του Θάνου Δασκαλοθανάση
Βυζαντινές πριγκίπισσες: 'Αννα Πορφυρογέννητη
Η Άννα Πορφυρογέννητη (στα ρωσικά Анна Византийская, Άννα η Βυζαντινή) (13 Μαρτίου 963 – 1011) υπήρξε σύζυγος του Μεγάλου Πρίγκηπα του Κιέβου Βλαδίμηρου Α´. Η Άννα ήταν κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Β´ και της αυτοκράτειρας Θεοφανώς. Ήταν επίσης αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου και του Κωνσταντίνου Η´. Η Άννα ήταν «πορφυρογέννητη», δηλαδή νόμιμη κόρη αυτοκράτορα που είχε γεννηθεί στο ειδικό πορφυρό δωμάτιο του βυζαντινού αυτοκρατορικού παλατιού. Το χέρι της Άννας θεωρήθηκε τόσο μεγάλο έπαθλο που ο Βλαδίμηρος έγινε χριστιανός μόνο και μόνο για να την παντρευτεί.
Ποτέ προηγουμένως μια πορφυρογέννητη δεν είχε παντρευτεί ένα βάρβαρο, μάλιστα ακόμη και προτάσεις γάμου από Φράγκους και Γερμανούς πρίγκιπες είχαν κατηγορηματικά απορριφθεί. Ούτε η Άννα επιθυμούσε αυτό το γάμο και έδειξε μεγάλη δυσφορία στο ταξίδι της από την Κωνσταντινούπολη προς τη Χερσώνα, όταν πήγε για την τελετή του γάμου που ακολούθησε τη βάπτιση του Βλαδίμηρου. Προφανώς τον επέβαλαν οι πολιτικοί λόγοι της σύναψης στενότερων σχέσεων μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας.
Ποτέ προηγουμένως μια πορφυρογέννητη δεν είχε παντρευτεί ένα βάρβαρο, μάλιστα ακόμη και προτάσεις γάμου από Φράγκους και Γερμανούς πρίγκιπες είχαν κατηγορηματικά απορριφθεί. Ούτε η Άννα επιθυμούσε αυτό το γάμο και έδειξε μεγάλη δυσφορία στο ταξίδι της από την Κωνσταντινούπολη προς τη Χερσώνα, όταν πήγε για την τελετή του γάμου που ακολούθησε τη βάπτιση του Βλαδίμηρου. Προφανώς τον επέβαλαν οι πολιτικοί λόγοι της σύναψης στενότερων σχέσεων μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας.
Το έτος 988 ο Βλαντίμιρ, ο Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου ήξερε με ποια αποστολή ερχόταν η πρεσβεία του Βασιλείου Β΄ στα μέρη τους.
Ήξερε ότι ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς, ένας γαιοκτήμονας από τους δυνατούς των μικρασιατικών περιοχών πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη διεκδικώντας τον θρόνο. Αν λοιπόν ο Βασίλειος του ζητούσε να του δώσει άντρες για βοήθεια θα το έκανε, όμως με ένα αντάλλαγμα, διότι δεν δεχόταν να τους θεωρούν οι Βυζαντινοί βαρβάρους και κατώτερούς τους. Ήθελε ο Βασίλειος να του δώσει για γυναίκα του την αδερφή του, την Άννα. O γάμος με την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα θα του προσέδιδε κύρος και αίγλη. Ο Βασίλειος αρχικά δεν ήθελε να δώσει μια πορφυρογέννητη κόρη σε ένα βάρβαρο, αλλά ήξερε ότι όλες οι κόρες βασιλιάδων και πριγκίπων ανατρέφονται με την ιδέα, ότι οφείλουν να παντρευτούν σύμφωνα με τα συμφέροντα της χώρας τους.
Στη εμφύλια βυζαντινή διαμάχη ο Φωκάς σκοτώθηκε και οι επαναστάτες ηττήθηκαν. Ο Βασίλειος ήξερε καλά ότι το όφειλε στις ενισχύσεις που του πρόσφερε ο πρίγκιπας Βλαντίμιρ. Ο ίδιος όμως ο Βασίλειος δεν τήρησε από τη μεριά του τη συμφωνία. Έτσι ο Βλαντίμιρ έχασε την υπομονή του και έστειλε συγχρόνως το στρατό και το στόλο να πολιορκήσουν τη Χερσώνα, το οχυρό λιμάνι της Κριμαίας που ανήκε στο Βυζάντιο και είχε ιδρυθεί από Έλληνες στην αρχαιότητα. Το σχέδιο του δεν είχε επιτυχία, οπότε η λύση, που του πρότεινε ο ίδιος ο επίσκοπος της πόλης ο Αναστάσιος, ήταν να κόψει το νερό που τροφοδοτούσε την πόλη. Ο λαός φυσικά δεν άντεξε μέσα στο καλοκαίρι χωρίς νερό. Στη συνέχεια ο Βλαντίμιρ μήνυσε στον Βασίλειο, ότι είχε καταλάβει τη Χερσώνα και ότι, αν δεν βιαζόταν να του στείλει την αδερφή του, θα έπαιρνε και την Κωνσταντινούπολη.
<<Μετά παρέλευση ενός έτους, κατά το έτος 6496 (988) ο Βλαδίμηρος εκστράτευσε με τους στρατιώτες του κατά της Χερσώνας, μιας ελληνικής πόλης. Οι κάτοικοι της Χερσώνας οχυρώθηκαν μέσα στην πόλη, ενώ ο Βλαδίμηρος παρατάχθηκε στο λιμάνι, σε απόσταση βολής τόξου από αυτή […]. Οι Ρώσοι απέκοψαν τη ροή του νερού και οι Χερσωνίτες δεν άντεξαν τη δίψα και παραδόθηκαν. Ο Βλαδίμηρος και η συνοδεία (druzina) του εισήλθαν στην πόλη.
Ο Βλαδίμηρος έστειλε τότε απεσταλμένους στους αυτοκράτορες Βασίλειο και Κωνσταντίνο με το ακόλουθο μήνυμα:
«Κοιτάξτε, πήρα την περίφημη πόλη σας. Πληροφορούμαι όμως ότι έχετε μια ανύπαντρη αδελφή. Αν δεν μου τη δώσετε για γυναίκα, θα κάνω στην Κωνσταντινούπολη ό,τι έκανα και σ’ αυτή εδώ την πόλη».
Όταν οι δύο αυτοκράτορες άκουσαν το μήνυμα, κυριεύτηκαν από θλίψη και έστειλαν πρεσβεία με το ακόλουθο μήνυμα: «Δεν ταιριάζει στους Χριστιανούς να παντρεύουν τις κόρες τους με εθνικούς. Αν βαπτιστείς, θα εξασφαλίσεις αυτό το πλεονέκτημα. Θα δεχτείς τη Βασιλεία των Ουρανών και θα έχεις κοινή με εμάς πίστη.» […]
Ο Βλαδίμηρος συγκατατέθηκε και αποφάσισε να βαπτιστεί.
Ο επίσκοπος Χερσώνας μαζί με τους ιερείς της αδελφής του αυτοκράτορα βάπτισε τον Βλαδίμηρο, αφού τον κατήχησε στο Χριστιανισμό>>.
Λαυρεντιανό Χρονικό, γερμ. μετ. Jo. Bujnoch (Slavische
Geschichtsschreiber 1), Γκρατς-Βιέννη-Κολονία 1958,
Ο Βασίλειος, μην έχοντας άλλη επιλογή, μίλησε στην Άννα για το τι επρόκειτο να συμβεί. Μόλις της το ανακοίνωσε, έμεινε άναυδη, ενώ το πρόσωπό της γέμισε από δάκρυα. Δεν μπορούσε ναπιστέψει ότι θα γινόταν άλλη μία από τις γυναίκες ενός βάρβαρου ειδωλολάτρη και ότι θα πήγαινε σε μία ξένη χώρα. Ο αδερφός της Κωνσταντίνος για να την καθησυχάσει, της είπε πως ο Βλαντίμιρ θα γινόταν χριστιανός, ενώ η Ρωσία θα γινόταν ορθόδοξη. Όλο αυτό το αχανές κράτος θα ακολουθούσε το θρήσκευμά τους και θα γινόταν σύμμαχός τους. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Βασιλείου, η Άννα ξεκίνησε κλαίγοντας για τη Χερσώνα.
Όταν αντίκρισε τον Βλαντίμιρ, βρέθηκε προ εκπλήξεως αφού ήταν πολύ πιο όμορφος απ’ ό,τι περίμενε. Ο Βλαντίμιρ βαφτίστηκε Βασίλειος προς τιμήν του αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένη η εκκλησία όπου βαφτιζόταν, καθώς και προς τιμήν του κουνιάδου του, του αυτοκράτορα. Ο Βλαντίμιρ μόλις είδε την Άννα την ερωτεύτηκε. Ακολούθησε ο γάμος τους, ενώ τα γλέντια που έκανε ο ρωσικός λαός τα θυμάται ακόμα.
Ήξερε ότι ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς, ένας γαιοκτήμονας από τους δυνατούς των μικρασιατικών περιοχών πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη διεκδικώντας τον θρόνο. Αν λοιπόν ο Βασίλειος του ζητούσε να του δώσει άντρες για βοήθεια θα το έκανε, όμως με ένα αντάλλαγμα, διότι δεν δεχόταν να τους θεωρούν οι Βυζαντινοί βαρβάρους και κατώτερούς τους. Ήθελε ο Βασίλειος να του δώσει για γυναίκα του την αδερφή του, την Άννα. O γάμος με την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα θα του προσέδιδε κύρος και αίγλη. Ο Βασίλειος αρχικά δεν ήθελε να δώσει μια πορφυρογέννητη κόρη σε ένα βάρβαρο, αλλά ήξερε ότι όλες οι κόρες βασιλιάδων και πριγκίπων ανατρέφονται με την ιδέα, ότι οφείλουν να παντρευτούν σύμφωνα με τα συμφέροντα της χώρας τους.
Στη εμφύλια βυζαντινή διαμάχη ο Φωκάς σκοτώθηκε και οι επαναστάτες ηττήθηκαν. Ο Βασίλειος ήξερε καλά ότι το όφειλε στις ενισχύσεις που του πρόσφερε ο πρίγκιπας Βλαντίμιρ. Ο ίδιος όμως ο Βασίλειος δεν τήρησε από τη μεριά του τη συμφωνία. Έτσι ο Βλαντίμιρ έχασε την υπομονή του και έστειλε συγχρόνως το στρατό και το στόλο να πολιορκήσουν τη Χερσώνα, το οχυρό λιμάνι της Κριμαίας που ανήκε στο Βυζάντιο και είχε ιδρυθεί από Έλληνες στην αρχαιότητα. Το σχέδιο του δεν είχε επιτυχία, οπότε η λύση, που του πρότεινε ο ίδιος ο επίσκοπος της πόλης ο Αναστάσιος, ήταν να κόψει το νερό που τροφοδοτούσε την πόλη. Ο λαός φυσικά δεν άντεξε μέσα στο καλοκαίρι χωρίς νερό. Στη συνέχεια ο Βλαντίμιρ μήνυσε στον Βασίλειο, ότι είχε καταλάβει τη Χερσώνα και ότι, αν δεν βιαζόταν να του στείλει την αδερφή του, θα έπαιρνε και την Κωνσταντινούπολη.
<<Μετά παρέλευση ενός έτους, κατά το έτος 6496 (988) ο Βλαδίμηρος εκστράτευσε με τους στρατιώτες του κατά της Χερσώνας, μιας ελληνικής πόλης. Οι κάτοικοι της Χερσώνας οχυρώθηκαν μέσα στην πόλη, ενώ ο Βλαδίμηρος παρατάχθηκε στο λιμάνι, σε απόσταση βολής τόξου από αυτή […]. Οι Ρώσοι απέκοψαν τη ροή του νερού και οι Χερσωνίτες δεν άντεξαν τη δίψα και παραδόθηκαν. Ο Βλαδίμηρος και η συνοδεία (druzina) του εισήλθαν στην πόλη.
Ο Βλαδίμηρος έστειλε τότε απεσταλμένους στους αυτοκράτορες Βασίλειο και Κωνσταντίνο με το ακόλουθο μήνυμα:
«Κοιτάξτε, πήρα την περίφημη πόλη σας. Πληροφορούμαι όμως ότι έχετε μια ανύπαντρη αδελφή. Αν δεν μου τη δώσετε για γυναίκα, θα κάνω στην Κωνσταντινούπολη ό,τι έκανα και σ’ αυτή εδώ την πόλη».
Όταν οι δύο αυτοκράτορες άκουσαν το μήνυμα, κυριεύτηκαν από θλίψη και έστειλαν πρεσβεία με το ακόλουθο μήνυμα: «Δεν ταιριάζει στους Χριστιανούς να παντρεύουν τις κόρες τους με εθνικούς. Αν βαπτιστείς, θα εξασφαλίσεις αυτό το πλεονέκτημα. Θα δεχτείς τη Βασιλεία των Ουρανών και θα έχεις κοινή με εμάς πίστη.» […]
Ο Βλαδίμηρος συγκατατέθηκε και αποφάσισε να βαπτιστεί.
Ο επίσκοπος Χερσώνας μαζί με τους ιερείς της αδελφής του αυτοκράτορα βάπτισε τον Βλαδίμηρο, αφού τον κατήχησε στο Χριστιανισμό>>.
Λαυρεντιανό Χρονικό, γερμ. μετ. Jo. Bujnoch (Slavische
Geschichtsschreiber 1), Γκρατς-Βιέννη-Κολονία 1958,
Η Βάπτιση του Πρίγκιπα Βλαντιμίρ |
Ο Βασίλειος, μην έχοντας άλλη επιλογή, μίλησε στην Άννα για το τι επρόκειτο να συμβεί. Μόλις της το ανακοίνωσε, έμεινε άναυδη, ενώ το πρόσωπό της γέμισε από δάκρυα. Δεν μπορούσε ναπιστέψει ότι θα γινόταν άλλη μία από τις γυναίκες ενός βάρβαρου ειδωλολάτρη και ότι θα πήγαινε σε μία ξένη χώρα. Ο αδερφός της Κωνσταντίνος για να την καθησυχάσει, της είπε πως ο Βλαντίμιρ θα γινόταν χριστιανός, ενώ η Ρωσία θα γινόταν ορθόδοξη. Όλο αυτό το αχανές κράτος θα ακολουθούσε το θρήσκευμά τους και θα γινόταν σύμμαχός τους. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Βασιλείου, η Άννα ξεκίνησε κλαίγοντας για τη Χερσώνα.
Όταν αντίκρισε τον Βλαντίμιρ, βρέθηκε προ εκπλήξεως αφού ήταν πολύ πιο όμορφος απ’ ό,τι περίμενε. Ο Βλαντίμιρ βαφτίστηκε Βασίλειος προς τιμήν του αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένη η εκκλησία όπου βαφτιζόταν, καθώς και προς τιμήν του κουνιάδου του, του αυτοκράτορα. Ο Βλαντίμιρ μόλις είδε την Άννα την ερωτεύτηκε. Ακολούθησε ο γάμος τους, ενώ τα γλέντια που έκανε ο ρωσικός λαός τα θυμάται ακόμα.
Από το γάμο της με το Μεγάλο πρίγκηπα Βλαδίμηρο, η Άννα πήρε τον επίσημο τίτλο της Μεγάλης πριγκίπισσας του Κιέβου, αλλά στην πράξη, όλοι την αποκαλούσαν "βασίλισσα" ή "τσαρίνα", αφού ήταν μέλος του βυζαντινού αυτοκρατορικού οίκου. Η Άννα συμμετείχε ενεργά στον εκχριστιανισμό των Ρώσων: διατέλεσε θρησκευτικός σύμβουλος του Βλαδίμηρου και ίδρυσε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες. Μερικοί μελετητές πιθανολογούν πως χάρισε τρία παιδιά στον Βλαδίμηρο, ο οποίος ήταν διαβόητος για τον έκλυτο βίο του.
Μετά τη γαμήλια τελετή η Χερσώνα παραχωρήθηκε και πάλι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι ιερείς της πόλης συνόδεψαν τον Βλαντίμιρ και την νέα μεγάλη πριγκίπισσα των Ρως στο Κίεβο, όπου το Πάνθεον κατεδαφίστηκε, το ξόανο του Περούν αποκαθηλώθηκε και ρίχτηκε στον Δνείπερο και άρχισε ο εκχριστιανισμός των Ρως. Εννοείται πως η διαδικασία αυτή χρειάστηκε δεκαετίες ολόκληρες, κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρχαν περίοδοι επιστροφής στην παλαιά παγανιστική θρησκεία
Ο Βλαντίμιρ με τις προσπάθειές του έκανε τη Ρωσία πολύ ισχυρή. Από τότε που παντρεύτηκε την Άννα έγινε άλλος άνθρωπος. Ακολούθησε κατά λέξη το δίδαγμα του Χριστού. Έγινε ελεήμων, σε σημείο να ανοίξει τις πόρτες του παλατιού του και να μοιράζει τα υπάρχοντά του σε φτωχούς, μα και σε αλήτες. Κατήργησε επίσης τη θανατική ποινή. Σε όλα αυτά έπαιξε σημαντικό ρόλο και η Άννα, την οποία αγάπησε τόσο πολύ, ώστε ζήτησε νατονθάψουνδίπλατη
Η Άννα στάθηκε τυχερή που έζησε δίπλα σε έναν άντρα που την αγάπησε τόσο. Τυχερή στάθηκε επίσης επειδή πέθανε πριν από τον Βλαντίμιρ και δεν έζησε τον πόνο για το χαμό των δύο γιών της, που δολοφονήθηκαν κατόπιν διαταγής του Σβιατοπόλκ, του θετού γιου του άντρα της, τον οποίο ο λαός είπε Καταραμένο. Οι δυο γιοι της Άννας ανακηρύχτηκαν από τη ρωσική εκκλησία Άγιοι και έγιναν από τους πιο δημοφιλείς αγίους του ρωσικού λαού.
Η Άφιξη της Βυζαντινής Άννας στους Ρως
Είχε αχνοφανεί στο ορίζοντα η Χερσώνα (Κριμαία), όταν ο πρωτοκάραβος έστειλε σπαθάριο να ειδοποιήσει την Άννα ότι στόλος ολόκληρος από μικρά πλεούμενα των Ρως ερχόταν να την προϋπαντήσει. Ντύθηκε η Άννα, φόρεσε το βαρύ χρυσοκέντητο φόρεμά της και με όλη την ακολουθία της ανέβηκε πάνω στο ξυλόκαστρο (του πλοίου). Χρύσισε, λαμπύρισε, γέμισε ασήμια και πολύτιμες πέτρες το κατάστρωμα, καθώς η ακολουθία της, κατεπάνω, τουρμάρχες, ιερωμένοι και πατρικίες, πήραν την σειρά τους.
Η Άννα ήταν σοβαρή και αμίλητη, όπως πάντα. Κοιτούσε εμπρός την Χερσώνα, χωρίς να την βλέπει. Ο νους της ήταν αλλού: στη Βασιλεύουσα, στο Ιερό Παλάτιο. Δεν είδε τα μικρά πλεούμενα που, στολισμένα με πολύχρωμα φλάμπουρα, έρχονταν, σε δύο γραμμές, να ενωθούνε με το δρόμωνα και τα χελάνδια που μας ακολουθούσαν. Δεν είδε, ούτε άκουσε τις άναρθρες κραυγές που μπήξανε τα τσούρμα των Ρως, όταν ζύγωσαν το καράβι μας.
Και φώναζαν οι Ρως, και χτυπούσαν κύμβαλα, και φυσούσαν σε βούκινα και σε σάλπιγγες, και ούρλιαζαν, και κουνούσαν τα χέρια τους, τα όπλα τους, κι ανέμιζαν πολύχρωμα υφάσματα. Βάρβαρος λαός, βάρβαρα τα έθιμά τους… Πού η σοβαρότητα, πού το αυστηρό τυπικό της Αυλής του Βυζαντίου…
Κοιτούσα συνεπαρμένη τα πλεούμενα, τους Ρως με τα παράξενα ρούχα, τα φλάμπουρά τους, όταν μέσα από τα καράβια τους ξεχώρισα ένα, γιατί ήταν το μεγαλύτερο και το ψηλότερο, γιατί τα κουπιά του ήταν βαμμένα κόκκινα ζωηρά, γιατί χρύσιζαν στις άκρες τους. Ερχόταν γραμμή απάνω μας.
(…) -Ο μέγας δούκας, ο Βλαδίμηρος, έκανε ψιθυριστά ο πρωτοκάραβος, και γυρίζοντας στον δρουγγάριο που στεκότανε κοντά του έδωσε τις διαταγές του.
(…) Το καράβι των Ρως ζύγωσε, κόλλησε πάνω στο δικό μας και, από την σκάλα που του έριξε το τσούρμο μας, ανέβηκε αργά αργά πάνω στο κατάστρωμα ο Βλαδίμηρος, ενώ οι σαλπιγκτές μας του απόδιναν χαιρετισμό. Ήταν ψηλός, γύρω στα σαράντα, ομορφοκαμωμένος. Προχώρησε αργά αργά ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια του, σαν να μην έβλεπε καλά.
(…) ενώ τον προσκυνούσαμε, πλησίασε την Άννα, που στεκόταν ακίνητη, ψυχρή και άφωνη, σαν άγαλμα. Δεν την φίλησε ούτε την πήρε στην αγκαλιά του. Υποκλίθηκε μόνο άχαρα μπροστά της, σαν να μην ήτανε συνηθισμένος σε αυτά τα πράγματα, και με βαριά φωνή τής είπε ελληνικά, σαν να αποστήθιζε το μάθημά του:
-Καλώς ήρθες στην χώρα μου. Στην χώρα σου.
(…) Λύθηκαν τα γόνατά μου σαν αντίκρισα το Κίεβο. Δεν ήταν πόλη ετούτη… Ήταν χωριό. Ένα μακρύ χωριό από καλύβες λάσπινες, που απλωνότανε ζερβά και δεξιά από το ποτάμι, Βορυσθένης, το όνομά του, από αρχοντικά που μόνο αρχοντικά δεν ήτανε. Φθάσαμε στο ανάκτορο του Βλαδίμηρου, κατεβήκαμε από τις άμαξες. Ένα σπίτι κοινό ήταν το ανάκτορό του, που ούτε ένας έμπορος στην Βασιλεύουσα δεν θα καταδεχότανε. Όχι πως ήτανε μικρό. Ήταν όμως τόσο κακόγουστο, τόσο απεριποίητο, τόσο χωρίς στολίδια, τόσο βρώμικο στο κάτω μέρος, όπου ήταν οι στάβλοι, που σου ερχότανε λιγοθυμιά.
(…) Βαφτίστηκε ο Βλαδίμηρος στην Εκκλησιά του Αγίου Βασιλείου, μπροστά στους συναγμένους πρωτάρχοντες τις χώρας του -«Βογιάρους» τους λένε στην Ρωσία- και το σπίτι του Θεού αντήχησε από την Θεία Ψαλμωδία. Βαφτίστηκε ο Βλαδίμηρος και μαζί με αυτόν και εκατό ακόμα άρχοντές του.
Από το βιβλίο του Κ.Κυριαζή, «Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος».
Μετά τη γαμήλια τελετή η Χερσώνα παραχωρήθηκε και πάλι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι ιερείς της πόλης συνόδεψαν τον Βλαντίμιρ και την νέα μεγάλη πριγκίπισσα των Ρως στο Κίεβο, όπου το Πάνθεον κατεδαφίστηκε, το ξόανο του Περούν αποκαθηλώθηκε και ρίχτηκε στον Δνείπερο και άρχισε ο εκχριστιανισμός των Ρως. Εννοείται πως η διαδικασία αυτή χρειάστηκε δεκαετίες ολόκληρες, κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρχαν περίοδοι επιστροφής στην παλαιά παγανιστική θρησκεία
Ο Βλαντίμιρ με τις προσπάθειές του έκανε τη Ρωσία πολύ ισχυρή. Από τότε που παντρεύτηκε την Άννα έγινε άλλος άνθρωπος. Ακολούθησε κατά λέξη το δίδαγμα του Χριστού. Έγινε ελεήμων, σε σημείο να ανοίξει τις πόρτες του παλατιού του και να μοιράζει τα υπάρχοντά του σε φτωχούς, μα και σε αλήτες. Κατήργησε επίσης τη θανατική ποινή. Σε όλα αυτά έπαιξε σημαντικό ρόλο και η Άννα, την οποία αγάπησε τόσο πολύ, ώστε ζήτησε νατονθάψουνδίπλατη
Η Άννα στάθηκε τυχερή που έζησε δίπλα σε έναν άντρα που την αγάπησε τόσο. Τυχερή στάθηκε επίσης επειδή πέθανε πριν από τον Βλαντίμιρ και δεν έζησε τον πόνο για το χαμό των δύο γιών της, που δολοφονήθηκαν κατόπιν διαταγής του Σβιατοπόλκ, του θετού γιου του άντρα της, τον οποίο ο λαός είπε Καταραμένο. Οι δυο γιοι της Άννας ανακηρύχτηκαν από τη ρωσική εκκλησία Άγιοι και έγιναν από τους πιο δημοφιλείς αγίους του ρωσικού λαού.
Η Άφιξη της Βυζαντινής Άννας στους Ρως
Είχε αχνοφανεί στο ορίζοντα η Χερσώνα (Κριμαία), όταν ο πρωτοκάραβος έστειλε σπαθάριο να ειδοποιήσει την Άννα ότι στόλος ολόκληρος από μικρά πλεούμενα των Ρως ερχόταν να την προϋπαντήσει. Ντύθηκε η Άννα, φόρεσε το βαρύ χρυσοκέντητο φόρεμά της και με όλη την ακολουθία της ανέβηκε πάνω στο ξυλόκαστρο (του πλοίου). Χρύσισε, λαμπύρισε, γέμισε ασήμια και πολύτιμες πέτρες το κατάστρωμα, καθώς η ακολουθία της, κατεπάνω, τουρμάρχες, ιερωμένοι και πατρικίες, πήραν την σειρά τους.
Η Άννα ήταν σοβαρή και αμίλητη, όπως πάντα. Κοιτούσε εμπρός την Χερσώνα, χωρίς να την βλέπει. Ο νους της ήταν αλλού: στη Βασιλεύουσα, στο Ιερό Παλάτιο. Δεν είδε τα μικρά πλεούμενα που, στολισμένα με πολύχρωμα φλάμπουρα, έρχονταν, σε δύο γραμμές, να ενωθούνε με το δρόμωνα και τα χελάνδια που μας ακολουθούσαν. Δεν είδε, ούτε άκουσε τις άναρθρες κραυγές που μπήξανε τα τσούρμα των Ρως, όταν ζύγωσαν το καράβι μας.
Και φώναζαν οι Ρως, και χτυπούσαν κύμβαλα, και φυσούσαν σε βούκινα και σε σάλπιγγες, και ούρλιαζαν, και κουνούσαν τα χέρια τους, τα όπλα τους, κι ανέμιζαν πολύχρωμα υφάσματα. Βάρβαρος λαός, βάρβαρα τα έθιμά τους… Πού η σοβαρότητα, πού το αυστηρό τυπικό της Αυλής του Βυζαντίου…
Κοιτούσα συνεπαρμένη τα πλεούμενα, τους Ρως με τα παράξενα ρούχα, τα φλάμπουρά τους, όταν μέσα από τα καράβια τους ξεχώρισα ένα, γιατί ήταν το μεγαλύτερο και το ψηλότερο, γιατί τα κουπιά του ήταν βαμμένα κόκκινα ζωηρά, γιατί χρύσιζαν στις άκρες τους. Ερχόταν γραμμή απάνω μας.
(…) -Ο μέγας δούκας, ο Βλαδίμηρος, έκανε ψιθυριστά ο πρωτοκάραβος, και γυρίζοντας στον δρουγγάριο που στεκότανε κοντά του έδωσε τις διαταγές του.
(…) Το καράβι των Ρως ζύγωσε, κόλλησε πάνω στο δικό μας και, από την σκάλα που του έριξε το τσούρμο μας, ανέβηκε αργά αργά πάνω στο κατάστρωμα ο Βλαδίμηρος, ενώ οι σαλπιγκτές μας του απόδιναν χαιρετισμό. Ήταν ψηλός, γύρω στα σαράντα, ομορφοκαμωμένος. Προχώρησε αργά αργά ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια του, σαν να μην έβλεπε καλά.
(…) ενώ τον προσκυνούσαμε, πλησίασε την Άννα, που στεκόταν ακίνητη, ψυχρή και άφωνη, σαν άγαλμα. Δεν την φίλησε ούτε την πήρε στην αγκαλιά του. Υποκλίθηκε μόνο άχαρα μπροστά της, σαν να μην ήτανε συνηθισμένος σε αυτά τα πράγματα, και με βαριά φωνή τής είπε ελληνικά, σαν να αποστήθιζε το μάθημά του:
-Καλώς ήρθες στην χώρα μου. Στην χώρα σου.
(…) Λύθηκαν τα γόνατά μου σαν αντίκρισα το Κίεβο. Δεν ήταν πόλη ετούτη… Ήταν χωριό. Ένα μακρύ χωριό από καλύβες λάσπινες, που απλωνότανε ζερβά και δεξιά από το ποτάμι, Βορυσθένης, το όνομά του, από αρχοντικά που μόνο αρχοντικά δεν ήτανε. Φθάσαμε στο ανάκτορο του Βλαδίμηρου, κατεβήκαμε από τις άμαξες. Ένα σπίτι κοινό ήταν το ανάκτορό του, που ούτε ένας έμπορος στην Βασιλεύουσα δεν θα καταδεχότανε. Όχι πως ήτανε μικρό. Ήταν όμως τόσο κακόγουστο, τόσο απεριποίητο, τόσο χωρίς στολίδια, τόσο βρώμικο στο κάτω μέρος, όπου ήταν οι στάβλοι, που σου ερχότανε λιγοθυμιά.
(…) Βαφτίστηκε ο Βλαδίμηρος στην Εκκλησιά του Αγίου Βασιλείου, μπροστά στους συναγμένους πρωτάρχοντες τις χώρας του -«Βογιάρους» τους λένε στην Ρωσία- και το σπίτι του Θεού αντήχησε από την Θεία Ψαλμωδία. Βαφτίστηκε ο Βλαδίμηρος και μαζί με αυτόν και εκατό ακόμα άρχοντές του.
Από το βιβλίο του Κ.Κυριαζή, «Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου