του Θάνου Δασκαλοθανάση
Στα ονειροκριτικά μεσαιωνικά βιβλία συχνά συναντούμε χωρία σχετικά με τη μελισσοκομία. Αυτό βέβαια αποδεικνύει ότι οι βυζαντινοί χωρικοί ασχολούνταν σε μεγάλο βαθμό μ’ αυτή. Πράγματι, η μελισσοκομία αποτέλεσε για το Βυζάντιο υποκατάστατο μια βιομηχανίας ζάχαρης και το μέλι τη σημαντικότερη πηγή υδατανθράκων.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι βυζαντινοί ασχολούνταν εκτεταμένα με τη μελισσοκομία, σήμερα δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για το επάγγελμα του μελισσοκόμου, π.χ. για το πώς κατασκεύαζαν τις κυψέλες, ποια εποχή συνέλεγαν το μέλι, ποια όργανα χρησιμοποιούσαν, πώς μετέφεραν τις κυψέλες ή πώς αντιμετώπιζαν τις διάφορες ασθένειες.
Το βέβαιο είναι ότι ο μελισσουργός στα βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν «μελισσάρις» (από εκει και το συνηθισμένο βυζαντινό όνομα Βελισσάριος), ενώ οι μέλισσες και «δέλλιθες». Το σμήνος των μελισσών οι βυζαντινοί το έλεγαν «μελίσσειον» και τον τόπο που τοποθετούσαν τις κυψέλες «μελισσιώνα» ή «μελισσομάντι». Φρόντιζαν μάλιστα ο τόπος αυτός να είναι ευήλιος και απάνεμος.
Οι κυψέλες, οι επονομαζόμενες «κυβέρτια» ήταν κατασκευασμένες μάλλον από πηλό (γι’ αυτό και η ονομασία «αγγεία»). Ως κυψέλες πάλι χρησιμοποιούσαν κοφίνια ή κοιλότητες δένδρων. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι μελισσοκόμοι προσπαθούσαν να διατηρούν τις κυψέλες τους καθαρές με θυμιάματα και μύρα.
Τη συλλογή μελιού οι βυζαντινοί την ονόμαζαν «τρύγο». Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς τρυγούσαν, αλλά το πιθανότερο ήταν, όπως και στην αρχαιότητα έλεγαν ο Αριστοφάνης και ο Αριστοτέλης, «όταν φαινόταν το πρώιμο σύκο». Για ν’ αρχίσει ο τρύγος του μελιού, ο μελισσοκόμος έπρεπε πρώτα ν’ απομακρύνει τις μέλισσες. Αυτό γινόταν με καπνό από το κάψιμο αγελαδινής κοπριάς σε πήλινο δοχείο. Κατά τον τρύγο, ο μελισσουργός φορούσε οπωσδήποτε προσωπίδα και γάντια, ενώ χρησιμοποιούσε μαχαίρι για την αποκοπή των κηρηθρών.
Εχθρός του μελισσοκόμου ήταν διάφορα μελισσοφάγα πουλιά, αλλά και οι κλέφτες. Αυτοί έπαιρναν συχνά μια άδεια κυψέλη, το εσωτερικό της οποίας το είχαν τρίψει με εύοσμα φυτά, πλησίαζαν τις ξένες κυψέλες και προσέλκυαν με τη μυρωδιά τις μέλισσες. Βέβαια, οι νόμοι προέβλεπαν σε τέτοιες περιπτώσεις χρηματικές αποζημιώσεις. Γενικά, τα μελίσσια ήταν περιουσία και προστατεύονταν από νόμους, όπως τους Πανδέκτες και τις Εισηγήσεις.
Θα πρέπει ακόμη ν’ αναφέρουμε ότι, όπως κάθε επαγγελματίας στο Βυζάντιο, έτσι και οι μελισσοκόμοι δεν εξαιρούνταν της φορολογίας. Ήταν αναγκασμένοι σε κάθε περίπτωση να πληρώνουν στο κράτος φόρο για τη βοσκή των μελισσών. Ο φόρος αυτός ονομαζόταν «μελισσοενόμιον» ή «δόσις μελισσών».
Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν το μέλι, όπως προαναφέραμε, ως γλυκαντικό (η ζάχαρη από τεύτλα ανακαλύφθηκε στις αρχές του 19ου αι). Το χρησιμοποιούσαν, λοιπόν, σε γλυκά, σιρόπια και σε φαγητά. Εκτός από τα γλυκά και τα φαγητά, το έβαζαν και σε ακριβά αρώματα της εποχής, σε γιατρικά και σε κάθε λογής θεραπευτικές αλοιφές.
Κλείνοντας, αξίζει μια επισήμανση: η ανάπτυξη που γνώρισε η βυζαντινή μελισσοκομία οφειλόταν όχι τόσο στο μέλι και στις χρήσεις του, όσο στο κερί. Από τον 7ο αι. είχαν ήδη αρχίσει ν’ αντικαθιστούν τις λάμπες ελαιολάδου με κεριά και τα εργαστήρι των «κηρουλάριων» απαιτούσαν μια πολύ μεγάλη ποσότητα κεριού.
Πηγές
Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινός πολιτισμός
Gerard Walter, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, εκδόσεις Παπαδήμα
ellinikomeli.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου