πίνακας του Gustave Doré που απεικονίζει την
Τουρκική ενέδρα στο πέρασμα του Μυριοκεφάλου
αναδημοσίευση από τη σελίδα https://chilonas.com/
H μάχη του Μυριοκεφάλου (11
Σεπτεμβρίου 1176)
Όταν ο Μανουήλ Κομνηνός
παραιτήθηκε από τις μεγαλεπήβολες βλέψεις του στη Δύση, ανακάλυψε ότι ή
ισορροπία δυνάμεων με τους Σελτζούκους είχε ανατραπεί και επί πλέον, οι
νομάδες είχαν διεισδύσει βαθιά στα αυτοκρατορικά εδάφη. Το 1175 – 1176
βρήκε μια πολύ σημαντική Τουρκομανική εγκατάσταση στο Δορύλαιο, πόλη που
ήλεγχε τις προσβάσεις ανάμεσα στο μικρασιατικό υψίπεδο, στα ανατολικά,
και στις αυτοκρατορικές κτήσεις, στα δυτικά. Ό Ιωάννης Κίνναμος περιγράφει την εικόνα που αντίκρισε ο αυτοκράτωρ ως έξης:
«Κάποτε
το Δορύλαιο ήταν μια από τις μεγάλες και πιο αξιόλογες πόλεις της
Ασίας. Μια ευχάριστη αύρα φυσά στην περιοχή, που είναι γεμάτη από
πεδιάδες πάνω σε οροπέδια μεγάλης ομορφιάς και πολύ πλούσια και γόνιμα,
που παράγουν παχύ χορτάρι και μεστά δημητριακά. Ένα ωραίο ποτάμι
διατρέχει την περιοχή και το νερό του είναι πολύ γλυκό. Τα ποταμόψαρα
είναι τόσο άφθονα, ώστε παρά την εντατική αλιεύσει δεν λείπουν ποτέ.
Παλιά είχε κτισθεί εδώ μια λαμπρή κατοικία του Καίσαρος Μελισσηνού, τα
χωριά ήταν πολυάνθρωπα και υπήρχαν φυσικές θερμές πηγές με στοές και
λουτρά και όλα τα αλλά αγαθά που προσφέρουν ευχαρίστηση στους ανθρώπους
και που τα παρήγαγε η γη με αφθονία. Οι Τούρκοι όμως εισέβαλαν στη χώρα
των Ρωμαίων κατέστρεψαν την πόλη εκ θεμελίων και την μετέβαλλαν σε
ακατοίκητη περιοχή, εξαλείφοντας τα πάντα, ακόμα και το μικρότερο ίχνος
του παλαιού της μεγαλείου… Κατόπιν 2.000 περίπου Τούρκοι νομάδες
εγκαταστάθηκαν γύρω από την πόλη μέσα σε σκηνές, όπως συνηθίζουν».
Νοτιότερα ο
Μανουήλ ανοικοδόμησε τον εγκαταλειμμένο οχυρωμένο οικισμό του Χόματος –
Σουβλαίου (Κesίbοrlu) στο μέσο περιοχής με πυκνές εγκαταστάσεις νομάδων
με τα ποίμνια τους, για να του χρησιμεύσει ως προκεχωρημένη βάση για τις
επιχειρήσεις του. Η επανοχύρωση του Δορυλαίου και του Σουβλαίου στις
ζωτικές αυτές περιοχές ήταν αναγκαία γιατί ο Μανουήλ σκόπευε να αναλάβει
αποφασιστική εκστρατεία εναντίον του Κιλιτζ Άρσλάν.
Στις δύο αυτές θέσεις τα Βυζαντινά στρατεύματα θα έβρισκαν τα απαραίτητα
εφόδια κατά την πορεία τους και, επί πλέον, θα εξασφάλιζαν τα νώτα
τους. Το 1176 ο Μανουήλ αποφάσισε να θέσει τέρμα στη δύναμη των
Σελτζούκων, καταλαμβάνοντας το Ικόνιο και αιχμαλωτίζοντας τον σουλτάνο.
Έστειλε τον ανεψιό του Ανδρόνικο Βατάτζη να καταλάβει τη Νεοκαισάρεια ενώ ό ίδιος προχώρησε προς το Ικόνιο ακολουθώντας την πορεία Χονάϊ – Λάμπη και Χόμα – Σούβλαιον.
Τελικά
έφθασε στον εγκαταλειμμένο οικισμό του Μυριοκεφάλου όπου έμελλε να
διεξαχθεί η κρίσιμη μάχη. Τα Βυζαντινά στρατεύματα είχαν εξαναγκασθεί να
ακολουθήσουν εξαιρετικά αργό ρυθμό κατά την προέλασή τους επειδή είχαν
μαζί τους πολλά εφόδια και μεγάλο αριθμό αμάχων. Η πορεία τους
καθυστέρησε και από την αντίσταση των Τουρκομάνων νομάδων, οι όποιοι
υπερασπίζονταν τις κατοικίες τους και τα ποίμνιά τους, που τα απειλούσε η
παρουσία ενός τόσο ισχυρού Βυζαντινού στρατού. Οι νομάδες, σε ομάδες
5.000 ως 10.000 ανδρών, παρενοχλούσαν τους Βυζαντινούς και την
προηγούμενη της μάχης 50.000 από αυτούς λεηλάτησαν το αυτοκρατορικό
στρατόπεδο.
Ο Κιλιτζ
Άρσλαν με σύντομες προσπάθειες είχε προετοιμασθεί για να αντιμετωπίσει
την εισβολή, στρατολογώντας πολυάριθμους Τούρκους της Μεσοποταμίας και
ακολουθώντας την τακτική της «καμένης γης» κατά την υποχώρηση του
στρατού του μπροστά στη Βυζαντινή προέλαση. Τα χωριά και τα λιβάδια
είχαν καεί και τα πηγάδια είχαν μολυνθεί από πτώματα όνων και σκύλων.
Έτσι, πριν ακόμη αρχίσει η μάχη, ο βυζαντινός στρατός είχε αποδεκατισθεί
από δυσεντερία.
Παρ’ όλη την
ευνοϊκή γι’ αυτόν κατάσταση ο σουλτάνος έστειλε αντιπροσωπεία προς τον
αυτοκράτορα προτείνοντας τη σύναψη ειρήνης. Ό Μανουήλ αγνόησε τις
δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο στρατός του και τις έντονες αντιρρήσεις των
έμπειρων στρατηγών και απέρριψε τις προτάσεις.
Μετά την απάντηση του αυτοκράτορα ο σουλτάνος κατέλαβε την κλεισούρα Τζυβρίτζη, από την οποία θα περνούσαν οι Έλληνες μετά το Μυριοκέφαλο.
Επισημαίνεται
ότι το μέγεθος του Βυζαντινού στρατού ήταν εντυπωσιακό. Ανερχόταν σε
περίπου 50.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 25.000 ήσαν Βυζαντινοί και οι
υπόλοιποι ήσαν ενισχύσεις του Ουγγρικού βασιλείου με επικεφαλής τους Ompud Palatin και Leustak Wojwode, καθώς και αντίστοιχες προερχόμενες από το πριγκηπάτο της Αντιοχείας με αρχηγό τον Βαλδουίνο (κουνιάδο του Μανουήλ). Στρατηγοί του Bυζαντινού στρατού ήσαν ο Ιωάννης Κατακουζηνός, ο Ανδρόνικος Βατάτζης και ο Θεόδωρος Μαυροζόμης.
Η μάχη που
έγινε σ’ αυτό το δύσβατο ορεινό πέρασμα υπήρξε σχεδόν εξ ίσου
καταστρεπτική με τη μάχη του Μαντζικέρτ. Αποκομμένοι και περικυκλωμένοι
μέσα στις στενές διαβάσεις οι Βυζαντινοί υπέστησαν φοβερή σφαγή. Επί
πλέον, σφοδρή αμμοθύελλα είχε ελαττώσει την ορατότητα σε τέτοιο βαθμό,
ώστε ήταν αδύνατο οι πολεμιστές να διακρίνουν τους αντιπάλους τους, με
αποτέλεσμα να αλληλοσκοτώνονται. Το απόγευμα, όταν κόπασε ή θύελλα,
φαινόταν ότι οι Τούρκοι νικούσαν. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι το
ηθικό του Bυζαντινού στρατού έπεσε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια
της νύχτας με τις εκκλήσεις των Τούρκων, προς τους Xριστιανούς ομοεθνείς
τους να εγκαταλείψουν τους Βυζαντινούς, όσο ήταν ακόμη καιρός. Η
καταπόνηση του στρατού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Μανουήλ σκέφθηκε σοβαρά
να φύγει κρυφά και να εγκαταλείψει τον στρατό του στο έλεος των
αντιπάλων.
Το περίεργο
πάντως είναι ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο Κιλίτζ Αρσλάν σταμάτησε τις
εχθροπραξίες και έστειλε έναν αξιωματούχο του, τον Γαβρά,
να προτείνει όρους ειρήνης στον αυτοκράτορα. Οι κυριότεροι από τους
όρους αυτούς περιλάμβαναν την απαίτησή του για την κατεδάφιση των
οχυρώσεων του Δορυλαίου και του Χόματος – Σουβλαίου. Η απροθυμία του
σουλτάνου να εκμεταλλευθεί τη νίκη του, οφειλόταν στο γεγονός ότι οι
σύμβουλοι του, ή είχαν δωροδοκηθεί από τον αυτοκράτορα ή πίστευαν
ειλικρινά στην ειρήνη. Επί πλέον, όπως οι Βυζαντινοί διαπίστωσαν μετά
την υπογραφή της ειρήνης και κατά τη διάρκεια της συμπτύξεώς τους, οι
απώλειες των Τούρκων υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αρχικά νόμιζαν.
Οι Τούρκοι είχαν ακρωτηριάσει τα πρόσωπα και τα μέλη των πτωμάτων ώστε
να μην μπορούν να διαπιστώσουν οι Έλληνες την ακριβή έκταση των
Τουρκικών απωλειών. O Νικήτας Χωνιάτης δίνει αποτροπιαστικές σχετικές
λεπτομέρειες.
Η μάχη αυτή
απετέλεσε το σημαντικότερο γεγονός που διαδραματίσθηκε στη Μικρά Ασία
από την εποχή της μάχης του Μαντζικέρτ (1071) και σημείωσε το τέλος κάθε
Βυζαντινού σχεδίου για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας. Η αυτοκρατορία
υπέστη ισχυρό κτύπημα και σοβαρές απώλειες την στιγμή κατά την οποία
βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Τα γεγονότα
του 1176 είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό όχι μόνο του αυτοκράτορα
αλλά κυρίως των Ελληνικών πληθυσμών των περιοχών της Μικράς Ασίας που
βρίσκονταν ακόμη υπό βυζαντινή κυριαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ή μάχη
του Μυριοκεφάλου έγινε σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μιλίων δυτικά
από το πεδίο της μάχης του Μαντζικέρτ γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη
της μεγάλης εξαπλώσεως των Τούρκων στη Μικρά Ασία στο διάστημα των
τελευταίων εκατό ετών.
Το
Μυριοκέφαλο αν και υπήρξε μια σημαντική ήττα για τους Βυζαντινούς, δεν
επηρέασε τις δυνατότητες του Βυζαντινού στρατού. Αυτό αποδεικνύεται από
την αξιοσημείωτη νίκη, των Βυζαντινών επί των Σελτζούκων στο Ίλιον και Λειμόχερο
στον ποταμό Μαίανδρο, το επόμενο έτος. Ο Μανουήλ συνέχισε να
αντιμετωπίζει τους Σελτζούκους σε μικρότερες μάχες με κάποια επιτυχία
και κατέληξε σε μία μάλλον συμφέρουσα ειρήνη με τον Κιλίτζ Αρσλάν το
1179. Ωστόσο, όπως το Μαντζικέρτ, έτσι και το Μυριοκέφαλο υπήρξε κομβικό
σημείο το οποίο άλλαξε την ισορροπία μεταξύ των δύο εξουσιών στην
Ανατολία, η οποία σταδιακά άρχισε να κλίνει προς τους Σελτζούκους.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι έκτοτε ο Μανουήλ ουδέποτε απετόλμησε
στρατηγική επίθεση εναντίον των Τούρκων και τηρούσε αμυντική στάση.
Το
Μυριοκέφαλο όπως ελέχθη, είχε περισσότερο ψυχολογικό παρά στρατιωτικό
αντίκτυπο, διότι όπως αποδείχθηκε η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να
καταστρέψει την δύναμη των Σελτζούκων στην κεντρική Ανατολία, παρά τις
προόδους που πραγματοποιήθηκαν κατά τη βασιλεία του Μανουήλ. Ουσιαστικά,
το πρόβλημα ήταν ότι ο Μανουήλ είχε εστιάσει την προσοχή του σε μια
σειρά από ζητήματα ήσσονος σημασίας στην Ιταλία και την Αίγυπτο, αντί να
ασχολείται με το κρίσιμο ζήτημα των Τούρκων. Αυτό έδωσε στον
Σουλτάνο το χρονικό περιθώριο να εξαλείψει τους αντιπάλους του και να
συγκροτήσει ικανή στρατιωτική δύναμη για να αντιμετωπίσει το Βυζαντινό
στρατό σε μάχη πεδίου. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ο
Μανουήλ διέπραξε πολλά σοβαρά λάθη τακτικής, όπως το γεγονός ότι
παρέλειψε να προβεί σε αναγνώριση της περιοχής/διαδρομής με ανιχνευτές,
παραβλέποντας τις συμβουλές των στρατηγών του. Αυτά τα λάθη οδήγησαν τις
δυνάμεις του κατευθείαν σε μία κλασική ενέδρα. Ωστόσο στην υπεράσπιση ο
Μανουήλ οργάνωσε τον στρατό με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Ο στρατός
αποτελείτο από τμήματα, καθένα από τα οποία ήταν αυτοδύναμο και μπορούσε
να λειτουργήσει ως ένας μικρός ανεξάρτητος στρατό. Έχει υποστηριχθεί
ότι αυτή ακριβώς η οργάνωση επέτρεψε στο μεγαλύτερο μέρος του στρατού
του να επιβιώσει της ενέδρας.
Μια
σημαντική καινοτομία του Μανουήλ ήταν ότι η εμπροσθοφυλακή αποτελείτο
από πεζικό. Το πεζικό είναι πολύ καλύτερο από το ιππικό, όταν επιχειρεί
σε ορεινό ανάγλυφο και φάνηκε ότι σκοπός του ήταν να αποκτήσει το
πλεονέκτημα έναντι των Σελτζούκων στρατιωτών οι οποίοι κατείχαν το ύψωμα
που δέσποζε στο πέρασμα. Τελικά απέτυχαν να απωθήσουν τους Σελτζούκους
και η αποτυχία αυτή ήταν η βασική αιτία για την ήττα των Βυζαντινών. Σε
αυτή προστέθηκε και η αποτυχία των διοικητών των πλευρικών τμημάτων να
παρατάξουν τα στρατεύματά τους το ίδιο αποτελεσματικά όσο οι διοικητές
των κεντρικών τμημάτων.
Μετά
τον θάνατο του Μανουήλ, η αυτοκρατορία βυθίζεται στην αναρχία και
έκτοτε καθίσταται ανίκανη να οργανώσει οιαδήποτε τακτική εκστρατεία στην
Ανατολή. Τελικά η ήττα σηματοδότησε το τέλος των Βυζαντινών προσπαθειών
για την ανάκτηση του οροπεδίου της Ανατολίας.
Πηγή
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου