Το
παρόν
άρθρο
δημοσιεύθηκε στο
νέο περιοδικό
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ , στο 3ο τεύχος , Απριλιος 2006
ΜΑΤΖΙΚΕΡΤ
1071
ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Άγγελος Ν. Δαλασσηνός
«Πίστη!…Τι είναι πίστη;
Είναι εκείνο που σε κάνει να
ξεχωρίζεις από τους πολλούς.
Είναι εκείνο που δεν σε αφήνει να
ησυχάσεις,
εκείνο που σου κλείνει τα αυτιά στο
τραγούδι των σειρήνων που σε καλούν να υποταχθείς,
να βαδίσεις σύμφωνα με τους πολλούς,
να συγκατανεύσεις σε όσα δεν θεωρείς
δίκαια και σωστά,
να ακολουθήσεις τη φορά του ανέμου»
Κώστας Κυριαζής, «Ρωμανός
Δ΄ Διογένης»
Ήταν
Πρωτοχρονιά του 1068 όταν ο 45χρονος Ρωμανός
Διογένης εστέφθη Aυτοκράτωρ
Ρωμαίων, ονειροπολώντας να αναβιώσει τη
δόξα και τη χαμένη δύναμη της Aυτοκρατορίας,
σχεδιάζοντας να απαλλάξει τα Θέματα της
Μικράς Ασίας από τις επιδρομές των
Σελτζούκων Τούρκων, χωρίς να διαθέτει τα
αξιόμαχα φουσάτα των προηγούμενων
Στρατηγών-Αυτοκρατόρων ή την υποστήριξη
των πολιτικών της Βασιλεύουσας, οι οποίοι
διέκοψαν απρόθυμα την ηθική και υλική
καταστροφή του στρατού και του κράτους για
να τον εκθρονίσουν.
Ο
προηγούμενος Aυτοκράτωρ,
Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας, είχε πεθάνει σε
προχωρημένη ηλικία στις 21 Μαΐου 1067,
αφήνοντας έναν ανήλικο διάδοχο, τον γιό του
Μιχαήλ, και την 30χρονη, όμορφη και χυμώδη
σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισα, η οποία
ασκούσε την αντιβασιλεία προς χάριν του
γιού της. Η Αυγούστα είχε απομείνει τώρα
μόνη, ανασφαλής και περιστοιχισμένη από μία
φατρία δολοπλόκων πολιτικών, για να
κυβερνήσει μία τεράστια Αυτοκρατορία της
οποίας οι επαρχίες μαστίζονταν από
εχθρικές επιδρομές. Στο πρόσωπο του
αρρενωπού Ρωμανού Διογένη δεν άργησε να
βρει έναν ιδανικό Αυτοκράτορα ο οποίος θα
ανελάμβανε με πυγμή τα διοικητικά,
στρατιωτικά και πολύ περισσότερο, τα
συζυγικά καθήκοντα. Ψηλός, ξανθός, εύρωστος,
με φωτεινό, ελαφρά ειρωνικό βλέμμα και
αριστοκρατικό παρουσιαστικό, ο Ρωμανός
ήταν ένας ιδιαίτερα γοητευτικός άνδρας, του
οποίου «…ακόμη και η αναπνοή ήταν ευγενική, αν
όχι θεία», σύμφωνα με τα λόγια κάποιου
χρονογράφου. Καταγόταν από επιφανή
οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας
στην Καππαδοκία και το 1064, ως Δούκας της
Σαρδικής (Σόφια), είχε αποκρούσει τις
επιδρομές των Πετσενέγων, απωθώντας τους
πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη). Δεν είχε κρύψει
ποτέ την αντιπάθειά του για τον σάπιο
πολιτικό κόσμο της Βασιλεύουσας ο οποίος
διασπάθιζε τα χρήματα του Θησαυροφυλακίου,
με λαιμαργία ίδια με εκείνη που οι Τούρκοι
λεηλατούσαν τα σύνορα. Αυτά ήταν χρήματα
που προέρχονταν από τους φόρους εκείνων των
χωρικών που έβλεπαν τις καλύβες τους να
πυρπολούνται και τα παιδιά τους να
οδηγούνται αλυσοδεμένα στα τούρκικα
σκλαβοπάζαρα. Τώρα βέβαια, διοχετεύονταν σε
αμεσότερες κρατικές ανάγκες, όπως οι
επαύλεις των συγκλητικών.
Οι
κυριότεροι εκπρόσωποι της
αντιστρατιωτικής φατρίας, ο Καίσαρας
Ιωάννης Δούκας, αδελφός του εκλιπόντος
Αυτοκράτορος, και ο πρωθυπουργός και
Υπέρτιμος των Φιλοσόφων, Μιχαήλ Ψελλός,
είχαν πολλούς λόγους να μισούν θανάσιμα τον
Ρωμανό. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος μειωμένης
πνευματικής οξυδέρκειας την οποία
υποκαθιστούσε με ανεξάντλητα αποθέματα
κακίας. Θεωρούσε τον Ρωμανό έναν σφετεριστή,
ο οποίος είχε στερήσει τον θρόνο από την
δυναστεία του. Ο μακαρίτης ο αδελφός του
αντιπαθούσε τις στρατιωτικές υποθέσεις και
απέφευγε τους πολέμους. Τώρα, είχε
εμφανιστεί αυτός για να προκαλέσει
πολεμικό πανικό, να ξεσηκώσει στρατιές και
να κηρύξει πολέμους.
Ο Ψελλός
αντίθετα, ήταν ένας ευφυέστατος άνθρωπος.
Είχε μελετήσει βαθιά την ανθρώπινη φύση,
διέκρινε αμέσως τα ταλέντα, τις αδυναμίες
και τα πάθη που κυβερνούσαν έναν άνθρωπο. Με
όπλα την ψυχολογία, την κολακεία και την
ραδιουργία, είχε ξεκινήσει από
παραδυναστεύων αυλοκόλακας για να
εξελιχθεί σε αξεπέραστο χειραγωγό
ανδρείκελων της εξουσίας. Γνώριζε καλά τους
ανθρώπους σαν τον Ρωμανό: ματαιόδοξοι
στρατιωτικοί οι οποίοι κέρδιζαν κάποιες
εφήμερες δόξες και κατόπιν τις
χρησιμοποιούσαν σαν επιχειρήματα για να
παρουσιαστούν σαν γνώστες της «στρατηγικής
τέχνης» ή «σωτήρες της Αυτοκρατορίας», ενώ
στη πραγματικότητα διαιώνιζαν αχρείαστους
πολέμους. Κατά την γνώμη του οι Τούρκοι
αποτελούσαν μία πολύ μακρινή απειλή. Ακόμα
και με την πιο απαισιόδοξη προοπτική θα
χρειάζονταν πολλά χρόνια για να φτάσουν να
απειλήσουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη,
εγχείρημα στο οποίο είχαν αποτύχει τόσοι
και τόσοι άλλοι πριν από αυτούς. Μόνο οι
στρατιωτικοί, μέσα στα διεστραμμένα μυαλά
τους, προσηλωμένα μονίμως στις σφαγές και
την μεγαλομανία, ισχυρίζονταν ότι
διέβλεπαν την καταστροφή. Ο ίδιος ο Ψελλός
δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη ζωή,
ούτε προσέβλεπε τόσο βαθιά στο μέλλον. Ήταν
ήδη 53 ετών. Δεν του έμεναν ακόμα πολλά
χρόνια ζωής. Την αγαπημένη του σύζυγο την
είχε χάσει πριν από χρόνια. Το μόνο που τον
ενδιέφερε τώρα ήταν η μοίρα της μονάκριβης
κόρης του. Όλα του τα πλούτη τα αφιέρωνε σε
εκείνη.
Αμφότεροι
πάντως, είχαν αποτύχει να αποτρέψουν την
ανάρρηση του στο θρόνο, παρά το γεγονός ότι
ο Καππαδόκης στρατηγός ήταν ανέκαθεν
ύποπτος συνωμοσίας και ο κυριότερος
εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας,
η οποία για τα τελευταία 40 χρόνια
επιχειρούσε να επανέλθει στην εξουσία. Το
πρόβλημα όμως, ήταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας
αποτελούσε προσωπική επιλογή της Ευδοκίας,
η οποία, ακόμα χειρότερα, του είχε χαρίσει
δύο παιδιά - το μεγαλύτερο από αυτά αγόρι,
και ο πιθανότερος διάδοχος του θρόνου μετά
τον Ρωμανό! Όμως το θέμα δεν ήταν απλό. Ο
Ψελλός φοβόταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας,
μετά την εκκαθάριση των επαρχιών από τους
Σελτζούκους, πολύ πιθανόν, να προέβαινε και
σε άλλες, πιο...«επικίνδυνες» εκκαθαρίσεις.
Είχε ήδη εξοριστεί σε μοναστήρι μία φορά
στο παρελθόν και από τότε είχε ορκιστεί να
μην επιτρέψει ποτέ να του συμβεί ξανά.
Αναμφίβολα θα απαιτούνταν λεπτοί χειρισμοί
και αρκετή υπομονή για την εκθρόνισή του.
Αλλά η υπομονή ήταν αρετή και ο Ψελλός
διέθετε τέτοιες αρετές. Είχε όλο τον χρόνο
μπροστά του. Δεν είχε και τίποτα άλλο να
κάνει…
Ο
Ρωμανός από την άλλη, δεν ήταν κι αυτός
άνθρωπος χωρίς ελαττώματα. Η σύνεση και η
μετριοπάθεια δεν ανήκαν στις αρετές του.
Ήταν αλαζόνας και είχε αυξημένη την αίσθηση
της προσωπικής του αξίας. Ταυτόχρονα όμως,
ήταν γενναίος στρατηγός και ικανός ηγέτης.
Συνειδητοποιούσε την βαρύτητα της
σελτζουκικής απειλής και περιφρονούσε
όσους δεν είχαν πιάσει ξίφος στα χέρια –
δίκαια ίσως, αφού, ότι είχε επιτύχει μέχρι
τότε, το είχε επιτύχει πολεμώντας.
Εργαζόταν άοκνα για την πολιτική και
στρατιωτική εξυγίανση του κράτους και δεν
είχε καμία πρόθεση να μετατραπεί σε σιωπηλό
μάρτυρα της σήψης. Μετά τον θάνατο του
Βασίλειου Β΄, μια σειρά εννέα Αυτοκρατόρων,
είχε κατορθώσει μέσα σε 40 χρόνια αυτό που
δεν είχαν καταφέρει αναρίθμητοι βαρβαρικοί
λαοί επί 650 χρόνια: να διαλύσουν την
Αυτοκρατορία. Οι συνοριακές φρουρές
σταδιακά αποσύρονταν, τα ανατολικά Θέματα
αφέθηκαν στη μοίρα τους. Τώρα, μόνος του
εκείνος τάραξε τα στάσιμα νερά της γενικής
αδιαφορίας και εναντιώθηκε στους
αρνησιπάτριδες πολιτικούς. Ο αγώνας του θα
ήταν αιματηρός και μοναχικός. Για τον
αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη η σωτηρία της
Αυτοκρατορίας ήταν θέμα αρχής - και κατά
πάσα πιθανότητα, θανάτου.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ
«Κι
ο τρίτος ο απαράβαλτος, ολάκριβος της Φήμης,
ο
ατρόμητος κυβερνήτης, ο Μέγας Καππαδόκης,
του
Χαλεπιού ο πολέμαρχος, των Άδανων ο κύρης.
Του
καταρράχτη του Τουγρούλ του στάθηκε χαράκι,
Και
κράτησε τον Αλπαρσλάν, των Τούρκων τον
σουλτάνο
Που
καβαλάρης άνεμος απ’ τα βουνά του Πόντου
Κι
απ’ τα’ αρμένικα στενά χυνόταν ως τους
κάμπους»
Από την
οπτική γωνία των πολιτικών του αντιπάλων
πάντως, η πρώτη διετία της βασιλείας του
Ρωμανού είχε κλείσει με μία πολιτική και
στρατιωτική αποτελμάτωση. Στην πρώτη
εκστρατεία τού 1068 στην Συρία, της οποίας
ηγήθηκε προσωπικά ο Ρωμανός, ανεκατελήφθη η
Ιεράπολη και ενδυνάμωθηκαν κάπως τα
ανατολικά σύνορα. Το επόμενο έτος ηγήθηκε
μίας δεύτερης εκστρατείας στην Αρμενία,
όπου είχε σημειώσει κάποιες τοπικές νίκες,
αλλά ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων
εξακολουθούσε να διαφεύγει και να
λυμαίνεται την Κιλικία και την Καππαδοκία,
αρνούμενες να παρασυρθούν σε μία μάχη εκ
παρατάξεως. Παρόλα αυτά, ο Μέγας Σουλτάνος
των Σελτζούκων Τούρκων, Αλπ Αρσλάν, έχοντας
κληρονομήσει το δέος των Αράβων για την
στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου, υπέγραψε
πρόθυμα μία συνθήκη ειρήνης. Πρώτιστος
αντικειμενικός σκοπός του, εκείνη την εποχή,
ήταν η καθυπόταξη των Φατιμιδών Αράβων της
Κοίλης Συρίας και η εδραίωση της εξουσίας
του επί των Ιρανικών φύλων της Κεντρικής
Ασίας. Η Μικρά Ασία δεν αποτελούσε άμεσο
στόχο του και το τελευταίο πράγμα που
επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ένας
ανοικτός πόλεμος εναντίον της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, η οποία, στα μάτια των ξένων
ηγεμόνων, εξακολουθούσε να αποτελεί το
πολεμικό δέος του Ανατολικού κόσμου. Ένας
από τους όρους της συνθήκης ήταν βέβαια και
η παύση των επιδρομών στις αυτοκρατορικές
επαρχίες. Ο Σουλτάνος όμως, παρά τον τίτλο
του, αδυνατούσε να ελέγξει τις διάσπαρτες
τουρκομανικές φυλές οι οποίες ζούσαν
σύμφωνα με τις παραδόσεις των απείθαρχων
νομαδικών φύλων της Κεντρικής Ασίας.
Υπάκουγαν στην εξουσία του Σουλτάνου μόνο
όταν εξαναγκάζονταν ή όταν αυτό
εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Οι
επιδρομές λοιπόν, συνέχιζαν ανεξέλεγκτες.
Η
αποτυχία του Ρωμανού να πατάξει
αποφασιστικά τους Σελτζούκους έδωσε την
ευκαιρία στην οικογένεια των Δουκών να
αρχίσει να συνωμοτεί ανοικτά εναντίον του.
Η θέση του στον θρόνο ήταν τόσο επισφαλής,
ώστε το 1070 αδυνατούσε πλέον να εγκαταλείψει
το παλάτι. Τον Φεβρουάριο του 1071 απέστειλε
πρεσβεία στον Σουλτάνο για την ανανέωση της
συνθήκης. Ο Αλπ Αρσλάν προκειμένου να
επικεντρώσει την προσοχή του εναντίον των
Φατιμιδών της Συρίας, δέχθηκε την ανανέωση
της συνθήκης και τον επόμενο κιόλας μήνα
ξεκινούσε την πολιορκία της πρωτεύουσας
των Αράβων, το Χαλέπι.
Με τον
αντίπαλό του απασχολημένο σε μία τέτοια
δύσκολη πολιορκία, ο Ρωμανός μπορούσε τώρα
να εκστρατεύσει μέχρι την Αρμενία και να
ανακαταλάβει τα συνοριακά οχυρά που είχαν
καταλάβει οι Τούρκοι και μετατρέψει σε
ορμητήριά τους για τις εισβολές στα Θέματα
της Ανατολίας. Κατόπιν, με τα ανατολικά του
σύνορα εξασφαλισμένα, θα ήταν σε θέση να
εκστρατεύσει βαθιά μέσα στην καρδιά του
Σουλτανάτου, μέχρι τον Ευφράτη, και να
απαλλαγεί από τον τουρκικό κίνδυνο. Σε
οποιαδήποτε περίπτωση πάντως, θα διέθετε το
τακτικό πλεονέκτημα των κινήσεων, αφού ο
Αλπ Αρσλάν θα ήταν απομακρυσμένος και
ευάλωτος.
Την
άνοιξη του 1071 αποφάσισε να διακινδυνεύσει
τα πάντα σε μία εκστρατεία μεγάλης κλίμακος
και αποφασιστικής σημασίας. Έτσι, την
Κυριακή της Ορθοδοξίας, 13 Μαρτίου 1071, ο
βασιλικός δρόμωνας με τα αυτοκρατορικά
εμβλήματα απέπλευσε από την
Κωνσταντινούπολη για να περάσει στην
ασιατική ακτή του Βοσπόρου, όπου θα
συγκεντρωνόταν το όλο το στράτευμα.
Σύμφωνα
με τις υπερβάλλουσες μεσαιωνικές πηγές, ο
αριθμός της στρατιάς κυμαινόταν από 100.000
έως 1.000.000 άνδρες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη
τις δυνατότητες της Αυτοκρατορίας εκείνη
την εποχή, καθώς και τα ιστορικά μεγέθη των
στρατών της εποχής, ο αριθμός των 50.000
μαχίμων αγγίζει πολύ περισσότερο την
πραγματικότητα. Σε αυτόν τον αριθμό όμως,
δεν συμπεριλαμβανόταν το πλήθος των
μηχανικών, εφοδιαστών και λοιπού
βοηθητικού προσωπικού, το οποίο
εξυπηρετούσε τα μεταγωγικά, τις
πολιορκητικές μηχανές, τα κινητά μαγειρεία
και χειρουργεία, και θα έκανε το στράτευμα
να φαντάζει υπέρογκο. Ο Ρωμανός δεν
μπορούσε να κρύψει την υπερηφάνειά του για
το γεγονός ότι η στρατιά που είχε
συγκροτήσει και εκπαιδεύσει με τόσους
κόπους, δεν έπαυε να αποτελεί μία από τις
μεγαλύτερες δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει
η Αυτοκρατορία από τα χρόνια του Βασίλειου
Β΄. Για να το πετύχει αυτό, είχε περικόψει
τις περιττές και άσκοπες παροχές των
αμέτρητων κρατικών αξιωματούχων της
Βασιλεύουσας, επιβάλλοντας τους βαριά
φορολογία και ξεσηκώνοντας την οργή της
αντιστρατιωτικής φατρίας. Με τη βοήθεια της
Θεοτόκου όμως, μία νίκη επί των Σελτζούκων
θα ματαίωνε τα συνωμοτικά σχέδια της
δυναστείας των Δουκών και θα εδραίωνε τη
θέση του ως Αυτοκράτορα στα μάτια του λαού
των επαρχιών ο οποίος σφάδαζε από τις
λεηλασίες.
Το ηθικό
των στρατιωτών δεν ήταν το υψηλότερο. Το
φάντασμα της ηττοπάθειας η οποία είχε
μολύνει από καιρό ένα στράτευμα
ανεκπαίδευτο, απόλεμο και παραμελημένο από
την πολιτική ηγεσία για τόσο μεγάλο
διάστημα, εξακολουθούσε να πλανιέται γύρω
από όλους. Οπουδήποτε και αν κοιτούσε γύρω
του, ο Ρωμανός έβλεπε μόνο απελπισία και
προδοσία: ξένοι μισθοφόροι, Νορμανδοί,
Κουμάνοι, Πετσενέγοι, έτοιμοι να
αυτομολήσουν στην πρώτη κακοτυχία. Και
επιπλέον, γνώριζε καλά ότι η μαχητικότητα
των ανδρών ενός στρατεύματος εξαρτάτο από
την μαχητικότητα και την νομιμοφροσύνη των
αξιωματικών του – και εκεί ήταν που
αντιμετώπιζε το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Ο
διοικητής των Νορμανδών μισθοφόρων, ο
στρατηγός Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ (Ursel
de Balleul), ήταν γενναίος και
αποτελεσματικός στη μάχη, αλλά
αναξιόπιστος κι αυτός, όπως όλοι οι Φράγκοι.
Ο Μάγιστρος Ιωσήφ Ταρχανιώτης ήταν εξίσου
εμπειροπόλεμος, αλλά μέσα σε ένα κλίμα
ρευστής πολιτικής κατάστασης προτιμούσε να
συμμαχήσει με τον εαυτό του. Οι αξιωματικοί
στους οποίους βάσιζε κυρίως τις ελπίδες του
ήταν τρεις παλαίμαχοι στρατηγοί οι οποίοι
είχαν παραμείνει πάντοτε πιστοί στο
πρόσωπο και το όραμά του: ο Μάγιστρος
Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο
Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος
Βρυέννιος και ο Καππαδόκης στρατηγός
Θεόδωρος Αλυάτης. Αυτοί, επικεφαλής των
εμπειροτέρων ανδρών από τα Θέματα της
Αυτοκρατορίας, θα αποτελούσαν την κύρια
δύναμη κρούσης στο πεδίο της μάχης.
Από την
έναρξη της εκστρατείας όμως, συνέβαιναν
μόνο άσχημα προμηνύματα και ανεξήγητα
περιστατικά τα οποία διέβρωναν περισσότερο
το εύθραυστο ηθικό των ανδρών: εκείνο το
μαύρο περιστέρι που είχε καθίσει στο χέρι
του αυτοκράτορα την ώρα που τα πλοία
αναχωρούσαν από την Βασιλεύουσα, η ξαφνική
κατάρρευση της βασιλικής σκηνής στον πρώτο
σταθμό του στρατεύματος και η ανεξήγητη
πυρκαγιά στις βασιλικές σκηνές που είχε
καταστρέψει τις πολυτιμότερες αποσκευές
του. Ακούστηκαν ψίθυροι για δολιοφθορά,
αλλά δεν αποδείχθηκε τίποτα. Όλα αυτά
έκαναν τον Ρωμανό ευέξαπτο, και νευρικό.
Ένιωθε παντού τριγύρω του το φάντασμα της
προδοσίας να τον κυκλώνει. Προσπαθώντας να
διατηρήσει την πειθαρχία του στρατεύματος,
μερικές φορές κατέφευγε σε αυστηρότερες
ποινές από ότι θα απαιτούσε η περίσταση.
Μετά την καχυποψία που του είχαν ενσπείρει
όλα αυτά τα περιστατικά, στον επόμενο
σταθμό ο Ρωμανός προτίμησε να στήσει τις
σκηνές του αρκετά μακρύτερα από εκείνες του
υπόλοιπου στρατεύματος, περνώντας τις
περισσότερες ώρες της ημέρας μόνος. Το
γεγονός αυτό επηρέασε το ηθικό των ανδρών
οι οποίοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο
Αυτοκράτορας δεν τους συμπαραστεκόταν.
Μέχρι τη στιγμή που το στράτευμα έφτασε
στην Αρμενία, η κατάσταση δεν ήταν απλά
ηλεκτρισμένη, αλλά εκρηκτική. Και η πικρή
αλήθεια ήταν ότι, ξεκινώντας την εκστρατεία,
ο Ρωμανός είχε αφήσει ακάλυπτα τα νώτα του
– τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό
επίπεδο.
Στη
Βασιλεύουσα όλοι τον επιβουλεύονταν και
μηχανορραφούσαν, ο Ψελλός, ο Καίσαρας
Ιωάννης Δούκας, ο συγκλητικός Νικηφόρος
Παλαιολόγος. Ακόμη και η Ευδοκία, παρά τη
θέρμη της στο συζυγικό κρεβάτι, θα του
συμπαραστεκόταν μόνο όσο οι καταστάσεις
ευνοούσαν την ίδια. Αναχωρώντας για την
εκστρατεία, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει
ιδιαίτερα μέτρα εναντίον τους, με μόνη
εξαίρεση την εξορία του Ιωάννη Δούκα στην
Βιθυνία και την «ομηρία» του μεγαλύτερου
γιού του, του Ανδρόνικου Δούκα, τον οποίον
κρατούσε δίπλα του στην εκστρατεία, ώστε να
εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη του πατέρα
του. Δεν δίστασε μάλιστα, να του αναθέσει
και την διοίκηση της οπισθοφυλακής του
στρατεύματος. Η οπισθοφυλακή αποτελείτο
από εφεδρικά στρατεύματα, αμφιβόλου
μαχητικής αξίας, όπως ακριβώς και ο
διοικητής τους. Περιορίζοντάς τον στο πεδίο
της μάχης, κάτω από τις διαταγές του, ο
Ρωμανός πίστευε ότι θα μπορούσε να τον
επιτηρεί στενά, ανά πάσα στιγμή. Στην
πραγματικότητα όμως, του διέφευγε το απλό
γεγονός ότι δίπλα του καραδοκούσε ένας
αδίστακτος προδότης. Ο Ψελλός, σαν βαθύς
γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας, είχε
εντοπίσει αυτή την αδυναμία του αντιπάλου
του: ο Ρωμανός ήταν τόσο προσηλωμένος στο
όραμα της αναβίωσης του στρατιωτικού
μεγαλείου της Αυτοκρατορίας, ώστε είχε
πιστέψει ότι ήταν προορισμένος για την
εκπλήρωση αυτού του ιερού σκοπού και ήταν
ανίκανος να διακρίνει πέρα από αυτόν. Ήταν
βέβαια γενναίος. Γενναίος, αλλά τυφλός…
Στα τέλη
Ιουνίου το αυτοκρατορικό στράτευμα είχε
φθάσει στην Θεοδοσιούπολη, τον τελευταίο
σταθμό πριν το Ματζικέρτ, όπου ο Ρωμανός
διευθέτησε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Οι
πιο πρόσφατες πληροφορίες των αγγελιαφόρων
ήθελαν τον Σουλτάνο να βρίσκεται στο Χαλέπι,
κινούμενος τάχιστα προς την Αρμενία
επικεφαλής μίας δύναμης 10-15.000 ανδρών, για να
αντιμετωπίσει την απροσδόκητη εισβολή.
Έκτοτε δεν είχε λάβει καμία περαιτέρω
πληροφορία για τις κινήσεις του, αλλά η
πρωτεύουσα των Αράβων απείχε τουλάχιστον 600
χλμ από το Ματζικέρτ, τη στιγμή που ο ίδιος
απείχε μόνο 150. Είχε όλο τον χρόνο στη
διάθεσή του να ξεκουράσει το στράτευμα και
να φθάσει πρώτος στο Ματζικέρτ πριν τον
αντίπαλό του.
Εφόσον
περίμενε τον εχθρό να αφιχθεί από τα νότια,
ο Ρωμανός αποφάσισε να διαιρέσει τον στρατό
σε δύο διοικήσεις. Την πρώτη την έθεσε κάτω
από την διοίκηση του Ιωσήφ Ταρχανιώτη, ο
οποίος θα κατελάμβανε το Χλιάτ, λιγότερο
από 50 χλμ νοτιότερα του Ματζικέρτ. Το Χλιάτ
ήταν ένα από τα κυριότερα ορμητήρια των
τουρκικών επιδρομών, που τώρα φυλασσόταν
μόνο από μία τοπική φρουρά. Με την κατάληψή
του, ο Ταρχανιώτης θα απέκλειε την οδό
πρόσβασης του Σουλτάνου προς το Ματζικέρτ
και ταυτόχρονα θα προφύλασσε το δεξιό
πλευρό του Ρωμανού από αιφνιδιαστικές
επιθέσεις. Ταυτόχρονα, ο ίδιος, επικεφαλής
του δευτέρου τμήματος, θα βάδιζε προς
κατάληψη του Ματζικέρτ. Κατ΄αυτόν τον τρόπο
θα είχε υπό την κατοχή του αμφότερες τις
πόλεις, των οποίων η στρατηγική θέση θα του
άνοιγε την οδό προς την ενδοχώρα του
Σουλτανάτου.
Το
πρόβλημα ήταν ότι η δύναμη του Ταρχανιώτη
άγγιζε σχεδόν το ήμισυ της συνολικής
δύναμης του στρατεύματος και περιείχε στις
τάξεις της τους πλέον έμπειρους στρατιώτες:
20.000 ιππείς και βαρύ πεζικό, καθώς και τους
1.000 Νορμανδούς κατάφρακτους του Ουρσέλ ντε
Μπαγιέλ.
Οι
πιστότεροι στο πρόσωπό του αξιωματικοί,
εξέφρασαν κάποιες αντιρρήσεις για την
διάσπαση του στρατεύματος: τα τμήματα του
Ουρσέλιου και του Ταρχανιώτη αποτελούσαν
μία ισχυρή δύναμη κρούσης η οποία θα ήταν
ανεκτίμητη στην μεγάλη μάχη εναντίον του
Σουλτάνου. Καλό θα ήταν να μην
απομακρυνθούν. Ο Ρωμανός απέρριψε τις
αντιρρήσεις τους: η μικρή φρουρά του Χλιάτ
θα υπέκυπτε γρήγορα σε μία τέτοια δύναμη.
Εκτός αυτού, η απόσταση Χλιάτ-Ματζικέρτ
ήταν μικρή. Ο Ταρχανιώτης είχε όλο τον χρόνο
να το καταλάβει και να επιστρέψει πάλι στο
Ματζικέρτ για να λάβει μέρος στη μεγάλη
μάχη. Στην πραγματικότητα όμως, συνέτρεχε
και ένας ακόμη λόγος τον οποίο ο Ρωμανός
απέφευγε να αναφέρει ανοικτά: ο Ρωμανός
είχε καταλάβει ότι το στράτευμα διατηρούσε
το φρόνημά και την πειθαρχεία του μόνο όταν
το διοικούσε ο ίδιος προσωπικά. Στην
αντίθετη περίπτωση, οι άνδρες κυριεύονταν
από ηττοπάθεια και τρέπονταν σε φυγή στην
πρώτη δυσκολία. Για αυτό προτίμησε να θέσει
επικεφαλής του αποσπάσματος έναν παλαίμαχο
στρατηγό, παραχωρώντας του τους καλύτερους
άνδρες της στρατιάς.
Ο ίδιος ο
Αυτοκράτορας ανέλαβε το υπόλοιπο στράτευμα
με το οποίο κατευθύνθηκε προς το Ματζικέρτ,
το οποίο κατέλαβε μετά από σύντομη
πολιορκία. Θεωρώντας ότι κατείχε πλέον το
στρατηγικό και πλεονέκτημα έναντι ενός
ολιγάριθμου αντιπάλου ο οποίος απείχε
ακόμη μακριά, στρατοπέδευσε έξω από τα
τείχη της πόλης, αναμένοντας ειδήσεις από
το απόσπασμα του Ταρχανιώτη.
ΧΛΙΑΤ,
ΤΕΤΑΡΤΗ 24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1071
Το
χαμένο απόσπασμα
Την ίδια
ώρα και 50 χλμ νοτιότερα του Ματζικέρτ το
απόσπασμα του Ταρχανιώτη είχε φθάσει στο
Χλιάτ, αλλά το τι ακριβώς συνέβη εκεί
παραμένει άγνωστο. Είναι αμφίβολο ακόμα και
αν δόθηκε κάποια μάχη, μεγάλη ή μικρή. Το
μόνο βέβαιο είναι ότι ο Μάγιστρος, μαζί με
τον Ουρσέλ και όλους τους άνδρες τους,
εγκατέλειψαν το Χλιάτ, χωρίς ποτέ να
ειδοποιήσουν τον Ρωμανό για τις κινήσεις
τους και χωρίς ποτέ να επανενωθούν με το
κύριο σώμα του στρατού. Αντ’ αυτού,
απομακρύνθηκαν το γρηγορότερο δυνατόν από
το πεδίο της μάχης, για να εμφανισθούν πολύ
αργότερα στην Μελιτηνή, 150 χιλιόμετρα στα
νοτιοδυτικά! Οι πιθανότητες να
αιφνιδιάστηκαν και να κατανικήθηκαν από
τουρκικές δυνάμεις, είναι μηδαμινές, αν όχι
μηδενικές. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση
όμως, θα μπορούσαν να αποστείλουν έναν
αγγελιαφόρο στο Ματζικέρτ για να
ενημερώσει τον Ρωμανό για την κατάσταση.
Ο
Ταρχανιώτης ήταν ένας έμπειρος, γενναίος
στρατηγός, επικεφαλής ενός ισχυρού
αποσπάσματος τουλάχιστον 20.000 βετεράνων,
δύναμης ίσης με ολόκληρο τον στρατό του Αλπ
Αρσλάν. Η εξαφάνισή του χωρίς κανένα ίχνος
ενισχύει τις φήμες περί εσκεμμένης
προδοσίας εκ μέρους του. Η θεωρία αυτή
επιβεβαιώνεται ακλόνητα από την εξέλιξη
των γεγονότων που θα επακολουθούσαν. Το
γεγονός πάντως, ήταν ότι σχεδόν το 50% της
στρατιάς του Ρωμανού τον είχε εγκαταλείψει
δύο ημέρες πριν τη μάχη…
ΠΕΜΠΤΗ
25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1071
Οι
πρώτες συμπλοκές
Η πρώτη
φορά κατά την οποία ο Ρωμανός πληροφορήθηκε
την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην
περιοχή, ήταν η επόμενη ημέρα, όταν ένα
αναγνωριστικό απόσπασμα δέχθηκε
αιφνιδιαστική επίθεση στα ανατολικά της
λίμνης Βαν. Θεωρώντας ότι επρόκειτο απλώς
για κάποιο μικρό σώμα επιδρομέων, απέστειλε
μία μικρή δύναμη υπό την διοίκηση του
Βρυέννιου να το εξουδετερώσει. Ήταν
αδύνατον ο Σουλτάνος να είχε καλύψει
απόσταση 600 χλμ μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό
διάστημα. Δύο ώρες αργότερα όμως, έλαβε
έκκληση του Βρυέννιου για αποστολή
ενισχύσεων, ο οποίος επέμενε ότι δεχόταν
πίεση από υπεράριθμους αντιπάλους. Οι
ενισχύσεις κατέφθασαν λίγο αργότερα με ένα
ισχυρότερο απόσπασμα, κάτω από την διοίκηση
του έμπιστου Αρμένιου σύντροφου τού
Ρωμανού, Νικηφόρου Βασιλάκιου. Ο Αρμένιος
στρατηγός βρέθηκε πράγματι, αντιμέτωπος με
κάτι που δεν είχε υπολογίσει κανείς:
μπροστά του πρέπει να βρισκόταν η
εμπροσθοφυλακή της τούρκικης στρατιάς! Για
την ακρίβεια, οι Τούρκοι απείχαν λιγότερο
από μίας ημέρας δρόμο από το Ματζικέρτ, με
τον Απλ Αρσλάν και τον ακόλουθό του, Νιζάμ
Αλ Μουλκ, να έχουν συγκεντρώσει καθ’ οδόν
από το Χαλέπι όσους περισσότερους
στρατιώτες μπορούσαν να βρουν.
Μετά από
μία συντονισμένη έφοδο των ελληνικών
δυνάμεων και μία άγρια μάχη, οι δύο
στρατηγοί κατάφεραν να απωθήσουν το
σελτζουκικό ιππικό. Ο σκληροτράχηλος
Βασιλάκιος όμως, δεν θα επέτρεπε στον εχθρό
να του ξεφύγει μέσα από τα χέρια, τώρα που
τρεπόταν σε φυγή. Επικεφαλής των λωρικάτων
του, καταδιώκει ανελέητα τους Τούρκους
ελαφρούς ιππείς οι οποίοι κατευθύνονται
προς το στρατόπεδό τους. Η καταιγιστική
καταδίωξη τον αποκόπτει από το σώμα του
Βρυέννιου και ξαφνικά βλέπει τους Τούρκους
να αναστρέφουν τα άλογά τους και να
κατευθύνονται εναντίον του, εξαπολύοντας
βροχή αλλεπάλληλων τοξεύματων. Πριν καν οι
δυνάμεις του Βρυέννιου προλάβουν να
επέμβουν, οι άνδρες του κυκλώνονται και
πέφτουν μαχόμενοι μέχρις ενός, ενώ ο ίδιος ο
συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο Βρυέννιος
οδήγησε μία αποφασιστική αντεπίθεση για να
διασπάσει τον κλοιό, αλλά μετά βίας διέφυγε
τον θάνατο και ο ίδιος, επιστρέφοντας στο
αυτοκρατορικό στρατόπεδο τραυματισμένος
στο στήθος από ξίφος και με δύο βέλη
καρφωμένα στην πλάτη της πανοπλίας του.
Μόνον τότε συνειδητοποίησε ο Ρωμανός ότι
αντιμετώπιζε ολόκληρο το τουρκικό
στράτευμα…
Η
έλλειψη πληροφόρησης περί των κινήσεων του
εχθρού – ένα στρατηγικό σφάλμα το οποίο
μπορεί να αποδοθεί στον Ρωμανό - είχε
οδηγήσει σε μία ήττα – έστω και μεμονωμένη -
και την απώλεια ενός εξαίρετου διοικητή,
πλήττοντας ακόμα περισσότερο το ήδη
κλονισμένο φρόνημα των ανδρών. Ακόμα
χειρότερα, το ζοφερό, ασέληνο βράδυ εκείνης
της επεισοδιακής ημέρας, οι στρατιώτες μέσα
στο στρατόπεδο δεν θα έκλειναν μάτι. Οι
Σελτζούκοι, πιστοί στις παρενοχλητικές
τακτικές τους, διενέργησαν μια
αιφνιδιαστική επιδρομή εναντίον του
στρατοπέδου, αλαλάζοντας και εκτοξεύοντας
ένα ακατάπαυστο χαλάζι βελών κατά των
αντιπάλων τους. Η αναταραχή που προκάλεσαν
ήταν τέτοια ώστε πολύ πίστεψαν ότι οι
πάσσαλοι του στρατοπέδου δεν θα άντεχαν τις
επιθέσεις τους. Ο Ρωμανός αποφάσισε να
διατάξει έξοδο του βαρέως πεζικού του,
υποστηριζόμενο από μία ίλη Κουμάνων
ελαφρών ιππέων. Μετά από μία σύντομη
αψιμαχία, οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν, αλλά η
χαρά της μικρής εκείνης νίκης εξανεμίστηκε
με την είδηση της αποσκίρτησης των Κουμάνων
προς τους ομοφύλους τους.
Πριν
ακόμη την ημέρα της μεγάλης μάχης, ο Ρωμανός
είχε χάσει τρεις από τους καλύτερους
στρατηγούς του και πάνω από το ήμισυ του
στρατεύματός του. Μετά από τις λιποταξίες,
τις αποσκιρτήσεις και τις απώλειες, η
δύναμή του είχε μειωθεί στους 25.000 άνδρες.
Και όμως, η αποφασιστικότητά του να
συγκρουσθεί με τον Σουλτάνο παρέμενε
αλύγιστη και αξιοθαύμαστη, αν κάποιος
αναλογισθεί την ιστορική ευθύνη που
επωμιζόταν με τέτοιο σθένος. Η επόμενη
ημέρα θα έκρινε τη μοίρα του ίδιου του
Ρωμανού και δυστυχώς, ολόκληρου του
Μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Ο
ΛΕΩΝ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ
Τα
σχιστά μάτια του 40χρονου μεγαλόσωμου ιππέα
κοιτούσαν με κάποια ανησυχία την πεδιάδα
του Ματζικέρτ που απλωνόταν μπροστά του
αμμώδης, πετρώδης και ακίνητη, σαν
υπνωτισμένη από τον αυγουστιάτικο ήλιο της
Ανατολίας. Στο βάθος διακρινόταν η ομώνυμη
καστρόπολη, την οποία είχε ανακαταλάβει ο
αντίπαλός του. Σε μικρή απόσταση μπροστά
από τα τείχη της βρισκόταν εγκατεστημένος ο
ρωμαϊκός χάρακας. Από εκείνο το σημείο, και
σε απόσταση περίπου 15 χλμ στα ανατολικά,
άρχιζαν οι πρόποδες του όρους Σουφάν, όπου
το έδαφος αποκτούσε μία τραχύτερη
μορφολογία, βραχώδες και διάσπαρτο με
αποξηραμένες ρεματιές. Σε εκείνο το ύψωμα
βρισκόταν τώρα ο ίδιος, πάνω στο λευκό
πολεμικό του άλογο, μαζί με τους 5.000
Μαμελούκους ιππείς της σωματοφυλακής του,
τους οποίους θα κρατούσε ως τελευταία
εφεδρεία της μάχης. Το κοίλωμα στους
πρόποδες του λόφου όπου είχε
στρατοπεδεύσει ήταν ιδανικό σημείο για να
παρακολουθεί την μάχη, αλλά και να
αποκρύπτει την εφεδρεία του.
Η
αιφνιδιαστική εκστρατεία του Ρωμαίου
Αυτοκράτορα τον είχε βρει απασχολημένο να
πολιορκεί το Χαλέπι. Είχε ελάχιστο χρόνο
στη διάθεσή του για να συγκεντρώσει μία
ισχυρή δύναμη, ικανή να αντιμετωπίσει μία
τέτοια απειλή και ακόμη λιγότερο για να
αφιχθεί έγκαιρα στο Ματζικέρτ και να
προετοιμαστεί για μάχη. Εγκαταλείποντας
αμέσως την πολιορκία, επιδόθηκε σε έναν
σχεδόν πανικόβλητο αγώνα ταχύτητας προς
την Αρμενία. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις είχε
διαθέσιμες, εφοδίασε τον καθένα από τους
ιππείς του με δύο εφεδρικά άλογα και
διέσχισε ασταμάτητα την φλεγόμενη συριακή
έρημο. Η ταχύτητα της πορείας ήταν τέτοια
ώστε, δεν είχε καν τον χρόνο να λάβει τα
κατάλληλα μέτρα για την διαπεραίωση του
Ευφράτη. Στην επιχείρηση εκείνη το ρεύμα
είχε παρασύρει και πνίξει πολλούς άνδρες,
άλογα και ημίονους. Αλλά με τα πλευρά τού
Σουλτανάτου του εκτεθειμένα σε δύο
εχθρικές αυτοκρατορίες, ο Μέγας Σουλτάνος
δεν είχε χρόνο για τέτοιες λεπτομέρειες.
Παρά την
αρχική μειονεκτική του θέση, είχε κάθε
δικαίωμα να είναι ικανοποιημένος με ότι
είχε επιτύχει: είχε συγκεντρώσει μία δύναμη
20.000 ανδρών, είχε κερδίσει τον αγώνα
ταχύτητος προς το Ματζικέρτ και είχε
στρατοπεδεύσει 15 χλμ μακριά από τον
αντίπαλό του, κατά τη διάρκεια της νύχτας,
χωρίς να γίνει αντιληπτός. Μία λεπτομέρεια
που είχε διαφύγει του Έλληνα Αυτοκράτορα
ήταν ότι ο Σουλτάνος δεν διέθετε πεζά
τμήματα, μεταγωγικά ή πολιορκητικό
εξοπλισμό που θα καθυστερούσαν την πορεία
του, και κυρίως, αγνοούσε τις δυνατότητες
μετακινήσεως των σκληροτράχηλων νομάδων
ιππέων του. Διαθέτοντας μία φυσική αντίληψη
των τακτικών σε εκείνα τα άγονα μέρη, όπου η
απόκρυψη κινήσεων από τον εχθρό αποτελούσε
πραγματική τέχνη, ο Αλπ Αρσλάν είχε
δικαιολογήσει το όνομά του που στην γλώσσα
του σήμαινε «Ρωμαλέος Λέων».
Χαμηλώνοντας
το βλέμμα του προς τις υπώρειες του λόφου
που βρισκόταν, είδε το στράτευμά του να
παρατάσσεται για μάχη. Ήταν περίπου 15.000
ελαφροί ιππείς, ανεπτυγμένοι σε τρεις
διοικήσεις, σε σχήμα ημισελήνου. Ο ίδιος δεν
έτρεφε πολλές ελπίδες νίκης. Αν η μάχη
διεξαγόταν στον κάμπο του Ματζικέρτ, η
υπεροπλία του ρωμαϊκού στρατού θα έπαιζε
αποφασιστικό ρόλο. Ήταν όμως, αποφασισμένος
να πολεμήσει και, αν χρειαστεί, να σκοτωθεί
μαζί με τους άνδρες του. Θα πέθαιναν σαν
μάρτυρες, τους είπε στον λόγο που εκφώνησε.
Κατόπιν, ακολούθησε τον τελετουργικό τρόπο
ενδυμασίας μάχης των Τούρκων Σουλτάνων:
έδεσε τα μακριά μουστάκια του, τα οποία σε
ελεύθερο μήκος έφθαναν μέχρι την μέση του,
πίσω από το κράνος του για να μην τον
εμποδίζουν στην μάχη και κάτω από τον
θώρακά του φόρεσε έναν λευκό χιτώνα, ο
οποίος θα γινόταν το σάβανό του σε
περίπτωση θανάτου του.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1071
Η
Εφιαλτική Ημέρα
Από
νωρίς το πρωί της Παρασκευής 26ης
Αυγούστου είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες
στον αυτοκρατορικό χάρακα για τη μεγάλη
μάχη. Η όποια υπεροπλία διέθετε το ελληνικό
στράτευμα δεν ήταν αρκετή για να αναστρέψει
το βαρύ κλίμα των όσων είχαν προηγηθεί. Ο
Ρωμανός παρέτεινε την έναρξη της μάχης
περιμένοντας εναγωνίως την άφιξη των
δυνάμεων του Ταρχανιώτη από το Χλιάτ.
Εκείνη η δύναμη θα του χάριζε τη σαφή
αριθμητική υπεροχή έναντι του Σουλτάνου. Ο
ήλιος είχε ήδη μεσουρανήσει και το άϋλο,
παγωμένο χέρι της προδοσίας άρχισε πάλι να
σφίγγει την καρδιά του. Τι μπορεί να είχε
συμβεί; Ούτε ένα σημείο ζωής, ούτε ένας
αγγελιαφόρος… Άνοιξε η γη και τους κατάπιε;
Η αναμονή ήταν μάταιη και ίσως, επικίνδυνη:
κάθε ώρα που περνούσε μπορούσε να σημαίνει
την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων. Όταν ο
ήλιος άρχισε να καίει, ο Ρωμανός κατάλαβε
ότι δεν μπορούσε πλέον να παρατείνει την
αναμονή η οποία σκότωνε τα νεύρα των ανδρών.
Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει τη μάχη
με τη μισή στρατιά.
Τότε,
ξαφνικά όλα κόντεψαν να ανατραπούν. Μία
πρεσβεία Τούρκων αξιωματούχων
εμφανίστηκαν απροσδόκητα μπροστά στο
στρατόπεδο, ζητώντας από τον Αυτοκράτορα να
θέσει τους όρους του για μία συνθήκη
ειρήνης! Όλοι έμειναν έκπληκτοι και η
απάντηση απαιτούσε ώριμη σκέψη.
Ο
Ρωμανός κάλεσε αμέσως έκτακτο συμβούλιο
των αξιωματικών του. Η κίνηση των Τούρκων
φανέρωνε σαφώς την μειονεκτική θέση τους
και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να
δοθεί η μάχη εκείνη τη στιγμή. Αλλά αυτός
δεν ήταν ο μόνος λόγος: γνώριζε καλά ότι οι
τουρκικές συνθήκες ειρήνης είχαν
εξαιρετικά αμφισβητήσιμη αξία. Αργά ή
γρήγορα θα ξανάρχιζαν τις επιδρομές και
τότε ίσως να μην είχε την ευκαιρία να
συγκεντρώσει πάλι ένα παρόμοιο στράτευμα.
Πότε θα ξανάβρισκε τους Τούρκους σε τόσο
μειονεκτική θέση; Εξάλλου, εάν δεχόταν την
πρόταση ειρήνης του αντιπάλου του θα χάριζε
στον Δούκα και τον Ψελλό την αφορμή που
ζητούσαν για να τον κατηγορήσουν σαν
ανίκανο και δειλό. Τα πάντα συνηγορούσαν
στην απόρριψη της πρότασης και την άμεση
διεξαγωγή της μάχης. Η απάντησή του προς την
τουρκική πρεσβεία ήταν δικαιολογημένα
αλαζονική:
«Τους
όρους μου θα τους θέσω όταν στήσω τα λάβαρά
μου στη σκηνή του Σουλτάνου».
Η
αυτοκρατορική στρατιά παρατάχθηκε με την
συνήθη τακτική, των δύο παράλληλων γραμμών,
έκαστη με βάθος 3-4 ιππέων για το ιππικό και
8-10 ανδρών για το πεζικό. Στην πρώτη
βρισκόταν παρατεταγμένη η κύρια δύναμη
κρούσης, 20.000 ανδρών. Επικεφαλής της
αριστερής πτέρυγας ήταν ο Νικηφόρος
Βρυέννιος, ήδη τραυματισμένος από την
συμπλοκή της προηγούμενης μέρας, με τα
τάγματα των Σχολών της Δύσης: 6.000 Θράκες,
Μακεδόνες και Θεσσαλοί λωρικάτοι (ιππείς).
Στην δεξιά, ο πιστός συμπατριώτης του
Ρωμανού, ο Καππαδόκης Θεόδωρος Αλυάτης, με
άλλους 6.000 λωρικάτους από τα τάγματα της
Μικράς Ασίας. Το κέντρο κρατούσε ο ίδιος ο
Ρωμανός, πλαισιωμένος από 1.000 κατάφρακτους
κλιβανοφόρους, 2.500 λωρικάτους του Αλάγιου (βασιλική
φρουρά) και 500 Βαράγγους της σωματοφυλακής
του. Στα άκρα των δύο πτερύγων της
εμπροσθοφυλακής βρισκόταν ανεπτυγμένο το
ελαφρύ ιππικό των Κουμάνων και Πετσενέγων
μισθοφόρων, δύναμης 2.000 ιππέων ανά πτέρυγα.
Πεντακόσια
μέτρα πίσω από την πρώτη γραμμή βρισκόταν η
οπισθοφυλακή του Ανδρόνικου Δούκα, μία μίξη
μισθοφορικού ιππικού και πεζικού,
συνολικής δύναμης 5.000 ανδρών. Ρόλος της ήταν
να υποστηρίξει την εμπροσθοφυλακή σε
περίπτωση υποχώρησης, να κλείσει τυχόν κενά
που θα δημιουργούνταν από εχθρική διάσπαση
ή να αποκόψει εχθρικά τμήματα τα οποία θα
επιχειρούσαν να την κυκλώσουν. Ο Ρωμανός
γνώριζε τα εχθρικά του αισθήματα Δούκα και
για αυτό δεν σκόπευε να εμπλέξει την
εφεδρεία του στη μάχη, παρά μόνο αν τα
πράγματα όδευαν προς το χειρότερο. Πίστευε
ότι από εκείνη τη θέση τον εξανάγκαζε να
συνεισφέρει στην νίκη, αφού η ζωή ή ο
θάνατός του θα εξαρτώντο άμεσα από την
έκβαση της μάχης. Όπως και να έχει πάντως,
ήταν μία ολέθρια επιλογή για την οποία θα
μετάνιωνε πικρά.
Παρόλα
αυτά, στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή,
επρόκειτο για μία άψογη παράταξη 25.000 ανδρών,
η οποία είχε αποδείξει την
αποτελεσματικότητά της πολλές φορές στα
πεδία των μαχών. Περί την 15.00, μία ώρα αρκετά
προχωρημένη για σύναψη γενικευμένης μάχης,
ο Ρωμανός διέταξε τον τουβάτορα να ηχήσει
την έναρξη της επίθεσης, καθώς ο πιστός
στρατοπεδάρχης του και αυτόπτης μάρτυς των
γεγονότων, Μιχαήλ Ατταλειάτης,
παρακολουθούσε μέσα από το στρατόπεδο το
επιβλητικό θέαμα του αυτοκρατορικού
φουσάτου να αρχίζει τον καλπασμό. Τα
φλάμουλα ανέμιζαν και οι οπλές των αλόγων
σήκωναν σύννεφα σκόνης. Σε απόσταση ενός
χιλιομέτρου από την εχθρική παράταξη οι
τούβες σάλπισαν την έφοδο.
Οι τουρμάρχες, οι δρουγγάριοι και ο ίδιος
ο Αυτοκράτορας, κραύγασαν την παραδοσιακή
ιαχή της μάχης:
«Ο
στρατός νικά!».
Λωρικάτοι
και κλιβανάριοι προέταξαν ταυτόχρονα τα
δόρατά τους, σχηματίζοντας ένα
αδιαπέσραστο αιχμηρό τείχος.
Ο θυελλώδης καλπασμός των αρματωμένων
αλόγων αντήχησε κατά μήκος του αμμώδους
κάμπου. Το σελτζουκικό ιππικό δεν βιαζόταν
να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με το
αυτοκρατορικό βαρύ ιππικό. Άρχισε να
εξαπολύει βέλη από μεγάλη απόσταση, καθώς
οι δύο πτέρυγες άνοιγαν γρήγορα τις γραμμές
τους σε ημικύκλιο, επιχειρώντας να
πλαγιοκοπήσουν τα ελληνικά άκρα. Συριγμοί
από ακόντια και βέλη τέντωσαν τα νεύρα. Ο
Βρυέννιος και ο Αλυάτης ανταπάντησαν με την
ίδια κίνηση, στέλνοντας το δικό τους ελαφρό
ιππικό να τους αναχαιτίσει. Ταυτόχρονα, τα
αντίπαλα κέντρα συγκρούονταν με έναν
φοβερό πάταγο. Άλογα έπεσαν πάνω σε άλογα,
θώρακες πάνω σε θώρακες και αίμα πάνω σε
ξίφη και ασπίδες. Καβαλάρηδες και άλογα
σκορπίζονταν δεξιά-αριστερά, παρασύροντας
στην πτώση τους φίλους και εχθρούς. Οι
αλαλαγμοί των στρατιωτών μπλέχτηκαν με την
κλαγγή των όπλων και τις κραυγές οργής και
πόνου.
Το
αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης δεν
εξέπληξε κανέναν. Οι βολές των Τούρκων
διήρκεσαν ελάχιστα για να έχουν κάποιο
σοβαρό αντίκτυπο. Το κέντρο τους σχεδόν
καταπλακώθηκε από την συμπαγή μάζα των
κλιβανοφόρων και λωρικάτων του Ρωμανού, οι
οποίοι σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι
Τούρκοι υποχώρησαν γρήγορα για να
αποφύγουν τη σφαγή. Οι πτέρυγές τους
άντεξαν την πρώτη κρούση, κρατώντας σε
απόσταση τους αντιπάλους τους με
καταιγισμό βελών, αποφεύγοντας την άμεση
εμπλοκή. Σύντομα, ολόκληρη η τουρκική
παράταξη άρχισε να υποχωρεί προς τους
πρόποδες του Σουφάν, συνεχίζοντας να
εξαπολύει βέλη κατά τον καλπασμό.
Ήταν η
πρώτη φορά όπου τα δύο στρατεύματα θα
εμπλέκονταν σε μάχη μεγάλης κλίμακος, σε
ένα πεδίο ιδανικό για την ανάπτυξη ιππικού.
Η τακτική του αυτοκρατορικού στρατεύματος
δεν διέφερε από εκείνη που χρησιμοποιούσε
πάντοτε μέχρι τότε. Βασιζόμενοι στον
βαρύτερο οπλισμό τους, οι Έλληνες κρατούσαν
την συνοχή της παράταξης, επιδιώκοντας να
εμπλακούν γρήγορα σε μάχη εκ του συστάδην
με τους ελαφρά οπλισμένους Σελτζούκους.
Αυτή η τακτική λειτουργούσε αιώνες τώρα,
εναντίον των αραβικών στρατευμάτων, αλλά
δεν μπορούσε να βρει εφαρμογή και εναντίον
των νέων αντιπάλων τους.
Οι
Σελτζούκοι ιππείς αδιαφορούσαν για τη
συνοχή του σχηματισμού τους. Συνηθισμένοι
στις αιφνιδιαστικές επιδρομές, τις ενέδρες
και τις τακτικές παρενόχλησης, υστερούσαν
στην μάχη σώματος με σώμα. Η τακτική τους
βασιζόταν στις πυκνές, φευγαλέες βολές
βελών και την ταχύτητα ελιγμών: έβαλαν από
ασφαλή απόσταση, απομακρύνονταν γρήγορα
και επέστρεφαν για την επόμενη βολή. Η
παρατεταμένη αυτή τακτική μπορούσε εύκολα
να οδηγήσει στην απόγνωση έναν αντίπαλο ο
οποίος είχε μάθει να μάχεται εκ του
συστάδην, αλλά τώρα αντιμετώπιζε έναν εχθρό
που δεν μπορούσε καν να αγγίξει. Οι
βραδύτεροι Βυζαντινοί ιππείς κατεδίωκαν
τους ταχυκίνητους αντιπάλους τους,
αδιαφορώντας για τις απώλειες. Κατά την
καταδίωξη η συνοχή τους διεσπάτο και τότε
οι Σελτζούκοι ανέστρεφαν γρήγορα τα άλογά
τους, κύκλωναν την πλησιέστερη μονάδα και
την εξολόθρευαν τμηματικά.
Τα
κορμιά άρχισαν να ιδρώνουν και να βαραίνουν
κάτω από τα αλυσοπουκάμισα και τις
αρματωσιές, καθώς τις πύρωνε ο ήλιος. Τα
άλογα βαριανάσαιναν και η παράταξη άρχισε
να χάνει τη συνοχή της. Είχε φτάσει απόγευμα,
χωρίς οι Έλληνες να επιτυγχάνουν την
αποφασιστική συμπλοκή που επεδίωκαν. Οι
Τούρκοι εξακολουθούσαν να αλωνίζουν
αδιάκοπα το ανοικτό πεδίο, αποδυναμώνοντας
τα πλευρά τους με καταιγισμούς βελών. Οι
αντίπαλοί τους υφίσταντο απώλειες, χωρίς να
μπορούν να ανταποδώσουν τα πλήγματα. Η
αρχική αισιοδοξία του Ρωμανού παρεχώρησε
σταδιακά τη θέση της στην απελπισία. Ήλπιζε
πως όταν οι Τούρκοι θα άγγιζαν τους
πρόποδες του βουνού δεν θα είχαν άλλη
επιλογή παρά να γυρίσουν και να τους
αντιμετωπίσουν σε μάχη. Αλλά τότε αντίκρισε
μπροστά του τις υπώρειες του Σουφάν:
απόκρημνα μονοπάτια και αποξηραμένες
ρεματιές, όπου κατέφευγαν οι Τούρκοι -
έδαφος ιδανικό για ενέδρα. Γύρισε πίσω και
κοίταξε τον αυτοκρατορικό χάρακα να απέχει
χιλιόμετρα. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να
γέρνει και οι άνδρες είχαν εξαντληθεί. Σε
μιάμιση-δύο ώρες θα νύχτωνε. Ήταν μάταιο να
συνεχίσει. Διέταξε τον τουβάτορα να
σαλπίσει υποχώρηση, με τους στρατηγούς να
διαδίδουν το σύνθημα για την αναστροφή του
μετώπου:
«Μετάλλαξον,
Μετάλλαξον!»
Ο
Βρυέννιος και ο Αλυάτης, με τους άνδρες τους
διασκορπισμένους να μάχονται μεμονωμένα,
είδαν ξαφνικά το αυτοκρατορικό λάβαρο να
στρέφει προς τα πίσω. Μέσα στη σύγχυση της
κατακερματισμένης μάχης, με τις δρούγγες
και τις τούρμες να έχουν χάσει την επαφή
μεταξύ τους, κάποιοι εξέλαβαν τη διαταγή
σαν ένδειξη ήττας και υποχώρησης. Χωρίς
δεύτερη σκέψη έστρεψαν τα άλογά τους,
καλπάζοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν
η στιγμή που περίμεναν τρεις από τους
εμπλεκόμενους στρατηγούς, κάθε ένας για
τους δικούς του λόγους.
Ο Αλπ
Αρσλάν, παρακολουθώντας την εξέλιξη της
μάχης από τους πρόποδες του λόφου, διέταξε
αμέσως την εφεδρεία των 5.000 ιππέων του να
σπεύσει προς ενίσχυση των συντρόφων τους,
καθώς εκείνοι ανασυγκροτούσαν γρήγορα τις
τάξεις τους και ρίχνονταν στην αντεπίθεση,
τοξεύοντας τα νώτα των αντιπάλων τους. Ο
Ρωμανός σάστισε από την τούρκικη αντίδραση.
Πίστευε ότι ο Σουλτάνος είχε προτιμήσει να
αποχωρήσει, παρά να διακινδυνεύσει μία
ακόμη συμπλοκή. Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή
παρά να δώσει την αντίθετη ακριβώς διαταγή:
παύση της υποχώρησης και άμεση εμπλοκή σε
μάχη. Ίσως ήταν η στιγμή που περίμενε. Ίσως…
Η
διαδοχή των δύο διαταγών που η μία
αναιρούσε την άλλη ήταν η τέλεια συνταγή
για την απόλυτη σύγχυση. Ότι είχε απομείνει
από εκείνο που οι διοικητές ονόμαζαν «διάταξη
μάχης», εξανεμίστηκε σε ένα χάος αμφιβολιών.
Άλλοι έστεκαν δίβουλοι προσπαθώντας να
κατανοήσουν τι είχε συμβεί και άλλοι
τρέπονταν σε φυγή, χωρίς πραγματικά να
κινδυνεύουν. Ήταν η στιγμή που η επέμβαση
της οπισθοφυλακής του Ανδρόνικου Δούκα θα
μπορούσε να είχε σώσει τη μάχη. Αν η
διοίκησή του έσπευδε μπροστά, θα έκλεινε τα
κενά και θα εγκλώβιζε τον εχθρό ανάμεσα
στις δύο γραμμές, παρεμποδίζοντας την
οπισθοχώρηση. Και πράγματι, εκείνη ήταν η
στιγμή που περίμενε και εκείνος – όχι για
να καλπάσει μπροστά, αλλά για να συμβάλλει
στην καταστροφή. Διέταξε υποχώρηση,
διαδίδοντας σε όλους ότι ο Αυτοκράτορας
ήταν νεκρός και η μάχη είχε χαθεί. Τα
τούρκικα βέλη άρχισαν να σκοτώνουν τους
στρατιώτες πισώπλατα. Κάποιος φώναξε «Οι
Τούρκοι μας σφάζουν!» και τα πάντα
διαλύθηκαν σε μία πανικόβλητη φυγή.
Η δεξιά
πτέρυγα του Αλυάτη έσπασε πρώτη. Όταν οι
άνδρες του είδαν την οπισθοφυλακή να
εγκαταλείπει τη μάχη, έτρεξαν όλοι να
γλυτώσουν από μία σφαγή που στην
πραγματικότητα δεν υφίστατο. Ο Βρυέννιος
στα αριστερά, βλέποντας το κέντρο του
Ρωμανού να αποκόπτεται από τις πτέρυγες,
διέταξε αντεπίθεση, αλλά βρέθηκε γρήγορα
κυκλωμένος ολόγυρα. Μαχόμενος ανελέητα,
κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό και
να διαφύγει με ελάχιστους από τους άνδρες
του.
Το
κέντρο του Ρωμανού απέμεινε να μάχεται
ολομόναχο, κυκλωμένο από παντού, εναντίον
υπεράριθμων αντιπάλων. Οι κατάφρακτοι
Καππαδόκες και οι Γερμανοί Βαράγγοι της
αυτοκρατορικής φρουράς πούλησαν ακριβά τη
ζωή τους, θερίζοντας τους Μαμελούκους
ιππείς. Ο ήλιος είχε πλέον δύσει όταν τα
τουρκικά βέλη έριξαν νεκρό το άλογο του
Ρωμανού. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος,
συνεχίζοντας τον λυσσώδη, απελπισμένο
αγώνα. Οι Βαράγγοι δημιούργησαν γρήγορα
έναν προστατευτικό κλοιό με τις τεράστιες
ασπίδες τους, σκορπώντας γύρω τους ένα
ανόσιο λουτρό αίματος, στοιβάζοντας γύρω
τους έναν σωρό από ακρωτηριασμένους και
ημιθανείς Τούρκους. Κανείς δεν εγκατέλειψε
τη θέση του. Έμειναν όλοι πιστοί μέχρι το
αναπόφευκτο τέλος, το οποίο ήλθε μαζί με το
σκοτάδι. Ο ίδιος ο Ρωμανός ήταν από τους
τελευταίους που έπεσαν. Όχι νεκρός, αλλά
αναίσθητος από αιμορραγία, όταν κάποιο
ξίφος τον τραυμάτισε βαριά στο χέρι. Ακόμη
και τότε, οι πιστοί Βαράγγοι του τον κάλυψαν
με τα πτώματά τους, χωρίς να μπορούν να
φαντασθούν πόσο πιο ευεργετικό θα ήταν αν
τον είχαν αφήσει να πεθάνει στο πεδίο της
μάχης.
«...ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΟΔΥΡΜΟ»
«Κι
ύστερα να! Σκλάβος του σουλτάνου,
κι
ύστερα πιο λυπητερός ραγιάς, πανάθλιος
δούλος
μέσα
στη χώρα που όριζε. Κι έφαε τη καταφρόνια,
του
μουλαριού το λάχτισμα, το φτύσιμο του
Εβραίου,
το
δαρμό, το βασάνισμα, την τύφλα».
Το
ξημέρωμα της επομένης οι Τούρκοι ανέσυραν
το σώμα ενός αναίσθητου πολεμιστή, θαμμένου
κάτω από σωρούς πτωμάτων στο επίκεντρο της
σφαγής. Υπέθεσαν ότι έπρεπε να είναι ο
Αυτοκράτορας και τον οδήγησαν ενώπιον του
Σουλτάνου. Κρίνοντας από την κοινή,
καταματωμένη πανοπλία του, ο Αλπ Αρσλάν
αμφέβαλλε ότι αντίκριζε μπροστά του τον
Αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης και ζήτησε
αποδείξεις για την ταυτότητά του. Οι
Έλληνες αιχμάλωτοι εκλήθησαν να
αναγνωρίσουν τον ηγέτη τους και τον
προσκύνησαν σύσσωμοι. Ανάμεσα στο
καταρρακωμένο πλήθος και ο στρατηγός
Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο πιστός
συμπολεμιστής του Ρωμανού από τις
εκστρατείες κάποιου ενδοξότερου, οριστικά
χαμένου παρελθόντος, ο οποίος έπεσε με
λυγμούς στα γόνατά του. Ο
Αλπ Αρσλάν αγκάλιασε τον Αυτοκράτορα και
του είπε:
«Μη
φοβάσαι, βασιλιά. Θα τιμηθείς όπως
ταιριάζει στο υψηλό αξίωμά σου».
Συνειδητοποιώντας
αμέσως ότι είχε κερδίσει μία μάχη την οποία
δεν άξιζε, ο Σουλτάνος συμπλήρωσε: «…διότι
είναι απερίσκεπτος όποιος δεν ανησυχεί
μήπως μεταβληθεί η καλή του τύχη»… Λόγια
θα αποδεικνύονταν προφητικά, όταν μερικούς
μήνες αργότερα, θα υφίστατο κι εκείνος τις
συνέπειες μίας απερισκεψίας του.
Κατά τη
διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ο Ρωμανός
ρωτήθηκε από τον Σουλτάνο πως θα του
φερόταν εάν η έκβαση της μάχης ήταν η
αντίθετη. Ο Ρωμανός δεν δίστασε να του
απαντήσει με ωμή ειλικρίνεια.
«Θα
σε υπέβαλλα σε βασανιστήρια».
«Εγώ
όμως δεν θα μιμηθώ την σκληρότητά σου»,
του ανταπάντησε ο Αλπ Αρσλάν. «Ακούω
πως ο Χριστός σας,
διδάσκει την συγχώρεση προς τους κακούς,
αντιτάσσεται στους υπερήφανους και δίνει
χάρη στους ταπεινούς».
«Την
ειρήνη πρεσβεύει ο Θεός μου, και όχι τον
σπαραγμό», παραδέχθηκε
ο Ρωμανός. «Αν όμως
ήσουν εσύ Χριστιανός θα άφηνες τον λαό σου
να υποφέρει ανυπεράσπιστος; Ποιός ποιμένας
αφήνει τους λύκους να κατασπαράξουν το
ποίμνιό του;».
Για τον
Σουλτάνο ήταν εύκολο να επιδεικνύει
επιείκεια και ανωτερότητα, μιλώντας από την
θέση του αδιαμφισβήτητου νικητή. Ο Ρωμανός
όμως, ήταν ένας δυναμικός φιλόπατρις ηγέτης,
ο οποίος είχε καθήκον να διασώσει έναν λαό
που αργοπέθαινε διοικούμενος από
ανθέλληνες πολιτικούς και μία πατρίδα που
συρρικνωνόταν. Μπροστά σε έναν τέτοιο διπλό
κίνδυνο, η επιείκεια και η συγχώρεση
αποτελούν τον μόνο βέβαιο δρόμο προς τον
ολοκληρωτικό αφανισμό. Από την άλλη πλευρά,
ο ευφυής Απλ Αρσλάν, κατανοώντας πολύ καλά
ότι η νίκη του οφειλόταν σε μία εξωφρενική
διαστροφή της τύχης, η οποία σπανιότατα
εμφανίζεται στα πεδία μαχών της ιστορίας,
δεν ήθελε να εξωθήσει τα πράγματα. Ήταν
απόλυτα ικανοποιημένος με αυτά που τόσο
ανέλπιστα είχε κερδίσει.
Για το
μέγεθος της ήττας που είχε υποστεί το
αυτοκρατορικό στράτευμα, οι όροι της
συνθήκης που υπέγραψε ο Ρωμανός μπορούν
κάλλιστα να χαρακτηρισθούν ευσπλαχνικοί: η
άμεση καταβολή 1,5 εκατομμυρίων χρυσών
νομισμάτων και η καταβολή άλλων 360.000 ως
ετήσιου φόρου. Επίσης, η παράδοση των πόλεων
Ματζικέρτ, Αντιόχειας, Ιεράπολης και
Έδεσσας στους νικητές, η επιστροφή
ολόκληρης της Αρμενίας στους ηττημένους, η
παύση των τουρκικών επιδρομών στα
αυτοκρατορικά εδάφη και η σύναψη γάμου
μεταξύ του γιού του Αλπ Αρσλάν και της κόρης
του Ρωμανού. Στην ουσία της, η συνθήκη
εξασφάλιζε απόλυτα την εδαφική ακεραιότητα
της Μικράς Ασίας.
Οκτώ
ημέρες αργότερα ο Ρωμανός αφέθηκε
ελεύθερος μαζί με τους στρατιώτες του για
να πορευθεί προς την Βασιλεύουσα και να
αναλάβει πάλι την διακυβέρνηση του κράτους.
Είχε φύγει από εκεί πριν έξι μήνες ως
Αυτοκράτορας και εννοούσε να επιστρέψει ως
Αυτοκράτορας.
ΚΑΝΕΝΑΣ
ΟΙΚΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ
Η
πραγματική τραγωδία όμως, βρισκόταν στην
τελευταία πράξη του δράματος. Τα νέα της
καταστροφής στο Ματζικέρτ είχαν φθάσει
γρήγορα στην Κωνσταντινούπολη,
τρομοκρατώντας την Αυγούστα Ευδοκία η
οποία ανησυχούσε για την προσωπική της
ασφάλεια και εκείνη των παιδιών της. Στην
πλευρά της αντιπολίτευσης όμως, η αρχική
ανακούφιση της ήττας αντικαταστάθηκε
γρήγορα από την είδηση απελευθέρωσης του
Ρωμανού. Οι αρχηγοί της πολιτικής φατρίας
πανικοβλήθηκαν: όλα όσα είχαν σχεδιάσει
τόσο προσεκτικά μέχρι την τελευταία
λεπτομέρεια, είχαν γίνει για το τίποτα…
Υπήρχαν
δύο κίνδυνοι που έπρεπε να αντιμετωπισθούν.
Το πρώτο ήταν η Ευδοκία, η οποία τώρα έβλεπε
την επιστροφή του Ρωμανού σαν την μοναδική
σανίδα σωτηρίας από την εκθρόνιση. Το άλλο
βέβαια, ήταν η επιστροφή του Ρωμανού. O
Ψελλός ανέλαβε το πρώτο και ο Ιωάννης
Δούκας το δεύτερο.
Ο
Υπέρτιμος των Φιλισόφων ανέλαβε «υπό την
προστασία του» τον μεγαλύτερο γιό της
Ευδοκίας, Μιχαήλ Δούκα και τον έστεψε
Αυτοκράτορα, κηρύσσοντας έκπτωτο τον
Ρωμανό. Στις 26 Σεπτεμβρίου η Ευδοκία εκάρη
μοναχή δια της βίας και εξορίστηκε σε μονή
του Βοσπόρου. Μετά την απομάκρυνση της
μητέρας του, ο 20χρονος άβουλος βασιλιάς θα
γινόταν πειθήνιο όργανό του. Ο Καίσαρας
Δούκας επέστρεψε αμέσως από την εξορία του
στην Βυθινία, αποστέλλοντας στην Μικρά Ασία
στρατιωτικό σώμα για να συλλάβει τον
έκπτωτο Αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός, χωρίς να
τρέφει την παραμικρή αμφιβολία για τις
προθέσεις των αντιπάλων του, συγκέντρωνε
όσους στρατιώτες έβρισκε στην πορεία του,
συνεχίζοντας την προέλασή του προς την
Βασιλεύουσα.
Τα
αντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν στην
Μικρά Ασία και δόθηκαν δύο μάχες, στην
Δόκεια και τα Άδανα. Ο Ρωμανός ηττήθηκε σε
αμφότερες. Όσοι αξιωματικοί τόλμησαν να τον
υπερασπιστούν στη μάχη υπέστησαν τις
οδυνηρές συνέπειες της πίστης τους. Ο
Αλυάτης, στρατηγός γενναίος, ευγενικής
καταγωγής, συνελήφθη και τυφλώθηκε με τρόπο
επώδυνο, με ένα σιδερένιο υποστήριγμα
σκηνής. Μετά την δεύτερη ήττα του, όταν ο
Ρωμανός συνειδητοποίησε ότι δεν ελέγχει
πλέον τα γεγονότα, αλλά ελέγχεται από αυτά,
παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια σωτηρίας
της ζωής του και παραδόθηκε οικειοθελώς
στον αντίπαλο διοικητή, ο οποίος, κατά
τραγικά ειρωνικό τρόπο, ήταν ο Ανδρόνικος
Δούκας, ο ίδιος άνθρωπος που τον είχε
προδώσει στο Ματζικέρτ. Ο προδομένος και
οριστικά ηττημένος Ρωμανός συμφώνησε να
παραιτηθεί από τον θρόνο και να αποσυρθεί
ήσυχα σε κάποιο μοναστήρι. Εις ανταπόδοση,
του δόθηκε γραπτή εγγύηση για την σωματική
του ακεραιότητα, υπογεγραμμένη από τον θετό
γιό του και νυν Αυτοκράτορα, Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα.
Ο
Ιωάννης Δούκας όμως, έτρεφε ασίγαστο μίσος
κατά του Ρωμανού και επέμενε να του δείξει
ότι τώρα εκείνος είχε την εξουσία. Αμέσως
μετά την επιστροφή του Ρωμανού στη
Βασιλεύουσα, οι γραπτές εγγυήσεις έπαψαν να
εγγυώνται οτιδήποτε. Ο Καίσαρας έπεισε τον
Ψελλό να τον δηλητηριάσουν. Το δηλητήριο
αποδείχθηκε ασθενές για να επιφέρει τον
θάνατο, αλλά αρκετά ισχυρό για να προκαλεί
αφόρητους πόνους. Κατόπιν αποφάσισαν ότι η
τύφλωσή του θα ήταν μία πιο πρέπουσα ποινή,
όπως εξ άλλου άρμοζε σε έναν «…παράνομο
διεκδικητή του θρόνου». Όταν ο δήμιος του
παλατιού αρνήθηκε να εκτελέσει την ποινή,
ορίσθηκε μία αμοιβή 10 χρυσών υπέρπυρων για
όποιον δεχόταν να πάρει την θέση του. Δεν
παρουσιάσθηκε κανείς. Η αμοιβή αυξήθηκε στα
20 και κατόπιν στα 30 χρυσά υπέρπυρα. Μόνο
τότε προθυμοποιήθηκε κάποιος. Ήταν ένας
Εβραίος. Είχε πλήρη άγνοια της διαδικασίας
της τύφλωσης και για αυτό το μαρτύριο του
Ρωμανού παρατάθηκε κατά τον πλέον κτηνώδη
τρόπο. Έξι φορές βύθισε την πυρωμένη βέργα
στα μάτια του Ρωμανού, καθώς εκείνος
ούρλιαζε από τους πόνους. Ο δήμιος δεν είχε
απλώς καυτηριάσει τις ίριδες – είχε
εξορύξει ολόκληρους τους οφθαλμούς…
Ακόμη
και τότε δεν ησύχασαν οι βασανιστές του.
Όταν είδαν ότι το δράμα του προδομένου
Αυτοκράτορα είχε ξεσηκώσει την κατακραυγή
λαού και στρατού, αποφάσισαν να τον
φυλακίσουν σε ένα μοναστήρι για να μην
μετατραπεί σε εθνικό ήρωα.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Ήταν 1031,
πριν 40 ακριβώς χρόνια, επί βασιλείας
Ρωμανού Γ΄ Αργυρού…
Ο δούκας
Κωνσταντίνος Διογένης, είχε διαβλέψει τον
επερχόμενο κίνδυνο, είχε αντιληφθεί την
αρχή της πολιτικής σήψης. Το σπίτι του ήταν
ακόμα γεμάτο από τα τρόπαια των βουλγαρικών
πολέμων. Τα κοίταζε με υπερηφάνεια,
νοσταλγία, αλλά και πίκρα… Ο ίδιος ο
Αυτοκράτορας Βασιλείος Β΄ τον είχε
συγχαρεί για τις ανδραγαθείες του και τον
είχε φιλήσει μπροστά στα μάτια των
παρατεταγμένων ανδρών της τούρμας του.
Μόλις πριν τρία χρόνια ακόμα, το 1028, εκείνος
είχε κατανικήσει τους Πετσενέγους οι
οποίοι είχαν διαβεί τα Παρίστρια Θέματα,
λεηλατώντας τα βόρεια εδάφη της
Αυτοκρατορίας. Στη Βασιλεύουσα οι δύο
Αυτοκράτορες που είχαν διαδεχθεί τον
Βασίλειο, γλεντοκοπούσαν, μεθούσαν και
αντάλλασαν συζύγους. Κανείς δεν
ενδιαφερόταν για την επαρχία που σφάδαζε
από την αβάσταχτη φορολογία. Η εξουσία είχε
περιέλθει στα χέρια των ευνούχων. Ένας από
αυτούς, ο Ορέστης, αρχιθαλαμηπόλος και
κόλακας του βασιλιά, κατηγόρησε τον Διογένη
ότι σχεδίαζε κίνημα εναντίον του θρόνου,
στο οποίο, σύμφωνα με τα λόγια του, ήταν
αναμεμιγμένοι και άλλοι τέσσερις
συμπολεμιστές του Βασίλειου Β΄.
Οι
συνωμότες συνελήφθησαν και μαστιγώθηκαν.
Διαπομπεύθηκαν, συρόμενοι σαν άθλια
υποκείμενα, κατά μήκος της Μέσης λεωφόρου
στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν
φυλακίσθηκαν. Ο Κωνσταντίνος Διογένης
υποχρεώθηκε να περιβληθεί το μοναχικό
σχήμα. Η τιμωρία όμως, και ο εξευτελισμός
του βασανισμένου στρατηγού, δεν φάνηκε να
ικανοποιεί την κακία του πολιτικού κόσμου
της Βασιλεύουσας, ο οποίος ήθελε να
απομακρύνει για πάντα τους στρατιωτικούς
από την εξουσία. Ακόμα και φυλακισμένος
στην Μονή Στουδίου, ο Διογένης κατηγορήθηκε
σαν συνωμότης για δεύτερη φορά! Όταν οι
φήμες έφθασαν στα αυτιά του,
συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε λυτρωμός.
Αυτοκτόνησε πηδώντας από τα βράχια του
μοναστηριού. Ο μικρός του γιός, ο Ρωμανός
Διογένης, ήταν τότε πέντε ετών. Έκτοτε το
μέλλον του ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο…
Σαράντα
χρόνια αργότερα το κουρελιασμένο,
εξαθλιωμένο και τυφλό ανθρώπινο ράκος, το
οποίο πριν ένα χρόνο ήταν ένας εύρωστος,
γοητευτικός άνδρας, σύρθηκε μέχρι την
Προποντίδα όπου ξεψύχησε στις 4 Αυγούστου
1072. Είχε βασιλεύσει για 1030 τραγικές ημέρες
και στους τελευταίους μαρτυρικούς μήνες
της ζωής του είχε υποστεί όλα τα
βασανιστήρια καρτερικά και αδιαμαρτύρητα,
χωρίς ποτέ να κατηγορήσει οποιονδήποτε από
τους ορκισμένους εχθρούς του. Η Ευδοκία
πήρε το πτώμα του και το έθαψε στη νήσο
Πρώτη. Μέσα στην ατμόσφαιρα της γενικότερης
εθνικής τραγωδίας, αλλά και του προσωπικού
της δράματος, η έκπτωτη πλέον Αυγούστα
θρήνησε ειλικρινά τον θάνατό του,
μετανιώνοντας πικρά για όλη εκείνη την
υποστήριξη που θα μπορούσε να του είχε
προσφέρει, αλλά δεν το είχε κάνει.
«Κι
ατάραχος, καρτερικός, μαρτυρικός
απάνου
στην αγκαλιά μιάς ρήγισας που δεν τον
γνοιάστηκε
όταν
η δύναμή του βρόνταγε κι άστραφτε το σπαθί
του
-δυσκολομάντευτη
ψυχή, θαμπή καρδιά γυναικεία-
μα
που τον ψυχοπόνεσε σαν ήρθε το κορμί του
κ’
έγινε γέλιο και ντροπή του πρωτινού κορμιού
του,
τον
πληγιασμένο μισερό, τον παραπεταμένο,
κ’
ήρθε, τον παραστάθηκε τα μάτια να του
κλείσει,
κι
απάνου τους χτυπούσανε φτερούγια αβάσταγα
όρνια,
και
τα κοράκια κράζανε κι οι κίσσες γύρες
φέρναν.
Η
ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΙΑΣ ΧΙΛΙΟΧΡΟΝΗΣ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Η
καταστροφή του Ματζικέρτ ήταν η μεγαλύτερη
που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η Αυτοκρατορία
στα 750 χρόνια ζωής της. Αν
και οι επιπτώσεις της ήττας θα ήταν
μακροχρόνιες, δεν θα ήταν υπερβολή αν
λέγαμε ότι μέσα στο διάστημα λίγων
εφιαλτικών ωρών η Αυτοκρατορία είχε
απωλέσει το 1/3 της Μικράς Ασίας. Η τραγωδία
γίνεται κυριολεκτικά δυσβάσταχτη αν
αναλογισθούμε ότι προκλήθηκε από μία
επαίσχυντη προδοσία. Ωστόσο, απέμενε μία
μικρή, τελευταία πράξη για την ολοκλήρωσή
της: μετά την ανατροπή του Ρωμανού, ο Μιχαήλ
Δούκας θεώρησε την συνθήκη άκυρη και οι
τουρκικές επιδρομές ξανάρχισαν. Δέκα
χρόνια αργότερα, το 1081, οι Σελτζούκοι είχαν
κατακτήσει ολόκληρο το πλάτωμα της
Ανατολίας, από την Αρμενία μέχρι την
Βυθινία, ονομάζοντας πρωτεύουσά τους την
Νίκαια, σε απόσταση αναπνοής από την
Κωνσταντινούπολη.
Παρά τα
ανθρώπινα ελαττώματα ή τα όποια σφάλματά
του, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει
τον Ρωμανό για την αιτία της καταστροφής. Η
σύντομη, τετραετής βασιλεία του ήταν ένας
διαρκής αγώνας απόγνωσης και πικρίας, κατά
την διάρκεια του οποίου κυνηγούσε ένα
όνειρο το οποίο γλιστρούσε διαρκώς μέσα από
τα χέρια του. Υπήρξε μία από τις
τραγικότερες μορφές του Ελληνισμού, στον
οποίον η μοίρα έταξε να πρωταγωνιστήσει σε
μία από τις μελανότερες σελίδες του: ένας
αγνός πατριώτης ο οποίος όδευε με
μαθηματική ακρίβεια προς την συνωμοτική
παγίδα που του είχαν στήσει ο Ψελλός και ο
Δούκας, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και
κάποια άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν βοηθήσει
στην επίλυση των «τεχνικών λεπτομερειών» -
ο Ιωσήφ Ταρχανιώτης, για παράδειγμα,
ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα μετά την
επιστροφή του στη Βασιλεύουσα...
Το
μεγαλύτερο και πλέον ασυγχώρητο σφάλμα του
Ρωμανού ήταν ο…ανθρωπισμός του! Η ελληνική
ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική αν την
στιγμή του ενθρονισμού του, είχε
διασφαλίσει την εξουσία του στην
Κωνσταντινούπολη, εξοντώνοντας τους
πολιτικούς υπονομευτές του, χωρίς αυτό να
τον χαρακτηρίσει απαραίτητα ως «αιμοσταγή
δολοφόνο» ή κάτι τέτοιο. Η «επίσημη»
ιστορία, κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Το
κριτήριο μίας ιστορικής επιτυχίας δεν ήταν
ποτέ η διάπραξη βίας, αλλά αν ο λόγος για τον
οποίον διαπράχθηκε δικαίωσε το τελικό
αποτέλεσμα. Σύμφωνα με αυτή την λογική, οι
Έλληνες αρνούμεθα να συγχωρέσουμε την
επιείκειά του προς εκείνους των οποίων οι
οφθαλμοί θα έπρεπε, σύμφωνα με κάθε ηθικό
και γραπτό νόμο, να βρίσκονται κάτω από την
πυρωμένη βέργα του Εβραίου. Ο Ρωμανός στο
Ματζικέρτ, πολεμούσε λανθασμένο εχθρό σε
λανθασμένο τόπο…
«Και
του Διογένη Ρωμανού κλειστήκανε τα μάτια
μέσα
στο κόκκινο νησί, στη πιο ψηλή του ράχη,
κι
η πολεμόχαρη ψυχή φτερούγισε και πάει
να
βρει στεριές και πέλαγα σ’ ανατολή και δύση,
της
γής να γίνει ριζιμιά, της θάλασσας
φουρτούνα!»
Κ.
Παλαμάς
«Η
Φλογέρα του Βασιλιά»
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ο
μύθος της μεγάλης μάχης:
Παρά τα
όσα έχουν γραφεί, το Ματζικέρτ μπορεί να
ονομασθεί μεγάλη εκστρατεία, αλλά όχι και
μεγάλη μάχη: οι Τούρκοι απέφευγαν διαρκώς
την συμπλοκή, παρασύροντας τον Ρωμανό σε
μία άκαρπη καταδίωξη. Η φυγή προεκλήθη
εξαιτίας της λανθασμένης κατανόησης της
μοιραίας διαταγής του Ρωμανού και την
προδοσία του Δούκα. Κατόπιν αυτών ελάχιστοι
παρέμειναν στο πεδίο της μάχης για να
πολεμήσουν. Ακόμα όμως κι αν ο Αυτοκράτορας
δεν είχε προδοθεί από τους στρατηγούς του,
ήταν αμφίβολο αν θα επετύγχανε την
ολοκληρωτική νίκη που επεδίωκε. Οι Τούρκοι
θα κατέφευγαν στην ασφάλεια των δύσβατων
περιοχών τους, όπως ακριβώς είχαν πράξει
και κατά την πρώτη φάση της μάχης. Έτσι η
περίφημη μάχη του Ματζικέρτ θα είχε
καταλήξει σαν μία μεθοριακή αψιμαχία.
Ακόμη
και οι απώλειες των δύο αντιπάλων ήταν
μικρές. Αν και δεν υπάρχουν αναφορές επί
τούτου, μπορεί ωστόσο, να γίνει μία πρόχειρη
εκτίμηση βάσει των γεγονότων.
·
Οι 20.000 άνδρες του Ταρχανιώτης και του
Ουρσέλιου εγκατέλειψαν το Χλιάτ, χωρίς να
εμπλακούν σε μάχη.
·
Οι 5.000 της οπισθοφυλακής του Δούκα
διέφυγαν ουσιαστικά άθικτοι.
·
Ένα απόσπασμα περίπου 1.000 Κουμάνων
μισθοφόρων, είχε αποσκιρτήσει μία μέρα πριν
τη μάχη.
·
Η δεξιά πτέρυγα του Αλυάτη, κατά το
μεγαλύτερο μέρος, ετράπη σε φυγή.
Οι
απώλειες έπληξαν το κέντρο του Ρωμανού και
το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής πτέρυγας,
άρα ένας αριθμός 10.000 νεκρών και αιχμαλώτων
θα ήταν λογικός. Εάν σε αυτόν τον αριθμό
προστεθούν και οι απώλειες των σωμάτων του
Βασιλάκιου και του Βρυέννιου, κατά τις
συμπλοκές της 25ης Αυγούστου,
καταλήγουμε σε ένα σύνολο 11.000 ανδρών από
μία αρχική δύναμη 50.000. Οι Τουρκικές
απώλειες δεν πρέπει να υπερέβαιναν τις 3-4.000.
Παρά την
υποβάθμιση που είχε υποστεί ο
αυτοκρατορικός στρατός, εξακολουθούσε να
αποτελεί μία αξιόμαχη δύναμη, ποιοτικά
ανώτερη των Τούρκων. Οι Σελτζούκοι δεν
είχαν ισχυρή πολιτική δομή, ήταν απείθαρχοι,
διαιρεμένοι σε νομαδικές φυλές και συχνά
δεν αναγνώριζαν εξουσία. Αν μετά τον θάνατο
του Βασίλειου Β΄ οι Αυτοκράτορες είχαν
φροντίσει να διατηρήσουν το επίπεδο του
στρατού, τότε ο καινοφανής τουρκικός
κίνδυνος θα είχε εξαλειφθεί πριν την
γέννησή του. Στα χρόνια που επακολούθησαν
την ήττα του Ματζικέρτ, ο βυζαντινός
στρατός απέδειξε επανειλημμένα την
ικανότητά του να κατανικά τον σελτζουκικό
στρατό, ο οποίος εξάλλου, υπολειπόταν
έναντι του αραβικού, τον οποίο η
Αυτοκρατορία είχε συντρίψει στην Μικρά
Ασία.
Ο
μύθος των στρατηγικών σφαλμάτων:
Αν και
πολλοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με την
μεγαλύτερη τραγωδία του Μεσαιωνικού
Ελληνισμού, οι περισσότεροι απέτυχαν να
αγγίξουν την αλήθεια. Ακόμη και σήμερα
υπάρχουν πολλοί ξένοι και Έλληνες
ιστορικοί αναλυτές, οι οποίοι επιρρίπτουν
την ευθύνη της ήττας στον Ρωμανό,
αποσιωπώντας ή αφήνοντας ασχολίαστη την
σωρεία των εθνοπροδοσιών της πολιτικής
εξουσίας. Οι πρώτοι το πράττουν εσκεμμένα,
πρόθυμοι να μειώσουν το κλέος της Ελληνικής
Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας. Οι δεύτεροι,
επειδή δεν θέλουν να αναταράσσουν τα νερά
του ανθελληνικού κατεστημένου που διέπει
την σύγχρονη ιστορία. Και κάποιοι τρίτοι,
επειδή απλά αντιγράφουν τους προηγούμενους
δύο. Αν και το κυριότερο στρατηγικό σφάλμα
του Ρωμανού στο πεδίο της μάχης ήταν η
σχεδόν ανύπαρκτη πληροφόρηση περί των
κινήσεων του Σουλτάνου, εκείνο που του
αποδίδουν οι επικριτές του είναι συνήθως, η
διαίρεση του στρατεύματος σε δύο σώματα,
μεταξύ του Χλιάτ και Ματζικέρτ. Η ενέργεια
αυτή όμως, ήταν ορθότατη: κατ’ αυτόν τον
τρόπο κτυπούσε αμφότερες τις εχθρικές
θέσεις, ενώ ταυτόχρονα αφαιρούσε από τον
αντίπαλο τη δυνατότητα αποστολής
ενισχύσεων από το Χλιάτ στο Ματζικέρτ και
αντίστροφα. Τέλος, ακόμα και αν η κατηγορία
αυτή ευσταθεί κατά τον οποιονδήποτε τρόπο,
ο παρών συγγραφέας δεν γνωρίζει κανέναν
στρατηγό της παγκόσμιας ιστορίας ο οποίος
να οδεύει προς το πεδίο της μάχης
προδομένος από το σύνολο της πολιτικής
εξουσίας και τους τρεις από τους πέντε
διοικητές του, και παρόλα αυτά να διατηρεί
την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας στη
μάχη.
ΑΥΛΑΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΙΑΣΟ
Ο πιο
αγαπητός μαθητής τού Μιχαήλ Ψελλού, ο
Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, ήταν ο τελευταίος της
σειράς των ανίκανων Αυτοκρατόρων οι οποίοι
βασίλευσαν από το 1025 έως το 1079. Σύμφωνα με
τις κολακευτικές προτροπές και επιταγές
του πρώτου, ασχολήθηκε περισσότερο με την
ποίηση και την φιλοσοφία, παρά με τις
κρατικές υποθέσεις. Παρόλα αυτά, κάποια
μέρα, αποφάσισε να τον απομακρύνει από το
παλάτι προς χάριν κάποιου άλλου λόγιου. Ο
Ψελλός απομονώθηκε σε κάποιο μοναστήρι και
πέθανε το 1078, αγνοημένος από όλους και
εκδιωγμένος για πάντα από το περιβάλλον της
εξουσίας το οποίο αποτελούσε το οξυγόνο που
τον διατηρούσε ζωντανό – ίσως η πιό
αρμόζουσα τιμωρία για έναν άνθρωπο σαν
αυτόν. Διακατεχόμενος από ένα κρυφό
σύμπλεγμα ανωτερότητας, περιφρονώντας κατά
βάθος, κάθε μορφή εξουσίας, ο μηχανορράφος
φιλόσοφος, κατηγόρησε όλους τους
Αυτοκράτορες της εποχής του ως υπεύθυνους
για την καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Ο
ίδιος φυσικά, δεν συμπεριέλαβε ποτέ τον
εαυτό του ανάμεσα στους υπεύθυνους, παρότι
όλοι υπήρξαν εκούσια ή ακούσια όργανα της
δαιμόνιας χειραγωγίας του. Η προδοσία του
Ρωμανού υπήρξε το μεγαλύτερο «επίτευγμα»
της ζωής του, αν και μερικοί θεωρούν την
χρονογραφία του...
Η
Ευδοκία έζησε άλλα 25 χρόνια, αφοσιωμένη
μόνο στα γράμματα και την ποίηση. Ο Ιωάννης
Δούκας άσκησε την εξουσία πίσω από τον
θρόνο του ανεψιού του, και γιού της Ευδοκίας,
Μιχαήλ Ζ΄. Κάποια στιγμή όμως, ελλείψει
άλλων στρατηγών, στάλθηκε να πολεμήσει τους
Τούρκους. Ηττήθηκε στη μάχη, αιχμαλωτίστηκε
και απελευθερώθηκε. Μόλις επέστρεψε εκάρη
μοναχός και διατήρησε την παρασκηνιακή
εξουσία ακόμη και με την νέα του ιδιότητα,
μέχρι το τέλος της βασιλείας του ανεψιού
του. Το 1078 ο στρατηγός Νικηφόρος
Βοτανειάτης, επαναστάτησε εναντίον του
Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και ανακηρύχθηκε
Αυτοκράτωρ, αλλά θα βασίλευε ελάχιστα. Ο
αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής του
Ρωμανού, Νικηφόρος Βασιλάκιος, παρέμεινε
πάντοτε αμετανόητος και πιστός στο όραμά
του. Το ίδιο έτος επαναστάτησε κατά του
Βοτανειάτη, αλλά νικήθηκε από τον Αλέξιο
Κομνηνό και είχε το ίδιο τέλος με τον Ρωμανό:
τυφλώθηκε και πέθανε αφανής.
Ο Αλπ
Αρσλάν πέθανε το 1072, λίγους μήνες μετά τον
Ρωμανό. Κατά ειρωνική σύμπτωση, αιτία του
θανάτου του ήταν η υπεροψία και η
βαναυσότητά του, ελαττώματα για τα οποία
είχε κατακρίνει τον Ρωμανό. Με απώτερο
σκοπό την συνένωση ολόκληρου του
μουσουλμανικού κόσμου, επέκτεινε τα σύνορα
της νεοσύστατης αυτοκρατορίας του προς το
Τουρκεστάν, την κοιτίδα των προγόνων του.
Στην πορεία του καθυπέταξε πόλεις και
πολιόρκησε οχυρά. Το φρούριο του Μπαρζάμ,
υπερασπιζόμενο από τον ακατάβλητο Χωράσμιο
Ιρανό Γιουσούφ Κοτουάλ, προέβαλε σθεναρή
αντίσταση. Όταν τελικά κατελήφθη, ο Κοτουάλ
οδηγήθηκε αιχμάλωτος μπροστά στον Σουλτάνο.
Ο ένας χρόνος που είχε περάσει από την νίκη
του στο Ματζικέρτ είχε σβήσει εύκολα από το
μυαλό του τα λόγια του περί «…συγχώρεσης
προς τους κακούς». Μόλις αντίκρισε τον
αιχμάλωτο αντίπαλό του, διέταξε να
βασανιστεί μέχρι θανάτου. Οργισμένος ο
Κοτουάλ, χωρίς να έχει πλέον τίποτα να χάσει,
πέρα από έναν αργό, μαρτυρικό θάνατο,
προσέβαλε κατάμουτρα τον Σουλτάνο,
αποκαλώντας τον δειλό. Ο πάντοτε γενναίος
Αλπ Αρσλάν, διέταξε τους φρουρούς να τον
απελευθερώσουν για να αναμετρηθούν μόνοι
τους. Ο Κοτουάλ τράβηξε ένα μαχαίρι και
όρμησε μανιασμένος κατά του Σουλτάνου. Ο
Αλπ Αρσλάν όμως, ήταν ένας από τους
δεινότερους τοξότες της εποχής του. Με
αξιοθαύμαστη ταχύτητα έβαλε ένα βέλος στη
χορδή του τόξου του. Την στιγμή που το χέρι
του απελευθέρωνε την χορδή, το πόδι του
γλίστρησε. Το βέλος αστόχησε για ελάχιστα
εκατοστά και την επόμενη στιγμή ο Κοτουάλ
κάρφωνε το μαχαίρι του στο στήθος του.
Τέσσερις ημέρες αργότερα ο νικητής του
Ματζικέρτ θα υπέκυπτε στο μοιραίο τραύμα
του. Ήταν 42 χρονών και είχε βασιλεύσει επί 10
χρόνια. Συνειδητοποιώντας ότι είχε
τιμωρηθεί για την υπεροψία του, διέταξε να
γραφή στον τάφο του η ακόλουθη επιγραφή:
«Όλοι
εσείς που είδατε το μεγαλείο του Αλπ Αρσλάν
να αγγίζει τα ουράνια, δείτε το τώρα να
μετατρέπεται σε σκόνη».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Alfred
Friendly “The Dreadful Day, the Battle of Manzikert 1071”, University Press
of Virginia, 1982.
2.
Toumanoff, C. “The
Background to Mantzikert”, International Congress of Byzantine Studies,
London, 1967.
3.
John Julius Norwich
“Byzantium, The Apogee”, Penguin Books, 1993
4.
K.
Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους», Εκδόσεις Αλέξανδρος.
5.
Μιχαήλ Ατταλειάτης «Ιστορία»,
Εκδόσεις Κανάκη 1997.
6.
Μιχαήλ Ψελλός «Χρονογραφία»,
Εκδόσεις Κανάκη 1996.
7.
Κώστα Κυριαζή «Ρωμανός
Δ΄Διογένης», Εστία 1974.
8.
John Haldon “The Byzantine
Wars”, Tempus Publishing, 2001.
9.
Νίκος Τσάγγας “Μαντζικέρτ,
Η Αρχή του Τέλους του Μεσαιωνικού
Ελληνισμού”, Εκδόσεις Γκοβόστη.
10.
Ian Heath & Angus
McBride “Byzantine Armies 886-1118”, Osprey Publishing, 1979.
11.
Time-Life
Παγκόσμια Ιστορία, εκδόσεις Καπόπουλος,
Αθήνα 1991.
Βίντεο της μάχης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου