Mια μέρα στο βυζαντινό Ιππόδρομο
To πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω από τον περίβολο του Ιπποδρόμου και έμοιαζε με τα κύματα της θάλασσας που χτυπούν τις απόκρημνες ακτές ενός νησιού. Ήδη τα παράθυρα και οι εξώστες των τελευταίων ορόφων των οικημάτων που ήταν γύρω από τον Ιππόδρομο ήταν γεμάτα από θεατές και πολλοί ήταν εκείνοι που από ώρα είχαν πάρει θέση μέχρι και στις στέγες των ιδιόκτητων αλλά και δημόσιων κτιρίων, απ΄ όπου, από μακριά, θα μπορούσαν δωρεάν να παρακολουθήσουν το θέαμα.
Ο ήλιος που ανέβαινε στον ουρανό, άρχιζε να καίει με τις ανελέητες ακτίνες του την καφετιά πέτρα των τοίχων του Ιπποδρόμου και τα γκρίζα λιθόστρωτα των δρόμων. Από αυτό το κάθιδρο πλήθος αναδύονταν οσμές που θα ήταν ανυπόφορες αν ένα αεράκι δεν τις έστελνε μακριά. Αυτό σκεφτόταν ο Προκόπιος, ο οποίος, προνομιούχος χάρη στον φίλο του τον Βελισσάριο, είχε βρει μια πολύ καλή θέση στις κερκίδες των Βένετων, όπου είχαν φτάσει χωρίς μεγάλη δυσκολία. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε ένα χωρίο από τον τέταρτο περί Άννης λόγο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον οποίο τον είχε βάλει να δουλέψει κάποιος χριστιανός διδάσκαλος που ήθελε να τραβήξει του μαθητές του από τους πειρασμούς των θεαμάτων του Ιπποδρόμου.
Ο ήλιος που ανέβαινε στον ουρανό, άρχιζε να καίει με τις ανελέητες ακτίνες του την καφετιά πέτρα των τοίχων του Ιπποδρόμου και τα γκρίζα λιθόστρωτα των δρόμων. Από αυτό το κάθιδρο πλήθος αναδύονταν οσμές που θα ήταν ανυπόφορες αν ένα αεράκι δεν τις έστελνε μακριά. Αυτό σκεφτόταν ο Προκόπιος, ο οποίος, προνομιούχος χάρη στον φίλο του τον Βελισσάριο, είχε βρει μια πολύ καλή θέση στις κερκίδες των Βένετων, όπου είχαν φτάσει χωρίς μεγάλη δυσκολία. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε ένα χωρίο από τον τέταρτο περί Άννης λόγο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον οποίο τον είχε βάλει να δουλέψει κάποιος χριστιανός διδάσκαλος που ήθελε να τραβήξει του μαθητές του από τους πειρασμούς των θεαμάτων του Ιπποδρόμου.
«Μάς εγκατέλειψαν και πήγαν να καθίσουν και να γίνουν θεατές άλογων ίππων. Ξεπλένουν ο ένας τον άλλο με κοροϊδίες και βρισιές. Τσακώνονται χωρίς να υπάρχη λόγος. Χαίρονται με χαρά χειρότερη από την λύπη για τους αναβάτες πού νικούν, για τα άλογα πού τσακίζονται. Τί παραλογώτερον απ' αυτό;» (Ομιλία περί του μη εις ιπποδρόμια και θέατρα αναβαίνειν).
«Εάν εδώ παρατείνουμε για λίγο την διδασκαλία, πολλοί διαμαρτύρονται και στενοχωρούνται. Δικαιολογούνται ότι τους πονεί το σώμα, ότι είναι κουρασμένοι και άλλα παρόμοια. Εκεί όμως και βροχή ραγδαία να πέφτη και άνεμοι σφοδροί να πνεύσουν και ο ήλιος να καίει με τις καυτερές του ακτίνες παραμένουν όχι μία ούτε δύο ώρες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Ούτε η πενία ούτε οι ενασχολήσεις ούτε η νόσος ούτε η αναπηρία ούτε τίποτε άλλο είναι αρκετό για να αναχαιτίσει αυτή την ακατανίκητη μανία η οποία καταλαμβάνει το λαό με την αναγγελία των αγώνων. Γέροντες άνθρωποι τρέχουν προς τα εκεί γρηγορώτερα από σφριγηλούς νέους ντροπιάζοντες τα κάτασπρα μαλλιά τους, θεατρίζοντες την ηλικία τους, ρεζιλεύοντας τα γηρατειά τους» (Ομιλία Δ' περί της Άννης).
«Εάν εδώ παρατείνουμε για λίγο την διδασκαλία, πολλοί διαμαρτύρονται και στενοχωρούνται. Δικαιολογούνται ότι τους πονεί το σώμα, ότι είναι κουρασμένοι και άλλα παρόμοια. Εκεί όμως και βροχή ραγδαία να πέφτη και άνεμοι σφοδροί να πνεύσουν και ο ήλιος να καίει με τις καυτερές του ακτίνες παραμένουν όχι μία ούτε δύο ώρες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Ούτε η πενία ούτε οι ενασχολήσεις ούτε η νόσος ούτε η αναπηρία ούτε τίποτε άλλο είναι αρκετό για να αναχαιτίσει αυτή την ακατανίκητη μανία η οποία καταλαμβάνει το λαό με την αναγγελία των αγώνων. Γέροντες άνθρωποι τρέχουν προς τα εκεί γρηγορώτερα από σφριγηλούς νέους ντροπιάζοντες τα κάτασπρα μαλλιά τους, θεατρίζοντες την ηλικία τους, ρεζιλεύοντας τα γηρατειά τους» (Ομιλία Δ' περί της Άννης).
Μια δυνατή οχλοβοή ανέβαινε από τις τάξεις των θεατών και μπερδευόταν με τις φωνές εκείνων που σπρώχνονταν ακόμα στις θύρες του Ιπποδρόμου. Μπροστά του ο Προκόπιος έβλεπε τη θάλασσα των κεφαλιών να κατεβαίνει μέχρι τη βάση των κλιμάκων και να ξανανεβαίνει σκαρφαλώνοντας στις απέναντι κερκίδες, στην άλλη πλευρά της κονίστρας.
<<Έχουμε καθίσει καλά, αν και κάπως ψηλά>>, του είπε ο Βελισσάριος, <<αλλά από δω, θα βλέπουμε τέλεια τους μίμους και τους θαυματοποιούς, καθώς θα έρθουν να σταθούν στο στάμα>>.
Το στάμα ήταν μια επιμήκης μαρμάρινη εξέδρα εφοδιασμένη με βαθμίδες για την πρόσβαση, διαμορφωμένη από το κάθισμα, το αυτοκρατορικό θεωρείο, προς τη νύσσα.
Κάποιοι νέοι, οι οποίοι, ενώ φλυαρούσαν με ευφράδεια, αναπηδούσαν στο κάθισμά τους στριφογυρίζοντας ακατάπαυστα, χοροπηδούσαν επιτόπου τινάζοντας φανταστικά χαλινάρια, ύψωναν και κατέβαζαν το χέρι κραδαίνοντας ένα ανύπαρκτο μαστίγιο, πλατάγιζαν τη γλώσσα τους για να ενθαρρύνουν δήθεν τα άλογά τους.
Να ο διοικητής του Ιπποδρόμου. Ανεβαίνει στην αυτοκρατορική εξέδρα. Xωρίς αμφιβολία, ο βασιλέας μπήκε στο κάθισμα μαζί με την ακολουθία του… Άλλωστε να οι ηνίοχοι των τέθριππων. Πλησιάζουν στις βαλβίδες… Παίρνουν τις θέσεις που ορίστηκαν με κλήρο. Είναι εκπληκτικοί με τα κράνη τους και τις στολές τους στα χρώματα των Δήμων. Αυτός με τα μπλε είναι ο Πορφύριος και αυτός με τα πράσινα ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Φαυστίνου. Ο αγώνας θα είναι σκληρός…
Η αυτοκρατορική φρουρά, η εταιρεία, με το πρόσταγμα του εταιρειάρχη της και των αρχόντων, των υποστρατήγων του, ολοι ντυμένοι μεγαλόπρεπα, οπλισμένοι με σπαθί, διπλό πέλεκυ και ασπίδα, είχαν λάβει θέσεις με τα λάβαρά τους. Τότε επικράτησε ξαφνικά ησυχία σ΄ αυτή την τεράστια συνάθροιση και ο διοικητής του Ιπποδρόμου έκανε μερικά βήματα προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο, ο οποίος έμπαινε στο κάθισμα, για να του εκφράσει τις ευχές του. Έπειτα ο αυτοκράτορας ήρθε κοντά στο κιγκλίδωμα και έκανε νεύματα χαιρετισμού προς το λαό. Ντυμένος με το σαγίο και τη χλαμύδα, που τη συγκρατούσε πόρπη της οποίας το κεφάλι αποτελούσε ένα μεγάλο σμαράγδι πλαισιωμένο με μαργαριτάρια με τις καθαρότερες αντάυγειες, δεμένα με χρυσό που σχημάτιζε έλικες. Ο βασιλέας ανέβηκε αργά τις βαθμίδες της χαμηλής εξέδρας, στην οποία είχε στηθεί ο θρόνος, έπειτα στάθηκε κοιτώντας το λαό του και με το καλυμμένο με το μανδύα χέρι του έκανε το σημείο του σταυρού. Στη συνέχεια στράφηκε δεξιά προς τους Βένετους, για να τους ευλογήσει με τον ίδιο τρόπο, έπειτα αριστερά, προς τους Πράσινους.
<<Έχουμε καθίσει καλά, αν και κάπως ψηλά>>, του είπε ο Βελισσάριος, <<αλλά από δω, θα βλέπουμε τέλεια τους μίμους και τους θαυματοποιούς, καθώς θα έρθουν να σταθούν στο στάμα>>.
Το στάμα ήταν μια επιμήκης μαρμάρινη εξέδρα εφοδιασμένη με βαθμίδες για την πρόσβαση, διαμορφωμένη από το κάθισμα, το αυτοκρατορικό θεωρείο, προς τη νύσσα.
Κάποιοι νέοι, οι οποίοι, ενώ φλυαρούσαν με ευφράδεια, αναπηδούσαν στο κάθισμά τους στριφογυρίζοντας ακατάπαυστα, χοροπηδούσαν επιτόπου τινάζοντας φανταστικά χαλινάρια, ύψωναν και κατέβαζαν το χέρι κραδαίνοντας ένα ανύπαρκτο μαστίγιο, πλατάγιζαν τη γλώσσα τους για να ενθαρρύνουν δήθεν τα άλογά τους.
Να ο διοικητής του Ιπποδρόμου. Ανεβαίνει στην αυτοκρατορική εξέδρα. Xωρίς αμφιβολία, ο βασιλέας μπήκε στο κάθισμα μαζί με την ακολουθία του… Άλλωστε να οι ηνίοχοι των τέθριππων. Πλησιάζουν στις βαλβίδες… Παίρνουν τις θέσεις που ορίστηκαν με κλήρο. Είναι εκπληκτικοί με τα κράνη τους και τις στολές τους στα χρώματα των Δήμων. Αυτός με τα μπλε είναι ο Πορφύριος και αυτός με τα πράσινα ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Φαυστίνου. Ο αγώνας θα είναι σκληρός…
Η αυτοκρατορική φρουρά, η εταιρεία, με το πρόσταγμα του εταιρειάρχη της και των αρχόντων, των υποστρατήγων του, ολοι ντυμένοι μεγαλόπρεπα, οπλισμένοι με σπαθί, διπλό πέλεκυ και ασπίδα, είχαν λάβει θέσεις με τα λάβαρά τους. Τότε επικράτησε ξαφνικά ησυχία σ΄ αυτή την τεράστια συνάθροιση και ο διοικητής του Ιπποδρόμου έκανε μερικά βήματα προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο, ο οποίος έμπαινε στο κάθισμα, για να του εκφράσει τις ευχές του. Έπειτα ο αυτοκράτορας ήρθε κοντά στο κιγκλίδωμα και έκανε νεύματα χαιρετισμού προς το λαό. Ντυμένος με το σαγίο και τη χλαμύδα, που τη συγκρατούσε πόρπη της οποίας το κεφάλι αποτελούσε ένα μεγάλο σμαράγδι πλαισιωμένο με μαργαριτάρια με τις καθαρότερες αντάυγειες, δεμένα με χρυσό που σχημάτιζε έλικες. Ο βασιλέας ανέβηκε αργά τις βαθμίδες της χαμηλής εξέδρας, στην οποία είχε στηθεί ο θρόνος, έπειτα στάθηκε κοιτώντας το λαό του και με το καλυμμένο με το μανδύα χέρι του έκανε το σημείο του σταυρού. Στη συνέχεια στράφηκε δεξιά προς τους Βένετους, για να τους ευλογήσει με τον ίδιο τρόπο, έπειτα αριστερά, προς τους Πράσινους.
Σαν να κρατούσε το χρόνο κάποιος αόρατος διευθυντής χορωδίας, θύελλα επευφημιών σηκώθηκε από το πλήθος, φούσκωσε σαν καταιγίδα που βρυχάται σε μια μακρινή καταχνιά για να ξεσπάσει στην κορυφή ενός βουνού, έπειτα καταλάγιασε και πάλι ξαφνικά. Κι όταν αποκαταστάθηκε απόλυτη σιγή, υψώθηκαν προς το γαλήνιο ουρανό οι βαθιοί ήχοι των δύο ασημένιων υδραύλεων που ήταν τοποθετημένες κάτω από το κάθισμα, με τις οποίες ήρθαν να ενωθούν τα άσματα των χορωδιών καθενός από τους δύο Δήμους, των Πράσινων και των Βένετων, αριστερά και δεξιά του κάτω πατώματος του αυτοκρατορικού εξώστη. Κι ενώ τα άσματα υμνούσαν τη δόξα του αυτοκράτορα και την άπειρη δύναμη του Θεού, οι ανώτεροι αξιωματούχοι του παλατιού έρχονταν να προσκυνήσουν τον αυτοκράτορα προτού καταλάβουν τη θέση τους στο αυτοκρατορικό θεωρείο.
Τότε ο αυτοκράτωρ σηκώθηκε, κρατώντας στην άκρη του χεριού του τη μάππα, το μαντίλι που άφησε να πέσει στην αρένα δίνοντας έτσι το σήμα για την έναρξη των αγώνων.
Τότε ο αυτοκράτωρ σηκώθηκε, κρατώντας στην άκρη του χεριού του τη μάππα, το μαντίλι που άφησε να πέσει στην αρένα δίνοντας έτσι το σήμα για την έναρξη των αγώνων.
"Ο Bυζαντινός Iππόδρομος"
Αμέσως άνοιξαν οι πόρτες των βαλβίδων και με ένα τίναγμα τα τέθριππα πετάχτηκαν στην πίστα σαν ξέσπασμα θύελλας, μέσα στις κραυγές των θεατών. Καθώς τα άρματα περνούσαν το όριο, ο πυρετός και η μανία των θεατών μεγάλωνε, οι φωνές γίνονταν πιο τραχιές κι ενώ στους πρώτους γύρους ήταν όλοι καθιστοί, στους τελευταίους ήταν όλοι όρθιοι, χτυπούσαν τα πόδια τους, κουνούσαν τα χέρια τους, κραυγάζοντας και ενθαρρύνοντας, γιατί έβλεπαν αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα του ηνίοχου των Ρούσιων, του Ολύμπου, να έχει τεθεί επικεφαλής όλων και να διεκδικεί τη νίκη από τον Πορφύριο. Προκειμένου να κερδίσει τον αγώνα, ο νεαρός ηνίοχος γινόταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνος, τρόχιζε πάνω στην πίστα τις ρόδες του με τις λεπτές ακτίνες στην προσπάθειά του να διατηρήσει την πρωτιά, και τότε έστριβε απότομα, για να μειώσει την απόσταση που είχε να διανύσει ή, αντίθετα, διέγραφε μια μεγάλη καμπύλη που έμοιαζε να τον εκτοξεύει σαν καταπέλτης...
από το βιβλίο του Γκι Ρασέ <<Θεοδώρα, η αυτοκράτειρα της Ανατολής>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου