Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

AΛΕΞΙΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ (1081-1118)


 Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας. Προσπάθησε και ως ένα σημείο το πέτυχε, να αναδιοργάνώσει την αυτοκρατορία σε όλα τα επίπεδα, δίνοντας τη δυνατότητα να αποκτήσει το βηματισμό της μέσα σε ένα εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον που συνεχώς μεταβαλλόταν.  Ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Georg Ostrogorsky γράφει για την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού


AΛΕΞΙΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ  (1081-1118)

Χάρτης εποχής των ΚΟΜΝΗΝΩΝ
               Ο Αλέξιος Κομνηνός πέτυχε, ύστερα από αδιάκοπο αγώνα που διήρκεσε σχεδόν τέσσερες δεκαετίες, να παλινορθώσει τη δύναμη της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε σημαντικό βαθμό.
Διπλωματία- στρατός          
            
            Κάθε φάση του αγώνα αυτού είναι και μία απόδειξη για την πολιτική μεγαλοφυΐα και την ασύγκριτη διπλωματική τέχνη του Κομνηνού. Εναντίον του Ροβέρτου Γυισκάρδου χρησιμοποίησε τη Βενετία, εναντίον του Τσαχά τους αντιμαχόμενους εμίρηδες, κατατρόπωσε τους Πατζινάκες με τη βοήθεια των Κουμάνων, χρησιμοποίησε εναντίον των Τούρκων τους σταυροφόρους και εναντίον των ηγεμονιών των σταυροφόρων τους Τούρκους.
               Εκτός όμως από την έξυπνη εκμετάλλευση των ξένων δυνάμεων κατόρθωσε να αυξήσει σε μεγάλο βαθμό και τις δικές του δυνάμεις. Η στρατιωτική ισχύς του βυζαντινού κράτους αυξανόταν από πόλεμο σε πόλεμο και από χρόνο σε χρόνο. Στη διάρκεια του πολέμου με τον Ροβέρτο Γυισκάρδο δεν υπήρχε βυζαντινός στόλος, ενώ στον πόλεμο εναντίον του Τσαχά και ιδιαίτερα εναντίον του Βοημούνδου ένα μέρος της επιτυχίας οφειλόταν στο βυζαντινό ναυτικό. Τις ήττες της πρώτης περιόδου διαδέχθηκαν νικηφόρες εκστρατείες εναντίον των Κουμάνων και των Σελτζούκων, ενώ την σοβαρή άνοδο  του βυζαντινού στρατού την διαπιστώνει κανείς καθαρά, όταν συγκρίνει τους δύο πολέμους με τους Νορμανδούς στα ανατολικά παράλια της Αδριατικής.


Ο Αλέξιος Ά Κομνηνός υποδέχεται τον Γοδεφρίγο του Μπουιόν το 1097



           Εσωτερικό μέτωπο

               Ο Αλέξιος Α’ όχι μόνο διεύρυνε τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά και σταθεροποίησε εσωτερικά το κράτος και αποκατέστησε την αμυντική του ισχύ. Είναι αλήθεια ότι το πολιτικό σύστημα που εγκατέστησε, ήταν εντελώς διαφορετικό σε σύγκριση με το άκαμπτο καθεστώς της μέσης βυζαντινής περιόδου. Τα ανησυχητικά φαινόμενα του ενδέκατου αιώνα, όπως η εκμίσθωση των φόρων, η παραχώρηση του δικαιώματος της εξουσίας σε κοσμικούς και εκκλησιαστικούς μεγαλοκτήμονες, η υποτίμηση του νομίσματος, συνέχισαν να υπάρχουν και μάλιστα επεκτάθηκαν περισσότερο. Ένας νέος παράγοντας είναι η όλο και πιο δεσπόζουσα παρουσία των Ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών στο βυζαντινό εμπόριο. Η Βενετία γίνεται από το 1082 και εξής παντοδύναμη στα βυζαντινά ύδατα και τον Οκτώβριο του 1111 ο Αλέξιος Α ‘ παραχώρησε με συνθήκη και στην Πίζα σπουδαία εμπορικά προνόμια.

       
  Αλλαγές στη γραφειοκρατία - νέοι τίτλοι
                Η χαλάρωση της βυζαντινής γραφειοκρατικής μηχανής φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στις αλλαγές που έγιναν στο σύστημα των αυλικών αξιωμάτων και τίτλων που πραγματοποίησε ο Αλέξιος Α’ και η οποία σχετίζεται με την εξέλιξη της προηγούμενης περιόδου. Από την απλόχερη απονομή τίτλων στην περίοδο της στρατιωτικής ηγεσίας πολλά παλιά οφφίκια έχασαν την αξία τους και χρειάσθηκε να δημιουργηθούν νέα για πρόσωπα που κατείχαν εξέχουσες θέσεις. Οι τίτλοι του πατρικίου, πρωτοσπαθαρίου και σπαθαροκανδιδάτου, που χαρακτήριζαν ανώτερα αξιώματα τον δέκατο αιώνα, έχασαν την αρχική σημασία τους στα μέσα του ενδέκατου αιώνα και έπαψαν να χρησιμοποιούνται στα τέλη του ενδέκατου και τις αρχές του δωδέκατου αιώνα. Από την περίεργη αυτή υποτίμηση των τίτλων επέζησαν μόνο τα τρία ανώτατα αξιώματα της μέσης βυζαντινής περιόδου, του καίσαρος, του νοβελισσίμου και του κουροπαλάτου, που κι αυτά όμως έχασαν κάπως την αρχική τους αξία. Για τον αδελφό του Ισαάκιο ο Αλέξιος Α’ δημιούργησε το νέο τίτλο του σεβαστοκράτορος (που ήταν συνδυασμός των τίτλων του σεβαστού και του αυτοκράτορος), τον οποίο του απένειμε κατά προτίμηση αντί του τίτλου του Καίσαρος. Έτσι τώρα δεν είχε καμιά επιφύλαξη να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον σφετεριστή του θρόνου Νικηφόρο Μελισσηνό και να του παραχωρήσει τον τίτλο του καίσαρος, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι μια ανώτερη όχι όμως και η ανώτατη τιμητική διάκριση.
               Οι παλαιοί επίσημοι τίτλοι εξαφανίζονται και στους ανώτερους υπαλλήλους δίδονται τώρα τίτλοι, που παλαιότερα ήταν αυτοκρατορικοί ή αποδίδονταν κατά προτίμηση σε νεώτερα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Με συνδυασμό επί μέρους τίτλων και διακρίσεων προέκυψε μία ανεξάντλητη ποικιλία, όπως: σεβαστός, πρωτοσεβαστός, πανυπερσεβαστός, σεβαστοϋπέρτατος, Πανσεβαστοϋπέρτατος, πρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος, εντιμοϋπέρτατος, πανεντιμοϋπέρτατος, πρωτοπανεντιμοϋπέρτατος ή νοβελίσσιμος, πρωτονοβελίσσιμος, πρωτονοβελισσιμοϋπέρτατος και πολλά παρόμοια. Οι αλλαγές αυτές στο σύστημα των τίτλων απεικονίζουν τις εξελίξεις, που είχαν επικρατήσει στη βυζαντινή διοίκηση από τον ενδέκατο αιώνα και εξής.
Αλλαγές στα Θέματα
            
           Μαζί με την άκαμπτη συγκεντρωτική γραφειοκρατία εξαφανίζεται και η αυστηρή ιεραρχική τάξη που χαρακτήριζε τη μέση βυζαντινή περίοδο. Παρόμοια χαρακτηριστική υποτίμηση παρατηρείται και στους τίτλους των διοικητών των θεμάτων. Από τους τρεις διαφορετικούς τίτλους που χρησιμοποιούνταν στα τέλη του δέκατου αιώνα, δηλ του στρατηγού, του κατεπάνω και του δουκός, διατηρήθηκε μόνο ο ανώτατος. Κατά την περίοδο των Κομνηνών όλοι οι διοικητές των θεμάτων φέρουν τον τίτλο του δούκα, ενώ οι υφιστάμενοί τους ονομάζονται κατεπάνω. Η αλλαγή αυτή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, γιατί παράλληλα μ’ αυτή μειώνεται και η σημασία όπως και η έκταση των επί μέρους θεμάτων. Τον τίτλο μέγας δουξ είχε από τα χρόνια του Αλεξίου Α’ ως την πτώση της αυτοκρατορίας ο αρχιναύαρχος, που ήταν αρχηγός όλου του ναυτικού. Οι δύο δομέστικοι, της Ανατολής και της Δύσεως, που από το δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα μοιράζονταν την ανώτατη διοίκηση του στρατού, στα μέσα του ενδέκατου αιώνα είχαν τον τίτλο μέγας δομέστικος. Από τα χρόνια του Αλεξίου Α’ και εξής τον έλεγχο όλων των πολιτικών υπηρεσιών είχε ο λογοθέτης των σεκρέτων, ο οποίος από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα ονομάζεται μέγας λογοθέτης. Από τώρα και στο εξής οι αρμοδιότητες του πρωθυπουργού, γνωστού με τον τίτλο μεσάζων, συνδέονται συχνά (αν και όχι πάντοτε) με το αξίωμα τούτο, όπως ακριβώς ήταν συνδεδεμένες στη μέση βυζαντινή περίοδο με το αξίωμα του λογοθέτου του δρόμου.

         
Οικονομία - νομισματική πολιτική
              Η αποσύνθεση του στρατού και η καταθλιπτική οικονομική κρίση είναι οι δύο εκείνοι παράγοντες, που χαρακτηρίζουν την εσωτερική κατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τα μέσα του ενδέκατου αιώνα και που η αντιμετώπισή τους απασχόλησε σε πρώτη γραμμή την εσωτερική πολιτική του Αλεξίου Α’. Η υποτίμηση του νομίσματος, που είχε αρχίσει στα μέσα περίπου του ενδέκατου αιώνα, συνεχίσθηκε σε μεγαλύτερη έκταση επί Αλεξίου Κομνηνού, με αποτέλεσμα, εκτός από το παλαιό και σταθερό χρυσό νόμισμα, να κυκλοφορούν και νέα νομίσματα από κατώτερα μέταλλα και με ποικίλη αξία. Όπως είναι φυσικό, η εξέλιξη αυτή προξένησε μεγάλη σύγχυση στην οικονομική ζωή, ταυτόχρονα όμως προέκυψαν και ορισμένα οφέλη για το δημόσιο ταμείο, που ενώ έθετε στην κυκλοφορία υποτιμημένο νόμισμα, απαιτούσε από τους φορολογούμενους νόμισμα πλήρους αξίας. Ωστόσο η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχισθεί επ’ άπειρον και γρήγορα το κράτος υποχρεώθηκε να δέχεται και το νόμισμα κατώτερης αξίας. Αρχικά η αξία του νομίσματος βρισκόταν σε μεγάλη διακύμανση και οι εφοριακοί υπάλληλοι υπολόγιζαν την ισοτιμία σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια και κέρδιζαν τη διαφορά, ώσπου ο αυτοκράτορας όρισε ένα (χρυσό) νόμισμα να αντιστοιχεί σε τέσσερα μιλιαρέσια (αργυρά νομίσματα). Έτσι όμως η τιμή του βυζαντινού χρυσού νομίσματος σταθεροποιήθηκε ακριβώς στο ένα τρίτο της αρχικής του αξίας. Ωστόσο στη βασική φορολογία προστέθηκαν πολλές άλλες προσαυξήσεις, που ονομάσθηκαν δικέρατον, εξάφολλον, συνήθεια και ελαστικόν και οι οποίες έφθασαν μαζί τα 23 τοις εκατό του βασικού φόρου. Στην εκτίμηση όμως του βασικού φόρου η αξία του χρυσού νομίσματος υπολογίσθηκε στο ένα τρίτο ενώ οι φορολογικές προσαυξήσεις καθορίσθηκαν αρχικά σύμφωνα με την παλαιά τιμή. Όταν όμως οι φορολογούμενοι διαμαρτυρήθηκαν, ο αυτοκράτορας συμβιβάσθηκε με τη μέση λύση και επέτρεψε ειδικά για τις προσαυξήσεις να μειωθεί η αξία του νομίσματος στο μισό. Τούτο σήμαινε άνοδο των πρόσθετων φόρων κατά 50 τοις εκατό, με συνέπεια να ωφεληθεί ακόμη περισσότερο το δημόσιο ταμείο, γιατί οι πρόσθετοι αυτοί φόροι επιβλήθηκαν από ένα ορισμένο ποσό του βασικού φόρου και πάνω. Με την υποτίμηση όμως του χρυσού νομίσματος αυξήθηκε ανάλογα και η τρέχουσα αξία των φόρων, με αποτέλεσμα τους πρόσθετους φόρους να καταβάλλουν πια και οι φτωχότεροι φορολογούμενοι που προηγουμένως είχαν εξαιρεθεί απ’ αυτούς. Με τον έξυπνο αυτό τρόπο ο αυτοκράτορας πέτυχε σοβαρά πλεονεκτήματα από την υποτίμηση του νομίσματος. 
              



Υπέρπυρο - χρυσό νόμισμα Αλεξίου Α' / 1092-1118.
Χριστός ένθρονος - ο αυτοκράτωρ
 Ανορθωση της κρατικής οικονομίας-επιβάρυνση των φορολογούμενων
            Το βάρος έπεσε τώρα βασικά στους ώμους του φορολογούμενου και έτσι επιδεινώθηκε περισσότερο η θέση του. Περισσότερο καταθλιπτική από τη φορολογία ήταν όμως η αυθαιρεσία των εφοριακών υπαλλήλων και των μισθωτών των φόρων, των οποίων οι καταχρήσεις στη συλλογή των φόρων προκάλεσαν περισσότερες διαμαρτυρίες απ’ όσες η αύξηση των φόρων. Η εκμίσθωση των φόρων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις αρχές του δωδέκατου αιώνα, αφού ακόμη και ολόκληρες επαρχίες εκχωρούνταν σε ιδιώτες συλλέκτες των φόρων. Οι μισθωτές των φόρων θεωρούσαν φυσιολογικό να εισπράττουν ως και διπλάσιο από τον κανονικό φόρο. Στους φόρους σε χρήμα προστέθηκαν όμως και πολλαπλές επιβαρύνσεις σε είδος όπως και η υποχρεωτική εκτέλεση ορισμένης προσωπικής εργασίας («λειτουργίας»), που στην εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα φορτική. Ο πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος να προμηθεύει το υλικό και να προσφέρει την προσωπική του εργασία για την κατασκευή πλοίων, οχυρών, γεφυρών και δρόμων. Ήταν ακόμη υποχρεωμένος να εξασφαλίζει κατάλυμα και συντήρηση στους κρατικούς υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς, να εξυπηρετεί τις ανάγκες του ακριτικού στρατού και να τροφοδοτεί τα μετακινούμενα στρατεύματα με όλα τα απαραίτητα τρόφιμα, είτε δωρεάν είτε σε πολύ χαμηλές τιμές. Αυτό σημαίνει ότι τη συντήρηση του στρατού εξασφάλιζε εν μέρει μόνο το κράτος, ενώ ο πληθυσμός σήκωνε με άμεσο τρόπο το υπόλοιπο βάρος που την εποχή αυτή ήταν ιδιαίτερα υψηλό.
         
  Μισθοφορικός στρατός
             Με τον τρόπο αυτό εξοικονομούσε τα πράγματα το κράτος που βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, ενώ παράλληλα ήταν αναγκασμένο να αναδιοργανώσει χωρίς χρονοτριβή εκ νέου την αμυντική του δύναμη αποκτώντας όσο γινόταν περισσότερους ξένους μισθοφόρους. Πραγματικά ο βυζαντινός στρατός την περίοδο αυτή ήταν ένα συνονθύλευμα από Βαράγγους, Ρώσους, Πατζινάκες, Κουμάνους, Τούρκους, Γάλλους, Γερμανούς, Άγγλους, Βουλγάρους, Αβασγούς και Αλανούς.
    Ο  θεσμός της προνοίας
           Μαζί με τα μισθοφορικά στρατεύματα άρχισε να αποκτά πάλι μεγάλη σπουδαιότητα και ο εγχώριος στρατός. Βέβαια το κύριο σώμα της στρατιωτικής δυνάμεως των Βυζαντινών δεν αποτελούσαν πλέον οι μικρογαιοκτήμονες, αφού τα παλαιά στρατιωτικά κτήματα αφανίσθηκαν κατά την διάρκεια της φεουδοποιήσεως. Αν και οι στρατιώτες γεωργοί δεν εξαφανίσθηκαν τελείως, εντούτοις ο ρόλος τους ήταν πολύ πιο περιορισμένος. Το βυζαντινό στράτευμα είχε ως βάση ένα καθαρά φεουδαρχικό σύστημα εξαρτήσεων και την πραγματική του δύναμη αποτελούσαν η μεγαλογαιοκτησία των προνοιαρίων.
              Στην εφαρμογή του θεσμού της προνοίας για στρατιωτικούς σκοπούς οφείλεται μάλιστα κατά κύριο λόγο η στρατιωτική ισχύς της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χρόνια της εξουσίας της στρατιωτικής αριστοκρατίας, που την εκπροσωπούσε η δυναστεία των Κομνηνών. Αντίθετα, οι προνοιακές εκχωρήσεις που συναντάμε στα χρόνια των επιγόνων της μακεδονικής δυναστείας και των Δουκάδων ήταν άσχετες με στρατιωτικές υποχρεώσεις. Με τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό ο θεσμός της προνοίας απέκτησε το στρατιωτικό του χαρακτήρα, τον οποίο διατήρησε από τότε και ως την πτώση της αυτοκρατορίας. Ο προνοιάριος ανελάμβανε τώρα και την υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας και αυτός είναι ο λόγος που ονομαζόταν γενικά «στρατιώτης». Ήταν έφιππος πολεμιστής και, ανάλογα με την έκταση του προνοιακού τιμαρίου που κατείχε, συνοδευόταν από μεγάλη ή μικρή στρατιωτική ομάδα.
            Παράλληλα οι λοιπές γαιοκτησίες, όπως και οι εκκλησιαστικές περιουσίες, υποβλήθηκαν σε αναγκαστική επιστράτευση για εξασφάλιση στρατιωτών που ήταν ελαφρά οπλισμένοι πεζικάριοι. Το προνοιακό τιμάριο δεν ήταν ιδιοκτησία του προνοιαρίου· απαγορευόταν η εκποίησή του και αρχικά δεν μεταβιβαζόταν ούτε με κληρονομιά. Το κράτος διατήρησε την ιδιοκτησία και το απεριόριστο δικαίωμα της διαθέσεως των προνοιακών κτημάτων, τα όποια εκχωρούσε ή αφαιρούσε κατά βούληση. Όσο χρόνο όμως ο προνοιάριος είχε στην κατοχή του τα εκχωρημένα κτήματα και τους αγρότες, που κατοικούσαν σ’ αυτά, ήταν ο απόλυτος ιδιοκτήτης και κύριός τους, και μάλιστα κατά κανόνα ως το τέλος της ζωής του.
             Οι προνοιάριοι και οι στρατιώτες στη μέση βυζαντινή περίοδο προέρχονταν από δύο διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ενώ οι παλαιοί στρατιώται αποτελούσαν ένα στρατό από μικροκαλλιεργητές, οι προνοιάριοι, αν και αυτοί ονομάζονταν στρατιώται, προέρχονταν από τις τάξεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και προ παντός από την κατώτερη αριστοκρατία. Ήταν δηλ. μεγάλοι ή μικροί γαιοκτήμονες – φεουδάρχες και τα κτήματά τους καλλιεργούσαν οι αγρότες, που ανήκαν σ’ αυτά. Η προνοιακή εκχώρηση δεν περιλάμβανε μόνο τη μεταβίβαση ορισμένων κτημάτων, αλλά ακόμη και τους αγρότες, που ζούσαν σ’ αυτά. Έτσι οι τελευταίοι μεταβάλλονταν σε πάροικους των προνοιαρίων  και όφειλαν να καταβάλλουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους σ’ αυτούς. Ακριβώς το δικαίωμα αυτό της φορολογίας όπως και των λοιπών εσόδων των προνοιακών τιμαρίων συνιστούσε την αξία και το θέλγητρο για την επιδίωξη των προνοιακών κτημάτων.
                Η μεγάλη σπουδαιότητα του θεσμού της προνοίας, σε σχέση με την προσπάθεια του κράτους να αντιμετωπίσει τα νέα του προβλήματα, είχε σαν φυσιολογική συνέπεια να εκχωρούνται σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό προνοιακά κτήματα. Με τον τρόπο αυτό επιταχύνθηκε και ενισχύθηκε το φεουδαρχικό σύστημα στο Βυζάντιο. Ο θεσμός της προνοίας είναι η πιο εντυπωσιακή έκφραση του τύπου της φεουδαρχίας που επικράτησε στο Βυζάντιο. Ο θεσμός αυτός διαδόθηκε σε μεγάλη έκταση και έξω από τα όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και μάλιστα στις νοτιοσλαβικές χώρες, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην επικράτηση του φεουδαρχικού συστήματος στις χώρες αυτές.

 
Μοναστήρια - Εκκλησία
            Ο Αλέξιος Α’ επέφερε επίσης και ορισμένες τροποποιήσεις στο λεγόμενο χαριστίκιον, που αφορούσε τη μεταβίβαση της διοικήσεως μοναστηριών και μοναστηριακών περιουσιών σε λαϊκούς. Το μέτρο αυτό, που ήταν ευρύτατα διαδεδομένο ιδιαίτερα από τον ενδέκατο αιώνα και εξής, απέβλεπε στην οικονομική ανάπτυξη των μονών. Αλλά συχνά οδηγούσε σε μεγάλες καταχρήσεις, με αποτέλεσμα να προκαλεί δυσαρέσκεια σε ένα τμήμα του κλήρου. Γι’ αυτό καταδικάσθηκε επανειλημμένως από εκκλησιαστικές συνόδους. Ωστόσο συνέχισε να εφαρμόζεται και μάλιστα υποστηρίχθηκε από πολλούς επιφανείς εκκλησιαστικούς άνδρες. Αυτό συνέβαινε γιατί το μέτρο αποτελούσε διέξοδο για την οικονομική δραστηριότητα των μοναστηριών, η οποία είχε σημαντικά περιορισθεί εξαιτίας της αρχής του αναπολλοτρίωτου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Βέβαια στα προηγούμενα χρόνια σε παρόμοιες εκχωρήσεις προέβαινε κυρίως η εκκλησιαστική ηγεσία, ενώ τώρα ο ίδιος ο αυτοκράτορας εκχωρούσε τις μοναστηριακές περιουσίες σαν ένα είδος προνομίου. Σε αντίθεση με τις προνοιακές εκχωρήσεις, τα χαριστίκια δεν υποχρέωναν τον κάτοχο να επιτελέσει κάποια δημόσια λειτουργία, εξασφάλιζαν όμως στο κράτος ένα φθηνό μέσο για την αμοιβή των υπαλλήλων του. Βέβαια δεν αποκλείεται ο αυτοκράτορας να επιθυμούσε με το μέτρο αυτό να περιορίσει την υπερβολική αύξηση της μοναστηριακής ιδιοκτησίας. Φυσικά δεν πρέπει να απορούμε, που οι εκχωρήσεις των περιουσιών αυτών από τον αυτοκράτορα προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια των εκκλησιαστικών κύκλων.

            Κατά τον ίδιο τρόπο ο Αλέξιος Α’ προσέκρουσε και στη σθεναρή αντίδραση, των εκκλησιαστικών κύκλων όταν, στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων με τους Νορμανδούς και τους Πατζινάκες, αναγκάσθηκε να εκποιήσει εκκλησιαστικούς θησαυρούς. Κάτω από την πίεση της αντιδράσεως αυτής υποσχέθηκε την αποζημίωση των δημευμένων θησαυρών, το δε 1082, αναιρώντας τις ίδιες του τις πράξεις, εξέδωσε ένα διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε για το μέλλον κάθε αυθαίρετη εκποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας. Η πράξη αυτή δεν τον εμπόδισε όμως μερικά χρόνια αργότερα, όταν βρισκόταν εκ νέου σε δυσχερή θέση, να προβεί σε νέα εκποίηση εκκλησιαστικών σκευών. Πάντως, η διατάραξη αυτή ήταν προσωρινή και μεταξύ της κοσμικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας επικρατούσε κατά κανόνα αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία, που στηριζόταν σε μεγάλα κοινά συμφέροντα. Ο αυτοκράτορας και η Εκκλησία αγωνίζονταν από κοινού εναντίον των αιρετικών κινημάτων, που απειλούσαν τόσο την κρατική όσο και την εκκλησιαστική τάξη και ο αυτοκράτορας πρωτοστατούσε στις ενέργειες αυτές. Η διδασκαλία των Βογομίλων, που είχε αναπτυχθεί στις σλαβικές χώρες της Βαλκανικής κάτω από την επίδραση διαφόρων ανατολικών αιρέσεων, είχε διαδοθεί τόσο πολύ στην εποχή του Αλεξίου Α’ και είχε αποκτήσει τόσους οπαδούς μέσα στο βυζαντινό κράτος, ακόμη και στην ίδια τη βυζαντινή πρωτεύουσα, ώστε ο αυτοκράτορας θεώρησε ως πρώτιστο καθήκον του κράτους να καταπολεμήσει την επικίνδυνη αυτή αίρεση. Ο ηγέτης των Βογομίλων, Βασίλειος και οι μαθητές του, που έμειναν πιστοί στις πεποιθήσεις τους, κάηκαν πάνω στην πυρά.

           Ο αυτοκράτορας, με τη συνείδηση του προστάτη της Ορθοδοξίας, έλαβε δραστήρια μέρος στις διαβουλεύσεις εναντίον του «υπάτου των φιλοσόφων» Ιωάννου Ιταλού, ο οποίος, όπως και ο μεγάλος προκάτοχός του Ψελλός, ήταν θερμός υπέρμαχος του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών και βαθύς γνώστης της αριστοτελικής διδασκαλίας. Στο πρόσωπο του Ιωάννου Ιταλού η αρχαία φιλοσοφία, που κυριαρχούσε από την εποχή του Ψελλού στην ανώτατη φιλοσοφική σχολή της αυτοκρατορίας, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χριστιανική δογματική διδασκαλία. Ο Ιωάννης Ιταλός αντίθετα προς τον εύστροφο Ψελλό, ξεπέρασε τα όρια που προδιέγραψε το χριστιανικό δόγμα και πλήρωσε με αφορισμό την εμμονή του στην «ανόητη ψευδοσοφία των εθνικών». Όπως υπεράσπισε την ακεραιότητα της δογματικής πίστεως, έτσι ο Αλέξιος αγωνίσθηκε για την εκκλησιαστική τάξη και για την καθαρότητα της χριστιανικής ζωής. Προστάτευσε τις αυστηρά ασκητικές μονές του Αγίου Όρους και ιδιαίτερα υποβοήθησε το έργο του μοναχού Χριστοδούλου, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στη νήσο Πάτμο και εργαζόταν για την ανανέωση της μοναχικής ζωής. Η Πάτμος και τα γειτονικά νησιά εκχωρήθηκαν οριστικά σ’ αυτόν και διαμορφώθηκαν σε μοναστική πολιτεία, όπως ο Άθως, με ευρύτατα προνόμια.


    Φεουδαρχία
          Στα χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού σταθεροποιήθηκε όχι μόνο η αυτοκρατορία αλλά και η αυθεντία του αυτοκράτορα. Αλλά η αυτοκρατορία των Κομνηνών διαφέρει ουσιαστικά στην εσωτερική δομή της από το αυστηρά συγκεντρωτικό κράτος της μέσης βυζαντινής περιόδου. Την εποχή των Κομνηνών χαρακτηρίζει η επιτάχυνση στην ανάπτυξη της φεουδαρχίας και οι φεουδαρχικές δυνάμεις της επαρχίας, εναντίον των οποίων είχαν αγωνισθεί με αποφασιστικότητα οι αυτοκράτορες του δέκατου αιώνα, έγιναν οι κύριοι στυλοβάτες του νέου κρατικού μηχανισμού. Ο Αλέξιος έδωσε το προβάδισμα στους κοινωνικά ισχυρότερους παράγοντες, οι οποίοι είχαν επιζήσει παρά την αντίδραση της κεντρικής εξουσίας στους μέσους βυζαντινούς χρόνους και πάνω σ’ αυτούς οικοδόμησε τη νέα κρατική και στρατιωτική οργάνωση. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστικό της επιτυχίας του καθώς και τα όριά της. Το Βυζάντιο εγκατέλειψε οριστικά τα άλλοτε σταθερά θεμέλιά του· η στρατιωτική, οικονομική και νομισματική του ισχύς περιορίσθηκε σε μεγάλο βαθμό. Έτσι εξηγείται το γεγονός γιατί το μεγαλείο της εποχής των Κομνηνών δεν είχε διάρκεια αλλά το διαδέχθηκε η κατάρρευση του βυζαντινού κράτους.

     Η Δύση
          Στην ανάπτυξη της φεουδαρχίας συνέβαλε επίσης η επαφή με τη Δύση. Η μοίρα θέλησε ώστε το Βυζάντιο να έλθει σε στενή επαφή με το δυτικό κόσμο, όταν η εκκλησιαστική κοινωνία – κι αυτό σημαίνει για την εποχή αυτή, η πνευματική επικοινωνία γενικά  –  είχε πια διακοπεί. Μίσος και αποστροφή ήταν τα αισθήματα που έτρεφαν μεταξύ τους οι Βυζαντινοί και οι Δυτικοί και η στενότερη επαφή όξυνε ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό. Πάντως από την εποχή αυτή αρχίζει να γίνεται αισθητή η επιρροή της Δύσεως πάνω στο Βυζάντιο με πολλούς τρόπους, τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον πολιτικό τομέα. Βέβαια η επικράτηση της φεουδαρχίας στο βυζαντινό κράτος ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής του εξελίξεως. Ωστόσο είναι φυσικό ότι δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από τη δημιουργία των πολλών λατινικών ηγεμονιών στην Εγγύς Ανατολή, όπου επικρατούσε ο πιο γνήσιος τύπος της δυτικής φεουδαρχίας. Οι σχέσεις των αρχηγών των σταυροφόρων με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’, που διαμορφώθηκαν κατά τα δυτικά πρότυπα, έφεραν νέες πολιτικές αρχές στον κόσμο του Βυζαντίου. Η σχέση αυτή της υποτέλειας επεκτάθηκε σύντομα και σε άλλους ηγεμόνες της βυζαντινής επικράτειας και έτσι έγινε τελικά ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του μεταγενέστερου βυζαντινού κράτους.

Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους


Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

O Πορφύριος, η φοβερή και τρομερή φάλαινα

 
 
 
 
 
 
           O Βελισάριος ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών, με πολλές και μεγάλες νίκες σε Ανατολή και δύση, απέναντι σε Πέρσες, Γότθους, Βάνδαλους και όλους τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, <<απέτυχε>> σε μια εκστρατεία περίεργη και διαφορετική από τις άλλες. Το πρώτο μισό του 6ου μ.Χ. αιώνα, επί βασιλείας Ιουστινιανού,  ο  Πορφύριος, μια φάλαινα,  παρακώλυε με τις επιθέσεις της τις θαλάσσιες μεταφορές των Βυζαντινών στο Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα. Ο αυτοκράτορας ανέθεσε στον Βελισάριο να εξολοθρεύσει το φοβερό κήτος.

από το βιβίο << Βελισάριος, ο θρυλικός στρατηγός του Ιουστινιανού>> του Ρόμπερτ Γκρέιβς
       
           ...Σε όλα τα χρόνια της σταδιοδρομίας του, ο Βελισάριος, σε μια μόνο εκστρατεία του απέτυχε: σε εκείνην εναντίον του Πορφύριου, του φοβερού κήτους που επί 25 χρόνια συνέχεια προκαλούσε ζημιές στη ναυσιπλοΐα του Βοσπόρου και της Μαύρης Θάλασσας, δίχως να μπορούν μήτε να τον σκοτώσουν  μήτε και να τον παγιδεύσουν. Ο Πορφύριος υπήρξε η μοναδική φάλαινα που αναφέρθηκε ποτέ στην Μεσόγειο. Δεν έμοιαζε ούτε με τους φυσητήρες του Ατλαντικού ωκεανού ούτε με τις μεγάλες φάλαινες της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού που συχνά φτάνουν σε μήκος τα 400 πόδια. Ο Πορφύριος  δεν ήταν ούτε το ένα όγδοό τους, αντίθετα όμως από κείνες τις ινδικές που είναι πλάσματα δειλά και αποφεύγουν τα πλοία, αυτός είχε κηρύξει στην αυτοκρατορίας εξοντωτικό πόλεμο. Οι φάλαινες δεν τρέφονται, όπως θα ήταν λογικό να υποθέσει κανείς, με μεγάλα ψάρια, αλλά μόνο με το ψιλότερο ψαρομάνι: χυμούν μες στο νερό με ανοιχτό το στόμα και καταπίνουν τα ψάρια κατά χιλιάδες. Ο Πορφύριος αλώνιζε τη Μαύρη Θάλασσα καταβροχθίζοντας το γόνο των ψαριών από το βυθό και μερικές φορές εξαφανιζόταν για μήνες ολόκληρους. Πάντοτε όμως επέστρεφε και παραφύλαγε πότε στα στενά του Βοσπόρου και ποτε στον Ελλήσποντο και έχαφτε με το στόμα του τα κοπάδια των ψαριών που του έφερνε το ρεύμα.
            Όταν είχε πρωτοεμφανιστεί ο Πορφύριος, ένας ατρόμητος ψαράς, έξω φρενών επειδή το κήτος τού είχε σκίσει τα δίχτυα, τον πλησίασε με τη μικρή του βάρκα και τον κάρφωσε στα πλευρά με ένα μεγάλο καμάκι. Η ενέργεια εκείνη αποτελεί και την κήρυξη του πολέμου. Ο Πορφύριος, που μέχρι τότε ήταν αρκετά φιλειρηνικές, όρμηξε στη βάρκα και με ένα τίναγμα της ουράς του έκανε τον ψαρά κομμάτια. Τότε οι πάντες συνειδητοποίησαν ότι ο Πορφύριος δεν ήταν το νεαρό κήτος της συνομοταξίας των μη επιθετικών αλλά μια φάλαινα-φονιάς όμοια με κείνες που αναφέρουν οι ναυτικοί μας ότι έχουν δει στα μεγάλα τους ταξίδια.
          Ο Πορφύριος ενέδρευε στα βάθη της θάλασσας κι εμφανιζόταν ξαφνικά  πετώντας νερό από μια τρύπα στο κεφάλι του και ορμούσε πάνω σε κάθε βάρκα ή καΐκι που έβρισκε μπροστά του, καταστρέφοντάς το με χτυπήματα της ουράς του. Είχε κατορθώσει μάλιστα, σε διαφορετικές περιόδους, να βυθίσει δυο πλοία μεγάλα, ξεπροβάλλοντας ξάφνου κάτω από τις καρίνες τους και διαλύοντας τα ξύλα τους με τα χτυπήματα του κεφαλιού του.
        Για τα δεινά που προκαλούσε  ο Πορφύριος, δίνονταν λογιών λογιών εξηγήσεις. Οι Ορθόδοξοι ισχυρίζονταν ότι αποτελούσε τιμωρία  θεόσταλτη για το αιρετικό κρίμα του Μονοφυσιτισμού, αλλά οι Μονοφυσίτες αποκρίνονταν ότι κάτι τέτοιο δεν αλήθευε αφού το κήτος δεν έκανε διάκριση Ορθόδοξων και Μονοφυσιτών στις επιθέσεις του. Άλλοι έλεγαν ότι το κήτος γύρευε να βρει τον Ιωνά του και πολλοί ήταν οι ναύτες, Ορθόδοξοι ή Μονοφυσίτες, ανάλογα με την περίπτωση, που έχοντας την αντιπάθεια των συναδέλφων τους, πετάχτηκαν στη θάλασσα ως προσφορά θυσίας. Επίσκοποι και των δύο δογμάτων είχαν αναλάβει να ξορκίσουν το μεγάλο κακό και κείμενα γραμμένα σε λωρίδες ρίχτηκαν στο κύμα, που τον εξόρκιζαν στο όνομα της Αγίας Τριάδας να επιστρέψει στον Ωκεανό, από όπου είχε έλθει. Ο Πορφύριος όμως δεν ήξερε γράμματα μήτε είχε βαπτιστεί…
            Ο Βελισάριος προσφέρθηκε να κυνηγήσει τον Πορφύριο. Για τον σκοπό αυτό, την εποχή που το κήτος ετοιμαζόταν να επιστρέψει στους συνηθισμένους του ψαρότοπους του, ο στρατηγός εγκαταστάθηκε στην είσοδο της Μαύρης Θάλασσας, πάνω σε ένα τεράστιο πλοίο, εξοπλισμένο με πολιορκητικό καταπέλτη που δεν έριχνε κοινό βλήμα με τα ξύλινα πτερύγια, αλλά ένα  βαρύ και μακρύ καμάκι. Για την επάνδρωση του καταπέλτη, ο Ιουστινιανός τού είχε δώσει ένα απόσπασμα από την πολιτοφυλακή των Βένετων που όλοι τους φλέγονταν από την επιθυμία να δοξάσουν τα χρώματά τους εξοντώνοντας το κήτος. Έβαψαν λοιπόν με γαλάζιο χρώμα τα καμάκια του καταπέλτη, τα πλευρά του πλοίου και τα κουπιά του.
         Έφθασε τελικά μαντάτο ότι ο Πορφύριος είχε θεαθεί να περιδιαβαίνει τις ακτές και ότι κατέβαινε αργά αργά  προς την  Πόλη με άγριες διαθέσεις. Ο Βελισάριος διέταξε επαγρύπνηση και δοκίμασε τον καταπέλτη, κινητοποιώντας σε αιφνιδιαστική κίνηση τους πολιτοφύλακες, ώστε να είναι έτοιμοι και σωστοί στους χειρισμούς. Έριξε στη θάλασσα ένα βαρέλι και τους έβαλε να το σημαδεύουν μέχρι να εξοικειωθούν και να μπορούν να υπολογίζουν με ακρίβεια τη προωστική δύναμη των σχοινιών, που τα τύλιγαν με μια μανιβέλα. Σε λίγο οι σκοπιωροί εντόπισαν τον Πορφύριο που φυσούσε νερό σε απόσταση ενός μιλίου. Ο Πορφύριος πλησίαζε προχωρώντας στην επιφάνεια και κάποια στιγμή στράφηκε κατά μέτωπο, εναντίον του πλοίου, σαν να είχε την πρόθεση να το εμβολίσει. Ήταν ένα θηρίο με πνεύμα και ευφυΐα και είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής του και της φήμης που είχε αποκτήσει. Συνήθως στη θέα του τα πλοία άνοιγαν όλα τα πανιά του κι έπαιρναν δρόμο βγαίνοντας πολλές φορές από τη ρότα τους έως και 50 μίλια. Εκείνο το πλοίο του Βελισάριου επέμενε… 
         To κήτος ολοένα και πλησίαζε, ώσπου ο Βελισάριος έδωσε διαταγή να του ρίξουν. Το καμάκι έφυγε σχίζοντας τον αέρα και καρφώθηκε στο βαρέλι, του στόχου που προτίμησαν τελικά οι πολιτοφύλακες, τρέμοντας την οργή του Πορφύριου. Το θηρίο έκανε μια ταλάντευση της  ουράς του, τσακίζοντας τα κουπιά, βούτηξε μέσα και εξαφανίστηκε. Πριν όμως χαθεί ολότελα από τα μάτια τους, ο Βελισάριος πρόλαβε και του ριξε ένα βαρύ βέλος με το ατσάλινο τόξο του που ήταν σαν εκείνα που χρησιμοποιούν οι πολιορκούμενοι για να αποτρέψουν τον εχθρό, όταν εκείνος πολιορκεί την πόλη. Σημάδεψε εκεί που πίστευε ότι είναι ο εγκέφαλός του, αλλά οι φάλαινες έχουν περίεργη ανατομία και το βέλος βούλιαξε μέσα στο παχύ στρώμα λίπους του σώματός της.
        Ήταν η τελευταία φορά που είδαν τον Πορφύριο οι διώκτες του. Οι άνδρες του πληρώματος κατέληξαν σε μια εκδοχή που διέσωζε τον εγωισμό τους. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή,  ο Βελισάριος είχε μεν  ρίξει το τόξο του, αλλά αστόχησε κι ύστερα πρόλαβαν εκείνοι κι έριξαν με τον καταπέλτη. Ο Πορφύριος με τα δόντια του έκοψε το στέλεχος κι εξαφανίστηκε μουγκρίζοντας, με βαθιά σφηνωμένη στο λαιμό του την αιχμή του καμακιού.
             <<Σύντομα θα πεθάνει από την πληγή και θα αναγνωρίσετε από το γαλάζιο χρώμα τη μύτη του καμακιού>>. Οι Πράσινοι αρνήθηκαν να τους πιστέψουν, κυρίως εξαιτίας του Βελισάριου που έμοιαζε να μη συμφωνεί: << Οι πολιτοφύλακες χειρίστηκαν επιδέξια τον καταπέλτη και αποδείχτηκαν εξαιρετικοί σκοπευτές. Υπέβαλα σχετική αναφορά στη Γαληνότητά του τον Αυτοκράτορα όπου τα εκθέτω όλα. Ασφαλώς θα την ανακοινώσει, όταν το κρίνει σκόπιμο.>>
         Ο Ιουστινιανός, όμως, για να σώσει την τιμή των Βένετων, την αποσιώπησε.
        
            Για πολλά χρόνια ακόμη, ύστερα από αυτό, ο Πορφύριος εξακολουθούσε τις επιθέσεις. Οι Πράσινοι, μολονότι  ήταν πεπεισμένοι ότι οι Βένετοι είχαν αποδειχτεί δειλοί, δεν έδειξαν προθυμία να γελοιοποιηθούν, προσφέροντας εθελοντικά τον εαυτό τους στην εκστρατεία εξόντωσης του κήτους.
          Όλοι γνωρίζαμε ότι ο Πορφύριος, εξαιτίας της κατασκευής του λαιμού του,  έτρωγε μόνο ψαρομάνι. Τώρα όμως μας έλεγαν ότι πήρε στο κατόπιν ένα κοπάδι δελφινιών στα ρηχά των εκβολών του Σαγγάριου που χύνεται στη Μαύρη θάλασσα, περίπου 100 μίλια ανατολικά από το Βόσπορο. Αφού έχαψε καμιά δωδεκαριά από δαύτα, βάλθηκε να μασουλάει τα κόκκαλά τους, ώσπου τον βρήκαν κολλημένο στη λάσπη στα ρηχά, πλάι στην ακτή. Φαίνεται ότι ο Πορφύριος μαζί με τα δελφίνια κυνηγούσε ένα τεράστιο κοπάδι μικρών ψαριών και παρασύρθηκε στις σύρτεις από τα δελφίνια. Από τα πέριξ έσπευσαν οι ψαράδες και του ρίχτηκαν με τσεκούρια και σταλίκια. Αυτός ήταν τόσο κολλημένος στη λάσπη, που δεν μπορούσε να σηκώσει την ουρά του και να τους λιανίσει. Ωστόσο φαινόταν αδύνατο να καταβληθεί από τα όπλα τους, γι΄ αυτό κι εκείνοι πέρασαν χοντρά σκοινιά γύρω από το σώμα του και τον τράβηξαν στη στεριά με μακαράδες που στερέωσαν σε δέντρο της όχθης. Ύστερα ήρθαν οι στρατιώτες και τον αποτέλειωσαν με τις μακριές του λόγχες.
          Το μήκος του Πορφύριου ήταν 45 μέτρα και το πλάτος στο φαρδύτερό του σημείο 15. Το κρέας του έθρεψε τους κατοίκους της περιοχής για πολλούς μήνες, όσο δεν μπόρεσαν να το φάνε  νωπό, το κάπνισαν ή το έριξαν στη σαλαμούρα. Μέσα στο γιγαντιαίο κρανίο του ή μάλλον της –γιατί αποδείχτηκε ότι ήταν θηλυκό- βρήκαν φυτεμένο ένα μακρύ βέλος, αναμφισβήτητα το βέλος εκείνο που κάποτε είχε εκτοξεύσει ο Βελισάριος, αλλά στο λαιμό της δεν υπήρχε κανένα γαλάζιο βλήμα από καταπέλτη...
 
από το βιβίο << Βελισάριος, ο θρυλικός στρατηγός του Ιουστινιανού>> του Ρόμπερτ Γκρέιβς


Βυζαντινό Λουτρό της Άνω Πόλης -- Θεσσαλονίκη

      
 
 
 
 
 
       Το Βυζαντινό Λουτρό της Άνω Πόλης (Κουλέ Καφέ), είναι το μοναδικό βυζαντινό λουτρό που σώζεται από τη Μεσοβυζαντινή Περιόδο στον ελλαδικό χώρο. Η αξία του ως μνημείο είναι μεγάλη και η πολεοδομική θέση που κατέχει σημαντική. Βρίσκεται στην είσοδο του χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη, και λειτουργούσε ως ανδρικό και γυναικείο λουτρό. Συγκεκριμένα βρίσκεται μεταξύ των οδών Θεοτοκοπούλου, Κρίσπου, Χρυσοστόμου και Φιλοκτήτου στην Άνω Πόλη.
 
 

Ιστορία

           Το μνημείο χρονολογείται γύρω στα 1300 και υπολογίζεται πως λειτούργησε σαν λουτρό για 7 ολόκληρους αιώνες. Το λουτρό αποτελείται από επιτοίχιους αεραγωγούς για την σωστή ρύθμιση της θερμοκρασίας του αέρα και δεξαμενή. Διαθέτει προθάλαμο, χλιαρό και θερμό χώρο, και διατηρεί τη δεξαμενή του και τα υπόκαυστα. Υπογείως κυκλοφορούσε ζεστός αέρας για επιδαπέδια θέρμανση, ενώ με επιτοίχιους αεραγωγούς ο ζεστός αυτός αέρας ρύθμιζε τη θερμοκρασία του κάθε χώρου. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ήταν λουτρό της γειτονιάς και λειτουργούσε εκ περιτροπής ως ανδρικό και γυναικείο.
         .Συνέχισε να λειτουργεί και επί Τουρκοκρατίας, περίοδο κατά την οποία ήταν γνωστό ως «το Λουτρό του Κουλέ Καφέ». Τότε έγιναν και κάποιες προσθήκες και αλλαγές σ' αυτό. Τα βυζαντινά λουτρά αποτελούν συνέχεια των ρωμαϊκών και είχαν λουτήρες. Τα οθωμανικά δεν έχουν λουτήρες, καθώς το Κοράνι υποχρεώνει τη χρήση ρέοντος νερού. Μέχρι και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης  αλλά ακόμα και μέχρι το 1940, το Βυζαντινό Λουτρό συνέχισε να λειτουργεί.
            Το μνημείο εγκαταλείφθηκε για πολλά χρόνια. Καθώς μάλιστα δε λήφθηκαν εγκαίρως μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος χώρου του, κατέληξε σύντομα να ασφυκτιά ανάμεσα στα πολυώροφα κτίρια που χτίστηκαν την εποχή της ραγδαίας ανοικοδόμησης. Το 1952 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο από το υπουργείο Πολιτισμού.
               Κατά τη δεκαετία του '70 έγιναν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ορισμένες διερευνητικές εργασίες και καθαρισμοί, οπότε, μεταξύ άλλων, αποκαλύφθηκε μία από τις πλευρές του που λόγω υψομετρικής διαφοράς ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της επιχωμένη. Μετά το σεισμό του 1978 έγιναν προσωρινές υποστυλώσεις κυρίως ημικυλινδρικών καμάρων και τρούλων διότι παρουσίαζαν σοβαρές ρηγματώσεις.
             Σήμερα το Βυζαντινό λουτρό, υπάγεται στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης και αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
             Το 2002, η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανέδειξε σημαντικά το μνημείο εντάσσοντάς το στο έργο, «Διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου στο Βυζαντινό Λουτρό».
 
    
                
 

 
 


H άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους-- 29 Μαρτίου 1430

                
 
             
του Θάνου Δασκαλοθανάση


 
              Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από το Βαγιαζίτ, με αιτία τη δραπέτευση του Μανουήλ Β' από τη σουλτανική αυλή και την κατάληψη του θρόνου στην Πόλη. Η πρώτη οθωμανική κατοχή της πόλης διήρκεσε έως το 1402. Ο Μανουήλ, εκμεταλλεύεται την κακή κατάσταση και ήττα των Τούρκων από τον Ταμερλάνο στην Μάχη της Άγκυρας και της επακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιων του για τη διαδοχή, του Μεχμέτ Α΄ και Μουράτ Β΄ και καταφέρνει να πάρει τη Θεσσαλονίκη.
                Από την  άλλοτε κραταιά βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έχει απομείνει παρά ένα κομμάτι γης γύρω από την Πόλη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αδυναμίας να προστατευτεί η Θεσσαλονίκη από τους Οθωμανούς, πωλείται στους πρόθυμους Βενετούς, για να αναλάβουν να αντιμετωπίσουν αυτοί τον τουρκικό κίνδυνο. Όμως, στα επτά χρόνια που έχουν την πόλη στα χέρια τους, οι νέοι κυρίαρχοι δεν κάνουν σχεδόν τίποτε για να ενισχύσουν την άμυνα της, παρά το ότι οι Τούρκοι γίνονταν ολοένα και πιο απειλητικοί.
             Η βενετσιάνικη κατοχή είναι προσανατολισμένη στην εμπορική και οικονομική εκμετάλλευση της πόλης και του λιμανιού της. Δεν είναι η κατάλληλη, γιατί δεν καταφέρνει να οργανώσει και να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες για μια αποτελεσματική άμυνα. Μέσα στην πόλη επικρατεί σύγχυση, αναρχία και ηττοπάθεια.

            


 
                Γράφει ο ιστορικός της Άλωσης Ιωάννης Αναγνώστης
 <<Τα όσα έπαθε η πόλη από τους Λατίνους νομίζω ότι τα ξέρεις, γιατί έβλεπες κι ο ίδιος όσα συνέβαιναν κάθε μέρα. Υπέφερε λοιπόν η πόλη από την κατοχή των Λατίνων, όπως ξέρεις, και κάθε μέρα έπεφταν πάνω μας συμφορές από όλες τις μεριές και αναρωτιόμασταν πώς θα ανακουφιστούμε, αλλά δεν υπήρχε κανένας τρόπος να απαλλαγούμε από τις συμφορές. Γιατί ούτε οι Τούρκοι ήθελαν να συμμαχήσουν με τους Λατίνους, παρόλο που οι Λατίνοι έστειλαν πολλές φορές πρέσβεις και το ζητούσαν, ούτε εμείς μπορούσαμε να κάνουμε κάτι σύμφωνα με τη θέλησή μας, και γιατί ήμασταν λίγοι και γιατί διαφωνούσαμε, αφού ο καθένας είχε τη δικιά του άποψη. Αυτά όμως τα γνωρίζεις, αφού ήσουν μαζί μας, και είχες την εμπειρία αυτών των συμφορών, όπως όλοι μας>>
<<Πάθαμε κάτι παραπλήσιο μ' αυτό που συμβαίνει σ' ένα καράβι που βρίσκεται σε τρικυμία κι ο καπετάνιος του έχει φύγει· γιατί εκεί επικρατεί η αναρχία, και το καράβι, επειδή δεν έχει κάποιον να το κατευθύνει με ασφάλεια μέσα από τους βίαιους ανέμους, είναι καταδικασμένο να βουλιάξει>>.

            


 
              Το Μάρτιο του 1430 είναι πια φανερή η πρόθεση του σουλτάνου Μουράτ Β' να επιτεθεί κατά της Θεσσαλονίκης. Τότε γίνονται κάποιες προετοιμασίες και παίρνονται μέτρα για να ενισχυθεί η άμυνα της πόλης. Η μόνη, πάντως, εξωτερική ενίσχυση είναι μια μικρή βενετσιάνικη φρουρά  με τρεις γαλέρες με λίγο στρατό και επικεφαλής, τον υποναύαρχο Αντόνιο Ντιέντο, που φτάνουν  στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 16 Μαρτίου του 1430.
               Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, το αδιέξοδο, την ηττοπάθεια, την απόλυτη εγκατάλειψη και ανυπαρξία βοήθειας από την Πόλη, που είχε τα δικά της προβλήματα επιβίωσης, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που, θεωρώντας την υποταγή στους Τούρκους αναπόφευκτη, προτιμούν να παραδοθούν με όρους για να αποφύγουν τα δεινά της άλωσης και να εξασφαλίσουν, ίσως, και κάποια προνόμια. Η είδηση ότι ο Μουράτ είναι καθοδόν προς τη Θεσσαλονίκη κινητοποιεί έστω και την τελευταία στιγμή του Βενετούς. Γίνεται μια μορφής επιστράτευση και ορίζονται οι θέσεις των υπερασπιστών πάνω στα τειχιά της πόλης.  Κι όταν όλοι οι μάχιμοι άνδρες, πολίτες της Θεσσαλονίκης και Βενετοί στρατιώτες παίρνουν τις θέσεις τους πάνω στα τείχη, τότε φαίνεται  πόσο λίγοι είναι... Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που υπάρχουν, σε κάθε δύο ή τρεις επάλξεις αντιστοιχούσε ένας υπερασπιστής, ενώ σε ορισμένα σημεία τα κενά που υπήρχαν ήταν ακόμη μεγαλύτερα.
         
<<….οι περισσότεροι δεν είχαν όπλα (τα είχαν πουλήσει εξαιτίας της φτώχειας) και δεν ήταν ικανοί για μάχες και πολέμους.>>.
             
                Ανάμεσά τους  διαπιστώνουν  ότι έχουν τοποθετηθεί Τζετάριοι, στρατιώτες ενός κακόφημου μισθοφορικού σώματος, για να τους επιτηρούν. Αυτό μεγαλώνει τη δυσαρέσκεια που ήδη υπήρχε στις τάξεις των πολιτών.
                Τη νύχτα της 25ης, ή της 26ης Μαρτίου (πιθανό) η Θεσσαλονίκη συγκλονίζεται από έναν ισχυρό σεισμό, που όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις επιτείνει το φόβο και την ηττοπάθεια. Την άλλη μέρα ο τουρκικός στρατός εμφανίζεται έξω από τα τείχη. Πριν ακόμη αρχίσει τις εχθροπραξίες, ο σουλτάνος Μουράτ Β΄, ο οποίος θα είχε πληροφορηθεί την κακή από κάθε άποψη κατάσταση της πόλης, στέλνει αγγελιοφόρους απευθυνόμενος κυρίως στους Έλληνες, κάνοντας προτάσεις  να του παραδοθεί η πόλη, υποσχόμενος ελευθερία και προνόμια. Οι προτάσεις του αυτές, και άλλες ανάλογες που επανέλαβε στη συνέχεια, απορρίπτονται. Τότε στήνει τη σκηνή του σ' ένα υψηλό σημείο, κοντά στο Τριγώνιο, και δίνει εντολή να αρχίσει η πολιορκία.
              Η πολιορκία ξεκινά με την είσοδο στο λιμάνι ενός  βενετσιάνικου πλοίου που μεταφέρει σιτάρι και που οι Τούρκοι θεωρούν ότι μεταφέρει στρατό…
                Για να μπορέσουν να εκπορθήσουν τα τείχη της Θεσσαλονίκης, οι Τούρκοι χρησιμοποιούν  ακόμη και κανόνια, που τότε βέβαια ήταν πρωτόγονα και φαίνεται πως έκαναν μόνο θόρυβο. Κατορθώνουν να περάσουν το προτείχισμα και να πλησιάσουν τα τείχη. Όμως παρά την  αριθμητική τους υπεροχή και τα μέσα που διαθέτουν, δεν κατορθώνουν τις πρώτες τρεις μέρες να κάμψουν την αντίσταση των υπερασπιστών, που αμύνονται πεισματικά, βοηθούμενοι ακόμη και από τις γυναίκες. Οι επιθέσεις τους αποκρούονται και έχουν και σημαντικές απώλειες.
               Την τέταρτη μέρα της πολιορκίας ξεκινά γενική και συντονισμένη επίθεση σε όλα τα σημεία τους τείχους. Μετά την γενική επίθεση, για να κουραστούν και να αποσυντονιστούν οι  αμυνόμενοι, γίνονται στοχευμένες  επιθέσεις στα πιο αδύνατα σημεία του τείχους.

<<…Ο Μουράτ μαζί με την ακολουθία του από πεζούς, που ήταν διακεκριμένοι στρατιώτες όπως και οι υπόλοιποι, δε σταμάτησε να πολεμάει από την περιοχή που ονομάζεται Τριγώνιο ως το σημείο που βρίσκεται το μοναστήρι του Χορτιάτη. Γιατί ήξερε ότι ήταν ευκολότερο να κυριεύσει την πόλη από κείνο το σημείο, αφού είχε δει και ότι τα τείχη ήταν σαθρά και ότι η πόλη είχε εμπιστευτεί την ασφάλειά της σ' ένα μόνο τείχισμα. (τα τείχη και η σύγχρονη πόλη)>>.
                  Στη διάθεσή τους είχαν τη << σκευή>> ένα αποτελεσματικό όπλο  << . ..Κι εκείνοι δε χρησιμοποιούσαν μόνο τα βέλη, αλλά και την ονομαζόμενη σκευή. Αυτή ήταν ένα μικρό μηχάνημα βολής που χρησιμοποιούταν για τη συντριβή των ξύλινων διαφραγμάτων που είχαν στηθεί ανάμεσα στις επάλξεις. Κανένας δεν μπορούσε να σταθεί εκεί όπου αυτό στόχευε>>.
               
             Oι επιθέσεις της τέταρτης μέρας και σφοδρές ήταν και καλά συντονισμένες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανώσουν την άμυνα. Οι Τούρκοι ορμούν ασυγκράτητοι στα τείχη κατά κύματα. Και κάποια στιγμή, σ' ένα σημείο κοντά στο Τριγώνιο,
            <<… στο σημείο όπου ο πύργος σχημάτιζε γωνία και δεν υπήρχε κανείς να τους εμποδίσει ν' ανεβούν, μια και το σημείο εκείνο ήταν έρημο από υπερασπιστές. Κάποιος Τούρκος από τους πεζούς, δείχνοντας μεγαλύτερο θάρρος από τους υπόλοιπους, δαγκάνοντας το ξίφος και προτιμώντας το θάνατο από τη ζωή, αρκούμενος στο να κερδίσει τη φήμη του ανδρείου, ανέβηκε με μεγάλο θάρρος το τείχος, χωρίς να τον καταλάβει κανείς από τους υπερασπιστές. Εκεί συνάντησε στις πολεμίστρες ένα Λατίνο που πέθαινε, του έκοψε το κεφάλι και το έριξε προς τη μεριά των εχθρών, δείχνοντας πως επικράτησε σε κείνο το σημείο και πως τα τείχη ήταν εγκαταλειμμένα από τους υπερασπιστές τους. Ήταν η εικοστή ενάτη Μαρτίου του έτους έξι χιλιάδες εννιακόσια τριάντα οκτώ (6938). Εκείνος λοιπόν ενθάρρυνε όλους τους πεζούς και τους φώναζε ν' ανεβούν το τείχος, βεβαιώνοντας πως ήταν έρημο…>>.
              
              Έτσι  δημιουργείται  το πρώτο ρήγμα στην άμυνα. Η τύχη της Θεσσαλονίκης είχε κριθεί.
 Η είδηση της εισόδου των εχθρών στην Θεσσαλονίκη, σταματάει την οποιαδήποτε άμυνα. Ακλουθούν σκηνές πανικού, με τους ανθρώπους να τρέχουν προς την παραλία με την ελπίδα να βρουν κάποιο καράβι για να σωθούν. Πολλοί κατευθύνονται στον Πύργο της Σαμάρειας...
      
           <<…Όλοι προσδοκούσαν ότι, όταν κυριευθεί η πόλη, ο πύργος αυτός δε θα καταλαμβανόταν γρήγορα, γιατί βρισκόταν προς τη μεριά της θάλασσας και ήταν καλά περιτειχισμένος και εφοδιασμένος με όπλα και όλα τα αναγκαία. Αυτή τη μάταιη ελπίδα είχαμε, και πολλοί έτρεξαν προς αυτόν για να προφυλάξουν το σαρκίο τους· κι εδώ όμως απογοητεύτηκαν. Γιατί, μόλις έφτασαν εκεί οι άρχοντες των Λατίνων και κάποιοι από τους Τζετάριους μαζί με όσους φύλαγαν τον πύργο, εμπόδισαν την είσοδο σε άλλους. Αυτοί, περνώντας από το διατείχισμα που βρίσκεται προς τη μεριά της θάλασσας (που συνηθίζαμε να το λέμε Τζερέμπουλο), επιβιβάστηκαν στις τριήρεις, οι οποίες μόλις είχαν αγκυροβολήσει, και σε άλλα καράβια, που ήδη βρίσκονταν εκεί.>>.
              
            Η πόλη βρισκόταν πια στη διάθεση των νικητών, που επιδίδονται απερίσπαστοι στις λεηλασίες και τις καταστροφές περιουσιών και στις κακοποιήσεις και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων. Ιδιαίτερα θλιβερό ήταν το θέαμα των αιχμαλώτων που τους οδηγούν οι Τούρκοι στο στρατόπεδο τους.
 
 
Aπό τη διήγηση του Ιωάννη Αναγνώστη:
 
<<Θα έπρεπε να τους έβλεπες να μπαίνουν στην πόλη σαν σμήνος μελισσών ή σαν άγρια θηρία, να ωρύονται και να διψούν να μας θανατώσουν, να συνωστίζονται στην πόλη πεζοί και έφιπποι. Όταν όλη η Θεσσαλονίκη γέμισε και παντού υπήρχαν Τούρκοι, στους ιερούς ναούς, στα μοναστήρια, στους δρόμους και τις οικίες, εξελίχθηκε ένα δράμα που προκαλούσε δάκρυα και θρήνους. Αφού πλημμύρισαν την πόλη, άρχισαν βιαστικά να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν [...] Έσερναν λοιπόν μαζί άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ανθρώπους κάθε ηλικίας δεμένους σαν άψυχα ζώα και τους οδηγούσαν στο στρατόπεδό τους, έξω από τα τείχη της πόλης. Δεν θα μιλήσω καθόλου για τους πολυάριθμους νεκρούς που κείτονταν στα τείχη και τους δρόμους και δεν αξιώθηκαν ταφή,..και δεν ήταν μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, και ανάμεσά τους κυρίως οι πιο ηλικιωμένοι και οι πιο αδύναμοι. Κάθε εχθρός έσπευδε να οδηγήσει έξω από την πόλη όσους αιχμαλώτιζε και να τους εμπιστευθεί στους άνδρες με τους οποίους μοιραζόταν τη σκηνή του από φόβο μήπως κάποιος ανώτερός τους τούς αφαιρέσει. Αν έβλεπαν πως κάποιος από τους αιχμαλώτους ήταν άρρωστος ή γέρος και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους υπολοίπους, τού έπαιρναν το κεφάλι χωρίς να το θεωρούν μεγάλη ζημιά. [...] Αιχμαλώτισαν επτά χιλιάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών [...] Παντού κυριαρχούσαν οι θρήνοι και τα δάκρυα. Τα μωρά, που μέχρι τότε βρίσκονταν στην αγκαλιά των μητέρων τους και βύζαιναν ακόμη, έκλαιγαν σπαρακτικά αποζητώντας τες. Εκείνες, από την πλευρά τους, τριγύριζαν από εδώ και από εκεί αναζητώντας τα μικρά τους, θρηνώντας και δείχνοντας τα ματωμένα μάγουλά τους. ασχολείστε σήμερα>>;

«Τότε για πρώτη φορά», συνεχίζει ο Αναγνώστης, «χωρίζονταν ανελέητα τα παιδιά από τους γονιούς τους, οι γυναίκες απ' τους άνδρες τους, οι φίλοι απ' τους φίλους και οι συγγενείς από τους συγγενείς». Και ο Δούκας γράφει : «Κάθε καβαλάρης έσερνε πίσω του κοπαδιαστά δεμένους άνδρες και γυναίκες και νέους και νεαρές κοπέλες και μικρά παιδιά».
               
                 Οι καταστροφές και οι λεηλασίες κρατούν τρεις μέρες. Τελικά σταματούν με την επέμβαση του σουλτάνου, που έβγαλε τους στρατιώτες του από την πόλη. Από τους αιχμαλώτους, άλλους εξαγόρασε ο ίδιος ο Μουράτ και τους εγκατέστησε πάλι στην ερημωμένη Θεσσαλονίκη, ορισμένοι εξαγοράστηκαν από άλλους χριστιανούς, όπως απ' τον ηγεμόνα των Σέρβων Γεώργιο Μπράγκοβιτς, και άλλοι μπόρεσαν να πληρώσουν οι ίδιοι τα λύτρα τους και να ελευθερωθούν. Οι πιο πολλοί όμως οδηγήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα και πουλήθηκαν ως δούλοι.
              Για τη Θεσσαλονίκη, που είχε ερειπωθεί και ερημωθεί, άρχιζε η περίοδος της τουρκοκρατίας, που κράτησε πέντε σχεδόν αιώνες, μέχρι την 26-10- 1912, την ημέρα του  Αϊ- Δημήτρη...


Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ἐκεῖνον τὸν Ἀπρίλιο... (Ἡ ἅλωση τοῦ 1204)

 
 
 
 
 
 
π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ἐκεῖνον τὸν Ἀπρίλιο... (Ἡ ἅλωση τοῦ 1204)
 
 
 
      Ἂν ἡ 29η Μαΐου εἶναι ἡμέρα πένθους γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, διότι φέρνει στὴ μνήμη μας τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς τὸ 1453, ἄλλο τόσο ἀποφρὰς εἶναι γιὰ τὸ Γένος μας καὶ ἡ 13η Ἀπριλίου, διότι κατ᾿ αὐτὴν ἔπεσε ἡ Πόλη τὸ 1204 στοὺς Φράγκους. Τὸ δεύτερο γεγονὸς δὲν ὑστερεῖ καθόλου σὲ σημασία καὶ συνέπειες ἔναντι τοῦ πρώτου. Αὐτὴ εἶναι σήμερα ἡ κοινὴ διαπίστωση τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας. Ἀπὸ τὸ 1204 ἡ Πόλη, καὶ σύνολη ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, δὲν μπόρεσε νὰ ξαναβρεῖ τὴν πρώτη της δύναμη. Τὸ φραγκικὸ χτύπημα ἐναντίον της ἦταν τόσο δυνατό, ποὺ ἔκτοτε ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν «μία πόλη καταδικασμένη νὰ χαθεῖ» (Ἑλ. Ἀρβελέρ). Ἀξίζει, συνεπῶς, μία θεώρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἔστω καὶ στὰ περιορισμένα ὅρια ἑνὸς ἄρθρου.
 
       1. Στὶς 12/13 Ἀπριλίου 1204, ἔπειτα ἀπὸ μία πεισματικὴ καὶ μακρόχρονη πολιορκία, κατελάμβαναν οἱ Φραγκολατίνοι Σταυροφόροι τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τῆς Ῥωμανίας/ Βυζαντίου ἔσβηνε κάτω ἀπὸ τὸ θανάσιμο πλῆγμα τῆς φραγκικῆς Δύσεως. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν σημαντικότατο σὲ δύο κατευθύνσεις: α) ἐσωτερικά, διότι σφράγισε καθοριστικὰ τὴν περαιτέρω πορεία τῆς αὐτοκρατορίας, καὶ β) ἐξωτερικά, διότι καθόρισε ἐπίσης τελεσίδικα τὶς σχέσεις μὲ τὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνερχόμενη δύναμη τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ τραγικὴ ἱστορικὴ ἐπιλογὴ τοῦ Ῥωμαίικου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν γνωστὸ ἐκεῖνο λόγο «κρεῖττον (…) φακιόλιον (…) Τούρκων ἢ (παρὰ) καλύπτρα λατινική», ὑποστασιώνεται στὰ 1204, ὅταν πλέον ἀποκαλύπτονται ἀδιάστατα οἱ διαθέσεις τῆς Φραγκιᾶς ἔναντι τῆς Ῥωμαίικης Ἀνατολῆς.
       Ἀπὸ τὸ 1095 ἀρχίζουν οἱ σταυροφορίες, ἐκστρατεῖες δηλαδὴ τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Εὐρώπης, μὲ σκοπό, κατὰ τὶς ἐπιφανειακὲς διακηρύξεις, τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ὑπεράσπιση τῶν Ἁγίων Τόπων. Στὶς ἐπιχειρήσεις αὐτές, ποὺ κράτησαν ὡς τὸν 15ο αἰώνα, πρωτοστατοῦσαν οἱ ἑκάστοτε Πάπες, διότι ἦσαν «ἱεροὶ πόλεμοι» κατὰ τῶν ἀπίστων. Βέβαια ἡ ἔρευνα ἔχει ἐπισημάνει στὶς ἐκστρατεῖες αὐτὲς καὶ ταπεινὰ ἐλατήρια, λ.χ. τυχοδιωκτισμό, δίψα πλουτισμοῦ κ.ἄ. Εἶναι ὅμως σήμερα πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία ὅτι οἱ σταυροφορίες κύριο σκοπὸ εἶχαν τὴν φραγκικὴ κυριαρχία στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καί, τελικά, τὴν διάλυση τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ῥώμης, ποὺ ἦταν τὸ ἐμπόδιο στὸν ἐπεκτατισμὸ καὶ τὰ μονοκρατορικὰ σχέδια τῆς μετακαρλομάγνειας Φραγκοσύνης. Τὸ 1204, ἡ ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἡ διάλυση τῆς «Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» καὶ ἡ ἐπακολουθήσασα Φραγκοκρατία ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἐκτίμηση αὐτή.
 
        2. Τὰ γεγονότα τοῦ 1204 συνδέονται μὲ τὴν Δ´ σταυροφορία. Ἡ σχετικὴ βούληση γι᾿ αὐτὴν ἐκφράσθηκε τὸ 1199 μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πάπα Ἰννοκεντίου Γ´ (1198-1216), «πνευματικοῦ πατέρα» τῶν δύο βασικῶν ἐπεκτατικῶν μέσων της φραγκοπαπικῆς ἐξουσίας, τῆς «Ἱερᾶς Ἐξετάσεως» (Inquisitio) καὶ τῆς Οὐνίας (ὡς ἰδέας). Συνεργάτης αὐτόκλητος παρουσιάσθηκε ὁ δόγης (δούκας) τῆς Βενετίας Δάνδολος μὲ τὸ στόλο του. Σπουδαῖο ἱστορικὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἐκτροπὴ τῆς Δ´ σταυροφορίας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν σκοπὸς ἀνομολόγητος ἢ τραγικὴ σύμπτωση; Ἡ πλειονότητα τῶν ἱστορικῶν, καὶ μάλιστα τῶν ἀδέσμευτων, δέχεται τὸ πρῶτο. Ἐπρόκειτο γιὰ καλὰ ὀργανωμένο σχέδιο, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ δοθεῖ ἰσχυρὸ κτύπημα στὴν Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία, ποὺ περνοῦσε περίοδο κάμψεως λόγω τῆς ἐντάσεως τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου. Κατὰ τὰ δυτικὰ χρονικά, μάλιστα, κάποιοι λατίνοι ἄρχοντες ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν, ὅταν ἔμαθαν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ σκοποῦ τῆς σταυροφορίας. Οἱ περισσότεροι ὅμως συμβιβάσθηκαν ἀπὸ οἰκονομικὴ ἀνάγκη. Ἔμειναν κυρίως οἱ «μυημένοι» στὴ συνωμοσία κατὰ τῆς Νέας Ρώμης κάτω ἀπὸ τὴν «πνευματικὴ» ἡγεσία τοῦ Πάπα καὶ τὴν στρατιωτικὴ τοῦ Δόγη, ποὺ μετέβαλε τὴν Βενετία σὲ θαλασσοκράτειρα δύναμη μὲ τὴν ἐκμηδένιση τοῦ «Βυζαντίου». Ὁ βενετικὸς στόλος μετέφερε στὴν Προποντίδα ἄγριες μάζες Φλαμανδῶν, Φράγκων, Γερμανῶν - τὰ χειρότερα στρώματα τῆς δυτικῆς κοινωνίας, κακοποιούς, ἐγκληματίες, καιροσκόπους. Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Δόγη: ἡ μισὴ λεία ἀπὸ τῇ λεηλασία τῆς πλουσιότερης πρωτεύουσας τοῦ τότε κόσμου.
 
       3. Βέβαια, τὰ φραγκοπαπικὰ σχέδια διευκολύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ἀρρυθμία τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ τὸν ια´ αἰώνα ἄρχισε προοδευτικὰ ἡ παρακμή της. Τὸ 1071 στὸ Ματζικὲρτ ὁ «βυζαντινὸς» στρατὸς δέχθηκε μεγάλη ἥττα ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους, μὲ συνέπεια τὴν ἀπώλεια μεγάλου τμήματος τῆς Μ. Ἀσίας. Παράλληλα (1071) χάθηκε τὸ τελευταῖο ἔρεισμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ἰταλία, ἡ Βάρις (Bari), πέφτοντας στὰ χέρια τῶν Νορμανδοφράγκων. Οἱ ἀνορθωτικὲς προσπάθειες τῶν Κομνηνῶν δὲν εἶχαν σημαντικὰ ἀποτελέσματα καὶ τὸ κράτος ὑποχωρεῖ σταδιακὰ στὴν οἰκονομικὴ ἰσχὺ τῶν ἰταλικῶν πόλεων. Ἡ αὐτοκρατορία παραχωρεῖ σημαντικὰ προνόμια στὴ Βενετία, Πίζα καὶ Γένουα μὲ ἀντάλλαγμα στρατιωτικὴ βοήθεια. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως ἦταν νὰ δημιουργηθοῦν ἀκμαῖες δυτικὲς παροικίες στὴν Ἀνατολή, μεταβάλλοντας τὸ ἔδαφος τῆς αὐτοκρατορίας σὲ δικό τους ἐμπορικὸ χῶρο. Οἱ Ἰταλοφράγκοι ἑδραιώθηκαν στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἐνίσχυσαν τὴν βουλιμία τῆς εὐρύτερης φραγκικῆς οἰκογένειας.
      Ἀλλὰ καὶ τὸ κοινωνικὸ κλίμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀρκετὰ ἀντίξοο. Ἡ Πόλη ἔχει πιὰ ἀπομονωθεῖ καὶ ἀναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις λόγω τῆς δυσαρέσκειας τῶν ἐπαρχιῶν. Διοίκηση καὶ πολίτες συναγωνίζονται μεταξύ τους σὲ διαφθορά. Οἱ φορολογίες εἶναι δυσβάστακτες καὶ βαρύνουν τοὺς πολίτες τῶν ἐπαρχιῶν. Ἡ κεντρικὴ ἐξουσία ἀμφισβητεῖται καὶ σημειώνονται ἐπαναστατικὰ κινήματα. Ἡ φήμη γιὰ τὴν μυθώδη πολυτέλεια τῆς Πόλης καὶ τῶν κατοίκων της εἶχε διαδοθεῖ καὶ στὴ Δύση μὲ εὔλογες συνέπειες. Τὰ ἀμύθητα πλούτη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔτρεφαν τὴν φαντασία τῶν πολλῶν καὶ διευκόλυναν τὰ ἐπεκτατικὰ σχέδια τῶν λίγων, τῆς φραγκικῆς ἡγεσίας. Βέβαια, οἱ ἀνύποπτοι ἐπαρχιῶτες τῆς αὐτοκρατορίας εἶδαν στὴν ἀρχὴ ὡς θεία τιμωρία τὴν καταστροφὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὁ δὲ ὄχλος της ἔλαβε μέρος στὴ λεηλασία. Ἀργότερα ὅμως θὰ συνειδητοποιηθοῦν οἱ σκοποὶ τῶν Φράγκων καὶ θὰ ἐκτιμηθοῦν σωστὰ τὰ γεγονότα.
 
         4. Ἡ ὀργάνωση τῆς σταυροφορίας ἄρχισε τὸ 1201. Σημαντικοὶ φράγκοι φεουδάρχες δήλωσαν συμμετοχή: ὁ κόμης τῆς Φλάνδρας Βαλδουΐνος, ὁ κόμης τῆς Καμπανίας Τιμπῶ, ὁ ἱστορικὸς Γοδεφρεῖδος Βιλλεαρδουΐνος καὶ ὁ μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερατικός. Ἡ συγκέντρωση τοῦ στρατοῦ ἔγινε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1202 στὴ Βενετία. Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1202 καταλήφθηκε γιὰ λογαριασμὸ τῶν Βενετῶν ἡ δαλματικὴ πόλη Ζάρα, ποὺ εἶχε ἀποστατήσει καὶ ὑπαχθεῖ στὸ βασίλειο τῆς Οὐγγαρίας. Οἱ δυναστικὲς ἔριδες στὴν Κωνσταντινούπολη («Ἄγγελοι») διευκόλυναν - ὡς συνήθως - τὰ δυτικὰ σχέδια. Οἱ σταυροφόροι στὶς 24.5.1203 ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ζάρα καὶ μέσῳ Κερκύρας κατευθύνθηκαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ θέα τῆς πόλεως τοὺς ἄφησε κατάπληκτους. «Δὲν μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν πῶς ὑπῆρχε στὸν κόσμο τόσο ἰσχυρὴ πόλη»-σημειώνει ὁ Γ. Βιλλεαρδουΐνος στὴν ἱστορία του. Στὶς 6 Ἰουλίου ἄρχισε ἡ πρώτη πολιορκία, μὲ λεηλασίες στὰ προάστια καὶ τὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. Προσπάθεια τῶν πολιορκουμένων, τὴν νύκτα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1204, νὰ πυρπολήσουν τὸν ἐχθρικὸ στόλο, ἀπέτυχε. Ἐπεκράτησε τότε ἀναρχία. Στὶς 25 Ἰανουαρίου ὁ λαὸς ἀνεκήρυξε αὐτοκράτορα τὸν Νικόλαο Καναβό, ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Δ´ συνελήφθη καὶ ἐκτελέστηκε (8.2.1204). Νέος αὐτοκράτορας ἐκλέχθηκε ὁ Ἀλέξιος Ε´ ὁ Μούρτζουφλος. Μάταια προσπάθησε νὰ ὀργανώσει τὴν ἄμυνα καὶ νὰ περιορίσει τὶς λεηλασίες. Οἱ σταυροφόροι ἤδη τὸ Μάρτιο τοῦ 1204 εἶχαν ὑπογράψει συνθήκη γιὰ τὴν τύχη τῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν πτώση τῆς πρωτεύουσας. Βασικὲς ἀποφάσεις: θὰ ἐκλεγόταν λατίνος αὐτοκράτορας καὶ λατίνος πατριάρχης. Ἔτσι φάνηκαν καὶ οἱ ἀληθινοὶ σκοποὶ τῆς ἐκστρατείας. Ἐπίσης καθορίσθηκε ὁ τρόπος διανομῆς τῆς λείας καὶ τῶν ἐδαφῶν τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ μεγάλη ἐπίθεση κατὰ τοῦ θαλασσίου τείχους ἔγινε στὶς 9 Ἀπριλίου. Ἡ τελικὴ ὅμως ἐπίθεση ἔλαβε χώρα στὶς 12 καὶ ξημερώνοντας 13 ἔπεσε ἡ Πόλη. Ἡ ἡγεσία εἶχε ἤδη διαλυθεῖ. Αὐτοκράτωρ καὶ εὐγενεῖς ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ μόνο οἱ κληρικοὶ ἔμειναν, γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τοὺς σταυροφόρους καὶ νὰ τοὺς δηλώσουν τὴν ὑποταγὴ τῆς Βασιλεύουσας. Ὁ λαὸς πίστευε στὰ χριστιανικὰ αἰσθήματα τῶν νικητῶν, ἀλλὰ διαψεύσθηκε οἰκτρά.
 
          5. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν σταυροφόρων ἀπεκάλυψε στοὺς ἀνατολικοὺς τὴν φραγκικὴ Δύση, ἑκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα. ΄Ἔγιναν ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἀκατονόμαστες πράξεις ἀγριότητας καὶ θηριωδίας. Φόνευαν ἀδιάκριτα γέροντες, γυναῖκες καὶ παιδιά. Λεηλατοῦν καὶ διαρπάζουν τὸν πλοῦτο τῆς «βασίλισσας τῶν πόλεων τοῦ κόσμου». Στὴ διανομὴ τῶν λαφύρων μετέσχε, κατὰ συμφωνία καὶ ὁ Πάπας. Τὸ χειρότερο: πυρπόλησαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Πόλης καὶ ἐξανδραπόδισαν ἕνα τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ της. Σ᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν οἱ βιασμοὶ τῶν γυναικῶν καὶ τὰ ἄλλα κακουργήματα. Μόνο τὴν πρώτη μέρα φονεύθηκαν 7.000 κάτοικοι τῆς Πόλης. Ἰδιαιτέρως δὲ στόχος τῆς θηριωδίας ἦταν ὁ Κλῆρος. Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλοι κληρικοὶ ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια καὶ κατασφάζονταν μὲ πρωτοφανῆ μανία. Ὁ Πατριάρχης μόλις μπόρεσε ξυπόλητος καὶ γυμνὸς νὰ περάσει στὴν ἀπέναντι ἀκτή. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τοὺς θησαυρούς της. Ἐσυλήθηκαν οἱ ναοὶ καὶ αὐτὴ ἡ Ἁγία Σοφία, μάλιστα μέσα σὲ σκηνὲς φρίκης. Στὴ λεηλασία πρωτοστατοῦσε ὁ λατινικὸς κλῆρος. Κανεὶς δὲν φανταζόταν ὅτι ἡ Πόλη θὰ ἔκρυβε τόσο ἀνεκτίμητους θησαυρούς. Ἐπὶ πολλὰ χρόνια τὰ δυτικὰ πλοῖα μετέφεραν θησαυροὺς στὴ Δ. Εὐρώπη, ὅπου καὶ σήμερα κοσμοῦν ἐκκλησίες, μουσεῖα καὶ ἰδιωτικὲς συλλογές, π.χ. Ἅγιος Μᾶρκος, Βενετία. ΄Ἕνα μέρος τῶν θησαυρῶν (κυρίως χειρόγραφα) καταστράφηκε. Μέγα μέρος ἀπὸ τοὺς «βυζαντινοὺς» θησαυροὺς τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐκποιήθηκε τὸ 1795 ἀπὸ τὴν Βενετικὴ Δημοκρατία γιὰ πολεμικὲς ἀνάγκες.
 
       6. Βαθύτερα ἴχνη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν καταστροφὴ «τῆς πόλης τῶν Πόλεων» χαράχθηκαν μέσα στὶς ψυχὲς τῶν Ὀρθοδόξων. Γιὰ τοὺς Ῥωμηοὺς ἦταν πιὰ ἀπόλυτα βεβαιωμένο ὅτι ἡ Δ´ σταυροφορία εἶχε ἀπ᾿ ἀρχῆς στόχο τὴν ἅλωση τῆς Πόλης καὶ τὴν διάλυση τῆς Ῥωμαίικης Αὐτοκρατορίας. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ δυτικὲς πηγὲς βλέπουν τὴν καταστροφὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς τιμωρία τῶν «αἱρετικῶν» (Γραικῶν), ποὺ ἦσαν «ἀσεβεῖς καὶ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους». Τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν βλέπουν ὡς «νίκη τῆς Χριστιανοσύνης». Τὸ χάσμα, συνεπῶς, μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ποὺ εἶχε ἀνοίξει μὲ τὸ σχίσμα (1054), γίνεται τώρα ἀγεφύρωτο. Οἱ «Βυζαντινοὶ» εἶχαν τὴν εὐκαιρία, ἄλλωστε, νὰ ζήσουν τὸ μίσος τῶν Φράγκων ἐναντίον τους. Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Νικήτα Χωνιάτη, αὐτόπτη μάρτυρα τῆς ἁλώσεως, ἡ ἁρπακτικότητα καὶ βαρβαρότητα τῶν σταυροφόρων δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἠπιότητα τῶν μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι μόλις κατέλαβαν τὰ Ἱεροσόλυμα ἀρκέσθηκαν ἁπλῶς στὴν ἐπιβολὴ μικροῦ φόρου, ἀποφεύγοντας κάθε βιαιότητα. Οἱ «Βυζαντινοὶ» συνειδητοποίησαν ὅτι μετὰ τὸ 1204 οἱ Λατίνοι - Φράγκοι ἦσαν ὁ οὐσιαστικὸς ἐχθρός τους, γιατί μόνο ἀπ᾿ αὐτοὺς κινδύνευε ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ παράδοση τοῦ Γένους. Ἔτσι, διαμορφώθηκε ἡ στάση τῶν ἀνθενωτικῶν, ποὺ προέκριναν τὴν πρόσκαιρη συνεργασία μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἀπὸ τὴν «φιλία» τῶν Φράγκων, ἐπιλέγοντας μεταξὺ δύο κακῶν. Μία στάση ποὺ θὰ ἐκφρασθεῖ θεολογικὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ κατὰ τὸν 18ο αἰώνα.
       Ἡ ἅλωση τοῦ 1204 ὅμως εἶχε καὶ εὐεργετικὲς συνέπειες σὲ μία ἄλλη διάσταση. Ὁ μέσος Ῥωμηὸς θὰ συνειδητοποιήσει τὴν σημασία τῆς διαλύσεως τῆς αὐτοκρατορίας. Ὅσο μάλιστα θὰ παρατείνεται ἡ φραγκοκρατία, ἡ ἀντιπάθεια ἐναντίον τῶν Λατίνων θὰ μεταστοιχειωθεῖ σὲ ὁμοψυχία. Λόγω δὲ τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητας τῶν ἐπιμέρους ἐθνοτήτων τῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὸ 1204, θὰ ἀρχίσει ὁ τονισμὸς τῆς ἐθνικότητας, μὲ ἐμφάνιση τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Ὁ τραυματισμὸς δὲ τοῦ ἐθνικοῦ γοήτρου θὰ γεννήσει τὴν Μεγάλη Ἰδέα, ὡς πόθο ἐπανακτήσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀνασυστάσεως τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ πορεία τῶν πραγμάτων ὁδήγησε τὴν χώρα μας νὰ καταλήξει, ἀπὸ τῇ σχέση «προστασίας» σὲ συμμαχίες μὲ τὶς μεγάλες δυτικὲς δυνάμεις καὶ σήμερα σὲ «νομαρχία» τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης. Τὸ Εὐρωπαϊκὸ «Διευθυντήριο» ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ συνεχίζει τὴν ἅλωση τοῦ Γένους / Ἔθνους μας μὲ ἄλλους τρόπους. Πόσο τὸ συνειδητοποιοῦν αὐτὸ οἱ Πολιτικοί μας στὶς συναλλαγές τους μὲ τὴν Δυτικὴ Ἡγεσία; Τουλάχιστον, γιὰ νὰ μετριάζεται ἡ ἄκρατη αἰσιοδοξία μας καὶ νὰ μὴ πορευόμαστε μὲ αὐταπάτες...


"Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή - H άλωση από τους Σταυροφόρους

                          "Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή
                        Η βυζαντινή ιστορία της Λατινοκρατίας (1204- 1261)"
 
    Η μετάφραση που ακολουθεί είναι  από το εξαιρετικό βιβλίο  "Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή Η βυζαντινή ιστορία της Λατινοκρατίας (1204- 1261)"με πρόλογο του Βασίλη Κατσαρού και εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Σπύρου Η. Σπυρόπουλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, 2004
 
              2. Οι επιδρομείς από την Ιταλία εκστράτευσαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, όταν στο θρόνο του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος (Γ’)Κομνηνός, ο οποίος ήταν αδελφός του Ισαάκιου (B’) που είχε βασιλέψει πριν απ’ αυτόν· και οι δυο τους είχαν την επωνυμία Άγγελοι. Η αιτία ήταν η εξής: ο Αλέξιος που αναφέραμε παραπάνω ανέτρεψε από την εξουσία τον αδελφό του Ισαάκιο και του τύφλωσε τα μάτια κι από τη στιγμή εκείνη έγινε ο κύριος της ρωμαϊκής εξουσίας. Ο Ισαάκιος όμως είχε αποκτήσει από την προηγούμενη γυναίκα του γιο, ο οποίος ήδη τότε εισερχόταν στη νεανική ηλικία. Αυτός λοιπόν αγανακτώντας με την εξευτελιστική ταπείνωση του πατέρα του κι αφού σχεδίασε τη διαφυγή του πήγε στη Ρώμη κι έπεσε γονατιστός στα πόδια του αρχιερέα της και θερμά ικετεύοντάς τον επιζητούσε την εκδίκηση για χάρη του πατέρα του.
             Καθώς λοιπόν την περίοδο εκείνη είχε συναποτελέσει ένα στρατιωτικό σώμα, ένα μεγάλο πλήθος Ιταλών, άλλοι από τους οποίους προέρχονταν από την ίδια την ιταλική χερσόνησο, άλλοι από τη χώρα των Φράγκων, άλλοι πάλι από τη Βενετία κι άλλοι από άλλες περιοχές με την πρόφαση πως δήθεν θα αναχωρούσαν για την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκεται ο τάφος του Κυρίου – κι αυτός που τους συγκέντρωσε ήταν ο αρχιερέας της πρεσβυτέρας Ρώμης, τον οποίο, όπως προανέφερα, ο γιος του Ισαάκιου εκλιπαρούσε για να ανακτήσει τον πατρικό θρόνο – κι αφού λοιπόν από τις παρακλήσεις του νέου συγκινήθηκε ο Πάπας και ιδίως από τις υποσχέσεις του – καθώς συνέβαινε να είναι πλουσιοπάροχες – παρέδωσε τον νέο στους αρχηγούς του στρατεύματος, ώστε, εγκαταλείποντας αυτοί τον αρχικό προορισμό τους, να τον εγκαταστήσουν στο θρόνο του πατέρα του και να εισπράξουν από αυτόν τα έξοδα, όσα θα ξόδευαν στην πορεία τους και στη βραδυπορία τους γύρω από την Κωνσταντινούπολη.
               Αυτοί λοιπόν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος και με τριήρεις και με εμπορικά πλοία, πλέοντας με ευνοϊκούς ανέμους προς τον προορισμό τους. Όταν λοιπόν αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάζουν στους Κωνσταντινουπολίτες τον νέο, την αδικία, τις αποφάσεις γι’ αυτά του αρχιεπισκόπου της Ρώμης. Μέχρι ενός σημείου λοιπόν και διαπραγματεύσεις έγιναν ανάμεσα στα δύο μέρη και σκληρές συγκρούσεις, αλλά δεν κατέληξαν σε καμιά συμφωνία μέσω της διπλωματικής οδού. Επειδή όμως ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) απηύδησε με τα όσα γίνονταν και περισσότερο απογοητεύθηκε από την αστάθεια αυτών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, οι οποίοι αποσκοπούσαν στη σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό, αφού αδιαφόρησε για όλα, αποχώρησε εθελοντικά – όσο κι αν ενδόμυχα δεν το ήθελε, προσθέτοντας αυτή τη φράση, όπως ισχυρίζονταν όσοι τον άκουσαν: «Δαυίδ φυγών εσώθη»2, παίρνοντας μαζί του και τη γυναίκα του κι αρκετό χρηματικό ποσό από το βασιλικό ταμείο.
 

 
 
 
 
            3.Όταν λοιπόν αυτός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, οι κάτοικοί της στέλνουν πρεσβεία στους Ιταλούς για την είσοδο του Αλεξίου (Δ’), του γιου του Ισαάκιου, στην Πόλη και την αναγόρευσή του σε βασιλιά, καθώς επικρατούσε η εντύπωση ότι εξαιτίας του προκλήθηκε η σύγκρουση. Μπαίνει λοιπόν μέσα στην πόλη ο νέος με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως, τους οποίους είχε αυτός υποσχεθεί στους Ιταλούς που τον έφεραν εκεί, κι ανακηρύχτηκε βασιλιάς από όλο το λαό. Από εκείνη λοιπόν τη στιγμή και οι Κωνσταντινουπολίτες θεωρούσαν πως το χρηματικό ποσό ήταν υπέρογκο κι επίμονα ισχυρίζονταν ότι δεν ήταν σε θέση να δώσουν στους Ιταλούς τόσο μεγάλο ποσό. Και ταυτόχρονα με τα τότε γεγονότα εκδηλώθηκε και δυσαρέσκεια στην πόλη εξαιτίας του.
            Ο πατέρας του Αλεξίου δηλαδή, ο Ισαάκιος (Β’) Άγγελος —καθώς ζούσε ακόμη τότε, έστω κι αν πέθανε ύστερα από λίγο, ενώ δεν είχε ακόμη κυριευθεί η Κωνσταντινούπολη— διατύπωσε την άποψη να συγκεντρωθούν τα πολυτιμότερα από τα ιερά κειμήλια κι από την εκποίηση αυτών να άρχιζε η εξόφληση του χρέους προς τους Ιταλούς, ενώ το ποσό που θα υπολειπόταν από το συνολικό χρέος πρότεινε να πληρωθεί από τα χρήματα των βασιλικών ταμείων κι από τους κατοίκους της πόλης. Στο μέσο των διαπραγματεύσεων λοιπόν κι ενώ προσέρχονταν πρέσβεις κι από το ένα κι από το άλλο μέρος, σκοτώθηκε ο γιος του Ισαάκιου Αλέξιος (Δ’), από τον Αλέξιο (Ε’) Δούκα τον οποίο αυτός είχε αναδείξει σε πρωτοβεστιάριο3, ενώ οι Κωνσταντινουπολίτες, κοροϊδεύοντάς τον για κάποιο κουσούρι του, τον αποκαλούσαν Μούρτζουφλο.
             4 Από τους πολίτες λοιπόν ανακηρύχτηκε ο Αλέξιος (Ε’) Μούρτζουφλος, που είπαμε, βασιλιάς. Εξαιτίας λοιπόν του γεγονότος αυτού οι Ιταλοί έπνεαν μένεα σε μεγάλο βαθμό κι έκαναν άσπονδη την έχθρα τους για τους Κωνσταντινουπολίτες. Συνέβη όμως να πάρουν σι Κωνσταντινουπολίτες και μια άλλη απόφαση κάθε άλλο παρά επαινετή. Οι προύχοντες λοιπόν και οι ανώτεροι αξιωματούχοι πήραν κοινή απόφαση, τους Λατίνους που κατοικούσαν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη να τους απομακρύνουν από την πόλη, ώστε να μην υπάρχουν όργανα του εχθρού ανάμεσά τους μέσα στην πόλη. Οι πολίτες αυτοί που ήταν πολλές χιλιάδες άτομα αυτομόλησαν στους εχθρούς, αν και αρχικά είχαν διαβεβαιώσει τους συμπολίτες τους, δίνοντας δεσμευτικούς όρκους, ότι ουδέποτε θα σχεδίαζαν προδοσία εναντίον τους κι επιπλέον ότι θα πέθαιναν μαζί τους, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σ’ αυτούς, ως ντόπιοι κι αυτόχθονες και παρόλο που αυτοί παρέδωσαν και τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να τα συγκεντρώσουν σε καλύτερα φρουρούμενα μέρη, δεν τους έπεισαν. Και μετά την έξοδό τους από την πόλη πρόσφεραν πολύτιμη βοήθεια στους εχθρούς, καθώς ήταν πάρα πολλοί κι ήξεραν καλά τη βυζαντινή κατάσταση.
 
           4. Ύστερα από την παρέλευση λοιπόν σαράντα ημερών αλώθηκε από αυτούς η Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου του έτους 6711 από κτίσεως κόσμου (γιατί, κατά τον μήνα Μάιο του έτους 67105 έφτασαν οι Δυτικοί με τα καράβια τους στην πόλη και μέσα σε διάστημα ένδεκα μηνών πραγματοποιήθηκε η άλωση). Και η μεγαλύτερη και πιο ξακουστή πόλη κυριεύτηκε, όταν —όπως λέγεται— ένας δυο σκαρφάλωσαν στα τείχη, από σκάλα που στηριζόταν σε κατάρτι ενός παρά πολύ μεγάλου εμπορικού πλοίου. Τώρα, για τα όσα συνέβησαν στην πόλη θα χρειαζόταν να ειπωθούν πολύ περισσότερα και είναι άσχετα με το σκοπό της συγγραφής μας. Οπωσδήποτε όμως μπορεί ο καθένας να βάλει με τον νου του όλες τις συμφορές που συμβαίνουν στις πόλεις που κυριεύονται, δηλαδή και δολοφονίες κι αιχμαλωσίες αντρών και γυναικών, λαφυραγωγήσεις, καταστροφή από τα θεμέλια σπιτιών και καθετί άλλο που συνήθως συμβαίνει δια στόματος μαχαίρας. Όταν λοιπόν σι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, αφού πραγματοποίησαν έφοδο από την ανατολική υψηλότερη πλευρά, λεηλάτησαν κι όλο το δυτικό τμήμα της πόλης, αλλά βέβαια λαφυραγώγησαν όχι μικρότερη περιοχή από το ανατολικά. Πρώτα λοιπόν έβαλαν στο χέρι τη δυτική πλευρά, ενώ όλοι οι κάτοικοι προσπάθησαν να φύγουν μακριά από αυτούς, σαν να τους καταδίωκε κάποιο θεόσταλτο χτύπημα.
 
        5. Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) Άγγελος λοιπόν, ο οποίος, όπως έχουμε εξιστορήσει, πρόλαβε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη, αφού έφτασε στην περιοχή της Φιλιππούπολης, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους κατοίκους, κατέληξε στην Μοσυνούπολη κι εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας πάλι, αυτός που είχε σκοτώσει τον γιο του Ισαάκιου, θέλοντας ν’ αποκτήσει συγγενικό δεσμό με αυτόν με γάμο, ταυτόχρονα με τη δολοφονία του γιου του Ισαάκιου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Αλεξίου (Γ'), την Ευδοκία, η οποία ήταν η μικρότερη από τις κόρες εκείνου. Αυτός δηλαδή είχε τρεις κόρες και η πρωτότοκη ονομαζόταν Ειρήνη, την οποία ο πατέρας της πάντρεψε με τον Αλέξιο Παλαιολόγο, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του δεσπότη. Αυτόν όμως τον πήρε ο θάνατος πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η δεύτερη ηλικιακά ονομαζόταν Άννα, την οποία πάντρεψε με τον Θεόδωρο Λάσκαρη. Και η τρίτη τέλος είχε το όνομα Ευδοκία, την οποία πριν από καιρό ο πατέρας της την έδωσε σύζυγο στον κράλη της Σερβίας. Όπως όμως έλεγαν, όταν ο κράλης την έπιασε επ’ αυτοφώρω σε κάποιο κάμωμά της, την έστειλε πίσω στον πατέρα της και έτσι αυτή παρέμεινε χωρίς άντρα. Αυτήν λοιπόν ο Αλέξιος Δούκας, που αναφέραμε, αφού εγκατέλειψε τη νόμιμη σύζυγό του, παντρεύτηκε. Όταν λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, απέδρασε κι εκείνος από κει, παίρνοντας μαζί του και τη σύζυγό του Ευδοκία. Καθώς όμως έμαθε πως ο πεθερός του, ο βασιλιάς Αλέξιος, διαμένει στη Μοσυνούπολη, παίρνοντας θάρρος κατευθύνθηκε προς αυτόν. Ο Αλέξιος όμως και για πολλούς άλλους λόγους και καθόλου λιγότερο για το θέμα της θυγατέρας του τον αποστρεφόταν. Υποδυόμενος λοιπόν το ρόλο του πεθερού υποδέχεται τον Αλέξιο κι αφού βόλεψε το χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις λοιπόν ο Αλέξιος βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν όλοι μαζί εναντίον του οι υπηρέτες του βασιλιά Αλεξίου κι εκεί μέσα του έβγαλαν τα μάτια. Κι έλεγαν όσοι έτυχε να είναι παρόντες ότι η κόρη του Αλεξίου όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έλουζε τον πατέρα της με βρισιές κι αυτός πάλι την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας, που είπαμε, περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης, διασχίζοντας εκείνα τα μέρη σαν αλήτης.
          Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) πάλι, αφού σηκώθηκε από εκείνα τα μέρη, κατευθυνόταν προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Όταν όμως οι Ιταλοί πραγματοποίησαν εξόρμηση από την Κωνσταντινούπολη και πέρασαν από τα μέρη της Μοσυνούπολης, ανακαλύπτοντας εκεί τον Αλέξιο (Ε’) Μούρτζουφλο, τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη και παίρνοντας οι Δυτικοί εκδίκηση για το μιαρό έγκλημά του που αναφέραμε —αυτό που διέπραξε στο γιο του βασιλιά Ισαάκιου—, τον καταδικάζουν σε θάνατο, γκρεμίζοντάς τον από ψηλά. Αφού δηλαδή τον ανέβασαν στην πιο ψηλή κολόνα, που ονομάζεται Ταύρος, τον γκρέμισαν κάτω. Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέλος του, ενώ ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ') έφτασε στη Θεσσαλονίκη.
 
           6. Αφού λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, έδωσαν το ελεύθερο στους κατοίκους της, όσοι απ’ αυτούς ήθελαν να παραμείνουν εκεί και να είναι υπήκοοί τους, ενώ οι άλλοι, που δε θα ήθελαν, να μπορούσαν να φύγουν ανεμπόδιστοι, σε όποιο μέρος επιθυμούσαν. Έτσι λοιπόν, όσοι έτυχε ν’ ανήκουν στην ανώτερη τάξη, εγκατέλειπαν την πόλη, άλλοι φανερά κι άλλοι κρυφά.
 
         "Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή της λατινικής αυτοκρατορίας (1204-1261)"