Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Tα τυχερά παιχνίδια στο Βυζάντιο




Παίζειν και συνθηκίζειν       Ταξιάρχης Γ. Κόλιας 
 
         Η ρωμαϊκή παράδοση, η επιβίωσή της στη βυζαντινή εποχή, οι ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, η ελευθερία τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς

         Αντίθετα με την επικρατούσα εικόνα για το Βυζάντιο, η οποία είναι συνδεδεμένη με μορφές αυτοκρατόρων και σεβάσμια εκκλησιαστικά πρόσωπα, ζούσαν σε αυτό βεβαίως και άνθρωποι με απλές καθημερινές συνήθειες και αδυναμίες. Οπως λοιπόν και σε άλλες εποχές και κοινωνίες πολλοί ήταν και οι Βυζαντινοί που έδειχναν ενδιαφέρον για τα τυχερά παιχνίδια, εξ άλλου υπήρχε η παράδοση από την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, την οποία ακολουθούσαν και σε αυτόν τον τομέα.

         Δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τα είδη των τυχερών παιχνιδιών και τον τρόπο που αυτά παίζονταν. Οι γνώσεις μας προέρχονται κυρίως από παρατηρήσεις για κοινωνικά φαινόμενα σε πατερικά κείμενα και από άλλα συμβουλευτικού χαρακτήρα έργα, από σχετικές προβλέψεις στη νομοθεσία, από μεσαιωνικά λεξικά που επεξηγούν το περιεχόμενο των σχετικών όρων και από άλλες, μάλλον συμπτωματικές, αναφορές σε διαφόρων ειδών κείμενα.

      Ο Φ. Κουκουλές στο γνωστό έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στα «παίγνια των ανδρών» και εκεί κάνει λόγο για τους «κύβους», την «πεττεία», τον «αστραγαλισμό», το «ταβλίον» και το «ζατρίκιον». Οι κύβοι, τα ζάρια δηλαδή, ήταν εξάπλευροι, από κόκαλο ή πέτρα με κάποια σημάδια στις πλευρές τους αντίστοιχα με τους αριθμούς που έχουν σήμερα. Η «κυβεία» δεν σήμαινε μόνο το παιχνίδι των ζαριών αλλά συχνά δήλωνε γενικότερα τα τυχερά παιχνίδια και αντίστοιχα «κυβευτής» ήταν γενικότερα ο παίκτης (που λεγόταν και «κοττιστής»). Μια ασάφεια στη χρήση των όρων που υπάρχει στις πηγές, μας εμποδίζει συχνά να είμαστε βέβαιοι για το είδος του παιχνιδιού που αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση.

         Τα διάφορα είδη «πεττείας» παίζονταν με πούλια και βασίζονταν στη μετακίνησή τους πάνω σε μία χαραγμένη επιφάνεια• αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές στη σημερινή ντάμα.

        «Αστραγάλους» έπαιζαν τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες, με διαφορετικό βέβαια έπαθλο για τον νικητή. Οι αστράγαλοι ήταν κότσια ζώων (προβάτων ή μεγαλύτερων ζώων), τα οποία οι παίκτες τα μετακινούσαν πάνω σε μία επιφάνεια ή τα έριχναν σαν ζάρια.

         Οι «ταβλίζοντες» έριχναν τα ζάρια πάνω σε μια τάβλα με συγκεκριμένα σχήματα στην επιφάνειά της και ανάλογα με τις ζαριές μετακινούσαν τα πούλια• πρόκειται δηλαδή για ένα παιχνίδι παρόμοιο με το σημερινό τάβλι.

        Τέλος, γνωστό είναι ότι οι Βυζαντινοί έπαιζαν «ζατρίκιον», σκάκι, που πρέπει να έφθασε από την Ανατολή κατά τη διάρκεια του Η' αιώνα και περιλαμβανόταν επίσης στα είδη της κυβείας. Οι ταβλοδόχοι

         Χαρτιά δεν έπαιζαν οι Βυζαντινοί εφόσον αυτά έγιναν γνωστά στην Ευρώπη, προερχόμενα επίσης από την Ανατολή, μόλις κατά τα τέλη του ΙΔ' αιώνα• έτσι η χρήση τους δεν πρόφτασε να καθιερωθεί στο Βυζάντιο.

          Η εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών θεωρούνταν γενικά ως φαινόμενο ηθικής και πνευματικής παρακμής. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, καυτηριάζοντας το φαινόμενο ότι στα σπίτια υπήρχαν αντί βιβλίων κύβοι και πούλια, καταδικάζει τα τυχερά παιχνίδια, στα οποία αποδίδει, εκτός από άλλες αρνητικές συνέπειες, την απώλεια περιουσιών. Προφανώς υπήρχαν περίοδοι κατά τις οποίες εκδηλωνόταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα τυχερά παιχνίδια. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' (379-395) είχε μετατρέψει τον ναό της Αρτέμιδος στην Κωνσταντινούπολη σε «ταβλοπαρόχιον τοις κοττίζουσιν», δηλαδή σε χώρο για να παίζουν ζάρια. Ως παράδειγμα επικριτικής αντιμετώπισης των παιχνιδιών αναφέρω την περίπτωση της μορφωμένης πριγκίπισσας και συγγραφέως του ΙΒ' αιώνα Αννας Κομνηνής, όπως και του Κεκαυμένου, ο οποίος συνέγραψε νουθεσίες έναν αιώνα νωρίτερα και θεωρούσε επιλήψιμο να επιδίδεται ο στρατηγός στο παιχνίδι της «τάβλας».

        Η πολιτεία αναγνωρίζοντας τους κινδύνους από την εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών είχε λάβει τα μέτρα της. Συγκεκριμένα στον Κώδικα του Ιουστινιανού είχε περιληφθεί πλήρης απαγόρευση (του έτους 529) των τυχερών παιχνιδιών και των στοιχημάτων, με εξαίρεση πέντε συγκεκριμένων παιχνιδιών, στα οποία όμως και πάλι δεν επιτρεπόταν να παιχθεί ποσό μεγαλύτερο του ενός χρυσού νομίσματος. Τα κέρδη που εξασφάλιζε ο νικητής ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει στην περίπτωση που γινόταν γνωστή η προέλευσή τους. Ο Ιωάννης Μαλάλας, που αναφέρθηκε πιο πάνω, φέρνει τη μαρτυρία ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος εφαρμόστηκε με αυστηρότητα: Στα χρόνια του Ιουστινιανού ορισμένα άτομα που συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι έπαιζαν τυχερά παιχνίδα «χειροκοπήθησαν» και διαπομπεύθηκαν.

      Σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο «υποδοχεύς» ή «ταβλοδόχος», εκείνος δηλαδή που διέθετε τον χώρο για τη διεξαγωγή των παιχνιδιών, εθεωρείτο ως ο κύριος υπεύθυνος και για τον λόγο αυτόν μπορούσε να τον δείρει ή γενικότερα να τον «ζημιώσει» όχι μόνο ο παίκτης που είχε χάσει αλλά και οιοσδήποτε άλλος χωρίς να έχει συνέπειες για την πράξη του αυτή. Ιδιαίτερα βαριά ήταν η προβλεπόμενη ποινή για όποιον εξανάγκαζε κάποιον να λάβει μέρος σε παιχνίδι ή να συνεχίσει το παιχνίδι επειδή ο ίδιος έχανε και ήλπιζε σε αλλαγή της τύχης του: Υποχρεωνόταν σε καταβολή προστίμου ­ που ήταν και το λιγότερο ­ ή καταδικαζόταν σε καταναγκαστική εργασία σε λατομείο ή σε φυλάκιση.

       Αρκετά συχνά στον πειρασμό της δοκιμής της τύχης, της διασκέδασης και του εύκολου κέρδους υπέκυπταν και κληρικοί. Αυτό μαρτυρεί η ειδική απαγόρευση (του έτους 534) που περιλαμβάνεται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, την οποία μάλιστα ανανέωσε λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος αυτοκράτορας με νεαρά του (του έτους 546). Με την τελευταία απαγόρευε «τοις οσιοτάτοις επισκόποις και πρεσβυτέροις και διακόνοις... ταβλίζειν ή των τα τοιαύτα παιζόντων κοινωνούς ή θεωρητάς γίνεσθαι ή εις οιανδήποτε θέαν του θεωρήσαι χάριν παραγίνεσθαι. Ει δέ τις εξ αυτών τούτο αμάρτοι,... τούτον επί τρεις ενιαυτούς από πάσης ευαγούς υπηρεσίας κωλύεσθαι και μοναστηρίω εμβάλλεσθαι... ». Η απαγόρευση αυτή επαναλαμβάνεται σε νομοθετήματα των επόμενων αιώνων, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν είχε εξαλειφθεί το πρόβλημα. Σε γενικές γραμμές οι διατάξεις κατά των τυχερών παιχνιδιών παρέμειναν σε ισχύ επί αιώνες.

      Γενικά λοιπόν το βυζαντινό δίκαιο απαγόρευε το «παίζειν επί χρήμασι» και το «συνθηκίζειν», δηλαδή τα στοιχήματα, καθ' όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εξαίρεση αποτελούσαν ­ στους πρώτους κυρίως αιώνες, όταν η ρωμαϊκή παράδοση ήταν ιδιαίτερα ζωντανή ­ ορισμένες ημέρες του έτους, κατά τις οποίες τα τυχερά παιχνίδια ήταν ελεύθερα. Στις ημέρες αυτές ανήκε πρώτη από όλες η Πρωτοχρονιά και για τον λόγο αυτό και η σημερινή συνήθεια να δοκιμάζει κανείς την τύχη του τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς πιθανότατα ανάγεται στην εποχή εκείνη. 
 
Βιβλιογραφία

* Μ. Grunbart, Spiele, στο: Lexikon des Mittelalters VII (1995) 2111.

* Α. Karpozelos, Games, Board, στο: Oxford Dictionary of Byzantium ΙΙ (1991) 820.

* Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Α', τεύχος Α', Αθήνα 1948, σελ. 185-224.

* Μ.Α. Τουρτόγλου, Τα «τυχηρά παίγνια» στα βυζαντινά νομικά κείμενα. Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 5 (1996) (= Μνήμη Λέανδρου Βρανούση) 97-100.

Ο κ. Ταξιάρχης Γ. Κόλιας είναι καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Το βυζαντινό κάστρο της Σμύρνης (λόφος του Πάγου, Κατιφέ καλέ)

 
Το βυζαντινό κάστρο της Σμύρνης (λόφος του Πάγου, Κατιφέ καλέ) σε επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ου αιώνα (Φωταρχείο Πέτρου Μεχτίδη)


Tου ΠΕΤΡΟΥ ΣΤ. ΜΕΧΤΙΔΗ



      Στην πυκνοκατοικημένη σήμερα μεγαλούπολη της Σμύρνης λίγα είναι τα ίχνη του ένδοξου βυζαντινού της παρελθόντος, τα οποία μπορεί να δει ο επισκέπτης. Ξεχωρίζει φυσικά το ‘Καντιφέ καλέ’, η ακρόπολη του Πάγου, σκαρφαλωμένη σε ύψος 175 μέτρων ανάμεσα σε μία από τις φτωχογειτονιές της πόλης. Όμως αυτό το κάστρο δεν υπήρξε το μοναδικό της Σμύρνης, αφού συνεχής ήταν η φροντίδα για την προστασία του σημαντικού λιμανιού ήδη από την ίδρυσή.
        Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστασίου ο ανθύπατος Ανατόλιος επισκεύασε τα ήδη υπάρχοντα τείχη. Τα ίχνη αυτής της φάσης είναι πολύ λιγότερα από τα δώδεκα χιλιόμετρα τείχους με τοιχοδομία μαρμάρου και πλίνθου, τα οποία είδε σε καλή κατάσταση τον 18ο αιώνα ο Ολλανδός περιηγητής van Egmont. Έως τις αρχές του 20ου αιώνα σώζονταν τείχη, στα νοτιοδυτικά της βυζαντινής περιτειχισμένης πόλης, όπως φαίνονται σε χάρτη του 1854 και σε επιγραφή που χρονολογήθηκε το 857.
      Περισσότερα στοιχεία έχουμε για τη βυζαντινή οχύρωση του 13ου αιώνα, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, το 1223/4, αναστήλωσε μέρος των τειχών. Το γεγονός ότι αυτή τη χρονιά ανέβηκε στο θρόνο του δεσποτάτου της Νίκαιας δείχνει τη μεγάλη σημασία της Σμύρνης και αυτή την περίοδο. Σε αυτή τη φάση του κάστρου της Σμύρνης αναφέρεται και ο Οικονόμος («Αυτοσχέδιος Διατριβή» σελ. 26) και παραδίδει την κτητορική επιγραφή: «Τον μέγαν εν βουλαίς Θεοδόσιον Ασίδος άρχον Εικόνι μαρμάρινη στήσαμεν Ανθύπατον, ούνεκα Σμύρναν ήγειρε και ήγαγεν ες φάος αύθις Έργοις θαυμασίοις πολλόν αειδομένην».
      Τα τείχη της ακρόπολης του Πάγου ανακατασκευάστηκαν ευρέως και νέο τείχος χτίστηκε στα δυτικά με σκοπό την κατασκευή νέου κάστρου- ξεχωριστού από τα τείχη. Το νέο αυτό τείχος αποτελούνταν από ημικυκλικούς πύργους, προτείχισμα και τετράγωνο εσωτερικό κάστρο διαστάσεων 600 επί 200 μέτρα. Σε άλλα σημεία τα νέα τείχη ακολούθησαν το σχέδιο των παλαιότερων βυζαντινών ή ελληνιστικών φάσεων (Cl. Foss – D. Winfield, 1986).
         Οι περιηγητές που έφταναν στη Σμύρνη ήδη από τον 17ο αιώνα, ανέβαιναν στο βυζαντινό κάστρο και το μελετούσαν. Αυτή η πρώιμη αρχαιολογία στη Σμύρνη ξεκινάει με τον William Petty το 1634 και πολλές είναι οι απόψεις για την ταύτιση της εντοιχισμένης στην πύλη του κάστρου του Πάγου προτομής: Ελένη της Τροίας, Σεμίραμις, Αμαζόνα Σμύρνα (Η μοναδική ταύτιση που έχει τουλάχιστον σχέση με την ίδια τη Σμύρνη και όχι με την Τροία ή την Αίγυπτο!), Απόλλωνας και οι τουρκικές μυθικές ηρωίδες Coidasa και Katife- από όπου προέρχεται και το τουρκικό όνομα του κάστρου του Πάγου ‘Κατιφέ Καλέ’. Ας δούμε την περιγραφή του Tournefort για αυτήν την κεφαλή- προτομή: «Στα δεξιά είναι εντοιχισμένη η προτομή της λεγόμενης Αμαζόνας Σμύρνας, η οποία έχει ύψος περίπου ένα μέτρο, αλλά δεν φαίνεται να είναι πολύ ωραία. Οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούν για να ρίχνουν με τα όπλα τους προσπαθώντας να σπάσουν τη μύτη της. Είναι βέβαιο ότι αυτό το ανάγλυφο δεν θυμίζει σε τίποτα Αμαζόνα. Οι αναφορές στην ίδρυση της πόλης λένε ότι η Αμαζόνα που ίδρυσε την πόλη ξεχώριζε από ένα διπλό πέλεκυ και μία ασπίδα…. Τον πρώτο καιρό η μορφή αυτής της ηρωίδας ήταν το σύμβολο της πόλης, όπως φαίνεται σε νομίσματα που κόπηκαν για τις συμμαχίες των Σμυρναίων με τους γείτονές τους…» (‘A voyage into the Levant’, σελίδα 341, 342, 1741).
    


Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Μικρασιατική Ηχώ»

ΑΡΧΙΜΗΝΙΑ ΚΙ ΑΡΧΙΧΡΟΝΙΑ

 
 
 
 
       Θυμάμαι που μικρός -ως περίεργος- δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημα που είχαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Τα εύρισκα τελείως δυσνόητα και ασυνάρτητα, καθώς οι στίχοι μού φαίνονταν πως δεν είχαν καμιά συνέχεια, κανέναν ειρμό μεταξύ τους.

     Θυμάμαι επίσης που όσο κι αν ρωτούσα δασκάλους, ιερωμένους και μεγαλύτερους ηλικιακά από εμένα, κανένας δεν μπορούσε να μου λύσει την απορία.
       Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ, βρήκα την ευκαιρία από τη μία να το θέτω ως αίνιγμα σε ανθρώπους που ήθελα να τους φέρνω σε δύσκολη θέση, ενώ από την άλλη αντλούσα επιχειρήματα για να πείσω πως η θρησκεία μας επίτηδες θέλει ο λόγος της να εκπέμπει ασαφή μηνύματα, που ως τέτοια να ερμηνεύονται κατά το δοκούν από τον οποιονδήποτε.
Για να θυμηθούμε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα:

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά (*)
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος (*)
Άγιος Βασίλης έρχεται
Και δεν μας καταδέχεται (*)
Από την Καισαρεία
Συ είσ’ αρχόντισσα κυρία (*)
Βαστάει πένα και χαρτί
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή (*)
Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι
Δες και με το παλικάρι (*)
Το καλαμάρι έγραφε
Τη μοίρα του την έβλεπε(*)
Και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη (*)

       Θα συμφωνήσετε μαζί μου πως δύσκολα να βγάλει κανείς άκρη.
       Το ερώτημα που κουβαλούσα από παιδί για το «τι ήθελε να πει ο ποιητής», το έθετα κατά καιρούς σε όσους έκρινα πως θα μπορούσαν να με διαφωτίσουν.
        Μάταιη η προσδοκία. Όλοι, είτε δήλωναν αδυναμία είτε μου έδιναν μια αστήρικτη ερμηνεία.
Μέχρι που κάποια στιγμή -πολλά χρόνια αργότερα- πήρα μια απάντηση που μου φάνηκε αρκετά πειστική.
        Σας τη μεταφέρω, όπως μου την είπαν: Η ιστορία μας διαδραματίζεται στο Βυζάντιο.... Σε εκείνα τα χρόνια οι φτωχοί και οι προερχόμενοι από τα χαμηλά στρώματα άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να απευθύνονται -να μιλούν- στους αριστοκράτες, παρά μόνο σε γιορτές όπου μπορούσαν να τους υμνούν και να τους εύχονται.
        Κάποιος νεαρός λοιπόν, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μία αρχοντοπούλα. Επειδή δεν ήταν δυνατόν ούτε κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει, έψαχνε μία ευκαιρία για να της εκμυστηρευτεί τα αισθήματά του. Ως τέτοια ευκαιρία βρήκε την περίοδο των εορτών και καταφέρνοντας να τρυπώσει σε μία χορωδία που έλεγε τα κάλαντα στην οικογένεια της αρχοντοπούλας, έψελνε ανάμεσα στους στίχους που ήταν αφιερωμένοι στον Μέγα Βασίλειο ένα ερωτικό ποίημα που είχε σκαρφιστεί ο ίδιος, ως «δεύτερη φωνή»!
        Αρχίζει λοιπόν και βάζει ενδιάμεσους στίχους (αυτούς με τα αστεράκια και τα bold γράμματα). Με αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε, ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά ταυτόχρονα θα έστελνε και το μήνυμα που ήθελε στην καλή του...
- Την αποκαλεί ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.
- Επειδή ως αρχοντοπούλα φορούσε ένα από τα ψηλά, τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφή, την παρομοιάζει με εκκλησιά με τον άγιο θόλο (θόλος εκκλησίας).
- Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται (ο Αϊ-Βασίλης δεν έχει να κάνει!) γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.
        Ακολουθούν οι γαλιφιές! Τη λέει ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη (γλυκιά μου) και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά, αν και είναι σίγουρος πως ξέρει τη μοίρα του.
      Τέλος, αφού έχει πει ό,τι ήθελε να πει και προκειμένου να μην «καρφωθεί» και κληθεί να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της ασέβειάς του, επανέρχεται στο θέμα με έναν κενό περιεχομένου στίχο: άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη…
        Έτσι -μου είπαν- προέκυψαν τα παράδοξα και ασυνάρτητα κάλαντα, που πέρασαν από γενιά σε γενιά και επικρατώντας άλλων έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον ελληνικό χώρο!
         Καλή Χρονιά να έχουμε!

                   Μιχάλης Αλεξανδρίδης  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ


Η μέτρηση του χρόνου κατά τη βυζαντινή εποχή

 

Αστρολάβος της βυζαντινής εποχής, ο μοναδικός που έχει διασωθεί ως σήμερα. Χρονολογείται από το 1026 μ.Χ.
 
 
Αναζητώντας τη χαμένη Πρωτοχρονιά
Γιατί οι Βυζαντινοί δεν γιόρτασαν ποτέ το 1000 μ.Χ., σε αντίθεση με τη Δύση η οποία... είχε λάβει εγκαίρως τα μέτρα της.



      Μια επιτύμβια στήλη που βρίσκεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης πληροφορεί τον επισκέπτη ότι «ο διάκονος Ανδρέας πέθανε δεις μετά την υπατείαν Φλαβίων Λαμπαδίου και Ορέστου των μεγαλοπρεπεστάτων». (Πότε δηλαδή;) Μια άλλη κτητορική επιγραφή από το ίδιο μουσείο αναφέρεται στην ανακαίνιση ενός ναού της Θεσσαλονίκης από τον Πέτρο Δουκόπουλο το έτος 6792! Πρόκειται για γρίφους τους οποίους οι Βυζαντινοί εύκολα μπορούσαν να ερμηνεύσουν αφού το σύστημα μέτρησης του χρόνου και κατά συνέπεια της χρονολόγησης ήταν εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Για την ακρίβεια μάλιστα μπορούμε να μιλάμε για πολλά συστήματα- και όχι για ένα-, περίπλοκα και συχνά αλληλοκαλυπτόμενα. Ετσι, στην πρώτη επιγραφή η απάντηση είναι ότι ο διάκονος Ανδρέας πέθανε το έτος 532 ενώ στη δεύτερη, όπου χρησιμοποιείται διαφορετικό σύστημα χρονολόγησης, ότι ο ναός ανακαινίστηκε το 1284.

        «Στη βυζαντινή κοσμοθεωρία,στενά συνδεδεμένη με θεολογικές αναζητήσεις, ο χρόνος έχει γραμμική πορεία που αρχίζει από τη δημιουργία του κόσμου και καταλήγει στη Δευτέρα Παρουσία,η οποία σηματοδοτεί το τέλος του χρόνου. Στην εικονογραφία η θεολογική αυτή θέση αποδίδεται εύγλωττα με το Α και το Ω, την αρχή και το τέλος της ελληνικής αλφαβήτου,που εδώ κατέχει την αρχή και το τέλος του Σύμπαντος».

        Αυτά αναφέρει η αρχαιολόγος κυρία Αντιγόνη Τζιτζίμπαση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης στη μελέτη της για τα συστήματα υπολογισμού του χρόνου μέσα από επιγραφές του μουσείου. Για τους Βυζαντινούς, λοιπόν, το βέβαιον είναι, όπως γράφει και ο ερευνητής κ. Θύμιος Νικολαΐδης στο άρθρο του «Η μέτρηση του χρόνου στο Βυζάντιο» (περιοδικό «Αρχαιολογία»), ότι είχαν ξεκαθαρίσει και τη δημιουργία και το τέλος του χρόνου. «Ο χρόνος ήταν για τους Βυζαντινούς η μέτρηση της φθοράς. Χαρακτηρίζει τη μεταβολή, άρα είναι δεμένος με τον φθαρτό,μεταβλητό κόσμο και αρχίζει τη ροή του με τη Δημιουργία που είναι η αφετηρία μέτρησης της βυζαντινής χρονολόγησης» λέει. Η Δημιουργία ήταν ακαριαία και άχρονη. Ετσι ο χρόνος, ο χώρος και ύλη γεννήθηκαν στιγμιαία και μαζί.

       Πέρα πάντως από τη φιλοσοφική σημασία της, η έννοια του χρόνου, πολύ σημαντική για τον άνθρωπο- προσπάθησε από πολύ νωρίς να την ορίσει -- έχει και μια καθαρά πρακτική: τη μέτρηση του χρόνου. Αυτό σημαίνει κατ΄ αρχάς τον ορισμό της χρονολογίας με αναφορά μία συγκεκριμένη αφετηρία, ακολούθως το ημερολόγιο του έτους με τους μήνες και τις ημέρες του και, τέλος, τη μέτρηση της ώρας. Οπως οι αρχαίοι, όμως, έτσι και οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν διάφορα συστήματα μέτρησης του χρόνου και ορισμού των γεγονότων.

           Στην παλαιοχριστιανική εποχή, λοιπόν, ο πλέον συνηθισμένος τρόπος χρονολόγησης ήταν η αναφορά στη ρωμαϊκή Ινδικτιώνα, όπου «Ινδικτιών» ήταν η 15ετής φορολογική περίοδος με αφετηρία την 1η Σεπτεμβρίου, που είχε ορισθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο . Αλλά από τον 8ο αιώνα οι Βυζαντινοί άρχισαν να χρονολογούν με αφετηρία το έτος κτίσεως του κόσμου. Προσπάθησαν πολύ, έκαναν σύνθετους υπολογισμούς και ύστερα από διάφορες προτάσεις κατέληξαν στο ότι η αρχή του χρόνου έπρεπε να ορισθεί το 5509/8 π.Χ.και ειδικότερα η 21η Μαρτίου, ημερομηνία της εαρινής ισημερίας. Η παλαιότερη μάλιστα επιγραφή που αναφέρεται σε αυτό το σύστημα χρονολόγησης έχει εντοπισθεί στον Παρθενώνα και μιλάει για το έτος 6792 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 704. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει η κυρία Τζιτζίμπαση, ότι δηλαδή οι Βυζαντινοί δεν έζησαν ποτέ τις χρονολογίες-σταθμούς 1000 ή 1500 μ.Χ., απλούστατα διότι ποτέ δεν υπολόγισαν τον χρόνο με αφετηρία τη γέννηση του Ιησού. Οι όροι «π.Χ.» και «μ.Χ.» που ισχύουν σήμερα σε όλο τον δυτικό κόσμο, παρ΄ ότι είχαν επισημανθεί ήδη από τον 6ο αιώνα με υπολογισμούς του Διονυσίου του Μικρού, έγιναν αποδεκτοί στην Ανατολή μόλις το 1628 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Α΄ Λούκαρι. Αλλά στη Δύση αυτό το σύστημα είχε τεθεί σε ισχύ ήδη από τον 8ο αιώνα.



Πώς η «εθιμική» 1η Ιανουαρίου νίκησε το ηλιακό ημερολόγιο

      Το ηλιακό ημερολόγιο ή Ιουλιανό, το οποίο είχε τεθεί σε ισχύ από τον Ιούλιο Καίσαρα το 46 π.Χ., το ακολουθούσαν και οι Βυζαντινοί. Ο αστρονόμος Σωσιγένης από την Αλεξάνδρεια είχε δημιουργήσει το ηλιακό ημερολόγιο το οποίο ο Ιούλιος Καίσαρ ζήτησε να βελτιωθεί- και πράγματι έτσι έγινε. Η αρχή του έτους συνδέθηκε με την ηλιακή τροχιά και το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ετσι η Πρωτοχρονιά, που ήταν παλαιότερα την 1η Μαρτίου, αφού ο μήνας ήταν αφιερωμένος στον θεό Αρη και σήμαινε την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, μετακινήθηκε στην 1η Ιανουαρίου.

         Στο Βυζάντιο ωστόσο λόγοι εντελώς πεζοί (οι φορολογικοί που προαναφέρθηκαν) επέβαλαν τη διοικητική έναρξη του έτους την 1η Σεπτεμβρίου. (Κάτι που έχει παραμείνει και σήμερα ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους.) «Για τον απλό λαό, όμως, η Πρωτοχρονιά εξακολουθούσε να είναι η 1η Ιανουαρίου, ο εορτασμός της οποίας συνοδευόταν από βαθιά ριζωμένα έθιμα» σημειώνει η κυρία Τζιτζίμπαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα ήταν οι ρωμαϊκές καλένδες (1η Ιανουαρίου) και άλλες εορτές που τελούνταν στο τέλος Δεκεμβρίου και στις αρχές Ιανουαρίου (τα Σατουρνάλια στις 17-24 Δεκεμβρίου, το γενέθλιο του Αήττητου Ηλιου στις 25 Δεκεμβρίου, η γιορτή του Αιώνος στις 6 Ιανουαρίου). Οσον αφορά τους μήνες του έτους, μπορεί η λατινογενής ονομασία τους να ήταν η επισήμως αποδεκτή στο Βυζάντιο, για τους μη λατινόγλωσσους λαούς της αυτοκρατορίας όμως επρόκειτο για λέξεις χωρίς περιεχόμενο. Ετσι δημιούργησαν για αυτούς νέες ονομασίες, συσχετισμένες με τις γεωργικές εργασίες. Η εβδομάδα, τέλος, ήταν διαχωρισμένη όπως και σήμερα. Παρ΄ όλα αυτά, στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου υπήρχαν και πλανητικές ονομασίες των ημερών, γνωστές από την Αίγυπτο: Ημέρα Ηλίου (Κυριακή), Σελήνης (Δευτέρα), Αρη (Τρίτη), Ερμή (Τετάρτη), Δία (Πέμπτη), Αφροδίτης (Παρασκευή), Κρόνου (Σάββατο). Στο Βυζάντιο δεν επέζησαν για πολύ σε αντίθεση με τη Δύση (αρκεί να επισημανθούν οι ημέρες Saturday, Ημέρα του Κρόνου, και Sunday, Ημέρα του Ηλιου) όπου η αρχαιότητα δηλώνει και εδώ παρούσα.
 
 πηγή     εφημερίδα <<Το Βήμα>>

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΜΑΓΕΙΡΕΙΕΣ

     



         Οι Βυζαντινοί, με εξαίρεση τις περιόδους νηστείας, είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο φαγητό. Συγκεκριμένα οι πλούσιοι είχαν μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων (ορεκτικά, κρέατα, ψάρια), γλυκών και ποτών. Επίσης στο τραπέζι οι πλούσιοι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ασημένια και χρυσά κουτάλια (από αυτό έχει μείνει η έκφραση τρώει με χρυσά κουτάλια). Λέγεται, επίσης, ότι τα πηρούνια χρησιμοποιηθήκαν πιθανότατα τον 5 μ.Χ. αιώνα, από τους Βυζαντινούς και αργότερα έγιναν ευρέως γνωστά από Ιταλούς εμπόρους στη Δυτική Ευρώπη (Rice, 1997). Ο Νικήτας Χωνιάτης (χρονογράφος της εποχής) για να περιγράψει τα πλούσια συμπόσια του Ισαάκιου Β΄ Κομνηνού (1185—1195) μιλά για λόφους ψωμιών, δάση από ζώα, ποτάμια από ψάρια και θάλασσες κρασιού. Όμως ο μέσος Βυζαντινός πολίτης είχε περιορισμένες διατροφικές επιλογές λόγω οικονομικής δυσπραγίας, επιδημιών ή θεομηνιών. Επομένως το καλό φαγητό συνδέεται με τους πλούσιους Βυζαντινούς και όχι με το μέσο Βυζαντινό.
         Παρακάτω παρατίθενται βυζαντινές μαγειρίες καθώς και τα επιδόρπια και τα ποτά των βυζαντινών.

Σφουγγάτο: Τρίβετε ένα κρεμμύδι, το τσιγαρίζετε, προσθέτετε μυρωδικά και τέλος τα αυγά.
Λουκάνικα: Γεμίζετε νεύρα και έντερα με κρέας αρβελισμένον (κιμά) ή αίμα. Σερβίρετε με σάλτσα από κόκκους σινάπεως (μουστάρδα) και πιπέρι. Προαιρετικά συνοδεύετε με ψητά αγριοκρέμμυδα και σπαράγγια με ελαιόγαρο ή οξύγαρο.
Μονόκυθρον: Μαγειρεύετε διάφορα παστά ψάρια, όπως τσίρους, ή και φρέσκα, μαζί με κομμάτια τυριών, αυγά και λάχανο σε αρκετό λάδι με πιπέρι και σκόρδα.
Χοιρινομαγειρεία εμβαπτισμένη σε οξύ μελι: Ετοιμάζετε μαρινάτα από ξύδι και μέλι, όπου αφήνετε το χοιρινό για μερικές ώρες. Κατόπιν ψήνετε το κρέας σε πήλινο στο φούρνο μαζί με κολοκύθι ή λάχανο φρέσκο ή αλμαία κράμβη (λάχανο τουρσί).
Λαπάρα μονθυλευτή: Γεμίζετε μια χοιρινή κοιλιά με ποικίλα εδέσματα και αρτύματα, όπως λεπτά τεμάχια κρέατος αρτυμένα με πιπέρι για επίσημα γεύματα ή αίμα ή σταφίδες.
Συκώτι: Αλείφετε ένα χοιρινό συκώτι με λάδι ή λίπος και το σιγοψήνετε στη σχάρα πασπαλίζοντας κατά διαστήματα με αλάτι και κορίανδρο.
Γάρος: Δημοφιλής σάλτσα που συνοδεύει όλα τα βυζαντινά εδέσματα. Αναμείξτε εντόσθια, βράγχια και αίμα ψαριών με αλατοπίπερο και αφήστε τα να σιγοβράσουν για πολλές ώρες ή να "ζυμωθούν" στον ήλιο για μήνες. Σερβίρεται αναμεμειγμένο με λάδι, ξύδι, κρασί ή νερό.
Όρνις μονθυλευτή: Διαλέγετε ένα τρυφερό κοτόπουλο. Το αφήνετε σε μαρινάτα από κρασί ή ξύδι με καρυκεύματα για λίγες ώρες και μετά το παραγεμίζετε με καρυκεύματα, ψίχα ψωμιού και αμύγδαλα. Το αφήνετε να σιγοβράσει σε κρασί.
Ιχθείς εν αρτιδίοις ενωπτημένοι: Τοποθετήστε μικρά ψαράκια μεταξύ δύο φύλλων ζύμης σε ταψί και ψήστε την πίτα.

Πλοκούς γαλακτώδης ή φλεψία: Φτιάχνετε πολτό από τραχανά με νερό. Προσθέτετε κρόκους αυγού, βούτυρο και τρίμματα τυριού. Τυλίγετε το μείγμα σε φύλλα ζύμης και ψήνετε στο φούρνο.
Διπλοτήγανον: Αλευρώνετε μικρά ψάρια και τα τηγανίζετε ώστε να γίνουν μία μάζα. Έπειτα γυρίστε το για να τηγανιστεί και η πάνω πλευρά. Σερβίρετε προαιρετικά με μυττωτόν (σκορδαλιά με πολτό ελιάς).
Φάβατα: Αλέθετε ξερά κουκιά, προσθέτετε νερό και ανακατεύετε μέχρι να γίνει χυλός, βράζετε και προσθέτετε λάδι. Προαιρετικά αρωματίζετε με μυρωδικά ή σερβίρετε με ολόσκορδον (τηγανιτά σκόρδα).
Το δώρο στο Λιουτπράνδο της Κρεμόνας: Ψήστε ένα κατσίκι παραγεμισμένο με σκόρδο, κρεμμύδι και πράσο και σερβίρετε περιχυμένο με γάρο.
Ψάρια σε "λευκό ζωμό": Βράζετε μεγάλα ψάρια, όπως συναγρίδα, σε ζωμό από νερό με αλάτι, λάδι, άνηθο και πράσο.
Παστομαγειρεία: Βράζετε κομμάτια από παστό κρέας και ξερό ψωμί σε χύτρα με λάδι και κρεμμύδι.
Αμανίται: Τηγανίζετε ή αχνίζετε μανιτάρια και τα σερβίρετε ζεστά, συνοδευμένα με αχλάδια ή πράσα και ραπανίδες.
Σουγλιταρέα: Τυλίγετε μαστούς χοίρων με έντερα και τα ψήνετε στη σούβλα.
Κρασάτον λαγομαγείρεμα: Σιγοβράζετε ένα λαγό σε γλυκό κόκκινο κρασί με πιπέρι, γαρύφαλλο και νάρδο (βαλεριάνα). Προαιρετικά προσθέτετε λίγο χοιρινό κρέας ή λίπος.
Κροκάτη μαγειρεία: Βράζετε ψάρια καλής ποιότητας σε ζωμό όπου θα έχετε προσθέσει γαρύφαλλο, κρόκο (ζαφορά), κανέλλα, άκαπνο μέλι και νάρδο.
Σευκλογούλια: Σερβίρετε βραστά παντζάρια με τυρί από γάλα βουβάλου (όπως η σύγχρονη μοτσαρέλα).

ΕΠΙΔΟΡΠΙΑ
Κίτρο ψημένο με μέλι
Ξερά σύκα με καρύδια
Συκομαγίς, πολτός σύκου
Κυδωνάτον, το κυδωνόπαστο
Οινούττα, είδος μουστοκούλουρου
Σησαμούς ή σησαμάτον, το παστέλι
Καρυδάτον, παρασκευασμένο με μέλι
Πάστελλος από ζωμό σύκων ή πετιμέζι και αλεύρι ή σιμιγδάλι
Πλακόπιττα μεσαιωνική ή μαρζαπάς, η αμυγδαλόπαστα (μαρζιπάν)
Κρίκελος, παξιμάδι από λευκό αλεύρι, που σερβίρεται ως επιδόρπιο
Φρεσκοψημένο ψωμί βουτηγμένο σε ζεστό μέλι, ένα αυτοσχέδιο ταπεινό γλύκισμα
Λαλάγγια ή εγκρίδες, κομμάτια ζύμης που φουσκώνουν καθώς τηγανίζονται στο λάδι
Κοπτόν ή κοπτοπλακούς από ζύμη και κοπανιστά καρύδια, μέλι, αμύγδαλα και πιπέρι
Ρύζι παρασκευασμένο με γάλα, που σερβίρεται πασπαλισμένο με ζάχαρη ή ρύζι με μέλι

Ποτά οινοπνευματώδη
Κρασί
Κονδίτον, οίνος πιπεράτος με μέλι
Οίνος κιναμμώμου, με κανέλα
Οίνος ροδίτης, παρασκευασμένος με φύλλα τριαντάφυλλου και μέλι
Ζουλάπιν, ζεστό κρασί με ζωμό από σταφίδες και τζίτζιφα βρασμένα ή σέλινο και ρίζες
Φούσκα, νερωμένο κρασί ή ξύδι, όπως αυτό που σερβίρεται στα καπηλεία
Σίκερα, τα ηδύποτα: μηλίτης, φοινικίτης, σταφιδίτης, κυδωνίτης
Οινόμελι, μελίκρατον
Μπύρα
Αναψυκτικά και αφεψήματα
Εύκρατον, ζεστός ζωμός από πιπέρι, κύμινο και γλυκάνισο ή ευκρατόμελι, με μέλι
Θασόρροφον, εκχύλισμα θασίων αμυγδάλων διαλυμένο σε νερό, σουμάδα
Απόμελι, το νερό με το οποίο ξέπλεναν τις κυρήθρες
Μαραθίτης, ανηθίτης, ανισάτον
Μελίγαλα, ροδόμελι, υδρόμελι
Οξύγαλον για τη χώνεψη
Σακχαρόθερμον

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ιωάννης Τσιμισκής: η περιγραφή του από το Λέοντα Διάκονο

         

Ο Ιωάννης Τσιμισκής με αξιωματούχους του
         0  Λέων ο Διάκονος ήταν Βυζαντινός ιστορικός και χρονογράφος. Γεννήθηκε γύρω στα 950 κοντά στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε διάκονος στο αυτοκρατορικό παλάτι. Όσο βρισκόταν στην Πόλη, έγραψε ιστορία για τους αυτοκράτορες Ρωμανό Β΄, Νικηφόρο Β΄, Ιωάννη Τσιμισκή και τα πρώτα χρόνια του Βασίλειου Β΄. Συχνά υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που κατέγραψε.Το συγγραφικό στυλ του Λέοντα έχει χαρακτηριστεί «κλασικό» καθώς χρησιμοποίησε γλώσσα παρόμοια με αυτή του Ομήρου και άλλων παλαιών  Ελλήνων συγγραφέων όπως ο Αγαθίας ο Σχολαστικός.

         Ο   Λέων ο Διάκονος περιγράφει εξαιρετικά τη φυσική και ηθική εικόνα του Ιωάννη Τσιμισκή με τα ακόλουθα λόγια : << Η εμφάνιση του ήταν ως εξής: ήταν λευκός στο πρόσωπο με ωραίο χρώμα και δέρμα, είχε ξανθά μαλλιά, αραιά στο μέτωπο. Τα μάτια του είχαν αντρίκια και χαρωπή έκφραση. Η μύτη του ήταν λεπτή και συμμετρική. Το γένι του ήταν κοκκινωπό, στο πλαίσιο το είχε αφήσει μακρύτερο ενώ το κάτω μέρος ήταν κανονικό σε μήκος και πλούσιο. Ως προς το ανάστημα ήταν κοντός, αν και είχε ευρύ στέρνο και πλάτες. Είχε τρομερή δύναμη και επιδεξιότητα στα χέρια και ακμαιότητα ακατάβλητη. Είχε ηρωική ψυχή, άφοβη και ακλόνητη και έκρυβε υπερβολική τόλμη στο μικροκαμωμένο του σχετικά σώμα.
        Σε όλη τη φάλαγγα των αντιπάλων δε δείλιαζε να ορμήσει μόνος του και σκοτώνοντας πολλούς με μεγάλη ταχύτητα, ξαναγύριζε στους δικούς του στρατιώτες, χωρίς να έχει κτυπηθεί. Στο άλμα, στη σφαίρα, στο ακόντιο, στο τόξο, όλους της μέσης ηλικίας τους ξεπερνούσε. Λέγεται ότι βάζοντας τέσσερα άλογα στη σειρά, πηδώντας σαν πουλί από το πρώτο καθόταν στο τελευταίο. Ρίχνοντας βέλος σκόπευε και το περνούσε από τρύπα δαχτυλιδιού. Τόσο ξεπερνούσε και τον πολύ καυχησιάρη για την ευστοχία του νησιώτη του Ομήρου, που περνούσε το βέλος δια μέσου των πελέκεων. Και σφαίρα φτιαγμένη από δέρμα, βάζοντας την στο πάτο γυάλινου αγγείου, κέντριζε το άλογο με το σπιρούνι του και επιταχύνοντας χτυπούσε με ράβδο τη σφαίρα αυτή και πετύχαινε να αναπηδήσει και να πεταχτεί έξω, το δε αγγείο έμενε αμετακίνητο κι άθραυστο. 
      Ήταν μεγαλόψυχος και γενναιόδωρος με όλους. Κανένας που του ζήτησε κάτι δεν έφυγε απογοητευμένος. Σε όλους με αγαθότητα και χαρούμενη διάθεση έδινε τη βοήθειά του. Κι αν ο παρακοιμώμενος  (ανώτατη θέση στη βυζαντινή αυλή, αρχιθαλαμηπόλος) Βασίλειος δεν τον συγκρατούσε από την ακράτητη ροπή του να ευεργετεί τους ομοεθνείς του, θα είχε μοιράσει στους φτωχούς τους βασιλικούς θησαυρούς. Ελάττωμα του Ιωάννη ήταν ότι του άρεσε να συχνάζει στα γλέντια και να υποκύπτει στο ποτό και στις σωματικές ηδονές.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης - Το Έβδομον

.     


Σχεδιαστική αναπαράσταση του Θριάμβου του Μ. Θεοδοσίου από τη Χρυσή Πύλη. Στο βάθος διακρίνεται ο Φόρος του Θεοδοσίου στην Κωνσταντινούπολη.

        Το Έβδομον υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Σχετικά με την ταύτιση της τοποθεσίας του έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις.Ωστόσο, σύμφωνα με την επικρατέστερη, που πρωτοδιατυπώθηκε από τον καθηγητή Van Millingen, το Έβδομον εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της θάλασσας του Μαρμαρά και ειδικότερα επτά ρωμαϊκά μίλια (λίγο παραπάνω από 10 χλμ.) δυτικά από το Μίλιον. Την περιοχή διέσχιζε η Εγνατία οδός και από αυτήν ξεκινούσαν οι θριαμβευτικές πομπές των αυτοκρατόρων προς την πρωτεύουσα . Στη θέση του βυζαντινού Εβδόμου βρισκόταν μέχρι το 1922 η ελληνική κοινότητα Μακροχωρίου, ενώ σήμερα στον ίδιο χώρο υπάρχει ο οικισμός Bakirköy. 
        Ήδη τον 4ο αιώνα, το Έβδομον ήταν η περιοχή όπου στάθμευαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, ενώ περιλάμβανε επίσης μία εξέδρα, το Τριβουνάλιο, όπου ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν στο στράτευμα. Η μεγάλη πεδιάδα που εκτεινόταν στην περιοχή (και η οποία ονομαζόταν Κάμπος, κατά μίμηση του ρωμαϊκού Campus Martius), η άμεση πρόσβαση στη θάλασσα και κυρίως η μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα ήταν οι λόγοι που καθιστούσαν το Έβδομον ιδανικό μέρος για τη στρατοπέδευση των λεγεώνων της Νέας Ρώμης• δεν είναι τυχαίο ότι η σύγκλητος υποδεχόταν εκεί τον αυτοκράτορα έπειτα από εκστρατεία, ώστε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο η πομπή προς την πόλη.
    Επρόκειτο επίσης για μια περιοχή εξαιρετικής πολιτικής σπουδαιότητας, καθώς εκεί ο αυτοκράτορας αναγνωριζόταν ως αρχηγός του ρωμαϊκού στρατού και συχνά σε αυτό το χώρο γινόταν η αναγόρευσή του. Η περιοχή αποτελούσε την αφετηρία κάθε επίσημης πομπής προς την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη ήταν και η θρησκευτική σημασία του προαστίου, γεγονός που γίνεται αντιληπτό αφενός μεν από το μεγάλο αριθμό εκκλησιών εκεί, αφετέρου δε από το ότι ο πληθυσμός της Πόλης, μετά τους ισχυρούς σεισμούς του 447/448, κατέφυγε στο Έβδομον για να προσευχηθεί στο χώρο μαζί με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη.
       Στην ευρύτερη περιοχή του Εβδόμου υπήρχαν πολλά και λαμπρά κτήρια, τόσο κοσμικά όσο και θρησκευτικά. Σήμερα ελάχιστα από αυτά διατηρούνται και, μάλιστα, σε πολύ κακή κατάσταση. Το Έβδομον θεωρούνταν αυτοκρατορικό προάστιο και εμπλουτιζόταν με ολοένα και περισσότερα κτήρια. Φαίνεται ότι ο Ουάλης φρόντισε για τη μνημειακή ανάδειξη του Τριβουναλίου, όπου αναγορεύτηκε αυτοκράτορας, σε σημείο ώστε ο Θεμίστιος να τον ψέγει ότι παραμελεί την πρωτεύουσα· στα Πάτρια ο Κωνσταντίνος Α΄ εμφανίζεται να χτίζει στο Έβδομον το ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ενώ επί Θεοδοσίου Α΄ κατασκευάζεται και ο ναός του Προδρόμου, για να στεγαστεί εκεί η κάρα του αγίου. Στα χρόνια του Ιουστινιανού Α΄ οικοδομήθηκαν στοές, φόρα και λουτρά που συναγωνίζονταν τα αντίστοιχα κτίσματα της Κωνσταντινούπολης, ενώ ανακαινίστηκαν πολλά προγενέστερα· καθαρίστηκε επίσης το λιμάνι του Εβδόμου, το οποίο χρονολογείται πιθανότατα από τα τέλη του 4ου αιώνα.
     Η περιοχή υπέστη καταστροφές από τις επιδρομές των Αράβων, στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, και των Βουλγάρων με τον Κρούμο το 813·9 ωστόσο, οι εκκλησίες ανακαινίστηκαν από το Βασίλειο Α΄, ενώ στο Περί βασιλείου τάξεως η περιοχή φαίνεται ότι διατηρούσε τη σημασία της ως τόπος υποδοχής του αυτοκράτορα έπειτα από εκστρατεία τουλάχιστον μέχρι το 10ο αιώνα. Ορισμένα δείγματα της κοσμικής αρχιτεκτονικής τέχνης του Εβδόμου είναι το Τριβουνάλιο, η Μαγναύρα, τα ανάκτορα των Ιουκουνδιανών ή Σεκουνδιανών, καθώς και η στήλη και ο ανδριάντας του Θεοδοσίου Β΄, το στρογγυλό μαυσωλείο, φρούρια και κινστέρνες.

Τριβουνάλιο
    Το Τριβουνάλιο, ή αλλιώς βήμα, ήταν ένα είδος υψηλής εξέδρας, όπου ανερχόταν ο αυτοκράτορας για να απευθυνθεί στο στρατό του. Χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ουάλη μετά την αναγόρευσή του το 364. Ως προς τη μορφή του, ήταν σχήματος ημικυκλικού με την κύρια όψη του προς τον λεγόμενο Κάμπο. Στην πρόσοψη του κτηρίου ανοίγονταν σε τακτές αποστάσεις κόγχες, όπου τοποθετούνταν αγάλματα αυτοκρατόρων.Το πλάτος της εξέδρας έφθανε τα 2,40 μ., ενώ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το ακριβές ύψος της. Ωστόσο, το μέγιστο ύψος των σωζόμενων τμημάτων αγγίζει περίπου τα 5 μέτρα δυτικά και τα 3 μέτρα ανατολικά.

Ανάκτορα
 Μαγναύρα
      Κατ’ αναλογίαν με τη Μαγναύρα του Μεγάλου Παλατιού, στην αντίστοιχη του Εβδόμου η σύγκλητος δεξιωνόταν τους αυτοκράτορες έπειτα από κάθε νίκη τους. Το κτήριο οικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό. Η ταύτιση της θέσης του έγινε χάρη στην ανασκαφική έρευνα του Θ. Μακρίδη. Στη δυτική πλευρά του λιμανιού εντοπίστηκαν θεμέλια βυζαντινής προκυμαίας καθώς και μαρμάρινες ημικυκλικές βάσεις. 
Ανάκτορο Ιουστινιανού

      Ο Ιουστινιανός Α΄ ανήγειρε στο Έβδομον το παλάτι των Ιουκουνδιανών ή Σεκουνδιανών, σύμφωνα με τον Προκόπιο και άλλες πηγές. Το ανάκτορο αναφέρεται από το Θεοφάνη σε σχέση με τη στήλη από πορφυρίτη του Θεοδοσίου, που κατέρρευσε στο σεισμό του 558. Σύμφωνα με το χρονικογράφο, η στήλη βρισκόταν μπροστά από το ανάκτορο του Ιουστινιανού.
 Φρούρια
       Το Έβδομον ήταν εξοπλισμένο με δύο φρούρια τοποθετημένα το ένα ανατολικά και το άλλο δυτικά του λιμανιού. Το πρώτο από τα δύο ήταν γνωστό ως «κυκλόβιον» ή «Καστέλιον Στρογγύλον», ενώ το δεύτερο ως «Καστέλιον των Θεοδοσιανών». Τα λιγοστά σπαράγματα του δεύτερου σώζονταν έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ σήμερα στη θέση του βρίσκεται νεότερο κτήριο.
Κινστέρνες
      Βορειοανατολικά του σημερινού Bakirköy σώζεται μέχρι και σήμερα σε σχετικά καλή κατάσταση μία μεγάλη βυζαντινή κινστέρνα. Το σχήμα της είναι ορθογώνιο και οι διαστάσεις της είναι 127 x 76 μ. και το βάθος της 11 μ.14 Η δεξαμενή αυτή δεν είναι η μοναδική, καθώς εντοπίζονται άλλες τρεις ανοιχτές και μία ακόμα κλειστή, γνωστή και ως κινστέρνα της Μαγναύρας, με 98 στηρίγματα και σχήμα παραλληλόγραμμο.

Θρησκευτική αρχιτεκτονική
        Πέρα από τα πολλά και εντυπωσιακά κοσμικά κτήρια που στόλιζαν το αυτοκρατορικό προάστιο, οικοδομήθηκαν και αρκετοί ναοί. Σήμερα ελάχιστοι από αυτούς σώζονται, ενώ οι υπόλοιποι μας είναι γνωστοί από γραπτές πηγές, κυρίως από συναξάρια. Έτσι απαριθμούνται  οι ναοί της Αγίας Θεοδότης, του Προφήτη Σαμουήλ, του Ευαγγελιστή Ιωάννη, του Ιωάννη Προδρόμου, των Αγίων Μηνά και Μηναίου, του Αγίου Βικεντίου, τη μονή των Νηπίων και πιθανώς ένα αγίασμα του Αγίου Μάμαντα.

ΠΗΓΗ --- Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού


   

Βυζαντινή Θεσσαλονίκη - Ναός Αγίας Αικατερίνης

       

     


            Ο ναός της Αγίας  Αικατερίνης βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης, βόρεια της οδού Αγίου Δημητρίου, κοντά στα Βυζαντινά Τείχη. Είναι κτίσμα χαρακτηριστικό της λεγόμενης "Μακεδονικής Σχολής", καθώς διαμορφώνεται με τέσσερις καμάρες εγγεγραμμένου σε τετράγωνο σταυρό, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο κεντρικός τρούλος. Γύρω από το τετράγωνο αυτό της βάσης του τρούλου αναπτύσσεται προς τρεις κατευθύνσεις (νότος, δύση, βορράς) ένα χαμηλωμένο κλίτος που δίνει μεγαλύτερη ευρυχωρία στο ναό και προσθέτει κομψότητα και μορφολογικό ενδιαφέρον, καθώς στις τέσσερις γωνίες του κλίτους ανυψώνονται ισάριθμοι τρούλοι, πιο χαμηλοί από τον κεντρικό που κυριαρχεί.
           Ο ναός είναι χτισμένος την περίοδο 1320 -1330. Η αρχική ονομασία του ναού δεν έχει διευκρινιστεί. Από κάποιους μελετητές ο ναός ταυτίστηκε με το καθολικό της μονής του Χριστού Παντοδυνάμου.
      Στα χρόνια του Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Β΄(1481-1512), το 1510, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί που ονομαζόταν "Γιακούπ-πασά τζαμί".
       Η αφιέρωση του ναού στην Αγία Αικατερίνη έγινε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 .
     Την περίοδο 1946 – 1951 έγιναν αναστηλωτικές εργασίες στο ναό και τότε αποκαλύφθηκαν αποσπάσματα των παλαιών τοιχογραφιών του ναού.

     Ο ρυθμός του ναού είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος σε τετράγωνο. Γύρω από το τετράγωνο αυτό της βάσης του κυρίου τρούλου αναπτύσσεται προς τρεις κατευθύνσεις (νότος, δύση, βορράς) ένα χαμηλωμένο κλίτος με μορφή περιμετρικής στοάς, που καταλήγει στα ανατολικά σε πρόθεση και διακονικό (το σημερινό παρεκκλήσιο της Αγίας Ευφημίας).
     Η διάταξη αυτή των χώρων και η γενική μορφολογία του ναού, εξωτερικά και εσωτερικά, είναι ξεχωριστή και αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση κτίσματος της λεγομένης "Μακεδονικής Σχολής"  έμπειρων οικοδόμων και αγιογράφων. Η σχολή αυτή πρέπει να είχε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη και σε συνεργασία με την Αθωνική πολιτεία του Άγιου όρους έχτισε αρκετούς ναούς στην περιοχή της Μακεδονίας από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα, καθώς και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής αφήνοντας το ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο στίγμα της.

    Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των εξωτερικών επιφανειών του ναού είναι οι περίτεχνες τοιχοποιίες με πλούσιο και λεπτομερή κεραμοπλαστικό διάκοσμο από εντοιχισμένα κομμάτια μαρμάρου και έγχρωμες πλάκες, που του δίνουν μία μοναδική αισθητική αρχιτεκτονική.

    Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Αικατερίνης μαζί με αυτές των άλλων ναών της πόλης (Προφήτης Ηλίας, Άγιοι Απόστολοι, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου στον Άγιο Δημήτριο, ναϊδριο του Σωτήρα κ.λ.π.), πείθουν πως η Θεσσαλονίκη ήταν κέντρο της βυζαντινής αγιογραφίας, από όπου μάλιστα μεταδόθηκε η τέχνη αυτή σε όλες τις περιοχές της Βαλκανικής. Σε αυτό συνετέλεσε σημαντικά ασφαλώς το γειτνίασμα της Θεσσαλονίκης με το Άγιο Όρος και οι σχέσεις και οι επαφές της πόλης με την Αθωνική πολιτεία.
        
      Στο εσωτερικό διασώζονται τμήματα της αρχικής τοιχογράφησης στο ιερό, στον τρούλο και στο νάρθηκα (οι τοιχογραφίες του εσωτερικού χώρου είχαν σοβατιστεί από τους Τούρκους, όταν μετέτρεψαν το ναό σε μουσουλμανικό τέμενος). Οι τοιχογραφίες αυτές, που αποτελούν δείγματα της Μακεδονικής Σχολής βυζαντινής τέχνης της Θεσσαλονίκης, είναι σύγχρονες με το ναό.

      Στον κυρίως ναό σώζονται παραστάσεις από τα θαύματα του Κυρίου (Γάμος της Κανά, Θεραπεία παραλύτου, Ίαση του τυφλού, Ίαση του λεπρού, Ο Χριστός που ησυχάζει τα νερά της λίμνης και ο Διάλογος του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα). Επίσης, υπάρχουν και οι τοιχογραφίες της «Γέννησης», της «Υπαπαντής», της «Προσκύνησης των Μάγων» και της «Πεντηκοστής».

     Στο δυτικό σκέλος του περιστώου σώζονται μορφές αγίων, κυρίως ασκητών και στηλιτών. Στην κόγχη του ιερού βήματος σώζονται μορφές ιεραρχών που λειτουργούν και η «Κοινωνία των Αγίων Αποστόλων». Ακόμη, στον τρούλο σώζονται προφήτες και άγγελοι γύρω από τον κατεστραμμένο «Παντοκράτορα». Στο βορειοδυτικό τρούλο υπάρχει ο «Χριστός Εμμανουήλ». Στο νάρθηκα αναπτύσσεται η «Δευτέρα Παρουσία».

      Στην εποχή των Παλαιολόγων ανακαινίστηκε ο ζωγραφικός διάκοσμος με νέες παραστάσεις, από τις οποίες σώζονται η «Κοίμηση της Θεοτόκου», λίγες σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου και μεμονωμένες μορφές αγίων. Στο ιερό βήμα υπάρχουν η «Πλατυτέρα δεομένη», Ιεράρχες και η «Κοινωνία των Αποστόλων»





Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, O ναός της Αγίας Αικατερίνης (αρχές 14ου

 αιώνα), χαρακτηριστικό δείγμα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής της

 παλαιολόγειας αναγέννηση



            <<Η στέγη της Αγίας Αικατερίνης έχει την μεθυστική ποικιλία μιας αμάραντης ανθοδέσμης…η ένθεση ων πλίνθων στις εξωτερικές πλευρές σχηματίζει έναν τέτοιο πλούτο διακοσμητικών θεμάτων, ώστε αισθάνεσαι σάμπως οι τοίχοι να είναι τάπητες, που μπορεί να τους σηκώσει ο άνεμος, και ολόκληρο το κτίσμα να μετεωριστεί στον ουρανό>>.
 


Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης –Προς εκκλησιασμόν

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα στο βυζάντιο -- Φαίδων Κουκουλές

 



Χριστούγεννα στο βυζάντιο




 του Φαίδωνος Κουκουλέ
 

επιμέλεια -διασκευή: Θάνος Δασκαλοθανάσης

 
 
          Η εορτή της του Χριστού γεννήσεως, τα γενέθλια του Ιησού,γιορτή που ο Ιωάννης ο  Χρυσόστομος την ονομάζει << την σεμνότερη και μητέρα όλων των γιορτών>>, δεν είναι ίσως σε πολλούς γνωστό, ότι, ως αυτοτελής γιορτή, δεν γιορταζόταν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τότε κατά την 5η Ιανουαρίου, από το τέλος της τρίτης εκατονταετηρίδας, γιορτάζονταν τα Επιφάνεια και μαζί με αυτήν γιορτάζονταν  και η γέννηση του Χριστού.
           Ως ιδιαίτερη μέρα γιορτής των Χριστουγέννων ορίστηκε κατά τον 4ο αιώνα στη Δύση η 25η Δεκεμβρίου, μετά από πολλές συζητήσεις και διχογνωμίες, αφού πουθενά στην Παλαιά ή στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται ποιον μήνα και ποιαν μέρα γεννήθηκε ο Κύριος. Ορίστηκε λοιπόν η γιορτή των Χριστουγέννων από την Εκκλησία, που επιθυμούσε να αντικαταστήσει με χριστιανική γιορτή την ειδωλολατρική γιορτή του αήττητου Ήλιου, που γιορτάζονταν την ημέρα εκείνη.
          Στην Ανατολή η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνος, όπως βεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος σε ομιλία του στην Αντιόχεια το 386.  Είναι σίγουρο ότι μεταξύ των ακροατών και του ιεράρχου, υπήρχαν και αυτοί που αντιδρούσαν στην καθιέρωση της γιορτής τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Όταν μάλιστα το 378 γιορτάστηκαν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα στη Βασιλεύουσα, υπάρχουν μαρτυρίες ότι υπήρχαν και πάλι αντιδράσεις.
          Όπως κι αν έχει, από την στιγμή που εισήχθηκε η γιορτή, επικράτησε χάρη στις ενέργειες σπουδαίων Ιεραρχών, και κυρίως του Χρυσόστομου, αλλά και του Γρηγορίου του Θεολόγου, του οποίου ο πρώτος στην Πόλη λόγος κατά την 25η Δεκεμβρίου 380 αρχιζε ως εξής: <<Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε>>
        Οι Βυζαντινοί κατά την ημέρα των Χριστουγέννων φαίνεται ότι εντός του ναού σχημάτιζαν σπήλαιο και μέσα σε αυτό εναπόθεταν στρωμνή, στην οποία τοποθετούσαν ένα παιδί, που παρίστανε τον Ιησού. Αυτό  με σαφήνεια μαρτυρεί ο Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον 83ο κανόνα της εν Τρούλλω συνόδου.
           Κατά τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχε συνήθεια για να τονωθεί η λεχώνα γυναίκα, ιδιαίτερα για το θηλασμό, να δίνουν το λεγόμενο λοχόζεμα, μια σούπα δηλαδή με σιμιγδάλι, αλλά και άλλα είδη, βούτυρο και μέλι.
           Το λοχόζεμα συνήθιζαν οι βυζαντινοί πρόγονοί μας να στέλνουν σε φιλικά σπίτια την επόμενη των Χριστουγέννων, προς τιμή των λοχείων της Παναγιάς. Το έθιμο αυτό δεν ενέκρινε η Εκκλησία και το απαγόρευσε αφού η Παναγία <<ούκ έγνω λοχείαν>>. Η απαγόρευση αυτή όμως δεν εξάλειψε το έθιμο  το οποίο συνεχιζόταν και στα κατοπινά χρόνια.
         Κατά τις μεγάλες εορτές συνηθιζόταν να καλλωπίζονται οι οικείες, να στολίζονται οι πόρτες και τα παράθυρα και να καθαρίζονται οι δρόμοι. Αυτό γινόταν και κατά την εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, οπότε  «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής>>.
          Κατά το Δωδεκαήμερο γνωρίζουμε ότι τα παιδιά γυρνούσαν τα σπιτια, από τις πρώτες πρωινές ώρες μεχρι το δειλινό και με αυλούς  και με σύριγγες (μουσικό όργανο) έλεγαν τα κάλαντα.
         Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
          Από τους στίχους πληροφορούμεθα ότι εκτός από τις ευχές, τα παιδία έλεγαν και εγκώμια προς τους νοικοκυραίους ανάλογα με τα σημερινά: << πολλά ΄παμε τ΄ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας>>, ζητώντας και την αμοιβή τους.
         Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κάλαντα τα έλεγαν όχι μόνο παιδιά αλλά και ενήλικοι συνοδεία ορχήστρας, περιφερόμενοι μέχρι τη βαθειά νύυχτα, και δεν αποχωρούσαν από το σπιτι που καλαντούσαν, αν πρώτα δεν αμείβονταν.
          Και δυστυχώς δεν ήταν μόνο αυτοί που <<ενοχλούσαν>>. Επειδή κατά την ημέρα αυτή, όπως και κατά τις επόμενες του Δωδεκαήμερου, γίνονταν οι μεταμφιέσεις, μασκαρεμένοι χτυπούσαν τις πόρτες, με φωνές και αστεϊσμούς ενοχλώντας τους οικοδεσπότες.
         Τις ημέρες των μεγάλων εορτών και ευχάριστων γεγονότων, υπήρχε η συνήθεια, κατόπιν αδείας του αυτοκράτορα, να γίνονται ιπποδρομικοί αγώνες για τους οποίους οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά παθιάζονταν. Έτσι λοιπόν την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν αγώνες στον Ιππόδρομο παρουσία του βασιλιά και πλήθους θεατών. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν άρεσε στην Εκκλησία, η οποία θα προτιμούσε ο λαός να βρίσκεται στους ναούς και όχι στα στάδια. Η αντίδρασή της όμως δεν φαίνεται να είχε αποτέλεσμα, όσον αφορά την τέλεση των αγώνων.
         Το γιορτινό τόνο της ημέρας φυσικά τον έδιναν τα ανάκτορα, όπου γινόταν προετοιμασία για την πομπική μετάβαση του βασιλιά, την προέλευσιν ή πρόκενσον, όπως έλεγαν, από το ιερό παλάτι ως την Αγία Σοφία.
        Κατά τον Κων/νο τον Πορφυρογέννητο την ημέρα της του Χριστού γεννήσεως, ο βασιλιάς φορώντας την χλαμύδα και το στέμμα και συνοδευόμενος από πατρίκιους, συγκλητικούς και στρατηγούς, έβγαινε από τα ανάκτορα και διά μέσου της κεντρικής οδού της Βασιλεύουσας, της Μέσης Οδού, κατευθυνόταν προς την Αγία Σοφία, επευφημούμενος από το λαό που του εύχονταν <<πολλά τα έτη>> <<πολλοί υμίν οι χρόνοι>>, <<πολυχρόνιοι ποιήσαι ο Θεός την αγίαν βασιλεία σου>> και έψαλλαν σε ήχο τρίτο σχετικούς προς την ημέρα ύμνους.
         Όταν ο βασιλιάς έφτανε στη Μεγάλη Εκκλησιά, στον εξωνάρθηκα ο πραιπόζιτος του έβγαζε από το κεφάλι το στέμμα, προχωρώντας στον νάρθηκα συναντούσε τον πατριάρχη και μαζί έμπαιναν στον κυρίως ναό. Έπειτα, αφού έφτανε στο ιερό και προσκυνούσε, μετέβαινε στη θέση του στο μουτατώριον, από όπου σηκωνόταν, όταν ήταν η ώρα να κοινωνήσει. Κατά την επιστροφή στα ανάκτορα, σε πέντε σημεία της Πόλης οι Πράσινοι και οι Βένετοι τον επευφημούσαν και του απηύθυναν τις ίδιες ευχές.
        Ας σημειωθεί ότι κατά την μετάβασή τους στην Μεγάλη Εκκλησιά για τη γιορτή των Χριστουγέννων οι βασιλείς άκουγαν και ύμνους και ευχές και στα Λατινικά.
         Την λαμπρή και ένδοξη μέρα των Χριστουγέννων οι βασιλείς έδιδαν επίσημο γεύμα στα ανάκτορα, στο οποίο ήταν καλεσμένοι άρχοντες και αντιπρόσωποι ξένοι αλλά και δώδεκα φτωχοί κατά το παράδειγμα των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Όταν έτρωγαν, δεν ήταν καθισμένοι αλλά ανακεκλιμένοι κατά την αρχαία συνήθεια, ευχόμενοι κατά διαστήματα μεταξύ τους αλλά και προς τον βασιλιά τις ανάλογες με την ημέρα ευχές, ενώ οι καλλίφωνοι ψάλτες της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων έψαλλαν: << Η Γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως>>
      Την ημέρα αυτή εξαιτίας της ιερότητά της, με βασιλική διαταγή απαγορεύονταν να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται κάποιος που έκανε μικροπαραπτώματα, όχι όμως αν είχε υποπέσει σε σοβαρά εγκλήματα. Στο ίδιο πνεύμα, αποφυλακίζονταν, όσοι ήταν έγκλειστοι και εξέτιαν μικρές ποινές.
 
Φαίδων Κουκουλές, <<Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός>>


Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

To σπήλαιο της Γεννήσεως

               
Nαός της Γέννησης- Βηθλεέμ, ο τόπος  της Γέννησης του Κυρίου στο σπήλαιο  με τον δεκατετράκτινο  αστέρα πάνω σε εντόπιο μάρμαρο.
 
 
Tου Δρος Μichelle Bacci Bυζαντινολόγου
 
         H  Γέννηση του Χριστού καθορίστηκε να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα αντί της 6ης Ιανουαρίου που εορταζόταν αρχικά. Αυτό έγινε δεκτό αρχικά πρώτα στα έθιμα της εκκλησίας της Ρώμης και μετά στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.
             Παρά την αρχική αντίδραση, στους αιώνες που ακολούθησαν όλες οι χριστιανικές κοινότητες με εξαίρεση την εκκλησία της Αρμενίας, υιοθέτησαν την ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου. Η εκκλησία της Παλαιστίνης έμεινε πιστή στην ημερομηνία της 6ης Ιανουαρίου μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού (527-565)
                                                                 Το σπήλαιο της Βηθλεέμ
           Την ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού, όπως μας πληροφορεί η προσκυνήτρια Αιθερία (τέλος 4ου αιώνα) μέσα στο ναό της Βηθλεέμ μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει μια ωραιότατη τελετή, που ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή, λόγω του μεγάλου αριθμού των συμμετεχόντων αλλά και της εξαιρετικής διακόσμησης του ναού με πολύχρωμα παραπετάσματα, πολύτιμα λειτουργικά αντικείμενα και πλήθος κεριών.
              Ήδη από το 2ο αιώνα, όπως μνημονεύει ο μάρτυρας Ιουστίνος, το σπήλαιο της Γεννήσεως αποτελούσε τον πιο φημισμένο Άγιο Τόπο. Ακριβώς πάνω από το σπήλαιο ο Μέγας Κων/νος οικοδόμησε οκταγωνικό ναό που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της ανταρσίας των Σαμαρειτών(529), ανακατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό, μόνο που ο νέος ναός ήταν βασιλική μεγάλη, με πλούσια  ψηφιδωτή διακόσμηση. Από το κλιμακοστάσιο στα βόρεια του ναού μπορούσε κανείς να εισέλθει στο σπήλαιο, οι χώροι του οποίου μετασκευάστηκαν πολλές φορές μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
                Το υπέδαφος της βασιλικής, όπως και σήμερα, αποτελούνταν από ένα πολύπλοκο σύνολο χώρων, σε κάθε μέρος από τους οποίους η φαντασία των ευσεβών επισκεπτών τοποθετούσε κάποιο από τα γεγονότα της Γέννησης. Ο ακριβής τόπος όπου έγινε ο τοκετός της Θεοτόκου, θεωρήθηκε ότι βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του σπηλαίου μέσα σε μια κόγχη όπου αργότερα χτίστηκε ένα θυσιαστήριο και πάνω του τοποθετήθηκε εικόνα με το άστρο της Βηθλεέμ.
            Λίγο πιο κάτω αναγνωρίστηκε η θέση της φάτνης του Ιησού. Αυτή αποτελούσε το κύριο λείψανο του ναού: ήταν μια λάρνακα από άργιλο, τοποθετημένη πάνω στο βράχο και έφερνε μαρμάρινη επένδυση. Ήδη στα χρόνια του Αγίου Ιερωνύμου (4ος αιώνας) είχε αντικατασταθεί από ένα πιο πολύτιμο κιβωτίδιο με ασημένια και χρυσή επένδυση. Σύμφωνα με την παράδοση η αρχική φάτνη είχε μεταφερθεί  στον ναό της Santa Maria Μaggiore της Ρώμης, αλλά οι επισκέπτες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι το λείψανο της φάτνης βρισκόταν μέσα στη μαρμάρινη επένδυση.          
             Ο Ιωάννης Φωκάς στα μέσα του 12ου αιώνα περιγράφει τη φάτνη ως ένα ορθογώνιο κιβώτιο, μέρος του οποίου μπορούσε κανείς να δει μέσα από μικρή τρύπα. Δημιουργήθηκαν και άλλες παραδόσεις πού ήταν γνωστές ακόμα και σε ισλαμικούς πληθυσμούς της περιοχής, που τιμούσαν το γεγονός της Γέννησης, γνωστό από τη διήγηση του Κορανίου.
 

                                                                Το φρέαρ του άστρου
            Κάτω από το Ιερό Βήμα της βασιλικής στα βόρεια του σπηλαίου της Γέννησης, υπήρχε μια στέρνα που ονομαζόταν το <<φρέαρ του άστρου>> . Μέσα σε εκείνο το νερό, από όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε πάρει η Παναγιά για να πιεί, συνέβαινε ένα εξαιρετικό θαύμα: κάθε ευσεβής άνθρωπος, όταν κοίταζε προς τα κάτω, μπορούσε να δει το άστρο να περνάει από τη μια μεριά στην άλλη. Το οκταγωνικό πηγάδι που διατηρείται σήμερα στη νότιο πλευρά του ναού θεωρείται ότι αποτελεί την απόληξη του θαυματουργού εκείνου πηγαδιού.
           Στα πρώτα χρόνια υπήρχαν πολλά  προσκυνήματα συνδεμένα με τη Γέννηση σε όλη τη Βηθλεέμ, όπως <<ο κάμπος των ποιμένων>> δηλαδή ο τόπος όπου του αναγγέλθηκε το χαρμόσυνο γεγονός. Το <<φρεάρ της Παναγίας>> και το <<σπήλαιο των Μάγων>> εκεί όπου οι τρεις Μάγοι σταμάτησαν κατά την επιστροφή τους.  Στα μεταγενέστερα όμως χρόνια το προσκύνημα της Γεννήσεως συνδέθηκε αποκλειστικά με την ομώνυμη βασιλική.
            Τον 6ο αιώνα ο μοναχός Adammanus από την Ιρλανδία έγραφε: << Πέρα από τον τοίχο>> ( δεν είναι σαφές αν εννοεί έξω από το ναό ή τα τείχη της πόλης) βρέθηκε ένα λίθος που θεωρούνταν ιερός γιατί πάνω σε αυτό η μαία Σαλώμη είχε ρίξει το νερό από το λουτρό του βρέφους. Από κει άρχισε να αναβλύζει μια πηγή καθαρή και διάφανη. Πέντε αιώνες αργότερα ένα ανώνυμο  βυζαντινό κείμενο πιστοποιούσε ότι η μαία Σαλώμη δεν έχυσε το νερό αλλά το απέκρυψε στη δεξιά πλευρά του σπηλαίου, δηλαδή στο νοτιο μέρος κι από κει άρχισε να αναβλύζει ένα υπέροχο και θαυματουργό μύρο το οποίο η Μαρία Μαγδαληνή το χρησιμοποιούσε για να αλείψει τον Κύριο. Εκείνο το νερό, όπως πιστεύεται, προερχόταν  από τη στέρνα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη ΒΔ πλευρά του ναού.
            Στην περίοδο των Σταυροφορικής κυριαρχίας το υπέδαφος του ναού της Γεννήσεως φιλοξενούσε και τον τάφο των Αγίων Αθώων Παίδων που αποτελούσαν τα σημαντικότερα λείψανα αγίων στη Βηθλεέμ και είχαν εντοπιστεί έξω από την πόλη. Πιο περίεργη, ήταν η λατρεία, επίσης μέσα στο σπήλαιο, ενός τραπεζιού, πάνω στο οποίο, σύμφωνα με τις πηγές του 12ου αιώνα, η Παναγιά είχε γευματίσει με τους Μάγους.
             Οι προσκυνητές που κατέβαιναν στο σπήλαιο για να προσκυνήσουν, προσπαθούσαν να πάρουν μαζί τους κάποιο λίθινο κομμάτι του ή λίγη σκόνη για να τα χρησιμοποιήσουν σαν φυλαχτό, επίσης συνήθιζαν να πίνουν θαυματουργό νερό από το πηγάδι Άστρου.
             Ένα άλλο σπήλαιο κοντά στο ναό, γνωστό ως σήμερα ως <<σπήλαιο του γάλακτος>> οφείλει την ονομασία του στο κατάλευκο ως γάλα χρώμα, όπως σημειώνει ο βυζαντινός ποιητής Περδίκης από την Έφεσο. Σύμφωνα με την παράδοση το σπήλαιο έγινε άσπρο, όταν έπεσε εκεί μια σταγόνα από το γάλα της Παναγιάς και, όπως πίστευαν, η λάσπη του ήταν θαυματουργή για τις μητέρες που δεν μπορούσαν να θηλάσουν.  Για το λόγο αυτό το επισκέπτονταν και οι γυναίκες της μουσουλμανικής κοινότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Βηθλεέμ θεωρούνταν ιερή και από τους μουσουλμάνους. Άραβες συγγραφείς  του 10ου αιώνα, όπως ο Άλ- Ισταχρή,  πιστοποιούν ότι η πόλη φιλοξενούσε το λείψανο της χουρμαδιάς, η οποία σύμφωνα με το Κοράνι ( κεφάλαιο ΙΘ΄) είχε θρέψει με τους καρπούς της την Παναγιά.



Χριστούγεννα στο Ιερό Παλάτιον

 
Σχεδιαστική αναπαράσταση του Ιερού Παλατιού από τον αρχιτέκτονα C. Vogt (1934). Σημειώνονται με αριθμούς τα κτίρια από τα οποία διερχόταν η αυτοκρατορική πομπή την ημέρα των Χριστουγέννων κατευθυνόμενη προς το ναό της Αγίας Σοφίας
 
 
Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΛΟΥΚΑΚΗ , βυζαντινολόγου
 
        Η τελετουργική πομπή του Βυζαντινού αυτοκράτορα προς τnν Aγία Σοφία τnν ημέρα των Χριστουγέννων ήταν ένα από τα λαμπρότερα θεάματα και από τα σημαντικότερα κοινωνικά γεγονότα στη ζωή της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης.
       Το Βυζάντιο, ένα κράτος κατ' εξοχήν μοναρχικό, είχε από πολύ νωρίς μια αυστηρά καθορισμένη ιεραρχία αξιωματούχων και τιτλούχων και ένα πρωτόκολλο απαρέγκλιτο που ρύθμιζε οποιαδήποτε εκδήλωση. Η τάξις αποτελούσε μέρος της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστικά, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος δικαιολογεί την απόφασή του να γράψει το «Περί βασιλείου τάξεως», ένα εγχειρίδιο της βυζαντινής αυλικής τελετουργίας, λέγοντας ότι «χάρη στην επαινετή τάξη, η αυτοκρατορική εξουσία φαίνεται ευπρεπέστερη, γίνεται μεγαλοπρεπέστερη και γι' αυτό τη θαυμάζουν όλοι, ημεδαποί και ξένοι» (1). Το εγχειρίδιο αυτό του 10ου αιώνα είναι μια από τις κυριότερες πηγές πληροφοριών για την επίσημη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής. Πρόκειται, ωστόσο, για συμπληρωματικό έργο, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί διάφορα κείμενα προηγούμενων εποχών, χωρίς ο συντάκτης του να επιλέγει πάντοτε και αυστηρά μόνο τα στοιχεία που αφορούν στην πραγματικότητα της εποχής του.
         Έτσι, ο προσεκτικός αναγνώστης του μπορεί να μελετήσει, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα, τη διαχρονία τελετών, αξιωμάτων, συμβόλων του βυζαντινού κόσμου.
 
                                                   Λεπτομερής περιγραφή
      Ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά γεγονότα στη ζωή της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης και ένα από τα λαμπρότερα θεάματα που πρόσφερε το Ιερό Παλάτι στους κατοίκους της πρωτεύουσας ήταν αναμφίβολα η τελετουργική πομπή του αυτοκράτορα που διέσχιζε τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και κατευθυνόταν σε κάποια από τις εκκλησίες της πόλης την ημέρα μιας θρησκευτικής γιορτής. Η επισημότερη όμως και μεγαλοπρεπέστερη πομπή όλων, n εύσnμoς και περιφανής προέλευσις, όπως την ονομάζει το «Περί βασιλείου τάξεως», ήταν η πομπή προς την Μεγάλη Εκκλησία, την Αγία Σοφία, κατά τις πέντε μεγάλες δεσποτικές εορτές, τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνια, την Κυριακή του Πάσχα, την Πεντηκοστή και τη Μεταμόρφωση. Η πομπή αυτή, η οποία περνούσε από διάφορους τόπους και αίθουσες του Ιερού Παλατιού, περιγράφεται λεπτομερέστατα από τον Πορφυρoγέvvnτo. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι το σύνολο των οικοδομημάτων που συγκροτούσαν το Ιερό Παλάτι της Κωνσταντινούπολης τον 10ο αιώνα καταλάμβανε όλο το νότιο άκρο της χερσονήσου της Κωνσταντινούπολης, στην είσοδο του Βοσπόρου.
         

        Ήταν μια ολόκληρη πόλη μέσα στην Πόλη, που άνοιγε τις πύλες της την ημέρα μιας γιορτής. Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα αναφερθούμε σε ορισμένα μόνο μέρη του τελετουργικού της μεγάλης πομπής κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, που ωστόσο αρκούν για να δώσουν μια εικόνα του χαρακτήρα και των συμβολισμών της.
 
                                                          Προετοιμασίες
       Την παραμονή της γιορτής οι δύο πραιπόσιτοι του παλατιού, ευνούχοι αξιωματούχοι επικεφαλής του αυλικού προσωπικού, υπενθυμίζουν επίσημα στον αυτοκράτορα την επικείμενη γιορτή και εκείνος δίνει την εντολή για να αρχίσουν οι προετοιμασίες. Οι δρόμοι απ' όπου θα περάσει η πομπή καθαρίζονται, στρώνονται με πριονίδι, στολίζονται με κισσό, δάφνη, δενδρολίβανο κι άλλα μυρωδικά. Ανήμερα, η τελετή αρχίζει με την προετοιμασία της ένδυσης του αυτοκράτορα. Αξιωματούχοι του αυτοκρατορικού βεστιαρίου φέρνουν τα επίσημα ρούχα και τα στέμματα που θα φορέσει ο αυτοκράτορας στο οικοδομικό συγκρότημα του παλατιού της Δάφνης, ένα από τα αρχαιότερα κτίσματα του Ιερού Παλατιού, που η κατασκευή του αποδίδεται στον Μεγάλο Κωνσταντίνο.
       Οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι, φέρνουν τα αυτοκρατορικά όπλα, την ασπίδα, το ξίφος, το δόρυ και το αυτοκρατορικό φλάμoυλο στο Οινοπόδιο, τον μεγάλο προθάλαμο του παλατιού της Δάφνης. Άλλοι αξιωματούχοι παίρνουν από το παρεκκλήσι του Αγίου Θεοδώρου τη ράβδο του Μωυσή και από ναό του Αγίου Στεφάνου τον σταυρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τα φέρνουν στο Κονσιστώριο, την αίθουσα του θρόνου στο παλάτι της Δάφνης. Σε δύο κεφάλαια το Περί βασιλείου τάξεως αναφέρεται λεπτομερώς στην ενδυματολογία, τόσο του ηγεμόνα όσο και των αξιωματούχων που συνοδεύουν την πομπή των Χριστουγέννων: το αξίωμα, η τάξη αλλά και η σημασία της γιορτής διακρίνονται και προσδιορίζονται από τα χαρακτηριστικά και την πολυτέλεια των στολών.
                                                                
 
                                                              Διαδρομή
       Ο αυτοκράτορας βγαίνει από τον ιερό κοιτώνα και έρχεται στον Χρυσοτρίκλινο, τη λαμπρή αίθουσα του θρόνου, που κατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό Β' και αποτελούσε τον κέντρο των ανακτόρων, για να προσευχηθεί μπροστά την εικόνα του ένθρονου Χριστού που κοσμεί την κόγχη του θρόνου. Στη συνέχεια, περνά από διάφορες αίθουσες και ναούς του Παλατιού, όπου συγκεκριμένοι κάθε φορά αξιωματούχοι τον περιμένουν για να τον προσκυνήσουν και να προστεθούν στην ακολουθία του. Εκείνος, σε ένδειξη ευλάβειας ανάβει κεριά στους χώρους λατρείας που συναντά και προσκυνά τα φυλασσόμενα ιερά λείψανα. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται η πομπή, που καταλήγει στο συγκρότημα του παλατιού της Δάφvnς. Εκεί, ο αυτοκράτορας, μόλις λάβει ειδοποίηση από τον απεσταλμένο του πατριάρχη, τον ρεφερενδάριο, ότι πλησιάζει η ώρα της θείας λειτουργίας, φοράει με τη βοήθεια των πραιποσίτων τη βασιλική στολή και το στέμμα. Συνοδευόμενος από στρατηγούς, πατρικίους και οι αξιωματούχους του βεστιαρίου φτάνει στο Ονοπόδιο, όπου οι βασιλικοί σπαθάριοι κρατώντας το βασιλικά όπλα προστίθενται στην πομπή. Το ίδιο συμβαίνει και στο Κονσιστώριο όπου βρίσκεται ο σταυρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η ράβδος του Μωυσή. Η πομπή με τα ιερά σύμβολα αυτά να προπορεύονται φτάνει στις συνοικίες των στρατιωτικών ταγμάτων του Παλατιού, των εκσκουβίτων, των κανδιδάτων, των σχολών κ.λπ. Διέρχεται πρώτα από τον τρίκλινο των εκσκουβίτων, όπου δεξιά και αριστερά απλώνονται τα ρωμαϊκά σκήπτρα, τα λεγόμενα βήλα, λάβαρα και άλλα εμβλήματα στρατιωτικών σωμάτων. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το «Περί βασιλείου τάξεως» διακρίνει τα ρωμαϊκά σκήπτρα (επιβίωση των σκήπτρων των υπάτων) από τα υπόλοιπα εμβλήματα.
        Στην αίθουσα αυτή στέκονται οι καγκελάριοι του κοιαίστωρος, αξιωματούχοι με αστυνομικά καθήκοντα μεταξύ άλλων στην Κωνσταντινούπολη, και επευφημούν τον αυτοκράτορα στα λατινικά!     
        Το Περί βασιλείου τάξεως παραδίδει τιε επευφημίες τους ως εξής:
«Δε Μαρίε Βέργηνε νάτουs ετ Μάγια δ' ωριέντε κουμ μούνερα αδοράντες». Ερμηνεύεται: «Εκ Μαρίας της παρθένου εγεννήθη και Μάγοι εξ ανατολών μετά δώρων προσκυνούσιν».
Απόκριμα: «Κρίστους, Δέουs νόστερ, κουμβέρσετ ημπέριουμ βέστρουμ περ μουλτουσάννοs ετ βόνος». Ερμηνεύεται: «Χριστός ο Θεόs ημών, φυλάξη την βασιλείαν υμών επί πολλοίs έτεσι και καλοίς».
       Είναι προφανέs ότι την εποχή του Πορφυρογέννητου τα λατινικά ήταν πλέον μια ξεχασμένη γλώσσα και οι τυπικές φράσεις που απαγγέλλονταν στις τελετές χρειάζονταν μετάφραση.
      Πριν φύγει η πομπή από τον τρίκλινο των εκσκουβίτων, ο αυτοκράτορας πραγματοποιεί εκεί τους διορισμούς ορισμένων νέων στρατιωτικών αξιωματούχων, στους οποίους ο αυτοκράτορας εγχειρίζει το σύμβολο του αξιώματός τους, για παράδειγμα, στους σκρίβωνες δίνει μια βεργούλα. Το ίδιο συμβαίνει και στη συνέχεια όταν ο μονάρχης φτάνει στις Σχολές. Εκεί διορίζονται οι νέοι κόμητες.
      Το πέρασμα όμως της πομπής από τις συνοικίες των Σχολών σηματοδοτείται κυρίως από τις αναφωνήσεις των δήμων. Ο πρώτος που χαιρετίζει τον μονάρχη είναι ο δήμος των Βενέτων, που τον επευφημεί ως εξής:
       Οι κράκται «Αστήρ τον ήλιον προμηνύει εν Βηθλεέμ Χριστόν ανατείλαντα εκ παρθένου».
       Ο λαόs: «Πολλά έτη, ειs πολλά» κ.λπ.
       Ακολουθούν οι δοχές των άλλων δήμων μέχρις ότου η αυτοκρατορική πομπή περάσει τη Χαλκή Πύλη και την πλατεία του Αυγουσταίου για να καταλήξει στην Αγία Σοφία. Τα ρωμαϊκά κατάλοιπα από τις πομπές υπάτων, τα ιερά χριστιανικά σύμβολα που συνδέουν τον βυζαντινό ηγεμόνα με την ουράνια βασιλεία, μαζί με τελετουργικές εκδηλώσεις ανατολικής προέλευσης, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της εορταστικής αυτής πομπής.
 
                                                          Στο ναό
         Στην είσοδο του ναού της Αγίας Σοφίας ο πραιπόσιτοs αφαιρεί το στέμμα από το κεφάλι του αυτοκράτορα. Στη συνέχεια τον υποδέχεται ο πατριάρχης με την ακολουθία του και μαζί εισέρχονται στον κυρίως ναό. Ο αυτοκράτορας κατευθύνεται στο θυσιαστήριο και απλώνει πάνω στην Αγία Τράπεζα δύο λευκούς αέρες, ασπάζεται τα δύο δισκοπότηρα και τα σπάργανα του Κυρίου και αφήνει το αποκόμβιον, μια χρηματική προσφορά. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, όταν βγαίνουν τα άγια, ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τους πατρικίους και άλλους άρχοντες, κρατώvτας λαμπάδα και προχωρώντας ανάμεσα στους συγκλητικούς που στέκονται δεξιά και αριστερά, ακολουθεί την ιερή πομπή μέχρι τη σωλαία. Εκεί στέκεται και περιμένει να περάσουν τα άγια. Πατριάρχης και αυτοκράτορας προσκυνούν αλλήλους.
 
 
                                                      Έξοδος
         Μετά τη θεία κοινωνία, ο αυτοκράτορας μαζί με τον πατριάρχη βγαίνουν από τον ναό και κατευθύνονται προς το Άγιο Φρέαρ, το στόμιο του πηγαδιού που ακούμπησε ο Χριστός όταν μιλούσε με τη Σαμαρίτιδα, ιερό κειμήλιο που τον 10ο αιώνα βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της Αγίας Σοφίας. Εκεί ο αργυροχόος δίνει στον πραιπόσιτo χρυσά πουγκιά και αυτός με τη σειρά του τα μεταβιβάζει στον αυτοκράτορα, ο οποίος τα μοιράζει σε εκείνους που καλεί ο αργυροχόος. Στη συνέχεια, ο πατριάρχης παίρνει από τα χέρια του πραιπόσιτου το στέμμα και στέφει τον αυτοκράτορα, δίνοντας του ευλογία (αντίδωρο). Ο αυτοκράτορας προσφέρει στον πατριάρχη αποκόμβιον και εκείνος αντιχαρίζει αρωματικά έλαια. Ασπάζονται ο ένας τον άλλον και ο αυτοκράτορας αναχωρεί.
     Η πομπή ακολουθεί την ίδια ανάστροφη πορεία και σε όλη τη διαδρομή ο αυτοκράτορας επευφημείται από τους δήμους, τη σύγκλητο και άλλους αξιωματούχους. Όταν φτάσει στο συγκρότημα της Δάφνης, οι αξιωματούχοι του κουβουκλίου, του αυτοκρατορικού ενδιαιτήματος, αναφωνούν ρωμαϊστί:
      «Ηλθετε, μούλτουs άvvουs, φιλληκήσιμε». Ο μονάρχης, με m βοήθεια των βεστητόρων, βγάζει τη βασιλική στολή και το στέμμα, ενώ οι παριστάμενοι εύχονται «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους». Τότε, οι πόρτες της πλατείας του Αυγουσταίου ασφαλίζονται και το Ιερό Παλάτι κλείνει.