Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ο "βυζαντινός" Παπαδιαμάντης, ο τραγουδιστής του Θεού




Ο "βυζαντινός" Παπαδιαμάντης, ο τραγουδιστής του Θεού


Λίγες σκέψεις με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου Έλληνα διηγηματογράφου
του Γρηγόρη Παπαεμμανουήλ
Άρχοντος Πρωτοψάλτου και Δημοτικού Συμβούλου του Δήμου Δράμας

              Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου Έλληνα διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και τον ερχομό των ημερών της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα, νοιώθω εσωτερική ανάγκη να μοιραστώ δημόσια σκέψεις και κρίσεις που με έχουν απασχολήσει εδώ 10 περίπου χρόνια. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι του 2000 όταν για πρώτη φορά κληθήκαμε με τον αδελφό μου Πέτρο από τον τότε Δήμαρχο Σκιάθου Δημήτριο Πρεβεζάνο να δώσουμε μια συναυλία παραδοσιακής μουσικής στο ανοιχτό θέατρο στο Μπούρτζι, που ουσιαστικά ήταν η παρουσίαση του πρώτου μας cd με τίτλο "Καλώς ανταμωθήκαμε".
              Και ήταν εκείνο το ταξίδι αφορμή να γνωρίσω και να αγαπήσω τον μεγάλο σκιαθίτη συγγραφέα της "Φόνισσας","του Χριστόψωμου", των "Θαλασσινών Ειδυλλίων" και τόσων άλλων διηγημάτων, ποιημάτων και δημοσιευμένων άρθρων, αφού σχεδόν κάθε χρόνο μέχρι και σήμερα οι φιλόξενοι σκιαθίτες που τόση αγάπη μας δείχνουν, μας καλούν για να τους τραγουδάμε και να τους ψάλλουμε.
             Το έργο του Παπαδιαμάντη, το μαζί εκκλησιαστικό και κοσμικό, βυζαντινό και ανθρώπινο, κάτι τι διδαχτικό και κυματιστό, γελαστό και μελαγχολικό, το λυρικό και το δραματικό, το δίγλωσσο και δίψυχο, δείχνει και με τα στοιχεία του αυτά, ζωηρότερο από άλλα έργα, την κατάσταση της νέας ελληνικής ψυχής. Κι ας έχουν περάσει 100 χρόνια από το θάνατό του! Η ενασχόλησή μου με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική με έκανε να ψάξω ακόμη περισσότερο τη σχέση που είχε ο Παπαδιαμάντης με την εκκλησία, με ψαλτική, με το Θεό. Ανακάλυψα ενυπόγραφα κείμενα και άρθρα του για τη Μεγάλη Εβδομάδα, για το Πάσχα, για τα Χριστούγεννα, για τα Θεοφάνεια, για την Κοίμηση της Θεοτόκου, για τους κορυφαίους των Αποστόλων Πέτρο και Παύλο με την υπογραφή "βυζαντινός". Τελευταία ανακάλυψα κείμενα αφιερωμένα σ' αυτόν με τίτλους όπως: "ο Παπαδιαμάντης Ψάλτης", "οι Ολονυκτίες του Παπαδιαμάντη", "τα τραγούδια του Θεού". Διάβασα συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν και διηγήθηκαν τις εμπειρίες τους σε νεότερους για την απλή, λιτή και ασκητική ζωή του.
             Γιατί τελικά αυτός ήταν ο Παπαδιαμάντης, ο γιός του παπά-Διαμαντή από τη Σκιάθο...Ένας ασκητής μέσα στον κόσμο...Ένας κοσμοκαλόγερος...Ένας τακτικά εκκλησιαζόμενος χριστιανός στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι στην Αθήνα... Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι αυτό το εκκλησάκι υπήρξε ο προσφιλέστερος τόπος μεταρσιώσεως και αληθινής κατανύξεως της μεγάλης εκείνης ψυχής του γίγαντα της ελληνικής διηγηματογραφίας. Εκεί στον Άγιο Ελισσαίο με λειτουργό τον άγιο, τον παπά Νικόλα τον Πλανά, ο Παπαδιαμάντης κοσμούσε το δεξί αναλόγιο και ο άλλος μεγάλος σκιαθίτης συγγραφέας και ξάδελφός του, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης το αριστερό αναλόγιο. Οι μαρτυρίες λένε ότι ο κυρ-Αλέξανδρος σπουδαία φωνή δεν είχε αλλά είχε αίσθημα και έψαλλε με πολύ κατάνυξη. Τα ήξερε όλα απ' έξω. Μια ματιά έριχνε στο βιβλίο κι ύστερα πια δεν είχε ανάγκη. Άμα έψελνε εκείνος η εκκλησιά εωδίαζε. Επίσης λένε ότι πρώτος πήγαινε στην εκκλησία και τελευταίος έφευγε. Ειδικά τις ολονύκτιες αγρυπνίες δεν τις έχανε με τίποτα. Μάλιστα υπάρχει καταγεγραμμένο και το εξής περιστατικό: ένα βράδυ η τότε βασιλική οικογένεια έδινε προς τιμήν του χοροεσπερίδα και αυτός προτίμησε να μην πάει εκεί επειδή την ίδια ώρα είχε αγρυπνία!
             Ο Παπαδιαμάντης από όσα διάβασα και ρώτησα και έμαθα γι αυτόν δεν έκανε "κοινωνικό χριστιανισμό", ούτε είχε ψηλώσει ο νους του ώστε να θέλει να βολέψει τα στραβά του κόσμου τούτου. Ήταν άνθρωπος απλός, ταπεινός χριστιανός που πίστευε στο Θεάνθρωπο Χριστό, στην Παναγία Θεοτόκο και στους Αγίους Του. Δε νοιαζότανε για τα κρίματα των άλλων αλλά για τα δικά του. Και αυτές τις δικές του πληγές πάσχιζε να επουλώσει με νηστείες, με προσευχή με συχνή παρουσία στον Οίκο Του. Με αδιάκοπο διάβασμα του Λόγου Του, των Ευαγγελίων και των βίων των αγίων που έβρισκε μέσα στα συναξάρια. Σα γνήσιος χριστιανός ορθόδοξος ζούσε τη λειτουργική ζωή της εκκλησίας, που είναι μυστήριο και κλείνει μέσα της όσα κανένα κήρυγμα δεν μπορεί να κλείσει. Η εκκλησία ήταν για τον Παπαδιαμάντη η αγάπη του, οι ωραίοι ψαλμοί της ήταν το τραγούδι του και η μουσική της ήταν η καλλιτεχνική του απόλαυση.
               Και το Πάσχα του Παπαδιαμάντη ήταν πάντα κοντά στις ιερές ακολουθίες του Νυμφίου, του Μεγάλου Ευχελαίου, του Νιπτήρος, των Αχράντων Παθών, της Αποκαθηλώσεως, του Επιταφίου, της Αναστάσεως και του εσπερινού της Αγάπης. Ήταν πάντα ένα έντονα βιωματικό Πάσχα. Ένα Πάσχα ρωμαίϊκο και ορθόδοξο. Ένα τέτοιο βιωματικό Πάσχα που όλοι μας χρειαζόμαστε σήμερα να ζήσουμε για να γευτούμε την αληθινή πνευματική χαρά λείπει από τις καρδιές και τις ψυχές μας.
               Καλή ανάσταση...





«Χωρίς στεφάνι» Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

        
          Τάχα δεν ήτο νοικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
        Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της,πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς,εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.
      Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν,εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις,κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά.
       Και το βράδυ,όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν.
       Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.
     Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της,κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεντο μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού,και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.
      Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσιδι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της.
     Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.
     Εις τας Αθήνας,ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις.Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.
      Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν , ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.
       Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, κι εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις.
      Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών,και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω,παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.
      Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίονμιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.
      Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροποςδεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθώνπολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.
      Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά μετον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
       Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός»,αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρώνσου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».
      Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!
        Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.
      Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!...
    Αλλά δε νπρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας,χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς καιλογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.
     Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα,είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.
       Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.
      Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.
       Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν,και άλλας δυσμόρφους συντρόφους... και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.
       Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών.
       Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί.
       Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.
       Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Καιτας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
      Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις.
     Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων»,όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητίμου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.
                       
                                                                                                                                    (1896)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου