Η γκιόστρα ή τζούστρα ή τζύστρια ή τορνεμές ή τορνεμέντον ή ξυλοκονταρία ή κονταροκτύπημα ἠ ασίδηρος διαδορατισμός.
Η τζόστρα και ό τορνεμες
Η τζόστρα ήταν μονομαχία δύο ανδρών ενώ αντιθέτως ο τορνεμές ( tournoi) περιελάμβανε πολλούς εναντίον πολλών.
Η κονταρομαχία ξεκίνησε σαν μια διαδικασία "μονομαχίας" μεταξύ δύο βαριά οπλισμένων ιππέων, που εμφανίστηκε στην μεσαίωνική ευρώπη περίπου στις αρχές του 12ου αιώνα (1100). Στην συνέχεια, μετατράπηκε σε ένα "εξειδικευμένο" άθλημα, αλλά και σαν ένας τρόπος "επίλυσης διαφορών" μεταξύ των ιπποτών του μεσαίωνα. Με το πέρασμα των χρόνων, η κονταρομαχία μεταμορφώθηκε σε μια δημοφιλή διαδικασία μεταξύ ιπποτών σε ολόκληρη την μεσαιωνική Ευρώπη, ενώ ήταν δημοφιλές αγώνισμα και στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους αριστοκρατικούς κύκλους.
Η κονταρομαχία ξεκίνησε σαν μια διαδικασία "μονομαχίας" μεταξύ δύο βαριά οπλισμένων ιππέων, που εμφανίστηκε στην μεσαίωνική ευρώπη περίπου στις αρχές του 12ου αιώνα (1100). Στην συνέχεια, μετατράπηκε σε ένα "εξειδικευμένο" άθλημα, αλλά και σαν ένας τρόπος "επίλυσης διαφορών" μεταξύ των ιπποτών του μεσαίωνα. Με το πέρασμα των χρόνων, η κονταρομαχία μεταμορφώθηκε σε μια δημοφιλή διαδικασία μεταξύ ιπποτών σε ολόκληρη την μεσαιωνική Ευρώπη, ενώ ήταν δημοφιλές αγώνισμα και στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους αριστοκρατικούς κύκλους.
Στο παρακάτω απόσπασμα με την γλαφυρή γραφή του Κώστα Κυριαζή, παρακολουθούμε έναν αγώνα τζόστρας που γίνεται στον ιππόδρομο της Πόλης, με την ευκαιρία του γάμου του Αλέξιου Κομνηνού με την Άννα τη Φράγκα (2 Μαρτίου 1180) . Στον αγώνα συμμετέχει ο Ανδρόνικος Κομνηνός, μετέπειτα αυτοκράτορας, ενώ από το θεωρείο παρακολουθούν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός, η σύζυγός του Μαρία, και το νεόνυμφο ζευγάρι, ο Αλέξιος Κομνηνός και η Άννα η Φράγκα.
<<Χαμήλωσαν τα κοντάρια τους οι καβαλάριοι, χαιρέτησαν. Ανέμισαν τα μαντήλια που είχαν δεμένα πάνω τους. Μαντίλια δοσμένα από μεγαλοκυράδες, που είχαν δεχτεί να κονταροχτυπηθούν στ’ όνομά τους οι καβαλάριοι. Ένας μόνο δεν είχε μαντίλι στη λόγχη του, ο ψηλός, ο ανώνυμος(Ανδρόνικος Κομνηνός). (…)
Χτύπησαν πάλι οι σάλπιγγες, γύρισαν δεξιά οι καβαλάριοι που ήταν δεξιά, ζερβά οι άλλοι, και καλπάζοντας πήγαν στις δυο άκρες του πέλματος. Κάπως διαφορετική ήταν η ρωμαίικη τζόστρα από τη φράγκικη. Ξύλινο χώρισμα ανάμεσα στους δυο καβαλάριους δεν υπήρχε. Έτσι γινόταν ακόμα πιο δύσκολος ο αγώνας, γιατί τα άτια που κάλπαζαν ξέφρενα, λίγο να μην πρόσεχαν οι καβαλάριοι, μπορούσαν να συγκρουστούν.
(…) Τελευταίος έμεινε ο ανώνυμος. Κέντρισε το άλογό του, όταν χτύπησαν οι σάλπιγγες και χύθηκε με καλπασμό να βρει τον αντίπαλό του. Στεκόταν τόσο όμορφα πάνω στο άτι του και το κοντάρι του ήταν τόσο ακίνητο, σαν να ήταν καρφωμένο στου κορμί του, που άθελά του ο λαός ζητωκραύγασε. Το κασίδι του Φράγκου σημάδεψε την τελευταία στιγμή, όταν ζυγώσανε τα άτια, ο ανώνυμος, και το χτύπημά του ήταν τόσο τέλειο, που ο ιππότης έφυγε από τη σέλα του και γκρεμίστηκε με πάταγο σιδερικών πάνω στην άμμο του πέλματος. Κράτησε το άτι του ο ανώνυμος, έριξε μια ματιά στον αντίπαλό του, είδε ότι κουνιότανε, ότι προσπαθούσε να σηκωθεί, κι έπειτα με ελαφρύ τροχασμό έφθασε το κάθισμα, χαιρέτησε τον αυτοκράτορα, την Αυγούστα, τον Αλέξιο, και κράτησε αρκετή ώρα σε χαιρετισμό τη λόγχη του μπρος στην Αγνή (Άννα), που τον κοιτούσε συνεπαρμένη. Έπειτα γύρισε, κι ενώ ξεσπούσε ο λαός σε πανηγυρισμούς, ξαναπήρε τη θέση του για τους τελικούς…
(…) Με κρατημένη την ανάσα παρακολουθούσαν λαός, αυτοκράτορας, αρχόντοι και μεγαλοκυράδες τις ετοιμασίες που κάναν οι δυο αντίπαλοι. Ο Φράγκος άλλαξε άλογο, καβάλησε ένα πιο βαρύ τώρα και πήρε ένα καινούριο κοντάρι. Ο ανώνυμος δεν άλλαξε άτι, μόνο έπιασε δυο-τρία κοντάρια, τα ζύγιασε, και κράτησε το τελευταίο.
Στριγκές ακούστηκαν οι σάλπιγγες. Οι δυο καβαλάριοι κέντρισαν με τα σπιρούνια τους τα άλογά τους και το ποδοβολητό τους αντήχησε πάλι στον ιππόδρομο. Πιο βαρύ το άλογο του Φράγκου, δεν έμοιαζε να μπορεί να καλπάζει όσο του ανώνυμου. Τα στοιχήματα που δίνανε και παίρνανε ως εκείνη τη στιγμή, σταμάτησαν. Τα άτια πλησίαζαν, φθάσαν, πηγαίναν τόσο ίσια και τόσο απέναντι το ένα στο άλλο, που όλοι πίστευαν πως θα χτυπιόνταν μεταξύ τους. Την τελευταία στιγμή όμως, όταν πήχες χώριζαν τους δυο αντιπάλους, σα να λόξεψαν και τα δυο, σα να άφησαν χώρο αναμεταξύ τους. Το βρόντημα που κάναν τα κοντάρια που σπάζαν, έκανε το λαό να μπήξει μια φωνή. Σπάσαν τα κοντάρια, αλλά κανένας από τους καβαλάριους δεν έπεσε απ΄ το άλογό του. Ο Φράγκος μόνο, σα να κλονίστηκε λιγάκι. Γύρισαν πίσω, ο ανώνυμος διάλεξε ένα κοντάρι από κλαδί βελανιδιάς, το ίδιο και ο Φράγκος.
‘Ήχησαν πάλι οι σάλπιγγες. Ο ανώνυμος έσφιξε γερά το κοντάρι και κέντρισε το άλογο, που λες και τούτη τη φορά είχε φτερά και πέταξε, δεν κάλπασε. Πέρασε δυο μάκρητα την άσπρη γραμμή το άλογο του ανώνυμου και, όταν πια ζύγωσε τον Φράγκο, ο καβαλάρης του γύρισε το κοντάρι του έτσι που να βρει κατάστηθα τον αντίπαλό του. Το σημάδεμα του Ρωμαίου ήταν τόσο καλό, που βρήκε κατάστηθα τον Φράγκο, και ήταν τόσο γερό το κοντάρι, που τινάχτηκε με τόση δύναμη πίσω ο ιππότης, ώστε παράσυρε και το βαρύ του άλογο, που σωριάστηκε κι αυτό ανάσκελα, πλακώνοντάς τον.
Ο ανώνυμος τράβηξε τα ρέτενα, έμεινε ακίνητος εκεί που βρισκόταν και όλοι πίστεψαν ότι ήταν αυτός και το άτι του άψυχοι. Σήκωσε αργά το κοντάρι και κεντρίζοντας ανάλαφρα το άλογό του, το έκανε να τριποδίσει τόσο όμορφα, που ο λαός ξεφώνισε τον ενθουσιασμό του. Αργά αργά έφτασε μπροστά στο κάθισμα ο ανώνυμος, χαιρέτησε με το κοντάρι του πρώτα τον αυτοκράτορα Μανουήλ, που τον κοίταζε με κάποιο φθόνο που δεν μπορούσε να κατεβεί κι αυτός, να κονταροχτυπηθεί, πρώτα γιατί ήταν αυτοκράτορας και δεν πήγαινε εδώ στη Θελοφύλαχτη να χτυπηθεί μπρος στο λαό του, και δεύτερο γιατί η υγεία του δεν το επέτρεπε, ύστερα χαιρέτησε τον Αλέξιο, την Αυγούστα, και κατόπι στράφηκε στην Αγνή, την Άννα πια.
Το άλογό του οδηγημένο από το χέρι του, ανεβοκατέβασε τρεις φορές το κεφάλι του μπροστά της.(…)
Φώναξε πάλι το ενθουσιασμό του ο λαός για τον καβαλάριο, που τον φώναζαν Βένετο, από το χρώμα της σαγής του αλόγου, για την Αυγούστα Άννα που είχε τιμήσει.
Καταλάγιασαν οι τιμές, ο Μανουήλ πρόσταξε να δοθούν τα έπαθλα στους νικητές και περίμενε με κάποια αγωνία- γιατί κάτι είχε αρχίσει να υπονοιάζεται- να βγάλει το κασίδι ό ανώνυμος, να δει ποιος ήταν. Και αγωνιούσε γιατί, αν ήταν πραγματικά ο Ανδρόνικος, θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί αυτή τη στιγμή ήταν το είδωλο του λαού κι ο πάντα ευκολοάλλαγος λαός μπορεί να θύμωνε, όταν μάθαινε ότι θα εξοριζότανε ξανά…>>
Κώστα Κυριαζή, Αγνή η Φράγκα – Οι τελευταίοι Κομνηνοί
Τελικά ο Ανδρόνικος Κομνηνός, μια από τις πιο τυχοδιωκτικές μορφές στην ιστορία του Βυζαντίου, δεν θα αποκαλύψει το πρόσωπό του, γιατί έτσι έκρινε ότι τον βόλευε στα σχέδιά του, τη δεδομένη χρονική στιγμή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου