της Σοφίας Πατούρου-Σπανού, βυζαντινολόγου
O Απόστολος Παύλος διδάσκει στον Άρειο Πάγο |
Η Αθήνα στην ύστερη αρχαιότητα και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια
«Υπήρξαν αι Αθήναι η πηγή παντός καλού και μήτηρ της σοφίας ακόμη και κατ΄ αυτούς τους σκοτεινούς μεσοχρονίους αιώνας», αναφέρει ο Γερμανός ιστορικός του περασμένου αιώνα Γρηγορόβιος, διακατεχόμενος από απέραντο θαυμασμό προς την κλασική αρχαιότητα και αποτίοντας φόρο τιμής προς την κοιτίδα αυτής, την πόλη της Αθήνας.
Ωστόσο, με εξαίρεση τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η Αθήνα του Μεσαίωνα δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα πενιχρό απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος της. Η κατάκτησή της από τον Σύλλα το 86π.Χ.- παρά την αυτονομία που της παραχωρήθηκε- σήμανε την απαρχή μιας πτωτικής πορείας στην πολιτική και πνευματική της ζωή, που έφθασε στο τέρμα της γύρω στον 6ο αιώνα.
Στους αιώνες που ακολουθούν την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, η Αθήνα συνέρχεται γρήγορα και ανασυγκροτείται, χάρη στο ενδιαφέρον και τις γενναιόδωρες χορηγίες Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ξένων βασιλέων και πλουσίων Αθηναίων. Ανακτά την παλαιά της φυσιογνωμία και ξαναγίνεται «το λαμπρόν μουσείον της αρχαιότητας και το σχολείον της ελληνικής μαθήσεως». Τον δεύτερον μ.Χ. αιώνα, δύο προσωπικότητες της εποχής, ο αυτοκράτορας Αδριανός και ο πλούσιος σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός βάζουν τη σφραγίδα τους στην καλλιτεχνική και πνευματική της ζωή, ανεγείροντας σπουδαία μνημεία όπως ήταν ο ναός του Ολυμπίου Διός , το Πάνθεον, το Αδριάνειο Γυμνάσιο και η Βιβλιοθήκη, το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού και ολόκληρη η αδριάνεια πόλη κοντά στον Ιλισό. Την ίδια εποχή αποκτούν νέα πνοή και κύρος οι φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές τόσο ώστε να την καταστήσουν και πάλι το σπουδαιότερο πανεπιστημιακό κέντρο της αυτοκρατορίας. Την ανοδική της όμως πορεία έρχεται να ανακόψει το 267μ. Χ. η επιδρομή των Ερούλων, βαρβαρικού λαού του βορρά που κατέλαβε την πόλη, τη λεηλάτησε και την πυρπόλησε. Τα σπουδαιότερα μνημεία της διασώθηκαν, αλλά η ανασυγκρότησή της ακολούθησε βραδείς ρυθμούς και η δημογραφική της φυσιογνωμία δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ωστόσο, στα τέλη του τρίτου αιώνα, ακμάζουν και πάλι οι σχολές του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Χρυσίππου και πλείστα άλλα μικρότερα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στα οποία συρρέουν μαθητές προερχόμενοι από κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου.
Στους αιώνες που ακολουθούν την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, η Αθήνα συνέρχεται γρήγορα και ανασυγκροτείται, χάρη στο ενδιαφέρον και τις γενναιόδωρες χορηγίες Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ξένων βασιλέων και πλουσίων Αθηναίων. Ανακτά την παλαιά της φυσιογνωμία και ξαναγίνεται «το λαμπρόν μουσείον της αρχαιότητας και το σχολείον της ελληνικής μαθήσεως». Τον δεύτερον μ.Χ. αιώνα, δύο προσωπικότητες της εποχής, ο αυτοκράτορας Αδριανός και ο πλούσιος σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός βάζουν τη σφραγίδα τους στην καλλιτεχνική και πνευματική της ζωή, ανεγείροντας σπουδαία μνημεία όπως ήταν ο ναός του Ολυμπίου Διός , το Πάνθεον, το Αδριάνειο Γυμνάσιο και η Βιβλιοθήκη, το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού και ολόκληρη η αδριάνεια πόλη κοντά στον Ιλισό. Την ίδια εποχή αποκτούν νέα πνοή και κύρος οι φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές τόσο ώστε να την καταστήσουν και πάλι το σπουδαιότερο πανεπιστημιακό κέντρο της αυτοκρατορίας. Την ανοδική της όμως πορεία έρχεται να ανακόψει το 267μ. Χ. η επιδρομή των Ερούλων, βαρβαρικού λαού του βορρά που κατέλαβε την πόλη, τη λεηλάτησε και την πυρπόλησε. Τα σπουδαιότερα μνημεία της διασώθηκαν, αλλά η ανασυγκρότησή της ακολούθησε βραδείς ρυθμούς και η δημογραφική της φυσιογνωμία δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ωστόσο, στα τέλη του τρίτου αιώνα, ακμάζουν και πάλι οι σχολές του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Χρυσίππου και πλείστα άλλα μικρότερα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στα οποία συρρέουν μαθητές προερχόμενοι από κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου.
Ο Aπόστολος Παύλος στην Αθήνα
Τον τέταρτο αιώνα, η ραγδαία διάδοση του Χριστιανισμού στην εξελληνισμένη Ανατολή και η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης κλονίζουν μεν τη λατρεία των αρχαίων θεών, δεν ανατρέπουν όμως τους ρυθμούς της πνευματικής ζωής της ασήμαντης πολιτικά και ολιγάριθμης πληθυσμιακά Αθήνας. Στην διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων οι Αθηναίοι αγωνίζονται με πάθος να περισώσουν τα λείψανα του παρελθόντος και μένουν πεισματικά προσκολλημένοι στη λατρεία των αρχαίων θεών. Απορρίπτουν στην πλειονότητά τους το χριστιανισμό τον οποίο γνώρισαν πολύ νωρίς, όταν το 51μ. Χ., ο Απόστολος Παύλος, επισκέφθηκε την πόλη τους και τόλμησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο από το βήμα του Αρείου Πάγου. Μολονότι η διδασκαλία του δεν έτυχε ιδιαίτερης απήχησης, όπως και ο ίδιος το ανέμενε, έριξε, ωστόσο, τα πρώτα σπέρματα της νέας θρησκείας, τα οποία απέδωσαν σύντομα καρπούς με τη δημιουργία μικρής χριστιανικής κοινότητας, της οποίας ηγήθηκε ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πρώτος επίσκοπος και μάρτυρας της πόλης. Παρά το γεγονός ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος έδειξε καταφανή εύνοια προς την Αθήνα και ανοχή προς την εθνική θρησκεία, αποδεχόμενος μάλιστα τον τίτλο του «στρατηγού των Αθηναίων», όμως η ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως από τον ίδιο προκάλεσε οξύ ανταγωνισμό ανάμεσα στη φθίνουσα πόλη του Πλάτωνα και στην ανατέλλουσα βυζαντινή πρωτεύουσα.
Είναι αλήθεια πάντως πως η επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του την Αθήνα και τους πολίτες της συνέβαλε στο να καταστεί η πόλη και πάλι, τον 4ο αιώνα, σπουδαίο παιδευτικό κέντρο, στο οποίο προσέρχονται για να διδαχθούν και να διδάξουν φημισμένοι τότε φιλόσοφοι και ρήτορες ανάμεσά τους ο Προαιρέσιος, ο Ιουλιανός, ο Μουσώνιος, ο Λιβάνιος, ο Πρίσκος, ο Πρόκλος κ.ά. Εστία της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας η Αθήνα, γνώρισε στα μέσα του 4ου αιώνα την τελευταία μεγάλη πνευματική της αναλαμπή σύμφωνα με τις μαρτυρίες δύο σπουδαίων πνευματικών ανδρών της εποχής, του σοφιστή Λιβάνιου και του ιστορικού Ευνάπιου. Στις μεγάλες φιλοσοφικές της σχολές συναντούνται την εποχή αυτή οπαδοί της αρχαίας και της νέας θρησκείας. Ανάμεσά τους τρία έξοχα πνεύματα της όψιμης αρχαιότητας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μέγας Βασίλειος και ο μετέπειτα βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουλιανός ο παραβάτης. Η συναναστροφή και πνευματική επικοινωνία που αναπτύσσουν, κατά την παραμονή τους στην Αθήνα, οι τρεις διαφορετικοί στη θρησκεία και στις ιδέες σπουδαστές, αποκαλύπτει το χαρακτήρα της πόλης του Περικλή, που την εποχή αυτή έχει αναδειχθεί σε ουδέτερο κα διεθνές έδαφος της επιστήμης.
Ο Ιουλιανός
Η παραμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα και η συναναστροφή του με τους διασημότερους σοφιστές και ρήτορες της εποχής προκαθορίζουν το στίγμα της σύντομης βασιλείας του. Πρώτο του μέλημα, κατά την ανακήρυξή του σε αυτοκράτορα, είναι η ανόρθωση της αρχαίας θρησκείας, η επαναλειτουργία των ναών και των βωμών και η αναβίωση των μαντείων και των μεγάλων αγώνων. Ο θάνατος όμως του τελευταίου μεγάλου εραστή της κλασικής αρχαιότητας, που επέρχεται σύντομα (26 Ιουλίου του 363) σβήνει τα όνειρα και τις ελπίδες των Αθηναίων και όλων των θαυμαστών του αρχαίου κόσμου.
Οι διάδοχοί του, μετριοπαθείς στη θρησκευτική τους πολιτική, επιδεικνύουν ανοχή και επιείκεια προς την κοιτίδα της αρχαίας θρησκείας, παρά τα κατά καιρούς απαγορευτικά για την ειδωλολατρία διατάγματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 375 ο ιεροφάντης των ελευσινίων μυστηρίων Νεστόριος, αντιστρατευόμενος ανοικτά αυτές τις διατάξεις, τολμά να στήσει κάτω από το κολοσσιαίο άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα μικρό άγαλμα του Αχιλλέα, επικαλούμενος όνειρο για επικείμενο σεισμό και διάσωση της πόλης.
Η άνοδος στο βυζαντινό θρόνο του θρησκόληπτου στρατηγού της Ισπανίας Θεοδοσίου σηματοδοτεί για την Αθήνα την αρχή του τέλους της. Με διάταγμα του 381, ο Θεοδόσιος καταργεί την ισότητα των δύο θρησκειών, κλείνει το μαντείο των Δελφών και από το 393 και εξής απαγορεύει την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα σκληρά μέτρα του Θεοδοσίου, μολονότι δεν εφαρμόστηκαν στην Αθήνα με την αυστηρότητα που ίσχυσε στην υπόλοιπη Ελλάδα, επηρέασαν βαθιά την πνευματική και θρησκευτική της ζωή. Η λειτουργία βέβαια των σχολών της συνεχίστηκε και το Πανεπιστήμιό της απέμεινε ο τελευταίος πλέον εξασθενημένος προμαχώνας των Εθνικών.
Ωστόσο, ο ιερός χαρακτήρας που διατηρούσε ακόμη, στα τέλη του 4ου αιώνα, η ασήμαντη πολιτικά και ανίσχυρη στρατιωτικά Αθήνα και το δέος που προκαλούσαν οι θεότητές της απέτρεψαν την καταστροφή της από τον τρομερό Γότθο Αλάριχο. Έμεινε απόρθητη όπως γράφει και ο εθνικός συγγραφέας του 5ου αιώνα Ζώσιμος κατά την περιγραφή της πολιορκίας της Αθήνας από τα στρατεύματα του Αλάριχου το έτος 396. Προσθέτει επίσης ότι, όταν ο Γότθος ηγεμόνας αντίκρισε στην Ακρόπολη την πρόμαχο Αθηνά οπλισμένη και τον ανδριάντα του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα, όχι μόνο δεν απετόλμησε εκπόρθηση της πόλης αλλ΄ αντίθετα συνθηκολόγησε με τους λογάδες της, δεχόμενος φιλοφρονήσεις και πλούσια δώρα. Κατά μια άλλη όμως εκδοχή, η Αθήνα του τέλους του τέταρτου αιώνα δεν είναι παρά η σκιά του ένδοξου παρελθόντος. Τίποτα δεν έχει σημαντικό αναφέρει σ΄επιστολή προς τον αδερφό του ο επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος, ο οποίος την επισκέφτηκε λίγο μετά την αποχώρηση του Αλάριχου. Στα μάτια του χριστιανού φιλοσόφου η Αθήνα μοιάζει με «απομεινάρι δέρματος θυσιασμένου ζώου».
Είναι αλήθεια πάντως πως η επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του την Αθήνα και τους πολίτες της συνέβαλε στο να καταστεί η πόλη και πάλι, τον 4ο αιώνα, σπουδαίο παιδευτικό κέντρο, στο οποίο προσέρχονται για να διδαχθούν και να διδάξουν φημισμένοι τότε φιλόσοφοι και ρήτορες ανάμεσά τους ο Προαιρέσιος, ο Ιουλιανός, ο Μουσώνιος, ο Λιβάνιος, ο Πρίσκος, ο Πρόκλος κ.ά. Εστία της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας η Αθήνα, γνώρισε στα μέσα του 4ου αιώνα την τελευταία μεγάλη πνευματική της αναλαμπή σύμφωνα με τις μαρτυρίες δύο σπουδαίων πνευματικών ανδρών της εποχής, του σοφιστή Λιβάνιου και του ιστορικού Ευνάπιου. Στις μεγάλες φιλοσοφικές της σχολές συναντούνται την εποχή αυτή οπαδοί της αρχαίας και της νέας θρησκείας. Ανάμεσά τους τρία έξοχα πνεύματα της όψιμης αρχαιότητας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μέγας Βασίλειος και ο μετέπειτα βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουλιανός ο παραβάτης. Η συναναστροφή και πνευματική επικοινωνία που αναπτύσσουν, κατά την παραμονή τους στην Αθήνα, οι τρεις διαφορετικοί στη θρησκεία και στις ιδέες σπουδαστές, αποκαλύπτει το χαρακτήρα της πόλης του Περικλή, που την εποχή αυτή έχει αναδειχθεί σε ουδέτερο κα διεθνές έδαφος της επιστήμης.
Ο Ιουλιανός
Η παραμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα και η συναναστροφή του με τους διασημότερους σοφιστές και ρήτορες της εποχής προκαθορίζουν το στίγμα της σύντομης βασιλείας του. Πρώτο του μέλημα, κατά την ανακήρυξή του σε αυτοκράτορα, είναι η ανόρθωση της αρχαίας θρησκείας, η επαναλειτουργία των ναών και των βωμών και η αναβίωση των μαντείων και των μεγάλων αγώνων. Ο θάνατος όμως του τελευταίου μεγάλου εραστή της κλασικής αρχαιότητας, που επέρχεται σύντομα (26 Ιουλίου του 363) σβήνει τα όνειρα και τις ελπίδες των Αθηναίων και όλων των θαυμαστών του αρχαίου κόσμου.
Οι διάδοχοί του, μετριοπαθείς στη θρησκευτική τους πολιτική, επιδεικνύουν ανοχή και επιείκεια προς την κοιτίδα της αρχαίας θρησκείας, παρά τα κατά καιρούς απαγορευτικά για την ειδωλολατρία διατάγματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 375 ο ιεροφάντης των ελευσινίων μυστηρίων Νεστόριος, αντιστρατευόμενος ανοικτά αυτές τις διατάξεις, τολμά να στήσει κάτω από το κολοσσιαίο άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα μικρό άγαλμα του Αχιλλέα, επικαλούμενος όνειρο για επικείμενο σεισμό και διάσωση της πόλης.
Η άνοδος στο βυζαντινό θρόνο του θρησκόληπτου στρατηγού της Ισπανίας Θεοδοσίου σηματοδοτεί για την Αθήνα την αρχή του τέλους της. Με διάταγμα του 381, ο Θεοδόσιος καταργεί την ισότητα των δύο θρησκειών, κλείνει το μαντείο των Δελφών και από το 393 και εξής απαγορεύει την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα σκληρά μέτρα του Θεοδοσίου, μολονότι δεν εφαρμόστηκαν στην Αθήνα με την αυστηρότητα που ίσχυσε στην υπόλοιπη Ελλάδα, επηρέασαν βαθιά την πνευματική και θρησκευτική της ζωή. Η λειτουργία βέβαια των σχολών της συνεχίστηκε και το Πανεπιστήμιό της απέμεινε ο τελευταίος πλέον εξασθενημένος προμαχώνας των Εθνικών.
Ωστόσο, ο ιερός χαρακτήρας που διατηρούσε ακόμη, στα τέλη του 4ου αιώνα, η ασήμαντη πολιτικά και ανίσχυρη στρατιωτικά Αθήνα και το δέος που προκαλούσαν οι θεότητές της απέτρεψαν την καταστροφή της από τον τρομερό Γότθο Αλάριχο. Έμεινε απόρθητη όπως γράφει και ο εθνικός συγγραφέας του 5ου αιώνα Ζώσιμος κατά την περιγραφή της πολιορκίας της Αθήνας από τα στρατεύματα του Αλάριχου το έτος 396. Προσθέτει επίσης ότι, όταν ο Γότθος ηγεμόνας αντίκρισε στην Ακρόπολη την πρόμαχο Αθηνά οπλισμένη και τον ανδριάντα του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα, όχι μόνο δεν απετόλμησε εκπόρθηση της πόλης αλλ΄ αντίθετα συνθηκολόγησε με τους λογάδες της, δεχόμενος φιλοφρονήσεις και πλούσια δώρα. Κατά μια άλλη όμως εκδοχή, η Αθήνα του τέλους του τέταρτου αιώνα δεν είναι παρά η σκιά του ένδοξου παρελθόντος. Τίποτα δεν έχει σημαντικό αναφέρει σ΄επιστολή προς τον αδερφό του ο επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος, ο οποίος την επισκέφτηκε λίγο μετά την αποχώρηση του Αλάριχου. Στα μάτια του χριστιανού φιλοσόφου η Αθήνα μοιάζει με «απομεινάρι δέρματος θυσιασμένου ζώου».
Παρά τη απογοήτευση όμως, που προκαλεί στους επισκέπτες της την εποχή εκείνη και σε πείσμα της κακοδαιμονίας που την κατατρύχει, η Αθήνα επιβιώνει πνευματικά και θρησκευτικά και κατά το επόμενο αιώνα, στη διάρκεια μάλιστα του οποίου θα γνωρίσει και κάποιες σύντομες ευτυχισμένες στιγμές.
Στις αρχές του 5ου αιώνα με εντολή του υπάρχου του Ιλλυρικού Ερκούλιου, επισκευάζεται η βιβλιοθήκη του Αδριανού και το βήμα του Διονυσιακού θεάτρου, ενώ ανεγείρεται εκ βάθρων το Γυμνάσιο της Ακαδημίας, το σημαντικότερο πνευματικό ίδρυμα της εποχής.
Εξάλλου ο γάμος της Αθηναΐδας, κόρης του Αθηναίου σοφιστή Λεόντιου, με το βυζαντινό αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β΄, γεννά νέες ελπίδες και προσδοκίες στους Αθηναίους, που όμως δεν αργούν να διαψευστούν από τα γεγονότα. Ο Θεοδόσος ο Β΄, υποκινούμενος από την θρησκόληπτη και αυταρχική αδελφή του Πουλχερία, εξαπολύει άγριο διωγμό κατά των Εθνικών, ενώ αφαιρεί από τα ιερά και τα μνημεία τηςΑθήνας σπουδαία έργα τέχνης. Καταργεί με νόμο τη Βουλή του Αρείου Πάγου, παύει τους επώνυμους άρχοντες και καταλύει κάθε μορφή αυτοδιοίκησης της πόλης. Επιφέρει καίριο πλήγμα στο πανεπιστήμιο της, μετακαλώντας καθηγητές και φιλοσόφους, στους οποίους προσφέρει γενναίες αμοιβές, για να διδάξουν στο αναδιοργανωμένο από τον ίδιο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Σιγά-σιγά λοιπόν η Αθήνα υποκύπτει στη μοιραία φθορά του χρόνου και στα πισώπλατα χτυπήματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το τέλος του ταλαιπωρημένου εκπρόσωπου του αρχαίου κόσμου επισφραγίζεται με το οριστικό κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της. Ο μεγάλος βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός δεν περιμένει το φυσικό της θάνατο που μοιραία έρχεται, αλλ΄ αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή της με τρόπο βίαιο.
Διατάζει τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό των κατοίκων της αυτοκρατορίας και αποκλείει του εθνικούς από τα δημόσια αξιώματα. Το 529 με νόμο που εκδίδει, απαγορεύει τη λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας, απαγόρευση που αναπόφευκτα οδηγεί στο οριστικό τους κλείσιμο. Οι τελευταίοι Αθηναίοι σοφιστές καταφεύγουν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, ενώ οι αρχαίοι ναοί μετατρέπονται σύντομα σε χριστιανικοί. Παρά το ενδιαφέρον του για την οχύρωση και την προστασία της πόλης των Αθηνών από τους βαρβαρικούς λαούς του Βορρά, η Αθήνα και ολόκληρη η Αττική δεν αποτελούν πλέον παρά ένα ασήμαντο τμήμα της μεγάλης βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου