Βορειοανατολική πλευρά Τεμένους. Από αριστερά στα δεξιά διακρίνονται οι αψίδες της Εκκλησίας του Χριστού Παντοκράτορας, το η Αυτοκρατορική εκκλησία και η Εκκλησία της Θεοτόκου Ελεούσα. |
Η μονή Χριστού Παντοκράτορος, σήμερα Τέμενος Μολλά Ζεϊρέκ, είναι από τις πιο εντυπωσιακές σωζόμενες βυζαντινές εκκλησιές. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ναοδομίας του 12ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ένα μοναστηριακό συγκρότημα, μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου λόφου της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στον Κεράτιο κόλπο και το Υδραγωγείο του Ουάλη. Η μονή περιλάμβανε και ξενώνα, νοσοκομείο, γηροκομείο και βιβλιοθήκη. Το σωζόμενο Τυπικό της μονής από το 1136 απηχεί το ρόλο της στον κοινωνικό και θρησκευτικό βίο της Βασιλεύουσας, αλλά και το ιδεολογικό βάρος του μνημείου για τη δυναστική ιδεολογία των Κομνηνών. Η εκκλησία αυτή χτίστηκε το πρώτο μισό του 12ου αι., από την αυτοκράτειρα Ειρήνη και το σύζυγο της Ιωάννη Β' Κομνηνό. Τα μέλη της κομνήνειας δυναστείας έκαναν γενναίες δωρεές στη μονή, αλλά και σε άλλα μοναστήρια στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο, τη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου. Σήμερα από τη μονή σώζεται μόνο το συγκρότημα του καθολικού
Η ιστορία του κτίσματος
Το συγκρότημα της μονής του Χριστού Παντοκράτορος χτίστηκε μεταξύ 1118 και 1136 από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143) και την πρώτη σύζυγό του Ειρήνη, ενώ το έργο είχε ανατεθεί στον αρχιτέκτονα Νικηφόρο.
Από τα τρία κτίσματα του συγκροτήματος, πρώτη οικοδομήθηκε η νότια εκκλησία, ως καθολικό, πριν από το θάνατο της Ειρήνης το 1124. Στο ναό αυτό προστέθηκε το βόρειο τμήμα, που αφιερώθηκε στην Παναγία Ελεούσα, όπου μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη λειτουργία οι λαϊκοί, ενώ το μεταξύ τους ταφικό παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, συνέδεσε τους δύο ναούς. Στο παρεκκλήσιο τάφηκαν αρκετοί αυτοκράτορες και μέλη της δυναστείας των Κομνηνών, αλλά και αυτοκράτορες από τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ιδρυτή του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1143), το Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1180) και το Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1448).
Από τα τρία κτίσματα του συγκροτήματος, πρώτη οικοδομήθηκε η νότια εκκλησία, ως καθολικό, πριν από το θάνατο της Ειρήνης το 1124. Στο ναό αυτό προστέθηκε το βόρειο τμήμα, που αφιερώθηκε στην Παναγία Ελεούσα, όπου μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη λειτουργία οι λαϊκοί, ενώ το μεταξύ τους ταφικό παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, συνέδεσε τους δύο ναούς. Στο παρεκκλήσιο τάφηκαν αρκετοί αυτοκράτορες και μέλη της δυναστείας των Κομνηνών, αλλά και αυτοκράτορες από τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ιδρυτή του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1143), το Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1180) και το Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1448).
Κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261) η περιοχή στην οποία βρισκόταν η μονή ανήκε στους Βενετούς, οι οποίοι μετέφεραν πολλά από τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τις εικόνες της μονής στη Βενετία. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι το συγκρότημα της μονής χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Λατίνου αυτοκράτορα, αλλά η πληροφορία αυτή φαίνεται ότι είναι ανακριβής. Πάντως, αν και δε γνωρίζουμε εάν η μονή έμεινε στα χέρια ορθόδοξων μοναχών ή όχι, πάντως δεν έπαψε να αποτελεί τόπο όπου συγκεντρώνονταν πολύτιμα κειμήλια και λατρευτικά αντικείμενα.
Μάλιστα, φαίνεται ότι την περίοδο της Λατινοκρατίας μεταφέρθηκε εκεί και η περίφημη εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας –που η παράδοση την απέδιδε στον ευαγγελιστή Λουκά– η οποία είχε αφαιρεθεί με τη βία από την Αγία Σοφία το 1206. Στη μονή υπήρχε, επίσης, από τα χρόνια του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, μια πλάκα από πορφυρίτη, όπου σύμφωνα με το θρύλο είχε αποτεθεί το σώμα του Χριστού για να αλειφθεί με μύρο πριν από τον ενταφιασμό του. Το κειμήλιο αυτό είχε μεταφερθεί από την Έφεσο από τον ίδιο το Μανουήλ Α΄.
Την εποχή των Παλαιολόγων χρησιμοποιούνταν ως χώρος ταφής της οικογένειας των ηγεμόνων και τον 15ο αι. το μοναστήρι έπαιξε και πολιτικό ρόλο. Σε αυτό ήταν μοναχός ο Γεννάδιος, μετά την Άλωση ο πρώτος πατριάρχης, ο οποίος ήταν ανθενωτικός και από εδώ έβγαζε τους πύρινους λόγους του κατά των Δυτικών και όσων ήταν υπέρ της Ένωσης των δύο εκκλησιών.
Μετά την Άλωση του 1453 και επί των ημερών του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄, η μονή Παντοκράτορος μετατράπηκε σε ιεροδιδασκαλείο. Το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Ζεϋρέκ τζαμί, από το όνομα του Ζεϋρέκ Μολλά Μεχμέτ Εφέντι, πρώτου επικεφαλής (müderris) της σχολής. Το σύμπλεγμα των τριών ναών επισκευάστηκε επανειλημμένα, ενώ μια μεγάλης έκτασης αναστήλωση πραγματοποιήθηκε έπειτα από μια καταστροφική πυρκαγιά στα μέσα του 18ου αιώνα. Η βιβλιοθήκη της μονής καταστράφηκε επίσης από πυρκαγιά το 1934.
Οι έρευνες του Byzantine Institute of America στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη διάρκεια νέας αναστηλωτικής προσπάθειας, αποκάλυψαν ένα λαμπρό βυζαντινό μαρμαροθέτημα στο δάπεδο του νότιου ναού. Την περίοδο εκείνη λειτουργούσε ως τζαμί μόνο το κεντρικό παρεκκλήσιο.
Η νότια εκκλησία
Η νότια εκκλησία του συγκροτήματος ήταν η πρώτη που χτίστηκε, ως καθολικό της μονής του Χριστού Παντοκράτορος, από την αυτοκράτειρα Ειρήνη πριν από το θάνατό της το 1124.
Είναι ο μεγαλύτερος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός στην Κωνσταντινούπολη. Οι κίονες του κεντρικού, τρουλαίου τετραγώνου αντικαταστάθηκαν από τους Οθωμανούς με πεσσούς. Ο τρούλος στηρίζεται σε δεκαεξάπλευρο τύμπανο, σε κάθε πλευρά του οποίου ανοίγεται από ένα παράθυρο.
Είναι ο μεγαλύτερος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός στην Κωνσταντινούπολη. Οι κίονες του κεντρικού, τρουλαίου τετραγώνου αντικαταστάθηκαν από τους Οθωμανούς με πεσσούς. Ο τρούλος στηρίζεται σε δεκαεξάπλευρο τύμπανο, σε κάθε πλευρά του οποίου ανοίγεται από ένα παράθυρο.
Ο βόρειος ναός χτίστηκε μετά το θάνατο της Ειρήνης, μεταξύ των ετών 1124-1136, από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, και ήταν ανοιχτός στους λαϊκούς. Είναι μικρότερος και αντιγράφει τον παλαιότερο σε μεγάλο βαθμό. Ο τρούλος και η δυτική κεραία του σταυρού έχουν αλλοιωθεί από μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Το μεταξύ των δύο ναών μονόχωρο παρεκκλήσιο στεγάζεται με δύο ελλειψοειδείς τρούλους. Η αφιέρωσή του στον ψυχόπομπο Αρχάγγελο Μιχαήλ συνδέεται με τη χρήση του ως αυτοκρατορικού μαυσωλείου.
Οι δύο τρούλοι του μνημείου έχουν ερμηνευτεί ως προσπάθεια μίμησης του περίπου σύγχρονου σταυροφορικού μαρτυρίου του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, που επίσης είχε δύο τρούλους. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται και από το διάκοσμο του παρεκκλησίου, αλλά και από τη διάταξη των τάφων στο εσωτερικό του, που ήταν παρόμοια με τη διάταξη των τάφων των σταυροφόρων βασιλέων στο μαρτύριο του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ.
Οι δύο τρούλοι του μνημείου έχουν ερμηνευτεί ως προσπάθεια μίμησης του περίπου σύγχρονου σταυροφορικού μαρτυρίου του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, που επίσης είχε δύο τρούλους. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται και από το διάκοσμο του παρεκκλησίου, αλλά και από τη διάταξη των τάφων στο εσωτερικό του, που ήταν παρόμοια με τη διάταξη των τάφων των σταυροφόρων βασιλέων στο μαρτύριο του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ.
Το σύμπλεγμα των τριών ναών συμπληρώνεται από έναν εξωνάρθηκα και το νότιο περίβολο. Και τα δύο αυτά στοιχεία προστέθηκαν στην τελευταία φάση της οικοδομής.
Το σύμπλεγμα των τριών εκκλησιών φέρει τα ίχνη επανειλημμένων επεμβάσεων, τόσο κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους όσο και κατά την Οθωμανική περίοδο. Ωστόσο, πολλές από τις αρχικές ατέλειες της εξωτερικής όψης πρέπει να παρέμεναν αθέατες, καθώς φαίνεται ότι μεγάλες επιφάνειες ήταν καλυμμένες με δύο στρώσεις κονιάματος. Η κατασκευή των τριών εκκλησιών δείχνει ότι επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για έργο των ίδιων τεχνιτών, κάτι που ήταν δυνατό λόγω της μικρής χρονικής απόστασης ανάμεσα στην ανέγερσή τους.
Η διακόσμηση της μονής Παντοκράτορος
Ο νότιος ναός της μονής Παντοκράτορος είχε ιδιαίτερα πλούσιο διάκοσμο. Ήδη αναφέρθηκε το λαμπρό μαρμαροθέτημα του δαπέδου, το οποίο περιλάμβανε φυτικά και εικονιστικά θέματα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν σκηνές κυνηγιού, βουκολικές σκηνές, μυθολογικά πλάσματα, αλλά και ένας δίσκος με το ζωδιακό κύκλο και σκηνές από την ιστορία του Σαμψών.
Η εικονογραφία της σύνθεσης αυτής, η οποία φαίνεται να ακολουθεί παλαιοχριστιανικά πρότυπα, είναι αποκαλυπτική της κομνήνειας ιδεολογίας, όπως εκφράζεται στο παρόν μνημείο. Ο R. Ousterhout έχει διαπιστώσει σε αυτό μια ευρύτερη προσπάθεια σύνδεσης με το αυτοκρατορικό παρελθόν και μάλιστα σύγκρισης με την κωνσταντίνεια δυναστεία και με το κατεξοχήν αυτοκρατορικό μαυσωλείο και καθίδρυμά της, τους Αγίους Αποστόλους. Αυτό γίνεται πιο σαφές από τη χρήση του αρχαίου όρου «ηρώον» για το ταφικό παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Τυπικό του 1136.
Στους τοίχους του Βήματος σώζεται αποσπασματικά η ορθομαρμάρωση, η οποία πρέπει να κάλυπτε μεγάλο μέρος των εσωτερικών τοίχων του ναού. Οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών και οι σύζυγοί τους χορηγούσαν σημαντικά ποσά για τη διακόσμηση της μονής. Υπάρχουν μαρτυρίες για ευρεία χρήση χρυσού στα ψηφιδωτά της μονής, καθώς και για λειτουργικά βιβλία δεμένα με πολύτιμα μέταλλα και στολισμένα με ημιπολύτιμες πέτρες. Το δάπεδο της βόρειας εκκλησίας φαίνεται ότι κοσμούνταν επίσης με μαρμαροθετήματα, σε μίμηση του παλαιότερου ναού: έχουν βρεθεί ίχνη από μυθολογικές σκηνές, απεικονίσεις κυνηγιού και ζώων.
Πάντως, το σημαντικότερο εύρημα είναι τα πολυάριθμα κομμάτια υάλου δεμένα με μολύβι που σχηματίζουν πολύχρωμα γεωμετρικά θέματα και μορφές. Αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη υαλογραφιών (βιτρό) στο ναό, όπως φαίνεται ότι υπήρχαν και στη μονή της Χώρας. Πρόκειται για μια τεχνική για τη χρήση της οποίας στις βυζαντινές εκκλησίες δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, ενώ συνήθως συνδέεται με δυτικά μνημεία, όπου έγινε αργότερα πολύ δημοφιλής.
Όπως συνέβη με τις περισσότερες βυζαντινές εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά, η διακόσμηση του Βήματος, το τέμπλο και οι φορητές εικόνες έχουν χαθεί. Ωστόσο η μνημειακή ζωγραφική φαίνεται ότι διατηρήθηκε καλυμμένη μέχρι το 18ο αιώνα, οπότε οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά αποτοιχίστηκαν, μένοντας μόνο ελάχιστα σπαράγματα. Σε ορισμένα σημεία των τόξων της κιονοστοιχίας στο νότιο και του βόρειο ναό διακρίνονται τέτοια σπαράγματα μέχρι σήμερα.
Δυτικά της εκκλησίας και κατά ένα μέρος στην πλαγιά χτίστηκαν και άλλα κτίρια. Αυτά τα κτίρια ήταν κατοικίες μοναχών που ήταν γύρω στους 80, ένα ξενοδοχείο με 50 κρεβάτια, και ένα νοσοκομείο που ήταν χωρισμένο σε 5 τμήματα, ιατρική σχολή, φαρμακείο, γηροκομείο, λουτρά και κάποια οικονομικά ιδρύματα.
Όπως είναι φανερό επρόκειτο για ένα λαμπρό μοναστήρι το οποίο ήταν αυτόνομο έχοντας πλούσια περιουσία και είχε μεγάλη αίγλη στα πλατιά λαϊκά στρώματα.Η ζωή στο μοναστήρι και η λειτουργία όλων των κοινωνικών του ιδρυμάτων ρυθμίζονταν από το "Τυπικόν" το οποίο έχει διασωθεί κι από το οποίο μαθαινουμε πάρα πολλά για τη ζωή του μοναστηριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου