O θάνατος του Αλέξιου Κομνηνού
Δυο διηγήσεις για το θάνατο του Αλέξιου Κομνηνού, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους αλλά και τόσο το ίδιο αληθινές.
Στις 15 Αυγούστου 1118 πεθαίνει ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, που κατόρθωσε να αναστείλει την παρακμή του 11ου αιώνα και να οδηγήσει την αυτοκρατορία σε σταθερότητα παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον.
Ο θάνατος του από βαριά αρρώστια ήταν τραγικός. Η ποδάγρα και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδυασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός. Φλεγμονές, οιδήματα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, έως ότου εξέπνευσε στις 15 Αυγούστου 1118.
Ακολουθούν δυο διηγήσεις για το θάνατό του:
Στην πρώτη, η κόρη του Αννα Κομνηνή, που τον υπεραγαπούσε και τον θαύμαζε, περιγραφεί στην <<Αλεξιάδα>>,συντετριμμένη, τις τελευταίες του στιγμές.
Στο δεύτερο απόσπασμα ο Ιωάννης Ζωναράς στηλιτεύει τη συνομωσία που εξυφαίνονταν στο παλάτι από την Άννα και την μητέρα της, για να μην ανεβεί στο θρόνο ο διάδοχος Ιωάννης αλλά ο σύζυγος της Άννας, Νικηφόρος Βρυέννιος.Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τις παρατηρήσεις του τις έγραψε μετά το θάνατο του Αλέξιου, όταν είχε απολυθεί από το αξίωμα και πιθανότατα ήταν βαθιά χολωμένος.
Ο θάνατος του από βαριά αρρώστια ήταν τραγικός. Η ποδάγρα και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδυασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός. Φλεγμονές, οιδήματα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, έως ότου εξέπνευσε στις 15 Αυγούστου 1118.
Ακολουθούν δυο διηγήσεις για το θάνατό του:
Στην πρώτη, η κόρη του Αννα Κομνηνή, που τον υπεραγαπούσε και τον θαύμαζε, περιγραφεί στην <<Αλεξιάδα>>,συντετριμμένη, τις τελευταίες του στιγμές.
Στο δεύτερο απόσπασμα ο Ιωάννης Ζωναράς στηλιτεύει τη συνομωσία που εξυφαίνονταν στο παλάτι από την Άννα και την μητέρα της, για να μην ανεβεί στο θρόνο ο διάδοχος Ιωάννης αλλά ο σύζυγος της Άννας, Νικηφόρος Βρυέννιος.Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τις παρατηρήσεις του τις έγραψε μετά το θάνατο του Αλέξιου, όταν είχε απολυθεί από το αξίωμα και πιθανότατα ήταν βαθιά χολωμένος.
Τελικά το σχέδιο τους απέτυχε. Ο Ιωάννης πήγε μυστικά στο μοναστήρι των Μαγγάνων,όπου βρισκόταν ο πατέρας του και πήρε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι από το χέρι του λίγες ώρες πριν πεθάνει.
Τα δυο αποσπάσματα φαίνονται αντίθετα το ένα προς το άλλο. Κι όμως και τα δυο έχουν βάση αλήθειας. Για να κατανοήσουμε κάποιες καταστάσεις, πρέπει να υπεισέλθουμε στη ψυχολογία των ηρώων της εποχής, να γνωρίσουμε την ιδεολογία τους έτσι όπως προσδιορίζεται από το ρόλο τους μέσα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ο κόσμος του Βυζαντίου είναι ένας κόσμος των αντιθέσεων, του μεγαλείου αλλά και της παρακμής, θαυμαστός αλλά και παράξενος, γι΄ αυτό και συναρπαστικός.
Ο Αλέξιος βέβαια τελικά ετάφη στη Μονή Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη με τις τιμές που του άρμοζαν.
Τα δυο αποσπάσματα φαίνονται αντίθετα το ένα προς το άλλο. Κι όμως και τα δυο έχουν βάση αλήθειας. Για να κατανοήσουμε κάποιες καταστάσεις, πρέπει να υπεισέλθουμε στη ψυχολογία των ηρώων της εποχής, να γνωρίσουμε την ιδεολογία τους έτσι όπως προσδιορίζεται από το ρόλο τους μέσα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ο κόσμος του Βυζαντίου είναι ένας κόσμος των αντιθέσεων, του μεγαλείου αλλά και της παρακμής, θαυμαστός αλλά και παράξενος, γι΄ αυτό και συναρπαστικός.
Ο Αλέξιος βέβαια τελικά ετάφη στη Μονή Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη με τις τιμές που του άρμοζαν.
Τι γράφει η Άννα Κομνηνή στην <<Αλεξιάδα>>
<<Άφησα το χέρι του αυτοκράτορα και στράφηκα προς τη βασίλισσα. Και πάλι του έπιασα τον καρπό… ασφυξία. Εκείνη με σκουντούσε συνεχώς θέλοντας να μάθει πως ήταν ο σφυγμός του. Τον άγγιξα πάλι, κατάλαβα ότι κάθε δύναμη ζωής είχε χαθεί κι ο σφυγμός είχε σβήσει εντελώς. Έσκυψα τότε το κεφάλι, χωρίς μιλιά, παγωμένη σαν σε όνειρο, και, σκεπάζοντας με τα δυο μου χέρια τα μάτια μου, τραβήχτηκα πίσω κι άρχισα να θρηνώ.
Κι εκείνη κατάλαβε αμέσως και γέμισε τον αέρα με την κραυγή της. Αλλά πώς να παραστήσω το πένθος που κυρίευσε όλη την οικουμένη, πώς να θρηνήσω για το δικό μου πόνο; Απόθεσε η βασίλισσα τη βασιλική καλύπτρα κι έπειτα πήρε ένα ξυράφι κι έκοψε σύρριζα τα μαλλιά της. Πέταξε από τα πόδια της τα ερυθρά σανδάλια και ζήτησε να της φέρουν τα συνήθη μαύρα. Ακόμα και το πεορφυρό της ένδυμα ήθελε ν΄ αλλάξει, μα δεν είχε πρόχειρο κανένα μαύρο. Η Τρίτη σδελφή μου, που είχε δοκιμάσει την πίκρα της χηρείας, της έδωσε ένα μαύρο, το φόρεσε η βασίλισσα και σκέπασε το κεφάλι της με μια απλή μαύρη μαντίλα.
Ο βασιλιάς είχε παραδώσει στο Θεό την άγια ψυχή του και για μένα βασίλεψε ο ήλιος… όσοι δεν είχαν χάσει τη φωνή τους από τον πόνο, θρηνούσαν… Όσο για μένα, ακόμα και τώρα αμφιβάλλω αν βρίσκομαι στη ζωή, αν στ΄ αλήθεια γράφω και μνημονεύω το θάνατο του αυτοκράτορα κι αγγίζω τα μάτια μου για να βεβαιωθώ πως δεν είναι όνειρο, όσα τώρα διηγούμαι. Μα κι όνειρο να μην είναι, είναι παραίσθηση, μπορεί να ΄χω τρελαθεί και μου συμβαίνουν πράγματα τερατώδη κι αλλόκοτα. Πώς αφού χάθηκε εκείνος, εγώ βρίσκομαι στη ζωή; Πώς δεν παρέδωσα μαζί με αυτόν την ψυχή μου, πώς δεν έπεσα από ψηλά να σκοτωθώ; Μα όπως λέει ο τραγικός ποιητής << Δεν υπάρχει πόνος και θεόσταλτη συμφορά, που δε θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος της>> ( Ευριπίδου, Ορέστης) .
Για αυτό ο Θεός έστειλε σε μένα τις μεγαλύτερες συμφορές: έχασα έναν τέτοιο φωστήρα της οικουμένης, το Μέγα Αλέξιο. Έσβησε ύστερα το πιο μεγάλο λυχνάρι ή μάλλον η σελήνη η πάμφωτη, η Ειρήνη η βασίλισσα. Κι όμως ζω κι αναπνέω…>>.
Κι εκείνη κατάλαβε αμέσως και γέμισε τον αέρα με την κραυγή της. Αλλά πώς να παραστήσω το πένθος που κυρίευσε όλη την οικουμένη, πώς να θρηνήσω για το δικό μου πόνο; Απόθεσε η βασίλισσα τη βασιλική καλύπτρα κι έπειτα πήρε ένα ξυράφι κι έκοψε σύρριζα τα μαλλιά της. Πέταξε από τα πόδια της τα ερυθρά σανδάλια και ζήτησε να της φέρουν τα συνήθη μαύρα. Ακόμα και το πεορφυρό της ένδυμα ήθελε ν΄ αλλάξει, μα δεν είχε πρόχειρο κανένα μαύρο. Η Τρίτη σδελφή μου, που είχε δοκιμάσει την πίκρα της χηρείας, της έδωσε ένα μαύρο, το φόρεσε η βασίλισσα και σκέπασε το κεφάλι της με μια απλή μαύρη μαντίλα.
Ο βασιλιάς είχε παραδώσει στο Θεό την άγια ψυχή του και για μένα βασίλεψε ο ήλιος… όσοι δεν είχαν χάσει τη φωνή τους από τον πόνο, θρηνούσαν… Όσο για μένα, ακόμα και τώρα αμφιβάλλω αν βρίσκομαι στη ζωή, αν στ΄ αλήθεια γράφω και μνημονεύω το θάνατο του αυτοκράτορα κι αγγίζω τα μάτια μου για να βεβαιωθώ πως δεν είναι όνειρο, όσα τώρα διηγούμαι. Μα κι όνειρο να μην είναι, είναι παραίσθηση, μπορεί να ΄χω τρελαθεί και μου συμβαίνουν πράγματα τερατώδη κι αλλόκοτα. Πώς αφού χάθηκε εκείνος, εγώ βρίσκομαι στη ζωή; Πώς δεν παρέδωσα μαζί με αυτόν την ψυχή μου, πώς δεν έπεσα από ψηλά να σκοτωθώ; Μα όπως λέει ο τραγικός ποιητής << Δεν υπάρχει πόνος και θεόσταλτη συμφορά, που δε θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος της>> ( Ευριπίδου, Ορέστης) .
Για αυτό ο Θεός έστειλε σε μένα τις μεγαλύτερες συμφορές: έχασα έναν τέτοιο φωστήρα της οικουμένης, το Μέγα Αλέξιο. Έσβησε ύστερα το πιο μεγάλο λυχνάρι ή μάλλον η σελήνη η πάμφωτη, η Ειρήνη η βασίλισσα. Κι όμως ζω κι αναπνέω…>>.
Τι γράφει ο Ιωάννης Ζωναράς, χρονογράφος, νομικός και θεολόγος για το θάνατο του μεγάλου Κομνηνού:
Ο νόμιμος κληρονόμος του αυτοκράτορα,
ο Ιωάννης, έμεινε κλειδαραμπαρωμένος στο
Ιερόν Παλάτιον με την σφραγίδα της εξουσίας,
και η πρωτότοκη Άννα, η καισάρισσα, ωρύονταν,
και η θεοσεβούμενη Ειρήνη Δούκαινα η Αυγούστα,καταριόταν,
και άπλυτος ο Αλέξιος ο Πρώτος ο Κομνηνός,
παρατημένος Δεκαπενταύγουστο στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων,
σ΄ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο, ούτε τον νεκροστόλισαν
ούτε τον έψαλαν, όπως του άξιζε, μ΄ένα σκουφάκι μόνον κόκκινο στην κεφαλή,
έξελθε, βασιλεύ, ο Βασιλεύς των βασιλέων,
ο Άρχων του κόσμου σε καλεί,
ο Άρχων των αρχόντων, μάταιε, σε αναμένει.
ο Ιωάννης, έμεινε κλειδαραμπαρωμένος στο
Ιερόν Παλάτιον με την σφραγίδα της εξουσίας,
και η πρωτότοκη Άννα, η καισάρισσα, ωρύονταν,
και η θεοσεβούμενη Ειρήνη Δούκαινα η Αυγούστα,καταριόταν,
και άπλυτος ο Αλέξιος ο Πρώτος ο Κομνηνός,
παρατημένος Δεκαπενταύγουστο στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων,
σ΄ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο, ούτε τον νεκροστόλισαν
ούτε τον έψαλαν, όπως του άξιζε, μ΄ένα σκουφάκι μόνον κόκκινο στην κεφαλή,
έξελθε, βασιλεύ, ο Βασιλεύς των βασιλέων,
ο Άρχων του κόσμου σε καλεί,
ο Άρχων των αρχόντων, μάταιε, σε αναμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου