Ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν ένας περίφημος χριστιανικός ναός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος χτίστηκε το 550 στον τέταρτο λόφο της Πόλης, βορειοδυτικά του υδραγωγείου του Ουάλη. Ήταν πολύ μεγάλος, σχεδόν όσο ο ναός της Αγίας Σοφίας και επί αιώνες (από τον 4ο ως τον 11ο) ενταφιάζονταν εκεί Αυτοκράτορες, Πατριάρχες και επίσκοποι. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκε εκεί προσωρινά η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η σκέψη και η πραγματοποίηση του σχεδίου για την ανέγερση στην Κωνσταντινούπολη
μιας εκκλησίας προς τιμήν τών Αγίων Αποστόλων αποδίδεται στο Μεγάλο Κωνσταντίνο. Είναι φανερό, ότι με την ανέγερση του ναού των Αγίων Αποστόλων, ο Κωνσταντίνος απέβλεπε σε τρεις σκοπούς: τη συνέχιση της ρωμαϊκής παράδοσης των αυτοκρατορικών μαυσωλείων - ηρώων, τη σταδιακή μετάθεση του θρησκευτικού καί κοσμολογικού κέντρου απο την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και, κυρίως, την προσπάθεια καθιέρωσης του αυτοκράτορα ως αυθεντικού συνεχιστή της αποστολικής παράδοσης. Σκοπός του Αυτοκράτορα ήταν να συγκεντρώσει εκεί και τα λείψανα όλων των Αποστόλων.
Ο αρχικός λοιπον ναός των Αγίων Αποστόλων κτίστηκε γύρω στο 330, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος έχτισε την Πόλη. Το 337, όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, ο ναός δεν είχε τελειώσει, και ο ίδιος ενταφιάστηκε προσωρινά στο ναό του Αγίου Ακακίου στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ολοκληρώθηκε από το γιο του, Κωνστάντιο, ο ναός των Αγίων Αποστόλων, μεταφέρθηκε εκεί και η σoρός του Κωνσταντίνου.Τελικά, έγινε εφικτό να μεταφερθούν λείψανα μόνο του Αποστόλου Ανδρέα (από την Αχαΐα το 357), του Ευαγγελιστή Λουκά και του Αγίου Τιμοθέου (από την Έφεσο).
Δύο αιώνες μετά την αναδιαμόρφωση της εκκλησίας από τον Κωνστάντιο, ο Ιουστινιανός αποφάσισε τη ριζική ανακαίνιση των Αγίων Αποστόλων. Η παλαιά σταυρική εκκλησία κατεδαφίστηκε εντελώς και στην ίδια θέση άρχισε η κατασκευή της καινούριας. Ο νέος ναός σχεδιάστηκε και κτίστηκε υπό την επίβλεψη των αρχιτεκτόνων της Αγίας Σοφίας, Ανθέμιου και Ισίδωρου. Η τυπολογία που εισήγαγε αυτή η εκκλησία, άσκησε τη μεγαλύτερη ίσως επίδραση στην ανέγερση ναών. Έτσι, σχεδόν πανομοιότυπος ήταν ο ερειπωμένος σήμερα ναός του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο και ο μεταγενέστερος ναός το Αγίου Μάρκου στη Βενετία (δεύτερο μισό 11ου αιώνα).
Ήταν σταυροειδής βασιλική, με πέντε τρούλους: ένας σε κάθε βραχίονα του σταυρού και ένας στο κέντρο, στο σημείο τομής των βραχιόνων. Να σημειωθεί ότι Ιερό δεν υπήρχε, καθώς η Αγία Τράπεζα ήταν τοποθετημένη στο κέντρο του ναού, κάτω από τον κεντρικό τρούλο. Τα λείψανα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των τριών αγίων μεταφέρθηκαν στη νέα εκκλησία, ενώ κτίστηκε και σταυροειδές μαυσωλείο για τον Ιουστινιανό και την οικογένειά του, στο τέλος του βόρειου κλίτους. Τα εγκαίνια του νέου ναού έγιναν στις 28 Ιουνίου του 550.
Για πάνω από 7 αιώνες, ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν ο δεύτερος σημαντικότερος ναός της Βασιλεύουσας. Ενώ η Αγία Σοφία βρισκόταν στο παλαιό μέρος της Πόλης, οι Άγιοι Απόστολοι κυριαρχούσαν στην πλευρά των νεότερων επεκτάσεων, πάνω στην ονομαζόμενη Μέση ή Κεντρική Οδό. Ήταν προσκυνηματικό κέντρο, καθώς εκτός των τριών προαναφερθέντων αγίων, των Αυτοκρατόρων, των Πατριαρχών (μεταξύ αυτών και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου), των επισκόπων, αγίων και μαρτύρων που είχαν ενταφιαστεί εκεί, στην εκκλησία βρισκόταν και μέρος της Στήλης της Μαστιγώσεως, στην οποία κατά την παράδοση βασανίστηκε οΧριστος.
Για πάνω από 7 αιώνες, ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν ο δεύτερος σημαντικότερος ναός της Βασιλεύουσας. Ενώ η Αγία Σοφία βρισκόταν στο παλαιό μέρος της Πόλης, οι Άγιοι Απόστολοι κυριαρχούσαν στην πλευρά των νεότερων επεκτάσεων, πάνω στην ονομαζόμενη Μέση ή Κεντρική Οδό. Ήταν προσκυνηματικό κέντρο, καθώς εκτός των τριών προαναφερθέντων αγίων, των Αυτοκρατόρων, των Πατριαρχών (μεταξύ αυτών και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου), των επισκόπων, αγίων και μαρτύρων που είχαν ενταφιαστεί εκεί, στην εκκλησία βρισκόταν και μέρος της Στήλης της Μαστιγώσεως, στην οποία κατά την παράδοση βασανίστηκε οΧριστος.
Η εκκλησία έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στις αυτοκρατορικές τελετές, και το Περί βασιλείου τάξεως του Πορφυρογέννητου κατονομάζει τους Αγίους Αποστόλους ως σταθερό σημείο κατά μήκος της πομπικής οδού που ξεκινούσε από τη Χρυσή Πύλη. Στο Βίο Βασιλείου δίνονται πληροφορίες για τις επισκευές του 9ου αιώνα στην εκκλησία: ο Βασίλειος Α΄ περιγράφεται να ενισχύει το ναό με αντηρίδες και να επισκευάζει ορισμένα σημεία που είχαν καταρρεύσει. Κατά πάσα πιθανότητα, την ίδια περίοδο ο ναός διακοσμήθηκε με έναν κύκλο ψηφιδωτών, που περιγράφεται εν μέρει από τον Κωνσταντίνο Ρόδιο περί το 940. Κάποια στιγμή μεταξύ 10ου και 12ου αιώνα, η εκκλησία ανακαινίστηκε και πάλι και τα ψηφιδωτά ανακατασκευάστηκαν εν μέρει, αυτά τα ψηφιδωτά τα περιέγραψε ο Νικόλαος Μεσαρίτης
Ο ναός λεηλατήθηκε το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Λειψανοθήκες, χρυσά και αργυρά σκεύη με πολύτιμους λίθους, εικόνες, πολυτελή άμφια και άλλοι ανεκτίμητοι θησαυροί του ναού εξαφανίστηκαν. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι ακόμη και οι τάφοι των Αυτοκρατόρων συλήθηκαν και αφαιρέθηκε οτιδήποτε πολύτιμο περιείχαν. Ανοίχθηκε ακόμη και ο τάφος του Ιουστινιανού, ενώ από τον τάφο του Αυτοκράτορα Ηρακλείου αφαιρέθηκε το χρυσό του διάδημα, μαζί με τα μαλλιά του, στα οποία είχε προσκολληθεί. Κάποιοι από αυτούς τους θησαυρούς μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, ενώ οι περισσότεροι στη Βενετία και είναι σήμερα σε κοινή θέα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Πριν την επέλαση των Σταυροφόρων όμως, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Άγγελος, στην εποχή της κατάπτωσης και της παρακμής, είχε αφαιρέσει μεγάλος μέρος της πολύτιμης διακόσμησης των σαρκοφάγων του ναού και το οδήγησε στα χυτήρια, στην προσπάθειά του να εξοικονομήσει χρήματα για να εξαγοράσει τη συνεργασία των Σταυροφόορων.
Όταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος επανακατέκτησε την Πόλη, ανήγειρε στο ναό ένα άγαλμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ επάνω σε στήλη, σε ανάμνηση του γεγονότος. Το άγαλμα καταστράφηκε από σεισμό το 1328. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος αναπαλαίωσε το ναό, ο οποίος όμως κατόπιν εγκαταλείφθηκε, καθώς ολόκληρη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρήκμασε και ο πληθυσμός της Πόλης μειωνόταν συνεχώς. Σύμφωνα με μαρτυρία του Φλωρεντίνου καθολικού ιερέα Cristoforo Buondelmonti, το 1420 ο ναός ήταν ρημαγμένος.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση το 1453, ο ναός παραχωρήθηκε στο Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο ως έδρα του Πατριαρχείου, αλλά γρήγορα αποδείχτηκε ακατάλληλος για αυτή τη χρήση, και το Πατριαρχείο μεταφέρθηκε στο ναό της Παμμακαρίστου. Ο Μωάμεθ Β΄ έχτισε εκεί το οθωμανικό Fatih Camii («το τέμενος του κατακτητή»).
Ο ναός λεηλατήθηκε το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Λειψανοθήκες, χρυσά και αργυρά σκεύη με πολύτιμους λίθους, εικόνες, πολυτελή άμφια και άλλοι ανεκτίμητοι θησαυροί του ναού εξαφανίστηκαν. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι ακόμη και οι τάφοι των Αυτοκρατόρων συλήθηκαν και αφαιρέθηκε οτιδήποτε πολύτιμο περιείχαν. Ανοίχθηκε ακόμη και ο τάφος του Ιουστινιανού, ενώ από τον τάφο του Αυτοκράτορα Ηρακλείου αφαιρέθηκε το χρυσό του διάδημα, μαζί με τα μαλλιά του, στα οποία είχε προσκολληθεί. Κάποιοι από αυτούς τους θησαυρούς μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, ενώ οι περισσότεροι στη Βενετία και είναι σήμερα σε κοινή θέα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Πριν την επέλαση των Σταυροφόρων όμως, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Άγγελος, στην εποχή της κατάπτωσης και της παρακμής, είχε αφαιρέσει μεγάλος μέρος της πολύτιμης διακόσμησης των σαρκοφάγων του ναού και το οδήγησε στα χυτήρια, στην προσπάθειά του να εξοικονομήσει χρήματα για να εξαγοράσει τη συνεργασία των Σταυροφόορων.
Όταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος επανακατέκτησε την Πόλη, ανήγειρε στο ναό ένα άγαλμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ επάνω σε στήλη, σε ανάμνηση του γεγονότος. Το άγαλμα καταστράφηκε από σεισμό το 1328. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος αναπαλαίωσε το ναό, ο οποίος όμως κατόπιν εγκαταλείφθηκε, καθώς ολόκληρη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρήκμασε και ο πληθυσμός της Πόλης μειωνόταν συνεχώς. Σύμφωνα με μαρτυρία του Φλωρεντίνου καθολικού ιερέα Cristoforo Buondelmonti, το 1420 ο ναός ήταν ρημαγμένος.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση το 1453, ο ναός παραχωρήθηκε στο Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο ως έδρα του Πατριαρχείου, αλλά γρήγορα αποδείχτηκε ακατάλληλος για αυτή τη χρήση, και το Πατριαρχείο μεταφέρθηκε στο ναό της Παμμακαρίστου. Ο Μωάμεθ Β΄ έχτισε εκεί το οθωμανικό Fatih Camii («το τέμενος του κατακτητή»).
Η μαρτυρία των πηγών
Μέχρι πρόσφατα πιστευόταν ότι δεν είχε σωθεί κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο του ναού των Αγίων Αποστόλων. Ωστόσο, με βάση τις περιγραφές των γραπτών πηγών, ορισμένες σχηματοποιημένες απεικονίσεις σε χειρόγραφα και τη σύγκριση με άλλα οικοδομήματα που αντέγραψαν τους Αγίους Αποστόλους, όπως οι ναοί του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο και του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, έχουν προταθεί κατά καιρούς κάποιες αποκαταστάσεις του ναού.
Το έργο Βίος Κωνσταντίνου του Ευσεβίου δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του μαυσωλείου του Κωνσταντίνου. Το κτήριο έστεκε ανεξάρτητο μέσα σε παραλληλόγραμμο περίβολο με προστώα, περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα. Είχε σχήμα ροτόντας παρόμοιο με τα σωζόμενα στη Ρώμη αυτοκρατορικά μαυσωλεία του 4ου αιώνα. Ο τρούλος ήταν επίχρυσος, οι τοίχοι καλύπτονταν με ορθομαρμάρωση και τα περιμετρικά ανοίγματα με ορειχάλκινα κιγκλιδώματα. Μέσα στη ροτόντα φυλάσσονταν λίθινες σαρκοφάγοι με αυτοκρατορικές ταφές. Πολύ λιγότερες μαρτυρίες υπάρχουν για το ναό του 4ου αιώνα, αν και πρέπει να ήταν ένα μεγάλο σταυρόσχημο οικοδόμημα όπως και ορισμένες άλλες σημαντικότατες εκκλησίες του 4ου αιώνα τόσο στην Ανατολή όσο και στην Ιταλία.
Ο ιουστινιάνειος ναός, που εγκαινιάστηκε στις 28 Ιουνίου 550 και κατεδαφίστηκε με εντολή του Μωάμεθ Β΄ στα μέσα του 15ου αιώνα, περιγράφεται από τον Προκόπιο. Αυτός ο δεύτερος ναός ακολούθησε τη σταυρική κάτοψη του προηγούμενου, αλλά η ανωδομή επιστεφόταν με πέντε τρούλους, έναν πάνω από κάθε κεραία του σταυρού και τον πέμπτο πάνω από την κεντρική διασταύρωση, όπου βρισκόταν και η Αγία Τράπεζα. Η δυτική κεραία προεκτεινόταν με ένα αίθριο και πρόβαλλε έτσι ως πιο επιμήκης από τις άλλες τρεις. Μία εσωτερική κιονοστοιχία ακολουθούσε τη σταυρική κάτοψη του ναού, ενώ όλες οι κεραίες διέθεταν υπερώα. Ο κεντρικός τρούλος εδραζόταν πάνω σε τύμπανο το οποίο διατρυπούσαν περιμετρικά παράθυρα, έβαινε πάνω σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς και έστεκε ψηλότερα από τους τέσσερις άλλους τρούλους της εκκλησίας. Ο ναός ανακαινίστηκε επί Βασιλείου Α΄, αλλά πιθανότατα η κάτοψή του παρέμεινε η ίδια και, επομένως, θεωρείται δεδομένο ότι το οικοδόμημα που απεικονίζεται στο Μηνολόγιον του Βασιλείου Α΄ είναι το ίδιο με τον ιουστινιάνειο ναό.
Την εσωτερική διακόσμηση του κτηρίου έχει περιγράψει ο Κωνσταντίνος Ρόδιος μεταξύ των ετών 931 και 944. Τα ψηφιδωτά που περιγράφονται πιστεύεται ότι ανήκουν στην εποχή της ανακαίνισης επί Βασιλείου Α΄. Μια μεταγενέστερη περιγραφή του Νικόλαου Μεσαρίτη, γραμμένη μεταξύ 1198 και 1203, διάστημα κατά το οποίο ήταν σκευοφύλακας των εκκλησιών του Μεγάλου Παλατιού, παρουσιάζει ορισμένες διαφορές που υποδηλώνουν μία επιπλέον φάση ανανέωσης της διακόσμησης, μετά το 10ο αιώνα. Ο Μεσαρίτης περιγράφει επίσης την ορθομαρμάρωση στους τοίχους και τα δάπεδα με τα μαρμαροθετήματα. Η Αγία Τράπεζα κάτω από τον κεντρικό τρούλο, στο σημείο διασταύρωσης των κεραιών του σταυρού, βρισκόταν κάτω από ένα πυραμιδωτό κιβώριο, ενώ στα ανατολικά του υπήρχε ένα σύνθρονο, κατάλοιπο πιθανώς της ιουστινιάνειας φάσης του οικοδομήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου