Αναπαράσταση της βουβωνικής πανώλης |
του Θάνου Δασκαλοθανάση
Οι μολυσματικές επιδημίες - ιδιαίτερα πανώλης -ήταν εκείνες που σημάδεψαν την ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης και του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια του ιστορικού βίου της, η αυτοκρατορία επλήγη αρκετές φορές –οι δύο ήταν φονικές- από θανατηφόρες επιδημίες που είχαν αλυσιδωτές επιπτώσεις στο κράτος και στην κοινωνία.
Το 541 επιδημία βουβωνικής πανώλης χτυπά περιοχές της Μεσογείου. Η πρώτη επιδημία εκδηλώθηκε και στο Βυζάντιο.Την ώρα που οι στρατιές του αυτοκράτορα Ιουστινιανού αναβίωναν την παλιά δόξα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ανακαταλαμβάνοντας χαμένα εδάφη, η εμφάνιση της αρρώστιας αποτέλεσε τροχοπέδη στη προσπάθεια αυτή. Η πανώλη ήταν μια άγνωστη ασθένεια που γεννιόταν από τα τρωκτικά της Αιγύπτου και μεταδιδόταν μέσω των καραβιών και του εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Πόλη υπήρχε μια σχετική οργάνωση, όσον αφορά τους εμπόρους που κατέφταναν στο λιμάνι, οι οποίοι υποχρεωτικά κατέλυαν σε ειδικούς ξενώνες και διαπραγματεύονταν την πώληση των εμπορευμάτων τους επίσης σε ειδικούς χώρους, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο εξάπλωσης της νόσου. Ωστόσο η μετάδοση της ασθένειας δε στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πανούκλα θέριζε 5.000! ζωές την ημέρα, αφανίζοντας τον μισό περίπου πληθυσμό της πόλης.
Η πανώλη έκανε την εμφάνισή της στην Αιγύπτο.Από εκεί, και σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξαπλώθηκε σε όλο το γνωστό τότε κόσμο, από την Ινδία και Κίνα μέχρι την Ιρλανδία. Ο αυτόπτης μάρτυρας και ιστορικός Προκόπιος περιγράφει:
<<Εκείνα τα χρόνια έπεσε μεγάλος λοιμός,από τον οποίο κινδύνευσε να εξαφανιστεί όλο το ανθρώπινο γένος. Ξεκίνησε από τους Αιγυπτίους που κατοικούν στο Πηλούσιο. Από εκεί η αρρώστια απλώθηκε σ’ όλη τη γη και δεν άφησε ούτε νησί, ούτε σπηλιά ή βουνοκορφή όπου να ζούσε κάποιος άνθρωπος. Τους ανθρώπους τους έπιανε ξαφνικά πυρετός. Ο πυρετός ήταν χαμηλός από την αρχή ως το βράδυ, ώστε δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι επικίνδυνο. Την ίδια μέρα, σε μερικούς ασθενείς, σε άλλους την επομένη και στους υπόλοιπους ύστερα από λίγες μέρες, παρουσιαζόταν πρήξιμο, που αρχικά περιοριζόταν στη βουβωνική χώρα. Ύστερα επεκτεινόταν στη μασχάλη, σε ορισμένες, μάλιστα περιπτώσεις και στο πίσω μέρος των αφτιών και σε διάφορα σημεία των μηρών. Σε μερικές περιπτώσεις ο θάνατος ερχόταν αμέσως, ενώ σε άλλες ύστερα από μέρες. Σε μερικούς ασθενείς το σώμα γέμιζε με μαύρες φουσκάλες, μεγάλες σαν σπυριά φακής,αυτοί δεν ζούσαν ούτε μια μέρα, αλλά πέθαιναν αμέσως. Μερικοί, πάλι, έκαναν εμετό με αίμα, χωρίς καμιά φανερή αιτία, και αμέσως πέθαιναν>>.
Στην αρχή σημειώθηκαν θάνατοι κάπως περισσότεροι από τους συνηθισμένους. Ύστερα ο κακό μεγάλωσε και ο αριθμός των νεκρών έφτανε τις πέντε χιλιάδες την ημέρα, και αργότερα τις δέκα χιλιάδες και ακόμα παραπάνω. Κάθε είδος εργασίας είχε σταματήσει.
Μία δεύτερη περιγραφή της αρρώστιας έχει διασωθέι από τον Ευάγριο Σχολαστικό, εκκλησιαστικό συγγραφέα, αυτόπτη μάρτυρα και παθόντα:
«Η αρρώστια λέγεται πως άρχισε από την Αιθιοπία. Βήμα προς βήμα διέτρεξε ολόκληρη την οικουμένη, χωρίς να αφήσει ανέγγιχτο κανένα από τους ανθρώπους. Η νόσος εκδηλωνόταν με διάφορα συμπτώματα. Σε άλλους άρχιζε από το κεφάλι με κόκκινα από το αίμα τα μάτια και με πρησμένο πρόσωπο, κατέβαινε μέχρι το λαιμό και έστελνε όποιον είχε προσβάλει στο θάνατο. Σε άλλους προκαλούσε γαστρορραγία. Κάποιοι βουβώνες πρήζονταν και εξαιτίας τους ανέβαινε υψηλός πυρετός. Και πέθαιναν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, έχοντας σώας τα φρένας και το σώμα ίδιο με εκείνους που δεν είχαν πάθει τίποτε. Άλλοι όμως έχαναν τη ζωή τους, αφού παραλογίζονταν. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που κάποιοι προσβλήθηκαν και μια και δυο φορές και διέφυγαν τον κίνδυνο, αλλά πέθαναν μόλις προσβλήθηκαν ξανά. Και οι τρόποι μετάδοσης της νόσου ήταν πολλοί και πέραν κάθε λογικής. Άλλοι μεν χάνονταν απλώς ζώντας και τρώγοντας μαζί, άλλοι δε μόνο από την απλή επαφή, άλλοι όταν έμπαιναν μέσα στο σπίτι, άλλοι στην αγορά. Μερικοί φεύγοντας απρόσβλητοι από πόλεις που νοσούσαν μετέδωσαν τη νόσο σε άλλους που δεν νοσούσαν. Και όσοι ήταν πρόθυμοι να προσβληθούν, επειδή είχαν χάσει τα παιδιά τους ή το σπιτικό τους και είχαν ακριβώς γι’ αυτό αναμιχτεί με τους νοσούντες, δεν προσβλήθηκαν λες και η αρρώστια να αντιστρατευόταν τη θέλησή τους. Το τι θα επακολουθήσει είναι άδηλο αφού ο Θεός είναι αυτός που θα κρίνει, αυτός που γνωρίζει τις αιτίες κάθε πράγματος και πού αυτές θα οδηγήσουν».
Γίνεται φανερό και από τις δύο περιγραφές ότι η αρρώστια είχε ορισμένα συμπτώματα τα οποία ήταν κοινά, όπως: προκαλούσε πρήξιμο των βουβώνων, πυρετό, διάρροια, εμετούς, κώμα, παραισθήσεις και τελικά θάνατο στα περισσότερα από τα θύματά της σε διάστημα λίγων ημερών..
Η Ιατρική, την εποχή αυτή, ήταν περισσότερο μια εμπειρική, πρακτική ασχολία και λιγότερο μια επιστήμη για τη θεραπεία,για όσους λίγους είχαν την πρόσβαση και τη γνώση. Από κοντά και η θεολογία της εποχής με την επικρατούσα άποψη ότι οι ασθένειες προέρχονταν από το Θεό, ο οποίος είναι μεν εξ ορισμού πανάγαθος, αλλά οι αμαρτίες των ανθρώπων επιφέρουν την τιμωρία τους μέσω των ασθενειών.
Το 541 επιδημία βουβωνικής πανώλης χτυπά περιοχές της Μεσογείου. Η πρώτη επιδημία εκδηλώθηκε και στο Βυζάντιο.Την ώρα που οι στρατιές του αυτοκράτορα Ιουστινιανού αναβίωναν την παλιά δόξα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ανακαταλαμβάνοντας χαμένα εδάφη, η εμφάνιση της αρρώστιας αποτέλεσε τροχοπέδη στη προσπάθεια αυτή. Η πανώλη ήταν μια άγνωστη ασθένεια που γεννιόταν από τα τρωκτικά της Αιγύπτου και μεταδιδόταν μέσω των καραβιών και του εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Πόλη υπήρχε μια σχετική οργάνωση, όσον αφορά τους εμπόρους που κατέφταναν στο λιμάνι, οι οποίοι υποχρεωτικά κατέλυαν σε ειδικούς ξενώνες και διαπραγματεύονταν την πώληση των εμπορευμάτων τους επίσης σε ειδικούς χώρους, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο εξάπλωσης της νόσου. Ωστόσο η μετάδοση της ασθένειας δε στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πανούκλα θέριζε 5.000! ζωές την ημέρα, αφανίζοντας τον μισό περίπου πληθυσμό της πόλης.
Η πανώλη έκανε την εμφάνισή της στην Αιγύπτο.Από εκεί, και σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξαπλώθηκε σε όλο το γνωστό τότε κόσμο, από την Ινδία και Κίνα μέχρι την Ιρλανδία. Ο αυτόπτης μάρτυρας και ιστορικός Προκόπιος περιγράφει:
<<Εκείνα τα χρόνια έπεσε μεγάλος λοιμός,από τον οποίο κινδύνευσε να εξαφανιστεί όλο το ανθρώπινο γένος. Ξεκίνησε από τους Αιγυπτίους που κατοικούν στο Πηλούσιο. Από εκεί η αρρώστια απλώθηκε σ’ όλη τη γη και δεν άφησε ούτε νησί, ούτε σπηλιά ή βουνοκορφή όπου να ζούσε κάποιος άνθρωπος. Τους ανθρώπους τους έπιανε ξαφνικά πυρετός. Ο πυρετός ήταν χαμηλός από την αρχή ως το βράδυ, ώστε δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι επικίνδυνο. Την ίδια μέρα, σε μερικούς ασθενείς, σε άλλους την επομένη και στους υπόλοιπους ύστερα από λίγες μέρες, παρουσιαζόταν πρήξιμο, που αρχικά περιοριζόταν στη βουβωνική χώρα. Ύστερα επεκτεινόταν στη μασχάλη, σε ορισμένες, μάλιστα περιπτώσεις και στο πίσω μέρος των αφτιών και σε διάφορα σημεία των μηρών. Σε μερικές περιπτώσεις ο θάνατος ερχόταν αμέσως, ενώ σε άλλες ύστερα από μέρες. Σε μερικούς ασθενείς το σώμα γέμιζε με μαύρες φουσκάλες, μεγάλες σαν σπυριά φακής,αυτοί δεν ζούσαν ούτε μια μέρα, αλλά πέθαιναν αμέσως. Μερικοί, πάλι, έκαναν εμετό με αίμα, χωρίς καμιά φανερή αιτία, και αμέσως πέθαιναν>>.
Στην αρχή σημειώθηκαν θάνατοι κάπως περισσότεροι από τους συνηθισμένους. Ύστερα ο κακό μεγάλωσε και ο αριθμός των νεκρών έφτανε τις πέντε χιλιάδες την ημέρα, και αργότερα τις δέκα χιλιάδες και ακόμα παραπάνω. Κάθε είδος εργασίας είχε σταματήσει.
Μία δεύτερη περιγραφή της αρρώστιας έχει διασωθέι από τον Ευάγριο Σχολαστικό, εκκλησιαστικό συγγραφέα, αυτόπτη μάρτυρα και παθόντα:
«Η αρρώστια λέγεται πως άρχισε από την Αιθιοπία. Βήμα προς βήμα διέτρεξε ολόκληρη την οικουμένη, χωρίς να αφήσει ανέγγιχτο κανένα από τους ανθρώπους. Η νόσος εκδηλωνόταν με διάφορα συμπτώματα. Σε άλλους άρχιζε από το κεφάλι με κόκκινα από το αίμα τα μάτια και με πρησμένο πρόσωπο, κατέβαινε μέχρι το λαιμό και έστελνε όποιον είχε προσβάλει στο θάνατο. Σε άλλους προκαλούσε γαστρορραγία. Κάποιοι βουβώνες πρήζονταν και εξαιτίας τους ανέβαινε υψηλός πυρετός. Και πέθαιναν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, έχοντας σώας τα φρένας και το σώμα ίδιο με εκείνους που δεν είχαν πάθει τίποτε. Άλλοι όμως έχαναν τη ζωή τους, αφού παραλογίζονταν. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που κάποιοι προσβλήθηκαν και μια και δυο φορές και διέφυγαν τον κίνδυνο, αλλά πέθαναν μόλις προσβλήθηκαν ξανά. Και οι τρόποι μετάδοσης της νόσου ήταν πολλοί και πέραν κάθε λογικής. Άλλοι μεν χάνονταν απλώς ζώντας και τρώγοντας μαζί, άλλοι δε μόνο από την απλή επαφή, άλλοι όταν έμπαιναν μέσα στο σπίτι, άλλοι στην αγορά. Μερικοί φεύγοντας απρόσβλητοι από πόλεις που νοσούσαν μετέδωσαν τη νόσο σε άλλους που δεν νοσούσαν. Και όσοι ήταν πρόθυμοι να προσβληθούν, επειδή είχαν χάσει τα παιδιά τους ή το σπιτικό τους και είχαν ακριβώς γι’ αυτό αναμιχτεί με τους νοσούντες, δεν προσβλήθηκαν λες και η αρρώστια να αντιστρατευόταν τη θέλησή τους. Το τι θα επακολουθήσει είναι άδηλο αφού ο Θεός είναι αυτός που θα κρίνει, αυτός που γνωρίζει τις αιτίες κάθε πράγματος και πού αυτές θα οδηγήσουν».
Γίνεται φανερό και από τις δύο περιγραφές ότι η αρρώστια είχε ορισμένα συμπτώματα τα οποία ήταν κοινά, όπως: προκαλούσε πρήξιμο των βουβώνων, πυρετό, διάρροια, εμετούς, κώμα, παραισθήσεις και τελικά θάνατο στα περισσότερα από τα θύματά της σε διάστημα λίγων ημερών..
Η Ιατρική, την εποχή αυτή, ήταν περισσότερο μια εμπειρική, πρακτική ασχολία και λιγότερο μια επιστήμη για τη θεραπεία,για όσους λίγους είχαν την πρόσβαση και τη γνώση. Από κοντά και η θεολογία της εποχής με την επικρατούσα άποψη ότι οι ασθένειες προέρχονταν από το Θεό, ο οποίος είναι μεν εξ ορισμού πανάγαθος, αλλά οι αμαρτίες των ανθρώπων επιφέρουν την τιμωρία τους μέσω των ασθενειών.
Oι λοιμοί, οι μεταδοτικές θανατηφόρες επιδημίες, για όσους τις έζησαν μέσα σε εποχές σκοτεινές, παραδομένες στην άγνοια και τη θρησκοληψία, αντιπροσώπευαν πάντα το «σημάδι» των έσχατων ημερών, το τέλος του κόσμου, τη δεύτερη παρουσία και όλες τις συναφείς ιδεοληψίες, με τις οποίες ελεγχόταν η κοινωνία. Κατά την εξέλιξη των επιδημιών επικρατούσε ατμόσφαιρα πανικού και παράνοιας, πολύ ευνοϊκή για την εκκόλαψη πλήθους άλλων αγριοτήτων, άσχετων με το φυσικό αποδεκατισμό των πληθυσμών από την αρρώστια. Bασανισμοί, μαγείες, εκτελέσεις, διώξεις, βίαιη αρπαγή περιουσιών και άλλα δεινα...
Οποιοσδήποτε υπολογισμός της πρώτης πανδημίας είναι παρακινδυνευμένος εξαιτίας της απουσίας στατιστικών. Ο Ιωάννης της Εφέσου αναφέρει ότι στην Κωνσταντινούπολη, όταν τα θύματα έφτασαν τις 230.000 χιλιάδες οι φρουροί των πυλών έπαψαν να τα μετρούν. Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν τον πληθυσμό της Πόλης την εποχή του Ιουστινιανού σε 400.000 χιλιάδες. Επομένως, η πανώλη ελάττωσε τον αριθμό των κατοίκων κατά 50% περίπου, αριθμός που θεωρείται σωστός..
Αν στην πρωτεύουσα ο αριθμός των νεκρών ήταν πολύ μεγάλος, στην επαρχία τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα.Λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις πόλεις, η μετάδοση και η εξάπλωση της νόσου ήταν πολύ πιο εύκολη από ότι στα χωριά. Η θανατηφόρα αρρώστια δεν εξαφανίστηκε μετά το πρώτο χτύπημα, αλλά επανεμφανίζονταν σταδιακά μέχρι το έτος 746.
Οι άμεσες συνέπειες της πανώλης ήταν δραστική μείωση του πληθυσμού, φτώχεια, πληθωρισμός και λιμός. Οι επιπτώσεις στην κοινωνία,στην οικονομία, στο στράτευμα, στη θρησκεία ήταν σημαντικές και πολλές. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε με νομοθετικά μέτρα να ενισχύσει τη γεωργική παραγωγή, να αυξήσει τις εισαγωγές, να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, όμως σε μια αγροτική οικονομία,η έλλειψη εργατικών χεριών αυτόματα δημιουργεί δυσχερή προβλήματα. Όπως είναι λογικό η αρρώστια έπληξε σε μεγαλύτερο ποσοστό τον φτωχό πληθυσμό και γενικότερα την εργατική-αγροτική τάξη. Επομένως, παρουσιάστηκε έλλειψη εργατικών χεριών και μεγάλα τμήματα εδάφους έμειναν ακαλλιέργητα.
Πολλοί άνθρωποι για να προστατευτούν,εγκατέλειψαν τις πόλεις και μετανάστευσαν σε χωριά, όπου θα ήταν πιο εύκολη και ασφαλής η διαβίωσή τους. Ευνοήθηκε η φυγή προς την ύπαιθρο και τα μοναστήρια, Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε και το κύμα αστικοποίησης ανακόπηκε.
Εξαιτίας της απουσίας ανδρών, ο βυζαντινός στρατός θα αρχίσει να επανδρώνεται με αλλοδαπούς και μισθοφόρους. Η μείωση του πληθυσμού και η εγκατάλειψη περιοχών θα αντισταθμιστεί με τον ερχομό νέων αποίκων που θα εγκατασταθούν στα βαλκάνια. Είναι οι Σλάβοι (Σέρβοι, Κροάτες, Βούλγαροι), που οι σχέσεις τους με την αυτοκρατορία θα είναι άλλοτε ειρηνικές (αφομοίωση, εκχριστιανισμός), άλλοτε εχθρικές και πολεμικές.
Το 1076 έχουμε τη δεύτερη μεγάλη επιδημία πανώλης στο Βυζάντιο, ενώ στη Μικρά Ασία εμφανίζονται οι Σελτζούκοι Τούρκοι.
Το 1347, ξέσπασε η τρίτη μεγάλη επιδημία πανούκλας, που οδήγησε στο θάνατο, κατά ορισμένες υπερβολικές εκδοχές, έως και τα 8/9 του πληθυσμού της Βασιλεύουσας. Συγκεκριμένα γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Κάφας στη Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης,του λεγόμενου Μαύρου Θανάτου. Η ασθένεια μεταδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη με χιλιάδες θύματα.
Μεταφερόμενη με καράβια, η πανώλη χτύπησε το 1347 την Κωνσταντινούπολη. Ήταν η εποχή που, μέσα σε ένα νοσηρό εμφυλιοπολεμικό κλίμα, η αυτοκρατορία είχε γίνει σκιά του παλιού εαυτού της. Ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και στο διεκδικητή του θρόνου Ιωάννη Κατακουζηνό έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ συγχρόνως εκτυλισσόταν και η θεολογική έριδα Ζηλωτών και Ησυχαστών. Ο θάνατος σημαντικών παραγόντων της μιας ή της άλλης πλευράς προβαλλόταν από τους αντιπάλους ως «σαφές θεϊκό μήνυμα»...
Οποιοσδήποτε υπολογισμός της πρώτης πανδημίας είναι παρακινδυνευμένος εξαιτίας της απουσίας στατιστικών. Ο Ιωάννης της Εφέσου αναφέρει ότι στην Κωνσταντινούπολη, όταν τα θύματα έφτασαν τις 230.000 χιλιάδες οι φρουροί των πυλών έπαψαν να τα μετρούν. Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν τον πληθυσμό της Πόλης την εποχή του Ιουστινιανού σε 400.000 χιλιάδες. Επομένως, η πανώλη ελάττωσε τον αριθμό των κατοίκων κατά 50% περίπου, αριθμός που θεωρείται σωστός..
Αν στην πρωτεύουσα ο αριθμός των νεκρών ήταν πολύ μεγάλος, στην επαρχία τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα.Λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις πόλεις, η μετάδοση και η εξάπλωση της νόσου ήταν πολύ πιο εύκολη από ότι στα χωριά. Η θανατηφόρα αρρώστια δεν εξαφανίστηκε μετά το πρώτο χτύπημα, αλλά επανεμφανίζονταν σταδιακά μέχρι το έτος 746.
Οι άμεσες συνέπειες της πανώλης ήταν δραστική μείωση του πληθυσμού, φτώχεια, πληθωρισμός και λιμός. Οι επιπτώσεις στην κοινωνία,στην οικονομία, στο στράτευμα, στη θρησκεία ήταν σημαντικές και πολλές. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε με νομοθετικά μέτρα να ενισχύσει τη γεωργική παραγωγή, να αυξήσει τις εισαγωγές, να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, όμως σε μια αγροτική οικονομία,η έλλειψη εργατικών χεριών αυτόματα δημιουργεί δυσχερή προβλήματα. Όπως είναι λογικό η αρρώστια έπληξε σε μεγαλύτερο ποσοστό τον φτωχό πληθυσμό και γενικότερα την εργατική-αγροτική τάξη. Επομένως, παρουσιάστηκε έλλειψη εργατικών χεριών και μεγάλα τμήματα εδάφους έμειναν ακαλλιέργητα.
Πολλοί άνθρωποι για να προστατευτούν,εγκατέλειψαν τις πόλεις και μετανάστευσαν σε χωριά, όπου θα ήταν πιο εύκολη και ασφαλής η διαβίωσή τους. Ευνοήθηκε η φυγή προς την ύπαιθρο και τα μοναστήρια, Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε και το κύμα αστικοποίησης ανακόπηκε.
Εξαιτίας της απουσίας ανδρών, ο βυζαντινός στρατός θα αρχίσει να επανδρώνεται με αλλοδαπούς και μισθοφόρους. Η μείωση του πληθυσμού και η εγκατάλειψη περιοχών θα αντισταθμιστεί με τον ερχομό νέων αποίκων που θα εγκατασταθούν στα βαλκάνια. Είναι οι Σλάβοι (Σέρβοι, Κροάτες, Βούλγαροι), που οι σχέσεις τους με την αυτοκρατορία θα είναι άλλοτε ειρηνικές (αφομοίωση, εκχριστιανισμός), άλλοτε εχθρικές και πολεμικές.
Το 1076 έχουμε τη δεύτερη μεγάλη επιδημία πανώλης στο Βυζάντιο, ενώ στη Μικρά Ασία εμφανίζονται οι Σελτζούκοι Τούρκοι.
Το 1347, ξέσπασε η τρίτη μεγάλη επιδημία πανούκλας, που οδήγησε στο θάνατο, κατά ορισμένες υπερβολικές εκδοχές, έως και τα 8/9 του πληθυσμού της Βασιλεύουσας. Συγκεκριμένα γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Κάφας στη Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης,του λεγόμενου Μαύρου Θανάτου. Η ασθένεια μεταδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη με χιλιάδες θύματα.
Μεταφερόμενη με καράβια, η πανώλη χτύπησε το 1347 την Κωνσταντινούπολη. Ήταν η εποχή που, μέσα σε ένα νοσηρό εμφυλιοπολεμικό κλίμα, η αυτοκρατορία είχε γίνει σκιά του παλιού εαυτού της. Ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και στο διεκδικητή του θρόνου Ιωάννη Κατακουζηνό έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ συγχρόνως εκτυλισσόταν και η θεολογική έριδα Ζηλωτών και Ησυχαστών. Ο θάνατος σημαντικών παραγόντων της μιας ή της άλλης πλευράς προβαλλόταν από τους αντιπάλους ως «σαφές θεϊκό μήνυμα»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου