Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Η στάση του Νίκα του Τηλ. Λουγγή

       
 
          O πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν τότε (532 μ.Χ.) αρκετά μεγάλος, ίσως περισσότερος από 300.000, αλλά οι αντινομίες στη ζωή ολόκληρης της Αυτοκρατορίας αντανακλούσαν την αγωνιώδη προσπάθεια που έκανε μια κοινωνία να φαίνεται τρομερή και επιβλητική λίγο πριν πεθάνει.  «Μια εξουσία που την εγκαταλείπουν όλοι συνήθως καταρρέει, καθώς η δύναμή της λιγοστεύει μέρα με τη μέρα», ομολογεί ο συγκλητικός Ωριγένης που πήρε μέρος, όπως φαίνεται, στην εξέγερση, χωρίς να είναι γνωστή και η τελική του τύχη. Ο Ωριγένης εξέφραζε παραστατικά την αγωνία της τάξης του, της αρχαίας προέλευσης συγκλητικής αριστοκρατίας που, τότε, αγωνιζόταν να κρατήσει στη ζωή και στο αρχαίο μεγαλείο ο Ιουστινιανός.
            Η σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης τον έκτο αιώνα είχε δύο όψεις: ως πολιτικό όργανο, η δύναμη της μειωνόταν συνεχώς. Ως σώμα αντιπροσωπευτικό της άρχουσας τάξης, όμως, η σύγκλητος έβλεπε το γόητρο και την επιρροή της να μεγαλώνουν κάθε μέρα. Η συγκλητική αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης αφομοίωνε στους κόλπους της όσα υπολείμματα από την επαρχιακή αριστοκρατία των ερειπωμένων πόλεων της Αυτοκρατορίας είχαν επιζήσει, Πραγματικά, μαζί με την κατάρρευση της δουλοκτησίας ως κοινωνικού συστήματος, μία από τις οφθαλμοφανέστερες αποδείξεις για την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου ήταν η ερήμωση, ερείπωση και εγκατάλειψη των επαρχιακών πόλεων, που ο πληθυσμός τους ή έφευγε στην ύπαιθρο ή κατέφευγε στην πρωτεύουσα. Η δουλοκτησία που τροφοδοτούσε τις αρχαίες πόλεις και τις αγορές τους είχε παρακμάσει και, χωρίς αυτή, οι πόλεις δεν μπορούσαν πια να ζήσουν. Ολόκληρη η κοινωνία βρισκόταν στην αρχή της πορείας προς το Μεσαίωνα.
             Οι λαϊκές εξεγέρσεις πάλι είχαν επίκεντρο την πρωτεύουσα, επειδή στις συνθήκες της αποσυντιθέμενης αρχαιότητας ούτε οι επαρχιακές πόλεις παρουσίαζαν πλούσια κοινωνική ζωή με τη βαθιά παρακμή τους ούτε στην ύπαιθρο οι αγρότες είχαν αποκτήσει ακόμη συνείδηση της νέας, μεσαιωνικής τους τύχης.
            Με την άνοδο του Ιουστινιανού στο θρόνο το 527, εκδίδεται ένα αυστηρότατο διάταγμα για όλη την Αυτοκρατορία που απαγορεύει την «αταξίαν» και τις λαϊκές ταραχές, από οποιοδήποτε χρώμα του Ιπποδρόμου και αν προέρχονται. Ως τότε, ίσχυε η αρχή άτι κάθε φορά υπαίτιοι για τις εξεγέρσεις ήταν οι οπαδοί κάποιου από τα μέρη του Ιπποδρόμου, γνωστά από τα χρώματα τους στις αρματοδρομίες. Είναι βέβαιο όμως ότι η ονομασία «δήμος Πρασίνων», «δήμος Βενέτων» έχει σημασία ευρύτερη της ονομασίας «μέρος» και συνδέεται με ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες που επιτελούσαν οι δήμοι σε όσες πόλεις επιζούσαν ακόμα. Τα μέλη της συγκλητικής αριστοκρατίας μπορούσαν θαυμάσια να είναι οπαδοί ενός από τούς δήμους που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και μερικοί αυτοκράτορες είναι γνωστοί για τις προτιμήσεις τους. Ο Ιουστινιανός, πασίγνωστος για την υποστήριξη του προς το δήμο των Βενέτων που ήταν υπερορθόδοξος, σε αντίθεση με τους Πράσινους που έρεπαν προς μονοφυσιτικές αποκλίσεις, απέφευγε σε διάταγμα του 527 να δηλώσει τις προτιμήσεις του, τοποθετώντας τους δήμους σε ίση μοίρα. Αυτό ήταν που συνέβη, τελικά.
          Οι ταξικές αντιθέσεις ήταν εξόφθαλμες στην πρωτεύουσα. «Ο κόσμος που έρχεται για ποικίλους λόγους στην Κωνσταντινούπολη δεν έχει συνήθως χρήματα για να στεγαστεί», λέει ο πανηγυριστής των κτισμάτων του Ιουστινιανού Προκόπιος ενώ, αντίθετα, οι πλούσιοι χτίζουν αληθινά ανάκτορα, όχι από ανάγκη, «αλλ' ες ύβριν και τρυφήν όρον ουκ έχουσαν» (Κτισμ. Δ', 9, 4-5). Οι σημερινοί φιλόλογοι και ιστορικοί μένουν έκπληκτοι από την άνεση, με την οποία Προκόπιος, Μαλάλας και Θεοφάνης εναλλάσσουν στη διήγηση τους τους όρους «οι δήμοι» (δηλαδή οι Πράσινοι και οι Βένετοι) με την αρχαιοπρεπή έκφραση «ο δήμος», δηλαδή το σύνολο των πολιτών μιας πόλης. Πραγματικά, «τα πλήθη φιλιάσαντα» (Μαλάλας 474) δείχνουν τη σύμπνοια τους με την κραυγή, νίκα, νίκα, επειδή αρχικά δεν τολμά να τους επιτεθεί ούτε ο στρατός ούτε η φρουρά. Η υπεροχή αυτή ενισχύει τη σύμπνοια. «Ο δήμος... ξυμφρονήσαντες», θα γράψει ο αρχαιοπρεπής Προκόπιος (Πολ. Α', 24,17).
 

Κυριακή, 11 Ιανουαρίου
, στον Ιππόδρομο, δια μέσου των λαϊκότερων Πράσινων, ο λαός επιχειρεί να επικοινωνήσει με τον αυτοκράτορα, για να εκφράσει την αγανάκτηση του από τις αδικίες των αξιωματούχων. Ύφος παρακλητικό και ειρωνικό: Ξέρουμε ποιοι μας αδικούν αλλά αν τους κατονομάσουμε μπορεί να ανταμειφθούν περισσότερο. Ο αυτοκράτορας αρχικά προσποιείται άγνοια, στη συνέχεια αρνιέται τις αδικίες, τέλος περνάει σε απειλές: «Ει μη ησυχάζητε, αποκεφαλίζω υμάς». Η συνοχή των Πράσινων με τους Βένετους δοκιμάζεται, καθώς οι Πράσινοι αποχωρούν.
           Το πώς εφιλίωσαν ή ξυνεφρόνησαν οι μάζες την επομένη (Δευτέρα, 12 Ιαν.) παραμένει αδιευκρίνιστο. Οι πηγές δίνουν την εξήγηση ότι ο λαός απαιτούσε άμεση αντικατάσταση των έμπιστων αξιωματούχων του Ιουστινιανού με τη μεγάλη απληστία. Πράγματι, ο έπαρχος πραιτωρίων Ιωάννης Καππαδόκης, ο κοιαίστωρ Τριβωνιανός και ο έπαρχος της Πόλης Ευδαίμων απολύθηκαν, αλλά ο Προκόπιος είναι αναγκασμένος να παραδεχτεί ότι η κατάσταση δεν βελτιώθηκε καθόλου ούτε με την αντικατάσταση τους (Πολ. Α, 24,19). Αντίθετα μάλιστα, ο λαός μόλις άρχιζε να συνειδητοποιεί τη δύναμη του.
               Οι συλλήψεις «πρωταιτίων» είχαν ήδη αρχίσει στο κέντρο της Πόλης και ο Ιουστινιανός είχε ήδη δηλώσει ότι η ποινή θα ήταν θάνατος. Εξαιτίας της σύγχυσης, την ώρα της εκτέλεσης, δύο από τους δυστυχισμένους έτυχε να πέσουν δύο φορές από την κρεμάλα χωρίς η φούρκα (το παλούκι) να τους αγγίξει, έτσι το πλήθος απήγαγε με τη βία τούς δύο μελλοθάνατους στο Πέραν, μακριά από το κέντρο, όπου η εξουσία ήταν ισχυρή.
             Η επιτυχία αυτή δίνει θάρρος στα πλήθη που συγκλίνουν προς το κέντρο καίγοντας και λεηλατώντας, όχι μόνο δημόσια κτίρια και εκκλησίες, όπως η παλιά Αγία Σοφία και το μέγαρο της συγκλήτου, αλλά και πολυτελή μέγαρα πλουσίων (Θεοφάνης, 184). Μια εμφάνιση της φρουράς έχει αποτέλεσμα να εξοργίσει περισσότερο τον κόσμο που, πυρπολώντας τούς στρατώνες της (Πασχάλιο Χρονικό, 621), εμφανίζει να ζητάει όπλα από ορισμένους αριστοκράτες. Από την πλευρά του, ο Ιουστινιανός διατάζει την επιτήρηση ορισμένων συγκλητικών που θεωρούνται ύποπτοι. Αυτοί όμως εξαφανίζονται και οι πυρκαγιές γενικεύονται στην Κωνσταντινούπολη, καθώς πέφτει η νύχτα.
              Με την ανατολή του Ήλιου, την Τρίτη, γίνεται φανερό ότι η κεντρική εξουσία χάνει τον έλεγχο των γεγονότων. Οι ιστορικοί τονίζουν την απόγνωση του Ιουστινιανού που θέλει να φύγει κρυφά με πλοίο και την αυταπάρνηση της Θεοδώρας που τον αποτρέπει με ένα εμπνευσμένο λογίδριο (καλόν εντάφιον η βασιλεία κ.λπ.). Αλλά και η εξέγερση αρχίζει να χάνει κάτι από την αυτονομία της, καθώς στις τάξεις της εμφανίζονται ορισμένοι συγκλητικοί. Ένας από αυτούς, ο Ωριγένης, συστήνει στα πλήθη περίσκεψη και αναμονή, αντί για τελική έφοδο στο Παλάτιον, κάτι που επιδρά ανασταλτικά στις μάζες. Η φρουρά του Παλατιού αποτελείται από 3.000 άντρες και, όπως λέει το "Πασχάλιο Χρονικό" (σ. 622). το Σάββατο 17 Ιανουαρίου, στους δρόμους της πρωτεύουσας θα εμφανιστούν στρατεύματα από γειτονικές περιοχές της Θράκης, κάτι που θα αποφασίσει και την έκβαση του αγώνα, για την οποία συνιστούσε υπομονή και αναμονή στο λαό ο συγκλητικός Ωριγένης. Όσο λοιπόν γενναία κι αν φέρθηκε η πρώην παλλακίδα αυτοκράτειρα, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι και η βεβαιότητα ότι σύντομα καταφθάνουν ισχυρά στρατεύματα έπαιξε επίσης κάποιο ρόλο στην τελική απόφαση του Ιουστινιανού να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη και να πνίξει την εξέγερση στο αίμα.
           Καθώς οι μέρες περνούν με λεηλασίες και πυρκαγιές, χωρίς όμως και να αλλάζει ο συσχετισμός των δυνάμεων, καθώς το Παλάτιον μένει απρόσβλητο, δια μέσου του ευνούχου Ναρσή ο Ιουστινιανός επιχειρεί να εξαγοράσει τούς συντηρητικότερους Βένετους. Τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, αλλά η εξέγερση είναι ήδη υπονομευμένη, καθώς μάλιστα ανακηρύσσει ηγέτη της το συγκλητικό Υπάτιο, που, μαζί με τον αδελφό του Πομπήιο, πρέπει να παίζει διπλό παιχνίδι. Φαίνεται ότι ο Υπάτιος ειδοποιεί κρυφά το Παλάτιον (Παρασκευή, 16 Ιαν. βράδυ), ότι θα συγκεντρώσει τους εχθρούς του Ιουοπνιανού στον Ιππόδρομο (Πασχάλιο Χρονικό, 624), όπου ήδη ο αυτοκράτορας έχει αποτύχει δύο φορές να κατευνάσει με τεχνάσματα τη λαϊκή οργή.
               Έτσι, η λύση του δράματος, ακριβώς όπως και η αρχή του, θα λάβει χώρα στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, την Κυριακή 18 Ιανουαρίου, όπου ο στρατός και η φρουρά θα εισβάλουν από τρεις κατευθύνσεις. Το αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση είναι η στάση του ίδιου του δήμου, που παρουσιάζεται, όπως σης αρχαίες τραγωδίες, έτοιμος για τη θυσία. «Άμετροι και μετά πολλής ακοσμίας υπ' αλλήλων ωθούμενοι, εν ομίλωι και ουκ εν τάξει εις φυγήν ώρμηντω» (Προκόπιος, Πολ. Α, 24, 51), χωρίς καν να επιχειρηθούν να αμυνθούν. Η σφαγή είναι γενική, «ώστε μηδένα των πολιτών ή Βενετών ή Πρασίνων ευρεθέντων εν τωι Ιππικώι σωθήναι» (Θεοφάνης, 185). Χάνονται ως 35.000 άνθρωποι σε έναν Ιππόδρομο 50,000 θέσεων περίπου, καθώς οι στρατιώτες σφάζουν αδιάκριτα (Μαλάλας, 476, Πασχάλιο Χρονικό, 627). Ως το βράδυ της Κυριακής η Κωνσταντινούπολη έμεινε ήσυχη και έρημη. Απόλυτα έρημη.
             Η έλλειψη αντίστασης από τα πλήθη στους στρατιώτες που επιτίθενται από παντού δεν πρέπει να προξενεί απορία. Ούτε Πράσινοι ούτε Βένετοι ούτε κανείς άλλος μπορούσε να αντιταχθεί χωρίς όπλα και οργάνωση σε τακτικό στρατό, στριμωγμένοι όπως ήταν, ανάμεσα σε τόσο πλήθος. Γι' αυτό και «η τροπή είναι λαμπρά», όπως λέει ο Προκόπιος, συνηθισμένος να περιγράφει μάχες. Ο λαός δεν είχε πάει στον Ιππόδρομο να πολεμήσει, κάθε άλλο μάλιστα. Καθώς η πρώτη επαναστατική ορμή είχε καταπέσει και η εξέγερση βρισκόταν πια σε άμυνα -πράγμα ολέθριο για κάθε εξέγερση- εφ' όσον η κρατική εξουσία είχε το χρόνο που χρειαζόταν για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που της έλειπαν ως τότε, το μόνο όπλο που έμενε στο λαό ήταν η διατήρηση της συνοχής του ως το τέλος, που κι αυτή όμως χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τη στέψη του Υπάτιου στον Ιππόδρομο, ίσως σαν ύστατη πράξη αντίστασης.

             Αδοξο ήταν το τέλος του Υπάτιου. Τον συνέλαβαν πάνω στη γενίκευση της σφαγής, καθισμένο στο αυτοκρατορικό θεωρείο, ντυμένο με τα αυτοκρατορικά διάσημα, μαζί με τον αδελφό του Πομπήιο, εξίσου αξιοθρήνητη φυσιογνωμία. Οι ανιψιοί του Ιουστινιανού, Ιούστος και Βοραΐδης, τους έσυραν μπροστά στον αυτοκράτορα. Χαμερπέστατα, κλαυθμηρίζοντας και ικετεύοντας, επικαλέστηκαν το ότι αυτοί επίτηδες απεργάστηκαν την εξολόθρευση του πλήθους παρασύροντας το στον Ιππόδρομο. Σωστά ο Ιουστινιανός θεώρησε τις δικαιολογίες αυτές κατώτερου επιπέδου και τις αντιμετώπισε με αριστοκρατική αδιαφορία και ψυχρή ειρωνεία.
              Το σφαγμένο πτώμα του Υπάτιου που ρίχτηκε στη θάλασσα ξεβράστηκε στην ακτή της Θράκης, όπου και τάφηκε. Το πτώμα του Πομπηίου δεν βρέθηκε ποτέ, Ο Ιουστινιανός δεν δίστασε να δημεύσει τις περιουσίες τους, μαζί με τις περιουσίες άλλων 18 αριστοκρατών που φέρονταν να έχουν αναμιχθεί, άλλος λίγο, άλλος πολύ, στην εξέγερση. «Γέγονε φόβος βασιλικός πολύς», λέει το "Πασχάλιο Χρονικό" (σ. 628), προσθέτοντας ότι για πολλές μέρες η Πόλη νέκρωσε εμπορικά και δεν έγιναν αγοραπωλησίες. Αναγγέλλοντας σε όλες τις πόλεις της Αυτοκρατορίας την κατάπνιξη της εξέγερσης, ο Ιουστινανός δεν παρέλειψε ταυτόχρονα να οχυρώσει το Παλάτιον, έχτισε μάλιστα εκεί δεξαμενές νερού και σιταποθήκες ειδικά για τέτοιες περιστάσεις (Μαλάλας, 476-477). Απαγορεύθηκαν στο εξής οι αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο που έδιναν την ευκαιρία στο λαό να συγκεντρωθεί και διατάχθηκαν αυστηρές ανακρίσεις για να εξακριβωθεί πως συνέβη το καταπληκτικό οι Βένετοι να συμμαχήσουν με τους Πράσινους στην εξέγερση (Πασχάλιο Χρονικό, 629). Όσο για τον Ιωάννη Καππαδόκη και τον Τριβωνιανό που είχαν παυθεί τη δεύτερη μέρα της Στάσης του Νίκα, σε λίγο καιρό ξαναπήταν τις θέσεις τους.
 
                                                    Ε- Ιστορικά                       Τηλέμαχος Λουγγής

1 σχόλιο:

  1. Τι ειχαμε και τι χασαμε, γινεται να μην δακρυσεις διαβαζοντας τα;

    Ξενοκρατης απο Βιεννη

    ΑπάντησηΔιαγραφή