Αλέξιος Κομνηνός : o αγώνας ενάντια στους Πατζινάκες 29 Απριλίου 1091: η Μάχη του Λεβουνίου
Ο τουρκικός κίνδυνος από την Ανατολή και τον Βορρά, με φορείς τους Σeλτζουκίδες και τους Πατζινάκες - Πετσενέγκους, ο οποίος ήταν αρκετά απειλητικός ήδη από την εποχή των προκατόχων του Αλέξιου Κομνηνού, αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του. Η εναντίον των Νορμανδών νίκη και ο θάνατος του Γυισκάρδου, επέτρεψαν στον Αλέξιο να επανακτήσει στη Δύση τις μέχρι την Αδριατική ακτές, όμως, στα άλλα σύνορα, οι επιθέσεις των Τούρκων και των Πατζινάκων υπήρξαν τόσο επιτυχείς που είχαν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή συρρίκνωση των εδαφών της αυτοκρατορίας. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την εποχή εκείνη << o Βoσπορος αποτελούσε το όριο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή και η Αδριανούπολη στη Δύση>>.
Στην Μικρά Ασία, που είχε σχεδόν εξ΄ολοκλήρου καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την Αυτοκρατορία λόγω του ότι είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες – εμίρηδες ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη τους προκαλώντας αναρχία. Ο Αλέξιος όμως, δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, λόγω του ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει από το Βορρά τις επιθέσεις των Πατζινάκων.
Στις διαμάχες τους με το Βυζάντιο οι Πατζινάκες βρήκαν συμμάχους μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας τους Παυλικιανούς που κατοικούσαν στη βαλκανική χερσόνησο. Οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν μια δυαλιστική θρησκευτική αίρεση της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις κυριότερες διακλαδώσεις του Μανιχαισμού, που ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Παύλο Σαμοσατέα για να μεταρρυθμιστεί τον 7ο αιώνα. Οι Παυλικιανοί –Βογόμιλοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους του Βορρά, καλώντας τους Πατζινάκες να πολεμήσουν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Κουμάνοι ενώθηκαν κι αυτοί με τους Πατζινάκες.
Ο αγώνας με τους Πατζινάκες, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόσκαιρα επιτυχής, εξάντλησε όλη τη δύναμη του Βυζαντίου. Κατά τα τέλη της ένατης δεκαετίας (1090) ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστη μια τρομερή ήττα στο Δορύστολο, στον κάτω Δούναβη, κινδυνεύοντας να αιχμαλωτιστεί κι ο ίδιος. Η σύγκρουση όμως που ξέσπασε για τα λάφυρα ανάμεσα στους Πατζινάκες και στους Κουμάνους, εμπόδισε τους πρώτους να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νίκη τους.
Μετά από σύντομη ανάπαυλα, που εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατζινάκες με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατζινάκες, ύστερα από έναν επίμονο αγώνα, έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι την ημέρα της εορτής του μάρτυρα Θεοδώρου, οι πιστοί, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την εκκλησία του μάρτυρα στο προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες των τειχών και να βγουν έξω, γιατί οι Πατζινάκες παραμόνευαν εκεί…
Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη όταν ένας Τούρκος πειρατής, ο Τζαχάς, άρχισε να απειλεί την Πόλη από το νότο. Είχε περάσει τα νιάτα του στην αυλή του Νικηφόρου Βοτανειάτη, αποκτώντας κι έναν βυζαντινό τίτλο και, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος, έφυγε στη Μ. Ασία. Έχοντας κυριαρχήσει με το στόλο του στα παράλια, ο Τζαχάς έθεσε έναν τολμηρό στόχο, να πλήξει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και έπειτα να την αποκλείσει από κάθε ανεφοδιασμό. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του άρχισε επαφές με τους Πατζινάκες στο Βορρά και τους Σελτζούκους στην Ανατολή. Βέβαιος για την επιτυχία του ο Τζαχάς ήδη ονόμαζε τον εαυτό του αυτοκράτορα, φόρεσε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και ετοιμαζόταν να καθίσει στο θρόνο. Τόσο οι Πατζινάκες όσο και οι Σελτζούκοι ήταν Τούρκοι που, χάρη στις στρατιωτικές και πολιτικές τους σχέσεις, αντιλήφτηκαν την εθνολογική τους συγγένεια. Ο Ρώσσος μελετητής Β.Βασιλιέφσκι αναφέρει ότι << στο πρόσωπο του Τζαχά, παρουσιάστηκε ένας εχθρός του Βυζαντίου που συνδύαζε το θάρρος ενός Βάρβαρου με τη λεπτότητα της βυζαντινής αγωγής και την εξαιρετική γνώση όλων των πολιτικών ζητημάτων της Αν. Ευρώπης της εποχής εκείνης, σχεδίαζε να γίνει η ψυχή μιας γενικής κινήσεως των Τούρκων. Ο Τζαχάς θα μπορούσε να θέσει έναν λογικό και συγκεκριμένο σκοπό, καθώς κι ένα σχέδιο στις δίχως νόημα περιπλανήσεις και λεηλασίες των Πατζινάκων>>.
Φαινόταν ότι στα ερείπια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος των Πατζινάκων και των Σλετζουκιδών. <<Η βυζαντινή αυτοκρατορία>> συνεχίζει ο Βασιλιέφσκι, <<πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων>>. Ένας άλλος ιστορικός, ο Θ. Ουσπένσκι, γράφει ότι <<τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανοί πολιορκούσαν την Πόλη.
Αντιλαμβανόμενος τη δεινή θέση της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος Κομνηνός ακολούθησε τη συνήθη βυζαντινή διπλωματική τακτική της κινητοποίησης ενός βαρβάρου κατά του άλλου: έκανε έκκληση στους Χάνους (ηγεμόνες) των Κουμάνων, ζητώντας βοήθεια εναντίον των Πατζινάκων. Οι άγριοι και θηριώδεις Χάνοι των Κουμάνων, Τουργκορχάν και Μπόνιακ εκκλήθηκαν στην Πόλη, όπου έγιναν δεκτοί με τον πιο κολακευτικό τρόπο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ταπεινά, ζήτησε τη βοήθεια των βαρβάρων, οι οποίοι ήταν πολύ υπερήφανοι που επιλέγονταν σε ισότιμη βάση με τον αυτοκράτορα. Οι Χάνοι έδωσαν στον Αλέξιο το λόγο τους και τον τήρησαν.
Στις 29 Απριλίου του 1091 έλαβε χώρα μια αιματηρή μάχη. Οι Πατζινάκες νικήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν ανελέητα. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι μπορούσε κανείς εκείνη την ημέρα να δει αναρίθμητους ανθρώπους να χάνονται μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η μάχη αυτή άφησε τα ίχνη της σε ένα βυζαντινό τραγούδι της εποχής που λέει ότι << διά μίαν ημέρα οι Σκύθαι ( έτσι ονομάζει η Άννα Κομνηνή τους Πατζινάκες) τον Μάιον ούκ είδον>>.
Επεμβαίνοντας με το μέρος του Βυζαντίου οι Κουμάνοι προσέφεραν μια τεράστια υπηρεσία στον χριστιανικό κόσμο.
Ο Αλέξιος επέστρεψε στην Πόλη θριαμβευτής. Μόνο ένα μικρό μέρος των αιχμαλώτων Πατζινάκων επέζησε. Τούτο το απομεινάρι της φοβερής ορδής εγκαταστάθηκε στη Βαλκανική Χερσόνησο, ανατολικά του ποταμού Αξιού και αργότερα εντάχτηκε στο βυζαντινό στρατό, του οποίου αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο τμήμα. Όσοι Πατζινάκες μπόρεσαν να ξεφύγουν πέρα από τα Βαλκάνια, ήταν τόσο εξασθενημένοι, ώστε για πάνω από τριάντα χρόνια δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα εναντίον του Βυζαντίου.
Ο Τζαχάς, που είχε τρομοκρατήσει το Βυζάντιο, δίχως να επιτύχει με το στόλο του την ενίσχυση των Πατζινάκων, έχασε ένα μέρος των κτήσεών του κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του με τις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Κατόπιν ο αυτοκράτορας εξήγειρε εναντίον του τον σουλτάνο της Νίκαιας, ο οποίος και τον σκότωσε ο ίδιος. Έτσι η κρίσιμη κατάσταση του 1091 απέβη υπέρ της αυτοκρατορίας.
Στην Μικρά Ασία, που είχε σχεδόν εξ΄ολοκλήρου καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την Αυτοκρατορία λόγω του ότι είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες – εμίρηδες ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη τους προκαλώντας αναρχία. Ο Αλέξιος όμως, δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, λόγω του ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει από το Βορρά τις επιθέσεις των Πατζινάκων.
Στις διαμάχες τους με το Βυζάντιο οι Πατζινάκες βρήκαν συμμάχους μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας τους Παυλικιανούς που κατοικούσαν στη βαλκανική χερσόνησο. Οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν μια δυαλιστική θρησκευτική αίρεση της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις κυριότερες διακλαδώσεις του Μανιχαισμού, που ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Παύλο Σαμοσατέα για να μεταρρυθμιστεί τον 7ο αιώνα. Οι Παυλικιανοί –Βογόμιλοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους του Βορρά, καλώντας τους Πατζινάκες να πολεμήσουν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Κουμάνοι ενώθηκαν κι αυτοί με τους Πατζινάκες.
Ο αγώνας με τους Πατζινάκες, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόσκαιρα επιτυχής, εξάντλησε όλη τη δύναμη του Βυζαντίου. Κατά τα τέλη της ένατης δεκαετίας (1090) ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστη μια τρομερή ήττα στο Δορύστολο, στον κάτω Δούναβη, κινδυνεύοντας να αιχμαλωτιστεί κι ο ίδιος. Η σύγκρουση όμως που ξέσπασε για τα λάφυρα ανάμεσα στους Πατζινάκες και στους Κουμάνους, εμπόδισε τους πρώτους να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νίκη τους.
Μετά από σύντομη ανάπαυλα, που εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατζινάκες με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατζινάκες, ύστερα από έναν επίμονο αγώνα, έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι την ημέρα της εορτής του μάρτυρα Θεοδώρου, οι πιστοί, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την εκκλησία του μάρτυρα στο προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες των τειχών και να βγουν έξω, γιατί οι Πατζινάκες παραμόνευαν εκεί…
Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη όταν ένας Τούρκος πειρατής, ο Τζαχάς, άρχισε να απειλεί την Πόλη από το νότο. Είχε περάσει τα νιάτα του στην αυλή του Νικηφόρου Βοτανειάτη, αποκτώντας κι έναν βυζαντινό τίτλο και, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος, έφυγε στη Μ. Ασία. Έχοντας κυριαρχήσει με το στόλο του στα παράλια, ο Τζαχάς έθεσε έναν τολμηρό στόχο, να πλήξει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και έπειτα να την αποκλείσει από κάθε ανεφοδιασμό. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του άρχισε επαφές με τους Πατζινάκες στο Βορρά και τους Σελτζούκους στην Ανατολή. Βέβαιος για την επιτυχία του ο Τζαχάς ήδη ονόμαζε τον εαυτό του αυτοκράτορα, φόρεσε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και ετοιμαζόταν να καθίσει στο θρόνο. Τόσο οι Πατζινάκες όσο και οι Σελτζούκοι ήταν Τούρκοι που, χάρη στις στρατιωτικές και πολιτικές τους σχέσεις, αντιλήφτηκαν την εθνολογική τους συγγένεια. Ο Ρώσσος μελετητής Β.Βασιλιέφσκι αναφέρει ότι << στο πρόσωπο του Τζαχά, παρουσιάστηκε ένας εχθρός του Βυζαντίου που συνδύαζε το θάρρος ενός Βάρβαρου με τη λεπτότητα της βυζαντινής αγωγής και την εξαιρετική γνώση όλων των πολιτικών ζητημάτων της Αν. Ευρώπης της εποχής εκείνης, σχεδίαζε να γίνει η ψυχή μιας γενικής κινήσεως των Τούρκων. Ο Τζαχάς θα μπορούσε να θέσει έναν λογικό και συγκεκριμένο σκοπό, καθώς κι ένα σχέδιο στις δίχως νόημα περιπλανήσεις και λεηλασίες των Πατζινάκων>>.
Φαινόταν ότι στα ερείπια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος των Πατζινάκων και των Σλετζουκιδών. <<Η βυζαντινή αυτοκρατορία>> συνεχίζει ο Βασιλιέφσκι, <<πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων>>. Ένας άλλος ιστορικός, ο Θ. Ουσπένσκι, γράφει ότι <<τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανοί πολιορκούσαν την Πόλη.
Αντιλαμβανόμενος τη δεινή θέση της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος Κομνηνός ακολούθησε τη συνήθη βυζαντινή διπλωματική τακτική της κινητοποίησης ενός βαρβάρου κατά του άλλου: έκανε έκκληση στους Χάνους (ηγεμόνες) των Κουμάνων, ζητώντας βοήθεια εναντίον των Πατζινάκων. Οι άγριοι και θηριώδεις Χάνοι των Κουμάνων, Τουργκορχάν και Μπόνιακ εκκλήθηκαν στην Πόλη, όπου έγιναν δεκτοί με τον πιο κολακευτικό τρόπο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ταπεινά, ζήτησε τη βοήθεια των βαρβάρων, οι οποίοι ήταν πολύ υπερήφανοι που επιλέγονταν σε ισότιμη βάση με τον αυτοκράτορα. Οι Χάνοι έδωσαν στον Αλέξιο το λόγο τους και τον τήρησαν.
Στις 29 Απριλίου του 1091 έλαβε χώρα μια αιματηρή μάχη. Οι Πατζινάκες νικήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν ανελέητα. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι μπορούσε κανείς εκείνη την ημέρα να δει αναρίθμητους ανθρώπους να χάνονται μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η μάχη αυτή άφησε τα ίχνη της σε ένα βυζαντινό τραγούδι της εποχής που λέει ότι << διά μίαν ημέρα οι Σκύθαι ( έτσι ονομάζει η Άννα Κομνηνή τους Πατζινάκες) τον Μάιον ούκ είδον>>.
Επεμβαίνοντας με το μέρος του Βυζαντίου οι Κουμάνοι προσέφεραν μια τεράστια υπηρεσία στον χριστιανικό κόσμο.
Ο Αλέξιος επέστρεψε στην Πόλη θριαμβευτής. Μόνο ένα μικρό μέρος των αιχμαλώτων Πατζινάκων επέζησε. Τούτο το απομεινάρι της φοβερής ορδής εγκαταστάθηκε στη Βαλκανική Χερσόνησο, ανατολικά του ποταμού Αξιού και αργότερα εντάχτηκε στο βυζαντινό στρατό, του οποίου αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο τμήμα. Όσοι Πατζινάκες μπόρεσαν να ξεφύγουν πέρα από τα Βαλκάνια, ήταν τόσο εξασθενημένοι, ώστε για πάνω από τριάντα χρόνια δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα εναντίον του Βυζαντίου.
Ο Τζαχάς, που είχε τρομοκρατήσει το Βυζάντιο, δίχως να επιτύχει με το στόλο του την ενίσχυση των Πατζινάκων, έχασε ένα μέρος των κτήσεών του κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του με τις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Κατόπιν ο αυτοκράτορας εξήγειρε εναντίον του τον σουλτάνο της Νίκαιας, ο οποίος και τον σκότωσε ο ίδιος. Έτσι η κρίσιμη κατάσταση του 1091 απέβη υπέρ της αυτοκρατορίας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ Α.Α. Βασίλιεφ
επιμέλεια : Θάνος Δασκαλοθανάσης
Σημείωση Βυζαντινών Ιστορικά
Με το δέλεαρ της προσφοράς χρυσού εκ μέρους των Βυζαντινών ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους ενάντια στους Πετσενέγκους, οι Κουμάνοι έσπευσαν να ενωθούν με τον Αλέξιο και τον στρατό του. Στα τέλη της άνοιξης του 1091, οι δυνάμεις των Κουμάνων πέρασαν στη βυζαντινή επικράτεια, και ο στρατός στο σύνολό του ετοιμάστηκε να προσωρήσει κατά των Πετσενέγκων. Τη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1091, ο Αλέξιος και οι σύμμαχοί του πλησίασαν το στρατόπεδο των Πετσενέγκων στο Λεβούνιο κοντά στοπν ποταμό Έβρο.
Οι Πετσενέγκοι φαίνεται πως αιφνιδιάστηκαν και η μάχη που έλαβε χώρα το επόμενο πρωινό στο Λεβούνιον ήταν πρακτικά σφαγή. Οι Πετσενέγκοι είχαν φέρει μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και ήταν απροετοίμαστοι για την επίθεση που εξαπολήθηκε εναντίον τους. Οι Κουμάνοι και οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν με σφοδρότητα και σφαίασαν τους πάντες στο διάβα τους. Οι Πετσενέγκοι κατάρρευσαν γρήγορα, και σχεδόν εξολοθρεύτηκαν. Στη συνέχεια οι εναπομείναντες ζωντανοί εξανδραποδίστηκαν.
To παρακάτω σχεδιάγραμμα είναι απο τη σελίδα <<Bυζαντινές Μάχες>>
1091
|
Μάχη
του Λεβουνίου
|
Αποτέλεσμα:
|
Οι Βυζαντινοί εξόντωσαν ένα
μεγάλο στρατό Πετσενέγγων
|
29 April 1091
|
Πόλεμος & Εχθρός:
|
Εχθρός:
Πετσενέγγοι
|
Πόλεμος:
Πόλεμοι εναντίον των Πετσενέγγων
|
Τύπος Μάχης:
Μάχη Παράταξης
|
Το Πεδίο της Μάχης
|
|
Ακριβής τοποθεσία:
Στο Λεβούνιον, στο δέλτα του ποταμού Έβρου, κοντά στην παραλιακή πόλη
Αίνος της Ανατολικής Θράκης
|
Σύγχρονη Χώρα:
Τουρκία
|
Οι
Βυζαντινοί(αυτοκράτωρ: Αλέξιος Α’ Κομνηνός)
|
Οι Εχθροί
|
|
Διοικητής:
|
Αυτοκράτωρ Αλέξιος Α’ Κομνηνός
|
Άγνωστος
|
Δυνάμεις:
|
20,000 Έλληνες, 40,000 Κουμάνοι, 5,000 Βλάχοι
|
80,000 (μαζί με τα γυναικόπαιδα)
|
Απώλειες:
|
Πλήρης εξόντωση
|