Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

O χορός στο Βυζάντιο

 Κατερίνα Τσεκούρα, αρχαιολόγος 
              Καθώς το Βυζάντιο παρουσιάζεται μάλλον σιωπηρό, όσον αφορά σε συνήθειες ή φαινόμενα που παραπέμπουν στο ειδωλολατρικό παρελθόν, ακόμα και εχθρικό απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να θεωρούνταν τότε ότι δε συμφωνούσε με την περί ηθικής αντίληψης του Χριστιανισμού, η μελέτη και η έρευνα για το χορό της εποχής φαντάζει καταρχήν δύσκολη. Στο παρελθόν μάλιστα και η ίδια η ύπαρξή του στο πλαίσιο της βυζαντινής κοινωνίας είχε αμφισβητηθεί.
 
O χορός στο Βυζάντιο
          Πρωτοπόρος στο σχετικό ερευνητικό πεδίο ο βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές επισημαίνει, σε εκτενές άρθρο του δημοσιευμένο στο α΄ μισό του περασμένου αιώνα, ότι οι Βυζαντινοί ποτέ δεν σταμάτησαν να χορεύουν, παρά τις κατακρίσεις και απαγορεύσεις, είτε αυτές εκφράζονταν προφορικά είτε περιλαμβάνονταν σε πατερικά κείμενα και συνοδικές αποφάσεις. Ακριβώς αυτό το γεγονός άλλωστε, της επανάληψης των απαγορεύσεων με τέτοια συχνότητα και σε τόσο έντονους τόνους, κάποτε ακόμα και απειλητικούς, αποτελεί ασφαλές, παρ΄ ότι έμμεσο, τεκμήριο της επιβίωσης της αρχέγονης αυτής εκφραστικής πράξης του σώματος, του χορού (Ευαγγελία Άντζακα- Βέη, «Ο χορός παρά Βυζαντινοίς» του Φ. Κουκουλέ, Κριτικές Παρατηρήσεις)

        Ακόμη κι αν κατά τη βυζαντινή εποχή φαίνεται να έχει απωλέσει το λατρευτικό του χαρακτήρα που είχε σε προηγούμενες εποχές, γεγονός αναπόφευκτο λόγω της σκληρής πολεμικής που του ασκείται, ο χορός εξακολουθεί σίγουρα να αποτελεί σημαντικό μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η μεταβατική, από τη προχριστιανική στη χριστιανική κοινωνία, περίοδο της ύστερης αρχαιότητας παρέχει, σε πρώτη φάση, εύγλωττες περί αυτού μαρτυρίες. Μέσα από κείμενα και παραστάσεις σε διάφορες μορφές τέχνης, τεκμηριώνεται η παρουσία του χορού σε δημόσια θεάματα αλλά και εκδηλώσεις του ιδιωτικού βίου. Παραδόξως, οι Βυζαντινοί φαίνεται να χορεύουν ακόμη και σε εορτασμούς και πανηγύρια αφιερωμένα στη μνήμη αγίων ή μαρτύρων, είτε σε γιορτές που τους είχε κληροδοτήσει η ειδωλολατρική αρχαιότητα. Σε ψηφιδωτά υφάσματα και είδη μικροτεχνίας της εποχής απεικονίζονται μυθολογικές, κυρίως διονυσιακές, μορφές, ενώ χαρακτηριστικές είναι και οι παραστάσεις κύκλιου χορού, των Ωρών και των Εποχών, στην ταφική εικονογραφία, (Παναγιώτα Ασημακοπούλου-Ατζακά,« Ο χορός στην ύστερη αρχαιότητα. Μαρτυρίες κειμένων και παραστάσεων»).
Κυνηγετική σκηνή και χορός μαινάδων (Κυνηγετικά Οπιανού). Πρώτο μισό 11ου αι.  Βενετία , Μαρκιανή Βιβλιοθήκη

           Αναπόφευκτα, λοιπόν, η αρχαιότητα είναι και πάλι σημείο αναφοράς στην ιστορία μιας τέχνης με μακρά και περιπετειώδη πορεία στο χρόνο. Χαρακτηριστικό της πορείας αυτής παράδειγμα, το εικονογραφικό θέμα που κοσμεί την κατά μήκος καμάρα του ιερού ναού του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι Ζαγορίου. Το σχήμα «χειρ΄ επί καρπώ» που υπήρξε συχνά στις γραπτές πηγές και την εικονογραφία των κύκλιων χορών της αρχαίας Ελλάδας, και συνδέθηκε με τη σύναψη συμφωνιών και την αρπαγή, επαναλαμβάνεται κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Στην περίπτωση αυτή από αγιογράφους των αρχών του 17ου αιώνα, τον Μιχαήλ και το γιο του Κωνσταντίνο από το Λινοτόπι (Αντωνία Ρουμπή, «Χειρ΄ επί καρπώ ή Το ταξίδι ενός εικονογραφικού μοτίβου στο χρόνο»). Το χορευτικό αυτό σχήμα εντάσσεται στους κύκλιους γυναικείους χορού που απαντούν μαζί και με κάποιους μεικτούς στα τέλη κυρίως της βυζαντινής περιόδου, αποτελώντας ουσιαστική μετεξέλιξη του ατομικού γυναικείου χορού των προηγούμενων αιώνων. Οι απεικονίσεις γυναικών που χορεύουν ακολουθούν μάλιστα αρχικά το πρότυπο της αρχαίας κλασικής τέχνης, αλλά μετά τον 11ο αιώνα, ένας νέος τύπος φαίνεται να επικρατεί. Είναι εκείνος της γυναίκας που φορά το ένδυμα της εποχής και παριστάνεται να συμμετέχει στις δραστηριότητες της σύγχρονης κοινωνίας (Μαρία Βουτσά, «Ο γυναικείος χορός μέσα από βυζαντινές και μεταβυζαντινές πηγές»)
          Τα ύστερα αυτά χρόνια αλλά και κατά την προγενέστερη περίοδο, ο χορός ως κοινωνική πράξη αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της καθημερινότητας. Χάρη στην αρχαία κληρονομιά του ο κάτοικος της βυζαντινής αυτοκρατορίας χορεύει συρμό, κόρδακα, πυρρίχη, γέρανο ή όρμο, ενώ, την ίδια στιγμή, η θρησκευτική πίστη του τον ωθεί να συμμετέχει σε χορούς όπως αυτός της συντεχνίας των μακελλάρηδων της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της εορτής του προστάτη τους, του αρχάγγελου Μιχαήλ. Ο χορός είναι την εποχή αυτήν κυρίως έκφραση συλλογικής χαράς σε γάμους και άλλες διαβατήριες τελετές ή σε επινίκια σημαντικών μαχών, σε κάποιες όμως περιπτώσεις ακόμη και μέσο τιμωρίας ή εξευτελισμού (Αφέντρα Μουτζάλη, «Ο χορός ως κοινωνική πράξη στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών»).
         Οι Βυζαντινοί χορεύουν κυρίως σε χώρους κοσμικού χαρακτήρα, σε σπίτια, στον Ιππόδρομο, στο Παλάτι και αλλού αλλά και σε τόπους ιερούς. Την ίδια λοιπόν εποχή, που επαγγελματίες συνήθως χορευτές συμμετέχουν σε κοσμικές εκδηλώσεις δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα (θέατρο, συμπόσια, χοροδράματα, παντομίμες κ.ά.), από το νάρθηκα των βυζαντινών ναών ακούγονται μοιρολόγια που συνοδεύονται από έντονες χορευτικές κινήσεις, ενώ οι νεόνυμφοι βηματίζουν αργά γύρω από την Αγία Τράπεζα με τη συνοδεία του τροπαρίου «Ησαΐα χόρευε…» (Diane Toyliatos –Miles, «Ο βυζαντινός χορός σε κοσμικούς και ιερούς χώρους»).
           Φυσικά σε όλες αυτές τις χορευτικές εκδηλώσεις, δεν απουσιάζει ποτέ σχεδόν η μουσική. Οι γνώσεις μας ωστόσο περιορίζονται στην εκκλησιαστική-θρησκευτική μουσική, αναγκαστικά, καθώς η κοσμική, που σίγουρα υπήρχε, δεν αναγράφηκε, ώστε να διασωθεί ως τις μέρες μας. Παρ΄ όλα αυτά, αρκετές είναι οι έμμεσες πηγές στις οποίες μπορεί να καταφύγει κανείς προκειμένου να αντλήσει σχετικές πληροφορίες, κυρίως βέβαια για τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί: αυλούς, κιθάρες, πολύχορδα, κρουστά, κρουστά ή το «πολύαυλον όργανον» «το εκκλησιαστικό» οργανο, όπως είναι γνωστό σήμερα(Νίκος Μαλιάρας, «Μουσικά όργανα στους χορούς και τις διασκεδάσεις των Βυζαντινών»)
            Συνεχίζοντας το ταξίδι στο χρόνο, περνάμε στη μεταβυζαντινή περίοδο, οπότε πληροφορίες για το χορό προσφέρει απλόχερα η μνημειακή εκκλησιαστική ζωγραφική. Χορός συναντάται σε εικονογραφικά θέματα παλιότερα (Εμπαιγμός του Χριστού, Συμπόσιο του Ηρώδη- χορός της Σαλώμης, Διάβαση της Ερυθράς-χορός Μαριάμ, χοροί ψαλμών 149 και 150) αλλά και νεότερα (Βίος του Αγίου Γεωργίου, Παραβολή του Ασώτου, Τρεις παίδες εν καμίνω κ.ά.). Ανάμεσά τους χαρακτηριστικό είναι το θέμα του χορού, ατομικού ή ομαδικού, των Αίνων, στο οποίο μπορεί να αποδοθεί και συμβολικό, σωτηριολογικό περιεχόμενο. Ο χορός πάντως, την εποχή αυτή,  θεωρείται ότι είναι η ευφρόσυνη εκδήλωση των πιστών στον Παράδεισο, ταυτόχρονα όμως και ένας γοητευτικός τρόπος να εκφραστεί η χαρά της ζωής στην Εκκλησία (Μαγδαληνή Παρχαρίδου-Αναγνώστου. «Ο χορός στη μεταβυζαντινή μνημειακή εκκλησιαστική ζωγραφική 15ος -19ος αιώνας»).

 Παρεκκλήσι  Παναγίας Κουκουζέλισσας, Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας

         Έτσι γίνεται φανερή ακόμη περισσότερο η αντίθεση ανάμεσα στη χαρά της ζωής που προσφέρει και τη δύσκολη πραγματικότητα που βιώνουν οι υπόδουλου Έλληνες της Τουρκοκρατίας. Την περίοδο αυτή, που αργά αλλά σταθερά η Ευρώπη «ανακαλύπτει» τους Νεοέλληνες, πολλές και ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες για την καθημερινή ζωή τους σε χαρακτικά, σχέδια και έργα ζωγραφικής φιλοτεχνημένα από τους Ευρωπαίους περιηγητές. Στο κλίμα ρομαντισμού που επικρατεί, αποκτά διαστάσεις το ενδιαφέρον για την εθνικό-λαϊκή παράδοση, και τα έργα τους αποτελούν πολύτιμες και σπάνιες μαρτυρίες για το χορό και τη μουσική μιας περιόδου που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα διαμόρφωση της πολιτισμικής και, όχι μόνο, πραγματικότητας της Ελλάδας των νεότερων χρόνων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου