Βυζαντινή Κόρινθος
αναδημοσίευση από τη σελίδα
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?lang=gr
Η Κόρινθος κατά την ύστερη αρχαιότητα συνεχίζει να είναι μία ακμάζουσα πόλη, λόγω της στρατηγικής της θέσης και της εμπορικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται στα επίνειά της, τις Κεγχρεές και το Λέχαιο. Ισχυρό πλήγμα δέχεται με τους σεισμούς του 365 και 375, αλλά και την επίθεση των Γότθων το 395/6. Η πόλη περιορίστηκε σε έκταση με τη δημιουργία του λεγόμενου υστερορωμαϊκού ή πρωτοβυζαντινού τείχους, τμήματα του οποίου διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας σε διάφορα σημεία του χωριού της Αρχαίας Κορίνθου. Η πόλη που μέχρι τότε ενωνόταν με τείχη με τον Ακροκόρινθο χάνει πλέον αυτή τη σύνδεση. Η σημασία του χώρου της αρχαίας αγοράς φαίνεται πως υποβαθμίστηκε, καθώς τα ανασκαφικά δεδομένα αποκαλύπτουν περισσότερο δραστηριότητες οικιακές και βιοτεχνικές μίας φτωχικής συνοικίας.
Κατά την πρωτοβυζαντινή ωστόσο περίοδο και ειδικότερα κατά τον 5ο και 6ο αιώνα οικοδομούνται στην περιοχή της Κορίνθου μεγάλες χριστιανικές βασιλικές με σημαντικό γλυπτό διάκοσμο, όπως η βασιλική Κρανείου στα ανατολικά, η βασιλική Κοδράτου στα βόρεια, η βασιλική της Σκουτέλας στα βορειοδυτικά, οι βασιλικές του Λεχαίου και των Κεγχρεών, ενώ νεκροταφεία του 6ου και 7ου αιώνα έχουν ανασκαφεί στις εκτός των τειχών περιοχές του Ασκληπιείου και των βασιλικών Κοδράτου και Κρανείου. Την ανάκαμψη της πόλης που συντελείται αυτή την περίοδο δείχνει να περιόρισε ο μεγάλος λοιμός του 542 που επηρέασε τα πληθυσμιακά δεδομένα, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός του 525 που αναφέρεται από τον Προκόπιο .
Ιδιαίτερης σημασίας όμως για την προστασία όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου είναι η κατασκευή του Εξαμίλιου Τείχους, που εκτεινόταν κατά μήκος του Ισθμού από τις ακτές του Σαρωνικού ως τον κορινθιακό κόλπο, καθιστώντας το ως ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα. Η πρώτη κατασκευή του τείχους έγινε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-451). Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του α΄ μισού του 6ου αιώνα και μεταξύ των ετών 548 και 560 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός μερίμνησε για την ανοικοδόμηση του τείχους.
Στους αιώνες που ακολούθησαν παρατηρείται δραστηριότητα γύρω από τις βασιλικές που βρίσκονταν έξω από τα τείχη, ενώ στον χώρο της ρωμαϊκής αγοράς από τα τέλη του 6ου έως και τον 8ο αιώνα πραγματοποιούνται ταφές. Ανασκαφικά ευρήματα στις βασιλικές Κρανείου, Κοδράτου και μίας μικρής βασιλικής στον Ακροκόρινθο φανερώνουν ίχνη κατοίκησης κατά τον 7ο αιώνα. Ανάλογη δραστηριότητα έχει επισημανθεί και στην περιοχή Διαβατίκι που βρίσκεται κοντά στο Λέχαιο. Ειδικότερα στην περιοχή του Κρανείου έχουν έρθει στο φως οικοδομικά λείψανα εγκαταστάσεων και ευρήματα που δείχνουν ότι ο χώρος κατοικείται κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο .
Στα τέλη του 8ου αιώνα και μετά την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας η Κόρινθος γνωρίζουμε πως ορίζεται πρωτεύουσα του θέματος της Πελοποννήσου και έδρα στρατηγού. Ως έδρα αρχιεπισκόπου είναι φυσικό πως η πόλη θα έπρεπε να διαθέτει ένα μεγάλο μητροπολιτικό ναό. Παρά την έλλειψη ανασκαφικών δεδομένων, πλήθος γλυπτών που χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 12ου-αρχές 13ου αιώνα αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ναών που γνωρίζουμε από τις πηγές, όπως ο ναός του των Αγίων Θεοδώρων, του Σωτήρος ή η λατινική μονή του Αγίου Νικολάου. Στη θέση του ρωμαϊκού «βήματος», από όπου είχε διδάξει ο απόστολος Παύλος χτίστηκε μικρή βασιλική, λείψανα της οποίας σώζονται ακόμα, ενώ ανασκαφικά έχουν επισημανθεί ναοί στην κρήνη Πειρήνη και στα νότια του Μουσείου, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που σωζόταν μέχρι το 1937, ο ερειπωμένος με μεταγενέστερες επεμβάσεις σημερινός ναός της Αγίας Παρασκευής, κ.ά.
Η Κόρινθος λόγω της θέσης της που ευνοούσε την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας πρέπει να αναδείχτηκε σε σημαντικό κέντρο της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η εύρεση νομισμάτων και θησαυρών αυτής της περιόδου δείχνουν να πιστοποιούν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Στα τέλη άλλωστε του 11ου αιώνα γνωρίζουμε πως οι Βενετοί συγκέντρωναν στην Κόρινθο φημισμένα προϊόντα της περιοχής, όπως μεταξωτά υφάσματα και λάδι, ενώ στα 1165-1171 ο Vitale Voltani, αντιπρόσωπος του Romano Mairano, μονοπωλούσε την κορινθιακή αγορά λαδιού εκ μέρους της Βενετίας. Φημισμένη ήταν η πόλη και για το εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας από τη γνωστή ποικιλία εγχώριου σταφυλιού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα ο ανοιχτός μέχρι τότε χώρος της ρωμαϊκής αγοράς καταπατείται από διάφορα κτίσματα, τα οποία παρά τις ασαφείς πλέον φάσεις οικοδόμησης, περιελάμβαναν καταστήματα, συγκροτήματα κατοικιών, λουτρών, μοναστηριών και κάποια εργαστήρια. Πιστοποιημένη είναι η ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, επεξεργασίας γυαλιού, χρυσού και ορείχαλκου, ενώ παρότι ακόμα δεν είναι επιβεβαιωμένο ανασκαφικά, υπάρχουν σαφείς αναφορές για εργαστήρια μεταξουργίας, όπου επεξεργάζονταν και έβαφαν το μετάξι.
Παρά το πλήγμα που δέχεται Κόρινθος το 1147 από την πειρατική επιδρομή του στόλου του Ρογήρου της Σικελίας, η πόλη συνεχίζει την ισχυρή της παρουσία και περιγράφεται το 1154 από τον Ιντρίσι, γεωγράφο της αυλής του Ρογήρου, ως μεγάλη και ακμάζουσα, ενώ στα τέλη πλέον του 12ου αιώνα ο Χωνιάτης αναφέρει τα δύο της λιμάνια, Λέχαιο και Κεγχρεές και την ανθηρή εμπορική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν κάτω από το κάστρο του Ακροκορίνθου. Τον 13ο, κατά την έλευση των Φράγκων, η πόλη πρέπει να ήταν οχυρωμένη με πύργους και περιμετρικό τείχος, όπως δείχνουν ανασκαφικά δεδομένα, ενώ η εμπορική της δραστηριότητα παραμένει ανθηρή παρά την διοικητική αλλαγή. Από αυτή την περίοδο, δυτικά της ρωμαϊκής αγοράς εντοπίστηκαν κατάλοιπα μίας συνοικίας που από τα ευρήματά της διαπιστώνεται η εισαγωγή σημαντικού αριθμού αγγείων από την Απουλία και το Βένετο. Η λεηλασία των Καταλανών το 1312, ο σεισμός κοντά στο 1320 και η Μεγάλη Πανώλη του 1348 οδηγεί την Κόρινθο στον μαρασμό. Σύμφωνα με την περιγραφή του Niccolò da Martoni, το 1395 υπάρχουν μόνο μερικές δεκάδες σπιτιών εντός του περιβόλου του Ακροκορίνθου, ενώ η κάτω πόλη βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση.
Βυζαντινή Κόρινθος
Η παλαιοχριστιανική βασιλική του Λεχαίου
Στην αμμώδη γλώσσα ξηράς του αρχαίου λιμανιού του Λεχαίου βρίσκονται τα ερείπια μιας εντυπωσιακά μεγάλων διαστάσεων παλαιοχριστιανικής βασιλικής που είναι γνωστή ως βασιλική Λεχαίου. Ο ναός θεωρείται πως ανεγέρθηκε στην ακτή προς τιμήν του επισκόπου Αθηνών Λεωνίδη και των επτά γυναικών που μαρτύρησαν μαζί του, τον 3ο αιώνα, στην Κόρινθο, και τα σώματά τους ξεβράστηκαν στη θάλασσα του Λεχαίου.
Το κτίσμα συνολικού μήκους 180 μέτρων συγκαταλέγεται μαζί με την αρχική βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη ανάμεσα στις μεγαλύτερες βασιλικές του χριστιανικού κόσμου. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο πενταμερές κλίτος, ημικυκλική αψίδα , πενταμερή νάρθηκα, και δύο αίθρια , ένα ορθογώνιο και ένα ημικυκλικό που περιβάλλονται από στοά. Στον νάρθηκα και στα κλίτη έφερε υπερώα . Στη ΒΔ γωνία της βασιλικής βρίσκεται το τριμερές βαπτιστήριο , ανεξάρτητο συγκρότημα που θυμίζει σύγχρονα λουτρά και δείχνει να είναι παλαιότερο της βασιλικής.
Ο κυρίως ναός ήταν χωρισμένος σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες , ενώ η ημικυκλική αψίδα του ιερού διέθετε σύνθρονο . Στον χώρο αποκαλύφθηκαν τμήματα του στυλοβάτη του τέμπλου , απ’ όπου ξεκινούσε η σολέα, η οποία κατέληγε στον οκταγωνικό άμβωνα , που είχε δύο κλίμακες και βρισκόταν στο μέσο του κεντρικού κλίτους . Τα δάπεδα της βασιλικής ήταν καλυμμένα με μαρμαροθετήματα και μαρμάρινες λευκές πλάκες, ενώ ο άφθονος και εξαιρετικής τέχνης γλυπτός διάκοσμος από προκοννήσιο μάρμαρο φανερώνει πιθανώς αυτοκρατορική δωρεά.
Σύμφωνα με ένα νόμισμα του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457 μ.Χ.) που βρέθηκε στα θεμέλια του δαπέδου του ναού φαίνεται πως ο ναός ξεκίνησε να οικοδομείται μετά τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ βάσει ενός νομίσματος του Ιουστίνου Α' (518-527 μ.Χ.), το οποίο βρέθηκε στα θεμέλια του δυτικού νάρθηκα, ο ναός μάλλον συνέχιζε να επεκτείνεται και κατά το πρώτο τέταρτο του 6ου αιώνα.
Ο αρχαιολογικός χώρος
Η Κόρινθος κατά την ύστερη αρχαιότητα και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια συνεχίζει να είναι μία ακμάζουσα πόλη. Μετά τους σεισμούς του 4ου αιώνα, αλλά και την επίθεση των Γότθων το 395/6, η πόλη φαίνεται να αλλάζει μορφή. Στους αιώνες που ακολουθούν η έκτασή της περιορίζεται με τη δημιουργία του λεγόμενου υστερορωμαϊκού ή πρωτοβυζαντινού τείχους και αποκόπτεται από τον Ακροκόρινθο που μέχρι τότε συνδέονταν με τείχη.
Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα οικοδομούνται στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου μεγάλες χριστιανικές βασιλικές με σημαντικό γλυπτό διάκοσμο, όπως οι βασιλικές του Λεχαίου και των Κεγχρεών, η βασιλική Κρανείου, η βασιλική Κοδράτου, η βασιλική της Σκουτέλας, ενώ βορειοδυτικά της βασιλικής Κρανείου έχουν εντοπισθεί τμήματα κτηρίου που αποδίδονται σε περίκεντρο Μαρτύριο. Εκτεταμένα νεκροταφεία του 6ου και 7ου αιώνα έχουν ανασκαφεί στις εκτός των τειχών περιοχές του Ασκληπιείου και των βασιλικών Κοδράτου και Κρανείου.
Από τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα στους μεταβατικούς αιώνες οικοδομικά λείψανα που να φανερώνουν κατοίκηση διαπιστώνονται κυρίως γύρω από τις παραπάνω βασιλικές και στην περιοχή Διαβατίκι, ενώ ο χώρος της ρωμαϊκής αγοράς χρησιμοποιείται για ταφές.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο η Κόρινθος αναδεικνύεται σε σημαντικό διοικητικό και εμπορικό κέντρο, όπως δείχνουν τα νομισματικά δεδομένα. Το εμπόριο λαδιού, της περίφημης κορινθιακής σταφίδας, αλλά και των μεταξωτών υφασμάτων της που αναφέρονται στις πηγές φαίνεται να γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση αυτή την εποχή. Τα ανασκαφικά ευρήματα από την περιοχή της ρωμαϊκής αγοράς αποκαλύπτουν μία πόλη που σφύζει από ζωή με κατοικίες, λουτρά, καταστήματα, μοναστήρια και εργαστήρια κεραμικής, χρυσού και ορείχαλκου. Η εμπορική της δραστηριότητα δεν φαίνεται να κάμπτεται ούτε τον 13ο αιώνα με την έλευση των Φράγκων, ενώ ο αριθμός των αγγείων που έχουν εισαχθεί από την Ιταλία και έχουν βρεθεί στην λεγόμενη φράγκικη συνοικία είναι εντυπωσιακός. Κατά τον 14ο αιώνα και μετά από αρκετά πλήγματα που δέχεται η πόλη, ο ελάχιστος πληθυσμός της φαίνεται να μεταφέρεται εντός του κάστρου Ακροκορίνθου .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου