Μονή Χριστού Παντεπόπτη - (Εσκί Ιμαρέτ Τζαμί)
Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη ήταν καθίδρυμα της Άννας Δαλασσηνής, μητέρας του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη βεβαιότητα η χρονολογία της ανέγερσής της, όμως κατά πάσα πιθανότητα η Άννα Δαλασσηνή οικοδόμησε τη μονή της στην αρχή της διακυβέρνησης του γιου της, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία και έγινε αυτοκράτορας την 1η Απριλίου 1081.
Η Άννα Δαλασσηνή, ως μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της αυτοκρατορίας την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού, είχε τη δυνατότητα να κάνει πλούσιες δωρεές στη μονή που είχε πρόσφατα ανεγείρει, καθώς και σε άλλα ιδρύματα. Ιδιαίτερα γίνεται αντιληπτή η μέριμνα της Άννας Δαλασσηνής η μονή του Χριστού Παντεπόπτη καθώς και η μονή Μυρελαίου στην Κωνσταντινούπολη (καθίδρυμα του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, που χτίστηκε το 920-922) να λάβουν σημαντικές δωρεές σε κτήματα.
Η ονομασία
Η αφιέρωση του καθολικού της μονής στο Χριστό Παντεπόπτη είναι μοναδική στη βυζαντινή ιστορία. Καμία άλλη μονή στην πρωτεύουσα (και, από όσο γνωρίζουμε, ούτε και κάπου αλλού στην αυτοκρατορία) από όσες ήταν αφιερωμένες στο Χριστό δεν έφερε το προσωνύμιο αυτό.
Η απόφαση για αυτήν την ονομασία έχει διττή σημασία: τη θεολογική σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είναι Παντεπόπτης, από την αντίληψη και κρίση του οποίου τίποτε δεν μπορεί να διαφύγει.
Το προσωνύμιο αυτό του Χριστού, το οποίο απαντάται εξαιρετικά σπάνια στην παλαιότερη βυζαντινή εκκλησιαστική λογοτεχνία, απέκτησε βαρύνουσα σημασία από την εποχή κατά την οποία η Άννα Δαλασσηνή το πρόβαλε αφιερώνοντας στο Χριστό Παντεπόπτη τη μοναστηριακή της εκκλησία. Ήδη στα Διδάγματα του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού προς τον γιο του Ιωάννη –τις Μούσες–, κείμενο το οποίο γράφτηκε στα τέλη της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού ή στις αρχές της βασιλείας του γιου του Ιωάννη (περ. 1118), η λέξη «παντεπόπτης» καταλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντική θέση. Στο έργο αυτό ο «παντεπόπτης» έχει ελαφρώς απειλητική σημασία με σαφή πολιτική διάσταση, όπως το αντιλαμβάνεται και το χρησιμοποιεί και η Άννα Δαλασσηνή. O Αλέξιος Κομνηνός συμβουλεύει το γιο του να είναι δίκαιος, διότι ο Χριστός είναι Παντεπόπτης και από Αυτόν τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί.
Η απόφαση για αυτήν την ονομασία έχει διττή σημασία: τη θεολογική σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είναι Παντεπόπτης, από την αντίληψη και κρίση του οποίου τίποτε δεν μπορεί να διαφύγει.
Το προσωνύμιο αυτό του Χριστού, το οποίο απαντάται εξαιρετικά σπάνια στην παλαιότερη βυζαντινή εκκλησιαστική λογοτεχνία, απέκτησε βαρύνουσα σημασία από την εποχή κατά την οποία η Άννα Δαλασσηνή το πρόβαλε αφιερώνοντας στο Χριστό Παντεπόπτη τη μοναστηριακή της εκκλησία. Ήδη στα Διδάγματα του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού προς τον γιο του Ιωάννη –τις Μούσες–, κείμενο το οποίο γράφτηκε στα τέλη της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού ή στις αρχές της βασιλείας του γιου του Ιωάννη (περ. 1118), η λέξη «παντεπόπτης» καταλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντική θέση. Στο έργο αυτό ο «παντεπόπτης» έχει ελαφρώς απειλητική σημασία με σαφή πολιτική διάσταση, όπως το αντιλαμβάνεται και το χρησιμοποιεί και η Άννα Δαλασσηνή. O Αλέξιος Κομνηνός συμβουλεύει το γιο του να είναι δίκαιος, διότι ο Χριστός είναι Παντεπόπτης και από Αυτόν τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί.
Η τοποθεσία
Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη βρισκόταν στη 10η ρεγεώνα της Κωνσταντινούπολης, τμήμα της πόλης στο οποίο όλοι οι Κομνηνοί, αρχίζοντας από την Άννα Δαλασσηνή, έδιναν μεγάλη προσοχή. Τα σημαντικότερα ιδρύματα των Κομνηνών ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στο Χριστό και την Παναγία, κάτι το οποίο αποτελεί σημαντική διαφορά σε σχέση με τη δραστηριότητα των προκατόχων τους στην Κωνσταντινούπολη τον 11ο αιώνα.
Η περιοχή στην οποία ανεγέρθηκε η μονή έγινε το κέντρο της «κομνήνειας Κωνσταντινούπολης». Ολόκληρη η 10η ρεγεώνα της πρωτεύουσας, ένας ευρύτατος χώρος από το λόφο πίσω από το υδραγωγείο του Ουάλη προς νότο, τη συνοικία των Βλαχερνών προς βορρά και το Χρυσό Κέρας στα ανατολικά, έγινε ο χώρος στον οποίο οι Κομνηνοί έχτισαν τα μεγαλειώδη καθιδρύματά τους.
Η περιοχή στην οποία ανεγέρθηκε η μονή έγινε το κέντρο της «κομνήνειας Κωνσταντινούπολης». Ολόκληρη η 10η ρεγεώνα της πρωτεύουσας, ένας ευρύτατος χώρος από το λόφο πίσω από το υδραγωγείο του Ουάλη προς νότο, τη συνοικία των Βλαχερνών προς βορρά και το Χρυσό Κέρας στα ανατολικά, έγινε ο χώρος στον οποίο οι Κομνηνοί έχτισαν τα μεγαλειώδη καθιδρύματά τους.
Η Αρχιτεκτονική
Η εκκλησία του Χριστού Παντεπόπτη ήταν ένας μεσαίου μεγέθους ναός (με εσωτερικές διαστάσεις 14,5 × 11 μ.). Πρόκειται για χαρακτηριστικό ναό του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, με τέσσερα στηρίγματα για τον τρούλο.
Ο τρούλος εδράζεται σε δωδεκάπλευρο τύμπανο, διαμέτρου 13 μ.: οι ακμές των πλευρών τονίζονται με κτιστούς κιονίσκους.
Ο τρούλος εδράζεται σε δωδεκάπλευρο τύμπανο, διαμέτρου 13 μ.: οι ακμές των πλευρών τονίζονται με κτιστούς κιονίσκους.
Ο ναός έχει δύο νάρθηκες: έναν εξωνάρθηκα, που στεγάζεται χαμηλότερα από τον υπόλοιπο ναό και ήταν προφανώς προσθήκη της Παλαιολόγειας περιόδου, κι έναν εσωνάρθηκα.
Ο ναός συνδυάζει στοιχεία της ναοδομίας της εποχής των Μακεδόνων με νεωτερισμούς που θα αποτελέσουν χαρακτηριστικά της κομνήνειας ναοδομίας. Τα νέα στοιχεία διακρίνονται κυρίως στην εξωτερική διαμόρφωση και διακόσμηση του ναού. Τα βαθμιδωτά αψιδώματα που διαρθρώνουν τους τοίχους, η διαμόρφωση της κεντρικής αψίδας με κόγχες και παράθυρα, το πτυχωτό γείσο του τρούλου με την οδοντωτή ταινία και η διακόσμηση με κεραμοπλαστικά κοσμήματα και χρήση λίθου μαρτυρούν τις εξελίξεις στη ναοδομία του 11ου αιώνα. Στην τοιχοδομία του ναού έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, που θα γενικευτεί τις επόμενες δεκαετίες στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην ανωδομή έχουν τοποθετηθεί για διακοσμητικούς λόγους λαξευμένοι λίθοι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στα πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία περιλαμβάνονται μαίανδροι και ανθέμια, ενώ τα γείσα τονίζονται με οδοντωτές ταινίες.
Μεταγενέστερη ιστορία
Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη λόγω της θέσης της και του πλούτου της είχε σημαντικό ρόλο και κατά τους μεταγενέστερους αιώνες. Χρησιμοποιήθηκε συχνά (όπως και η κοντινή μονή του Χριστού Παντοκράτορα) για τον περιορισμό εκεί επιφανών αξιωματούχων. Μετά την άλωση της Πόλης από τους ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας, η μονή περιήλθε στους βενεδικτίνους της μονής San Giorgio Maggiore, ενώ μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς ξαναγύρισε στα χέρια των ορθοδόξων. Οι μοναχοί του Παντεπόπτη αναφέρονται κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και του γιου του Ανδρόνικου Β΄ σε σχέση με το αρσενιατικό ζήτημα: Το 1268 οι μοναχοί της μονής του Χριστού Παντεπόπτη, ένθερμοι αρσενιάτες ( αντιτάχτηκαν σην ένωση των εκκλησιών, σύνοδος Λυών -1274-), ήταν οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι του πατριάρχη Ιωσήφ και του ίδιου του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, για τις ανάγκες του οποίου χτίστηκε ένας μιναρές στη νοτιοδυτική γωνία του ναού.Το 1970 το μνημείο αναστηλώθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου