Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

O Θρήνος της Παναγιάς


 

επιμέλεια: Θάνος Δασκαλοθανάσης
 
        
    Τo Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικὸ μακροσκελὲς ομοιοκατάληκτο στιχούργημα ευρύτατα διαδεδομένο σε όλο τον ελληνικό χώρο, λόγιας προέλευσης, αλλά εντυπωσιακά πλατιάς λαϊκής αποδοχής. Επηρεασμένο απο τις σχετικὲς περικοπὲς των Ευαγγελίων και την  υμνογραφία της Εκκλησίας αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρικὴ πορεία του Χριστού προς τον σταυρικὸ θάνατό Του, ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του μάνας. Τραγουδισμένο απο τις γυναίκες γύρω από τον «τάφο» τοῦ Χριστού, σύμφωνα με τις συνήθειες των κοσμικών κηδειών, εκφράζει τη συμπόνοια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρὰ τῆς Παναγιάς. Αν και υπάρχουν κατὰ τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, ἡ δομὴ και η  φόρμα τοῦ Μοιρολογιού καθὼς καὶ η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακὲς ομοιότητες από την  Κάτω Ιταλία μέχρι τον  Πόντο και την  Κύπρο…
              Το μοιρολόγι της Παναγίας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με ορισμένα βυζαντινά κείμενα όσο και με κείμενα της νεότερης λαϊκής παράδοσης. Το ύφος του εμφανίζει συγγένεια με τον Επιτάφιο θρήνο ή “Εγκώμια” που ψέλνονται το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής στην ακολουθία του Επιταφίου, ενώ οι λεπτομέρειες της αφήγησης παραπέμπουν σε νεότερα δημοτικά τραγούδια. Στα βυζαντινά κείμενα συγκαταλέγεται το Κοντάκιο του Ρωμανού “Είς τόν θρήνον της Θεοτόκου” (αρχές του 6ου αιώνα) που έχει τη μορφή δραματικού διαλόγου μεταξύ της Παναγίας και του Χριστού.
            Τα Σταυροθεοτόκια, που αποδίδονται στον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' (9ος αιώνας) έχουν ως θέμα τους, επίσης, το θρήνο της Θεοτόκου στο Σταυρό.
             Ύστερα από 5-6 αιώνες απαντάται στη δημώδη βυζαντινή ποίηση ο θρήνος της Παναγίας στη δημώδη γλώσσα. Άγνωστος ο συγγραφέας, ωστόσο ο αριθμός των χειρόγραφων που έχει σωθεί μαρτυρεί τη μεγάλη δημοτικότητα και διάδοσή του.
            Απ' τα δημοτικά τραγούδια ή μάλλον τα μοιρολόγια γύρω απ' τα πάθη του Κυρίου, το πιο μεγάλο κι αξιόλογο  είναι ο Θρήνος της Παναγιάς και το οποίο είναι διαδομένο σ' όλα τα μέρη της Ελλάδος με μεγάλες ή μικρές παραλλαγές.. Στις περισσότερες απ' αυτές το Μοιρολόγι ξεκινάει με την περιγραφή του σκοτεινιασμένου ουρανού και της γκρίζας μέρας αφού, αμέσως μετά, εξαγγέλλει το λόγο.
 
Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,
σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τὸν τυραννᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποῦ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μές του ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.

Κύπρος
Ἄρκοντες ἀφικρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον
πῶς κλαίει τὸν μονογενῆ εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.
Ἀδὲ μαντάτο σκοτεινὸν καὶ μέρα λυπημένη,
ποὺ ἦρτε σήμερον σ᾿ ἐμέ, τὴν πολοπικραμένη.
Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη
κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη
καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.

 
 
Μπαϊντίρι Μικρᾶς Ἀσίας

Ἡ Παναΐα τ᾿ ἄκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερὸ σταμνιὰ τὴν περεχοῦν, τρία γυαλιὰ τοῦ μόσχου,
τέσσερα τὸ ροδάσταμο, ὥστε νὰ συνεφέρῃ,
κι ἀπάνω ποὺ συνέφερε τοῦτο τὸ λόγο λέγει.
- Δὲν ἔχ᾿ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου
δὲν ἔχ᾿ μαχαίρι νὰ σφαγῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου
δὲν ἔχ᾿ σκοινὶ νὰ κρεμαστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου.
Ἀπολογιέται κι ὁ Χριστὸς τῆς μάνας του καὶ λέγει.
- Μάνα μ᾿, ἂν γκρεμιστεῖς ἐσύ, γκρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος,
μάνα μου ἂν σφαγεῖς ἐσύ, σφάζετ᾿ ὅλος ὁ κόσμος,
μάνα μ᾿ ἂν κρεμαστεῖς ἐσύ, κρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος.
Πάρτο μάνα μου ὑπομονή, νὰ πάρ᾿ ὅλος ὁ κόσμος.
Ἄντε μάνα μου στὸ καλὸ καὶ διάφορο δὲν ἔχεις,
μόν᾿ τὸ μεγάλο Σάββατο κάτσε νὰ μ᾿ ἀπαντέχῃς.
 

Μυτιλήνη

Πηγαίνει στὸ σπιτάκι της καὶ στρώνει τὸ τραπέζι
κι ἔκατσε καὶ περίμενε τὸν ἐρχομὸ τοῦ γιοῦ της.
Πέρασε καὶ ἡ ἁγιὰ Καλὴ καὶ τὴν καλησπερίζει.
- Ποιὸς εἶδε γιὸ εἰς τὸ σταυρὸ καὶ μάνα στὸ τραπέζι.
- Ἄντε καὶ σὺ ἁγιὰ Καλή, νὰ 'σαι καταραμένη,
παπὰς νὰ μὴ σὲ λειτουργά, διάκος νὰ μὴ σὲ ψέλνει,
μόνο στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ κύμα νὰ σὲ δέρνει.
Τὸ λόγο δὲν τελείωσε κι ἀνοῖξαν τὰ οὐράνια,
βλέπει τὸ γιό της κι ἔρχεται σᾶ φῶς καὶ σὰ λαμπάδα.
 
 

Κρήτη

Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
- Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.
- Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·
σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,
μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,
ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,
ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.
-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·
ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.
- Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,
καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.
Πήγαινε μάνα σπίτι μας νὰ στρώσεις τὸν σοφρᾶ σου,
νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,
νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,
παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,
ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.
_

_______________________
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Κύπρος)
Ἀπὸ τὸ CD «Τῶν Γεννῶν τζιαὶ τῆς Λαμπρῆς - Θρησκευτικὰ τραγούδια τῆς Κύπρου καὶ Ὕμνοι» τοῦ Μιχάλη Ττερλικκᾶ.
Πηγή: Παλαιὸ χειρόγραφο ἀπὸ τὸ χωριὸ Καπούτι τῆς Κύπρου.


Ὁ θρῆνος τῆς Παναγίας τραγουδιόταν τὴ νύχτα τῆς Μ. Παρασκευῆς μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, μέσα ἢ στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Τὸν τραγουδοῦσαν μέσα ἀπὸ χειρόγραφα τετράδια δύο-τρία ἄτομα (συνήθως πάντα τὰ ἴδια) ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον μὲ θρηνῶδες ὕφος, παρασέρνοντας σὲ δάκρυα τοὺς πιστοὺς ποὺ συμμετεῖχαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸν πόνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο τῆς μάνας Μαρίας.

Ἄρκοντες ἀφιγκρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον
ποὺ κλαίει τὸν μονογενὴν εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.
Ἀδὲ μαντάτον σκοτεινὸν τζιαὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦρτεν σήμερον σ᾿ ἐμέν᾿ τὴν πολλοπικραμένην.
Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη
κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη
καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.
Ἀδὲ χαρὰν ποὺ δκιάβασα τζιαὶ ἐγέννησα τὸν ἥλιον,
τὸν φόβον ποὺ ἐπέρασα στῆς γέννησης τὸν σπήλιον,
γιὰ τὸν Ἡρώδην τὸν πικρὸν μὲν χάσει τὸ βασίλειον.
Γρυσὸν δεντρὸν ἐβλάστησεν ὁ εὔσπλαγχνος υἱός μου,
τζ᾿ ἔβκαλεν κλώνους δώδεκα γιὰ σιεπασμὸν τοῦ κόσμου.
Τώρα οἱ κλῶνοι κόπηκαν τὰ φύλλα μαραθῆκαν
τζι᾿ ἡ βρύση ἐσταμάτησεν, ὅλα ἐξερανθῆκαν.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν ἀργύρια τριάντα
τζι᾿ ἐνόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔσιει πάντα.
Τζι᾿ ὁ κωμοδρόμος ἄνομος ἀποὺ νὰ δκιακονήσει,
μήτε ψουμὶν νά ῾βρῃ νὰ φά᾿, μὲ ροῦχον νὰ φορήσῃ.
Εἶπαν του κόψε τέσσερα, τζιαὶ τζιεῖνος κόφκει πέντε,
νῆεν κοποῦν τὰ γρόνια του, νὰ μείνουν μέρες πέντε.
Πέντε καρ(φ)κιὰ ἐβάλασιν ἐπάνω στὸν υἱόν μου,
τζι᾿ ἐκάμαν Τον τζι᾿ ἐφύρτηκεν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου.
Ὦ! Πανσεβάσμιε Σταυρέ, ξύλον εὐλογημένον
ὁποὺ βαστάζῃς τὸν Θεὸν πάνω σου κρεμασμένον.
Σκύψε Σταυρὲ νὰ δυνηθῶ, νὰ τὸν καταφιλήσω
τὸν Ποιητήν μου καὶ Θεὸν νὰ τὸν ποσιαιρετήσω.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ραγιστεῖτε
Καὶ ζωντανοὶ τὲς λύπες μου κλάψετε καὶ θρηνεῖτε.
Κλάψετε χῆρες κι ὀρφανά, ὅλοι τὴν συντροφιά σας,
κλάψετε τὸν διδάσκαλον καὶ τὴν παρηγοριάν σας.
Τζιαὶ ποὺ μασιέριν νὰ σφαῶ, τζιαὶ ποὺ κρεμὸν νὰ δώσω,
τζιαὶ ποὺ ποτάμιν σύθθολον νὰ μπῶ νὰ παραδώσω.
Τζι᾿ ἡ Δέσποινα ποὺ τό ῾βκαλεν προφήτισσα λοᾶτε,
τζιείνης πρέπει ἡ δόξασις τζι᾿ ἐμέναν τ᾿ ὡς πολλά ῾τε.
_
____________________
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (ἕτερον)
Ἀδὲ μαντᾶτο σκοτεινὸ καὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦλθεν σήμερα σὲ μέν᾿ τὴν πολλοπικραμένη
ἔπιασαν τὸν υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη.
Ἄρχοντες ἀγρικήσατε ὅσ᾿ εἶστε συναγμένοι
νὰ σᾶς εἰπῶ μίαν γραφὴ τὴν ἔχουσιν θεσμένη.
Ἀκούσατε μετὰ χαρᾶς Ἁγίας ἱστορίας
τὰ πάθη τοῦ Κυρίου μας, θρῆνον τῆς Παναγίας
καὶ πρῶτον πῶς ἐστάθηκε καὶ πῶς ἐμελετήθη,
πῶς ἐπροδόθη ὁ Χριστὸς καὶ πῶς ἐκατακρίθη.
Πρῶτον ἐσυμβουλεύθηκαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ σοφοὶ αὐτοὶ οἱ Φαρισαῖοι
κατὰ Χριστοῦ ἐφρίαξαν καὶ νὰ ἐμελετῆσαν
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστὸν τὴν γνώμη τους ἐστῆσαν
ὅσοι προδώνουν τὸν Χριστὸν ἀργύρια νὰ τάξουν
κ᾿ ὅσοι γυρεύουν τὸν Χριστὸν νὰ πᾶν νὰ τὸν ἁρπάξουν.
Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του ἐδόθην ἡ αἰτία
καὶ ἐπροδόθην ὁ Χριστὸς μὲ τὴν φιλαργυρία.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν καθὼς εἶναι γραμμένον
καὶ ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν τὸ πάλαιγεγραμμενον.
Τρέχει ὁ τρισκατάρατος καὶ πάγει στοὺς Ἑβραίους
καὶ λέγει τους μιὰν ἀφορμὴ αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους
τί ἔχετε νὰ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω
Ἐκεῖνον ποὺ γυρεύετε νὰ σᾶς τὸν παραδώσω.
Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασιν ἀργύρια τριάντα
καὶ νόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔχει πάντα.
Τότε εὐχαριστήθηκε καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσει
ἔκαμεν ὅρκον φοβερὸν νὰ τοὺς τὸν παραδώσει
ἐγὼ πηγαίνω ἔμπροσθεν κι ἐσεῖς λοιπὸν κοπιάστε
ὅποιον φιλήσω λέγει τοὺς αὐτὸς ἐστὶ τὸν πιάστε.
Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθύς, ὡσὰν οἱ διαβόλοι
καὶ πῆγαν κ᾿ ηὗραν τὸν Χριστὸν μέσα στὸ περιβόλι
Ἰούδας τρέχει πιὸ μπροστὰ χαῖρε Ραββί, τοῦ λέγει
τάχα πὼς ἐλυπήθηκε κι ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
τὰ βρομερὰ τὰ χείλη του τὸν Ἰησοῦ φιλῆσαν
καὶ στρατιῶτες παρευθὺς ὅλοι τους τὸν ἐστῆσαν
ὡσὰν φονιὰ τὸν πιάνουσιν κ᾿ ὡσὰν ληστὴ τὸν δίνουν
καὶ στοῦ Πιλάτου πῆραν τον κι ἐμπρός του τόνε στήνουν
ὁ δὲ Πιλᾶτος λέγει τους: ἔχετε μαρτυρία
κατ᾿ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ νὰ γράψω τὴν αἰτία.
Ὅλοι του ἀποκρίθηκαν ὅτι τὸ μαρτυροῦμε
πὼς εἶναι ἔνοχος σταυροῦ γιὰ τοῦτον τὸν διοῦμεν
ἐμπρός του τρεῖς ἐστάθησαν καθεὶς νὰ μαρτυρήσει
Γιατὶ εἶπε ὅτι τὸν Ναὸν θέλει τὸν καταλύσει
καὶ τρεῖς ἡμέρες ὕστερα θέλει τὸν ἀναστήσει.
Εἶπεν ὅτι εἶναι Υἱὸς Θεὸς κ᾿ ἐποίησεν τὴν χτίσην.
Ὁ δὲ Πιλάτος λέγει τους δὲν τοῦ ῾βρηκα αἰτίαν
οὔτε κανένα φταίξιμο οὔτε κἂν ἁμαρτίαν
ἀλλ᾿ ὅμως τοῦ ἐφώναξαν ἂν δὲν τόνε σταυρώσεις
ὅτ᾿ ἔλθη ποὺ τὸν Καίσαρα νὰ μὴν τὸ μετανιώσεις
καὶ ὁ Πιλάτος φοβηθεὶς ῾στάθη καὶ συλλογίσθη
καὶ πρόσταξε καὶ φέραν του εὐθὺς νερὸ καὶ νίφθη
κι ἔδωσεν τὴν ἀπόφασιν γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἀδίκως τὸν κατέκρινεν γιὰ νὰ τὸν ἠσταυρώσουν.
Πάλιν σᾶς λέγω ἄρχοντες νὰ πῶ στὴν ἀφεντιά σας
τὸ κρίμαν του, τὸ αἷμα του, ἂς τό ῾βρουν τὰ παιδιά σας
γιατὶ κακὸν δὲν ἔκαμεν πὼς νὰ τὸν κατακρίνω
ἀλλὰ σὰν μὲ βιάσατε στὴν γνώμη σας νὰ κλίνω
καὶ σεῖς ὅλοι σας ὄψεσθε ὡς λέγει ἡ γραφή σας
ἐπάρτε τον, σταυρῶστε τον, ὡς θέλετε ἀτοί σας.
Ἁρπάξαν τον οἱ ἄνομοι στὰ βρομερά τους χέρια
καὶ πίπταν του στὸ πρόσωπο μὲ βέργιες μὲ μαχαίρια
ἐδίνασιν τὰ μάτια του κι ὅλοι τὸν ἐραπίζαν
ἐφτύναν του στὸ πρόσωπο κι ὀμπρός του γονατίζαν
κι ἐλέγαν του: προφήτεψε ἡμᾶς Χριστὲ νὰ δοῦμεν
ἂν βρεῖς ποῖος σὲ ράπισε τώρα νὰ πιστευτοῦμε.
Πολλὰ κακὰ τοῦ κάμασιν καθένας ὅτ᾿ ἐμπόρεν
ὕστερα τοῦ ἐβγάλασιν τὰ ροῦχα ποὺ ἐφόρεν
ἔπιασαν καὶ φορήσαν του χλαμύδα τὴν κοκκίνη
καὶ τὸν ἐπεριπέζασιν μὲ τόση κατασχύνη
ἔπλεξαν καὶ φορήσαν του στέφανον ἀκανθένον
τὸ γένος τὸ ἀχάριστον τὸ τρὶς καταραμένον.
Ἐπιάσαν τον καὶ πῆραν τον γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶ γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν
τὸν Κυρηναῖο Σίμωνα ἠγγάρευσαν νὰ ἄρει
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ, Σταυρὸν γιὰ νὰ τοῦ πάρει
ἐπῆραν τον στὸν Γολγοθᾶ, ἐκεῖ καὶ σταύρωσάν τον
καὶ διορίσαν φύλακες ἐκεῖ καὶ ἔβλεπάν τον
πέντε καρφιὰ τοῦ βάλασιν, μεγάλα σιδερένια
στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του ἐπίτηδες κομμένα·
ἕνα καρφὶ πυρούμενο ἔμπηξαν στὴν καρδιά του
ἔκρουσαν καὶ καήκασιν μέσα στὰ σωθικά του.
Βάλλει φωνή, ζητᾶ νερό, διψᾶ νὰ τὸν ποτίσουν
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι δὲν θέ᾿ νὰ καηλίσουν.
Μὰ τῆς καρδιᾶς τὸ καρφὶ δὲν μπόρα νὰ ὑποφέρει
κι ὅταν τὸν ἐσταυρώσασιν ἤτανε μεσημέρι
ἐβάλαν ξύδι μὲ χολὴ σὲ σπόγγο στὸ καλάμι
κι ἐδῶσαν του το νὰ τὸ πιεῖ τὴν δίψα ν᾿ ἀποκάμει.
Ὅταν τοῦ τὰ ἐπότισαν τοῦτον τὸν λόγο εἶπε:
«Τώρα ἐτελειώθησαν τὰ λόγια τοὺς προφῆτες»
καὶ μὲ τὰ ταῦτα πάραυτα, ἔγειρε καὶ λιγώθη
Θεὲ Θεὸν ἐφώναξε τὸ πνεῦμα παρεδόθη
τότε ἐγίνηκε σεισμὸς ὡς τὴν ἐνάτην ὥρα
ὥστε πολλοὶ ἐλέγασιν θὲ νὰ χαλάσει ἡ χώρα
ἡ γῆ ὅλη ἐσίστηκεν τὰ μνήματα ἀνοιχτῆκαν
οἱ πέτρες ἐραγίστησαν κομμάτια ἐγινῆκαν
ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι γῆ χαμαὶ βρυχάτου
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι κανεὶς δὲν ἐλυπάτουν.
Οἱ ἄγγελοι ἐτρόμαξαν τὸ θαῦμα ποὺ ἐγίνη
καὶ ὁ Ναὸς ἐσχίσθηκε δυὸ μερτικὰ ἐγίνη
Ὅλον τὸ καταπέτασμα τὸ τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη
ὅλη ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς σὰν δέντρον ἐμποσείσθη.
Τότε ἡ Παναγία μου ἐστέκετουν κλαμμένη,
θλιμμένη καὶ περίλυπη, χαμαὶ στὴ γῆ φυρμένη,
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐχτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε, οὔτε φωνὲς ἀγρίκαν.
Ἔκλαιε καὶ ἐφώναζε: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου,
τί εἶναι ταῦτα ποὺ θωρῶ ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.»
«Ἂχ τέκνον μου τί ἔπαθες καὶ εἶσαι τόσον θλιμένον
θλιμμένον καὶ περίλυπον, καταδεδικασμένον».
Υἱέ μου κανακάρη μου κ᾿ ἀκριβαναγιωμένον
Ποιὸς μοῦ τὸ λάλεν νὰ σὲ δῶ στὸ ξύλο σταυρωμένον
ὅπου μαχαίρι νὰ σφαγῶ, κι ὅπου γκρεμὸς νὰ δώσω
κι ὅπου ποτάμι σὰν θολὸ νὰ μπῶ νὰ παραδώσω
εἰδὲ μαχαίρι κοφτερὸ ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου
ἐμπῆκε καὶ κατέκοψε μέσα στὰ σωθικά μου
ὅπου τρομάρα τρέμουσιν, τὰ μέλη μου σπαράζουν,
τὰ σωθικά μου τρέμουσιν, τὰ σπλάχνα μου ταράσσουν.
Τί ἔκανες, τί ἔπταισες Υἱέ μου τῶν Ἑβραίων
καὶ τώρα μὲ ἐκάνασιν ἀληθινὰ νὰ κλαίω
τόσα καλὰ ποὺ ἔκανες τοῦ ἀχαρίστου γένους
τοὺς παραλύτους γιάτρεψες καὶ τοὺς ἀρρωστημένους
κουφούς, χωλοὺς ἐγιάτρεψες ὁμοῦ καὶ λεπρωμένους
τυφλοὺς τὸ φῶς ἐχάρισες, τοὺς ὄντως λαβωμένους
ἀνάστησες δὲ καὶ νεκροὺς μόνο μὲ τὴν φωνή σου
καὶ φεύγασιν οἱ δαίμονες μόνο μὲ τὴν βουλή σου.
Σαράντα χρόνια ἔτρωγαν στὴν ἔρημο τὸ μάννα
καὶ τώρα οἱ ἀχάριστοι εἰδὲ ἴντα σοῦ κάμαν.
Ἀντὶ τοῦ μάννα τὴν χολὴ καὶ ξύδι σὲ ποτίσαν
κι ἀντὶ τῆς πέτρας τὸ νερὸ μὲ ἅλυσον σ᾿ ἐδείσαν
ἀντὶ π᾿ ἀνάστησες νεκροὺς καὶ εἶδαν καὶ θαυμάσαν
τώρα οἱ σκύλοι οἱ ἄνομοι στὸ ξύλο σὲ κρεμάσαν.
Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ἔλεγεν ἡ Κυρία
Ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἡ ταπεινὴ Μαρία.
«Υἱέ μου, τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
Εἰδέ την καὶ λυπήθου την, εἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.»
Τοῦτο τὸν λόγο εἶπε τὸν κι ἔγειρε καὶ λιγώθη
ἐφύρτην κι ἔπεσε χαμαὶ πάνω στὴ γῆ φυρμένη,
φυρμένη μαύρη σκοτεινὴ ὡσὰν ἀποθαμένη
κι ὅταν τὴν ἐποφύρασιν ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
Τὸν Γιόν της τὸν Μονογενῆ καὶ πάλι νὰ τὸν λέγει:
Ἂχ τέκνον μου, γλυκύτατο καὶ φῶς τῶν ἀμαθκιῶν μου
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου, οἱ ἑβδομήντα θκυό μου,
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου ἡ πρώτη δωδεκάδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικράδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικρία
μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα τὴν ταπεινὴ Μαρία
καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ μείνω
τίνος τὸ σπίτι ἡ φτωχὴ τὴν κεφαλὴ νὰ κλίνω
ποίον νὰ ἔχω σύντροφο νὰ κάθομαι νὰ κλαίω,
τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα καὶ τίνος νὰ τὰ λέω
πότε νὰ ἔρθεις τέκνον μου ὥστε νὰ σὲ κατέχω
κλαίω ἀπαρηγόρητα, παρηγοριὰ δὲν ἔχω.
Τὶς βοῦκες της κατέσχισε, τὰ αἵματα ἐτρέχαν
τὰ δάκρυά τῆς ἔτρεχαν, χαμαὶ τὴ γῆ ἐβρέχαν
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐκτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἐγρίκαν
δυὸ βρύσες ἐγινήκασιν τὰ δύο της ἀμάτια
τὸ στῆθος της τὲς βοῦκες της ἐκάμεν τες κομμάτια.
Υἱέ μου ὅταν σὲ γέννησα δὲν εἶχα τέτοιους πόνους
καὶ τώρα πόνοι τετραπλοὶ τὰ σωθικά μου σπρώχνουν
ὅταν σὲ γαλακτότρεφα εἶχες Θεοῦ τὴν χάρη
ἐθώρουν σε καὶ χαιρόμουν καὶ βαστοῦν σὲ καμάρι
ὅταν σὲ ῾ποσαράντονα τότε στὸν Ἱερέα
τὸν Συμεὼν τὸν θαυμαστὸ τότ᾿ ἔτσι τὸν ἐλέγαν
αὐτὸς μοῦ ἐπροφήτευσεν αὐτὴ τὴν προφητεία
πῶς μέλλει διελεύθουσα ῥομφαία στὴν καρδιά.
Αὐτὰ μοῦ ἐπροφήτευσεν
 
 
 
 
Πάσχα, ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΠΑΝΑΓΙΑΣ     

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερ' άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα .
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της .
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της .
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ' άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ' αρχαγγέλου στόμα:
«Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε . »
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
και, σαν την συνεφέρανε, τούτο το λόγο λέει:
«Όσοι πονάτε το Χριστό, όλοι κοντά μου ελάτε . »
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάννα,
του Ιακώβ η αδελφή, κ' οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι .
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν,
τηρούν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον Άϊ-Γιάννη .
«Άϊ μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπριστή του γιού μου,
μην είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει χείλη να στο πη, καρδιά να μολογήση,
ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τονε δείξη»;
«Έχεις και χείλη να το πης, καρδιά να μολογήσης,
έχεις και χειροπάλαμα, για να μου τόνε δείξης . »
«Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κ' εμέ διδάσκαλός μου . »
Η Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει:
«Πού 'ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω;»
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήση·
μον' ο Χριστός της μίλησε απ' τον σταυρόν επάνω:
«Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δεν έχεις .
Στρώσε τραπέζι θλιβερά να φάνε οι θλιμμένοι
και, το μεγάλο Σάββατο, καθού να μ' απαντέχης .
Την Κυριακίτσα το πουρνό θα πουν Χριστός Ανέστη.» 
 
   
 
Πάσχα, Της Παναγιάς το κλάμα
Τραγουδιέται από μαυροφόρες γυναίκες, στην Κάλυμνο, στην αγρυπνία της Μεγάλης Παρασκευής.
 
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της,
Την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
'κούει βρονταίς, ΄κούει στραπαίς και οντηραίς μεγάλαις·
άγια βώδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει να δη την πόρτα της να δη την γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει·
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τ' άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τάγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.
Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον άϊ-Γιάννη,
θωρεί τον και κατέβαινε κλιαμένον και δαρμένον,
κι εκράτει μεσ' την χείρα του μανδήλι ματωμένον
κι εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του
κι εκράτει και στα νύχια του κρέας του μαγουλού του.
Κι η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
-Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του Γυιού μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρη γη κορφή, τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουν οι 'βριοι εξόγκωνον δεμένον
σαν κλέπτη τον επιάσανε, σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυρανούσι.
Βγάζουν τον χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουντου τον βάτον.
Βγάζουν τα χρυσοπάπουτσα και βάζουν του τσαρούχια.
Η Παναγιά σαν άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την 'πηρετούν τρία κανιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κι η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
-Ας έλθ' η Μάρθα, η Μαρία και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου (1) η αδελφή και η άλλη Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρωμεν προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σ' ένα μικρό βρυσάκι,
κι εδίψασεν η Παναγιά 'σκύψεν να πιη λιγάκι·
'κούει χαλκιά κι ηχάλκευε χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του
-μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνης,
-βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα και εγώ τους κάνω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ' άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε ψωμί να μην χορτάσης
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουνε οι 'βριοί εξόγκωνον δεμένον.
Ώραις η Παναγιά 'κλαίεν, ώραις και μοιρολόγα
στρατί, στρατί τον πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτ' τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κι έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
-Άνοιξε πόρτα του βριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κι η πόρτα απ' τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
-Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
-Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρην;
Εκείνος ειν' ο γιόκας σου και ο μονογενής σου,
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε:
-Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήθηκεν όπου 'ταν σταυρωμένος.
-Μάνα μου σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλαις μάναις
άμε, μάνα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μανάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μανάδες
και τα καλά τ' αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες,
μάνα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάναις
τότε και σύ μανούλα μου θα 'δης χαραίς μεγάλαις.

 
Πάσχα, Το μοιρολόι της Παναγιάς (από το χωριό Αγία Άννα Ευβοίας)
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι,
για να συλλάβουν τον Χριστό, να παν να τον σταυρώσουν.
Σαν κλέφτη τον συλλάβανε και σαν ληστή τον πάνε
και σαν κακό κατάδικο πάνε να τον σταυρώσουν.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τις προσευχές της έκανε για τον Μονογενή της,
Σώνε μάνα μ' οι προσευχές, σώνε και σι μετάνοιες
Τον γυιό σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε.
- Χαλκιά, Χαλκιά, κάνε καρφιά, κάνε τρία πηρόνια,
και κείνος α παράνομος βαρεί και κάνει πέντε.
- Εσύ Χαλκιά που τάκανες πρέπει να μας διατάξεις.
- Βάλτε τα δυό στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια,
Το πέμπο το φαρμακερό, βάλτε του στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.
Κι η μάνα του σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσκο,
και πέντε με ροδόσταμο για νάρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαγεί φωτιά να πάει να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της
. - Εσύ μητέρα αν σφαγείς, σφάζονται οι μάνες ούλες.
Εσύ μητέρα αν γκρεμιστείς, γκρεμιώνται οι μάνες ούλες.
Βάνε κρασί μέσ' στο γυαλί κι αφράτο καπσιμάδι,
να κάνω την παρηγαριά να έχουνε μανάδες.
Πάσχα, Το τραγούδι του Χριστού
Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε.
Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο
Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία
Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι
Τα φύλλα οπού πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες ,
Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε»
Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει,
Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο,
τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και μόλις εσυνέφερε,
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει,
Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της.
Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει,
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη:
«Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου,
μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;»
«Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου.
«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια...»
Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε,
τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε:
«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.»
Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε.
 
 

Πάσχα, Πάθη του Κυρίου

Κάτω στα Ιεροσόλυμα
στον τάφο του Κυρίου
εκεί δέντρο δεν ήτανε
και δέντρο εφυτρώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός
και ρίζα η Παναγία
κι αυτά τα ριζοκλώναρα
ήταν οι μάρτυρές του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν
τα πάθη του Κυρίου.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον όλοι χλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλή
οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό
τον πάντα Βασιλέα.
Και Κύριος εθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο Μυστικό,
να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή Της
τας προσευχάς της έκανε
για Τον μονογενή Της.
- Σώνουν κυρά μου οι προσευχές ,
σώνουν και οι μετάνοιες
και Τον Υιόν σου πιάσανε
και στον φονιά Τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς
κι εκεί Τον τυραγνάνε.
Τετάρτη Τον επιάσανε
Πέμπτη Τον τυραγνάνε
Παρασκευή τ' αποταχύ
πάνε να Τον σταυρώσουν.
- Χαλκιά χαλκιά ,φτιάσε καρφιά
φτιάσε τρία περόνια .
Και 'κείνος ο παράνομος
βάνει και φτιάνει πέντε.
- Συ παραγιέ που τα 'φτιασες
πρέπει να μας διατάξεις .
- Βάλτε τα δυο στα χέρια Του
τ' άλλα τα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το στην καρδιά Του ,
να τρέξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά Του.
Κι η Παναγιά σαν τ' άκουσε
εβρέθει λιγωμένη.
- Φέρτε μαχαίρια να σφαχτώ
φωτιά να πάω να πέσω.
Σε τί γκρεμό να γκρεμιστώ
για Τον Μονογενή μου ;
Στάμνα νερό Της ρίξανε
τρία κανάτια μούστο
και τρία με ροδόσταμνα
για να Της έρθει ο νους Της .
Όταν Της ήρθ' ο λογισμός ,
όταν Της ήρθ' ο νους Της
φωνή Της ήρθε εξ' ουρανού
κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Λάβε Κυρά μου υπομονή,
λάβε Κυρά μου ανέχεια.
- Το πώς να λάβω υπομονή,
το πώς να λάβω ανέχεια
είχα υιό Μονογενή
κι Εκείνον σταυρωμένον.
Τον εσταυρώσαν τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι.
Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή
κι η μάνα του Λαζάρου
και του Ιακώβου η αδερφή
κι οι τέσσερις αντάμα
σαν πήραν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι ,
το μονοπάτ' τις έβγαλε
μεσ' του ληστού την πόρτα .
- Άνοιξε πόρτα του ληστού
και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα απ' το φόβο της
ανοίγει μοναχή της .
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά
κανένα δεν γνωρίζει.
Κοιτάει και δεξιότερα
και βλέπ' τον Άη-Γιάννη.
- Αφέντη αη-Γιάννη Πρόδρομε
που βάφτισες Τον γιο μου
μην είδες τον υιόκα μου
Τον μένε Δάσκαλό σου;
- Δεν έχω χείλη να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο
για να σου Τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό
τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν'ο γιόκας σου
και μένα ο Δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε
γλυκά τον ερωτάει:
- Δε μου μιλάς παιδάκι μου,
δε μου μιλάς παιδί μου;
- Τί να σου πω μανούλα μου
που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο
μετά το μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός
σημαίνουν τα ουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά
το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάς
κάθε παπάς και διάκος.
Όποιος τ' ακούει σώζεται
κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το παρακουρμαστεί

Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο
από τον Άγιο Τάφο
 

Πάσχα, Τα πάθη του Χριστού (Κρητικό Μοιρολόι)     
 
Κάτω στα Ιεροσόλυμα εις του Χριστού τον Τάφο,
εκεί οι Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι Ψάλλουν.
Ψάλλουν το Άγιος ο Θεός και την Τιμιότερα
κι εκεί δεντρό δεν ήτονε δεντρό εφανερώθει.
Η ρίζα ήτον ο Χριστός κι η Παναγιά οι κλώνοι
και τα ξωκλωναράκια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι
κι όσοι ανθοί επέφτανε ήτονε μάρτυροί ντου.
Οι μάρτυροι ελέγασι η του Χριστού τα Πάθη.
Απού τονε σταυρώσανε οι χίλιοι οι γι' Οβραίοι
και τα πιστά και τα σκυλιά κι οι τρεις αφορισμένοι.
Το Φαραώ επέψανε να κάνει τρεις περόνες
κι εκείνος ο παράνομος πάει και κάνει πέντε
-Συ Φαραέ που τση καμες πρέπει να μας διδάξεις:
-Βάλετε δυο στα πόδια του και τσ' άλλες δυο στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλετε στην πλευρά του
να χύσει αίμα και νερό να πικραθεί η καρδιά ντου.
Η Δέσποινα ως τω 'κουσε έπεσε λιγωμένη.
Σταμνιά νερό τση χύσανε και τρακαλιές το μόσκο
και δέκα το ροδόσταμο ως το να συνηφέρει.
Κι απίτις εσυνήφερε κι ήρθε ο λογισμός τση:
Κλουθάτε μου γειτόνισσες οι πλια καλύτερές μου
κι άλλες δε τση κλουθήξανε μόνο οι τρεις Παρθένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και παίρνουν ντη και πάνε ντη κι οι τέσσερις αντάμα.
Κι επιάσαν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τση' βγαλε εις του ληστή την πόρτα
Θωρεί την πόρτα σφαλιχτεί και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Παίζει τση πόρτας μια σπρωξιά μέσα και όξω ευρέθη
και άλλο δεν εγνώρισε μόνο τον Αϊ -Γιάννη.
-Αϊ μου Γιάννη Αφέντη μου και Βαφτιστή του γιου μου
δείξε μου τον εγέννησα για δε τονε γνωρίζω.
-Θαμάζομαί σε Δέσποινα λόγια τα ροζονάρης
εσύ που τονε γέννησες και δεν τονε γνωρίζεις
κι εγώ που τονε βάφτισα πώς να τονε γνωρίσω;
Ποιος έχει στόμα να σου πει γλώσσα να σου μιλήσει
ποιος έχει χεροπάλαμο για να σου τονε δείξει;
Θωρείς τον κείνο το χλωμό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο;
απού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
κι οπού φορεί στη μέση του ολότριχο ζωνάρι;
Κι απού βαστά στα χέρια του καρφιά να τον καρφώσουν;
Εκείνοσάς είν' ο γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου
-Άχι δε μου μιλάς παιδάκι μου δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχει;
Μόνο το Μέγα Σάββατο που δα λαλήσει ο πετεινός
σημαίνει η Γης σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά με τσι χρυσές καμπάνες.
Μάνα μη δείξεις σκοτωμό, σκοτώνουνται οι μανάδες,
και δείξε μια παρηγοριά να τηνε κάμουν οι άλλες.
Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
κάλεσε τσι γειτόνους σου να το γευτείτε ομάδι
και κάτσε παρηγόρησε τσι θλιβερές μανάδες.
Η Αγιά Ελένη πέρασε κι εκατηγόρησέναι.
-Ποιος είδε γυιό εις το Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;
-Άψαλτη κι αλειτούργητη να' σαι Αγιά Ελένη
που δεν επαρηγόρησες τη μάνα τη θλιμμένη.
Κι ομπρός πηγαίνει ο Σαβαός και το χαρτί διαβάζει
κι άγγελος τον ερώτηξε πουν τα μιστά που κάνει.
-Εγώ ορφανό δεν έντυσα μουδέ και διψασμένο,
μουδέ σαράντα λειτουργιές δε τσι βαστώ τ' Αφέντη.
-Γιάγυρε οπίσω αμαρτωλέ τ' Αφέντη δε σε πάω.
Σε πάω του πνευματικού να πεις τα κρίματά σου
να πας να πεις ό,τι καμες κι ότι 'χεις καμωμένα.
Στον πύρινο τον ποταμό τση τρίχας το γιοφύρι
εκειά την πάνε την ψυχή, δεξά ζερβά ξανοίγει.
Στον τόπο τον αγνώριμο κιανένα δε γνωρίζει.
Κι εκειά βαστούν τη ζυγαριά Αγγέλοι και ζυάζουν,
τα κρίματα τα σφάλματα εκεί τα λογαριάζουν.
Κλησία δεν εθέλανε ποτέ ντως να πατήσουν
να κάμουν των καλών αντρών να πα να κοινωνήσουν
Κι αν ήρθαν πια καμιά βολά δίχως την όρεξή ντως
ετρώγαν κι επορνεύγανε κι εχάναν την ψυχή ντως
Ετρώγαν και πορνεύανε, έπιναν και μεθούσαν,
τ' αντίδωρο ετρώγασι και πάλι βλαστημούσαν
Κι εβγάνανε το Σώμα μου και το τσαλαπατούσαν.
Όποιος το λέει σώνεται και όποιος τ' ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλαφρουκαστεί Παράδεισο δα λάβει
Παράδεισο και λίβανο ‘πο Μέγα Μοναστήρι.
Κι όποιος δοξάζει το Θεό και κάνει το Σταυρό ντου
πάντα είναι στο πλάι του και πάντα στο πλευρό ντου.
Τον Αϊ-Γιώργη προσκυνώ, την Παναγιά δοξάζω,
Που κάνει τα χατίρια μου και δεν αναστενάζω.
 
 
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου