Ο ερχομός των Φράγκων
Sir Steven Runciman,
«Μυστράς: Βυζαντινή πρωτεύουσα της Πελοποννήσου»
Ο ερχομός των Φράγκων
1204: Xάρτης της διαμελισμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας
Οι πρώτες συμφωνίες των σταυροφόρων για το διαμελισμό του Βυζαντίου
Τον Μάρτιο του 1204, ένα μήνα προτού καταλάβουν την Αυτοκρατορική Πόλη, οι ιππότες της Δ' Σταυροφορίας και οι Βενετοί σύμμαχοί τους άρχισαν να συζητούν για το πώς θα μοίραζαν την Αυτοκρατορία που έλπιζαν να κατακτήσουν σύντομα. Η συνθήκη της διανομής που περιελάμβανε τον κατάλογο των εδαφών που θα παραχωρούνταν στο νέο Λατίνο αυτοκράτορα, τους επικεφαλής άρχοντες της Σταυροφορίας και τους Βενετούς, υπογράφτηκε τον Οκτώβριο.
Λίγες συνθήκες ήταν τόσο ανεφάρμοστες. Ο αυτοκράτορας κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος θα μοιραζόταν αυτή την ίδια την Κωνσταντινούπολη με τους Βενετούς, οι οποίοι θα έπαιρναν τα τρία όγδοά της και οι οποίοι επίσης μοιράστηκαν μαζί του την επαρχία της Θράκης. Οι περισσότεροι από τους τόπους που του παραχωρήθηκαν βρίσκονταν στην Ασία. Κανένας από αυτούς δεν είχε ακόμη κατακτηθεί και λίγοι από αυτούς επρόκειτο να κατακτηθούν κάποτε από τους Λατίνους. Αυτοί που υπέγραψαν δεν αποτόλμησαν να θίξουν το θέμα της Θεσσαλονίκης, που την είχε διεκδικήσει και καταλάβει ο μαρκήσιος του Μομφερράτου, ο κύριος αντίζηλος του κόμη της Φλάνδρας στη Σταυροφορία. Σε λιγότερο σημαντικούς άρχοντες δόθηκαν εδάφη στην ελληνική χερσόνησο και τα νησιά, πολλά από τα οποία επρόκειτο να κατακτηθούν αργότερα.
Αυτή που τα κατάφερε καλύτερα από όλους ήταν η Βενετία. Μετά από αιώνες άσκησης του εμπορίου στις βυζαντινές θάλασσες, οι Βενετοί γνώριζαν τι θα τους ήταν χρήσιμο. Στην πραγματικότητα, ζήτησαν και έλαβαν πολύ περισσότερα από όσα είχαν την πρόθεση να καταλάβουν. Εκτός από το μερίδιό τους στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη, επρόκειτο να λάβουν όλη τη Δυτική Ελλάδα, μέχρι τη διαχωριστική οροσειρά της Πίνδου και ουσιαστικά όλη την Πελοπόννησο, μαζί και τη Λακεδαίμονα και την επαρχία της Λακωνίας. Το μεγαλύτερο μέρος από τα εδάφη αυτά δεν είχε κατακτηθεί •και η Βενετία δεν είχε καμία επιθυμία να ξοδέψει χρήματα και χρόνο για να κατακτήσει εδάφη που η διοίκησή τους θα μπορούσε να είναι δύσκολη και πολυδάπανη. Αλλά, ίσως να άξιζε να έχει κανείς ένα κατοχυρωμένο νομικό δικαίωμα πάνω σε αυτά.
Χάρτης της Πελοποννήσου την εποχή της Φραγκοκρατίας
Η Πελοπόννησος
Παρ' όλη την απροθυμία των Βενετών να αναλάβουν τα εδάφη που τους είχαν παραχωρηθεί, η Πελοπόννησος δεν μπόρεσε να διατηρήσει για πολύ καιρό την ησυχία της. Οι Έλληνες άρχοντες της περιοχής είχαν ελπίσει ότι θα απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους.
Ο πιο δραστήριος από αυτούς, οΛέων Σγουρός, άρχοντας του Ναυπλίου, ήδη πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχε αρχίσει να σχεδιάζει τηδημιουργία μιας ηγεμονίας στην Ελλάδα. Είχε καταλάβει το Άργος και μετά την Κόρινθο, με την απόρθητη ακρόπολή της, τον Ακροκόρινθο. Το καλοκαίρι του 1204 βάδισε κατά της Αθήνας και περιορίστηκε στην πυρπόληση της πόλης κάτω από την Ακρόπολη, αν και η Ακρόπολη η ίδια αντιστάθηκε υπό την αρχηγία του διακεκριμένου αρχιεπισκόπου της Μιχαήλ Ακομινάτου. Το Σεπτέμβριο του 1204 ο Σγουρός είχε καταλάβει τη Θήβα στη Βοιωτία και είχε φθάσει στη Λάρισα στη Θεσσαλία. Εκεί συνάντησε κάποιους διακεκριμένους πρόσφυγες από τηνΚωνσταντινούπολη, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος Γ'Αλέξιος Γ' και η κόρη του Ευδοκία, χήρα τουΑλεξίου Ε' του Μούρτζουφλου. Έσπευσε να παντρευτεί την Ευδοκία για να προσδώσει κάποια νομιμότητα στην εξουσία του.
Οι Πελοποννήσιοι άρχοντες, όπως ο Λέων Χαμάρετος στη Σπάρτη, παρατηρούσαν την προέλασή του με ευχαρίστηση. Δεν έθιγε την ανεξαρτησία τους και θα χρησίμευε-πίστευαν- σαν προστασία κατά της προέλασης των Φράγκων. Οι ελπίδες τους επρόκειτο να διαψευστούν. Τον Σγουρό, παρ' όλες του τις επιχειρήσεις και το προσωπικό του θάρρος, ο ελληνικός πληθυσμός τον απεχθανόταν για την αγριότητά του• και ήταν τόσο πιεστικός όσο και κάθε αυτοκρατορικός φοροεισπράκτορας. Ο στρατός του ήταν μικρός και δεν μπορούσε κανείς να βασιστεί σ' αυτόν. Όταν στο τέλος του Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε ότι μια μεγάλη στρατιά Φράγκων προέλαυνε από το βορρά προς τα νότια, μετακινήθηκε προς τα πίσω, στα Στενά των Θερμοπυλών. Τότε, κρίνοντας ότι θα ήταν άσκοπο να μιμηθεί τους Σπαρτιάτες της αρχαίας εποχής, αποσύρθηκε στον Ισθμό της Κορίνθου.
Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός
Το στρατό των Φράγκων οδηγούσε ο Βονιφάτιος, μαρκήσιος του Μομφερράτου. Αυτός είχε ελπίσει, μάταια, να γίνει αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Αντί γι' αυτό αναγνωρίστηκε άρχοντας της Θεσσαλονίκης και σκόπευε να δημιουργήσει στην Ελλάδα υποτελή κρατίδια Σταυροφόρων οι οποίοι θα όφειλαν αφοσίωση σ' αυτόν μάλλον παρά στον αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Φλάνδρας ή τους Βενετούς. Από όλους τους ηγέτες των Σταυροφόρων ο Βονιφάτιος ήταν εκείνος που οι Έλληνες αποδέχονταν περισσότερο. Προερχόταν από μια μικρή ηγεμονία της Λομβαρδίας, αλλά ήταν πλούσιος και από οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης, εξάδελφος και του βασιλέα της Γαλλίας και του Γερμανού αυτοκράτορα. Σαν Ιταλός, φαινόταν προτιμότερος από τους τραχείς, απολίτιστους ιππότες που είχαν έρθει από τα μέρη πέρα από τις Άλπεις. Επιπλέον, η οικογένειά του είχε πολλούς δεσμούς με την Ανατολή. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν κάποτε γαμπρός του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού και λαοφιλής αντιβασιλέας στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ο ίδιος, λίγο μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, είχε παντρευτεί τη χήρα του αυτοκράτορα Ισαάκ του Αγγέλου, τη Μαργαρίτα της Ουγγαρίας, που είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη σαν νεαρό κορίτσι και είχε δημιουργήσει εκεί πολλούς φίλους.
Κάμποσοι Έλληνες τον ακολούθησαν και μεταξύ αυτών ήταν και ένας νόθος πρίγκιπας από την οικογένεια των Αγγέλων, ο Μιχαήλ. Αυτός, όμως, εγκατέλειψε το στρατό στη Θεσσαλία για να πάει προς τα δυτικά, στην Ήπειρο, και να προσπαθήσει να επωφεληθεί από τις εκεί δυσκολίες, παίρνοντας μαζί του τα περισσότερα από τα ελληνικά στρατεύματα. Η αποστασία, σε καμία περίπτωση δεν προξένησε ανησυχία στο Βονιφάτιο, που προέλαυνε σταθερά, παραχωρώντας φέουδα σε έμπιστους συνεργάτες του καθώς προχωρούσε. Ο Σγουρός θεώρησε ότι ήταν αδύνατο να κρατήσει τον Ισθμό και αποσύρθηκε στην ακρόπολή του, στον Ακροκόρινθο. Ο Βονιφάτιος άφησε εκεί στρατεύματα να τον πολιορκούν και προχώρησε για να επιτεθεί στα άλλα του κάστρα, στο Άργος και το Ναύπλιο. Και τα δύο ήσαν περίφημα φρούρια• και ο Βονιφάτιος δεν είχε αρκετούς άνδρες ώστε να επιχειρήσει να τα καταλάβει με έφοδο. Περίμενε από κάτω, αποσκοπώντας στον αποκλεισμό των εχθρών, μέχρις ότου εξαντλημένοι από τη πείνα αναγκασθούν να παραδοθούν
Ο Μιχαήλ Άγγελος της Ηπείρου
Όσο τα τρία αυτά κάστρα καθυστερούσαν τον στρατό των Σταυροφόρων, ο Λέων Χαμάρετος στην κοιλάδα της Σπάρτης και οι μικρής σημασίας φεουδάρχες που ήσαν γείτονές του μπορούσαν να ελπίζουν στην ειρηνική διακυβέρνηση των εδαφών τους. Επιπλέον, τώρα είχαν έναν ισχυρό προστάτη. Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε φύγει αιφνίδια για την Ήπειρο, μαθαίνοντας ότι ο τοπικός διοικητής, ο εξάδελφός του Σεναχηρείμ, αντιμετώπιζε δυσκολίες. Έφθασε και ανακάλυψε ότι ο Σεναχηρείμ είχε πρόσφατα δολοφονηθεί. Αμέσως παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη διακυβέρνηση. Ήταν ικανός και δραστήριος και ήταν συμπαθής στον πληθυσμό του τόπου. Μέσα σε ένα χρόνο ήταν κύριος όλης της Δυτικής Ελλάδας, από το Δυρράχιο μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο. Αυτή ήταν μια περιοχή για την οποία οι Σταυροφόροι δεν ενδιαφέρονταν• είχε παραχωρηθεί στη Βενετία με τη συνθήκη της διανομής, αλλά οι Βενετοί δεν έκαναν τίποτε, έως ότου ο Μιχαήλ είχε για τα καλά επιβληθεί. Τότε του ζήτησαν να αποδεχθεί την επικυριαρχία τους και να δεχθεί τους εμπόρους τους στις πόλεις του. Αυτό ήταν κάτι που τον συνέφερε. Η επικυριαρχία ήταν κατ' όνομα, αλλά του παρείχε κάποια προστασία ενάντια στους γείτονές του• και το βενετικό εμπόριο έφερε την οικονομική άνθιση στο λαό του. Άρχισε να βλέπει τον εαυτό του αρχηγό των Ελλήνων στην κυρίως Ελλάδα.
Οι Βιλλαρδουίνοι και οι συμφωνίες τους για την κατάκτηση του Μωριά
Ο κίνδυνος εμφανίσθηκε στην Πελοπόννησο από ένα σημείο που κανείς δεν το περίμενε. Ανάμεσα στους ιππότες που έγιναν Σταυροφόροι για να συνεχίσουν την Δ' Σταυροφορία ήσαν δύο άρχοντες από την Καμπανία, ο Στρατάρχης Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος και ο ανιψιός του Γοδεφρείδος.
Ο πρώτος ταξίδεψε με το κύριο εκστρατευτικό σώμα και επρόκειτο να γίνει ο κατ' εξοχήν χρονικογράφος του. Ο άλλος καθυστέρησε κατά την αναχώρηση και αποφάσισε να πάει με τη μικρή του συνοδεία κατευθείαν στην Παλαιστίνη. Μόνο όταν έφθασε εκεί, έμαθε ότι η Σταυροφορία είχε αλλάξει πορεία και κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη και φαίνεται ότι έλαβε ένα προσωπικό μήνυμα από το θείο του, που τον προέτρεπε να πάει και να μοιραστεί τα πλούσια λάφυρα που επρόκειτο να κερδίσουν στα βυζαντινά εδάφη. Έτσι, μετά από ένα σύντομο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, επιβιβάσθηκε μαζί με μερικούς άλλους Σταυροφόρους σε μια μικρή ναυτική μοίρα που έπλεε για τον Βόσπορο. Το φθινόπωρο είχε πια μπει για τα καλά• και τα πλοία διασκορπίστηκαν από μια καταιγίδα. Το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν ο Γοδεφρείδος και μια χούφτα άνθρωποι που τον ακολουθούσαν, αναγκάσθηκε να πλεύσει προς τα δυτικά και κατέφυγε στο λιμάνι της Μεθώνης, κοντά στη νοτιοδυτική άκρη της Πελοποννήσου.
Ο Έλληνας άρχοντας της περιοχής ανυπομονούσε να επεκτείνει τα εδάφη του σε βάρος των γειτόνων του. Κάλεσε το Γοδεφρείδο να τον βοηθήσει με την υπόσχεση μιας πλουσιοπάροχης ανταμοιβής. Δεν είχε πολύ νόημα να προσπαθήσει να πλεύσει για την Κωνσταντινούπολη με αυτό τον ύπουλο χειμωνιάτικο καιρό. Έτσι, ο Γοδεφρείδος δέχτηκε την πρόταση και σύντομα ανακάλυψε πόσο εύκολο θα ήταν για λίγους καλά οπλισμένους στρατιώτες της Δύσης να κατακτήσουν εδάφη στην Πελοπόννησο. Οι ντόπιοι Έλληνες ήταν εντελώς ασυνήθιστοι στο να πολεμούν. Οεξοπλισμός τους και τα όπλα τους ήταν ελλιπή και ξεπερασμένα• και ένοιωθαν ελάχιστη αφοσίωση για τους κυβερνήτες τους, αδιαφορώνταςγια το ποιος θα ήταν ο άρχοντας που προσπαθούσε να τους εκμεταλλευθεί. Μόνον από τις φρουρές των λίγων οχυρωμένων κάστρων ή από μια ή δύο ορεινές φυλές θα μπορούσαν να συναντήσουν οι εισβολείς κάποια σθεναρή αντίσταση.
Ο Γοδεφρείδος πέρασε το χειμώνα ασχολούμενος με την κατάκτηση της επαρχίας της Μεσσηνίας για λογαριασμό του Έλληνα άρχοντα. Αλλά την άνοιξη του 1205 ο άρχοντας της Μεθώνης πέθανε και ο γιος του έδιωξε το Γοδεφρείδο χωρίς να του δώσει την αμοιβή που του είχαν τάξει. Οι σύντροφοι του Γοδεφρείδου ήσαν πολύ λίγοι, ώστε να μπορέσει να διαμαρτυρηθεί αποτελεσματικά. Έτσι, γνωρίζοντας τώρα ότι ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός ήταν στην Πελοπόννησο ασχολούμενος με την πολιορκία του Ναυπλίου, ξεκίνησε με το στρατό του και πέρασεέφιππος από τη μια πλευρά των βουνών στην άλλη, για να τον συναντήσει.
Μετά από έξι ημέρες, γεμάτες περιπέτειες, έφθασαν στο στρατόπεδο των Φράγκων. Εκεί ο Γοδεφρείδος συνάντησε ένα παλιό φίλο από την Καμπανία, το Γουλιέλμο Σαμπλίτ. Ο πατέρας του Γουλιέλμου ήταν γιος μιας κόμισσας της Καμπανίας αλλά είχε αποπεμφθεί από τον κόμη ως νόθος και για το λόγο αυτό είχε κληρονομήσει μόνο τα κτήματα της μητέρας του στο Σαμπλίτ. Αλλά πολλοί ευγενείς της Καμπανίας, και οι Βιλλαρδουίνοι μεταξύ αυτών, πίστευαν ότι είχε αδικηθεί και θεωρούσαν τον άρχοντα του Σαμπλίτ σαν τον αληθινό τους επικυρίαρχο. Έτσι, αν και ο Γουλιέλμος δεν ήταν ο πρωτότοκος γιος, ο Γοδεφρείδος ένοιωθε γι'αυτόν την αφοσίωση του υποτελούς προς τον φεουδάρχη του.
Ο Γουλιέλμος ήταν φιλόδοξος• και όταν ο Γοδεφρείδος του είπε ότι υπήρχαν πλούσια εδάφη στο Μοριά που ένας μικρός επαγγελματικός στρατόςεύκολα θα μπορούσε να κατακτήσει, τον άκουσε με ενθουσιασμό. Ο Βονιφάτιος έδωσε την έγκρισή του για το σχέδιο και επέτρεψε στο Γουλιέλμο να αποσύρει τα προσωπικά του στρατεύματα. Συμφωνήθηκε ότιο Γουλιέλμος θα παρέδιδε όλες τις κατακτημένες περιοχές στην κυριαρχία του Βονιφάτιου και ο Γοδεφρείδος θα γινόταν υποτελής του Γουλιέλμου για όλα τα εδάφη που θα του είχαν παραχωρηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου