Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Σέργιος και Ηράκλειος

    
     Σέργιος και Ηράκλειος
           
             
O Πέρσης βασιλιάς Χoσρόης ποκλίνεται στη δύναμη του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Απεικόνιση σε σμάλτο, Μουσείο Λούβρου, 12ος αιώνας
 
 
 
 
 … όταν η εκκλησία πρόσφερε την περιουσία της για την σωτηρία της Πόλης…
  
 
              Δυο μέρες και δυο νύχτες λεηλατούσαν οι βάρβαροι την περιοχή πέρα από τα τείχη.Την τρίτη φόρτωσαν σε κάρα τα λάφυρά τους και κίνησαν να φύγουν. Δυο μέρες και δυο νύχτες δεν έφυγε από τα τειχιά ο Ηράκλειος. Κοιτούσε, και μέσα του αντρειευότανε ο πόθος του να εκδικηθεί.

             Ήλθε κι ο Σέργιος και παρακολούθησε κι αυτός βουβός την λεηλασία και την καταστροφή, κι όταν είδε τους αιχμαλώτους που παίρναν το δρόμο για τη χώρα του Χαγάνου, τριγυρισμένους από πολεμιστές  που τους μαστίγωναν για να οδεύουν πιο γρήγορα, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό κι ευχήθηκε:

   <<Κύριε, κάνε τούτη η συμφορά να είναι η τελευταία…>>

    Ύστερα, όταν μόνο ο κουρνιαχτός πρόδιδε το δρόμο που ακλουθούσανε οι Άβαροι, γύρισε στον Ηράκλειο:

    <<Αύγουστε>>, πνιγότανε η φωνή του από συγκίνηση,<< την υπόσχεση που σου έδωσα, το θησαυρό των εκκλησιών της Νέας Ρώμης, τον βάζω από τη στιγμή αυτή στη διάθεσή σου. Ελπίζω ο Θεός να μου συγχωρέσει την αμαρτία που κάνω αποψιλώνοντας τους οίκους του από τις προσφορές των πιστών. Είναι αναρίθμητα τα πλούτη που μαζεύονται αιώνες τώρα για την δόξα Του. Δικά σου τώρα, Αύγουστε, γιατί ξέρω πως θα τα χρησιμοποιήσεις για να κερδίσει ο Σωτήρας μας τα όσα έχασε από τους απίστους.>>.

            <<Την ευλογία σου Παναγιότατε>>, γονάτισε μπροστά του ο Ηράκλειος. <<Δέχομαι τους θησαυρούς και σου ορκίζομαι στο τίμιο αίμα του Χριστού πως διπλά και τρίδιπλα θα σου αποδώσω τα όσα σήμερα με τόση απλοχεριά μου δίνεις>>.

               Ακούμπησε το λευκό του χέρι ο Παναγιότατος στα μαλλιά του Ηράκλειου κι ενώ με κόπο συγκρατούσε ένα λυγμό, μουρμούρισε:

               <<Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τω Ηρακλείω κατά βαρβάρων δωρούμενος …>>

                Εσκυψε,τον σήκωσε, τον αγκάλιασε και τον ασπάστηκε. Η Εκκλησία πρόσφερε όλα της τα πλούτη και θα γινόντουσαν χρυσά νομίσματα, και τα χρυσά νομίσματα  πιστοί στρατιώτες του Χριστού. Το λάβαρο του Χριστού με την ευλογία του κλήρου θα έκανε τους βαρβάρους να σκύψουν το κεφάλι…
                         
                                                       από το βιβλίο του Κώστα Κυριαζή <<Ηράκλειος>>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου