Επιμέλεια- διασκευή: Θάνος Δασκαλοθανάσης
Ο Ιωάννης Καμινιάτης ή Καμενιάτης είναι γνωστός από την περιγραφή της άλωσης της Θεσσαλονίκης το 904, όταν στόλος Αράβων επιτέθηκε και κυρίευσε την πόλη. Πρόκειται για τον συγγραφέα ενός από τα τρία μεσαιωνικά ελληνικά έργα με ανάλογο περιεχόμενο, καθώς ακολούθησαν ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, που αφηγήθηκε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς το 1185, και ο Ιωάννης Αναγνώστης, με την αντίστοιχη συγγραφή του για την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430.
Με δεδομένη την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο πρόσωπο του Καμινιάτη από άλλους, σύγχρονους και μεταγενέστερους, συγγραφείς, οι πληροφορίες για τον Καμινιάτη περιορίζονται στα στοιχεία που ο ίδιος παρέχει στο μοναδικό έργο του. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, ο Καμινιάτης καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη ή έστω είχε μεγαλώσει σε αυτή. Ήταν έγγαμος κληρικός, κατείχε το αξίωμα του κουβουκλείσιου και υπηρετούσε στα αυτοκρατορικά οικήματα της Θεσσαλονίκης, ενώ τόσο ο ίδιος, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, κληρικοί και αυτοί, ανήκαν στην τάξη των αναγνωστών. Επιπρόσθετα, για τον πατέρα του πληροφορεί πως ήταν έξαρχος της Ελλάδος απάσης.
Στο έργο του, ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Καμινιάτης δεν περιορίζεται στην περιγραφή της άλωσης της πόλης από τον Λέοντα Τριπολίτη, αλλά αφηγείται την ατομική, και συνάμα συλλογική, περιπέτειά του, καθώς οι Άραβες πήραν χιλιάδες αιχμαλώτους και τους μετέφεραν αρχικά στη Τρίπολη της Συρίας, κατόπιν στην Ταρσό της Κιλικίας.
Το κείμενο σώζεται σε τέσσερα χειρόγραφα, όλα χρονολογημένα από τον 15ο και 16ο αιώνα.
Στο παρακάτω απόσπασμα που επέλεξα να παρουσιάσω, ο Καμινιάτης κάνει μια θαυμάσια περιγραφή της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, της συμβασιλεύουσας της αυτοκρατορίας.
Στο κείμενο του ο Ιωάννης απευθύνεται σε κάποιον Γρηγόριο που καταγόταν από την Καππαδοκία, της σημαντικής αυτής βυζαντινής επαρχίας. Ο Γρηγόριος σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ιωάννη πέρασε από την Τρίπολη του Λιβάνου για να εξαγοράσει αιχμαλώτους και είχε μια σύντομη με τον συγγραφέα μας στην φυλακή του, εκεί δηλαδή που είχε μεταφερθεί ως αιχμάλωτος μετά την άλωση.
IΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΙΑΤΗ ΚΛΗΡΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΚΟΥΒΟΥΚΛΕΙΣΙΟΥ
Για την άλωση της
Θεσσαλονίκης από τους Άραβες (904 μ.Χ.)
«Πατρίδα μου, φίλε, είναι η Θεσσαλονίκη. Αυτήν θα σου γνωρίσω πρώτα: είναι εκείνη που μου έμαθε πολλά από όσα αγνοούσα. Θα σου μιλήσω για αυτή τη μεγάλη πόλη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, που είναι φημισμένη για όλα όσα λαμπρύνουν μια πόλη και που δεν επιτρέπει σε καμία άλλη από τις γειτονικές να την ξεπεράσει σε οτιδήποτε. Είναι όμως ακόμη πιο φημισμένη για την ευσέβεια που επέδειξε εξαρχής προς τον Θεό και που από τότε διατηρεί μέχρι σήμερα. Η Θεσσαλονίκη περηφανεύεται ότι είχε ως δάσκαλο της ευσέβειας, τον ίδιο τον Παύλο, αυτό το σκεύος της εκλογής, ο οποίος περιέτρεξε την οικουμένη από τα Ιεροσόλυμα ως το Ιλλυρικό (Βαλκάνια) με το ευαγγελικό του κήρυγμα και ο οποίος έριξε το σπόρο της Θεογνωσίας σε τούτη τη πόλη. Μετά από εκείνον, η Θεσσαλονίκη υπερηφανεύεται για τον Δημήτριο τον Μυροβλήτη, τον μεγάλο ανάμεσα στους μάρτυρες και τον σπουδαίο ανάμεσα στους αγωνιστές της πίστης. Και εκείνος έδωσε σημαντικούς αγώνες για την ευσέβεια. Ανάμεσα στις άλλες λαμπρές του αρετές ήταν ξεχωριστός για τη θεόπνευστη διδασκαλία του και για την πιστή τήρηση του δόγματος που τον κοσμούσε. Για αυτόν το λόγο άλλωστε η φήμη του διαδόθηκε στα πέρατα του κόσμου.
Η πόλη, όπως ανέφερα, είναι μεγάλη και εκτεταμένη, οχυρωμένη με τείχη και πολλούς πύργους που παρέχουν, όσον αφορά τη σταθερότητα της κατασκευής τους, ασφάλεια στους κατοίκους της. Ένας θαλάσσιος κόλπος εκτείνεται στα νότια. Αυτός περιβρέχει την πόλη στο πλάι και προσφέρει εύκολη πρόσβαση στα πλοία που καταφτάνουν από όλα τα μέρη του κόσμου. Εκεί σχηματίζεται ένα θαυμάσιο λιμάνι με κοίλο σχήμα που παρέχει ασφαλή είσοδο στα πλοία, καθώς δεν επηρεάζεται καθόλου από τον κυματισμό που προκαλεί ο αέρας και ο όρμος διατηρεί την γαλήνη του. Ένας αρχιτέκτονας χώρισε το λιμάνι από την υπόλοιπη θάλασσα με ένα φράγμα που στέκεται εμπόδιο στην ορμητικότητα των θαλάσσιων υδάτων και συνακόλουθα στα κύματα που προκαλούνται από τους καταιγιστικούς ανέμους στην ανοιχτή θάλασσα. Στην πραγματικότητα, η θάλασσα, φουσκωμένη από τον άνεμο που φυσά από τα ανοιχτά, κατευθύνεται ορμητικά προς τη γη, αλλά εμποδίζεται από το φράγμα που βρίσκεται εκεί. Δεν μπορεί πλέον να ξεσπάσει την απειλητική της ορμή και χωρίζεται ενθεν κακείθεν του φράγματος. Έτσι το νερό γλιστρά ήρεμα και αφήνει το λιμάνι προστατευμένο από τη θαλασσοταραχή.
Από την άλλη, ο κόλπος χωρίζεται από το ανοιχτό πέλαγος με ένα ακρωτήριο που έχει τη μορφή βραχίονα και προχωρεί πολύ μέσα στη θάλασσα. Οι κάτοικοι της περιοχής το ονομάζουν Έκβολον (σημερινό ακρωτήρι Καραμπουρνού),γιατί εκτείνεται σε μεγάλο μήκος μέσα στη θάλασσα. Αυτός ο βραχίονας στενεύει προς την απέναντι στεριά. Έτσι, χάρη στο παράξενο αυτό ακρωτήρι, δημιουργείται ένα ακόμη θαλάσσιο λιμάνι. Από το ακρωτήρι ως τα τείχη της πόλης το νερό διαγράφει έναν πανέμορφο κύκλο που εκτείνεται αρκετά προς τα πλάγια μέρη του, ενώ συρρικνώνεται προς την πλευρά της πόλης. Ο κόλπος από τη νότια πλευρά του στρέφεται προς την ανοιχτή θάλασσα, το λιμάνι στρέφεται προς τον κόλπο και η πόλη προς το λιμάνι. Το λιμάνι εμπεριέχεται σε τέσσερις γωνίες, ενώ ο κόλπος κυκλικός και βαθύς με τις ακραίες του πλευρές να περιορίζουν την ποσότητα του νερού πολύ πριν φτάσει στη στεριά.
Έτσι είναι το νότιο τμήμα της πόλης. Όσον αφορά τη βόρεια πλευρά της, αυτή είναι δύσβατη και πολύ τραχιά, καθώς εκεί δεσπόζει ένα βουνό (Χορτιάτης) ψηλότερο από τους γύρω λόφους. Αυτό το βουνό υψώνει ένα μεγάλο τμήμα της ίδιας της πόλης πάνω από την υπόλοιπη κατά τρόπο ώστε ένα μόνο τμήμα της να βρίσκεται στην πεδιάδα και να είναι κατάλληλο για τις ανάγκες των κατοίκων της, ενώ το άλλο να εκτείνεται στους λόφους και στις κορυφές των βουνών. Εντούτοις, η ύπαρξη του ψηλού βουνού δεν αδικεί καθόλου την πόλη, αφού δεν παρέχει τη δυνατότητα στους εχθρούς να επιτίθενται από ψηλά και να προσβάλλουν το τείχος. Το ίδιο το βουνό διευκολύνει στο σημείο εκείνο την προστασία από κάθε εχθρική επιβουλή και με το μεσοδιάστημα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό και την πόλη αποκλείει την εύκολη επίθεση. Από το σημείο αυτό το βουνό παίρνει μεγάλο ύψος και δεσπόζει γύρω κακοτράχαλο με τους λόφους και τις χαράδρες του. Στραμμένο προς την ανατολή, από την κάθε πλευρά του υψώνονται οι πλάγιες κλιτύες του και ξεχωρίζουν από την γύρω περιοχή. Στις δυο πλαγιές αυτού του βουνού, προς Νότο και Βορρά, εκτείνονται πεδιάδες εύκολα προσβάσιμες και πολύ χρήσιμες. Αυτές εφοδιάζουν τους κατοίκους της πόλης με όσα είναι απαραίτητα για μια άνετη ζωή. Η πεδιάδα μάλιστα που βρίσκεται στα νότια του όρους και στα ανατολικά της πόλης είναι πανέμορφη και ευχάριστη (Καλαμαριά). Στολίζεται με πυκνόφυλλα δέντρα και κήπους κάθε είδους, με άφθονα νερά που προέρχονται άλλα από πηγές και άλλα από ποτάμια, νερά που τα δωρίζουν στην πεδιάδα τα δάση του βουνού και που καταλήγουν στη θάλασσα. Αμπέλια φυτεμένα σε σειρά στεφανώνουν τα χωριά και προσκαλούν τα καλαίσθητα μάτια να χαίρονται με την αφθονία των καρπών. Πολλά μοναστήρια, σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο βρίσκονται στους πρόποδες του βουνού και στην περιοχή που εκτείνεται προς τα κάτω. Χτισμένα σε πολύ όμορφες τοποθεσίες, γοητεύουν τους ταξιδιώτες και τους ίδιους του κατοίκους της πόλης. Η πεδιάδα που ανοίγει προς τα αριστερά είναι πλατιά και πολύ εκτεταμένη και φτάνει σε κάποια άλλα βουνά. Στο μέσον της βρίσκονται δύο μεγάλες λίμνες (Βόλβη και Λαγκαδά) που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της και προσφέρουν κι αυτές μεγάλο όφελος, καθώς τρέφουν μεγάλο αριθμό ψαριών διαφόρων ειδών και γεμίζουν το τραπέζι των κατοίκων των χωριών και της πόλης. Για αυτό το είδος των προϊόντων οι λίμνες πρέπει να φιλονικούν με τη θάλασσα και να συναγωνίζονται ποια θα παράσχει περισσότερα. Όμως η κάθε πλευρά ηττάται από την άλλη και η πλευρά που νικά δε μπορεί να πει ποια νικήθηκε. Το υπόλοιπο της πεδιάδας είναι στα χέρια των γεωργών, παραχωρείται όμως και στα ζώα, όσα έχουν δαμαστεί και δεν κινούνται ελεύθερα στα βουνά. Τα ελάφια αφήνουν για να χαρούν το άφθονο νερό των λιμνών σχηματίζουν αγέλη με τα βόδια και βόσκουν μαζί.
Στα δυτικά της πόλης εκτείνεται μια άλλη πεδιάδα που ξεκινά από το τείχος της Εκβολής (δεν εννοεί εδώ το ακρωτήριο που ανέφερε πριν αλλά ένα φράγμα ή ύφαλο ή υπόνομο λυμάτων στη δυτική πλευρά του λιμανιού). Από τα δεξιά η πεδιάδα αγγίζει τα βουνά και από τα αριστερά συνορεύει με τη θάλασσα. Για όσους την αντικρίζουν προσφέρει ένα θέαμα απερίγραπτης ομορφιάς. Το τμήμα της που περηφανεύεται ότι γειτνιάζει με τα τείχη της πόλης και τη θάλασσα αρδεύεται καλά. Στεφανώνεται με αμπέλια, δέντρα πυκνόφυλλα και κήπους, κοσμείται με οικήματα και πολλούς σεβάσμιους ναούς. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κατανεμημένοι σε κοινότητες μοναχών που καλλιεργούν κάθε είδους αρετή και ζουν μόνο για το Θεό. Πέρα από αυτό το τμήμα η πεδιάδα εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, έχει χαμηλή βλάστηση και επιτρέπει κάθε είδος γεωργικής ενασχόλησης. Επεκτείνεται δυτικά μέχρι να συναντήσει άλλα βουνά, ψηλά και μεγάλα. Εκεί υπάρχει μια πόλη που ονομάζεται Βέροια, θαυμαστή κι αυτή για τους κατοίκους της και για όσα μια πόλη υπερηφανεύεται ότι κατέχει. Στην πεδιάδα αυτή υπάρχουν εγκατεστημένα κάποια χωριά με μεικτό πληθυσμό. Κάποια από αυτά είναι υποτελή στη Θεσσαλονίκη. Κατοικούνται από αυτούς που αποκαλούν Δραγουβίτες και Σαγουδάτους (Σλαβήνοι). Τα υπόλοιπα είναι φόρου υποτελή στο γειτονικό λαό των Σκυθών (εδώ εννοεί τους Βούλγαρους) που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Τα χωριά αυτά είναι γειτονικά μεταξύ τους και οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης επωφελούνται πολύ από την κατάσταση, καθώς αυτό τους επιτρέπει να έχουν εμπορικές συναλλαγές με τους Σκύθες, από τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τους και δεν παίρνουν τα όπλα για να επιδοθούν σε σκληρές μάχες. Στην πραγματικότητα αντιλήφθηκαν εδώ και πολλά χρόνια ότι, αν διατηρούν μεταξύ τους πλήρη και βαθιά ριζωμένη ειρήνη, και με δεδομένη την ομοιότητα των ηθών τους, μπορούν να πραγματοποιούν ανταλλαγές που είναι επωφελείς για όλους. Κάποια ποτάμια με μεγάλο όγκο νερών κατεβαίνουν από τη γη των Σκυθών, διαρρέουν την πεδιάδα που ανέφερα, και προσφέρουν στη πόλη πολλά αγαθά. Διαθέτουν αφθονία ψαριών και επιτρέπουν στα πλοία να εισέρχονται από τη Θάλασσα (πλωτός την εποχή εκείνη ήταν ο Στρυμόνας). Τα πλοία, όπως ακριβώς και τα ίδια τα ποτάμια, εφοδιάζουν την πόλη με κάθε είδους αγαθών που έχει ανάγκη.
Είπα ήδη πόσο ευρεία και εκτεταμένη είναι η πόλη και ότι υπάρχει μια μεγάλη έκταση στο εσωτερικό των τειχών που την περικλείει. Το τμήμα του τείχους που είναι στραμμένο προς την ξηρά είναι πολύ οχυρό και ανθεκτικό εξαιτίας του πάχους της οικοδομής του. Η ασφάλειά του ενισχύεται εξωτερικά από προτείχισμα και διαθέτει πολλούς πύργους και επάλξεις, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να μην αισθάνονται κανένα φόβο. Εντούτοις, το τμήμα του τείχους που βρίσκεται νότια (θάλασσα) είναι πολύ χαμηλό και ακατάλληλο για πόλεμο. Νομίζω ότι από παλιά ο αρχιτέκτονας αμέλησε την κατασκευή του, γιατί δεν υποψιαζόταν εχθρική επίθεση από την πλευρά της θάλασσας.
Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση που έφτασε ως σήμερα, η πόλη ήταν ανοχύρωτη πολύ καιρό από εκείνη τη μεριά. Αλλά από το φόβο του Ξέρξη του βασιλιά των Μηδών, που εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας με αναρίθμητο στόλο, αφού κατασκεύασε πλωτή γέφυρα με τα πλοία του, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της εποχής έχτισε προς την πλευρά της θάλασσας ένα μικρό και προσωρινό φράχτη (ο συγγραφέας εδώ προφανώς μπερδεύει διαφορετικά γεγονότα, αφού την εποχή του Ξέρξη η πόλη δεν είχε ιδρυθεί). Αυτό διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας, γιατί κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί μια επίθεση από εκείνη την πλευρά. Η πόλη έχει υποστεί πολλές και σκληρές επιθέσεις και από τους βαρβάρους και από τους ίδιους του όμορους Σκύθες, οι οποίοι έβαλαν σε εφαρμογή ποικίλα πολεμικά τεχνάσματα και την επιβουλεύτηκαν με στράτευμα τόσο μεγάλο όσο οι κόκκοι της άμμου, αγωνιζόμενοι να μη σταθεί τίποτα εμπόδιο στην απειλή τους. Ήταν ακάθεκτοι στις επιθέσεις τους και προστατεύονταν αποτελεσματικά από κάθε είδους πανοπλία. Αλλά η μάχη πάντα λάβαινε χώρα στην ξηρά και η σταθερότητα του τείχους προστάτευε την πόλη από τις απειλές αποκρούοντας τις επιθέσεις τους. Επιπλέον η πόλη είχε εμπιστευτεί τη σωτηρία της σε κείνον που συνήθως αγωνιζόταν με θέρμη για το καλό της, δηλ. στο δοξασμένο μάρτυρα Δημήτριο. Ο σωτήρας αυτός της πατρίδας την προφύλαξε από πολλούς κινδύνους, της πρόσφερε πολλές φορές τη νίκη και με το έλεός του την εμπόδισε συχνά να εμπλακεί σε πόλεμο.
Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση που έφτασε ως σήμερα, η πόλη ήταν ανοχύρωτη πολύ καιρό από εκείνη τη μεριά. Αλλά από το φόβο του Ξέρξη του βασιλιά των Μηδών, που εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας με αναρίθμητο στόλο, αφού κατασκεύασε πλωτή γέφυρα με τα πλοία του, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της εποχής έχτισε προς την πλευρά της θάλασσας ένα μικρό και προσωρινό φράχτη (ο συγγραφέας εδώ προφανώς μπερδεύει διαφορετικά γεγονότα, αφού την εποχή του Ξέρξη η πόλη δεν είχε ιδρυθεί). Αυτό διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας, γιατί κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί μια επίθεση από εκείνη την πλευρά. Η πόλη έχει υποστεί πολλές και σκληρές επιθέσεις και από τους βαρβάρους και από τους ίδιους του όμορους Σκύθες, οι οποίοι έβαλαν σε εφαρμογή ποικίλα πολεμικά τεχνάσματα και την επιβουλεύτηκαν με στράτευμα τόσο μεγάλο όσο οι κόκκοι της άμμου, αγωνιζόμενοι να μη σταθεί τίποτα εμπόδιο στην απειλή τους. Ήταν ακάθεκτοι στις επιθέσεις τους και προστατεύονταν αποτελεσματικά από κάθε είδους πανοπλία. Αλλά η μάχη πάντα λάβαινε χώρα στην ξηρά και η σταθερότητα του τείχους προστάτευε την πόλη από τις απειλές αποκρούοντας τις επιθέσεις τους. Επιπλέον η πόλη είχε εμπιστευτεί τη σωτηρία της σε κείνον που συνήθως αγωνιζόταν με θέρμη για το καλό της, δηλ. στο δοξασμένο μάρτυρα Δημήτριο. Ο σωτήρας αυτός της πατρίδας την προφύλαξε από πολλούς κινδύνους, της πρόσφερε πολλές φορές τη νίκη και με το έλεός του την εμπόδισε συχνά να εμπλακεί σε πόλεμο.
Ο προστάτης Άγιος; της πόλης, Δημήτριος ο Μυροβλήτης |
Για τους λόγους που ανέφερα η πόλις αισθανόταν υπεράνω κινδύνου. Από τη στιγμή που ο λαός των Σκυθών έλαβε το βάπτισμα (εννοεί όταν ο Βόρις το 864 βαπτίστηκε χριστιανός), υιοθέτησε τις συνήθειες του λαού του Θεού και το γάλα της ευσέβειας κατανεμήθηκε από κοινού και στους δύο, σταμάτησε η εμπόλεμη κατάσταση, το ξίφος που επεδίδετο σε σφαγές έπαψε το έργο του και τα λόγια του Ησαΐα, του πιο βροντόφωνου προφήτη, εκπληρώθηκαν καθαρά στην περίπτωσή μας: τα ξίφη μας μετατράπηκαν σε δρεπάνια και τα ακόντιά μας σε αλέτρια. Πουθενά δε γινόταν πόλεμος και η ειρήνη βασίλευε στα πέριξ. Δεν υπήρχε πηγή ευημερίας από την οποία να μην αντλούσαμε πλουσιοπάροχα. Από δω προερχόταν η αφθονία της γεωργίας και τα αγαθά του εμπορίου. Γη και θάλασσα μας γέμιζαν με τα πλούσια κι ανέξοδα δώρα του. Αυτό που δεν διέθετε η γη ή δεν ήταν κατάλληλη να μας το προσφέρει, προσπαθούσε να μας το παράσχει η θάλασσα με τα πλοία. Για ποιο πράγμα να πρωτομιλήσω; Για τους ξένους που εγκαθίσταντο στην πόλη ερχόμενοι από όλα τα μέρη του κόσμου; Για όσα παρείχαν στους συμπολίτες μας ανταλλάσσοντας τα δικά τους αγαθά με τα δικά μας; Ένας μεγάλος δημόσιος κεντρικός δρόμος διέτρεχε κεντρικά τη Θεσσαλονίκη από τα δυτικά στα ανατολικά και προέτρεπε τους ταξιδιώτες να μένουν στην πόλη μας και να εφοδιάζονται με όλα τα απαραίτητα. Εμείς επωφελούμασταν από αυτούς τους ανθρώπους και αποκτούσαμε αγαθά που δεν μπορούσε κανείς να τα φανταστεί. Υπήρχε ένα πολύχρωμο πλήθος από ντόπιους και ξένους που σύχναζε ασταμάτητα στους δρόμους. Ήταν πιο εύκολο να μετρήσει κανείς τους κόκκους της άμμου στην παραλία από τα πρόσωπα που διέσχιζαν την αγορά και ασχολούνταν με το εμπόριο. Οι περισσότεροι πολίτες συγκέντρωναν αναρίθμητους θησαυρούς από χρυσό, ασήμι και πολύτιμούς λίθους και είχαν τα μεταξωτά ενδύματα όπως οι άλλοι τα μάλλινα. Νομίζω ότι είναι περιττό να μιλήσω για τις άλλες ύλες, το χαλκό, το σίδερο, τον κασσίτερο, τον μόλυβδο και το γυαλί, με τις οποίες τα επαγγέλματα που χρησιμοποιούν τη φωτιά βελτιώνουν τη ζωή μας. Ήταν τόσες πολλές αυτές οι ύλες που θα μπορούσε κανείς να τις χρησιμοποιήσει για να χτίσει και να συντηρήσει μια καινούρια πόλη.
Αυτή η πόλη, που πρόκοβε και πλούτιζε από παντού, που στολιζόταν με τη συμβολή των τεχνών, που υπερηφανευόταν για την ομορφιά των οικοδομών της, έδινε μήπως την εντύπωση ότι ήταν κατώτερη από τις άλλες στην τήρηση των νόμων, στην ευταξία του πολιτικού βίου της ή στην προσήλωσή της στα γράμματα; Καθόλου. Σ΄ αυτήν τη πόλη φρόντιζαν για τη γνώση ως κόρη οφθαλμού και για την ευνομία ως έργο ζωής. Θα μπορούσες να δεις τους νέους της να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο παρά με τις σπουδές, που ισχυροποιούν τις τέχνες και τα επαγγέλματα. Πώς θα μπορούσα να μιλήσω με απλά λόγια για την μουσική αρμονία των ύμνων ή τις μελωδίες των ψαλμών που γεμίζουν τη ψυχή με ευφροσύνη ή ακόμη για τις μουσικές συνθέσεις των ανθρώπων που αφιερώθηκαν στον Θεό. Πώς να τα περιγράψω όλα αυτά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου