Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

11 ΙΟΥΝΙΟΥ: Σύναξη της Παναγίας «Ἄξιον Ἐστί»

 
 
 
 
             Στον ιστορικό ναό του Πρωτάτου, στο άγιο Βήμα, βρίσκεται ενθρονισμένη πάνω στο ιερό σύνθρονο η σεβάσμια και θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, που επονομάζεται «Άξιον έστιν». Ονομάζεται έτσι, γιατί μπροστά σ’ αυτήν την εικόνα, κατά την ιερή παράδοση  πρωτοψάλθηκε απ’ τον αρχάγγελο Γαβριήλ ο γνωστός αυτός ύμνος.
«Η πάνσεπτος αύτη και αγία εικών, εξ αρχαίων και παλαιών χρόνων, εστάθη το καύχημα των Καρεών, η δόξα των Πρωτατινών, η σκέπη και προστασία των πέριξ Κελλίων», αλλά και όλου του Αγίου Όρους δόξα, καύχημα και προστασία.
           Η εικόνα της Παναγίας θεωρείται  ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιο της τις σφραγίδες και των 20 Μονών της Αθωνικής πολιτείας.
 
 
 
 
 
 

Η Παράδοση
 
 
        Κάπου στα τέλη του 10ου αιώνα σε ένα κελί στις Καρυές του Αγίου Όρους ασκήτευαν δύο μοναχοί. Ο ένας από τους δύο τελούσε την  προσευχή του όρθρου της Κυριακής  ενώ ο άλλος έλειπε από το κελί. Δέχτηκε τότε την επίσκεψη ενός άγνωστου  μοναχού και συνέχισαν μαζί τον όρθρο . Όταν έφτασαν στο  σημείο που έπρεπε να ψάλλουν   στην Παναγία «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον..» ο φιλοξενούμενος μοναχός άρχισε να ψέλνει έναν άλλον ύμνο το «Άξιον  εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε…»

         Ο ύμνος αυτός άρεσε τόσο  πολύ  στον μοναχό του κελιού που τον άκουγε για πρώτη φορά ώστε  ζήτησε  από τον άγνωστο μοναχό να του τον γράψει για να τον έχει και να τον ψάλλει και αυτός. Αλλά δεν βρέθηκε  μεμβράνη και πένα στο κελί. Ζήτησε τότε ο φιλοξενούμενος μοναχός  μια   πλάκα από μάρμαρο και όταν την πήρε στα χέρια του άρχισε με το δάχτυλο του να χαράσσει την  πλάκα γράφοντας τον ύμνο όπως του ζήτησε ο μοναχός . Αφού τελείωσε  του φανέρωσε ότι είναι   ο αρχάγγελος Γαβριήλ και ότι στο εξής έπρεπε  να ψάλλει τον ύμνο με αυτόν τον τρόπο.  Μετά από όλα αυτά  εξαφανίστηκε από μπροστά του.

        Ο μοναχός ανέφερε το θαύμα στους άλλους μοναχούς της κοινότητας  του Αγίου Όρους και μετά από  τη βεβαίωση του θαύματος η εικόνα μεταφέρθηκε στον ναό  του Πρωτάτου ενώ  η μαρμάρινη πλάκα με τον ύμνο μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης όπου έμεινε εκεί. Η  πλάκα αυτή   χάθηκε  τον καιρό όπου οι Φράγκοι  άλωσαν την Πόλη κατά  την 4η Σταυροφορία και πιθανώς να την μετέφεραν στη Δύση. 

       Από τότε η εικόνα Παναγία  η Ελεούσα  ονομάστηκε Άξιον Εστί ενώ  η περιοχή  που βρισκόταν το κελί  πίσω από την Σκήτη του Αγίου Ανδρέα που έγινε το θαύμα ονομάστηκε «κοιλάδα του Άδειν»  από το άδω  που σημαίνει υμνώ ψάλλω.
 
Ο ύμνος έχει ως εξής:

Άξιον εστίν ως αληθώς
μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον
και μητέρα του Θεού ημών.
Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ
και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ
την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν,
την όντως Θεοτόκον,
Σε μεγαλύνομεν.
 
 




 Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ


            Η λιτάνευση και περιφορά της εικόνας γίνεται «διά την αγάπην την ιδικήν μας• ήτοι διά να αγιάζη τους οίκους μας· διά να ευλογή τους καρπούς μας· διά να διώκη κάθε βλαβερόν ζωύφιον από τους κήπους και αμπελώνας και δένδρα μας και τελευταίον, διά να καθαρίζη τον αέρα από κάθε νοσηράν αναθυμίασιν, και ούτω να ποιή αυτόν εύκρατον εις την υγείαν των σωμάτων μας».
        Συμμετέχουν ο χοροστατών αρχιερεύς, η Ιερά Επιστασία, οι πολιτικές αρχές και πλήθος κόσμου που συρρέει απ’ τα διάφορα μέρη του Όρους, απ’ τα μοναστήρια, απ’ τις σκήτες και ιδιαίτερα απ’ τα γειτονικά με τις Καρυές κελιά, δείχνοντας έτσι τη θερμή ευλάβεια και το σεβασμό προς την Κοινή Προστάτιδα, Φρουρό και Φύλακα του Ιερού Τόπου Κυρία Θεοτόκο.
         Προπολεμικά ο αριθμός των ανθρώπων που ακολουθούσε τη λιτανεία περνούσε τις δύο χιλιάδες.

        Η διαδρομή της λιτανείας απ’ αρχαιοτάτων χρόνων είναι καθορισμένη και στο Τυπικό της εκτίθεται με κάθε λεπτομέρεια. Στους διάφορους σταθμούς της λιτανείας γίνονται ποικίλες εκφωνήσεις και διάφορες ευχές προς αποτροπή νόσων και επιδημιών που πλήττουν  τους ανθρώπους και την καλλιεργούμενη φύση, καθώς και τα ζώα.
       Το Τυπικό βρίσκεται γραμμένο σε τρία χειρόγραφα, που φυλάγονται στη βιβλιοθήκη του Πρωτάτου. Το πρώτο γράφτηκε μετά το 1508. Σ’ αυτό αναφέρεται πως η λιτανεία ξεκινάει απ’ την εκκλησία του Πρωτάτου και ακολουθεί τη διαδρομή: Ιβηριτικό κονάκι, πύργος του Μακρή, μονή Κουτλουμουσίου -όπου την υποδέχονται ό ηγούμενος και φορεμένοι ιερείς, πύργος του Ραβδούχου, μονή του Αλυπίου, σταυρός του Χρυσοστόμου, σταυρός του αγίου Στεφάνου, σταυρός άνωθεν του πνευματικού παπά κυρ- Σάββα, σταυρός του Καπρούλη και του Ψαρά, σταυρός του μεγάλου Αντωνίου και του αγίου Βασιλείου, σταυρός Ζωγραφίτικος, μονή του αγίου Σάββα εις τον πύργον, Ξηροποταμηνό κονάκι και πάλι στη μεγάλη εκκλησία του Πρωτάτου.
      Το δεύτερο γράφτηκε το 1851 από τον γνωστό ζωγράφο και εκκλησιάρχη του Πρωτάτου ιερομόναχο Μακάριο Γαλατσιάνο. Το τρίτο Τυπικό γράφτηκε το 1913 και είναι στην πραγματικότητα αντιγραφή του προηγούμενου.
        Στα δύο τελευταία Τυπικά προστέθηκαν και μερικοί ακόμη σταθμοί της λιτανείας με ανάλογες εκφωνήσεις: Παντοκρατορινό κονάκι, σταυρός της σκήτης του αγίου Παντελεήμονος, Αγιοπαυλίτικο κονάκι. Ρωσικό κονάκι και «καινό Συνακτικό των Επιστατών». Δε διέρχεται όμως απ’ τον πύργο του Μακρή και ο σταυρός του Καπρούλη μνημονεύεται ως σταυρός του Κιοσκίου.
        Όλοι οι μοναχοί έχουν πόθο να διαβεί η χαριτόβρυτη εικόνα κι από τα όρια των δικών τους κελιών, για να τα ευλογήσει με το πέρασμά της. Σε κάθε κελί διαβάζεται το σχετικό Ευαγγέλιο και ψάλλεται το τροπάριο του Αγίου, στο όνομα του οποίου τιμάται το κελί.
 
 
 
 
 

          Η λιτανεία μέχρι σήμερα συνεχίζεται να τελείται αδιάκοπα και παρά την πολύωρη πορεία την ακολουθούν πολλοί μοναχοί και λαϊκοί τιμώντας τη χάρη της και ζητώντας την ευλογία της. Στα παλιότερα χρόνια, επιστρέφοντας απ’ τη λιτανεία, μετά την τέλεση του Εσπερινού, πήγαιναν «άνω εις τα Κατηχούμενα, και εκεί ητοιμασμένης ούσης Τραπέ­ζης, εφιλεύοντο πάντες οι λιτανεύοντες αδελφοί, φιλία και παρακλήοει μεγάλη».

 
 


Η εικόνα και το ελληνικό έθνος


        Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στο ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ τη Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως».

        Η εικόνα του «Άξιον έστι» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά απ’ τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής.

      Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά. μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιοτών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της.

        Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο.
Οι ευλαβείς χριστιανοί απ’ την Ελλάδα και το εξωτερικό στέλνουν ονόματα για μνημονεύσεις και λειτουργίες. Ο μεγάλος αριθμός των προσκυνητών, που καθημερινά έρχεται στις Καρυές για την έκδοση του διαμονητηρίου, παίρνει την ευλογία της αγίας Πρωταΐτισσας.

       Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον έστιν» έκαναν σ’ όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου