράτου του, ενισχύονταν απορροφώντας σταδιακά τα γειτονικά εμιράτα.
 
 
            Ο Ορχάν ακολούθησε έξυπνη και πετυχημένη πολιτική, προκειμένου να οργανώσει κράτος με σταθερότητα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Επέβαλλε τη μόνιμη κατοίκηση και την αστική ανάπτυξη, προσπαθώντας να ελέγξει την  επίδραση γαζήδων, δερβίσηδων και των ιερέων της μουσουλμανικής πίστης. Τους χριστιανούς υπηκόους τους μεταχειρίστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να τους προσεγγίσει. Χωρίς να λείπουν οι βίαιοι εξισλαμισμοί από τους φανατικούς, πολλοί χριστιανοί προτιμούσαν την εξουσία του από εκείνη του αυτοκράτορα, επειδή η φορολογία του ήταν λιγότερο αλόγιστη. Σε κάθε περιοχή που κατακτούσε, χτίζονταν σχολεία και ιεροδιδασκαλεία, δημόσιες υπηρεσίες, ώστε να αρχίσει να μορφοποιείται ένας κρατικός ιστός.

           Συμπερασματικά οι δυναστικές διαμάχες των Βυζαντινών είχαν σαν αποτέλεσμα την εισβολή των εχθρών στη Μακεδονία και στη Θράκη. Τα οικονομικά του κράτους χειροτέρεψαν περισσότερο, καθώς υποθηκεύτηκε στους Βενετούς –μεγαλώνοντας την εξάρτηση από αυτούς- ο πλούτος του παλατιού αλλά και των εκκλησιών (το ίδιο το βυζαντινό στέμμα, χρυσά και κοσμήματα αλλά και σκεύη από ναούς).
 
 

 
 
 
Εμφύλιος και Κίνημα Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης
            
 
               Ιδιαίτερο στοιχείο του δεύτερου εμφύλιου πολέμου αποτελεί το ότι μέσω αυτού εκφράστηκαν δύο αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, η αριστοκρατία και ο λαός, προσδίδοντάς του έτσι κοινωνικό χαρακτήρα. Από την αρχή του πολέμου τον Ιωάννη Καντακουζηνό υποστήριξε η αριστοκρατία, γεγονός που έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Αλέξιος Απόκαυκος και η αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης.

                Ο στρατηγός Απόκαυκος προσέγγισε τις λαϊκές δυνάμεις και εξασφάλισε τη συνδρομή τους σε μια περίοδο μάλιστα που οι κοινωνικές αντιθέσεις είχαν ενταθεί με την οικονομική κρίση που είχε ακολουθήσει τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο. Ξεσήκωσε το λαό και σύντομα τον Οκτώβριο του 1341 στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης σημειώθηκαν ταραχές εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας. Το εξεγερμένο πλήθος κατέστρεψε και δήμευσε τις περιουσίες των αριστοκρατών και πήρε προσωρινά την εξουσία στα χέρια του.
                Οι διοικητές των πόλεων τάχθηκαν υπέρ του Ιωάννη Ε'. Μόνο ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Συναδηνός ήταν υπέρ του Καντακουζηνού. Προσφέρθηκε μάλιστα να του ανοίξει τις πύλες, αν εκείνος το ζητούσε. Ο Καντακουζηνός έσπευσε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και βάδισε το Μάρτιο του 1342 προς τη Θεσσαλονίκη. Αλλά οι εξελίξεις τον πρόλαβαν, καθώς και στη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας επικράτησαν επίσης οι επαναστάτες. Η κυριαρχία τους μάλιστα δεν ήταν προσωρινή. Οι Ζηλωτές, όπως αυτοαποκαλούνταν, εγκαθίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη ένα ιδιόμορφο και πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής καθεστώς που προέβλεπε λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης και διήρκεσε εφτά χρόνια (ως το 1349).
               Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης αποδέχτηκε τις εξελίξεις, αναγνώρισε το κίνημα των Ζηλωτών και εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη ως διοικητή το γιο του Απόκαυκου Ιωάννη. Την πραγματική ωστόσο εξουσία στην πόλη ασκούσε ο αρχηγός του κόμματος των Ζηλωτών
 
              Τρία χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Απόκαυκος, δυσαρεστημένος με τους Ζηλωτές που δεν του είχαν αφήσει καμιά εξουσία, άλλαξε στρατόπεδο και οργάνωσε μια συ­νωμοσία με τους ευγενείς της πόλης, αφού ήρθε σε συνεννοήσεις και με τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Τον Ιούνιο του 1345 οι συνωμότες δολοφόνησαν τον ηγέτη των Ζη­λωτών Μιχαήλ Παλαιολόγο και πήραν για λίγο την κατάσταση στα χέρια τους. Γρή­γορα όμως αναγκάστηκαν να κλειστούν για ασφάλεια στην οχυρωμένη Ακρόπολη.

           Οι Ζηλωτές αντέδρασαν δυναμικά αμέσως μόλις συνήλθαν από τον αιφνιδιασμό. Κινητοποίησαν τον αναστατωμένο λαό και με επικεφαλής το νέο ηγέτη τους Ανδρέα Παλαιολόγο και πρωτοπόρο τη συντεχνία των ναυτών βάδισαν εναντίον των αντεπαναστατών. Χωρίς να συναντήσουν σημαντική αντίσταση μπήκαν στην Ακρόπολη και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, εξόντωσαν πολλούς ευγενείς κι ανάμεσα τους τον ηγέτη της αντεπανάστασης Ιωάννη Απόκαυκο.
 

             Μετά από τα γεγονότα αυτά η Θεσσαλονίκη ανεξαρτητοποιήθηκε ακόμη περισσότερο από το κέντρο της αυτοκρατορίας. Οργανώθηκε από τους Ζηλωτές και λει­τούργησε σαν μια αυτόνομη πολιτική μονάδα με δημοκρατικό καθεστώς.

            Πολύ λίγες πληροφορίες έχουμε για τον τρόπο λειτουργίας της «Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης». Θα πρέπει πάντως τα δημόσια λειτουργήματα της πόλης να ασκούνταν όλα από τους Ζηλωτές. Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι περιουσίες των ευγενών καθώς και τα εισοδήματα από τα μεγάλα εκκλησιαστικά κτήματα είχαν δημευθεί και ότι είχαν επιβληθεί και άμεσες εισφορές. Όσα χρήματα συγκεντρώνονταν χρησιμο­ποιούνταν για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του στρατού, για την ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης και για την ανακούφιση των φτωχότερων πολιτών.

            Το 1347 έληξε α εμφύλιος πόλεμος στο Βυζάντιο με τη συμφιλίωση των δύο α­ντιπάλων. Στη Θεσσαλονίκη τοποθετήθηκε νέος αυτοκρατορικός διοικητής, ο Αλέξιος Μετοχίτης, άνθρωπος του Καντακουζηνού. Οι Ζηλωτές τον δέχτηκαν αλλά εξακο­λουθούσαν, να διοικούν αυτοί την πόλη. Ήδη όμως τους είχε φθείρει η εξουσία, ενώ τους καταλογίζονταν και πολλές αυθαιρεσίες. Άλλωστε το καθεστώς τους έμοιαζε με μια απομονωμένη νησίδα μέσα στην αυτοκρατορία και οι συνέπειες της απομόνωσης, οικονομικές κυρίως, γίνονταν ολοένα και πιο αισθητές.

          Από τη δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε επωφελήθηκε ο διοικητής της πόλης Αλέξιος Μετοχίτης και οργάνωσε το 1349 ένα κίνημα, με το οποίο κατόρθωσε να ανα­τρέψει τους Ζηλωτές. Ο ηγέτης τους Ανδρέας Παλαιολόγος κατέφυγε στο Άγιο Όρος, ενώ πολλά στελέχη τους φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Κι αυτό ήταν το τέλος του κι­νήματος των Ζηλωτών και της «Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης».
 
 
 
 
 
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου