Τα αυτοκρατορικά και αριστοκρατικά παλάτια αποτελούσαν μια σημαντική πλευρά της αστικής δομής της Κωνσταντινούπολης. Εκτός από τα κατεξοχήν αυτοκρατορικά ενδιαιτήματα, το Μέγα Παλάτιο και, μετά τον 11ο αιώνα, τις Βλαχερνές, πλήθος άλλων είναι γνωστά τόσο από τις γραπτές πηγές όσο και από αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ωστόσο, η σπανιότητα των τελευταίων δυσκολεύει την εξαγωγή συμπερασμάτων για την αρχιτεκτονική τους και την ένταξή τους στην αστική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης. Μπορούμε εντούτοις να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι τα πρώιμα ανάκτορα, όπως συμβαίνει και με κάθε άλλο είδος αρχιτεκτονήματος στην πρωτεύουσα, συνέχισαν τη ρωμαϊκή παράδοση• επομένως, πρέπει να είχαν ανοιχτούς χώρους και να ήταν αρμονικά ενταγμένα στον αστικό ιστό. Μετά τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες» (7ος-9ος αι.) και με την ανάδυση της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης, τα ανάκτορα έγιναν οχυρά και ως εκ τούτου απομονώθηκαν. Στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η αρχιτεκτονική των ανακτόρων επηρεάστηκε ως προς την τεχνοτροπία και την οργάνωση της διάταξης από τα δυτικά πρότυπα.
Ένα μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα ανακαλύφθηκε μεταξύ των ετών 1942 και 1964 στα βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου και νότια της Μέσης οδού (της κεντρικής αρτηρίας της Κωνσταντινούπολης). Η ταύτισή του με την οικία του πραιπόσιτου Αντιόχου, που υπηρετούσε στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450), όπως μαρτυρεί ένας κίονας που βρέθηκε κατά χώραν και φέρει την επιγραφή «του Αντιόχου του πραιπόσιτου», είναι εύλογη.
Ένα μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα ανακαλύφθηκε μεταξύ των ετών 1942 και 1964 στα βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου και νότια της Μέσης οδού (της κεντρικής αρτηρίας της Κωνσταντινούπολης). Η ταύτισή του με την οικία του πραιπόσιτου Αντιόχου, που υπηρετούσε στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450), όπως μαρτυρεί ένας κίονας που βρέθηκε κατά χώραν και φέρει την επιγραφή «του Αντιόχου του πραιπόσιτου», είναι εύλογη.
Ο Αντίοχος ήταν ένας Πέρσης ευνούχος και έγινε επίτροπος του νεαρού Θεοδοσίου κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα στον αυτοκράτορα Αρκάδιο, πατέρα του Θεοδοσίου, και τον Πέρση βασιλιά Yazdgerd Α. Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά το 402 και είχε μια επιτυχημένη σταδιοδρομία στα χρόνια που υπηρέτησε στο Μέγα Παλάτιον: αρχικά ως κουβικουλάριος (θαλαμηπόλος) και παιδαγωγός του Θεοδοσίου Β΄ κι αργότερα ως πραιπόσιτος.
Το μνημειακό ανάκτορο του πρώιμου 5ου αιώνα αποτελούνταν από δύο τμήματα. Στο νότιο τμήμα (ανοιχτό στο κοινό σήμερα) ανήκε κι ένα αψιδωτό κτήριο εξαγωνικού σχήματος, το οποίο πιθανότατα χρησίμευε ως αίθουσα φαγητού (τρικλίνιο). Το μήκος κάθε πλευράς του εξαγώνου είναι 10,4 μ. και η διαγώνιος της αίθουσας είναι περίπου 20 μ. Σε κάθε πλευρά του εξαγώνου υπήρχε μια αψίδα, εκτός από την πλευρά της εισόδου. Οι αψίδες ήταν πολυγωνικές εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά. Κάθε αψίδα είχε πλάτος 7,65 μ. και βάθος 4,65 μ., επιτρέποντας έτσι την τοποθέτηση στο σημείο αυτό ενός ημικυκλικού θρανίου (σίγμα ή stibadium) και μιας τράπεζας φαγητού. Μικρά κυκλικά δωμάτια παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε δύο διαδοχικές αψίδες και επικοινωνούσαν με κάποιες από αυτές. Αρχικά, στο μέσο της αίθουσας, στο δάπεδο, βρισκόταν μια μικρή μαρμάρινη δεξαμενή. Τέτοιου είδους δεξαμενές δεν ήταν ασυνήθιστες στις ρωμαϊκές αίθουσες υποδοχής και φαγητού στην Ύστερη Αρχαιότητα.Επιπλέον, μικρότερα δωμάτια με περίκεντρη κάτοψη βρίσκονταν συγκεντρωμένα κατά μήκος του πίσω τοίχου του ημικυκλικού προστώου, τα οποία ίσως χρησίμευαν ως υπνοδωμάτια (cubicula) και / ή ως ιδιωτικές αίθουσες φαγητού.Ο αύλειος χώρος ήταν προσβάσιμος μέσω ενός πολυτελούς προθαλάμου, στο κεντρικό τμήμα του οποίου σχηματιζόταν ένα κυκλικό δωμάτιο.
Το βόρειο τμήμα του ανακτόρου καταλαμβανόταν αρχικά από μια μεγάλη ροτόντα με κόγχες στο εσωτερικό της και μια πεταλόσχημη στεγασμένη είσοδο προς το δρόμο που περνούσε από τη δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου. Η εσωτερική διάμετρος της ροτόντας ήταν 20 μ. Ένα μικρό λουτρό με αψιδωτά δωμάτια, προσβάσιμο από το δρόμο μέσω μιας κλίμακας, εφαπτόταν στη νότια πλευρά της στεγασμένης εισόδου. Η ροτόντα ήταν προφανώς πιο εύκολα προσβάσιμη στο κοινό από ό,τι το εξάγωνο και λειτούργησε ενδεχομένως ως αίθουσα ακροάσεων για τους πελάτες του Αντιόχου, καθώς υπήρξε ένας ισχυρός άνδρας, με επιρροή.
Το βόρειο τμήμα του ανακτόρου καταλαμβανόταν αρχικά από μια μεγάλη ροτόντα με κόγχες στο εσωτερικό της και μια πεταλόσχημη στεγασμένη είσοδο προς το δρόμο που περνούσε από τη δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου. Η εσωτερική διάμετρος της ροτόντας ήταν 20 μ. Ένα μικρό λουτρό με αψιδωτά δωμάτια, προσβάσιμο από το δρόμο μέσω μιας κλίμακας, εφαπτόταν στη νότια πλευρά της στεγασμένης εισόδου. Η ροτόντα ήταν προφανώς πιο εύκολα προσβάσιμη στο κοινό από ό,τι το εξάγωνο και λειτούργησε ενδεχομένως ως αίθουσα ακροάσεων για τους πελάτες του Αντιόχου, καθώς υπήρξε ένας ισχυρός άνδρας, με επιρροή.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το ανάκτορο φαίνεται ότι κατασκευάστηκε μετά το 429, με βάση τα σφραγίσματα στις οπτοπλίνθους που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Επιπλέον, μια βάση κίονα που βρέθηκε στο ανάκτορο αναφέρει τον Αντίοχο ως «πραιπόσιτο», που σημαίνει ότι το ανάκτορο χτίστηκε όταν εκείνος κατείχε ήδη αυτό το αξίωμα. Το ανάκτορο τελείωσε ή οι εργασίες σταμάτησαν το 439, όταν ο Αντίοχος έχασε την αυτοκρατορική εύνοια και η περιουσία του δημεύτηκε.
Κάποια στιγμή μέσα στον 5ο αιώνα, όταν το ανάκτορο βρισκόταν στην κατοχή του αυτοκράτορα, ένας επιμήκης διάδρομος με αψίδα στο ένα άκρο του προστέθηκε στη ροτόντα. Ο διάδρομος είχε μήκος 52,5 μ. και πλάτος 12,4 μ. και ήταν προσβάσιμος από τη ροτόντα μέσω ενός προθαλάμου με αψίδες στις δύο στενές πλευρές του. Αυτή η επιμήκης αίθουσα τροποποιήθηκε τον 6ο αιώνα με την προσθήκη έξι αψίδων στις μακρές πλευρές της.
η αλλαγή της χρήσης του
Η εξαγωνική αίθουσα μετατράπηκε αργότερα (πιθανόν τον 7ο αιώνα) σε ναό αφιερωμένο στην αγία Ευφημία (στην περιοχή «τα Αντιόχου»), και τα ιερά λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν από τη Χαλκηδόνα εκεί. Το βήμα της εκκλησίας χτίστηκε από υλικά του 6ου αιώνα σε δεύτερη χρήση. Πιθανώς, την ίδια εποχή προστέθηκαν πολυγωνικά μαυσωλεία εφαπτόμενα στα κυκλικά δωμάτια. Η ροτόντα στα βόρεια του εξαγώνου είχε ήδη καταστραφεί την εποχή που χτίστηκαν τα μαυσωλεία, δεδομένου ότι ένα από αυτά είχε χτιστεί εν μέρει πάνω στα ερείπιά της. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας ο ναός έγινε κοσμικό κτίσμα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ αλλά τα λείψανα της αγίας Ευφημίας μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στη Λήμνο. Η ναός αποκαταστάθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη και τα λείψανα επιστράφηκαν το 796/797. Τον ύστερο 13ο αιώνα ο ναός αναστηλώθηκε και διακοσμήθηκε με έναν κύκλο τοιχογραφιών που απεικόνιζαν το βίο και το μαρτύριο της αγίας Ευφημίας.
Πηγή: Εγλυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου