ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΩ
ιστορίες από το Βυζάντιο
Αμέσως μετά το γάμο του με την Eυδοκία, ο Διγενής Ακρίτας αποφάσισε να κινηθεί γρήγορα με τα παλικάρια του και να χτυπήσει Σαρακηνούς και απελάτες. Τους Σαρακηνούς, γατί είχαν ξεσηκωθεί τότε στη Συρία και απειλούσαν την Αυτοκρατορία. Τους απελάτες γιατί, ενώ ήταν Βυζαντινοί Χριστιανοί, είχαν γίνει ληστές και καταλήστευαν, τρομοκρατούσαν και σκότωναν τους ίδιους τους συμπατριώτες και ομόθρησκους τους. Με τους απελάτες συνεργαζόταν και η περίφημη
αμαζόνα Μαξιμώ.
Πριν ακόμη ξεκινήσει ο Διγενής για τους νέους πολέμους του, ήταν στο σπίτι και συζητούσε με την γυναίκα του. Ξαφνικά ακούστηκε σάλπισμα πέρα απ΄ τις βίγλες. Ο Διγενής σηκώθηκε ανήσυχος.
-Φεύγω, καλή μου, είπε. Αυτό το κάλεσμα είναι για μένα. Αν λείψω πολύ, θα σου στείλω μαντάτορα. Την αποχαιρέτησε κι έσβυσε σα ίσκιος μέσα στον απέραντο κάμπο.
ιστορίες από το Βυζάντιο
Διγενής και Μαξιμώ Έργο Δ. Σκουρτέλη. |
Αμέσως μετά το γάμο του με την Eυδοκία, ο Διγενής Ακρίτας αποφάσισε να κινηθεί γρήγορα με τα παλικάρια του και να χτυπήσει Σαρακηνούς και απελάτες. Τους Σαρακηνούς, γατί είχαν ξεσηκωθεί τότε στη Συρία και απειλούσαν την Αυτοκρατορία. Τους απελάτες γιατί, ενώ ήταν Βυζαντινοί Χριστιανοί, είχαν γίνει ληστές και καταλήστευαν, τρομοκρατούσαν και σκότωναν τους ίδιους τους συμπατριώτες και ομόθρησκους τους. Με τους απελάτες συνεργαζόταν και η περίφημη
αμαζόνα Μαξιμώ.
Πριν ακόμη ξεκινήσει ο Διγενής για τους νέους πολέμους του, ήταν στο σπίτι και συζητούσε με την γυναίκα του. Ξαφνικά ακούστηκε σάλπισμα πέρα απ΄ τις βίγλες. Ο Διγενής σηκώθηκε ανήσυχος.
-Φεύγω, καλή μου, είπε. Αυτό το κάλεσμα είναι για μένα. Αν λείψω πολύ, θα σου στείλω μαντάτορα. Την αποχαιρέτησε κι έσβυσε σα ίσκιος μέσα στον απέραντο κάμπο.
Πρώτος τον δέχτηκε από τη βίγλη ο Μαυριαλής, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του.
-Ήρθε μήνυμα από την Πρωτομαζόνα, τη Μαξιμώ. Πριν πας, λέει, για πόλεμο, να κρατήσεις το λόγο σου για το αναμέτρημα που έχετε συμφωνήσει. Σε μια ώρα θα φτάσει και να την προσμένεις με κοντάρι και σπαθί.
- Παράξενη ώρα διάλεξε για παιχνίδια η κόρη του Λύκου.
-Δεν είναι παιχνίδι, αρχηγέ. Για ζωή ή για θάνατο θα παλέψετε.
-Αυτό θα το δούμε, αποκρίθηκε με θυμό ο Διγενής.
Την ίδια στιγμή όμως στάθηκε σκεπτικός κι ένα φως τον πλημμύρησε: « Μπορεί να είναι θέλημα Θεού να αποκτήσει έναν ακόμη άξιο πολεμιστή ο ιερός σκοπός μας», διαλογίστηκε. Και είπε στο Μαυριαλή:
-Καλώς να έρθει. Και όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
Την είδε να φτάνει πέρα απ το ποτάμι. Φτερνίζει το μαύρο του και της κράζει:
-Μην το περνάς, Μαξιμώ, το ποτάμι. Έρχομαι εγώ κατά σένα…
Και με μια δρασκελιά βρέθηκε στην άλλη όχθη. Άσπρο, χιονόλευκο ήταν τ’ άλογο της. Κι η Μαξιμώ, με το ψιλομελάχρινο πρόσωπο, με την ασημένια αρματωσιά και το χρυσογάλαζο κοντάρι στο χέρι, ήταν σα άγγελος με ρομφαία, που χύθηκε απ’ τα ουράνια. Με πορφύρα βασιλική ήταν σκεπασμένος κι ο Διγενής πάνω στο θώρακα τον αλυσωτό. Ελαφρό ήταν το κοντάρι του και στη μέση είχε σπαθί κοφτερό με ολοστόλιστη θήκη.
Αναμετρήθηκαν μια στιγμή με μάτια που φανέρωναν θαυμασμό!
-Καλώς όρισες, Διγενή, αντρειωμένε της γης.
Φιλικά χαιρετίστηκαν η Πρωτομαζόνα και ο Πρωτακρίτης και ύστερα ξεμάκρυναν, για να τρέξουν ο ένας καταπάνω στον άλλο.
-Το καταδέχομαι, Μαξιμώ, να παλέψω μαζί σου, γιατί η παλικαριά κάνει ίσους γυναίκες κι άντρες, της είχε πει στην τελευταία συνάντηση τους. Μα τώρα εκείνη θα του έδειχνε πως είναι ανώτερη. Σαν την θύελλα πέρασε δίπλα του και τον χτύπησε δυνατά. Ο Διγενής, μ’ ένα λύγισμα τεχνικό, ξέφυγε το χτύπημα, που το δέχτηκε το κοντάρι.
Ορμάει τώρα κι αυτός. Στο προσπέρασμα τους χτυπιούνται,βροντολογούν τα κοντάρια, βρυχιούνται και χλιμιντρίζουν τα’ άτια. Ώρα πολλή κράτησε το αναμέτρημα δίχως αποτέλεσμα. Αλλά σε μια στιγμή ο Ακρίτας κατάφερε και τσάκισε το κοντάρι της Μαξιμώς.
Άπλωσε κείνη το χέρι της στο σπαθί. Μα δεν πρόφτασε ούτε να το σταυρώσει με τον ασύγκριτο ξιφομάχο, που είχε τραβήξει το δικό του. και με μια σπαθιά γερή κι επιδέξια, της το πέταξε πέρα. Σίγησε με μιας η κλαγγή των αρμάτων κι η Πρωτομαζόνα γονάτισε προς τα πόδια του νικητή…
-Με νίκησες, Πρωτακρίτη. Πάρε με σκλάβα σου!
Ο Διγενής, στο μεταξύ είχε σηκώσει από χάμω το ξίφος της Μαξιμώς, άπλωσε τώρα το χέρι του και στην ίδια.
-Σπαθί, που δεν έχει κομματιαστεί, δε λέγεται νικημένο,της είπε. Πάρε το σπαθί σου, κι αν θέλεις μπορούμε να συνεχίσουμε το αναμέτρημα.
-Δεν ζητάω μεγαλοψυχίες, Ακρίτα. Ξέρω να νικώ, μα και να νικιέμαι, σαν άντρας. Νίκησες. Όσο για το σπαθί μου τα’ ατσάκιστο, που μου δίνεις πίσω κράτησε το για τρόπαιο. Τώρα είμαι γυναίκα σαν όλες, ξέρεις τον όρκο μου.
-Κάτι έχω ακούσει, είπε ο Διγενής με δισταγμό.
-Είπα και ορκίστηκα πως θα παντρευτώ μόνο τον πιο άξιο από μένα. Μια γυναίκα πρέπει να σέβεται τον αφέντη και σύντροφό της. Μα πώς να σέβεται έναν κατώτερο; Λοιπόν, Διγενή, δέξου με γυναίκα για σκλάβα σου.
Γονάτισε πάλι κι έκανε να φιλήσει την άκρη του χιτώνα του. Ο ήρωας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Πώς να προσβάλει τέτοια λεβέντισσα;
Τέλος της είπε, προτείνοντας της το χέρι του ευγενικά:
-Δεν είμαι Σαρακηνούς για να παίρνω σκλάβες. Είσαι τόσο άξια και τόσο περήφανη, που κυρά μου θα σε έκανα. Αλλά δεν είμαι ελεύθερος.Μα δεν τ΄ άκουσες; Έχω παντρευκτεί την κόρη του Δούκα της Λυκανδού, τη Λιογέννητη.
Η Αμαζόνα σε κείνο το λόγο πετάχτηκε ορθή με τη όψη ανάστατη.
-Και σ΄ αυτό λοιπόν νικημένη, Ακρίτα, είπε περήφανη. Να κάτι που δεν το σκέφτηκα, όταν έδινα κείνο το μεγάλο όρκο. Είπες Λιογέννητη, κείνη που λέει ο λάος <<Ρόδο της Καισαρείας;
-Τ' όνομά της είναι Ευδοκία, μα γω τη φωνάζω Λιογέννητη...
-Και θα της αξίζει τ΄όνομα. Καλορίζικοι τότες.
Είδε την πίκρα της ο Ακρίτας και σίμωσε κοντά της.
-Άκου Μαξιμώ. Είσαι το πρώτο σπαθί της Ασίας..
-Ήμουν προτού με νικήσεις, απάντησε πικραμένη και ταπεινωμένη…
-Μην το παίρνεις κατάκαρδα. Η τύχη χαρίζει τη νίκη πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Στη μάχη θα δείξουμε ποιος αξίζει το τρόπαιο. Θέλεις να γίνουμε σύμμαχοι στο σπαθί και στο κοντάρι;; Έχω πικρά μαντάτα από τη Συρία. Ο Αλή Χανδάς ερημώνει τα σύνορα, και τις πόλεις και τα χωριά. Τα χαράματα θα κινήσω με τους ακρίτες μου κάτω από το λάβαρο του Σταυρού. Θέλεις να ρθεις μαζί μου, πρωτοσπαθάρισσα, με την τιμητική φρουρά μου;; Είσαι κι εσύ Ελληνίδα Βυζαντινή, τι ζητάς με τους απελάτες, που συμμάχησαν με τους άπιστους;
Η Πρωτομαζόνα κολακευμένη απάντησε θαρρετά:
-Άκουσε και μένα, Διγενή. Μ’ έχεις κερδίσει με το μέρος σου από μια μέρα, που μίλησες στο Φιλοπάππου (ένας από τους αρχηγούς των απελατών) για τον ιερό σου αγώνα. Αν αλήθεια πιστεύεις πως τούτο το χέρι αξίζει ακόμα, δώσε του το σπαθί που του πήρες. Θα το θυμάμαι πάντα πως είναι δώρο δικό σου. Και θα σταθώ στον αγώνα σου, όπου με τάξεις.
Ο Διγενής χάρηκε σαν να κέρδισε την πιο δύσκολη νίκη.
-Με κάνεις ευτυχισμένο, λεβέντισσα Μαξιμώ. Οι ακρίτες μου θα σε δεχτούν με ξεχωριστή περηφάνια. Κι εγώ από σήμερα σε θεωρώ τον πιο άξιο και τον πιο πολύτιμο φίλο μου….
Ή Μαξιμώ συγκινήθηκε βαθιά από τα φιλικά λόγια και τα παινέματα του Διγενή. Και πιο πολύ ακόμα για την τιμητική πρόταση του να πολεμήσουν μαζί τους άπιστους σαν ισάξια σύμμαχος και φίλη.
-Ευχαριστώ, Διγενή, του είπε κοκκινίζοντας από ευτυχία. Αχάραγα θα με βρεις με τους καστρομάχους και τις πενήντα συντρόφισσες μου, τις Αμαζόνες, να σε
προσμένουμε στην Καισάρεια…
από το βιβλίο <<Ιστορίες από το Βυζάντιο>> της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη
-Ήρθε μήνυμα από την Πρωτομαζόνα, τη Μαξιμώ. Πριν πας, λέει, για πόλεμο, να κρατήσεις το λόγο σου για το αναμέτρημα που έχετε συμφωνήσει. Σε μια ώρα θα φτάσει και να την προσμένεις με κοντάρι και σπαθί.
- Παράξενη ώρα διάλεξε για παιχνίδια η κόρη του Λύκου.
-Δεν είναι παιχνίδι, αρχηγέ. Για ζωή ή για θάνατο θα παλέψετε.
-Αυτό θα το δούμε, αποκρίθηκε με θυμό ο Διγενής.
Την ίδια στιγμή όμως στάθηκε σκεπτικός κι ένα φως τον πλημμύρησε: « Μπορεί να είναι θέλημα Θεού να αποκτήσει έναν ακόμη άξιο πολεμιστή ο ιερός σκοπός μας», διαλογίστηκε. Και είπε στο Μαυριαλή:
-Καλώς να έρθει. Και όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
Την είδε να φτάνει πέρα απ το ποτάμι. Φτερνίζει το μαύρο του και της κράζει:
-Μην το περνάς, Μαξιμώ, το ποτάμι. Έρχομαι εγώ κατά σένα…
Και με μια δρασκελιά βρέθηκε στην άλλη όχθη. Άσπρο, χιονόλευκο ήταν τ’ άλογο της. Κι η Μαξιμώ, με το ψιλομελάχρινο πρόσωπο, με την ασημένια αρματωσιά και το χρυσογάλαζο κοντάρι στο χέρι, ήταν σα άγγελος με ρομφαία, που χύθηκε απ’ τα ουράνια. Με πορφύρα βασιλική ήταν σκεπασμένος κι ο Διγενής πάνω στο θώρακα τον αλυσωτό. Ελαφρό ήταν το κοντάρι του και στη μέση είχε σπαθί κοφτερό με ολοστόλιστη θήκη.
Αναμετρήθηκαν μια στιγμή με μάτια που φανέρωναν θαυμασμό!
-Καλώς όρισες, Διγενή, αντρειωμένε της γης.
Φιλικά χαιρετίστηκαν η Πρωτομαζόνα και ο Πρωτακρίτης και ύστερα ξεμάκρυναν, για να τρέξουν ο ένας καταπάνω στον άλλο.
-Το καταδέχομαι, Μαξιμώ, να παλέψω μαζί σου, γιατί η παλικαριά κάνει ίσους γυναίκες κι άντρες, της είχε πει στην τελευταία συνάντηση τους. Μα τώρα εκείνη θα του έδειχνε πως είναι ανώτερη. Σαν την θύελλα πέρασε δίπλα του και τον χτύπησε δυνατά. Ο Διγενής, μ’ ένα λύγισμα τεχνικό, ξέφυγε το χτύπημα, που το δέχτηκε το κοντάρι.
Ορμάει τώρα κι αυτός. Στο προσπέρασμα τους χτυπιούνται,βροντολογούν τα κοντάρια, βρυχιούνται και χλιμιντρίζουν τα’ άτια. Ώρα πολλή κράτησε το αναμέτρημα δίχως αποτέλεσμα. Αλλά σε μια στιγμή ο Ακρίτας κατάφερε και τσάκισε το κοντάρι της Μαξιμώς.
Άπλωσε κείνη το χέρι της στο σπαθί. Μα δεν πρόφτασε ούτε να το σταυρώσει με τον ασύγκριτο ξιφομάχο, που είχε τραβήξει το δικό του. και με μια σπαθιά γερή κι επιδέξια, της το πέταξε πέρα. Σίγησε με μιας η κλαγγή των αρμάτων κι η Πρωτομαζόνα γονάτισε προς τα πόδια του νικητή…
-Με νίκησες, Πρωτακρίτη. Πάρε με σκλάβα σου!
Ο Διγενής, στο μεταξύ είχε σηκώσει από χάμω το ξίφος της Μαξιμώς, άπλωσε τώρα το χέρι του και στην ίδια.
-Σπαθί, που δεν έχει κομματιαστεί, δε λέγεται νικημένο,της είπε. Πάρε το σπαθί σου, κι αν θέλεις μπορούμε να συνεχίσουμε το αναμέτρημα.
-Δεν ζητάω μεγαλοψυχίες, Ακρίτα. Ξέρω να νικώ, μα και να νικιέμαι, σαν άντρας. Νίκησες. Όσο για το σπαθί μου τα’ ατσάκιστο, που μου δίνεις πίσω κράτησε το για τρόπαιο. Τώρα είμαι γυναίκα σαν όλες, ξέρεις τον όρκο μου.
-Κάτι έχω ακούσει, είπε ο Διγενής με δισταγμό.
-Είπα και ορκίστηκα πως θα παντρευτώ μόνο τον πιο άξιο από μένα. Μια γυναίκα πρέπει να σέβεται τον αφέντη και σύντροφό της. Μα πώς να σέβεται έναν κατώτερο; Λοιπόν, Διγενή, δέξου με γυναίκα για σκλάβα σου.
Γονάτισε πάλι κι έκανε να φιλήσει την άκρη του χιτώνα του. Ο ήρωας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Πώς να προσβάλει τέτοια λεβέντισσα;
Τέλος της είπε, προτείνοντας της το χέρι του ευγενικά:
-Δεν είμαι Σαρακηνούς για να παίρνω σκλάβες. Είσαι τόσο άξια και τόσο περήφανη, που κυρά μου θα σε έκανα. Αλλά δεν είμαι ελεύθερος.Μα δεν τ΄ άκουσες; Έχω παντρευκτεί την κόρη του Δούκα της Λυκανδού, τη Λιογέννητη.
Η Αμαζόνα σε κείνο το λόγο πετάχτηκε ορθή με τη όψη ανάστατη.
-Και σ΄ αυτό λοιπόν νικημένη, Ακρίτα, είπε περήφανη. Να κάτι που δεν το σκέφτηκα, όταν έδινα κείνο το μεγάλο όρκο. Είπες Λιογέννητη, κείνη που λέει ο λάος <<Ρόδο της Καισαρείας;
-Τ' όνομά της είναι Ευδοκία, μα γω τη φωνάζω Λιογέννητη...
-Και θα της αξίζει τ΄όνομα. Καλορίζικοι τότες.
Είδε την πίκρα της ο Ακρίτας και σίμωσε κοντά της.
-Άκου Μαξιμώ. Είσαι το πρώτο σπαθί της Ασίας..
-Ήμουν προτού με νικήσεις, απάντησε πικραμένη και ταπεινωμένη…
-Μην το παίρνεις κατάκαρδα. Η τύχη χαρίζει τη νίκη πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Στη μάχη θα δείξουμε ποιος αξίζει το τρόπαιο. Θέλεις να γίνουμε σύμμαχοι στο σπαθί και στο κοντάρι;; Έχω πικρά μαντάτα από τη Συρία. Ο Αλή Χανδάς ερημώνει τα σύνορα, και τις πόλεις και τα χωριά. Τα χαράματα θα κινήσω με τους ακρίτες μου κάτω από το λάβαρο του Σταυρού. Θέλεις να ρθεις μαζί μου, πρωτοσπαθάρισσα, με την τιμητική φρουρά μου;; Είσαι κι εσύ Ελληνίδα Βυζαντινή, τι ζητάς με τους απελάτες, που συμμάχησαν με τους άπιστους;
Η Πρωτομαζόνα κολακευμένη απάντησε θαρρετά:
-Άκουσε και μένα, Διγενή. Μ’ έχεις κερδίσει με το μέρος σου από μια μέρα, που μίλησες στο Φιλοπάππου (ένας από τους αρχηγούς των απελατών) για τον ιερό σου αγώνα. Αν αλήθεια πιστεύεις πως τούτο το χέρι αξίζει ακόμα, δώσε του το σπαθί που του πήρες. Θα το θυμάμαι πάντα πως είναι δώρο δικό σου. Και θα σταθώ στον αγώνα σου, όπου με τάξεις.
Ο Διγενής χάρηκε σαν να κέρδισε την πιο δύσκολη νίκη.
-Με κάνεις ευτυχισμένο, λεβέντισσα Μαξιμώ. Οι ακρίτες μου θα σε δεχτούν με ξεχωριστή περηφάνια. Κι εγώ από σήμερα σε θεωρώ τον πιο άξιο και τον πιο πολύτιμο φίλο μου….
Ή Μαξιμώ συγκινήθηκε βαθιά από τα φιλικά λόγια και τα παινέματα του Διγενή. Και πιο πολύ ακόμα για την τιμητική πρόταση του να πολεμήσουν μαζί τους άπιστους σαν ισάξια σύμμαχος και φίλη.
-Ευχαριστώ, Διγενή, του είπε κοκκινίζοντας από ευτυχία. Αχάραγα θα με βρεις με τους καστρομάχους και τις πενήντα συντρόφισσες μου, τις Αμαζόνες, να σε
προσμένουμε στην Καισάρεια…
από το βιβλίο <<Ιστορίες από το Βυζάντιο>> της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη
Τί βίπερ Νόρα είναι τούτο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συγγραφέας χρειάζεται επειγόντως εμβόλιο φεμινισμού.
Οι Ελληνίδες τελικά, είναι ηλίθιες. Με την πρώτη ευκαιρία υποτιμούν το φύλο τους τόοοσο πολύ!
Σωστή η Μαξίμου, κατάλαβε έστω κι αργά ότι η πατριαρχια ελευθερώνει!
ΑπάντησηΔιαγραφή