Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΒΟΣΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ

 
 
 
 
 
του Ἀδ. Ἀδαμαντίου, καθηγητή πανεπιστημίου, (1875 -1937)
 
 


                   Εἰς τὴν καλυτέραν θέσιν τῆς ῾Ελληνικῆς Μεσογείου ἱδρύθη εἰς τοὺς ἀρχαίους χρόνους ὑπὸ τῶν ῾Ελλήνων μία πόλις, ἡ ὁποία ἀπὸ τότε μέχρι σήμερον ἔγινεν ἀφορμὴ πολλῶν πολέμων. ῾Η πόλις αὐτὴ εἶναι τὸ Βυζάντιον, ἡ κατόπιν ὀνομασθεῖσα Κωνσταντινούπολις.
                  ῾Η θέσις, εἰς τὴν ὁποίαν ἱδρύθη, εἶναι θαυμασία. Μὲ ἕνα μικρὸν πορθμὸν χωρίζεται ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀσίαν. ῾Η θάλασσα καθιστᾷ τὸν τόπον αὐτὸν τὸν μέν χειμῶνα γλυκύν, τὸ δὲ θέρος δροσερόν. ῾Η εὐφορία τῶν πέριξ τὸπων, καὶ ἐν Εὐρώπη καὶ ἐν Ἀσία, εἶναι ἐξαιρετική. Λειμῶνες χλοεροὶ ἀκτείνονται καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη τοῦ Βοσπόρου εἰς μεγάλας ἐκτάσεις, ὅπου βόσκουν ἄφθονα πρόβατα καὶ βόες. Εἰς τοὺς ἀγροὺς ὡριμάζουσιν οἱ δημητριακοὶ καρποί· αἱ ἄμπελοι παράγουσιν εὐώδεις μεγάλας σταφυλάς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν ὑψοῦνταικατάφορτα κατὰ τὸ θέρος τὰ καρποφόρα δένδρα, κερασέαι μὲ τραγανά,μεγάλα ὡς καρύδια, καὶ βαρύτατα κεράσια, ἀπιδέαι, ροδακινέαι, συκαῖ μὲ γλυκύτατα ὡς μέλι σῦκα, πεπόνια καὶ καρπούζια, τῶν ὁποίων ὅστις ἐδοκίμασε τὴν γλυκύτητα, ποτὲ δὲν τὰ λησμονεῖ.Ἀλλ’ ἀκτὸς τῶν καρποφόρων ἄφθονα εἶναι καὶ τὰ ἄλλα δένδρα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πρασινάδα των γλυκαίνουν ὅπου στρέψῃ τις τὸ βλέμμα,αἱ πλάτανοι, αἱ κυπἀρισσοι, αἱ δάφναι, αἱ μυρσίναι, τοὶ πεῦκα. Τί δὲ νὰ εἴπῃ τις διᾶ τὰ ἄνθη, τὰ τριαντάφυλλα, τὰ γαρύφαλα, τοὺς μενεξέδες καὶ τόσα ἄλλα; Πάντα ταῦτα, καθὲν εἰς τὴν ἀποχήν του, γεμίζουν τὸν ἀέρα μὲ τὴν εὔωδίαν των, ἀναπαύουν τὸ βλέμμα καὶ πλημμυρίζουν τὴν καρδίαν μὲ χαράν.
                  Ἀλλ’ ἐὰν ἡ γῆ παρέχῃ εἰς τοὺς τόπους αὐτοῦς τόσον ἄφθονα τὰ ἀγαθά της, καὶ ἡ θάλασσα δὲν μένει ὀπίσω. ῾Η Προποντίς, ἡ ὁποία στενεύει καὶ κλείεται ἀπὸ τἀ έν μέρος μὲ τὸν Βόσπορον καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μὲ τὸν ῾Ελλήσποντον, εἶναι ὡσὰν μία μεγάλη γαληνιαία λίμνη. Εἰς τὰ ἥσυχα νερά της εὑρίσκουν καταφύγιον ἀπὸ τὰ θυμωμένα νερὰ τῆς Μεσογείου ἑκατομμύρια ἰχθύων. Ἀλλὰ μεγάλα κέρδη ἔχουν κυρίως οἱ ἁλιεῖς ἀπὸ τοὺς ἰχθῦς, οἵτινες κατ’ ἀγέλας κατέρχονται διὰ τοῦ Βοσπόρου ἀπὸ τὸν Εὔξεινον Πόντον.
                ῾Η μεγίστη αὕτη θάλασσα, ᾕτις μόνον διὰ τοῦ στενοῦ αὐτοῦ συνδέεται μὲ τὴν Μεσόγειον, ἔχει ὕδατα γλυκύτατα, ἐξαἰτίας τῶν πολλῶν ποταμῶν, οἴτινες ἐκβάλλουσιν εἰς αὐτήν. Καθὼς δὲ παρετήρησαν πολλοί, δὲν ἔχει καὶ θαλάσσια θηρία. Διὰ τοὺς δύο αὐτοὺς λόγους πολλὰ εἴδη ἰχθύων τῆς Μεσογείου καταφτύγουν εἰς τὸν Εὔξεινον, διὰ νὰ πολλαπλασιασθῶσιν ἤσυχα ἐκεῖ. Ἀνέρχονται τὴν ἄνοιξιν καὶ κατέρχονται κατὰ τὸ φθινόπωρον εἰς μεγάλας ἀγέλας. Τότε οἱ ἁλιεῖς τοῦ Βοσπόρου καὶ τῆς Προποντίδος συλλαμβάνουσιν αὐτοὺς κατὰ χιλιάδας. Δύο δὲ εἶναι τὰ πολυπληθέστερα ἐξ αὐτῶν: οἱ σκόμβροι(σκουμπριὰ) καὶ αἱ παλαμίδες, ἐκ τῶν ὁποίων μεγάλας ποσότητας οἱ ἁλιεῖς ταριχεύουσι καὶ ἀποστέλλουσιν εἰς ὅλας τὰς χώρας.
                 Ἀλλ’ ἐκτὸς τῆς θαυμαστῆς ταύτης εὐφορίας τῆς ξηρᾶς καὶ τοῦπλούτου τῆς θαλάσσης καὶ ἄλλη ὑπῆρξεν ἡ αἰτία τόσων πολέμων διὰτὴν θέσιν αὐτήν. ῾Ο Βόσπορος εἶναι τὸ κλειδίον τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ὅστις κατέχει τὸν Βόσπορον δύναται ἢ νὰ λαμβάνῃ φόρους ἀπὸ τὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα μεταβαίνουν ἢ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν Πόντον, ἢ καὶ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν διάβασιν αὐτῶν ἐντελῶς. Οὕτω δὲ τὰ πολυάριθμα προϊόντα τῶν χωρῶν,τὰς ὁποῖας βρέχει ὁ Εὔξεινος, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Ρωσίας, τοῦ Καυκάσου, τῆς Βορείου Μικρᾶς Ἀσίας, δὲν δύνανται νὰ ἐξέλθωσι.Τὰ πολυτιμότατα δὲ καὶ ἀφθονώτατα ἐξ αὐτῶν σήμερον  εἶναι τὰ σιτηρὰ τῆς Ρωσίας καὶ τὰ πετρέλαια τοῦ Βατούμ.
               ῾Ωσὰν δὲ νὰ ἐφρόντισεν ἐπίτηδες ἡ φύσις, ἔδωκεν εἰς τὸν κατέχοντα τὸ στενὸν καὶ ναύσταθμον ἀσφαλέστατον, τὸν παμμέγιστον Κεράτιον λιμένα. Λέγεται οὕτω, διότι ὁμοιάζει πρὸς κέρατον ἐλάφου. Τὴν εἴσοδον αὐτοῦ σχηματίζουσι δύο ἀκρωτήρια. Εἰς τὴν εἴσοδόν του ἔχει ἄνοιγμα δύο χιλιομέτρων, ὅσον δὲ προχωροῦμεν ἐντὸς στενεύει ὀλίγον κατ’ὀλίγον. Εἶναι βαθὺς μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς ἀκτῆς’ ὥστε καὶ μεγάλα πλοῖανὰ προσορμίζωνται ἀφόβως. Καὶ ἀπὸ τὰς δύο ὄχθας του ὑψώνονται βουνάὥστε εἶναι ἠσφαλισμένος πανταχόθεν ἀπὸ τοὺς ἀνέμους. ῎Εξω ἠμπορεῖνὰ βάζη ἡ ἀγριωτέρα καταιγίς, εἰς τὸν Κεράτιον, ὅμως, εἶναι γαλήνη.
            ῾Ο Βόσπορος ὁμοιάζει μὲ ἕνα ποταμόν. Τὸ μῆκος του ἀπὸ τὸν Εὔξεινον ἕως τὴν Προποντίδα εἶναι 27 χιλιόμετρα, τὸ δὲ μεγαλύτερον πλάτος του εἶναι 3.200 μέτρα, ἀλλοῦ, ὅμως, στενεύει ἕως 500 μέτρα.Τὸ θέαμα, τὸ ὁποῖον παρουσιάζει εἰς τοὺς διαπλέοντας αὐτόν, εἶναι μαγευτικόν. Καὶ ἡ εὐρωπαϊκὴ καὶ ἡ ἀσιατικὴ ἀκτὴ αὐτοῦ παρουσιάζουν μεγάλην ποικιλίαν ἀλλοῦ μὲν καταβαίνουν ἀπότομοι καὶ κρημνώδεις,καὶ τὰ νερὰ σκορπίζουν τοὺς ἀφρούς των εἰς τὰ ἀκρογιάλια ἀλλοῦ πάλιν πλησιάζουν ὁμαλώτατα πρὸς τὴν θάλασσαν, ἡ ὁποία τὰς φιλεῖμὲ ἥσυχα ἥσυχα κυματάκια. ᾽Εδῶ μικρὰ ἀκρωτήρια προχωροῦν ἄγρια πρὸς τὴν θάλασσαν, παρέκει κολπίσκοι νανουρίζουν ἥσυχα ἐπάνω εἰς τὰ νερά των εἰδῶν εἰδῶν πλοιάρια καὶ λέμβους. Καὶ εἰς ὅλα ἁπλώνεται τριγῦρο ἀτελείωτη πρασινάδα. Βάλετε εἰς ὅλα αὐτὰ καὶ τὴν ἐλαφρὰν αὔραν τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πτηνῶν τὰ κελαδήματα καὶ θὰ ἐννοήσετε διατί, ὅστις περνᾷ ἀπ’ ἐκεῖ, λέγει καθ’ ἑαυτόν: «Ἄχ, ἄς ἦταν ποτὲ νὰμὴ τελειώσῃ τὸ ταξίδι!».
                Θὰ ἐνόμιζε κανεὶς ὅτι εὑρίσκεται εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς μαγικὰς λίμνας τῶν παραμυθιῶν, ἄν δὲν τὸν ἀφύπνιζεν ἀπὸ τὸ ὄνειρον αὐτὸ τὸ ρεῦμα τοῦ πορθμοῦ.Καὶ πράγματι τοῦ Βοσπόρου τὸ ρεῦμα εἶναι ὁρμητικόν. Εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον ἐκβάλλουσι τριάκοντα περίπου ποταμοὶ μεγάλοι οὗτοι μὲ τοὺς ὄγκους τῶν ὑδάτων των φέρουν μέχρι τῆς θαλάσσης καὶ μεγίστους ὄγκους χωμάτων καὶ πετρῶν. Διὰ τοῦτο τὰ ὕδατα τοῦ Εὐξείνου διαρκῶς πληθύνονται καὶ ὑψώνονται· τὰ δὲ πλεονάζοντα ὕδατα ἐξέρχονται μὲ ὁρμὴν διὰ τοῦ Βοσπόρου εἰς τὴν Προποντίδα καὶ ἔπειτα διὰ τοῦ ῾Ελλησπόντου εἰς τὴν Μεσόγειον. Δι’ αὐτὸ εἴπομεν ὅτι ὁ Βόσπορος ὁμοιάζει μὲ ποταμόν.




Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Ναυάγιο βυζαντινού πλοίου, γεμάτο αμφορείς, εντοπίστηκε στη Μαύρη Θάλασσα

 

 


ANAΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ    naftemporiki.gr


Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν επίσης ότι ίσως να πρόκειται για το μεγαλύτερο βυζαντινό πλοίο που έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα.
 
 
              Το ναυάγιο ενός μεγάλου βυζαντινού πλοίου, που ανάγεται στον 10 αιώνα και είναι γεμάτο με αμφορείς, εντοπίστηκε από δύτες στα ανοιχτά της Σεβαστούπολης, στην Κριμαία, όπως ανακοίνωσε σήμερα ο επικεφαλής της ρωσικής υποβρύχιας αποστολής.

              «Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μια μοναδική ανακάλυψη» ανέφερε ο αρχαιολόγος Βίκτορ Λεμπεντίσκι, επικεφαλής της αποστολής που οδήγησε στην ανακάλυψη του ναυαγίου, σε βάθος 82 μέτρων, στο βυθό της Μαύρης Θάλασσας.


             Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, το πλοίο ενδέχεται να βυθίστηκε μετά τη σύγκρουσή του με ένα άλλο πλοίο που μπορεί επίσης να βρίσκεται και αυτό στον βυθό της θάλασσας. Το ναυάγιο είναι γεμάτο με αμφορείς που χρονολογούνται από τον 10ο ή 11ο αιώνα μ.Χ.

            Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν, επίσης, ότι ίσως να πρόκειται για το μεγαλύτερο βυζαντινό πλοίο που έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα. «Στόχος μας σήμερα είναι να το συντηρήσουμε και να το προστατεύσουμε από τους αρχαιοκάπηλους», εξήγησε ο Ρομάν Ντουνάγιερ, διευθυντής του καταδυτικού ομίλου που συμμετείχε στις έρευνες.


              Το ναυάγιο θα βοηθήσει τους ιστορικούς να καταλάβουν καλύτερα τους εμπορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς που διατηρούσαν την εποχή εκείνη οι χώρες που βρέχονταν από τη Μαύρη Θάλασσα καθώς και την οργάνωση του εμπορικού ναυτικού του Βυζαντίου.

 


Βυζαντινή εκκλησία με εντυπωσιακά ψηφιδωτά ανακαλύφθηκε στο Ισραήλ


            Οι αρχαιολόγοι στο Ισραήλ ανακάλυψαν ένα περίτεχνο ψηφιδωτό στο δάπεδο μιας βυζαντινής εκκλησίας, 1500 ετών, που μεταξύ άλλων απεικονίζει το Χριστόγραμμα να περιβάλλεται από πτηνά.


             Τα ερείπια ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών πριν την κατασκευή ενός έργου στην Aluma, ένα χωριό περίπου 50 χιλιόμετρα νότια του Τελ Αβίβ, όπως ανακοίνωσε η Ισραηλινή Αρχή Αρχαιοτήτων (ΙΑΑ) την περασμένη Τετάρτη. Ο αρχαιολόγος Davida Eisenberg Degen δήλωσε ότι η ομάδα χρησιμοποίησε έναν βιομηχανικό εκσκαφέα για να εξετάσει το ανάχωμα στην περιοχή, και μέσα από μια τρύπα βάθους 3 μέτρων, μπόρεσαν να δουν τα λευκά τμήματα του αρχαίου ψηφιδωτού.

Ο χώρος της ανασκαφής
 
           Μεγάλο μέρος της εκκλησίας αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του περασμένου μήνα. Η βασιλική αποτελούσε μέρος ενός τοπικού βυζαντινού οικισμού, ενώ οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι λειτουργούσε επίσης και ως κέντρο χριστιανικής λατρείας για τις γειτονικές κοινότητες, επειδή βρισκόταν δίπλα στον κεντρικό δρόμο που περνάει ανάμεσα από το αρχαίο λιμάνι του Ashkelon στα δυτικά και του Beit Guvrin και της Ιερουσαλήμ στα ανατολικά.

            «Συνήθως,ένα βυζαντινό χωριό είχε μια εκκλησία, αλλά το μέγεθος της εκκλησίας και η θέση της στο δρόμο την καθιστά πιο σημαντική», δήλωσε ο Degen στο LiveScience.


 
 

Αξιόλογα ευρήματα

             Οι αρχαιολόγοι σχεδιάζουν να συνεχίσουν τις εργασίες τους στην περιοχή για άλλη μια εβδομάδα, αλλά ένα από τα πιο αξιόλογα ευρήματα μέχρι τώρα ήταν ένα ψηφιδωτό που περιέχει το Χριστόγραμμα ή ένα «είδος μονόγραμμα του ονόματος του Ιησού», όπως αναφέρει ο Degen.

Το εντυπωσιακό ψηφιδωτό στο δάπεδο της βυζαντινής βασιλικής.
 
           Εκείνη την εποχή, οι βυζαντινοί Χριστιανοί δεν τοποθετούσαν σταυρούς στα ψηφιδωτά δάπεδα τους, προκειμένου να μην πατούν το σύμβολο του Χριστού, εξηγεί ο Degen. Το Χριστόγραμμα στο ψηφιδωτό μπορεί να μοιάζει με σταυρό, αλλά στην πραγματικότητα είναι περισσότερο ένα σύμβολο, το οποίο συνδυάζει τα δύο πρώτα κεφαλαία γράμματα στην ελληνική λέξη «Χριστός», και συχνά μοιάζει με ένα Χ επάνω σε έναP. Υπάρχουν επίσης και ένα Α και το Ω (το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου) σε κάθε πλευρά του, το οποίο αποτελεί άλλο ένα χριστιανικό σύμβολο, όπου ο Χριστός συχνά περιγράφεται ως «η αρχή και το τέλος». Τέσσερα πτηνά διακοσμούν επίσης το ψηφιδωτό, και δύο από αυτά κρατούν ένα στεφάνι στην κορυφή του Χριστογράμματος.


 
           Μέσα στην βασιλική, η οποία έχει διαστάσεις 22x 12 μέτρα, οι αρχαιολόγοι βρήκαν επίσης μαρμάρινους κίονες και μια ανοιχτή αυλή στρωμένη με ένα λευκό ψηφιδωτό δάπεδο, δήλωσε ο Daniel Varga, διευθυντής των ανασκαφών του ΙΑΑ.

 
             Ακριβώς έξω από την αυλή, στο νάρθηκα της εκκλησίας υπάρχει «ένα λεπτό ψηφιδωτό δάπεδο διακοσμημένο με χρωματιστά γεωμετρικά σχέδια καθώς και αναθηματική επιγραφή δώδεκα σειρών στην ελληνική γλώσσα που περιέχει τα ονόματα «Μαρία» και «Ιησούς» και το όνομα του ατόμου που χρηματοδότησε την κατασκευή του ψηφιδωτού», εξηγεί οVarga.

Ανάμεσα στα διάφορα ζώα και πτηνά.
Λεπτομέρεια από το ψηφιδωτό, με απεικόνιση λεοπάρδαλης.
 
           Τα ψηφιδωτά στον κυρίως ναό είναι διακοσμημένα με έλικες αμπέλου σε σχήμα 40 μεταλλίων,ένα εκ των οποίων περιέχει το Χριστόγραμμα. Πολλά από τα υπόλοιπα μετάλλια περιέχουν φυτικά μοτίβα και ζώα, όπως ζέβρες, παγόνια, λεοπαρδάλεις και αγριογούρουνα. Τρία από αυτά περιέχουν επιγραφές μνημονεύοντας δύο επικεφαλείς της τοπικής περιφερειακής εκκλησίας, με τα ονόματα «Δημήτριος» και «Ηρακλής».


 
 
 

Άλλες ανακαλύψεις

           Οι αρχαιολόγοι εντόπισαν επίσης τα ίχνη της μετέπειτα κατοχής στην κορυφή της εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων ισλαμικών τοίχων και οθωμανικών λάκκων απορριμμάτων (η Aluma βρίσκεται κοντά στο οθωμανικό και μετέπειτα παλαιστινιακό χωριό Hatta). Οι ανασκαφές αποκάλυψαν επίσης γυάλινα βυζαντινά αγγεία και ένα εργαστήριο κεραμικής για την παραγωγή αμφορέων, μαγειρικών σκευών, κρατήρων, κυπέλλων και λύχνων.

            Οι αρχαιολόγοι συχνά πραγματοποιούν σωστικές ανασκαφές πριν από τα κατασκευαστικά έργα όπως σε αυτή την περίπτωση, προκειμένου να αποφευχθεί η οικοδόμηση πάνω στα αρχαία μνημεία. Μερικές φορές ωστόσο, αυτού του είδους οι ανασκαφές αποδίδουν εκπληκτικές ανακαλύψεις. Για παράδειγμα, ένας «λατρευτικός» ναός και ίχνη μιας οικίας, ηλικίας 10.000 ετών ανακαλύφθηκαν στο Eshtaol, δυτικά της Ιερουσαλήμ στο πλαίσιο της προετοιμασίας διαπλάτυνσης ενός δρόμου. Επίσης, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επέκτασης του κεντρικού δρόμου που συνδέει την Ιερουσαλήμ με το Τελ Αβίβ, που ονομάζεται Highway 1, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν φαλλό από τη Λίθινη Εποχή,ένα ιερό από την περίοδο του Πρώτου Ναού καθώς και ζωόμορφα ειδώλια που χρονολογούνται πριν από 9.500 χρόνια.

          Όσον αφορά τις νέες ανακαλύψεις, η IAA σχεδιάζει να αφαιρέσει το ψηφιδωτό για να το εκθέσει στο περιφερειακό μουσείο ή στο κέντρο επισκεπτών ενώ ο υπόλοιπος αρχαιολογικός χώρος θα πρέπει να καλυφθεί.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

H Αγία Σοφία της Μονεμβάσιας

               
 
 
 
 
 
 
 
 
 
                  Ο εντυπωσιακός βυζαντινός ναός της Παναγίας Οδηγήτριας, που μετά την Επανάσταση του 1821 ονομάστηκε Αγία Σοφία, βρίσκεται κτισμένος πάνω στο κάστρο της Μονεμβασιάς, στην άκρη ενός βράχου, πάνω από τη θάλασσα. Η παράδοση συνδέει την εκκλησία με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ Παλαιολόγο, ωστόσο οι πηγές φανερώνουν ότι ο ναός, που αρχικά ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια, είναι πολύ παλαιότερος και ότι χρονολογείται στα μέσα του 12ου αι., το 1150. Ο ναός συνέχισε να λειτουργεί κατά την Α΄ Ενετοκρατία (1463-1540) ως Madonna del Castelloή Nostra Donna in Castelloγια τις ανάγκες των καθολικών αξιωματούχων. Στην περίοδο της Α´ Οθωμανικής κυριαρχίας (1540-1690) ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με την προσθήκη μιχρὰμπ, που διατηρείται στον νότιο τοίχο. Στην περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας(1690-1715) αποτέλεσε το καθολικό μονής δυτικού δόγματος και αφιερώθηκε στη Madonna del Carmine. Κατά την φάση αυτή, προστέθηκε στον ναό διώροφο προστώο σε όλο το πλάτος της δυτικής όψης. Ως μουσουλμανικό τέμενος λειτούργησε ξανά στην περίοδο της Β´ Οθωμανικής κυριαρχίας (1715-1821)και επέστρεψε στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση της πόλης, οπότε και αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού, επειδή θεωρήθηκε πιστό αντίγραφο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετέπειτα χρονολογίες1827 και 1845 στη δυτική όψη αντιστοιχούν προφανώς σε εργασίες επισκευής του ναού.
 
 


 
                   Αρχιτεκτονικά,ανήκει στον τύπο του ηπειρωτικού οκταγωνικού ναού, όπως το Δαφνί, ο Όσιος Λουκάς, ο Άγιος Θεόδωρος του Μυστρά κ.ά.,και χρονολογείται στα μέσα του 12ου αιώνα(1150). Στα δυτικά του ναού διαμορφώνεται νάρθηκας που άλλοτε ήταν διώροφος, ενώ επί Β΄ Ενετοκρατίας προστέθηκε ο διώροφος εξωνάρθηκας.Εξωτερικά, στα νότια, προστέθηκε διπλή στοά άγνωστης χρήσης και πολυτελούς κατασκευής, η οποία κατέρρευσε το 1893. Η τοιχοδομία του ναού ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, ενώ τα τρίλοβα παράθυρα των όψεων έχουν κεραμοπλαστικό διάκοσμο.
                      Ο ναός διατηρεί πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που όμως λόγω των πολλών μη αναστρέψιμων μετατροπών που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορικής του διαδρομής, δεν κατέστη δυνατόν να επανατοποθετηθεί στο σύνολό του, και τμήματα του βρίσκονται πλέον στην Αρχαιολογική Συλλογή της Μονεμβασιάς.
                       Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, που διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση, είναι υψηλής ποιότητας και χρονολογείται στον 12ο ή στον πρώιμο 13ο αιώνα. Οι σωζόμενες παραστάσεις εικονίζουν τον Χριστό με αγγέλους στην είσοδο που συνδέει τον νάρθηκα με τον ναό, μετωπικούς ολόσωμους αγίους, μάρτυρες, ιεράρχες, τον Χριστό σε μετάλλιο ως Παλαιό των Ημερών στο ιερό, σκηνές από τον βίο του αγίου Νικολάου, κ.α.
 
 



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Τίμιος Σταυρός

 
 
Ο Τίμιος Σταυρός
        Tη θέση της στην Ιστορία η Αγία Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη για να βγάλει την περιοχή εκείνη, στην οποία γεννήθηκε και πέθανε ο Χριστός, από την άθλια κατάσταση στην οποία είχε στο μεταξύ περιέλθει. Οι επανειλημμένες επαναστάσεις των Ιουδαίων εναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας, τον 1ο και 2ο αιώνα, είχαν προκαλέσει φοβερά αντίποινα. Πάνω στα ερείπια της Ιερουσαλήμ, είχε ανεγερθεί μια νέα πόλη που έφερε το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα και στον τόπο που άλλοτε υψωνόταν ο Ναός του Σολομώντα κατασκευάστηκε πολυτελές Ιερό του Καπιτώλιου Δία. Σχεδόν δεν υπήρχαν Ιουδαίοι πλέον εκεί, ενώ ελάχιστοι ήταν και οι χριστιανοί, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος της πόλης στην οποία τελέστηκαν τα πρώτα μυστήρια της χριστιανικής πίστης, ο επίσκοπος του θρόνου στον οποίο κάθισαν κάποτε ο Ιάκωβος και πολλοί συγγενείς του Ιησού, να έχει εκπέσει πλήρως από το αρχαίο αξίωμα και να έχει καταντήσει να υπάγεται στο μητροπολίτη Καισαρείας. Όταν η βασίλισσα Ελένη έφτασε στην Ιερουσαλήμ το 327, κανείς δε μπόρεσε να της δείξει τον τάφο του Σωτήρα Χριστού.
           Μόνο έπειτα από πολλές έρευνες βρέθηκε ο ιερός χώρος και με συντονισμένες ενέργειες αποκαλύφθηκε αυτή η ιερή απόδειξη του μαρτυρίου του Ιησού, δηλαδή ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός. Όταν το γεγονός αναγγέλθηκε στον Κωνσταντίνο, εκείνος το θεώρησε σαν ένα ακόμα θεϊκό σημάδι και διέταξε αμέσως να ανεγερθεί πάνω στον Άγιο Τάφο περίλαμπρος ναός της Αναστάσεως. Στη συνέχεια χτίστηκε και ο ναός της Γεννήσεως στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ και ο Ναός του Όρους των Ελαίων.
           Σύμφωνα με την παράδοση η Ελένη οδηγήθηκε εκεί από ένα αρωματικό φυτό που φύτρωνε στο μέρος εκείνο, το γνωστό μας βασιλικό. Ύστερα από επίπονες ανασκαφές τελικά βρέθηκαν τρεις σταυροί, του Κυρίου και των δύο ληστών. Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Φιλοστόργιος και Νικηφόρος αναφέρουν ότι ο Σταυρός του Κυρίου εντοπίσθηκε ύστερα από θαύμα, τοποθετήθηκε πάνω σε νεκρή γυναίκα και αυτή αναστήθηκε!. αμέσως μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού, η αγία Ελένη τον ασπάσθηκε και τον παρέδωσε στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Μακάριο, ο οποίος ύψωσε ψηλά τον Σταυρό του Χριστού για να τον δουν οι παρευρισκόμενοι χριστιανοί.Το σημαντικό αυτό γεγονός σημάδεψε την ζωή της Εκκλησίας και γι αυτό άρχισε να εορτάζεται ως λαμπρή ανάμνηση. Έτσι καθιερώθηκε η μεγάλη εορτή της Παγκόσμιας Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
           Ένα παρόμοιο περιστατικό έγινε λίγα χρόνια μετά, το 335, την επομένη των εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως. Για μία τρίτη και τελευταία φορά πραγματοποιήθηκε η ύψωση του Τιμίου Σταυρού το έτος 628. Είναι η εποχή που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος πολεμά τους Πέρσες. Ο λαός αυτός, προ 14 ετών, έχει καταλάβει την Παλαιστίνη και έχει αρπάξει από τούς χριστιανούς τον Τίμιο Σταυρό. Ο Ηράκλειος νικά και επανακτά τον Σταυρό. Στις 14 Σεπτεμβρίου έρχεται στα Ιεροσόλυμα φέροντας στους ώμους του τον Σταυρό. Φθάνει στο Ναό της Αναστάσεως και παραδίδει τον Σταυρό στα χέρια του πατριάρχη Ζαχαρία. Εκείνος υψώνει τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό και ευλογεί τα πλήθη των χριστιανών, ψάλλοντας για πρώτη φορά τον πολύ γνωστό ύμνο «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου …».


Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Η Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΘΕΑ ΣΤΗΝ ΕΛΑΣΣΟΝΑ

 

Το κατεξοχήν βυζαντινό μοναστήρι του νομού Λάρισας
 
Η Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας
 
 
Η Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας
 
Αν αναζητήσουμε στο νομό Λάρισας ένα ιστορικό μοναστήρι με αμιγείς καταβολές στη βυζαντινή εποχή, αυτό δεν είναι άλλο από την Ιερά Μονή της Παναγίας Ολυμπιώτισσας, η οποία είναι το σήμα-κατατεθέν, η ακρόπολη και η προστάτιδα της πόλης της Ελασσόνας και όλης της επαρχίας. Ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα, στα χρόνια των Παλαιολόγων, με κτίτορες τους Διοικητές της Θεσσαλίας Κωνσταντίνο και Θεόδωρο.
 
 
ΜΟΝΗ ΟΛΥΜΠΙΩΤΙΣΣΑΣ ΠΙΤΣΙΛΚΑΣ 01
 
Αντικρίζοντας το Καθολικό (κυρίως Ναό) της μονής, το οποίο είναι χτισμένο πάνω σε ένα μικρό βράχο χωρίς θεμέλια, ο επισκέπτης μεταφέρεται κυριολεκτικά στη βυζαντινή εποχή και μπαίνοντας σ’ αυτό, μαγνητίζεται από το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις παλαιές τοιχογραφίες που αποδίδονται στους αγιογράφους της σπουδαίας Μακεδονικής Σχολής.
 
 
ΜΟΝΗ ΟΛΥΜΠΙΩΤΙΣΣΑΣ ΠΙΤΣΙΛΚΑΣ 03
 
Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, το μοναστήρι αναφέρεται είτε ως «Παναγία Ολυμπιώτισσα» είτε ως Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας, βοήθησε σημαντικά τους υπόδουλους Έλληνες, με την παρουσία σπουδαίων μοναχών και Ηγουμένων, όπως οι Άνθιμος Ολυμπιώτης, Διονύσιος και Αρσένιος. Για αιώνες ήταν ανδρικό μοναστήρι, ενώ σήμερα είναι γυναικείο.
 
 
ΜΟΝΗ ΟΛΥΜΠΙΩΤΙΣΣΑΣ ΠΙΤΣΙΛΚΑΣ 04Η
 
 
ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΛΥΜΠΙΩΤΙΣΣΑΣ
 
Πνευματικός θησαυρός της μονής αποτελεί η ομώνυμη ιερά εικόνα της Παναγίας, που δεσπόζει στην είσοδο του Ναού. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας βοσκός, πριν πολλούς αιώνες, την εντόπισε στο βουνό στην περιοχή της Καρυάς Ολύμπου. Συγκεκριμένα, ο βοσκός είδε μέσα στη νύχτα ένα φως να βγαίνει μέσα από τους βάτους. Από το φόβο του έριξε μια πέτρα προς το μέρος που έβγαινε το φως και έπειτα ένιωσε το χέρι του παράλυτο. Φοβισμένος γύρισε στην Καρυά και ανήγγειλε το συμβάν. Την επομένη οι κάτοικοι βρήκαν στο μέρος που υπέδειξε ο βοσκός, την εικόνα με την πέτρα σφηνωμένη πάνω της. Ο βοσκός θεραπεύτηκε και έτσι, η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε με πομπή στην τότε μονή Μεταμορφώσεως, που έκτοτε ονομάστηκε «Ολυμπιώτισσα».
 
 
ΜΟΝΗ ΟΛΥΜΠΙΩΤΙΣΣΑΣ ΠΙΤΣΙΛΚΑΣ 05
 
 
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
 
Η μονή, με επικεφαλής την Ηγουμένη γερόντισσα Ευλογία, έχει σήμερα 3 μοναχές που έχουν την ευθύνη της συντήρησης και «αναγέννησης» αυτού του ιστορικού μοναστηριού τα τελευταία 15 χρόνια. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι το μοναστήρι της Παναγίας Ολυμπιώτισσας (όπως και τα υπόλοιπα της επαρχίας Ελασσόνας) οφείλει την αναγέννησή του κυρίως στις προσπάθειες του μακαριστού Μητροπολίτου Ελασσόνας Βασιλείου, που έφυγε από κοντά μας το Μάιο.
Η Ηγουμένη Ευλογία ακολουθεί την πνευματική καθοδήγηση του αγιορείτη γέροντα Εφραίμ, ο οποίος τις τελευταίες δύο δεκαετίες βρίσκεται στην Αριζόνα των Η.Π.Α. και έχει δημιουργήσει εκεί πάνω από είκοσι ορθόδοξα μοναστήρια. Η ηγουμένη Ευλογία νιώθει χαρούμενη για την πνευματική αυτή πατρότητα, αλλά παράλληλα αισθάνεται την ευθύνη της αποστολής της.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας πανηγυρίζει στην Κοίμηση της Θεοτόκου το Δεκαπενταύγουστο και λίγες μέρες νωρίτερα στις 6 Αυγούστου (Μεταμόρφωση). Επίσης, στο μοναστήρι τιμάται ιδιαίτερα ο Άγιος Νεκτάριος, στον οποίο έχει χτιστεί ξεχωριστό παρεκκλήσι.
Επίσης, κάθε χρόνο στις 5 Οκτωβρίου, παραμονή της επετείου Απελευθέρωσης της Ελασσόνας από τους Τούρκους, οι Ελασσονίτες τιμούν την Παναγία Ολυμπιώτισσα, με λιτανεία της εικόνας από το μοναστήρι στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου.
 
 
 
 
Η πρόσβαση στο μοναστήρι, που απέχει 1 χλμ. από την πόλη, είναι εύκολη μετά από σύντομο ανηφορικό δρόμο. Hθέα προς την Ελασσόνα αποζημιώνει τον επισκέπτη. Το μοναστήρι είναι ιδιαίτερα φιλόξενο. Η είσοδος κλείνει τις μεσημεριανές ώρες μετά τη 13:00 και ανοίγει πάλι στις 17:00 το απόγευμα (και παραμένει ανοικτή μέχρι τις 19:00). Τηλέφωνο μονής: 24930-22480
 
 
ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Προς τη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης



 
 
Προς τη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης



της Ελένης Σαράντη, καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών
 

          Κάθε ανάλυση της γένεσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης συνδέεται άμεσα με την εθνική συνείδηση των Βυζαντινών από την οποία πηγάζει. Οι Βυζαντινοί αποκαλούντο Ρωμαίοι και η χώρα τους Ρωμανία και Ρωμαΐς  γη, διότι η αυτοκρατορία τους αποτελούσε συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο επίσημος τίτλος  του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν αυτοκράτωρ και βασιλεύς των Ρωμαίων. Ο όρος Βυζαντινός δήλωνε αποκλειστικά τον κάτοικο της Κωνσταντινούπολη, όπως μετονομάστηκε η αρχαία ελληνική αποικία Βυζάντιο στη θέση όπου ιδρύθηκε η Βασιλεύουσα. Παράλληλα, οι όροι Έλλην  και ελληνικός είχαν προσλάβει θρησκευτική σημασία από τους Πατέρες της Εκκλησίας: Έλληνες ήταν οι ειδωλολάτρες.
       Ο Χριστιανισμός ήταν ο κυριότερος  από τους τρεις θεμέλιους λίθους του βυζαντινού πολιτισμού, ο δεύτερος  ήταν η ρωμαϊκή  πολιτική θεωρία  και το ρωμαϊκό δίκαιο, και ο τρίτος  η ελληνική παιδεία και γλώσσα. Γλώσσα των πεπαιδευμένων ήταν η ελληνική,  που από τον 6ο αιώνα καθιερώνεται ως η επίσημη γλώσσα της νομοθεσίας και της διοίκησης, ενώ η λατινική εγκαταλείφθηκε.
          Η ελληνική γλώσσα στην παιδεία και στη φιλολογία πρόσφερε  τη σύνδεση με τη γραμματεία και τις πολιτιστικές αξίες του αρχαίου κόσμου. Κατά τη διάρκεια της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί μελετούσαν και σχολίαζαν τα αρχαία κείμενα, η αυθεντία των οποίων είχε αναγνωριστεί ως πρότυπο μίμησης και πηγή έμπνευσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον  παρουσιάζουν κείμενα  της μέσης και ύστερης  βυζαντινής εποχής, στα οποία οι λόγιοι προσδιορίζουν τους συγχρόνους τους ως Έλληνες ως προς το γένος λόγω της ελληνικής παιδείας και γλώσσας τους. Τον  14ο αιώνα ο Θεόδωρος Μετοχίτης μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν δηλώνει ότι οι σύγχρονοί του Βυζαντινοί ανήκαν σ το ίδιο γένος  και είχαν την  ίδια γλώσσα με τους Έλληνες. Σύμφωνα με τον Μετοχίτη, η συνείδηση της εθνικής  και πολιτισμικής συνέχειας  ήταν δυνατή διότι φορέας της ήταν η ίδια γλώσσα.


Η ελληνικότητα των Βυζαντινών

        Η ελληνικότητα  των Βυζαντινών και του βυζαντινού πολιτισμού ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των αρχαίων Ελλήνων, διότι είχε διαμορφωθεί με βάση το χριστιανισμό και πολιτισμικά στοιχεία ανατολικής  προέλευσης. Ωστόσο η σύνδεση του Χριστιανισμού με  τον Ελληνισμό είχε ήδη καθιερωθεί ιδεολογικά από τους Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας. Αργότερα, η σύνδεση  της ελληνικής γλώσσας με την Ορθοδοξία προσδιορίστηκε ρητά στα βυζαντινά κείμενα: τα ελληνικά ήταν ο φορέας της Ορθοδοξίας, δεδομένου ότι χωρίς αυτά το δόγμα δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό. Η Ορθοδοξία μαζί με την ελληνική γλώσσα  έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης των Βυζαντινών. Ταυτόχρονα, το Βυζάντιο ως πολυεθνικό κράτος, τις χρησιμοποίησε ως εργαλεία για τον εκχριστιανισμό, εξελληνισμό και αφομοίωση ξένων εθνοτήτων εντός και εκτός των συνόρων του.
          Η γένεση του ελληνοβυζαντινού πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης τοποθετείται στον 10ο και 11ο αιώνα, την εποχή της επέκτασης και ακμής του βυζαντινού κράτους. Η δημιουργία της ελληνοβυζαντινής εθνικής συνείδησης οφείλεται και στο ενδιαφέρον για την αρχαιότητα που παρατηρείται από τον 10ο αιώνα και εξής. Αυτοκράτορες όπως ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, και διαπρεπείς λόγιοι,  όπως Ιωάννης Μαυρόπους και ο Μιχαήλ Ψελλός τον  11ο αιώνα, προωθούν τη μελέτη των κειμένων της αρχαίας γραμματείας. Την ίδια εποχή, ο όρος Έλλην χρησιμοποιείται στα βυζαντινά κείμενα για να δηλώσει όχι μόνο τους ειδωλολάτρες, αλλά και τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους. Η έννοια της ειδωλολατρίας, που είχε παλιότερα δοθεί στον όρο Έλλην, έκρυβε θρησκευτική αντιπαλότητα και καχυποψία. Αντίθετα, η εξέλιξη που παρατηρείται στη χρήση του όρου κατά τον 10ο και 11ο αιώνα φανερώνει θετική αντιμετώπιση  της αρχαιότητας και ουσιαστικότερη  αντιμετώπιση τους από τους Βυζαντινούς.
       Τον 10ο αιώνα, σε μια επιστολή που ο επίσκοπος Κυζίκου  Κωνσταντίνος απευθύνει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο  βρίσκουμε μία από τις πρώτες ενδείξεις για την αναγνώριση της εθνικής συνάφειας των Βυζαντινών με τους Αρχαίους. Ο επίσκοπος αναφέρεται στην πόλη της Κυζίκου και στα ερειπωμένα μνημεία της , η ομορφιά των οποίων μαρτυρούσε τη λαμπρότητα της αρχαίας πόλης. Σε σύγκριση με την αρχαία, η σύγχρονη βυζαντινή πόλη έμοιαζε φτωχή και άθλια. Και το χειρότερο, παρατηρούσε ο επίσκοπος ότι οι κάτοικοι της βυζαντινής Κυζίκου ήταν απαίδευτοι και δεν είχαν καμιά από τις αρετές των αρχαίων Ελλήνων, μολονότι διακήρυσσαν ότι ήταν άποικοι  από την Ελλάδα. 


Η χρήση του όρου Έλλην

         Η σημαντικότερη έκφραση  της ελληνοβυζαντινής εθνικής συνείδησης, όπως διαμορφώνεται στα κείμενα μετά τον  10ο αιώνα, είναι η νέα χρήση του όρου Έλλην. Έλληνες δεν ήταν πλέον μόνο οι αρχαίοι, αλλά και οι βυζαντινοί. Από τον 11ο αιώνα, οι βυζαντινοί λόγιοι, χρησιμοποιούσαν τον όρο Έλλην για να δηλώσουν την εθνική τους καταγωγή (το γένος) στη θέση του όρος Ρωμαίος. Ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρεται σε έναν βυζαντινό που δεν ήταν «ελληνικής καταγωγής» και τον 12ο αιώνα ο Ιωάννης Τζέτζης εξηγεί ότι ήταν Γεωργιανός από την  πλευρά της μητέρας του, αλλά «καθαρός Έλληνας» από την  πλευρά του πατέρα του. Στην εξέλιξη του όρου και στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης συνέβαλαν και οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της εποχής: το  σχίσμα των Εκκλησιών, τα εμπορικά προνόμια που παραχωρήθηκαν στις ιταλικές πόλεις και η οικονομική διείσδυσή τους στις βυζαντινές αγορές, καθώς και οι Σταυροφορίες που, ενώ απέβλεπαν στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, κατέληξαν στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.
      Από τον 11ο αιώνα και εξής, οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίσουν τον πολιτισμό τους και το παρελθόν τους εξαιτίας του ανταγωνισμού τους με τη Δύση. Ο    βυζαντινός πολιτισμός άρχισε τότε να καθορίζεται σε σχέση  με την ιστορική παράδοση του Βυζαντίου και ο βυζαντινός  εθνικισμός με βάση τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά. Έτσι, αντιμετωπίζοντας την εχθρική Δύση, οι Βυζαντινοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο Έλλην για να δηλώσουν τους συγχρόνους  τους, σε αντίθεση  με τους Δυτικούς που χρησιμοποιούσαν τον όρο Graeci. Στα έργα των λογίων προωθείται η ιδέα ότι η ελληνικότητα των βυζαντινών εκφραζόταν με την ελληνική γλώσσα και ότι η εθνική τους καταγωγή  προσδιοριζόταν όχι σε σχέση με την πολιτική κληρονομιά της Ρώμης, αλλά σε σχέση με τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης.
        Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορία, οι λόγιοι τόνιζαν εντονότερα τη συνάφειά τους με τους αρχαίους, στηριζόμενοι πάντα  στην κοινή γλώσσα και στον κοινό πολιτισμό. Ο νεοελληνικός πατριωτισμός και η νεοελληνική εθνική συνείδηση βρίσκουν την έκφρασή τους στα έργα των ανθρωπιστών λογίων της παλαιολόγειας εποχής που αναζητούν λύσεις για την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας μέσα από την ελληνική αρχαιότητα. Σε λόγο του προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο , ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός,  που χρησιμοποίησε τον Πλάτωνα ως πρότυπο  για την ανασύσταση του Δεσποτάτου του Μυστρά, εκφράζει την ελληνική πια εθνική συνείδηση των Βυζαντινών με αυτά τα λόγια: Εσμέν γαρ… Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Ο ιστορικός της Άλωσης Λαόνικος Χαλκοκονδύλης χρησιμοποιεί τον όρο Ρωμαίος, όχι πια για τους Βυζαντινούς αλλά για τους Δυτικούς. Για τους Βυζαντινούς χρησιμοποιεί τον όρο  Έλληνες και ερμηνεύει την χρήση των όρων αυτών στο Βυζάντιο ιστορικά: οι Έλληνες συγκατοίκησαν με τους Ρωμαίους στην Κωνσταντινούπολη, διατήρησαν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους διότι ήταν περισσότεροι από τους Ρωμαίους, αλλά άλλαξαν τον εθνικό τους όνομα με αυτό των Ρωμαίων.
        Τις τελευταίες στιγμές της αυτοκρατορίας, ακόμη και οι ανθενωτικοί που εξέφραζαν κυρίως τις θέσεις της Εκκλησίας, πρόβαλαν τη συνάφεια με τους αρχαίους: o Γεώργιος Σοχλάριος, ηγέτης των Ανθενωτικών, χρησιμοποιεί τον όρο ελληνισμός για να δηλώσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και μιλά για την  προγονική αρετή του. Για πρώτη φορά τότε η Κωνσταντινούπολη,  πρωτεύουσα του μεσαιωνικού ελληνισμού, στην οποία οι Βυζαντινοί είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους, ταυτίστηκε με το σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα. Ο κύκλος που είχε οδηγήσει στην ταύτιση του μεσαιωνικού ελληνισμού με τους Αρχαίους  μέσω της γλώσσας και της παιδείας είχε πια ολοκληρωθεί.  


Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Oι σωζόμενες βυζαντινές εκκλησίες της Αθήνας

 
 
  της Ελένης Κουνουπιώτου Μανωλέσου, αρχαιολόγου
                                                                                                              

Άγιοι Θεόδωροι, Κλαυθμώνος
                                                                              


               Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς το 961 και τους νικηφόρους πολέμους του Βασιλείου του Β΄ εναντίον των Βουλγάρων αρχίζει μια γενική ανασυγκρότηση της βυζαντινής αριστοκρατίας που συνεχίζεται αυξανόμενη προοδευτικά τους επόμενους αιώνες και ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη και αναβίωση των ελλαδικών παρηκμασμένων κέντρων όπως η Αθήνα. Προς το τέλος του 10ου αιώνα η Αθήνα προάγεται εκκλησιαστικά σε Μητρόπολη ενώ είναι και έδρα του θέματος της Ελλάδος αφού αναφέρεται Λέων, βασιλικός πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Ελλάδας.
              Με την ανάκαμψη της πόλης ξαναρχίζουν να κτίζονται εκκλησίες. Παλιότερη είναι  ο Άγιος Ιωάννης του Μαγκούτη (871) της οποίας σώζεται η κτητορική επιγραφή στο Βυζαντινό Μουσείο. Οι εκκλησιές και τα μοναστήρια που ιδρύονται από τον 10ο ως τον 12ο αιώνα δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής. Η πόλη ακμάζει γίνεται πολυάνθρωπη, εκτείνεται έξω από το υστερορωμαϊκό τείχος όπως μαρτυρούν ανασκαφικά δεδομένα και η οικοδόμηση εκκλησιών που αυτήν την περίοδο υπολογίζονται σε 40.
               Η Αθήνα στα μέσα του 12ου αιώνα σωζόταν σε λαμπρή κατάσταση, κατά τον Άραβα γεωγράφο Εδρισή που την επισκέφτηκε το 1154. Ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης όμως στις επιστολές και τους λόγους του την περιγράφει σε οικτρή κατάσταση εξαιτίας μεγάλης σιτοδείας και πρόσφατης καταστροφής. Ίσως αυτή να οφείλεται σε επιδρομή Σαρακηνών όπως περιγράφεται στον αθηναϊκό θρήνο «Περί της αναλώσεως και της αιχμαλωσίας η γέγονεν υπό Περσών εις Αττικήν Αθήνα».
               Πάντως στην Αθήνα θα υπήρχαν πολλοί ναοί, αφού ξένοι περιηγητές του 17ου αιώνα αναφέρουν 300 εκκλησίες. Ακόμη και κατά την επανάσταση υπήρχαν 150 εκκλησίες. Πολλές γκρεμίστηκαν για την επέκταση και διαμόρφωση  της πόλης ή τη διενέργεια ανασκαφών, ενώ άλλες παραμορφώθηκαν από προσθήκες ή επισκευές.
             Από τις πολυάριθμες εκκλησίες που χτίστηκαν μεταξύ του 10ου και 12ου αιώνα, σώζονται στην αρχική του μορφή εννέα, ενώ τέσσερις σώζονται ενσωματωμένες σε μεταγενέστερες προσθήκες. Ο αρχιτεκτονικός τύπος που κυριαρχεί είναι ο σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός στις διάφορες παραλλαγές του (απλός και σύνθετος τετρακιόνιος, δικιόνιος).  Άλλος τύπος είναι ο σταυροειδής οκταγωνικός στηριζόμενος σε οκτώ τόξα. Οι διαστάσεις τους δεν είναι μεγάλες, έχουν όμως αρμονικές αναλογίες και πλούσια διακοσμημένες όψεις, κτισμένες με το λεγόμενο πλινθοπερίκλειστο σύστημα, δηλαδή πωρόλιθοι τοποθετημένοι ισοδομικά περιβάλλονται με λεπτά κόκκινα τούβλα.
            Η διακοσμητική εντύπωση συμπληρώνεται με οδοντωτές ταινίες και κεραμοπλαστικά κοσμήματα με αραβικές επιδράσεις, τα κουφικά τετράγωνα γράμματα της παλαιάς αραβικής γραφής στην  οποία πρωτογράφηκε το κοράνιο στην πόλη Κούφα του Ιράκ.
Ενδιαφέρον στοιχείο της εποχής είναι ο κομψός τρούλος, αθηναϊκού τύπου,  οκτάπλευρος, με λίθινους κιονίσκους στις ακμές του, οι οποίοι στηρίζουν μαρμάρινα τόξα.
            Η φροντίδα για την  διακόσμηση των εξωτερικών όψεων των αθηναϊκών ναών θα συνεχιζόταν ασφαλώς και με διακόσμηση του εσωτερικού τους με τοιχογραφίες, οι οποίες όμως έχουν εξαφανιστεί. Εκτός από τις αχνές τοιχογραφίες στο Δ. τοίχο του Παρθενώνα, τις ελάχιστες επιχρωματισμένες στον Ν. τοίχο της Σωτείρας Λυκοδήμου και τις πληροφορίες για ύπαρξη σπαραγμάτων βυζαντινών τοιχογραφιών στην Καπνικαρέα και τη Γοργοεπήκοο, τίποτα δεν σώθηκε. Τα τελευταία χρόνια με την ευκαιρία εργασιών συντηρήσεως αποκαλύφθηκαν τοιχογραφίες στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο και το σπηλαιώδη ναΐσκο   της Αγίας Μαρίνας.

 
Μονή Πετράκη
 
            Από τις παλιότερες εκκλησίες και με ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα βυζαντινά μνημεία των Αθηνών είναι το Καθολικό της μονής Πετράκη (Ταξιάρχες). Μνεία του ναού έχουμε μόλις από τον 17ο αιώνα οπότε η Μονή ανακαινίστηκε από τον ιερομόναχο Παρθένιο Πετράκη. Από τότε και μέχρι το 1840 οι ηγούμενοι προέρχονταν από την οικογένεια αυτή και συνέχισαν τις επισκευές και προσθήκες στο ναό όπως πληροφορούμαστε από σχετικές πληροφορίες.
Ο ναός κτισμένος με απλή αργολιθοδομή, είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, χρονολογούμενος στα τέλη του 10ου αιώνα, ο τρούλος θεωρείται μεταγενέστερος όπως και ο εξωνάρθηκας. Μορφολογικά στοιχεία τον σχετίζουν με την αρχιτεκτονική παράδοση της Κωνσταντινούπολης.

 
              Άγιοι Απόστολοι του Σολάκη:Βρίσκεται στη ΝΑ γωνιά της Αρχαίας Αγοράς. Κατά την Τουρκοκρατία ήταν ενοριακή εκκλησία ονομαζόμενη  «του Σολάκη» πιθανόν από την οικογένεια στην οποία ανήκε. Ο ναός κτισμένος πάνω στα θεμέλια Νυμφαίου του 2ου αιώνα  μ.Χ. είχε επιμηκυνθεί τον 19ο αιώνα  προς Δ. Με αναστηλωτικές εργασίες όμως της Αμ. Σχολής Κλασικών Σπουδών το 1956 ξαναβρήκε την αρχική του μορφή. Έχει απλό τετρακιόνιο σταυροειδή πυρήνα και καλύπτεται  με τρούλο. Οι κεραίες του σταυρού απολήγουν σε ημικυκλικές κόγχες. Εφαρμόστηκε εδώ ένας πρωτότυπος συνδυασμός κτιρίου με κυκλική χάραξη με σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό.  Έτσι αποκτήθηκε ενότητα στο εσωτερικό. Είναι κτισμένος με πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, άφθονα ψευδοκουφικά κοσμήματα και πυκνές οδοντωτές ταινίες. Στα κάτω μέρη των τοίχων υπάρχουν όρθιοι δόμοι κα τα δίλοβα παράθυρα του ανήκουν σε πρώιμο τύπο. Με τα χαρακτηριστικά αυτά ο ναός χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα.

 
 
 
            Σωτείρα Λυκοδήμου (ρωσική εκκλησία):Βρίσκεται στην οδό Φιλελλήνων και χρονολογήθηκε με ακρίβεια σχετική από χαράγματα στον Β τοίχο. Το αρχαιότερο αναφέρει το έτος 1031, ενώ άλλο πληροφορεί ότι ο «πρωτοκτήτωρ» του ναού Στέφανος πέθανε το 1044. Ο ναός λοιπόν πρέπει να κτίστηκε λίγο πριν το 1031. Ήταν το καθολικό μοναστηριού που καταστράφηκε από σεισμό το 1701. Το 1780 κατεδαφίστηκαν τα προκτίσματά του από τον Αλή- Χασεκή για να κτιστεί ο περίβολος της  πόλεως. Μισοερειπωμένη το 1847 την αγόρασαν οι Ρώσοι, που την επισκεύασαν το 1855, προκαλώντας αρκετές μεταβολές, έβαλαν και νέο καμπαναριό. Σήμερα χρησιμοποιείται ακόμα ως ενοριακή της εδώ ρωσικής παροικίας.
             Ο ναός έχει κτιστεί σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους άλλους αθηναϊκούς ναούς και ανήκει στον οκταγωνικό τύπο. Ο μεγάλος τρούλος δίνει στο εσωτερικό μια αίσθηση ενότητας χώρου και μεγαλείο. Εξωτερικά έχει πολύ φροντισμένο πλινθοπερίκλειστο σύστημα με πολλά κουφικά κοσμήματα στους κατακόρυφους αρμούς και μια μόνο ζωφόρο χαμηλά στην ανατολική και βόρεια πλευρά πλαισιωμένη με οδοντωτές ταινίες.
 
 
 
 
 
 
 
Καπνικαρέα

 
             Ο ναός είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με νάρθηκα και μικρό μονόχωρο τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στη Β. πλευρά. Βρίσκεται  στην οδό Ερμού, και είναι γνωστός ο κίνδυνος που διέτρεξε το να κατεδαφιστεί το 1834 κατά τη διάνοιξη της οδού για να σωθεί τελικά με την  επέμβαση του Λουδουβίκου της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα. Δυτικά προστέθηκε εξωνάρθηκας που αρχικά είχε μορφή ανοικτής στοάς, στη Νότια είσοδο προστέθηκε μικρό κινοστήρικτο προστώο τον 12ο αιώνα.
            Το μνημείο είναι κτισμένο κάτω με μεγάλους δόμους που σχηματίζουν σταυρούς σε παράταξη. Από κει και πάνω χρησιμοποιείται κανονικό πλινθοπερίκλειστο σύστημα όπου κυριαρχεί η μονή πλίνθος. Ο αρχικός ναός, ο νάρθηκας και το παρεκκλήσι πιθανότατα κτίστηκαν το τρίτο τέταρτο του 11ου αιώνα. Ο ναός με τα προκτίσματά του παρέχει στο εσωτερικό την εντύπωση της ήρεμης ευρυχωρίας και εξωτερικά την αίσθηση χάρης, αρμονίας κα ανάτασης, με την κλιμάκωση των στεγών και την εναλλαγή ευθειών και καμπυλών γραμμών.
           Για την ιστορία του ναού δεν είναι τίποτε γνωστό. Κατά παράδοση ονομαζόταν εκκλησία της βασιλοπούλας και του Πρέντζα. Το όνομα Καπνικαρέα,  με τη ιδιόρυθμη κατάληξή του, που υπενθυμίζει τοπική αθηναϊκή γλωσσική παράδοση, σχετίζεται πιθανόν  με οικογενειακό όνομα Καπνικάρης, που είναι ο εισπράκτορας του καπνικού φόρου (  φόρος οικοδομών επεβάλλετο τη βυζαντινή εποχή για κάθε καπνοδόχο).
          Βυζαντινές τοιχογραφίες δε  σώζονται στο ναό. Η σημερινή τοιχογράφησή του οφείλεται στον Φώτη Κόντογλου με πολύ επιτυχημένο αισθητικό αποτέλεσμα. Δεν είναι τόσο επιτυχημένα τα τμήματα που ζωγραφίστηκαν από μαθητές του αργότερα.

 
 
Άγιοι Θεόδωροι
 
           Παρόλο που είναι σχεδόν σύγχρονοι με την Καπνικαρέα αρχαΐζει. Έχει βαρύτερες αναλογίες και ογκωδέστερες τρίπλευρες αψίδες. Αποτελεί σπάνια παραλλαγή του δίστυλου τύπου ναού, όπου οι δυτικοί πεσσοί έχουν ενωθεί με τον Δυτικό τοίχο. Ο τρούλος είναι οκτάπλευρος  με δίλοβα παράθυρα. Το καμπαναριό που υπάρχει στη Νότια πλευρά είναι μεταγενέστερο.
Στο κάτω μέρος των τοίχων μεγάλοι μαρμάρινοι δρόμοι σχηματίζουν σταυρούς, ενώ η τοιχοδομία του είναι κανονική πλινθοπερίκλειστη. Τα κουφικά περιορίζονται μόνο στα τύμπανα των παραθύρων, αλλά στις δυτική, βόρεια και νότια πλευρά υπάρχει ζωφόρος από πήλινα πλακίδια με κουφίζοντα θέματα και άλλα διακοσμητικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εντοιχισμένες  πάνω από τη δυτική είσοδο επιγραφές. Η μεγάλη γράφει ότι τον παλιά σαθρό ναό ξανάκτισε ο Νικόλαος Καλόμαλος, σπαθαροκανδιδάτος (βυζ. Αξιωματούχος) ενώ σε άλλη μικρότερη αναφέρεται χρονολογία. Υπάρχει διαφωνία των μελετητών για τη σχέση των δύο επιγραφών μεταξύ τους, αλλά και για την ανάγνωση της χρονολογίας στη δεύτερη επιγραφή. Τα μορφολογικά πάντως στοιχεία του ναού συνηγορούν στη χρονολόγησή του περί το 1065.

 
Άγιοι Ασώματοι, Θησείο
 
             Ο ναός είχε παραμορφωθεί από επεκτάσεις προς ανατολή κα δύση και προσθήκες βόρεια κα νότια στα τέλη του 19ου και 20ου αιώνα. Μόνο ο αθηναικού τύπου τρούλος και τμήματα του βόρειου και νότιου τοίχου κτισμένα με τη χαρακτηριστική πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία  μαρτυρούν την παλαιότητά του. Με αναστηλωτικές εργασίες της τότε διευθύνσεως Αναστηλώσεως των αρχαίων και ιστορικών μνημείων του υπουργείου Παιδείας ο ναός αποκαταστάθηκε το 1960 στον αρχικό τύπο του απλού τετρακιόνιου σταυροειδούς με νάρθηκα. Στον  κατεδαφισμένο δυτικό τοίχο υπήρχε πιθανώς ζωφόρος από πήλινα πλακίδια μα ανάγλυφη, κουφική διακόσμηση. Δύο τέτοιες πλάκες που βρέθηκαν στις εργασίες εντοιχίστηκαν στον αποκατεστημένο δυτικό τοίχο. Με βάση τα πλακίδια αυτά που μοιάζουν με των Αγίων Θεοδώρων ο ναός χρονολογείται στο β΄μισό του 11ου αιώνα. Με τη χρονολόγηση αυτή συμφωνούν και άλλα στοιχεία, όπως οι μεγάλοι λίθινοι σταυροί στη βάση των τοίχων κα διάφορα κουφικά κοσμήματα στους τοίχους του ναού. Στο εσωτερικό του ναού αποκαλύφθηκαν πολύ φθαρμένες τοιχογραφίες που δε φαίνεται να ανήκουν στη αρχική φάση του μνημείου.
 

 

 
 
Μεταμόρφωση Σωτήρος, Πλάκα
            
              Το μνημείο είναι σήμερα  παραμορφωμένο με επεκτάσεις ανατολικά και δυτικά. Πρόκειται  για απλό τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό, που διατηρεί το κεντρικό τμήμα της Βόρειας και Νότιας  όψης καθώς και τον τρούλο αναλλοίωτε. Τα σωζόμενα αυτά τμήματα κτίστηκαν με κανονικό πλινθοπερίκλειστο σύστημα, κουφικά στους κάθετους αρμούς και διακοσμητικά κομμένα τούβλα με ρόμβους και ζιγκ-ζαγκ. Ο τρούλος είναι ανάλογος του Αγ. Νικολάου του Ραγκαβά, χαρακτηριστικά π ου οδηγούν στη παραδοχή χρονολόγησης του στο β΄μισό του 11ου αιώνα.
Παναγία Γοργοεπήκοος, Άγιος Ελευθέριος
              Ο ναός βρίσκεται στην νότιο πλευρά του σύγχρονου μητροπολιτικού ναού. Στην Τουρκοκρατία περιλαμβανόταν στην κατοικία του μητροπολίτη και χρησίμευε ως ευκτήριό του. Το 1833 αντικαταστάθηκαν οι αρχικοί κίονες με πεσσούς. Το 1841 έγινε δημόσια βιβλιοθήκη, το 1863 επισκευάστηκε και τιμήθηκε στο όνομα του Σωτήρος και αργότερα ονομάστηκε Άγιος Ελευθέριος.
            Ο ναός είναι ημισύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τριμερή νάρθηκα και τρούλο που αποτελεί το αρτιότερο σωζόμενο παράδειγμα του αθηναϊκού τύπου.  Η Γοργοεπήκοος είναι η πιο αθηναϊκή από όλες τις εκκλησίες της πόλης. Ο αρχιτέκτονας εκτός από τον τρούλο όπου χρησιμοποίησε το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής, στο κτίριο χρησιμοποίησε λευκό μάρμαρο: μαρμάρινοι ακόσμητοι δόμοι στο κάτω μέρος, 90 αρχαία και βυζαντινά ανάγλυφα εντοιχίστηκαν πιο από τα οποία άλλα χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια στην ανάλογη χρήση (αετώματα, επίκρανα, γείσα) ενώ θωράκια με ανάγλυφες παραστάσεις σχημάτισαν μια ζωφόρο σε όλες τις πλευρές του ναού με σκοπό καθαρά αισθητικό.
             Ο Μ. Χατζηδάκης χρονολογεί το μνημείο στο τέλος του 12ου αιώνα συνδέοντας την αγάπη προς την αρχαιότητα, που παρουσιάζεται με την χρησιμοποίηση αρχαίου υλικού με τον Μιχαήλ Χωνιάτη (1180-1204) τελευταίο μητροπολίτη Αθηνών πριν από τη Φραγκοκρατία.
Ναοί με τοιχογραφίες

 
Άγιος Ιωάννης Θεολόγος (11ος -12ος αιώνας),  λεπτομέρεια από τοιχογραφία. Εικονίζονται τέσσερις Απόστολοι από την παράσταση της Ανάληψης.
 
 
Άγιος Ιωάννης Θεολόγος
 
            Ο ναός βρίσκεται στην οδό Ερεχθέως.  Για την ιστορία του τίποτα δεν είναι γνωστό, εκτός από την πληροφορία του Κ. Ζησίου ότι κοντά του είχαν στηθεί δύο ολμοβόλα που κατέστρεψαν τον Παρθενώνα το 1687 κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι. Είναι απλός, δικιόνιος, σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με νάρθηκα και οκτάπλευρο τρούλο αθηναϊκού τύπου. Κτίστηκε με πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία εκτός από τη νότιο πλευρά και την αψίδα του διακονικού όπου  χρησιμοποιήθηκε απλή αργολιθοδομή, προφανώς σε δεύτερη φάση. Χρονολογείται στο τέλος του 11ου ή στο 12ο αιώνα, χρονολογία που επιβεβαιώθηκε επειδή στις εργασίες στερεώσεως του ναού βρέθηκε χάλκινο νόμισμα εκ των ανωνύμων  Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) κοντά στους στρωτήρες της αρχικής κεράμωσης της στέγης.
               Στο εσωτερικό κάτω από μεταγενέστερα επιχρίσματα αποκαλύφθηκαν τοιχογραφίες, γεγονός σημαντικό, δεδομένου ότι ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωγραφική των  αθηναϊκών ναών. Στον τρούλο εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτωρ, στην καμάρα του ιερού η Ανάληψη κα στο Β και Ν τοίχο της τα δύο ημιχώρια των παρισταμένων μαθητών. Στον βόρειο τοίχο του νάρθηκα άγιος διάκονος. Στην πρόθεση εικονίζεται σε καλή κατάσταση έφιππος στρατιωτικός άγιος και οι κεφαλές των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
           Τα τεχνοτροπικά στοιχεία των τοιχογραφιών αυτών τις εντάσσουν σε σειρά μνημείων  που ανήκουν σε τοπική αθηναϊκή σχολή 13ου αιώνα (Ωρωπός, Έυβοια, Σπηλιά Πεντέλης κ.ά.) και συνηγορούν στη χρονολόγησή τους στο ά μισό του 13ου αιώνα.

 
 
Αγία Μαρίνα Θησείου
             Στο λόφο του Αστεροσκοπείου βρίσκεται ο σύγχρονος ναός της Αγίας Μαρίνας, στη ΝΔ γωνία του οποίου, λαξευμένος στο βράχο, υπάρχει ο αρχικός ναΐσκος της αγίας με εξέχοντα μεταγενέστερο τρούλο. Ο Ι. Τραυλός υποθέτει ότι στη θέση του  υπήρχε αρχαία δεξαμενή νερού. Στο εσωτερικό παχιά επιχρίσματα κάλυπταν  το βράχο, όμως από φθαρμένα σημεία διαπιστώθηκε ύπαρξη τοιχογραφιών. Χάρη στη συντήρησή τους  διασώθηκαν στο Νότιο τοίχο κα μέχρι το μέσο της αψίδας του ιερού. Στο κέντρο εικονίζεται η Πλατυτέρα ένθρονη με το Χριστό πολύ κατεστραμμένη. Αντίθετα, σε πολύ καλή κατάσταση, διατηρείται ο σεβίζων αρχάγγελος  δεξιά και στο Νότιο τοίχο  σώζεται η ωραία μορφή του αγίου Βασιλείου. Από τα τεχνοτροπικά στοιχεία των παραστάσεων συμπεραίνεται ότι  πρέπει να ανήκουν στον 13ο αιώνα. Επίσης στο νότιο τοίχο του κυρίως σπηλαιώδους ναού αποκαλύφθηκαν έξι επάλληλα στρώματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται από το 13ο έως και το 18ο αιώνα.
 
 
 
 
Ναοί με προσθήκες

 
 
Αγία Αικατερίνη
 
              Βρίσκεται στην Πλάκα κοντά στον μνημείο του Λυσικράτους. Αρχικά ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Θεόδωρο, κατά την Τουρκοκρατία όμως παραχωρήθηκε στη Μονή Σινά και μετονομάστηκε Αγία Αικατερίνη.
              Ανήκει στο σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο και χρονολογείται στο β΄  τέταρτο του 11ου αιώνα. Σε μεταγενέστερες επισκευές ο ναός ενσωματώθηκε  από Δυτικά, Βόρεια και Νότια με προσθήκη, διατηρώντας όμως όλα τα στοιχεία με τις αναγκαίες μόνο επεμβάσεις και διανοίξεις τοίχων ώστε να γίνει λειτουργικός.
             Εξωτερικά σώζονται οι τρεις ημικυκλικές αψίδες του ιερού, κτισμένες με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, όπως και η σταυρόσχημη στέγαση του κεντρικού τμήματος του ναού.
Σωτήρας του Κωττάκη:  Βρίσκεται στην οδό Κυδαθηναίων. Ανήκει στον σύνθετο τετρακιόνιο εγγεγραμμένο τύπο και χρονολογείται στο α΄μισό του 11ου αιώνα. Το 1847 χρησίμευσε προσωρινά ως εκκλησία των Ρώσων. Από το 1908 άρχισαν εργασίες με τις οποίες περικλείστηκε κατά τη Δυτική, Νότια και Βόρεια πλευρά του με νεώτερα κτίσματα. Εξωτερικά έχει διατηρηθεί στην αρχική της μορφή η Ανατολική πλευρά με τις τρεις ημικυκλικές αψίδες του ιερού, κτισμένες  όμοια  με της Αγίας Αικατερίνης και ο αθηναϊκού τύπου τρούλος.            

 
 
 
Άγιος Νικόλαος Ραγκαβάς
 
             Βρίσκεται στη οδό Στράβωνος, στου βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Είναι απλός τετρακιόνιος, σταυροειδής, εγγεγραμμένος ναός, χρονολογούμενος στο α΄μισό του 11ου αιώνα. Στη Β. πλευρά  του έχει  προστεθεί μεταγενέστερα το παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής. Σε μεταγενέστερες επίσης επεμβάσεις οφείλεται η προέκταση του προς Δυτικά και η παραμόρφωση  των αψίδων του ιερού, που περικλείστηκαν σε χονδροειδή αντηρίδα. Ο τρούλος έχει καλυφθεί εξωτερικά με παχύ κονίαμα και φύλλα μολύβδου. Με εργασίες που έγιναν το 1979-1980, αν και δεν βρήκε ο ναός την αρχική του μορφή, τουλάχιστον αποκαλύφθηκαν και αποκαταστάθηκαν όσα από τα τμήματά του ήταν δυνατό, όπως π.χ. ο τρούλος και οι στέγες και διενεργήθηκαν σημαντικές εργασίες συντήρησης στη βόρεια πλευρά του μνημείου.                                             
                                                                                                                                                                                                                
 


Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Ὁ Χριστός "ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ".

 
 
            Τοιχογραφία Μανουήλ Πανσελήνου στό ναό τοῦ Πρωτάτου (τέλος 13ου αἰ.)
Χριστός "ν τέρ μορφ".
 
 
 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ


        Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆ» εἶναι τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσελήνου (τέλος τοῦ 13ου αἰ) στήν κόγχη τῆς Προθέσεως τοῦ ἁγίου Βήματος, τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Πρωτάτου, «τῆς μητέρας ὅλων τῶν ἁγιορειτικῶν ἐκκλησιῶν», στίς Καρυές, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τό κεφάλι τοῦ Κυρίου περιβάλλε...ι, μεγάλος φωτοστέφανος ποὺ ἔχει σχῆμα σταυροῦ. Εἶναι μιὰ εἰκόνα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες εἰκόνες τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας ποὺ γνωρίζουμε. Πράγματι εἶναι ὁ Κύριος «μέ μιὰ ἄλλη μορφή». Ἡ εἰκόνα παρά τά σημάδια τῆς φθορᾶς εἶναι ἐντυπωσιακή. Ὁ Κύριος παρουσιάζεται μέ πλατύ πρόσωπο, πλούσια περιποιημένα μαλλιά καί μέ ἰδιαίτερα διαπεραστικό βλέμμα, ποὺ μᾶλλον ἐλέγχει τούς δύο μαθητές ποὺ πήγαιναν στούς Ἐμμαούς καί ποὺ ἡ καρδιά τους ἀργοῦσε νά πιστέψει στίς προφητεῖες καί τά μάτια τους ἐμποδίζονταν νά γνωρίσουν τόν Ἰησοῦ. Ὁ Πανσέληνος φωτίζει τό πρόσωπο μέ τό ἔντονο κόκκινο χρῶμα ποὺ ἐξαϋλώνει καί μεταμορφώνει τή μορφή.

          Τό βλέμμα εἶναι ὅπως γράφει ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς «βαθύ, μ’ ἕνα βάθος ποὺ δέν μετριέται, οὐράνιο, ὑπερκόσμιο, ἀλλά ἀδιανόητα ζωντανό καί παρόν στήν καρδιά τῆς ζωῆς, μᾶς στηλώνει ἀπό μακριά μ’ ἕνα τρόπο ποὺ δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά τοῦ ἀντισταθεῖ οὔτε νά τόν ἐξηγήσει καί μᾶς μένει, πιστεύω, ἀλησμόνητο γιά πάντα».

        Πηγή ἐμπνεύσεως τῆς εἰκόνας ἀποτελοῦν οἱ ἀφηγήσεις γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάστασή του. Οἱ εὐαγγελιστές Μάρκος καί Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρουν περιστατικά ποὺ ὁ Κύριος ἐμφανίζεται σέ πρόσωπα ὄχι μέ τή γνωστή του μορφή ἀλλά μέ ἄλλη, «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».

        Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει τό γεγονός ποὺ συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου σέ δύο μαθητές ποὺ ἀνῆκαν στό εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνουν στούς Ἐμμαούς, ἕνα χωριό ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα, «σταδίους ἑξήκοντα», ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Μᾶλλον ἐπιστρέφουν στά σπίτια τους. Λυπημένοι, κατσούφηδες, ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι. Γιά νά καταπραΰνουν τή μεγάλη τους λύπη ζωντανεύουν στή μνήμη τους τά γεγονότα καί συζητοῦν γιά ὅλα τά συμβάντα. Συζητοῦν γιά τόν Κύριο, γιά τό σταυρικό του θάνατο, γιά τίς πληροφορίες μερικῶν γυναικῶν τοῦ κύκλου τους ποὺ πῆγαν στό τάφο καί δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀλλά εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων ποὺ τούς μίλησαν γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τήν ἐπιβεβαίωση αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἀπό τούς δικούς μας, τόν Πέτρο καί Ἰωάννη. Αὐτοί ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν τήν εἶχαν πιστέψει. Τή δυσπιστία, ἀπορία, ἀμηχανία καί ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν καταγράφει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (P.G. 123,1113). Τήν δικαιολογεῖ «διά τό τῆς ἀναστάσεως ἐξαίσιον», λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ξέχασαν τά λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: « μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ». Τούς ἀπελπισμένους μαθητές κάποιος τούς πλησιάζει. Τόν κοιτάζουν. Ἕνας ἄγνωστος. Ἦταν ὁ Ἀναστημένος Κύριος. Τά μάτια τους «ἐκρατοῦντο», ἦταν κρατημένα, κάτι τά ἐμπόδιζε γιά νά μήν τόν γνωρίσουν (Λουκ. 24,16). Αὐτό τό θέλησε ὁ Κύριος. Δέν τόν κατάλαβαν γιατί ἐμφανίστηκε μέ ἄλλη μορφή καί ἄλλα χαρακτηριστικά. Τό σῶμα του δέν ὑπάκουε πλέον στούς φυσικούς νόμους ἀλλά στούς πνευματικούς. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦσαν οἱ δύο μαθητές νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος συμπληρώνει τόν Λουκᾶ γράφοντας: «Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ διαφορετική μορφή σέ δύο ἀπ’ αὐτούς, καθώς περιπατοῦσαν καί πήγαιναν ἔξω στά χωράφια» (Μάρκ. 16,12).

       Ὁ Κύριος μέ αὐτό τό μεταμορφωμένο Σῶμα Του συνταξιδεύει μέ τούς δύο μαθητές στούς Ἐμμαούς. Συζητᾶ μαζί τους καί τούς λέει ὅτι πρέπει νά πιστεύουν ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδία τους, καθώς μιλοῦσε ὁ Κύριος, ἦταν «καιομένη». Ἔνιωθαν μιὰ ἐσωτερική θέρμη. Ἦταν «σφύζουσα, παλλομένη». Χτυποῦσε καθώς ἄκουαν τόν ἄγνωστο νά τούς ἑρμηνεύει τίς Γραφές. Τά λόγια τοῦ Κυρίου ἦταν φλογερά καί θέρμαιναν τίς καρδιές πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος λέει ὅτι αὐτό τό «πῦρ» εἶναι θεῖο καί ἄϋλο, φωτίζει τίς ψυχές, τίς δοκιμάζει καί κατακαίει τήν κακία.

      Ὁ Κύριος δέχθηκε μετά τήν παράκλησή τους νά καθίσει στό τραπέζι τοῦ βραδινοῦ φαγητοῦ. Τήν ὥρα ὅμως ποὺ ὁ Κύριος εὐλόγησε τόν ἄρτο, τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί Τόν ἀναγνώρισαν. Ὅ Κύριος ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε ἄφαντος.

     Οἱ δύο μαθητές ἄφησαν τό φαγητό καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά μεταφέρουν τά ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς. Ἐκεῖ βρῆκαν μαζεμένους τοὺς ἕντεκα μαθητές καί ἄλλους νά συζητοῦν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τήν ἐμφάνισή του στόν ἀπ. Πέτρο. Ἀφηγήθηκαν δέ ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς κατά τήν πορεία πρός Ἐμμαούς καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχισε τό ψωμί (Λουκ. 24, 33-35).

     Ποιοί ἦσαν οἱ δύο μαθητές, ποὺ πήγαιναν στούς Ἐμμαούς τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως; Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται τό γεγονός, ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ ἑνός, ποὺ ὀνομαζόταν Κλεόπας. Τό ὄνομα τοῦ ἄλλου τό ἀποσιωπᾶ. Μερικοί λόγῳ τῆς σιωπῆς αὐτῆς νόμισαν, ὅτι ὁ ἄλλος μαθητής ἦταν ὁ Λουκᾶς. Ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής δέν ἀναφέρει ὅτι ἦταν αὐτός.

      Μερικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς θεωροῦν τόν Λουκᾶ ὡς ἕνα ἀπό τούς δύο μαθητές, τό ὄνομά του δέ ἀναφέρεται στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό 5ο Ἐξαποστειλάριο, ποὺ σχολιάζει θεολογικά τό ἀντίστοιχο ἑωθινό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί στό Δοξαστικό Ἑωθινό του πλ. α΄ ἤχου ἀναφέρεται ὅτι ὁ δεύτερος μαθητής ἦταν ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἄλλοι ὅμως ὅπως γράφει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου «ὑποστήριξαν μέ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ Ναθαναήλ ὁ Κανανίτης, ἄλλοι ὁ Σίμωνας ( Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) καί ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιό πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς…κι ἀπό συστολή ἀπέκρυψε τό ὄνομά του».


Η άγνωστη πολιορκία της Πόλης από το Λέοντα Τορνίκιο --1047--

               

Η άγνωστη πολιορκία της Πόλης από το Λέοντα Τορνίκιο --1047--
 
 
 
 
       του Θάνου Δασκαλοθανάση

              Οι λαϊκές εξεγέρσεις και οι στάσεις στρατηγών δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στο Βυζάντιο. Ο αυτοκράτορας μπορεί να ήταν ο απόλυτος άρχοντας, αλλά ως αντιπρόσωπος του Θεού στη γη, η εξουσία του έπρεπε να εναρμονίζεται με τους χριστιανικούς νόμους αλλά και με τη κληροδοτημένη ρωμαϊκή παράδοση που έδινε χώρο και σε άλλους φορείς να ασκούν ορισμένες θεσμικές δραστηριότητες.
               Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές συγκρούσεις, οι διαμαρτυρίες και η λαϊκή δυσαρέσκεια από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα, εκδηλώνονταν στον Ιππόδρομο με κύριους πρωταγωνιστές τους Δήμους.
                 Αργότερα, από τον 11 αιώνα και μετά, η αποσταθεροποίηση της αυτοκρατορίας εξαιτίας της κακοδιαχείρισης και της ανικανότητας της αυτοκρατορικής διοίκησης, της τουρκικής διείσδυσης αλλά και της ισχυροποίησης των αριστοκρατών, έφερε στο προσκήνιο στάσεις και εξεγέρσεις με έπικεφαλής έναν αριστοκράτη ή στρατηγό που διεκδικούσαν αυτονομία ή ακόμα και την ίδια την εξουσία. Μια τέτοια στάση εκδηλώθηκε το Σεπτέμβρη του 1047 εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) από τον Λέoντα Τορνίκιο, γόνο αριστοκρατκής οικογένειας, που η στάση του έχει καταγραφεί σαν πολιορκία της ίδιας της Πόλης, μετά από εμφύλιο πόλεμο.
             Η οικογένεια των Τορνικίω ήταν αρμενικής καταγωγής και αποτελούσε κλάδο του αρμενικού αριστοκρατικού οίκου του Ταρόν. Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι ένας κλάδος της είχε γεωργιανή καταγωγή. Ιδρυτής της θεωρείται ένας απόγονος της αρμενικής πριγκιπικής οικογένειας των Ταρονιτών. Το όνομα Τορνίκ, που είναι υποκοριστικό της αρμενικής λέξης τορν (t‘orn) και σημαίνει εγγονός, οι Βυζαντινοί το απέδωσαν Τορνίκιος ή Τορνίκης.
              Από τα μέσα του 10ου αιώνα μέλη της οικογένειας άρχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της αυτοκρατορίας, ενώ από τα τέλη του αιώνα αυτού καθώς και στη διάρκεια του 11ου αιώνα εμφανίζονται να κατέχουν υψηλά στρατιωτικά αξιώματα και να πρωταγωνιστούν σε σημαντικά στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα. Από το 12ο αιώνα και κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο οι Τορνίκιοι κατείχαν κατά κύριο λόγο πολιτικά αξιώματα, ενώ το 13ο αιώνα η οικογένεια απέκτησε ιδιαίτερο ρόλο, λόγω των επιγαμιών με μέλη άλλων σημαντικών αριστοκρατικών οικογενειών, κατά κύριο λόγο των Παλαιολόγων.
             Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της οικογένειας τον 11ο αιώνα είναι ο Λέων Τορνίκιος, ο οποίος καταγόταν από την Αδριανούπολη, ήταν ανιψιός του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) και διεκδίκησε ακόμη και το θρόνο της αυτοκρατορίας. Για τη σταδιοδρομία του έχουμε λιγοστές και συγκεχυμένες πληροφορίες. Είναι βέβαιο ότι διακρίθηκε σε υψηλόβαθμα στρατιωτικά αξιώματα, ενώ τιμήθηκε και με τον ανώτερο τίτλο του πατρικίου. Σύμφωνα με το Βυζαντινό ιστορικό Μιχαήλ Ατταλειάτη, πριν από τη στάση του εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου διατέλεσε στρατηγός της Μελιτηνής. Σύμφωνα με το λόγιο Μιχαήλ Ψελλό όμως, ο οποίος περιγράφει το Λέοντα ως ένα δυνατό, υπερήφανο και φιλόδοξο άνδρα, υπήρξε κυβερνήτης της Ιβηρίας.Επίσης έχει διατυπωθεί η άποψη ότι διατέλεσε δομέστικος των σχολών της Δύσεως.
             Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, υποστηρικτές του στη γενέτειρά του Μακεδονία, προέβησαν σε οργανωμένη στάση εναντίον του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου. Το Σεπτέμβριο του 1047, στην περιοχή της Αδριανούπολης, ο Τορνίκιος συγκέντρωσε τους υποστηρικτές του και μια σειρά από δυσαρεστημένους στρατηγούς και τους έθεσε σε εξέγερση κατά της κακοδιοίκησης του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, βάδισε εναντίον της πρωτεύουσας με τις δυνάμεις του και δημιουργήσε στρατόπεδο απέναντι από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όντας έτοιμος για να την πολιορκήσει. Η Πόλη βρισκόταν σε εμφύλιο πολεμο…
            Ένα ένοπλο απόσπασμα που επιδίωξε να διαλύσει τους στασιαστές νικήθηκε εύκολα και συνελήφθη από τους εξεγερμένους. Αυτό το γεγονός σκόρπισε πανικό στους υπερασπιστές της πρωτεύουσας, οι οποίοι εγκατέλειψαν στιγμιαία τις θέσεις στα τείχη και στις πύλες. Ο Λέων Τορνίκιος όμως, δίστασε και έχασε την ευκαιρία να καταλάβει την πόλη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη και να οργανώσει και πάλι την άμυνα, αναμένοντας την άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων. Η πολιορκία διήρκεσε 4 ημέρες, από τις 25 Σεπτεμβρίου έως 28 Σεπτεμβρίου. Δύο επιθέσεις των ανδρών του Τορνίκιου εναντίον των τειχών της Πόλης, δεν είχαν αποτέλεσμα. Μετά την αποτυχία των επιθέσεων του, ο Τορνίκιος αναγκάστηκε να αποσυρθεί, ενώ οι οπαδοί του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.
               Ο Λέων Τορνίκιος τιμωρήθηκε με τύφλωση τα Χριστούγεννα του 1047 στην Κωνσταντινούπολη και πιθανόν λίγο αργότερα πέθανε.