Ηγέομαι: προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι αρχηγός, οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ (Χαρ. Αθ. Μπαλτάς, Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1995,
σ. 269)
σ. 269)
Ο Ιουστινιανός πίσω από τον αυτοκράτορα
Ο εμβληματικός αυτοκράτωρ
Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Οι αγαθοί οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμα και σε θριάμβους. Οι κακοί, σε αποτυχίες και καταστροφές. Οι περισσότεροι ηγέτες έχουν μεικτό “μητρώο”, που περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές στιγμές. Η αναζήτηση της σειράς αυτής των Ελλήνων ηγετών περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα της ιστορίας των Ελλήνων, από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή. Η νέα Ελλάδα έχει ασφαλώς τη μερίδα του λέοντος, ίσως γιατί παραδόξως είναι η λιγότερο γνωστή. Το σχολείο άφησε περισσότερα κενά στη νεότερη απ’ ό,τι στην αρχαία ιστορία.
Η κοινή πάντως αντίληψη, που συστηματικά διαμόρφωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, είναι η ενότητα της ιστορίας μας μέσα στον χρόνο.
Ιουστινιανός: Το αίνιγμα του Ηγεμόνος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ
Εάν κρίνουμε τον Ιουστινιανό με βάση τις επιτυχίες του, είναι χωρίς καμία αμφιβολία από τους σημαντικότερους ηγέτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: επανέκτησε χαμένα αυτοκρατορικά εδάφη στην Αφρική, την Ιταλία και την Ισπανία· πέτυχε τη νομική και διοικητική αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας· προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη συνεχή απειλή της Περσίας· ήταν ακούραστος στην προσπάθειά του να συμφιλιώσει τον διχασμένο λαό της Εκκλησίας· και, πάνω απ’ όλα, έδωσε υλική υπόσταση στο μεγαλείο του Βυζαντίου με την κατασκευή της Αγίας Σοφίας και άλλων σπουδαίων μνημείων. Εάν, όμως, μετρήσουμε τις αποτυχίες των 38 χρόνων που βρισκόταν στο θρόνο, τότε ο Ιουστινιανός φαίνεται ότι απέτυχε σε πολλά – και κυρίως στο ζήτημα που τον απασχολούσε περισσότερο απ’ όλα: την ενότητα της Εκκλησίας. Επίσης, ούτε και οι εδαφικές κατακτήσεις κράτησαν για πολύ, ενώ τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του σημαδεύτηκαν από συχνές ταραχές εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ιουστινιανός, λοιπόν, καταγράφηκε ως ένας από τους εξέχοντες ηγέτες της Ιστορίας, πλην όμως, τόσο στην εποχή του όσο και σήμερα, παραμένει ένας γρίφος. Έτσι, η αποτίμησή του βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στο τι θέλουμε εμείς να είναι. Ήταν ο μεγαλύτερος ηγέτης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο οποίος εξασφάλισε την πολιτισμική και εδαφική ακμή της; Ή ήταν ο ηγέτης ο οποίος κυνήγησε, όσο κανένας άλλος, τους Έλληνες που δεν είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό κλείνοντας και τις σχολές της Αθήνας; Τελικά, ο Ιουστινιανός, ο επαρχιώτης Ιλλυριός που μιλούσε λατινικά και ελληνικά, «ανήκει στον ρωμαϊκό ή στον ελληνικό πολιτισμό;» αναρωτιούνται οι συγγραφείς της παρούσης βιογραφίας. Η απάντησή τους είναι συνθετική: «Ανήκει στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και σίγουρα επηρέασε όσο λίγοι την ιστορία των Ελλήνων».
Πέρα από τη δυσκολία μας να τον κατατάξουμε και να αποτιμήσουμε το έργο και το βίο του, χίλια χρόνια πριν εκδοθεί ο Ηγεμών του Μακιαβέλι (1532), η βασιλεία του Ιουστινιανού μάς προσφέρει ένα πολύτιμο μάθημα για το χαρακτήρα, τις πράξεις, τις ιδεοληψίες, τις επιτυχίες, αλλά και τα εγκλήματα και τα λάθη ενός ηγέτη. Επίσης, αντιλαμβανόμαστε το ρόλο που παίζουν η συγκυρία, οι συνεργάτες, οι συμμαχίες, η «σωστή» χρήση των αντιπάλων, καθώς και η προβολή της εικόνας που ο ηγέτης θέλει.
Στη ζωή του, ο Ιουστινιανός είχε την τύχη να βρίσκεται στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή. Και έκανε τα πάντα για να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του δόθηκαν. Έτσι, εκτός από την τύχη και τη συγκυρία, που μπορεί να υπήρξαν ευνοϊκές, οι πράξεις του δείχνουν πως ο ηγέτης πρέπει να είναι αδίστακτος, να κάνει πράγματα που δεν περιμένει κανείς, αλλά να ξέρει και πότε να κάνει πίσω (ώστε να μην φαίνεται αυτός υπεύθυνος για λάθη και εγκλήματα). Στην καρδιά του αινίγματος του Ιουστινιανού βρίσκεται το γεγονός ότι, ενώ γνωρίζουμε πάρα πολλά για αυτόν –χάρη στους ιστορικούς της εποχής του, με κυριότερο τον Προκόπιο–, υπάρχουν άλλα τόσα για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτα. Τα πρώτα του χρόνια μάς είναι παντελώς άγνωστα. Βλέπουμε, όμως, πώς κινήθηκε από νωρίς ώστε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του προσφέρθηκαν.
Γεννήθηκε σε μια άσημη γωνιά των Βαλκανίων και, ακολουθώντας τον θείο του Ιουστίνο, αναζήτησε την τύχη του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων, ο Ιουστίνος βρέθηκε να στέφεται αυτοκράτορας το 518, όταν ο Αναστάσιος πέθανε χωρίς να ορίσει κληρονόμο. Τότε, γνωρίζουμε τον 36χρονο ανιψιό του νέου αυτοκράτορα, τον Πέτρο Σαββάτιο, τον οποίο και υιοθέτησε, δίνοντάς του το όνομα Ιουστινιανός. Κι αν η ενθρόνιση του Ιουστίνου ήταν θέμα τύχης, η διαδοχή του από τον Ιουστινιανό, το 527, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Από νωρίς, ο νεαρός εργαζόταν στα παρασκήνια με επιμονή, με μέθοδο και χωρίς δισταγμό για τη δική του επιτυχία, ανεβαίνοντας την ιεραρχία, αποκτώντας οφίτσια, νομοθετώντας προς το συμφέρον του.
Η τύχη του Ιουστινιανού δεν περιορίζεται στη στέψη του. Βρέθηκε στην εξουσία σε μια εποχή που τα ταμεία ήταν γεμάτα, χάρη στη χρηστή διαχείριση του Αναστάσιου. Επίσης, η Πόλη είχε φθάσει στο πληθυσμιακό απόγειό της, με 500.000 κατοίκους να αποτελούν μεγάλη πηγή εργατικού πλούτου, αλλά και δεξαμενή πολιτικής ζύμωσης. Όταν διορίστηκε ύπατος, λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο θείος του, ο Ιουστινιανός έγινε γνωστός στον λαό με πρωτοφανείς σπατάλες. Λειτουργώντας ως επαγγελματίας του πολιτικού μάρκετινγκ του σήμερα, καταλάβαινε τη σημασία της «αναγνωρισιμότητας», και γι’ αυτό δεν έπαψε ποτέ να δηλώνει τις προθέσεις του και να βάζει άλλους να διατυμπανίζουν τα επιτεύγματά του.
Η συγκυρία, η αποφασιστικότητα και η προπαγάνδα, όμως, δεν οδηγούν από μόνες τους στην επιτυχία. Χρειάζονται και οι κατάλληλοι συνεργάτες. Και σε αυτό το σημείο ο Ιουστινιανός απέδειξε και πόσο τυχερός ήταν με τους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα του, αλλά και πόσο σπάταλος υπήρξε με αυτήν τη γενναιοδωρία της Τύχης. Ο σπουδαίος στρατηγός Βελισάριος, επίσης ταπεινής βαλκανικής καταγωγής, επέτρεπε στον Ιουστινιανό να προσφέρει στρατιωτικούς θριάμβους στον λαό του χωρίς καν ο ίδιος να φεύγει από την Κωνσταντινούπολη. Με την επιφυλακτική στήριξη του αυτοκράτορα, ο Βελισάριος επανέκτησε χαμένα αυτοκρατορικά εδάφη στην Αφρική και την Ιταλία, και προστάτεψε τα ανατολικά σύνορα από τους Πέρσες.
“Στη ζωή του, ο Ιουστινιανός είχε την τύχη να βρίσκεται στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή. Και έκανε τα πάντα για να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του δόθηκαν”.
Η τύχη του ηγέτη, όμως, λογαριάζεται και από την ποιότητα των αντιπάλων του και από τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Στην περίπτωση του Ιουστινιανού, η καταγωγή του, που δεν ήταν διόλου αριστοκρατική, τον έφερε σε αέναη αντιπαλότητα με μερίδα της αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης. Ο γάμος του με την επίσης χαμηλής καταγωγής Θεοδώρα ενίσχυσε την απόστασή του από τα αριστοκρατικά ιδεώδη της «καλής κοινωνίας». Έτσι, συσπείρωσε την ομάδα του εναντίον των ευγενών, και με δηλώσεις αλλά και με νέους νόμους καλλιεργούσε συνεχώς την αίσθηση ότι αυτός υποστήριζε τον λαό εναντίον εσωτερικών εχθρών, εναντίον της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης. Και αυτό το έκανε ενώ ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός του απομυζούσε όλους τους υπηκόους του, από τους χωρικούς έως τους επιφανέστερους. Και φυσικά ο αριστοκρατικός θεσμός της ανέγερσης εντυπωσιακών ναών ενέπνευσε τον Ιουστινιανό να ξεπεράσει τους πάντες με την ανέγερση της μοναδικής Αγίας Σοφίας.
Τύχη χωρίς τόλμη, όμως, δεν οδηγεί πουθενά. Για τον Ιουστινιανό η κρίσιμη δοκιμασία ήταν η Στάση του Νίκα, στις αρχές του 532, όταν οι δύο ευερέθιστοι δήμοι –Βένετοι και Πράσινοι–, που συνήθως βρίσκονταν σε αντιπαλότητα μεταξύ τους, ενώθηκαν για να απαιτήσουν την απομάκρυνση μισητών συμβούλων του Ιουστινιανού, αλλά και την αντικατάσταση του ίδιου από άλλον ηγέτη. Ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη, αλλά (αν πιστέψουμε τον Προκόπιο) τον απέτρεψε η Θεοδώρα, η οποία εμφανίζεται να του εμπνέει την τόλμη και την αποφασιστικότητα. Παίρνοντας κουράγιο και με τη βοήθεια του Βελισαρίου και άλλων πιστών στρατιωτικών, ο αυτοκράτορας διέταξε να παταχθεί η στάση. Η σφαγή 30.000 ανθρώπων μέσα στον Ιππόδρομο, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, δεν ξεχάστηκε ποτέ. Ο Ιουστινιανός είχε δείξει ότι ήταν αμείλικτος «όχι μόνο εναντίον των εχθρών μας στον πόλεμο, αλλά και των εσωτερικών ταραξιών, πατάσσοντάς τους μέσω της νομιμότητας», όπως δήλωνε ο ίδιος σε νόμο του 533. Ήταν αδίστακτος και, επίσης, πετύχαινε να διαιρεί τους αντιπάλους του. Ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας το έθεσε συνοπτικά: «Υπήρχε μεγάλος φόβος, και η Πόλη ήταν ήσυχη».
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο ηγέτης πρέπει να έχει έναν κύριο σκοπό. Στην περίπτωση του Ιουστινιανού, ήταν η ανάγκη για την ενότητα της αυτοκρατορίας και την ενότητα της Εκκλησίας – κάτω από έναν αυτοκράτορα. Αυτός ο στόχος τον ωθούσε να επιβάλλει την Ορθοδοξία με βαναυσότητα σε όσους δεν την ασπάζονταν. Στο όνομα της ενότητας, δεν δίσταζε να τα βάζει με τους πάντες. Γνώριζε, βέβαια, ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για ήττα ή για συμβιβασμό. Είτε θα νικούσε συνεχώς είτε θα έχανε τα πάντα. Η εξάρτησή του από τη Θεοδώρα συνηγορεί σε αυτή τη νοοτροπία – αυτή ήταν ο σύμμαχος, η σύντροφος, ο άνθρωπος με τον οποίον μπορούσε να πολεμήσει τους πάντες. Αυτή του έδινε δύναμη, αλλά, την ίδια ώρα, τον οδηγούσε και σε σφάλματα που ίσως θα είχε αποφύγει εάν δεν της είχε τέτοια αδυναμία, εάν δεν είχε επενδύσει τόσα πάνω της.
Στο τέλος, με όλα τα επιτεύγματα και τα λάθη του, ο Ιουστινιανός άφησε νόμους και κτήρια και μια ιστορία που συνδέει όλο το μεγαλείο και τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του Βυζαντίου. Αυτή η λιτή, σοφή και συναρπαστική βιογραφία μάς παρουσιάζει έναν άνθρωπο από έναν κόσμο μακρινό και ξένο, αλλά και βαθύτατα οικείο.
Αγία Σοφία - Το μεγάλο του έργο
Στις 27 Δεκεμβρίου 537, δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, εγκαινιάστηκε ο νέος ναός της Αγίας Σοφίας. Ο μεγαλοπρεπής ναός χτίστηκε μόλις μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες (οι ιστορίες της ανέγερσης στο μεταγενέστερο κείμενο Διήγησις περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας είναι μυθοπλασίες, όπως και η δήθεν αναφώνηση του Ιουστινιανού Ενίκησά σε Σολομών). Σήμερα, ο κάθε υποψιασμένος επισκέπτης της Αγίας Σοφίας διαπιστώνει ευθύς ότι ο ναός παραπέμπει σε προηγούμενες παραδόσεις της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, σε βασιλικές και ναούς με τρούλο, όπως το Πάνθεον. Ωστόσο, εδώ η κλίμακα του έργου ξεπερνάει κάθε προηγούμενο: αποτελεί το μεγαλύτερο κτήριο στον ρωμαϊκό κόσμο και θα παραμείνει μέχρι το 16ο αιώνα, οπότε χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Αυτό που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης είναι, βέβαια, το ταλαιπωρημένο κέλυφος ενός ναού, κακοποιημένου από τις δοκιμασίες της ιστορίας, που όμως πάντα στέκεται όρθιος. Απλώς ας σημειωθεί ότι ο τρούλος κατέρρευσε αμέσως μετά, το 558, αλλά και μερικώς πολλές φορές στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, επισκευάστηκε από τους αυτοκράτορες.
Συνεπώς, σε ένα βαθμό η φαντασία είναι απαραίτητη για να συλλάβει κάποιος την αρχική λειτουργία του ναού και την εντύπωση που προκαλούσε. Κατ’ αρχάς το εσωτερικό του ναού ήταν πολύ πιο φωτεινό, καθώς η προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων και άλλων κτηρίων, καθώς και η αλλαγή στη διάταξη των παραθύρων μετά την κατάρρευση του πρώτου τρούλου περιόρισαν τη φωτεινότητα του μνημείου. Δεν υπήρχαν ψηφιδωτές παραστάσεις, αλλά φως, πολύ περισσότερο από ό, τι σήμερα: το άνω διάζωμα του ναού –και όχι μόνο ο θόλος– θα ήταν επιχρυσωμένο ή σε χρώμα κίτρινο. Το πρωί, το φως από τα ανατολικά, αντικατοπτρίζοντας μάλιστα το λαμπυρισμό των κυμάτων του Βοσπόρου, κατέβαινε από το πάνω μέρος του ναού προς τα κάτω δημιουργώντας μια ουράνια εικόνα: το φως περνούσε μέσα από τα παράθυρα στη βάση του τρούλου δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο τρούλος ήταν ένα φωτεινό στεφάνι που δεν στηρίζεται πουθενά, αλλά κρέμεται από τους ουρανούς. Το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα εκτυφλωτικό.
Έτσι, εξάλλου, περιγράφεται ο ναός από τον Προκόπιο, και σε αυτόν στηριζόμαστε σήμερα όταν κάνομε λόγο για αυτή την αρχιτεκτονική ανυπέρβλητη ψευδαίσθηση: ο τρούλος έμοιαζε να κρέμεται σε χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό. Η «χρυσή αλυσίδα» (σειρᾷ τῇ χρυσῇ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ) που χρησιμοποιεί στην περιγραφή του ο Προκόπιος είναι μια πλατωνική αλληγορία (με βάση τον Όμηρο) για τα διάφορα επίπεδα του μεταφυσικού και υλικού κόσμου, η κατάβαση από το Θείον, το Ένα, κάτω στον υλικό μας κόσμο. Πρόκειται για απόσπασμα της Ιλιάδας (8.19, σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες), όπου ο Δίας αμφισβητεί αν μπορούν όλοι οι άλλοι θεοί να τον εκθρονίσουν, ακόμη κι αν πιαστούν όλοι μαζί από μια χρυσή αλυσίδα κρεμασμένη στον ουρανό και από εκεί τραβώντας επιχειρήσουν να τον ρίξουν κάτω. Όμως, αν κάποιος ανατρέξει στις υπάρχουσες εκδόσεις και μεταφράσεις του κειμένου του Προκοπίου, δεν θα βρει πουθενά αυτή τη χρυσή αλυσίδα (χρυσή σειρά). Ο εκδότης (J. Haury), παραβλέποντας τη χειρόγραφη παράδοση και μη αντιλαμβανόμενος το πλατωνικό δάνειο στο τόσο σημαντικό αυτό σημείο για τον τρούλο που αιωρείται, αντί για σειρά εξέδωσε σφαίρα. Πάντως, εκτός από τον Προκόπιο, και ένας άλλος Πλατωνιστής και εθνικός, ο Ιωάννης Λυδός, καλεί την Αγία Σοφία «τὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Τέμενος», μια έκφραση που αλλού χρησιμοποιεί για τον θεό Ήλιο, τον θεό του φωτός. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ευθύνη του έργου είχε ένας εθνικός και ότι οι αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας ήταν μάλλον επίσης εθνικοί από την Πλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Ο Ανθέμιος, πιο συγκεκριμένα, ήταν ειδικός στη θεωρία της οπτικής.
Στα χαμηλά οι επιφάνειες των τοίχων του κυρίως ναού και των στοών, αλλά και το πάτωμα καλύπτονταν με πολύχρωμα μάρμαρα και ορθομαρμαρώσεις. Σε αντίθεση με τον ουράνιο θόλο, τα μάρμαρα αντιπροσώπευαν τον υλικό κόσμο, το κάτω «διάζωμα» του ναού. Στην ποιητική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, ο Παύλος Σιλεντιάριος τα βλέπει σαν μαρμάρινα λιβάδια (μαρμαρέους λειμῶνας) και επισημαίνει τα ανθηρά μοτίβα που σχηματίζονται και τα πολλά τους χρώματα. Όσον αφορά τις άλλες αισθήσεις, ο ανοικτός εσωτερικός χώρος παρήγε μια μακρά αντήχηση, που σημαίνει ότι τα λόγια των ακολουθιών δεν θα πρέπει να ακούγονταν ευκρινώς αλλά ως μια συνεχής και ανά επικαλυπτόμενα κύματα ηχώ, ένας «υγρός» ήχος όμως λέγεται. Έτσι, ένας χώρος που αρχιτεκτονικά συμβολίζει ουρανό και γη, που ο λόγος αντηχεί ως θείο πνεύμα μέσα από τα λόγια της λειτουργίας και δονεί τους πιστούς, που μια εκθαμβωτική λάμψη κυριαρχεί από πάνω με το παιγνίδι του φωτός στις απαστράπτουσες επιφάνειες του μαρμάρου, όλα αυτά θα μπορούσε να υποβάλλουν στους πιστούς την αίσθηση ότι παρευρίσκονται στη μοναδική στιγμή της Δημιουργίας, όταν το πνεύμα και το πρώτο φως του κόσμου ἐπεφέρετο ἐπάνω τῶν ὑδάτων (Γεν. 1.1-11: όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν ακριβώς σε αυτό το απόσπασμα της Γένεσης).
Στη μέση της σύναξης θα στεκόταν ο αυτοκράτορας, γιατί αυτή ήταν η δική του εκκλησία, που χτίστηκε για να προβάλει τη δόξα του. Η Αγία Σοφία ήταν πάνω απ’ όλα μια αυτοκρατορική εκκλησία, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ιουστινιανού, στην οποία τα μονογράμματα πάνω στα κιονόκρανα το διατρανώνουν εμφατικά στους αιώνες. Πρόκειται για ένα μνημείο ενός αυτοκράτορα και μιας συγκεκριμένης εποχής, ένα μνημείο, όμως, που κατάφερε να διεμβολίσει το χρόνο. Τα μάρμαρα των κιόνων και των ορθομαρμαρώσεων επιλέχθηκαν συνειδητά από όλες τις γωνιές της Μεσογείου, από τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα. Ο Παύλος Σιλεντιάριος φροντίζει να μας παραθέσει την προέλευσή τους. Έτσι, στο εσωτερικό του ναού, με βάση την προέλευση των μαρμάρων, ήταν παρούσα όλη η αυτοκρατορία, δηλαδή ένας συμβολικός χάρτης της ιουστινιάνειας επικράτειας, της ιουστινιάνειας οικουμένης, με όλα τα εδάφη που ήλεγχε και από τα οποία όλα τα αγαθά, όπως τα μάρμαρα, έφταναν στην Πόλη. Μια πόλη που αν δεν την είχαν ήδη μετονομάσει σε Κωνσταντινούπολη θα της είχε δώσει χωρίς ενδοιασμό το δικό του όνομα. Γιατί αυτός την ανέστησε, αυτός ο οποίος μέσα στο ναό του επευφημείτο ενώπιον του λαού κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, όπως αναφέρεται, για παράδειγμα, στα κοντάκια (ποιητικά κηρύγματα) του Ρωμανού Μελωδού, ενός υμνογράφου της Μεγάλης Εκκλησίας που έζησε την ίδια εποχή.
Ένα από τα κοντάκιά του (54) υμνεί τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα για την ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας, μετά τις πυρκαγιές στη Στάση του Νίκα: ἐν χρόνῳ γὰρ ὀλίγῳ ἀνέστησαν ἅπασαν τὴν πόλιν. Ο Ρωμανός συγκρίνει τη σφαγή του πληθυσμού με την οργή που δείχνει ο Θεός σε εκείνους που δεν καταλαβαίνουν από δίκαιες φοβέρες, αλλά δεν κρύβει τον πόνο που προκάλεσαν τα ξίφη του αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός συγκρίνει την Αγία Σοφία, που ορθώθηκε μέσα από τις στάχτες της, με το Ναό του Σολομώντα, μόνο που εκείνος μένει πάντα ερείπιο. Αυτή η αποστροφή του λόγου θα μπορούσε να είναι μια ακόμη έμμεση νύξη εναντίον του ναού της Ανικίας Ιουλιανής, του Αγίου Πολύευκτου, που είχε διαφημιστεί ως ένας νέος Ναός του Σολομώντα. Τον Ιουστινιανό τον κυνηγούσαν πάντα τα φαντάσματα των αριστοκρατικών του αντιπάλων.
Ο Ιουστινιανός και η ιστορία του μεταξιού
Σύμφωνα με τον Προκόπιο, γύρω στο 552 γίνεται η προσέγγιση του Ιουστινιανού από Ινδούς μοναχούς, οι οποίοι του προτείνουν να μεταφέρουν στην αυτοκρατορία γόνους του μυστηριώδη σκώληκα που τρώγοντας φύλλα συκομουριάς παράγει μετάξι, τον μεταξοσκώληκα. Όπως όμως αποδεικνύει η πρόσφατη έρευνα η ιστορία αυτή είχε ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα και απλώς στα 550 η μεγάλη αυτή μετατόπιση της πρωτογενούς παραγωγής προς τη Μεσόγειο είχε ήδη αποδώσει καρπούς. Σημείο έσχατης χλιδής και κοινωνικής καταξίωσης στην αυτοκρατορική κοινωνία ήταν τα μεταξωτά ενδύματα, και αυτά με την πορφυρή βαφή που παρασκευάζονταν στις πόλεις της Φοινίκης προορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά για το παλάτι. Το ακατέργαστο μετάξι ήταν κινέζικης προέλευσης και η εισαγωγή του γινόταν μέσω Περσών εμπόρων που το έφερναν ώς τα σύνορα.
Αποτελούσε τον μεγαλύτερο παράγοντα του εμπορικού ελλείμματος της αυτοκρατορίας και μάλιστα τα κέρδη πήγαιναν στον Πέρση εχθρό. Στα πρώτα, λοιπόν, χρόνια της βασιλείας του (περ. 530) ο Ιουστινιανός ζήτησε από τους Αιθίοπες συμμάχους του να στρέψουν την πορεία του εμπορεύματος μέσω της Ερυθράς θάλασσας, αλλά μάταια. Ινδοί όμως μοναχοί γνωρίζοντας τα σχέδια του αυτοκράτορα προσφέρθηκαν (μέσα στις δεκαετίες 530-540) να του φέρουν τον μεταξοσκώληκα από τη Σήρινδα (ταυτιζόμενη με τη δυτική Κίνα) ώστε να δημιουργηθεί εντόπια ρωμαϊκή παραγωγή. Είναι μυθική αλλά ευρέως γνωστή η ρομαντική ιστορία του Θεοφάνη του Βυζάντιου (τέλη 6ου αιώνα) ότι έφεραν αυγά μεταξοσκώληκα κρυφά από την Κίνα σε κούφιες ράβδους, στοιχείο που ο Προκόπιος αγνοεί αναφέροντας απλώς μεταφορά γόνων. Η υποδομή και συνθήκες του εγχειρήματος ήταν πιο απαιτητικές, και θα πρέπει να πέρασαν αρκετά χρόνια προς τα τέλη της δεκαετίας του 540 πριν αυξηθεί ικανώς ο πληθυσμός τους και φυτευτούν και μεγαλώσουν πολλές μουριές, με τα φύλλα των οποίων ο μεταξοσκώληκας τρέφεται.
Έτσι, η μεταξοκαλλιέργεια έγινε αυτοκρατορικό μονοπώλιο και σταμάτησε την εισαγωγή της πρώτης ύλης. Οι ρωμαϊκές βιοτεχνίες στη Φοινίκη, που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την εισαγωγή και διαμόρφωναν με βάση αυτήν τις τιμές των μεταξωτών υφασμάτων, δεν μπορούσαν πλέον να ανταγωνιστούν την εντόπια μεταξοκαλλιέργεια και αναγκάστηκαν να συνδιαλλάσσονται με άνισους όρους με τον Πέτρο Βαρσύμη, επίτροπο της όλης επιχείρησης, πιστό της Θεοδώρας και κερδοσκόπο, σύμφωνα πάντα με τον Προκόπιο. Ο Πέτρος Βαρσύμης, πρώην αργυραμοιβός από τη Συρία, είχε τοποθετηθεί το 542/3 ως κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) και είχε υπό τον έλεγχό του για είκοσι χρόνια, με κάποια διαλείμματα, τη διοίκηση και τα οικονομικά της αυτοκρατορίας.
Όποια και να ήταν η τύχη των τοπικών μεταξουργών και εμπόρων, που έπρεπε να ρίξουν τις τιμές τους και να γίνουν συνέταιροι του δημοσίου, η ίδρυση της μεταξοκαλλιέργειας ήταν μαζί με την Αγία Σοφία και την έκδοση των νόμων ένα από τα επιτεύγματα του Ιουστινιανού με διαρκή αποτελέσματα και οφέλη για το Βυζάντιο. Η Ρωμανία με περιφερειακά κέντρα στη Θήβα, για παράδειγμα, έγινε για αιώνες κύριος παραγωγός και προμηθευτής μεταξιού για τον χριστιανικό κόσμο και κρατούσε σφιχτά τα μυστικά παραγωγής του.
“Η ίδρυση της μεταξοκαλλιέργειας ήταν μαζί με την Αγία Σοφία και την έκδοση των νόμων ένα από τα επιτεύγματα του Ιουστινιανού με διαρκή αποτελέσματα και οφέλη για το Βυζάντιο”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου