Παίζειν και συνθηκίζειν Ταξιάρχης Γ. Κόλιας
Η ρωμαϊκή παράδοση, η επιβίωσή της στη βυζαντινή εποχή, οι ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, η ελευθερία τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς
Αντίθετα με την επικρατούσα εικόνα για το Βυζάντιο, η οποία είναι συνδεδεμένη με μορφές αυτοκρατόρων και σεβάσμια εκκλησιαστικά πρόσωπα, ζούσαν σε αυτό βεβαίως και άνθρωποι με απλές καθημερινές συνήθειες και αδυναμίες. Οπως λοιπόν και σε άλλες εποχές και κοινωνίες πολλοί ήταν και οι Βυζαντινοί που έδειχναν ενδιαφέρον για τα τυχερά παιχνίδια, εξ άλλου υπήρχε η παράδοση από την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, την οποία ακολουθούσαν και σε αυτόν τον τομέα.
Δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τα είδη των τυχερών παιχνιδιών και τον τρόπο που αυτά παίζονταν. Οι γνώσεις μας προέρχονται κυρίως από παρατηρήσεις για κοινωνικά φαινόμενα σε πατερικά κείμενα και από άλλα συμβουλευτικού χαρακτήρα έργα, από σχετικές προβλέψεις στη νομοθεσία, από μεσαιωνικά λεξικά που επεξηγούν το περιεχόμενο των σχετικών όρων και από άλλες, μάλλον συμπτωματικές, αναφορές σε διαφόρων ειδών κείμενα.
Ο Φ. Κουκουλές στο γνωστό έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στα «παίγνια των ανδρών» και εκεί κάνει λόγο για τους «κύβους», την «πεττεία», τον «αστραγαλισμό», το «ταβλίον» και το «ζατρίκιον». Οι κύβοι, τα ζάρια δηλαδή, ήταν εξάπλευροι, από κόκαλο ή πέτρα με κάποια σημάδια στις πλευρές τους αντίστοιχα με τους αριθμούς που έχουν σήμερα. Η «κυβεία» δεν σήμαινε μόνο το παιχνίδι των ζαριών αλλά συχνά δήλωνε γενικότερα τα τυχερά παιχνίδια και αντίστοιχα «κυβευτής» ήταν γενικότερα ο παίκτης (που λεγόταν και «κοττιστής»). Μια ασάφεια στη χρήση των όρων που υπάρχει στις πηγές, μας εμποδίζει συχνά να είμαστε βέβαιοι για το είδος του παιχνιδιού που αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση.
Τα διάφορα είδη «πεττείας» παίζονταν με πούλια και βασίζονταν στη μετακίνησή τους πάνω σε μία χαραγμένη επιφάνεια• αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές στη σημερινή ντάμα.
«Αστραγάλους» έπαιζαν τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες, με διαφορετικό βέβαια έπαθλο για τον νικητή. Οι αστράγαλοι ήταν κότσια ζώων (προβάτων ή μεγαλύτερων ζώων), τα οποία οι παίκτες τα μετακινούσαν πάνω σε μία επιφάνεια ή τα έριχναν σαν ζάρια.
Οι «ταβλίζοντες» έριχναν τα ζάρια πάνω σε μια τάβλα με συγκεκριμένα σχήματα στην επιφάνειά της και ανάλογα με τις ζαριές μετακινούσαν τα πούλια• πρόκειται δηλαδή για ένα παιχνίδι παρόμοιο με το σημερινό τάβλι.
Τέλος, γνωστό είναι ότι οι Βυζαντινοί έπαιζαν «ζατρίκιον», σκάκι, που πρέπει να έφθασε από την Ανατολή κατά τη διάρκεια του Η' αιώνα και περιλαμβανόταν επίσης στα είδη της κυβείας. Οι ταβλοδόχοι
Χαρτιά δεν έπαιζαν οι Βυζαντινοί εφόσον αυτά έγιναν γνωστά στην Ευρώπη, προερχόμενα επίσης από την Ανατολή, μόλις κατά τα τέλη του ΙΔ' αιώνα• έτσι η χρήση τους δεν πρόφτασε να καθιερωθεί στο Βυζάντιο.
Η εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών θεωρούνταν γενικά ως φαινόμενο ηθικής και πνευματικής παρακμής. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, καυτηριάζοντας το φαινόμενο ότι στα σπίτια υπήρχαν αντί βιβλίων κύβοι και πούλια, καταδικάζει τα τυχερά παιχνίδια, στα οποία αποδίδει, εκτός από άλλες αρνητικές συνέπειες, την απώλεια περιουσιών. Προφανώς υπήρχαν περίοδοι κατά τις οποίες εκδηλωνόταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα τυχερά παιχνίδια. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' (379-395) είχε μετατρέψει τον ναό της Αρτέμιδος στην Κωνσταντινούπολη σε «ταβλοπαρόχιον τοις κοττίζουσιν», δηλαδή σε χώρο για να παίζουν ζάρια. Ως παράδειγμα επικριτικής αντιμετώπισης των παιχνιδιών αναφέρω την περίπτωση της μορφωμένης πριγκίπισσας και συγγραφέως του ΙΒ' αιώνα Αννας Κομνηνής, όπως και του Κεκαυμένου, ο οποίος συνέγραψε νουθεσίες έναν αιώνα νωρίτερα και θεωρούσε επιλήψιμο να επιδίδεται ο στρατηγός στο παιχνίδι της «τάβλας».
Η πολιτεία αναγνωρίζοντας τους κινδύνους από την εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών είχε λάβει τα μέτρα της. Συγκεκριμένα στον Κώδικα του Ιουστινιανού είχε περιληφθεί πλήρης απαγόρευση (του έτους 529) των τυχερών παιχνιδιών και των στοιχημάτων, με εξαίρεση πέντε συγκεκριμένων παιχνιδιών, στα οποία όμως και πάλι δεν επιτρεπόταν να παιχθεί ποσό μεγαλύτερο του ενός χρυσού νομίσματος. Τα κέρδη που εξασφάλιζε ο νικητής ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει στην περίπτωση που γινόταν γνωστή η προέλευσή τους. Ο Ιωάννης Μαλάλας, που αναφέρθηκε πιο πάνω, φέρνει τη μαρτυρία ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος εφαρμόστηκε με αυστηρότητα: Στα χρόνια του Ιουστινιανού ορισμένα άτομα που συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι έπαιζαν τυχερά παιχνίδα «χειροκοπήθησαν» και διαπομπεύθηκαν.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο «υποδοχεύς» ή «ταβλοδόχος», εκείνος δηλαδή που διέθετε τον χώρο για τη διεξαγωγή των παιχνιδιών, εθεωρείτο ως ο κύριος υπεύθυνος και για τον λόγο αυτόν μπορούσε να τον δείρει ή γενικότερα να τον «ζημιώσει» όχι μόνο ο παίκτης που είχε χάσει αλλά και οιοσδήποτε άλλος χωρίς να έχει συνέπειες για την πράξη του αυτή. Ιδιαίτερα βαριά ήταν η προβλεπόμενη ποινή για όποιον εξανάγκαζε κάποιον να λάβει μέρος σε παιχνίδι ή να συνεχίσει το παιχνίδι επειδή ο ίδιος έχανε και ήλπιζε σε αλλαγή της τύχης του: Υποχρεωνόταν σε καταβολή προστίμου που ήταν και το λιγότερο ή καταδικαζόταν σε καταναγκαστική εργασία σε λατομείο ή σε φυλάκιση.
Αρκετά συχνά στον πειρασμό της δοκιμής της τύχης, της διασκέδασης και του εύκολου κέρδους υπέκυπταν και κληρικοί. Αυτό μαρτυρεί η ειδική απαγόρευση (του έτους 534) που περιλαμβάνεται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, την οποία μάλιστα ανανέωσε λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος αυτοκράτορας με νεαρά του (του έτους 546). Με την τελευταία απαγόρευε «τοις οσιοτάτοις επισκόποις και πρεσβυτέροις και διακόνοις... ταβλίζειν ή των τα τοιαύτα παιζόντων κοινωνούς ή θεωρητάς γίνεσθαι ή εις οιανδήποτε θέαν του θεωρήσαι χάριν παραγίνεσθαι. Ει δέ τις εξ αυτών τούτο αμάρτοι,... τούτον επί τρεις ενιαυτούς από πάσης ευαγούς υπηρεσίας κωλύεσθαι και μοναστηρίω εμβάλλεσθαι... ». Η απαγόρευση αυτή επαναλαμβάνεται σε νομοθετήματα των επόμενων αιώνων, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν είχε εξαλειφθεί το πρόβλημα. Σε γενικές γραμμές οι διατάξεις κατά των τυχερών παιχνιδιών παρέμειναν σε ισχύ επί αιώνες.
Γενικά λοιπόν το βυζαντινό δίκαιο απαγόρευε το «παίζειν επί χρήμασι» και το «συνθηκίζειν», δηλαδή τα στοιχήματα, καθ' όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εξαίρεση αποτελούσαν στους πρώτους κυρίως αιώνες, όταν η ρωμαϊκή παράδοση ήταν ιδιαίτερα ζωντανή ορισμένες ημέρες του έτους, κατά τις οποίες τα τυχερά παιχνίδια ήταν ελεύθερα. Στις ημέρες αυτές ανήκε πρώτη από όλες η Πρωτοχρονιά και για τον λόγο αυτό και η σημερινή συνήθεια να δοκιμάζει κανείς την τύχη του τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς πιθανότατα ανάγεται στην εποχή εκείνη.
Αντίθετα με την επικρατούσα εικόνα για το Βυζάντιο, η οποία είναι συνδεδεμένη με μορφές αυτοκρατόρων και σεβάσμια εκκλησιαστικά πρόσωπα, ζούσαν σε αυτό βεβαίως και άνθρωποι με απλές καθημερινές συνήθειες και αδυναμίες. Οπως λοιπόν και σε άλλες εποχές και κοινωνίες πολλοί ήταν και οι Βυζαντινοί που έδειχναν ενδιαφέρον για τα τυχερά παιχνίδια, εξ άλλου υπήρχε η παράδοση από την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, την οποία ακολουθούσαν και σε αυτόν τον τομέα.
Δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τα είδη των τυχερών παιχνιδιών και τον τρόπο που αυτά παίζονταν. Οι γνώσεις μας προέρχονται κυρίως από παρατηρήσεις για κοινωνικά φαινόμενα σε πατερικά κείμενα και από άλλα συμβουλευτικού χαρακτήρα έργα, από σχετικές προβλέψεις στη νομοθεσία, από μεσαιωνικά λεξικά που επεξηγούν το περιεχόμενο των σχετικών όρων και από άλλες, μάλλον συμπτωματικές, αναφορές σε διαφόρων ειδών κείμενα.
Ο Φ. Κουκουλές στο γνωστό έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στα «παίγνια των ανδρών» και εκεί κάνει λόγο για τους «κύβους», την «πεττεία», τον «αστραγαλισμό», το «ταβλίον» και το «ζατρίκιον». Οι κύβοι, τα ζάρια δηλαδή, ήταν εξάπλευροι, από κόκαλο ή πέτρα με κάποια σημάδια στις πλευρές τους αντίστοιχα με τους αριθμούς που έχουν σήμερα. Η «κυβεία» δεν σήμαινε μόνο το παιχνίδι των ζαριών αλλά συχνά δήλωνε γενικότερα τα τυχερά παιχνίδια και αντίστοιχα «κυβευτής» ήταν γενικότερα ο παίκτης (που λεγόταν και «κοττιστής»). Μια ασάφεια στη χρήση των όρων που υπάρχει στις πηγές, μας εμποδίζει συχνά να είμαστε βέβαιοι για το είδος του παιχνιδιού που αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση.
Τα διάφορα είδη «πεττείας» παίζονταν με πούλια και βασίζονταν στη μετακίνησή τους πάνω σε μία χαραγμένη επιφάνεια• αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές στη σημερινή ντάμα.
«Αστραγάλους» έπαιζαν τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες, με διαφορετικό βέβαια έπαθλο για τον νικητή. Οι αστράγαλοι ήταν κότσια ζώων (προβάτων ή μεγαλύτερων ζώων), τα οποία οι παίκτες τα μετακινούσαν πάνω σε μία επιφάνεια ή τα έριχναν σαν ζάρια.
Οι «ταβλίζοντες» έριχναν τα ζάρια πάνω σε μια τάβλα με συγκεκριμένα σχήματα στην επιφάνειά της και ανάλογα με τις ζαριές μετακινούσαν τα πούλια• πρόκειται δηλαδή για ένα παιχνίδι παρόμοιο με το σημερινό τάβλι.
Τέλος, γνωστό είναι ότι οι Βυζαντινοί έπαιζαν «ζατρίκιον», σκάκι, που πρέπει να έφθασε από την Ανατολή κατά τη διάρκεια του Η' αιώνα και περιλαμβανόταν επίσης στα είδη της κυβείας. Οι ταβλοδόχοι
Χαρτιά δεν έπαιζαν οι Βυζαντινοί εφόσον αυτά έγιναν γνωστά στην Ευρώπη, προερχόμενα επίσης από την Ανατολή, μόλις κατά τα τέλη του ΙΔ' αιώνα• έτσι η χρήση τους δεν πρόφτασε να καθιερωθεί στο Βυζάντιο.
Η εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών θεωρούνταν γενικά ως φαινόμενο ηθικής και πνευματικής παρακμής. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, καυτηριάζοντας το φαινόμενο ότι στα σπίτια υπήρχαν αντί βιβλίων κύβοι και πούλια, καταδικάζει τα τυχερά παιχνίδια, στα οποία αποδίδει, εκτός από άλλες αρνητικές συνέπειες, την απώλεια περιουσιών. Προφανώς υπήρχαν περίοδοι κατά τις οποίες εκδηλωνόταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα τυχερά παιχνίδια. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' (379-395) είχε μετατρέψει τον ναό της Αρτέμιδος στην Κωνσταντινούπολη σε «ταβλοπαρόχιον τοις κοττίζουσιν», δηλαδή σε χώρο για να παίζουν ζάρια. Ως παράδειγμα επικριτικής αντιμετώπισης των παιχνιδιών αναφέρω την περίπτωση της μορφωμένης πριγκίπισσας και συγγραφέως του ΙΒ' αιώνα Αννας Κομνηνής, όπως και του Κεκαυμένου, ο οποίος συνέγραψε νουθεσίες έναν αιώνα νωρίτερα και θεωρούσε επιλήψιμο να επιδίδεται ο στρατηγός στο παιχνίδι της «τάβλας».
Η πολιτεία αναγνωρίζοντας τους κινδύνους από την εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών είχε λάβει τα μέτρα της. Συγκεκριμένα στον Κώδικα του Ιουστινιανού είχε περιληφθεί πλήρης απαγόρευση (του έτους 529) των τυχερών παιχνιδιών και των στοιχημάτων, με εξαίρεση πέντε συγκεκριμένων παιχνιδιών, στα οποία όμως και πάλι δεν επιτρεπόταν να παιχθεί ποσό μεγαλύτερο του ενός χρυσού νομίσματος. Τα κέρδη που εξασφάλιζε ο νικητής ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει στην περίπτωση που γινόταν γνωστή η προέλευσή τους. Ο Ιωάννης Μαλάλας, που αναφέρθηκε πιο πάνω, φέρνει τη μαρτυρία ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος εφαρμόστηκε με αυστηρότητα: Στα χρόνια του Ιουστινιανού ορισμένα άτομα που συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι έπαιζαν τυχερά παιχνίδα «χειροκοπήθησαν» και διαπομπεύθηκαν.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο «υποδοχεύς» ή «ταβλοδόχος», εκείνος δηλαδή που διέθετε τον χώρο για τη διεξαγωγή των παιχνιδιών, εθεωρείτο ως ο κύριος υπεύθυνος και για τον λόγο αυτόν μπορούσε να τον δείρει ή γενικότερα να τον «ζημιώσει» όχι μόνο ο παίκτης που είχε χάσει αλλά και οιοσδήποτε άλλος χωρίς να έχει συνέπειες για την πράξη του αυτή. Ιδιαίτερα βαριά ήταν η προβλεπόμενη ποινή για όποιον εξανάγκαζε κάποιον να λάβει μέρος σε παιχνίδι ή να συνεχίσει το παιχνίδι επειδή ο ίδιος έχανε και ήλπιζε σε αλλαγή της τύχης του: Υποχρεωνόταν σε καταβολή προστίμου που ήταν και το λιγότερο ή καταδικαζόταν σε καταναγκαστική εργασία σε λατομείο ή σε φυλάκιση.
Αρκετά συχνά στον πειρασμό της δοκιμής της τύχης, της διασκέδασης και του εύκολου κέρδους υπέκυπταν και κληρικοί. Αυτό μαρτυρεί η ειδική απαγόρευση (του έτους 534) που περιλαμβάνεται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, την οποία μάλιστα ανανέωσε λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος αυτοκράτορας με νεαρά του (του έτους 546). Με την τελευταία απαγόρευε «τοις οσιοτάτοις επισκόποις και πρεσβυτέροις και διακόνοις... ταβλίζειν ή των τα τοιαύτα παιζόντων κοινωνούς ή θεωρητάς γίνεσθαι ή εις οιανδήποτε θέαν του θεωρήσαι χάριν παραγίνεσθαι. Ει δέ τις εξ αυτών τούτο αμάρτοι,... τούτον επί τρεις ενιαυτούς από πάσης ευαγούς υπηρεσίας κωλύεσθαι και μοναστηρίω εμβάλλεσθαι... ». Η απαγόρευση αυτή επαναλαμβάνεται σε νομοθετήματα των επόμενων αιώνων, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν είχε εξαλειφθεί το πρόβλημα. Σε γενικές γραμμές οι διατάξεις κατά των τυχερών παιχνιδιών παρέμειναν σε ισχύ επί αιώνες.
Γενικά λοιπόν το βυζαντινό δίκαιο απαγόρευε το «παίζειν επί χρήμασι» και το «συνθηκίζειν», δηλαδή τα στοιχήματα, καθ' όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εξαίρεση αποτελούσαν στους πρώτους κυρίως αιώνες, όταν η ρωμαϊκή παράδοση ήταν ιδιαίτερα ζωντανή ορισμένες ημέρες του έτους, κατά τις οποίες τα τυχερά παιχνίδια ήταν ελεύθερα. Στις ημέρες αυτές ανήκε πρώτη από όλες η Πρωτοχρονιά και για τον λόγο αυτό και η σημερινή συνήθεια να δοκιμάζει κανείς την τύχη του τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς πιθανότατα ανάγεται στην εποχή εκείνη.
Βιβλιογραφία
* Μ. Grunbart, Spiele, στο: Lexikon des Mittelalters VII (1995) 2111.
* Α. Karpozelos, Games, Board, στο: Oxford Dictionary of Byzantium ΙΙ (1991) 820.
* Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Α', τεύχος Α', Αθήνα 1948, σελ. 185-224.
* Μ.Α. Τουρτόγλου, Τα «τυχηρά παίγνια» στα βυζαντινά νομικά κείμενα. Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 5 (1996) (= Μνήμη Λέανδρου Βρανούση) 97-100.
Ο κ. Ταξιάρχης Γ. Κόλιας είναι καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
* Μ. Grunbart, Spiele, στο: Lexikon des Mittelalters VII (1995) 2111.
* Α. Karpozelos, Games, Board, στο: Oxford Dictionary of Byzantium ΙΙ (1991) 820.
* Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Α', τεύχος Α', Αθήνα 1948, σελ. 185-224.
* Μ.Α. Τουρτόγλου, Τα «τυχηρά παίγνια» στα βυζαντινά νομικά κείμενα. Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 5 (1996) (= Μνήμη Λέανδρου Βρανούση) 97-100.
Ο κ. Ταξιάρχης Γ. Κόλιας είναι καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.