από το βιβλίο του
Στήβεν Ράνσιμαν:
‘’ΜΥΣΤΡΑΣ η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ’’
Την εποχή του Δεσπότη Κωνσταντίνου, οι Έλληνες της Πελοποννήσου γεύτηκαν για τελευταία φορά τη δόξα. Αμέσως μετά την άφιξή του στο Μυστρά, στο τέλος του 1443, καταπιάστηκε με την αναδιοργάνωση της επικράτειάς του. Φαίνεται ότι είχε ρυθμίσει το θέμα των συνόρων του με τον αδελφό του Θωμά, με τον οποίο είχε καλές σχέσεις, δίνοντάς του μεγάλο μέρος από το κέντρο της χερσονήσου. Συνέπεια αυτού ήταν να μεταφέρει ο Θωμάς την Αυλή του στο Λεοντάρι, νότια της Αρκαδίας, απ΄ όπου θα μπορούσε να διατηρεί στενές σχέσεις με τον Μυστρά. Από τον κύκλο των ικανών και αφοσιωμένων φίλων του ο Κων/νος διάλεξε διοικητές για τις σημαντικές πόλεις. Ταυτόχρονα απέδωσε στους ευγενείς του τόπου πολλές από τις εξουσίες και τα προνόμια που τους είχαν αφαιρέσει οι προκάτοχοί του. Αυτή ήταν μια επικίνδυνη τακτική, αλλά την εποχή αυτήν τον βοήθησε, όπως φαίνεται, να τους παρακινήσει να συμμετάσχουν στα έξοδα για το πρώτο του σημαντικό έργο, την ανοικοδόμηση του τείχους του Εξαμίλιου που οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει το 1423.
Αφού τα αμυντικά έργα της χερσονήσου επισκευάστηκαν, ο Κωνσταντίνος, για τον οποίο μια ζωή στρατιωτικής δόξας ήταν προτιμότερη από μια ζωή ειρηνικής διακυβέρνησης, ετοιμάστηκε να διασχίσει την ηπειρωτική Ελλάδα. Είχε διαλέξει τη κατάλληλη στιγμή. Βρισκόταν σε επαφή με τη Ρώμη και γνώριζε ότι ο Πάπας Ευγένιος ο Δ΄ σχεδίαζε μια Σταυροφορία για να ανταμείψει τους Βυζαντινούς που είχαν προσυπογράψει την Ένωση στη Φλωρεντία. Ήξερε επίσης ότι ο Σουλτάνος Μουράτ σχεδίαζε να παραιτηθεί από το θρόνο και να αποσυρθεί σε μια ήσυχη ζωή.
Την άνοιξη του 1444 ένας μεγάλος στρατός Σταυροφόρων ξεκίνησε με επικεφαλής τον βασιλέα Βλαδίσλαο της Ουγγαρίας και τον αρχιστράτηγο Ιωάννη Ουνυάδη. Στον στρατό αυτόν προσχώρησαν ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς της Σερβίας., ένας υποτελής του Σουλτάνου, και ο Αλβανός οπλαρχηγός Γεώργιος Καστριώτης, γνωστός ως Σκεντέρμπεης. Ενώ προχωρούσαν βαθιά μέσα στα Βαλκάνια, απασχολώντας τους Τούρκους, ο Κωνσταντίνος διέσχισε τον Ισθμό και έφθασε στη Αττική, καταλαμβάνοντας την Αθήνα και τη Θήβα και αναγκάζοντας τον Νέριο Β΄ Ατζαγιόλι, δούκα της Αθήνας, να τού δηλώσει υποταγή. Οι εκκλήσεις του Νέριου στο Σουλτάνο, που ήταν ο ηγεμόνας του, αγνοήθηκαν. Αλλά η σταυροφορία τουβασιλέα της Ουγγαρίας διέκοψε την πορεία της. Τα στρατεύματα που ο λεγάτος του Πάπα, καρδινάλιος Τσεζαρίνι, έφερε να ενωθούν με αυτήν, ήταν λιγότερα από αυτά που είχε ελπίσει. Και ο σουλτάνος συγκέντρωνε ένα μεγάλο στρατό για να τον αντιμετωπίσει. Αλλά ούτε ο σουλτάνος ούτε ο βασιλέας επιθυμούσαν μια προσχεδιασμένη μάχη. Τον Ιούνιο του 1444 υπέγραψαν μια δεκαετή ανακωχή, και ο καθένας ορκίστηκε ότι θα την τηρεί και ότι δε θα διέσχιζε τον Δούναβη. Ο σουλτάνος γύρισε στην πατρίδα του για να προετοιμαστεί για την αποχώρησή του από την εξουσία. Ο καρδινάλιος, που είχε εκμανεί από την ανακωχή, έπεισε το βασιλέα ότι ένας όρκος δοσμένος σε άπιστο ήταν άκυρος. Όταν έφτασε η είδηση ότι ο Μουράτ είχε περάσει στην Ασία, ο στρατός των Σταυροφόρων προχώρησε ξανά, αλλά μειωμένος σε μέγεθος, γιατί ο Μπράνκοβιτς και ο Σκεντέρμπεης αρνήθηκαν να συγχωρέσουν τη επιορκία και στην Πόλη ο αυτοκράτωρ Ιωάννης διακήρυξε την αποστροφή του γι΄ αυτήν. Ο σουλτάνος Μουράτ, δικαιολογημένα εξοργισμένος, επέστρεψε στην Ευρώπη, με ένα στρατό πολύ μεγαλύτερο από τον χριστιανικό. Οι Σταυροφόροι έφθασαν στη Βάρνα, στη Μαύρη Θάλασσα, το Νοέμβριο. Εκεί οι Τούρκοι έπεσαν πάνω τους και τους κατατρόπωσαν. Ο βασιλέας και ο καρδινάλιος σκοτώθηκαν. Μόνον ο Ούνυάδης και μια χούφτα Ούγγρων διέφυγαν. Σύντομα οι Τούρκοι ήσαν και πάλι πίσω στο Δούναβη.
Τα γεγονότα του καλοκαιριού είχαν ενθαρρύνει τον Κ. Παλαιολόγο – η νίκη των Τούρκων στη Βάρνα είχε έρθει πολύ αργά, προς το τέλος του χρόνου- ώστε να προλάβει να αναλάβει δράση στην Ελλάδα πριν από την άνοιξη.
Όταν έφτασε η άνοιξη, ο Μουράτ είχε αποσυρθεί στο κελί του μυστικιστή, και ο δωδεκάχρονος διάδοχός του, ένα πρόωρα αναπτυγμένο και αδιάλλακτο αγόρι, είχε διαπληκτιστεί με τους αξιωματούχους του πατέρα του και είχε πάρει την απέχθεια του στρατού του. Στα βαλκάνια, ο Σκεντέρμπεης εξανάγκαζε τους Τούρκους να υποχωρούν με τη βοήθεια του Ουνυάδη. Ο Κωνσταντίνος αισθανόταν αρκετά ασφαλής ώστε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Την άνοιξη του 1445, με την πρόσθετη βοήθεια λίγων αλλά καλά εξοπλισμένων στρατευμάτων, που τού έστειλε μετά από πρόταση του Πάπα ο δούκας της Βουργουνδίας, πέρασε ξανά τον Ισθμό και αφού σταθεροποίησε την κατάληψη της Αθήνας και της Θήβας, βάδισε μέχρι την οροσειρά της Πίνδου διασχίζοντας τη Φωκίδα, εκτοπίζοντας πολλές μικρές φρουρές στο πέρασμά του και λεηλατώντας την ύπαιθρο, με αποτέλεσμα να βλάπτει τους Έλληνες κατοίκους της. Οι φυλές των Βλάχων της νότιας Πίνδου ήλθαν να του δηλώσουν υποταγή και να δεχθούν ένα Βλάχο κυβερνήτη διορισμένο από αυτόν. Μετά κατέβηκε στον κόλπο της Κορίνθου και βάδισε πίσω κατά μήκος της βόρειας ακτής του, εκδιώκοντας το Βενετό διοικητή από το πλούσιο λιμάνι της Βιτρινίτσας. Όταν επέστρεψε θριαμβευτικά από τον Ισθμό, ο στρατηγός Ιωάννης Καντακουζηνός συνέχισε την εκστρατεία στη Φωκίδα.
Ο θρίαμβος κράτησε λίγο. Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1446 ο Μουράτ πείσθηκε από τους πρώην αξιωματούχους του να εγκαταλείψει τη ήσυχη ζωή του κα να ασχοληθεί με τους εχθρούς του Σουλτανάτου. Όρισε ως πρώτο του καθήκον να τιμωρήσει τον Κωνσταντίνο. Τον Νοέμβριο, παρ΄ ότι είχε περάσει η εποχή, εμφανίστηκε ο ίδιος στην Ελλάδα επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού. Όλες οι πρόσφατες κατακτήσεις του Κωνσταντίνου έπεσαν στα χέρια του και ο δούκας των Αθηνών τον υποδέχτηκε σαν ελευθερωτή. Ο Παλαιολόγος ήταν απομονωμένος. Μετά την επίθεσή του στις βενετικές κτήσεις, δεν μπορούσε να περιμένει καμιά βοήθεια από τη Βενετία. Και κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Καθώς οι Τούρκοι πλησίαζαν τον Ισθμό, έστειλε το νεαρό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη ως πρέσβη στον Μουράτ να συζητήσει για τους όρους μιας ειρήνης. Ο Μουράτ απαίτησε την καταστροφή του Εξαμιλίου, και, όταν αυτό απορρίφθηκε, έριξε τον απεσταλμένο στη φυλακή. Ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θωμά στο πλευρό του, αποφάσισε να υπερασπιστεί τα τείχη. Ήσαν ισχυρά και φυλάσσονταν καλά. Ο Κωνσταντίνος είχε φέρει εδώ όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, ίσως κάπου είκοσι χιλιάδες άνδρες, αλλά πολλοί από αυτούς ήταν Αλβανοί, πασίγνωστοι για την αναξιοπιστία τους. Οι Τούρκοι είχαν φέρει μαζί τους κανόνια, και παρ΄ όλο που το τείχος άντεξε καλά στους κανονιοβολισμούς, οι υπερασπιστές ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν καλυμμένοι. Η πολιορκία κράτησε δεκαπέντε μέρες. Τελικά στις 10 Δεκεμβρίου, οι Τούρκοι μπόρεσαν να αναρριχηθούν στους προμαχώνες και η άμυνα κατέρρευσε. Ο στρατός των Δεσποτών διαλύθηκε. Οι ίδιοι μετά βίας γλίτωσαν τη ζωή τους.
Αφού κατέστρεψε το Εξαμιλιο, ο Μουράτ οδήγησε το κύριο τμήμα του τουρκικού στρατού μέσα από τη Σικυώνα και τη Βοστίτσα (Αίγιο) στην Πάτρα, καίγοντας τις πόλεις και τα χωριά στο πέρασμά του. Βρήκε την Πάτρα εγκαταλελειμμένη. Ο πληθυσμός είχε καταφύγει στη Ναύπακτο, στην απέναντι μεριά του κόλπου. Αλλά δεν έκανε τον κόπο να της επιτεθεί και συνέχισε την πορεία του προς τη Γλαρέντζα. Στο μεταξύ, ένας δεύτερος στρατός με αρχηγό τον Τουραχάν μπέη προέλαυνε προς το Μυστρά. Αλλά χωρίς αμφιβολία εξ΄ αιτίας των δυσκολιών που συνάντησε στην προσπάθειά του να περάσει τα βουνά, χειμώνα καιρό, φαίνεται ότι δεν έφτασε στη κοιλάδα της Σπάρτης. Τελικά στράφηκε προς τα δυτικά, για να συναντήσει το σουλτάνο στη Γλαρέντζα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του χρόνου, ο μεγάλος τουρκικός στρατός μετακινήθηκε αργά προς τα βορεια, αφήνοντας ερείπια στο διάβα του και σέρνοντας μαζί του ένα πλήθος αιχμαλώτων, που και οι ελληνικές και οι ιταλικές πηγές υπολόγιζαν σε εξήντα χιλιάδες και προορίζονταν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Το καταστροφικό αποτέλεσμα της πολιτικής του ελάττωσε τον ενθουσιασμό του Δεσπότη Κωνσταντίνου. Πέρασε το έτος 1447 ήσυχα, προσπαθώντας να επιδιορθώσει ένα μέρος της ζημιάς. Από μια άποψη ήταν ευτύχημα που η εισβολή είχε πραγματοποιηθεί το χειμώνα. Τα κτίρια είχαν καταστραφεί και οι κάτοικοι είχαν μείνει άστεγοι, αλλά οι καλλιέργειες δεν είχαν πάθει ζημιά. Ο ταξιδιώτης Κυριάκος Αγκωνίτης, που διέσχισε την Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1447, εντυπωσιάστηκε από τη σοδειά. Στο μεταξύ οι Παλαιολόγοι δήλωσαν ταπεινά υποταγή στο σουλτάνο. Διατάχτηκαν να του πληρώσουν ένα μεγάλο ετήσιο φόρο υποτέλειας και επιπλέον το Εξαμίλιο δε θα επιδιορθωνόταν.
Την άνοιξη του 1444 ένας μεγάλος στρατός Σταυροφόρων ξεκίνησε με επικεφαλής τον βασιλέα Βλαδίσλαο της Ουγγαρίας και τον αρχιστράτηγο Ιωάννη Ουνυάδη. Στον στρατό αυτόν προσχώρησαν ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς της Σερβίας., ένας υποτελής του Σουλτάνου, και ο Αλβανός οπλαρχηγός Γεώργιος Καστριώτης, γνωστός ως Σκεντέρμπεης. Ενώ προχωρούσαν βαθιά μέσα στα Βαλκάνια, απασχολώντας τους Τούρκους, ο Κωνσταντίνος διέσχισε τον Ισθμό και έφθασε στη Αττική, καταλαμβάνοντας την Αθήνα και τη Θήβα και αναγκάζοντας τον Νέριο Β΄ Ατζαγιόλι, δούκα της Αθήνας, να τού δηλώσει υποταγή. Οι εκκλήσεις του Νέριου στο Σουλτάνο, που ήταν ο ηγεμόνας του, αγνοήθηκαν. Αλλά η σταυροφορία τουβασιλέα της Ουγγαρίας διέκοψε την πορεία της. Τα στρατεύματα που ο λεγάτος του Πάπα, καρδινάλιος Τσεζαρίνι, έφερε να ενωθούν με αυτήν, ήταν λιγότερα από αυτά που είχε ελπίσει. Και ο σουλτάνος συγκέντρωνε ένα μεγάλο στρατό για να τον αντιμετωπίσει. Αλλά ούτε ο σουλτάνος ούτε ο βασιλέας επιθυμούσαν μια προσχεδιασμένη μάχη. Τον Ιούνιο του 1444 υπέγραψαν μια δεκαετή ανακωχή, και ο καθένας ορκίστηκε ότι θα την τηρεί και ότι δε θα διέσχιζε τον Δούναβη. Ο σουλτάνος γύρισε στην πατρίδα του για να προετοιμαστεί για την αποχώρησή του από την εξουσία. Ο καρδινάλιος, που είχε εκμανεί από την ανακωχή, έπεισε το βασιλέα ότι ένας όρκος δοσμένος σε άπιστο ήταν άκυρος. Όταν έφτασε η είδηση ότι ο Μουράτ είχε περάσει στην Ασία, ο στρατός των Σταυροφόρων προχώρησε ξανά, αλλά μειωμένος σε μέγεθος, γιατί ο Μπράνκοβιτς και ο Σκεντέρμπεης αρνήθηκαν να συγχωρέσουν τη επιορκία και στην Πόλη ο αυτοκράτωρ Ιωάννης διακήρυξε την αποστροφή του γι΄ αυτήν. Ο σουλτάνος Μουράτ, δικαιολογημένα εξοργισμένος, επέστρεψε στην Ευρώπη, με ένα στρατό πολύ μεγαλύτερο από τον χριστιανικό. Οι Σταυροφόροι έφθασαν στη Βάρνα, στη Μαύρη Θάλασσα, το Νοέμβριο. Εκεί οι Τούρκοι έπεσαν πάνω τους και τους κατατρόπωσαν. Ο βασιλέας και ο καρδινάλιος σκοτώθηκαν. Μόνον ο Ούνυάδης και μια χούφτα Ούγγρων διέφυγαν. Σύντομα οι Τούρκοι ήσαν και πάλι πίσω στο Δούναβη.
Τα γεγονότα του καλοκαιριού είχαν ενθαρρύνει τον Κ. Παλαιολόγο – η νίκη των Τούρκων στη Βάρνα είχε έρθει πολύ αργά, προς το τέλος του χρόνου- ώστε να προλάβει να αναλάβει δράση στην Ελλάδα πριν από την άνοιξη.
Όταν έφτασε η άνοιξη, ο Μουράτ είχε αποσυρθεί στο κελί του μυστικιστή, και ο δωδεκάχρονος διάδοχός του, ένα πρόωρα αναπτυγμένο και αδιάλλακτο αγόρι, είχε διαπληκτιστεί με τους αξιωματούχους του πατέρα του και είχε πάρει την απέχθεια του στρατού του. Στα βαλκάνια, ο Σκεντέρμπεης εξανάγκαζε τους Τούρκους να υποχωρούν με τη βοήθεια του Ουνυάδη. Ο Κωνσταντίνος αισθανόταν αρκετά ασφαλής ώστε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Την άνοιξη του 1445, με την πρόσθετη βοήθεια λίγων αλλά καλά εξοπλισμένων στρατευμάτων, που τού έστειλε μετά από πρόταση του Πάπα ο δούκας της Βουργουνδίας, πέρασε ξανά τον Ισθμό και αφού σταθεροποίησε την κατάληψη της Αθήνας και της Θήβας, βάδισε μέχρι την οροσειρά της Πίνδου διασχίζοντας τη Φωκίδα, εκτοπίζοντας πολλές μικρές φρουρές στο πέρασμά του και λεηλατώντας την ύπαιθρο, με αποτέλεσμα να βλάπτει τους Έλληνες κατοίκους της. Οι φυλές των Βλάχων της νότιας Πίνδου ήλθαν να του δηλώσουν υποταγή και να δεχθούν ένα Βλάχο κυβερνήτη διορισμένο από αυτόν. Μετά κατέβηκε στον κόλπο της Κορίνθου και βάδισε πίσω κατά μήκος της βόρειας ακτής του, εκδιώκοντας το Βενετό διοικητή από το πλούσιο λιμάνι της Βιτρινίτσας. Όταν επέστρεψε θριαμβευτικά από τον Ισθμό, ο στρατηγός Ιωάννης Καντακουζηνός συνέχισε την εκστρατεία στη Φωκίδα.
Ο θρίαμβος κράτησε λίγο. Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1446 ο Μουράτ πείσθηκε από τους πρώην αξιωματούχους του να εγκαταλείψει τη ήσυχη ζωή του κα να ασχοληθεί με τους εχθρούς του Σουλτανάτου. Όρισε ως πρώτο του καθήκον να τιμωρήσει τον Κωνσταντίνο. Τον Νοέμβριο, παρ΄ ότι είχε περάσει η εποχή, εμφανίστηκε ο ίδιος στην Ελλάδα επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού. Όλες οι πρόσφατες κατακτήσεις του Κωνσταντίνου έπεσαν στα χέρια του και ο δούκας των Αθηνών τον υποδέχτηκε σαν ελευθερωτή. Ο Παλαιολόγος ήταν απομονωμένος. Μετά την επίθεσή του στις βενετικές κτήσεις, δεν μπορούσε να περιμένει καμιά βοήθεια από τη Βενετία. Και κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Καθώς οι Τούρκοι πλησίαζαν τον Ισθμό, έστειλε το νεαρό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη ως πρέσβη στον Μουράτ να συζητήσει για τους όρους μιας ειρήνης. Ο Μουράτ απαίτησε την καταστροφή του Εξαμιλίου, και, όταν αυτό απορρίφθηκε, έριξε τον απεσταλμένο στη φυλακή. Ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θωμά στο πλευρό του, αποφάσισε να υπερασπιστεί τα τείχη. Ήσαν ισχυρά και φυλάσσονταν καλά. Ο Κωνσταντίνος είχε φέρει εδώ όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, ίσως κάπου είκοσι χιλιάδες άνδρες, αλλά πολλοί από αυτούς ήταν Αλβανοί, πασίγνωστοι για την αναξιοπιστία τους. Οι Τούρκοι είχαν φέρει μαζί τους κανόνια, και παρ΄ όλο που το τείχος άντεξε καλά στους κανονιοβολισμούς, οι υπερασπιστές ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν καλυμμένοι. Η πολιορκία κράτησε δεκαπέντε μέρες. Τελικά στις 10 Δεκεμβρίου, οι Τούρκοι μπόρεσαν να αναρριχηθούν στους προμαχώνες και η άμυνα κατέρρευσε. Ο στρατός των Δεσποτών διαλύθηκε. Οι ίδιοι μετά βίας γλίτωσαν τη ζωή τους.
Αφού κατέστρεψε το Εξαμιλιο, ο Μουράτ οδήγησε το κύριο τμήμα του τουρκικού στρατού μέσα από τη Σικυώνα και τη Βοστίτσα (Αίγιο) στην Πάτρα, καίγοντας τις πόλεις και τα χωριά στο πέρασμά του. Βρήκε την Πάτρα εγκαταλελειμμένη. Ο πληθυσμός είχε καταφύγει στη Ναύπακτο, στην απέναντι μεριά του κόλπου. Αλλά δεν έκανε τον κόπο να της επιτεθεί και συνέχισε την πορεία του προς τη Γλαρέντζα. Στο μεταξύ, ένας δεύτερος στρατός με αρχηγό τον Τουραχάν μπέη προέλαυνε προς το Μυστρά. Αλλά χωρίς αμφιβολία εξ΄ αιτίας των δυσκολιών που συνάντησε στην προσπάθειά του να περάσει τα βουνά, χειμώνα καιρό, φαίνεται ότι δεν έφτασε στη κοιλάδα της Σπάρτης. Τελικά στράφηκε προς τα δυτικά, για να συναντήσει το σουλτάνο στη Γλαρέντζα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του χρόνου, ο μεγάλος τουρκικός στρατός μετακινήθηκε αργά προς τα βορεια, αφήνοντας ερείπια στο διάβα του και σέρνοντας μαζί του ένα πλήθος αιχμαλώτων, που και οι ελληνικές και οι ιταλικές πηγές υπολόγιζαν σε εξήντα χιλιάδες και προορίζονταν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Το καταστροφικό αποτέλεσμα της πολιτικής του ελάττωσε τον ενθουσιασμό του Δεσπότη Κωνσταντίνου. Πέρασε το έτος 1447 ήσυχα, προσπαθώντας να επιδιορθώσει ένα μέρος της ζημιάς. Από μια άποψη ήταν ευτύχημα που η εισβολή είχε πραγματοποιηθεί το χειμώνα. Τα κτίρια είχαν καταστραφεί και οι κάτοικοι είχαν μείνει άστεγοι, αλλά οι καλλιέργειες δεν είχαν πάθει ζημιά. Ο ταξιδιώτης Κυριάκος Αγκωνίτης, που διέσχισε την Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1447, εντυπωσιάστηκε από τη σοδειά. Στο μεταξύ οι Παλαιολόγοι δήλωσαν ταπεινά υποταγή στο σουλτάνο. Διατάχτηκαν να του πληρώσουν ένα μεγάλο ετήσιο φόρο υποτέλειας και επιπλέον το Εξαμίλιο δε θα επιδιορθωνόταν.
Την άνοιξη του 1448, έφτασε στο Μυστρά η είδηση για το θάνατο του Δεσπότη Θεοδώρου. Ο Κωνσταντίνης, τώρα, μπορούσε με σιγουριά να ελπίζει ότι θα κληρονομούσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Και αφού οι φιλοδοξίες του στον ελλαδικό χώρο δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, ήταν έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη.
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1448. Όταν ήταν στις τελευταίες του στιγμές είχε δώσει εντολή να τον διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος. Αλλά ο Κωνσταντίνος ήταν πολύ μακριά. Πολύ κοντά βρισκόταν ο Δεσπότης Δημήτριος που είχε κληρονομήσει την περιοχή της Σηλυμβρίας μετά το θάνατο του Θεοδώρου και που ήταν αρεστός στο λαό της Κωνσταντινούπολης εξαιτίας της ακλόνητης αντίθεσής του στην ένωση των Εκκλησιών. Ήρθε στην Πόλη για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Η λύση δόθηκε από την αυτοκράτειρα-μητέρα που χρησιμοποίησε τη συνταγματική της εξουσία ως «εστεμμένη αυτοκράτειρα ελλείψει εστεμμένου αυτοκράτορα». Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μεγαλύτερος από τους γιους της που ζούσαν ακόμα. Ήταν ικανότερος από τους αδελφούς του και παρόλο που δεν της άρεσε απόλυτα η θρησκευτική πολιτική του, αυτός ήταν ίσως που εκείνη προτιμούσε. Έφερε ως δεύτερο όνομα του το επίθετο της οικογενείας της, των Δραγάσηδων. Ο γραμματέας του, ο Σφραντζής, έτυχε να είναι στην Πόλη, για να επισκεφτεί το γιο του που ήταν άρρωστος. Η αυτοκράτειρα τον έστειλε αμέσως στην Αυλή του σουλτάνου για να πάρει την έγκριση του Μουράτ για τη διαδοχή του Κωνσταντίνου στο θρόνο. ο Δεσπότης Θωμάς ήταν ήδη καθ΄ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη όταν πέθανε ο Ιωάννης. Όταν έφτασε εκεί, στις 13 Νοεμβρίου και δήλωσε την υποστήριξή του στην αυτοκράτειρα, ο Δημήτριος αντιλήφθηκε ότι είχε νικηθεί. Και τα δύο αδέλφια συμφώνησαν με τη μητέρα τους για την ανακήρυξή του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα.
Ήταν ανάγκη να στεφθεί όσο τον δυνατόν γρηγορότερα. Εγκαταλείποντας κάθε προηγούμενη συνήθεια η αυτοκράτειρα διέταξε δύο ανώτερους αξιωματούχους, τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό και τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο, να πάνε στο Μυστρά μεταφέροντας το αυτοκρατορικό στέμμα. Εκεί, στις 6 Ιανουαρίου 1449, ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας έστεψε τον Κωνσταντίνο. Πρέπει να ήταν μία περίεργη τελετή. Δεν ξέρουμε αν πραγματοποιήθηκε στη Μητρόπολη του Αγίου Δημητρίου, που είναι μικρή για να χωρέσει το εκκλησίασμα που πρέπει να ήταν παρόν, ή στην ακόμη μικρότερη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, την εκκλησία του παλατιού. Χωρίς αμφιβολία οι εξέχουσες προσωπικότητες της Πελοποννήσου, η φρουρά του Δεσπότη και οι κάτοικοι της μικρής πόλης έπαιξαν το ρόλο της συγκλήτου, του στρατού και του λαού της Πόλης στην εθιμοτυπική ανακήρυξη δια βοής. Ήταν η σημαντικότερη τελετή στην ιστορία του Μυστρά, αλλά ήταν μια θλιβερή τελετή. Γιατί ο νέος αυτοκράτορας άφηνε το λαό τους στην Πελοπόννησο για να αναλάβει τη διακυβέρνηση μιας καταδικασμένης αυτοκρατορίας.
Αν και όλοι αποδέχτηκαν τον Κωνσταντίνο ως αυτοκράτορα, μερικοί τυπολάτρες αμφισβήτησαν κατά πόσον η στέψη ήταν πραγματικά έγκυρη. Αλλά μια στέψη στην Κωνσταντινούπολη, όπου το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου συμπεριφερόταν με αδιαφορία προς τον Ενωτικό Πατριάρχη και το κοινό αρνιόταν να μπει στην Αγία Σοφία, όταν αυτός χοροστατούσε εκεί, θα ήταν καταστροφή. Ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας δεν έφερε τέτοιο στίγμα. Λίγες εβδομάδες μετά την στέψη ο Κωνσταντίνος άφηνε για πάντα τον Μυστρά. Έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη με ένα καταλανικό πλοίο και έφτασε εκεί στις 12 Μαρτίου.
Ένα από τα πρώτα καθήκοντά του ήταν να φροντίσει για το μέλλον της Πελοποννήσου. Μετά από αρκετές οικογενειακές συζητήσεις και διαφωνίες αποφασίστηκε ότι ο Δημήτριος και ο Θωμάς θα μοιραζόταν την επαρχία μεταξύ τους, και η διαχωριστική γραμμή θα ήταν τραβηγμένη αρκετά ίσια, από τα βορειο-ανατολικά στα νότιο-δυτικά της χερσονήσου. Ο Θωμάς πήρε το βορειοδυτικό μισό που περιλάμβανε τις πόλεις της Σικυώνας, της Πάτρας, των Καλαβρύτων και της Γλαρέντζας και την πεδιάδα της Αχαΐας, καθώς και τη Μεσσηνία και την Καλαμάτα. Ο Δημήτριος πήρε τον Μυστρά, την Κόρινθο, την Καρύταινα και τη Μάνη. Οι δύο αδελφοί συμμετείχαν σε μία τελετή όπου ήταν παρόντες ο αυτοκράτορας και η μητέρα του, κατά την οποία ορκίστηκαν αφοσίωση και ορκίστηκαν, επίσης, ότι θα διατηρούσαν την ειρήνη μεταξύ τους. Όταν έγινε αυτό, ο Θωμάς επέστρεψε στην επικράτειά του τον Αύγουστο και ο Δημήτριος τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο τρεις εβδομάδες αργότερα. Η διευθέτηση εγκρίθηκε από το σουλτάνο, που έστειλε και στους τρεις αδελφούς διαβεβαιώνοντας για την καλή του θέληση.
Θα ήταν υπερβολικό να περιμένει κανείς ότι ο Δημήτριος και ο Θωμάς θα διατηρούσαν για πολύ καιρό φιλικές σχέσεις. Μόλις και μετά βίας ήξεραν ο ένας τον άλλον, αφού ο Θωμάς είχε ζήσει σχεδόν αποκλειστικά στην Πελοπόννησο από την παιδική του ηλικία, και, επιπλέον, υποστήριζαν αντίθετες απόψεις στο κρίσιμο θέμα της θρησκείας. Από την αρχή αρνήθηκαν να συνεργαστούν. Όταν οι Βενετοί έστειλαν να παραπονεθούν στους Δεσπότες για τις επιδρομές που οι Αλβανοί στρατιώτες τους έκαναν συνεχώς στα εδάφη περιέβαλλαν τις βενετικές πόλεις, ο κάθε Δεσπότης έστειλε μία χωριστή αποστολή στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Οι απεσταλμένοι του Δημητρίου στη Βενετία είχαν καλύτερη μεταχείριση από τους απεσταλμένους του Θωμά. Αλλά οι Βενετοί αρνήθηκαν να δώσουν στον Δημήτριο οποιαδήποτε υποστήριξη στις διενέξεις του με τον αδελφό του.
Ο Δημήτριος χρειαζόταν υποστήριξη. Γιατί ο Θωμάς σύντομα παραβίασε την οικογενειακή συμφωνία και κατέλαβε την κοιλάδα των Σκορτών, στο κέντρο της Αρκαδίας. Για να λάβει ικανοποίηση ο Δημήτριος χρειάστηκε να απευθυνθεί στο σουλτάνο, που έστειλε τον Τουραχάν μπέη για να εξετάσει το ζήτημα. Καθώς ο Θωμάς αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα Σκορτά, ο Τουραχάν τον διέταξε να παραδώσει στον αδελφό του την Καλαμάτα κα τη Μεσσηνία για αποζημίωση. Με αυτόν τον τρόπο ο πόλεμος μεταξύ των Δεσποτών αποφεύχθηκε αλλά εξακολούθησαν να έχουν ψυχρές σχέσεις μεταξύ τους. ο σουλτάνος Μουράτ πέθανε το Φεβρουάριο του 1451. Ο γιος του, ο Μωάμεθ Β΄, κατά την ανάρρησή του στο θρόνο έστειλε να διαβεβαιώσει τον αυτοκράτορα και τους δεσπότες για την καλή θέληση. Ατυχώς, ο Κωνσταντίνος πίστεψε ότι ο νέος σουλτάνος ήταν το ίδιο αλαζονικό και απερίσκεπτο αγόρι που είχε καταλάβει πρόσκαιρα το θρόνο, έξι χρόνια νωρίτερα. Ο Μωάμεθ είχε ωριμάσει. Ήταν τώρα ένας φιλόδοξος κα ικανός νέος με φανερούς σκοπούς αλλά ύπουλες και κρυφές μεθόδους. Μόνον αυτοί που τον γνώριζαν καλά αντιλήφθηκαν ότι ήταν αποφασισμένος πάνω από όλα να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος, πιστεύοντας ότι ο Μωάμεθ είχε δυσκολίες στην Ανατολή, του έστειλε μια αρκετά υπεροπτική διαμαρτυρία για τις επιδρομές των Τούρκων στρατιωτών στη βυζαντινή επικράτεια. Ο Μωάμεθ, σε απάντηση, διέκοψε τις σχέσεις με τον αυτοκράτορα και απροκάλυπτα καταπιάστηκε με τις προετοιμασίες για την πολιορκία της μεγάλης πόλης.
Καμιά βοήθεια δεν πρόκειται να έρθει στην Πόλη από την Πελοπόννησο. Τον Οκτώβριο του 1452 ο σουλτάνος διέταξε τον Τουραχάν να εισβάλλει στην Πελοπόννησο μαζί με τους γιους του. Οι Τούρκοι διέλυσαν εύκολα τα αμυντικά έργα στο Εξαμίλιο. Καθ΄ όλη την διάρκεια των χειμερινών μηνών λεηλατούσαν τα χωριά της υπαίθρου, αλλά δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να καταλάβουν τις μεγάλες πόλεις, εκτός από το Νιόκαστρο και το Σιδηρόκαστρο, που τους αντιστάθηκε με επιτυχία. Οι Έλληνες είχαν ακόμη έναν καλό στρατηγό, τον Ματθαίο Ασάν, που η αδελφή του ήταν γυναίκα του Δημητρίου Παλαιολόγου. Ο Ματθαίος παρέσυρε με δόλο μέρος του τουρκικού στρατού, με διοικητή τον Αχμέτ Μπέη, σε ένα στενό φαράγγι, όπου τους επιτέθηκε και τους κατατρόπωσε αιχμαλωτίζοντας τον Αχμετ. Μετά από αυτήν την αποτυχία οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σταλεί οποιαδήποτε βοήθεια στην Πόλη ακόμα κι αν είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν μια τέτοια βοήθεια.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, το Μάιο του 1453 έφερε σε πένθος ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι κάτοικοι του Μυστρά θυμούνται με θλίψη αλλά και υπερηφάνεια τον ευγενή αυτοκράτορα που είχε ζήσει τόσον καιρό ανάμεσά τους και τώρα είχε χαθεί στις πύλες της αυτοκρατορικής του πόλης. Ο ίδιος ο Ματθαίος στάλθηκε να δώσει στους Δεσπότες τους όρους για ειρήνη. Ο Δημήτριος έπρεπε να παραχωρήσει την Κόρινθο και ο Θωμάς περίπου το ένα τρίτο περίπου της επικράτειάς του, που περιλάμβανε την Πάτρα, τα Καλάβρυτα και τη Βοστίτσα. Έπρεπε να πληρώνουν φόρο υποτέλειας 3οοο χρυσών νομισμάτων. Οι δεσπότες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υποκύψουν σ΄αυτούς τους όρους. Τον Οκτώβριο, ο σουλτάνος και ο στρατός του αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους πολλές χιλιάδες αιχμαλώτους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι περισσότεροι από αυτούς στάλθηκαν να εποικίσουν την Κωνσταντιούπολη.
Ο Δημήτριος, γεμάτος ευγνωμοσύνη που ο Μυστράς τουλάχιστον σώθηκε, ήταν πρόθυμος να μην παραβιάσει την ειρήνη. Ο Θωμάς ακόμα διατηρούσε ελπιδες για κάποια δυτική βοήθεια. Την 1η Ιουνίου 1459, ο Πάπας Πίος ο Β΄ κήρυξε την έναρξη μιας Συνόδου στη Μάντουα, όπου ο Έλληνας καρδινάλιος Βησσαρίων έκανε μια ένθερμη έκκληση για βοήθεια προς την Πελοπόννησο εναντίον των απίστων. Η έκκλησή του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, χωρίς όμως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια πήγε μαζί με άλλους απεσταλμένους του Πάπα στη Γερμανία, να κηρύξει την ιδέα μιας Σταυροφορίας, αλλά κι εκεί είχε τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα. Παρ΄όλα αυτά, τον Ιούνιο, ο ίδιος ο Πάπας κατάφερε να προσλάβει και να εξοπλίσει διακόσιους στρατιώτες, μαζί με άλλους εκατό που πρόσθεσε η Μπιάνκα Μαρία Σφόρτσα, δούκισσα του Μιλάνου. Όταν έφτασαν, ο Θωμάς αναχώρησε αμέσως μαζί και με τα δικά του στρατεύματα για να επιτεθεί στην Πάτρα. Η επίθεση δεν είχε επιτυχία, αν και κατάφερε να ανακαταλάβει τα Καλάβρυτα. Αλλά, τότε, οι Ιταλοί άρχισαν να τους εγκαταλείπουν παίρνοντας το δρόμο για την πατρίδα τους. Και ο Θωμάς σκέφτηκε ότι θα συνέφερε περισσότερο να εισβάλλει στην επικράτεια του αδελφού του. Ο Δημήτριος αιφνιδιάστηκε. Οι ίδιοι οι υπήκοοί του, δεν έκαναν τίποτα για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Ο σουλτάνος, που ήταν απασχολημένος στα βόρεια σύνορά του, έστειλε ένα μικρό απόσπασμα να βοηθήσει τον Ομάρ, ο οποίος χρειάστηκε αρκετό καιρό για να μπορέσει να αποκαταστήσει την τάξη και προτού οΜατθαίος Ασάν μπορέσει να αποκρούσει το Θωμά. Σύμφωνα με τις διαταγές των Τούρκων και με την παρέμβαση του μητροπολίτη Λακεδαιμονίας, οι Δεσπότες συναντήθηκαν στο Καστρίτσι το φθινόπωρο και ορκίστηκαν να ζήσουν ειρηνικά. Αλλά η ειρήνη ήταν σύντομη, σποραδικές συμπλοκές συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών.
Την άνοιξη του 1460 o σουλτάνος είχε βαρεθεί αυτήν την κατάσταση. Συγκέντρωσε στρατό, και στα μέσα Μαΐου έφθασε με αυτόν στην Κόρινθο. Ο Δημήτριος εκκλήθη να τον συναντήσει εκεί. Φοβόταν να κάνει αυτό το ταξίδι. Δεκαοχτώ μήνες πριν του είχε ζητηθεί να στείλει την κόρη του Ελένη στο χαρέμι του σουλτάνου. Ήταν το μοναδικό του παιδί και δεν ήθελε να έχει τέτοια τύχη καθώς είχε την ελπίδα ότι θα την πάντρευε με τον πρίγκιπα της Αραγωνίας, διάδοχο του Δούκα της Καλαβρίας, αλλά οι επαφές είχαν σταματήσει λόγω του θανάτου του θείου του γαμπρού, βασιλέα Αλφόνσου της Νεάπολης. Έτσι, απάντησε με υπεκφυγές, στέλνοντας την Ελένη με τη μάνα της στη Μονεμβασία. Αντί να πάει ο ίδιος να συναντήσει το Σουλτάνο, έστειλε τον Ματθαίο Ασάν, που ήξερε ότι ο Μωάμεθ τον σεβόταν, με πολύτιμα δώρα. Ο σουλτάνος, ανικανοποίητος, συνέλαβε τον Ματθαίο, και ο στρατός του βάδισε κατευθείαν κατά του Μυστρά.
Στις 29 Μάιου 1460, επτά χρόνια μετά την Άλωση, οι κάτοικοι του Μυστρά κοίταζαν προς την απέναντι μεριά της κοιλάδας και παρακολουθούσαν τον μεγάλο τουρκικό στρατό να κατεβαίνει με ελιγμούς τις πλαγιές του Πάρνωνα. Το επόμενο πρωί είχε στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της πόλης. Δεν υπήρξε αντίσταση. Ο Έλληνας γραμματέας του σουλτάνου έπεισε το Δημήτριο να παραδοθεί χωρίς αντίσταση και να εγκαταλείψει το σχέδιό του, να διαφύγει ο ίδιος στη Μονεμβασία. Στις 31 Μάιου, ο ίδιος ο σουλτάνος έφτασε στον Μυστρά και ο Δεσπότης προσκλήθηκε στη σκηνή του όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Μόλις μπήκε στη σκηνή, ο Μωάμεθ σηκώθηκε από τη θέση του και οδήγησε τον Δημήτριο σε ένα κάθισμα δίπλα του. Ο Δεσπότης τρομοκρατήθηκε αλλά ο σουλτάνος του μίλησε ήπια, τάζοντας του μια περιοχή στη Θράκη. Του είπε να καλέσει τη γυναίκα και την κόρη του από τη Μονεμβασία. Όταν έφτασαν, αφέθηκαν στη φροντίδα των ευνούχων, ενώ ο Δημήτριος υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τον Μωάμεθ στην κατάληψη και της υπόλοιπης Πελοποννήσου.
Στήβεν Ράνσιμαν: ‘’ΜΥΣΤΡΑΣ η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ’’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου