Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

H ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ ΣΤΗΝ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ



Το φόρουμ του Μ.Κωνσταντίνου. ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ.

Ο πολίτης της Αυτοκρατορίας έμεινε συνειδητά ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, συνειδητά Ρωμαίος, συνειδητά ορθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος της ελληνικής εκλεπτύνσεως.
 
 
          H ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
         ΣΤΗΝ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

                         
      ΣΤ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ
         «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»

                

 
 
 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ "Αρχαιογνώμων"
http://ellinondiktyo.blogspot.gr/
 

 
         Θα ήταν ριψοκίνδυνο να μιλήσουμε γενικά για την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Αυτοκρατορίας. Οι πηγές μας είναι ανεπαρκείς. Η ζωή των μεγάλων, της αυτοκρατορικής αυλής και της υψηλής αριστοκρατίας περιγράφεται με ποικίλες λεπτομέρειες από τους ιστορικούς και τους χρονογράφους. Για τις εμπορικές τάξεις όμως, για τους αγρότες και την φτωχολογιά των πόλεων και της υπαίθρου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες, που μας τις δίνουν κυρίως τα συναξάρια των λαοφιλών αγίων ή τα νομικά εγχειρίδια που περιέχουν τους κανόνες που ρύθμιζαν την ζωή τους. Επιπλέον, τους έντεκα αιώνες που πέρασαν απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο Κωνσταντίνο, ο εξωτερικός τρόπος της ζωής άλλαξε πολλές φορές. Ως το τέλος όμως ο πολίτης της Αυτοκρατορίας έμεινε συνειδητά ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, συνειδητά Ρωμαίος, συνειδητά ορθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος της ελληνικής εκλεπτύνσεως. Ο ξυρισμένος ευγενής όμως του 4ου αιώνα που ήταν τυλιγμένος στις πλατιές πτυχώσεις της τηβέννου του και μιλούσε τα ηχηρά λατινικά του δεν θα αναγνώριζε ποτέ τον απόγονο του, του 15ου αιώνα με τα γένια, το σαρίκι και τον σκληρό μανδύα από ύφασμα χρυσοΰφαντο, που μιλούσε μια ελληνική γλώσσα που τα φωνήεντα της είχαν χάσει την ποικιλία τους.


ΟΨΗ ΦΟΡΟΥΜ Μ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

             Ακόμα και η φυλετική βάση της Αυτοκρατορίας συνεχώς άλλαζε. Στην αρχή η Αυτοκρατορία ήταν κοσμοπολίτικη, αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν οικουμενική, και περιλάμβανε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Η εθνικότητα της ήταν μια έννοια άγνωστη. Όταν η παλιά ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να αποσυντίθεται, η νέα Αυτοκρατορία δεν βασίστηκε στο εθνικό αίσθημα, αλλά, μετά τον 5ο αιώνα, στην ορθοδοξία, και από τον 7ο στην ελληνική γλώσσα,αλλά πάντα στον ελληνικό πολιτισμό .

           Απ’ την στιγμή που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη κυριάρχησε σε όλη την Αυτοκρατορία. Υπήρχε συνεχώς μια όλο και μεγαλύτερη τάση να συγκεντρωθεί η διοίκηση και τα οικονομικά την Πόλη. Η θέση της την έκανε οικονομικό και στρατηγικό κλειδί δύο ηπείρων. Για να κυβερνήσει κανείς την Αυτοκρατορία, το πρώτο και κύριο ήταν να κατέχει την Κωνσταντινούπολη. Όταν ιδρύθηκε η νέα πρωτεύουσα, η Ρώμη είχε αρχίσει να παρακμάζει και στην Δύση άλλη μεγάλη πόλη δεν υπήρχε. Η Καρχηδών και το Μεδιολάνον υστερούσαν. Οι πατριαρχικές πόλεις της Ανατολής, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια, ήταν πολύ πιο επίφοβοι αντίπαλοι. Η Αλεξάνδρεια ως την αραβική κατάκτηση, μόλις ήταν ελάχιστα κατώτερη απ’ την Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας όμως του μίσους της προς την αυτοκρατορική κυβέρνηση, έπαιρνε όλο και περισσότερο μια στάση υπέρμαχου των τοπικών δικαίων και φιλοδοξιών και αυτό μείωνε την οικουμενική της σημασία. Η Αντιόχεια πάλι, σιγά-σιγά, ξέπεσε για λόγους γεωγραφικούς. Καθώς η φτώχεια στην Δύση συνεχώς μεγάλωνε και επικρατούσαν ταραχές, τα εμπορεύματα της Ανατολής που θα έφταναν στην Μεσόγειο περνώντας απ’ την Αντιόχεια, έπαιρναν τώρα ένα βορειότερο δρόμο και διασχίζοντας την Μικρά Ασία, πήγαιναν στην νέα μητρόπολη. Ως τον 7ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη είχε μείνει χωρίς αντίπαλο.

           Τον 5ο αιώνα ήδη ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, χωρίς τα προάστια της πρέπει να ήταν ένα εκατομμύριο και ο αριθμός αυτός διατηρήθηκε ως την λατινική κατάκτηση. Μετά την λατινική κατάκτηση άρχισε να λιγοστεύει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου το 1453 αυτοί που έμεναν δεν ήταν ούτε εκατό χιλιάδες. Η έκταση της πόλης ήταν πολύ πιο μεγάλη και από όσο θα δικαιολογούσε ένας τέτοιος αριθμός. Η βάση του τριγώνου όπου ήταν χτισμένη, είχε περίπου εφτάμιση χιλιόμετρα μήκος και εκεί σε διπλή γραμμή, από τον Μαρμαρά ως το Κεράτιο Κόλπο εκτείνονταν τα χερσαία τείχη, που είχε χτίσει ο Θεοδόσιος Β΄, με τις έντεκα πύλες τους, εκ περιτροπής μια στρατιωτική και μια πολιτική. Από τις δύο άκρες τους άρχιζαν τα θαλάσσια τείχη που το καθένα είχε περίπου δέκα χιλιόμετρα μήκος, για να συναντηθούν στην αμβλεία κορυφή του τριγώνου στο Βόσπορο. Μέσα στα τείχη υπήρχαν διάφορες πολυάνθρωπες πόλεις και χωριά που τα χώριζαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και κήποι. Όπως η παλιά Ρώμη έτσι και η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να υπερηφανεύεται για τους εφτά της λόφους. Οι λόφοι αυτοί ορθώνονταν απότομοι πάνω απ’ τον Βόσπορο και τον Κεράτιο Κόλπο, προς την θάλασσα του Μαρμαρά όμως οι πλαγιές ήταν πιο μαλακές και οι χώροι ανάμεσα τους πιο μεγάλοι.




 
          Ο ταξιδιώτης που ερχόταν απ’ την θάλασσα, απ’ τον νότο ή απ’ την δύση, καθώς πλησίαζε την Πόλη, έβλεπε στο δεξί του χέρι τους θόλους και τις σκεπασμένες με κεραμίδια στοές του μεγάλου παλατιού, την Αγία Σοφία να υψώνεται από πίσω και κήπους να απλώνονται ως κάτω στο Βόσπορο. Ύστερα έβλεπε τον πελώριο κυρτό τοίχο, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει το νότιο άκρο του ιπποδρόμου, να υψώνεται πάνω απ΄το κομψό λιμάνι του Παλατιού, την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου και πιο χαμηλά μιά συνοικία με παλάτια μικρότερα. Στα αριστερά το θαλάσσιο τείχος με τους αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα κομμένο και στα σημεία αυτά υπήρχαν μικρά τεχνητά λιμάνια για τα πλοία που δεν ήθελαν να κάνουν το γύρο ως το Κεράτιο Κόλπο. Γύρω απ’ τα λιμάνια αυτά ήταν ένα πλήθος σπίτια πυκνοχτισμένα. Από πίσω, κυρίως στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, υπήρχαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, ακόμα και χωράφια με σιτάρι, στην κορυφή όμως του λόφου δέσποζε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άλλα μεγάλα κτίρια. Λίγο αριστερότερα το τοπίο γινόταν πιο ομαλό.


 

Η μονή Στουδίου

            Στην όχθη βρισκόταν η πολυάνθρωπη συνοικία του Στουδίου με το ξακουστό μοναστήρι της. Από πίσω έβλεπε κανείς το απάνω μέρος των χερσαίων τειχών καθώς κατέβαιναν προς την θάλασσα. Και έξω από τα τείχη τα σπίτια των προαστίων ήταν πυκνά σε μια απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής. Από την πλευρά του Κερατίου κόλπου η όψη της Πόλης ήταν τελείως διαφορετική. Εκεί, μπρός από τα τείχη, έβλεπε κανείς μια ακτή που με τη πάροδο των αιώνων, συνεχώς μεγάλωνε γεμάτη προβλήτες, αποθήκες και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα εμπορικά πλοία, και λίγο πιο πέρα έβλεπε κανείς και σπίτια χτισμένα μέσα στο νερό απάνω σε πασσάλους. Από πίσω ένα πλήθος πύλες έβγαζαν στις εμπορικές συνοικίες. Εκεί δεν έβλεπε κανείς πολλή πρασινάδα. Οι πιο απότομες πλαγιές, που ανέβαιναν στην κεντρική κορυφή, ήταν γεμάτες σπίτια εκτός απ’ την συνοικία του φρουρίου στην ανατολική άκρη και την ακόμα μεγαλύτερη περιοχή των Βλαχερνών, στο ακρότατο δυτικό σημείο, όπου ένα αυτοκρατορικό παλάτι και μια πολύ ιερή εκκλησία έδιναν σε όλη την συνοικία έναν τόνο αρχοντιάς.


           Στον ενδιάμεσο χώρο βρισκόταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης, τα γραφεία των πλοιοκτητών και των εξαγωγέων και τα καταστήματα των ξένων εμπόρων. Σ’ αυτό το μέρος επιτρέψανε στους Ιταλούς εμπόρους να εγκατασταθούν την πρώτη φορά.

          Η συνοικία με τα κομψά μαγαζιά βρισκόταν στο εσωτερικό. Ξεκινώντας από την είσοδο του παλατιού και του ιπποδρόμου η οδός που λεγόταν Μέση, ο κυριότερος δρόμος, προχωρούσε κατά μήκος του κεντρικού λόφου σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων προς τα αριστερά. Ήταν δρόμος πλατύς με στοές και απ’ τις δύο πλευρές και περνούσε μέσα από δύο φόρους ή αγορές(forum)-μεγάλες εκτάσεις στολισμένες με αγάλματα-το φόρο του Κωνσταντίνου κοντά στο παλάτι και τον ακόμα μεγαλύτερο του Θεοδοσίου.


ΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΤΟΥ Μ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΕΡΙΒΆΛΛΟΝΤΑΣ ΧΩΡΟΣ


 
          Τελικά χωριζόταν σε δύο μεγάλους δρόμους, όπου ο ένας πήγαινε στην συνοικία του Στουδίου, στην Χρυσή Πύλη και στην πύλη των Πηγών, ενώ ο άλλος περνούσε μπρός από τη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και έφτανε στις Βλαχέρνες και στην Χαρισία Πύλη ή Πύλη του Πολυνανδρίου. Στις στοές της Μέσης ήταν τα πιο σπουδαία μαγαζιά, κατά ομάδες, ανάλογα με τα εμπορεύματα που πουλούσαν-τα χρυσοχοεία και δίπλα τους τα αργυροχοεία, τα καταστήματα των υφασμάτων, τα επιπλοποιεία κοκ. Τα πολυτελέστερα ήταν κοντά στο παλάτι, στα λουτρά του Ζευξίππου. Εκεί ήταν τα καταστήματα των μεταξωτών, στην μεγάλη αγορά που τη λέγανε Λαμπτήρα ή Λαμπτήρων Οίκο γιατί τα παράθυρα της ήταν φωτισμένα την νύχτα.

           Ιδιαίτερα αριστοκρατική συνοικία δεν υπήρχε. Παλάτια, καλύβες και σπιτάκια ήταν όλα στριμωγμένα κοντά-κοντά. Οι πλούσιοι έχτιζαν τα σπίτια τους κατά τον παλιό ρωμαϊκό τρόπο: διώροφα, με πρόσοψη γυμνή και με μια εσωτερική αυλή που πότε-πότε ήταν σκεπασμένη και που συνήθως την στόλιζαν με καμιά δεξαμενή αλλά και με ότι άλλο εξωτικό στολίδι που περνούσε απ’ την φαντασία τους. Τα φτωχότερα σπίτια είχαν μπαλκόνια και παράθυρα, που εξείχαν πάνω απ’ τον δρόμο και από κει οι πιο αργόσχολες νοικοκυρές παρακολουθούσαν την καθημερινή ζωή των γειτόνων τους. Οι δρόμοι αυτοί με τις κατοικίες είχαν χτιστεί κυρίως από ιδιώτες και εργολάβους, ένας νόμος όμως του Ζήνωνος προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη. Οι δρόμοι έπρεπε να έχουν 3,60 μέτρα πλάτος, τα μπαλκόνια έπρεπε να απέχουν τουλάχιστον 3 μέτρα από τον απέναντι τοίχο και να βρίσκονται σε 4,50 μέτρα ύψος από το έδαφος. Οι εξωτερικές σκάλες απαγορεύονταν και εκεί που οι δρόμοι ήταν κιόλας χτισμένοι και ήταν στενότεροι από 3,60 μέτρα, δεν επιτρέπονταν μεγάλα παράθυρα με θέα, μονάχα δικτυωτά για αερισμό. Αυτός ο νόμος έμεινε ως το τέλος ο καταστατικός χάρτης της βυζαντινής πολεοδομίας.



 

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ



          Υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί για τους υπονόμους, που όλοι έβγαζαν στην θάλασσα. Κανένας εκτός από πρόσωπα αυτοκρατορικά, δεν μπορούσε να ταφεί μέσα στην Πόλη. Σε κάθε ενορία υπήρχαν υγειονομικοί υπάλληλοι που η δουλειά τους ήταν να φροντίζουν με κάθε λεπτομέρεια για την δημόσια υγεία.
          Σε αντίθεση με τους δρόμους που ήταν στενοί, υπήρχαν μεγάλα δημόσια πάρκα που τα συντηρούσε με έξοδα του ο δήμος. Το Μέγα Παλάτιον και ο περίβολος του έπιαναν ολόκληρη την νοτιοανατολική γωνιά της Πόλης και τα διάφορα κτίρια του ήταν απλωμένα σε μια έκταση σχεδόν ενάμιση χιλιομέτρου. Δίπλα ήταν το παλάτι του πατριάρχη με τα παραρτήματα του και σε όλη την Πόλη υπήρχαν και πολλά άλλα αυτοκρατορικά παλάτια. Σε κάθε σχεδόν γωνία έβλεπε κανείς εκκλησίες.

             Υπήρχαν οι μεγάλες εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων και η Νέα του Βασιλείου Α΄ και πλήθος άλλες μικρότερες. Σε πολλές απ’ αυτές ήταν προσαρτημένα μοναστήρια, μέσα σε πελώριους σκυθρωπούς περιβόλους, καθώς και νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και πανδοχεία. Υπήρχαν τα κτίρια του πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, δεξαμενές, δημόσια λουτρά, και πάνω απ’ όλα ο μεγάλος ιππόδρομος.





          Ένα άγαλμα της Αφροδίτης έδειχνε το μοναδικό οίκο ανοχής της Πόλης, στην συνοικία που λεγόταν Ζεύγμα, στον Κεράτιο Κόλπο. Οι κυριότεροι δρόμοι, και προπαντός οι φόροι, ήταν αληθινά μουσεία, όπου ήταν τοποθετημένα τα ωραιότερα έργα της αρχαίας γλυπτικής. Στους πρώτους αιώνες υπήρχε ένα πραγματικό μουσείο, το σπίτι του Lausus, κάηκε όμως μαζί με όλους τους θησαυρούς του το 476. Τα αγάλματα ωστόσο των δρόμων επέζησαν ώσπου τα κατέστρεψαν ή τα έκλεψαν οι Λατίνοι σταυροφόροι.



         Γύρω από την Πόλη ήταν τα προάστια, που άλλα όπως Χαλκηδών και αργότερα ο ιταλικός Γαλατάς, ήταν πολυάσχολες εμπορικές πόλεις και άλλα όπως το Ιερόν, όπου η Θεοδώρα είχε το αγαπημένο της παλάτι και τα χωριά του Βοσπόρου ήταν κυρίως εξοχές όπου πήγαιναν το καλοκαίρι οι πλούσιοι. Στις πηγές έξω ακριβώς απ’ τα τείχη, υπήρχε μια ονομαστή εκκλησία της Παναγίας. Στο Έβδομον, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το Μίλιον, το χιλιομετρικό δείκτη της πύλης του Μεγάλου Παλατιού, υπήρχε ένας περίφημος χώρος παρελάσεων, όπου διαδραματίστηκαν πολλά σημαντικά επεισόδια της βυζαντινής ιστορίας.


         Για τη εξωτερική όψη της Πόλης, την εποχή της ακμής της, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Οι φανταστικοί θόλοι και τα αετώματα και οι χρωματιστές αψίδες που αποτελούν τον φόντο στις μικρογραφίες των ιστορικών χειρογράφων, μας δίνουν μια εικόνα πιο λαμπρή απ’ την πραγματική, γιατί οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες τις ωραιότερες δημιουργίες τους τις φύλαγαν για τα εσωτερικά. Ακόμα όμως και επί Παλαιολόγων, όταν τεράστιες εκτάσεις της Πόλης κείτονταν σε ερείπια και το ίδιο το Μέγα Παλάτιον δεν ήταν πια κατοικήσιμο, εξακολουθούσε και τότε να κάνει εντύπωση στους ταξιδιώτες η μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης.





          Το ίδιο έκανε εντύπωση και οι εμφάνιση των πιο πλούσιων πολιτών. Τον 5ο αιώνα είχαν εγκαταλείψει την ρωμαϊκή τήβεννο και φορούσαν πια μακριούς μανδύες από σκληρά χρυσούφαντα υφάσματα. Το σκαραμάγκιο, το ένδυμα που φορούσαν όλοι οι ευγενείς στις επίσημες τελετές-όλα σχεδόν τα σκαραμάγκια τα φύλαγαν στο παλάτι-ήταν ένα ρούχο που πολύ πιθανόν να τα είχαν εμπνευστεί, σε πολύ παλιά χρόνια, από τα φορέματα των μανδαρίνων της Κίνας(;) . Όσο περνούσαν οι αιώνες τα ρούχα γίνονταν όλο και πιο περίτεχνα.

 

           Άντρες και γυναίκες φορούσαν περίεργα καλύμματα της κεφαλής, μυτερά καπέλα που είχαν γύρο από γούνα ή ψηλές φουσκωτές καλύπτρες . Από τον 7ο αιώνα και ύστερα άρχισαν να συνηθίζονται τα γένια. Το ξυρισμένο σαγόνι το θεωρούσαν συνήθεια δυτική και πρόστυχη. Τα καλλυντικά ήταν της μόδας κυρίως επί Παλαιολόγων. Ακόμα και γυναίκες νέες και όμορφες σκέπαζαν το πρόσωπο τους με βαφές. Ο Βουργουνδός La Brocquiere αισθάνθηκε φρίκη όταν είδε την ποσότητα από βαφές που χρησιμοποιούσε η αυτοκράτειρα Μαρία, που ήταν από κείνες τις φημισμένες καλλονές-πριγκίπισσα της Τραπεζούντας.

 


        Η καθημερινή ζωή ήταν κι αυτή ρυθμισμένη με την ίδια επίσημη αυστηρότητα όπως και τα καθημερινά ρούχα. Οι αρχές επεμβαίνουν παντού. Τιμές, κέρδη, ώρες εργασίας, όλα ήταν καθορισμένα από το γραφείο του επάρχου. Η εκκλησία είχε πάλι κι εκείνη τους δικούς της κανόνες για τις νηστείες και τις γιορτές. Η ζωή του αυτοκράτορα, που ήταν ο ανώτατος άρχων της Αυτοκρατορίας, ήταν πιο περιορισμένη απ’ την ζωή οποιουδήποτε άλλου απ’ τους υπηκόους του. Εκτός απ’ την διακυβέρνηση του κράτους που αν ήταν ευσυνείδητος, του έπαιρνε τον περισσότερο καιρό του, ήταν σχεδόν κάθε μέρα υποχρεωμένος να παραβρίσκεται σε τελετές, όπου του προσφέρονταν μια λατρεία σαν να ήταν θεός.( σημ. επίσης εκεί δοκιμαζόταν η λαοφιλή του υπόσταση ως βασιλεύς )





 

    





















              Και όποιες ιδέες και αν είχε περί αθλητισμού, ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάζεται στον λαό στους αγώνες του ιπποδρόμου. Ήταν υποχρεωμένος να αλλάζει συνεχώς φορέματα, να ακολουθεί μεγάλες πομπές με ένα βαρύ διάδημα στο κεφάλι, να δέχεται πρέσβεις και να είναι έτοιμος να τον σηκώσουν ξαφνικά μαζί με τον θρόνο του ψηλά στον αέρα για να εντυπωσιάσει τους απλοϊκούς ξένους. Το καλοκαίρι μπορεί να πήγαινε να ξεκουραστεί για λίγο σε κανένα δροσερό παλάτι των περιχώρων, το πιθανότερο όμως ήταν ότι θα έπρεπε να οδηγήσει τα στρατεύματα του στα βουνά της Μικράς Ασίας. Ο Λέων ΣΤ΄ και ο γιος του Κωνσταντίνος Ζ΄βρήκαν τον καιρό να γράψουν βιβλία, κανένας όμως απ’ τους δύο τους δεν ήταν στρατιώτης, ούτε άλλωστε και ο Θεοδόσιος Β΄ που όπως ο και ο Κωνσταντίνος Ζ΄ήταν καλός ζωγράφος. Οι αυτοκράτορες που είχαν σκοπό, τον καιρό που βασίλευαν να διασκεδάζουν, ή έπρεπε να έχουν ικανούς αλλά και αφοσιωμένους υπουργούς ή αλλιώς δεν θα έμεναν πολύ καιρό στον θρόνο.
          Ως τον 12ο αιώνα οι αυτοκράτορες ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά στο Μέγα Παλάτιον, να και πότε-πότε πήγαιναν για λίγες μέρες και στα άλλα του παλάτια μέσα και γύρω απ’ την Πόλη.
 


Γραφιστική αναπαράσταση του παλατιού του Βουκολέοντος


 
          Το Μέγα Παλάτιον, που οι δυτικοί ταξιδιώτες το έλεγαν Βουκολέοντος, απ’ το όνομα λιμανιού του παλατιού, όπου ήταν στημένο ένα τεράστιο άγαλμα ενός βοδιού που πάλευε με ένα λιοντάρι, ήταν ένα σύνολο από διάφορα κτίρια χτισμένα το ένα πλάι στο άλλο χωρίς κανένα σύστημα,-αίθουσες, παρεκκλήσια, λουτρά, πτέρυγες ολόκληρες που κατοικούσαν-που τα είχαν χτίσει με τη σειρά τους διάφοροι αυτοκράτορες.



 

         





          Για το παλάτι της εποχής του Ιουστινιανού δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα. Μετά τον 7ο αιώνα ορισμένα μέρη του, όπως φαίνεται, χρειάζονταν επισκευή. Ο Θεόφιλος έχτισε την περίφημη αίθουσα υποδοχής, τον Τρίκογχο. Ο Βασίλειος Α΄ έκαμε πολλές προσθήκες, ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς έχτισε μια πτέρυγα χαμηλά πλάι στην θάλασσα, όπου του άρεσε να μένει και όπου δολοφονήθηκε.

          Οι Κομνηνοί, παρ’ όλο που ο Αλέξιος Α΄και Ιωάννης Β΄έμειναν πιστοί στο Μέγα Παλάτιον, προτιμούσαν το παλάτι των Βλαχερνών στον Κεράτιο Κόλπο, στην βορειοδυτική άκρη της Πόλης. Και ο Μανουήλ Α΄ έμενε σχεδόν αποκλειστικά εκεί. Είχε μανία με το κυνήγι και τον εξυπηρετούσε να κατοικεί κοντά στα τείχη, αντί να είναι υποχρεωμένος να κάνει έφιππος εφτάμιση περίπου χιλιόμετρα μέσα απ’ τους δρόμους της Πόλης ώσπου να βγει στην εξοχή. Οι πρώτοι Λατίνοι αυτοκράτορες εγκαταστάθηκαν στο Μέγα Παλάτιον. Ο Βαλδουίνος Β΄ όμως δεν είχε τα μέσα να το συντηρήσει. Επί της βασιλείας του ακόμα και το παλάτι των Βλαχερνών άρχισε να ερειπώνεται. Όταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος μπήκε στην Πόλη, το Μέγα Παλάτιον ήταν σε τόσο κακή κατάσταση που δεν άξιζε να το επισκευάσουν, με την μεγάλη μάλιστα φτώχεια που είχαν. Ακόμα και οι Βλαχέρνες χρειάστηκαν πολλές βδομάδες να καθαριστούν και να ξαναγίνουν κατοικήσιμες.



 
 
θεωρητική ανασύσταση μέρους του παλατιού των Βλαχερνών




  
          Οι Παλαιολόγοι έμεναν όλοι στις Βλαχέρνες και την εποχή της τουρκικής κατάκτησης πολύ λίγα απ’ τα κτίρια του Μεγάλου Παλατιού ήταν ακόμα όρθια.
           Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης έκαμε κατάπληξη στους στραυροφόρους του 1204. Ο Βιλλεαρδουίνος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά τα πλούτη ήταν αληθινά. Παρ’ όλο όμως που το παλάτι των Βλαχερνών, με τα μάρμαρα, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τα χρυσούφαντα παραπετάσματα του τους έκαμε μια εντύπωση που δεν περιγράφεται, το Μέγα Παλάτιον τους φάνηκε ακόμα πιο εντυπωσιακό. Εκεί ήταν φυλαγμένοι οι πιο σπουδαίοι απ’ τους θησαυρούς, μεγάλα κομμάτια χρυσάφι, κοσμήματα και πολύτιμα υφάσματα.


 
ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ ΤΟ 1204 ΦΩΤΟΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ.

 
          Εκεί ήταν οι αυτοκρατορικές αίθουσες υποδοχής με τα χρυσά λιοντάρια που βρυχόνταν και τα χρυσά πουλιά που κελαηδούσαν, που τα είχε κάμει για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Εκεί επίσης για να γίνει ο χώρος πιο ιερός από οποιονδήποτε άλλον, είχε την εξαιρετικότερη συλλογή από άγια λείψανα που μπορούσε να βρει κανείς σε ολόκληρη την χριστιανοσύνη. Σε ένα λόφο, στον περίβολο του παλατιού, υπήρχε ένας φάρος για να οδηγεί τα πλοία που έμπαιναν στο Βόσπορο, και δίπλα του μια μικρή εκκλησία, που ήταν το μουσείο όπου ήταν φυλαγμένα τα ανεκτίμητα αυτά κειμήλια, ως την στιγμή που τα μοίρασαν οι σταυροφόροι μεταξύ τους και ο Βαλδουίνος Β΄, τα καλύτερα από όσα έμειναν τα έβαλε ενέχυρο.

 





           Το παλάτι ήταν το κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Όλη η αυτοκρατορία κυβερνιόνταν μέσα απ’ τους τοίχους του. Εκείνος που εξουσίαζε το παλάτι εξουσίαζε και την Αυτοκρατορία. Συγχρόνως όμως το παλάτι ήταν και ο πλουσιότερος εμπορικός οίκος. Το εμπόριο τωνμεταξωτών ήταν αυτοκρατορικό μονοπώλιο, και τους αργαλιούς που ύφαιναν τα ακριβότερα υφάσματα τους είχαν μέσα στον γυναικωνίτη. Εκτός απ’ τα δημόσια γραφεία και τα ευρύχωρα διαμερίσματα του αυτοκράτορα, υπήρχαν και τα κτίρια τα όπου κατοικούσε η αυτοκράτειρα με την αυλή της, διαμερίσματα στην απόλυτη δικαιοδοσία της, όπου ο αυτοκράτορας δεν έμπαινε ποτέ χωρίς την άδεια της.

 
 
 

          Πραγματικά, όταν το 548 πέθανε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο Ιουστινιανός έκανε μια έρευνα στα υπάρχοντα της, βρήκε κρυμμένο σε ένα απ’ τα μέσα δωμάτια τον αιρετικό πρώην πατριάρχη Άνθιμο, που η αυτοκράτειρα τον είχε κρυμμένο δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
           Παρ’ όλο όμως που στον γυναικωνίτη υπηρετούσαν ευνούχοι και οι άντρες δεν έμπαιναν ποτέ, η αυτοκράτειρα μπορούσε όποτε ήθελε να βγαίνει. Μπορούσε να επισκέπτεται τον αυτοκράτορα στα δικά του διαμερίσματα και να δειπνεί μαζί του στις αίθουσες του. Σαν αντιβασίλισσα μπορούσε όποτε ήθελε να βλέπει τους υπουργούς της. Μέσα στο παλάτι σχεδόν πάντα η εξουσία της ήταν μεγαλύτερη και απ’ την εξουσία του αυτοκράτορα.

          Σύμφωνα με την παράδοση την διάλεγαν σε μια μεγάλη συγκέντρωση από νύφες. Απεσταλμένοι γύριζαν όλη την Αυτοκρατορία και συγκέντρωναν ωραία και καλοαναθρεμένα κορίτσια και από αυτά ο αυτοκράτορας έκανε την εκλογή του. Συχνά ο αυτοκράτορας παντρευόταν για λόγους πολιτικούς ή από κάποιο μεγάλο αίσθημα και τότε αυτό ήταν περιττό. Τον τρόπο αυτό όμως χρησιμοποίησαν όταν η Ειρήνη θέλησε να παντρέψει τον γιο της, τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄-τότε που όπως φαίνεται, η Ειρήνη μάλλον και όχι ο αυτοκράτορας έκαμε την εκλογή. Όταν παντρεύτηκε ο Σταυράκιος, της νύφης της άξιζε μεγάλος θαυμασμός για την ηθική της, δεν ήταν όμως καθόλου εκλυστική, παρ’ όλο που οι απεσταλμένοι είχαν μετρήσει με προσοχή και το ανάστημα της και το πόδι της. Ακόμα πιο περίφημη είναι η περίπτωση της Θεοφίλου, που διάλεξε την Θεοδώρα παραμερίζοντας την ποιήτρια Κασσιανή, γιατί του απάντησε με αυθάδεια.





 
         Πλάι στο παλάτι ήταν τα δύο μεγάλα κέντρα της ζωής της Πόλης, η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και ο ιππόδρομος. Ο ιππόδρομος ήταν ένα τεράστιο οικοδόμημα που είχε θέσεις για 40.000 θεατές. Στα κτίρια που τον περιβάλλανε υπήρχαν στάβλοι για τα ζώα που χρησιμοποιούσαν στους αγώνες των μονομάχων, καθώς και οι καλύβες των αναρίθμητων υπηρετών του. Οι διασκεδάσεις του ιπποδρόμου ήταν δωρεάν για όλους και τις επιχορηγούσε το κράτος.





            Τα θεάματα του ιπποδρόμου, οι αγώνες των θηρίων και η αρματοδρομίες ήταν η μεγάλη ψυχαγωγία του όχλου. Οι αντιδικίες μεταξύ των δήμων του ιπποδρόμου, των Πράσινων και των Βένετων, προκαλούσαν τέτοια έξαψη, ώστε πολλές φορές επακολουθούσαν πολιτικές ταραχές και στάσεις. Ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν τους αγώνες. Στο αυτοκρατορικό θεωρείο, το κάθισμα, μπορούσαν να πάνε κατευθείαν απ’ το παλάτι. Ένα περίπλοκο τυπικό καθόριζε τις κινήσεις τους καθώς και τον τρόπο γενικά που θα γίνονταν οι αρματοδρομίες και η απονομή των βραβείων.






         Στους πρώτους αιώνες ο ιππόδρομος ήταν το μέρος όπου ο αυτοκράτορας επικοινωνούσε με τον λαό του και έκανε τις επίσημες ανακοινώσεις του. Εκεί τον επευφημούσαν σαν αυτοκράτορα. Εκεί η Αριάδνη ανήγγειλε στους υπηκόους της ποιόν είχε διαλέξει για άντρα της και αυτοκράτορα. Εκεί ο Ιουστινιανός συζήτησε με τους εξαγριωμένους στασιαστές στην στάση του Νίκα. Στα μεταγενέστερα χρόνια ωστόσο, το 10ο αιώνα, όλα αυτά γίνονταν στην μεγάλη πλατεία μπροστά στο παλάτι. Εκεί ο όχλος το 944 αξίωσε αν γίνει αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Ζ΄και το 1032 να γίνει αυτοκράτειρα η Ζωή. Ο ιππόδρομος είχε χάσει την δημοτικότητα του. Τον 5ο και τον 6ο αιώνα οι αρματηλάτες, όπως ο Πορφύριος επί Αναστασίου, ήταν τα είδωλα της Πόλης και οι μηχανορραφίες του ιπποδρόμου, από τις οποίες βρίθουν τα νιάτα της Θεοδώρας, μπορούσαν να επηρεάσουν την πολιτική της Αυτοκρατορίας.

         Ως τον 9ο αιώνα όμως όλα αυτά έχουν αλλάξει. Οι επαγγελματίες αρματηλάτες έχουν πέσει σε αφάνεια. Πιο πολύ τραβούσαν τώρα την προσοχή οι ερασιτέχνες ιππείς, όπως ο Βασίλειος ο Μακεδών ή ο Φιλόραιος, ένας σταυλίτης του 10ου αιώνα, που ήταν το κέντρο της προσοχής όλης της Αυτοκρατορίας γιατί έκανε τον γύρο του ιπποδρόμου καλπάζοντας όρθιος πάνω στο άλογο του και παίζοντας και με τα δύο χέρια το σπαθί του. Με την εισαγωγή των δυτικών ιπποτικών συνηθειών από τον Μανουήλ Κομνηνό, ο ιππόδρομος έγινε για ένα διάστημα, ο χώρος για τα ιπποτικά κονταροχτυπήματα. Την εποχή των Παλαιολόγων ήταν σχεδόν έρημος, παρ’ όλο που οι νεαροί πρίγκιπες και ευγενείς πήγαιναν πότε-πότε εκεί για ασκήσεις ιππικής δεξιοτεχνίας και για να παίξουν τζυνάκιον (πόλο).
 
Ο Ιωάννης Β΄Κομνηνός (αδερφός της 'Αννας) και η σύζυγός του Ειρήνη (απόδοση από ψηφιδωτή παράσταση στην Αγία Σοφία). Μάταια συνωμότησαν εναντίον του η αδερφή του και η μητέρα του που προτιμούσαν για τη διαδοχή του Αλεξίου τον Καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο, σύζυγο της Άννας Κομνηνής. Ο Ιωάννης Β' έλαβε από τον ετοιμοθάνατο πατέρα του το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι ("σφραγιστήρα δακτύλιον") και κυβέρνησε από το 1118 μέχρι το θάνατό του το 1143.




           Όλοι οι ευγενείς, όταν τους το επέτρεπαν τα μέσα τους, είχαν δικά τους σπίτια στην Πόλη, παρ’ όλο που το καλοκαίρι πήγαιναν για λίγες μέρες και στις επαύλεις τους στην εξοχή. Αν όμως τους υποχρέωναν να μείνουν εκεί για πάντα, αυτό ισοδυναμούσε με εξορία και δυσμένεια. Οι άντρες είχαν συνήθως κάποια δημόσια θέση και περνούσαν τον καιρό τους με την δουλειά τους. Κατά τα άλλα σύχναζαν με τις γυναίκες τους στην αυτοκρατορική αυλή-στις γιορτές οι άντρες περνούσαν ένας-ένας με την σειρά, σύμφωνα με την εθιμοτυπία, μπροστά απ’ τον αυτοκράτορα και οι γυναίκες μπροστά απ’ την αυτοκράτειρα-και εντρυφούσαν σε ραδιουργίες.

           Στα σπίτια τους όσο τους ήταν δυνατόν, δημιουργούσαν μικρές αυλές και είχαν για τακτικούς θαμώνες αγίους και ποιητές. Η αριστοκρατία των πρώτων αιώνων της Αυτοκρατορίας είχε χάσει τα πλούτη της και την δύναμη της με τις επιδρομές του 7ου αιώνα και εξαιτίας της τυραννίας αυτοκρατόρων όπως ο Φωκάς και ο Ιουστινιανός Β΄. Ως τον 9ο αιώνα η γη δεν ήταν σίγουρη επένδυση. Η μόνη μεγάλη οικογένεια που αναδεικνύεται είναι οι Μελισσηνοί που ήταν όπως φαίνεται οικογένεια κωνσταντινουπολίτικη και ο πλούτος της πιθανόν να προέρχονταν από αστικά ακίνητα, αν και αργότερα εγκατάσταθηκαν στην ελληνική χερσόνησο και ακμάζανε ως τις τελευταίες μέρες της Αυτοκρατορίας. Η τελευταία δούκισσα των Αθηνών ήταν Μελισσηνή. Από τα μέσα όμως του 9ου αιώνα παρουσιάζονται οικογένειες που έχουν τεράστια χτήματα στην Μικρά Ασία, πχ οι Φωκάδες, οι Δούκες, οι Σκληροί, οι Αργυροί και οι Κομνηνοί. Λίγο αργότερα όταν μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας, οργανώθηκαν και οι ευρωπαϊκές επαρχίες, παρουσίαζονται και οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικογένειες, οι Καντακουζηνοί, οι Βρυένιοι και οι Τορνίκες, αρμενική πριγκιπική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί κοντά στην Ανδριανούπολη, ενώ οι Δούκες αγόρασαν επίσης κτήματα και στην Ευρώπη.

              Είναι ωστόσο δύσκολο να εξιχνιάσει κανείς την καταγωγή των μεγάλων βυζαντινών οικογενειών, γιατί πολλές φορές τα παιδιά, είτε από σνομπισμό είτε από επιθυμία ποικιλίας, έπαιρναν το επίθετο της μητέρας αντί του πατέρα. Ο πατέρας της Άννας Δαλασηνής ονομαζόταν Χάρων η μητέρα της ήταν Δαλασηνή. Οι μεταγενέστεροι Δούκες ήταν κατά τον Ψελλό, Δούκες μόνο από θηλυγονία. Το επώνυμο των γιων της Άννας Κομνηνής ήταν Κομνηνός και Δούκας, παρ΄όλο που ο πατέρας της ήταν Βρυένιος.

            Οι μεγάλες οικογένειες ζούσαν μια ζωή πατριαρχική, εργάζονταν και πολλές φορές κατοικούσαν όλοι μαζί. Στις πρώτες σελίδες της ιστορίας της Άννας Κομνηνής, βλέπουμε τους αδελφούς Κομνηνούς, βλέπουμε τους αδελφούς Κομνηνούς να ενεργούν όλοι μαζί υπό την καθοδήγηση της μητέρας τους Άννας Δαλασσηνής και να υποστηρίζουν τα συμφέροντα του Αλέξιου, που ήταν ο ικανότερος αλλά όχι και ο μεγαλύτερος απ’ όλους.

           Οι ίδιες αυτές σελίδες μας δείχνουν πόσο συναρπαστική και γεμάτη δράση μπορούσε να είναι, σε κρίσιμες στιγμές η ζωή της αριστοκρατίας, οι άντρες να φεύγουν κάθε τόσο καβάλα στα άλογα τους έξω απ’ την Πόλη, για να βρουν καταφύγιο ή να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του στρατού και οι γυναίκες που συνήθως ήταν οι πιο επικίνδυνες στις μηχανορραφίες, να τρέχουν πολλές φορές άδικα στο άγιο βήμα κάποιας εκκλησίας. Ακόμα και σε εποχές πιο ήρεμες οι πλούσιοι δεν ήταν ασφαλείς, εξαιτίας ακριβώς του μεγάλου τους πλούτου.

           Επί Νικηφόρου Φωκά ,ο Ρωμανός Σαρωνίτης έβρισκε ότι οι υποψίες που είχαν για αυτόν και η παρακολούθηση που του έκαναν, μόνο και μόνο επειδή ήταν πολύ πλούσιος-είχε τον δικό του αρματοδρόμο Φιλόραιο και ήταν γαμπρός ενός προηγούμενου αυτοκράτορα, του Ρωμανού Α΄-ήταν τόσο αφόρητες, ώστε στην απελπισία του σκέφτηκε να επαναστατήσει, ακολούθησε όμως την συμβουλή του αγίου Βασιλείου του Νέου και αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι.

         Τι ακριβώς αποτελούσε τα μεγάλα πλούτη στο Βυζάντιο δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Δεν υπάρχουν καθόλου πληροφορίες για τον πλούτο στα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Ιουστινιανός κατάργησε το αξίωμα του υπάτου, κόστιζε περίπου 90.000 λίρες τον χρόνο σ’ αυτούς που το είχαν και κανένας ιδιώτης δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Τον 7ο και τον 8ο αιώνα τα πλούτη είχαν ελαττωθεί.



 

       Η Θεοκτίστη, η μητέρα του Θεοδώρου Στουδίτου, που ήταν πλούσια και πολύ γενναιόδωρη, έδινε στους υπηρέτες της μόνο ψωμί, λαρδί και κρασί. Κρέας ή κοτόπουλο τους έδινε μόνο στις γιορτές και τις Κυριακές και την θεωρούσαν μάλλον σπάταλη. Δεν ξέρουμε όμως πόσους υπηρέτες είχε. Λέγεται ότι γύρω στο 730 οι εξήντα μάρτυρες των Ιεροσολύμων ταξιδεύανε με συνοδεία πριγκιπική.

        Η Δανιηλίς, η χήρα που είχε φιλία με τον Βασίλειο Α΄ είχε δικό της το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και άφησε στον αυτοκράτορα 3.000 υποτακτικούς . Ο παρακοιμόμενος Βασίλειος, άνθρωπος αυτοδημιούργητος παρ’ όλο που ήταν νόθος γιος ενός αυτοκράτορα, έπαιρνε μαζί του ακόμα και στις χειρότερες μέρες της κακοτυχίας του μια συνοδεία από 3.000 περίπου ακολούθους.

          Τα ποσά που αναφέρονται στο έπος του Διγενή Ακρίτα είναι δυστυχώς εξογκωμένα ποιητική αδεία. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι πραγματικά η προίκα της γυναίκας του άξιζε σχεδόν 9.000.000 χρυσά φράγκα και ότι θα ήταν ακόμα πολύ πιο μεγάλη ακόμα και αν το είχε θελήσει ο ήρωας. Και το παλάτι του ήρωα, που οι τοίχοι του ήταν όλοι σκεπασμένοι με χρυσάφι και μωσαϊκά, είναι μάλλον το ιδεατό εξοχικό σπίτι παρα σπίτι που υπήρξε στην πραγματικότητα.

           Ακόμα και ο Φιλάρετος, ο ταπεινής καταγωγής γεωργός, τις μέρες του μεγάλου πλούτου του έκανε τραπέζια με τριανταέξι καλεσμένους που καθόταν σε ένα τραπέζι από ελεφαντοκόκκαλο και χρυσάφι και είχε 12.000 πρόβατα, 600 βόδια και 800 άλογα στις βοσκές, 200 βόδια και 80 άλογα και μουλάρια για την δουλειά και ένα μεγάλο αριθμό δουλοπαροίκων. Ο πλούτος του προερχόταν από ιδιοκτησίες που είχε στα περίχωρα των εμπορικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στην Κωνσταντινούπολη δεν διατηρούσε σπίτι. Ιδιωτικός πλούτος υπήρχε ακόμα και επί Παλαιολόγων.




       Η περιγραφή του Μετοχίτη για το παλάτι του, που καταστράφηκε στις στάσεις, μας δείχνει ότι ήταν γεμάτο μάρμαρα και πολύτιμα μέταλλα και είχε μια πολυτέλεια άγνωστη στην σύγχρονη Δύση. Και σύμφωνα με αυτά που λένε οι εχθροί του, ο Λουκάς Νοταράς το 1453 είχε κρυμμένο τόσο χρυσάφι που θα μπορούσε να μισθώσει ολόκληρο καινούργιο στρατό και να σώσει την Πόλη. Η αριστοκρατία έμεινε ως το τέλος η αριστοκρατία του πλούτου.

         Κατά συνέπεια η αριστοκρατία αυτή δεν ήταν κλειστή. Ο καθένας που είχε αρκετά χρήματα και τα είχε επενδύσει σε γαίες, η μόνη επένδυση που ήταν σίγουρη, μπορούσε να ιδρύσει μια ευγενή οικογένεια, αγοράζοντας ένα τίτλο, ώστε οι γιοί του να γίνουν μέλη των συγκλητικών τάξεων. Ο πιο έντιμος τρόπος ήταν να είναι κανείς δημόσιος υπάλληλος πιθανόν στρατιωτικός και να ανταμειφθεί με την δωρεά μεγάλων κτημάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο είχε αρχίσει η ευημερία των Φωκάδων με τον μεγάλο στρατιωτικό, τον Νικηφόρο τον πρεσβύτερο.

         Άλλος τρόπος ήταν να ενδιαφερθεί ο αυτοκράτορας για τα παιδιά ενός αξιωματούχου ή φίλου του. Έτσι ο Θεοφάνης, ο χρονογράφος που αγίασε, όταν ήταν παιδί ήταν προστατευόμενος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄, γιατί ο πατέρας του πριν πεθάνει είχε διακριθεί ως στρατηγός των νησιών του Αιγαίου. Και να το είχε θελήσει ο Θεοφάνης θα είχε απολαύσει όλα τα επίγεια αγαθά. Με τον ίδιο τρόπο και τους Κομνηνούς, δύο νέα αδέλφια απ’ την Θράκη, τους προστάτευε ο Βασίλειος Β΄και τους χάρισε κτήματα στην Παφλαγονία, γιατί είχε άλλοτε τον πατέρα τους στην υπηρεσία του. Ή με τρόπο όχι και τόσο εμφαντικό, η επιρροή του αυτοκράτορα βοήθησε τον Ρωμανό Λεκαπηνό στην σταδιοδρομία του στο ναυτικό, επειδή ο πατέρας του ένας χωρικός που ονομαζόταν Θεοφύλακτος ο Αβάστακτος, είχε σώσει κάποτε την ζωή του Βασιλείου Α΄.




 
 
 

         Όταν αποκτούσε κανείς τα κτήματα του μόνο και μόνο χάρη στην οικονομολογική του δεινότητα, όπως πχ ο πατρίκιος Νικήτας στις αρχές του 10ου αιώνα, φαίνεται ότι δεν το θεωρούσαν και τόσο αξιοπρεπές. Ήταν και λιγότερο σίγουρο. Οι αυτοκράτορες έτρεμαν αυτές τις τάσεις και πολλές φορές οι φιλόδοξοι γαιοκτήμονες ήταν δυνατόν να υποχρεωθούν, όπως ο πρωτοβεστιάριος Φιλόκαλος, να ξαναγυρίσουν στην φτώχεια τους, με την αιτιολογία ότι είχαν παραβεί τον νόμο περί προτιμήσεως. Οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν επίσης να περιορίσουν την αύξηση εκείνων των κτημάτων που ο πυρήνας τους είχε σχηματιστεί με τρόπο αξιοπρεπή. Αυτό όμως ήταν πιο δύσκολο.






 

 


           Λίγα πράγματα ξέρουμε για τις διασκεδάσεις της βυζαντινής κοσμικής ζωής. Είναι πιθανόν ότι οι τελετές της Αυλής ήταν, και μέσα στην Κωνσταντινούπολη, οι μόνες επίσημες εκδηλώσεις. Συγκεντρώσεις όμως σε στενό φιλικό κύκλο φαίνεται ότι ήταν συχνές. Η Πουλχερία κάθε Κυριακή μετά την λειτουργία, γευμάτιζε με τον πατριάρχη για να συζητήσει μαζί του την εκκλησιαστική πολιτική.

             Ο Βασίλειος ο Μακεδών για πρώτη φορά σκέφτηκε να δολοφονήσει τον αυτοκράτορα σε ένα ανεπίσημο γεύμα που έδινε αυτός και η γυναίκα του στον Μιχαήλ Γ΄. Στα συναξάρια διαβάζουμε για φίλους των μοναχών που δειπνούν στα μοναστήρια μαζί τους ή για αγίους που αρνιούνται να πάνε στα συμπόσια των πλούσιων προστατών τους. Ο Φώτιος καλούσε σπίτι του πνευματικούς ανθρώπους και συζητούσε για βιβλία και το ίδιο έκανε αιώνες αργότερα και ο Μετοχίτης.





            
          Στα εξοχικά σπίτια δεν γίνονταν συγκεντρώσεις γιατί τα σπίτια αυτά ήταν τόπος εξορίας ή διακριτικής απομόνωσης. Η μόνη εξαίρεση ήταν όταν περνούσαν από κει ξεχωριστοί ταξιδιώτες, πρέσβεις, υπουργοί ή και ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο Φιλάρετος φιλοξένησε τους απεσταλμένους που έψαχναν νύφες κατάλληλες για τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Ο Αλέξιος Α΄έμεινε με συγγενείς της γυναίκας του όταν ταξίδεψε στην Θράκη. Όταν ο Ευστάθιος Μαλέϊνος φιλοξένησε τον Βασίλειο Β΄, η γενναιοδωρία της φιλοξενίας του προκάλεσε την καταστροφή του. Ο Βασίλειος δεν είχε αντιληφθεί ότι οι υπήκοοι του ήταν τόσο ισχυροί. Ο Κεκαυμένος το λέει καθαρά ότι είναι λάθος να δέχεται κανείς στο σπίτι του. Οι καλεσμένοι λέει απλώς κριτικάρουν το σπιτικό σου και κοιτάζουν να ξελογιάσουν την γυναίκα σου.

            Όπως το αυτοκρατορικό παλάτι έτσι και τα παλάτια των ευγενών είχαν και αυτά τον γυναικωνίτη τους. Οι γυναίκες όμως ήταν ελεύθερες να παίρνουν μέρος στην ζωή των αντρών. Τα ανύπαντρα κορίτσια ζούσαν κάπως περιορισμένα και μπορεί να μην έβλεπαν ποτέ τους άντρες τους πριν οριστεί ο γάμος. Απ’ την στιγμή όμως που παντρεύονταν είχαν απόλυτη ελευθερία και πολλές φορές όπως η Θεοκτίστη, διεύθυναν όλη την οικογένεια. Για τις μητέρες πάντως ο σεβασμός ήταν πολύ μεγάλος.

          Είναι γνωστή η δύναμη της Άννας Δαλασηνής και κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ ότι η υπακοή που τις έδειχναν οι γιοι της ήταν αδικαιολόγητη. Όταν ο Διγενής Ακρίτας δειπνούσε σπίτι του-δειπνούσε πολύ απλά με ένα μόνο υπηρέτη που τον καλούσε χτυπώντας ένα κουδούνι-αυτός και η γυναίκα του πήγαιναν στην τραπεζαρία μόλις ετοιμαζόταν το φαγητό και ξάπλωναν σε ανάκλιντρα, ενώ η μητέρα του ερχόταν πάντα λίγο αργότερα και καθόταν σε κάθισμα. Ακόμα και στις τελευταίες μέρες της Αυτοκρατορίας, μόνο και μόνο χάρη στην επιρροή της τελευταίας αυτοκράτειρας, της χήρας Ελένης Δραγάτση, έμειναν μονοιασμένοι οι γιοι της, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄και οι αδελφοί του.

       Στις συχνές συνωμοσίες, που έδιναν μια ποικιλία στην ζωή των αριστοκρατών, οι γυναίκες έπαιζαν πάντα τον ρόλο τους και συνήθως συμμερίζονταν τις ποινές των αντρών τους, παρ’ όλο βέβαια που γλίτωναν τους χειρότερους φυσικούς εξευτελισμούς και τους πόνους. Η Άννα Δαλασσηνή περιορίστηκε μια φορά σε μοναστήρι. Η γυναίκα του Κωνσταντίνου Δούκα, όταν απέτυχε η επανάσταση του το 913 και ο ίδιος τυφλώθηκε, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στα κτήματα της. Απ’ την άλλη μεριά πάλι η γυναίκα του Βάρδα Φωκά, που είχε υπερασπιστεί η ίδια την θέση του ανδρός της, το φρούριο του Τυριαείου εναντίον των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, από όσα ξέρουμε η ίδια δεν τιμωρήθηκε καθόλου όταν ο άντρας της νικήθηκε στην Άβυδο.





           Η ζωή των φτωχών είναι πάντα η ίδια σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές-την περνάνε ψάχνοντας με αγωνία να βρουν τα μέσα για να ζήσουν. Οι φτωχοί της Κωνσταντινούπολης ζούσαν μέσα σε μεγάλη βρώμα, με τα παλιόσπιτα τους κολλημένα με τα σπίτια των πλουσίων, ίσως όμως να ζούσαν καλύτερα απ’ τους φτωχούς άλλων εθνών. Τον ιππόδρομο, την μοναδική τους ψυχαγωγία, την είχαν χωρίς να πληρώνουν. Την δωρεάν διανομή του άρτου την είχε καταργήσει ο Ηράκλειος, εξακολουθούσαν όμως να δίνουν τροφή δωρεάν σ’ αυτούς που δούλευαν για τον κράτος, που φύλαγαν δηλαδή πάρκα ή υδραγωγεία που επισκευάζονταν ή βοηθούσαν τους κρατικούς φούρνους.



 
 
 

         Ήταν έργο του κοιαίστωρος να φροντίζει να βάζουν τους άπορους να κάνουν κάποια χρήσιμη δουλειά ώστε να μην υπάρχει ανεργία. Για να το επιτύχουν αυτό δεν επιτρέπονταν σε κανένα να έρθει στην Πόλη, εκτός αν είχε υποθέσεις. Υπήρχαν επιπλέον νοσοκομεία και πτωχοκομεία για τους γέρους και τους αρρώστους που συνήθως τα είχε χτίσει ο αυτοκράτορας ή κάποιος ευγενής και ήταν προσαρμοσμένα σε αντρικά ή γυναικεία μοναστήρια και τα διεύθυναν οι μοναχοί.

          Έχουμε τα ιδρυτικά συμβόλαια διάφορων ιδρυμάτων των Κομνηνών. Για τα παιδιά των φτωχών υπήρχαν τα κρατικά ορφανοτροφεία. Ο ορφανοτρόφος, ο υπεύθυνος για τα ορφανοτροφεία, έγινε πολύ γρήγορα πολύ σημαντικό πρόσωπο στη κρατική ιεραρχία και διαχειριζόταν τεράστια ποσά. Την εποχή των εικονομάχων η εκκλησιά κατόρθωσε να πάρει στα χέρια της για ένα διάστημα την διοίκηση των ορφανοτροφείων, οι Μακεδόνες όμως αυτοκράτορες τα εξάρτησαν και πάλι απ’ τη πολιτική εξουσία και ενίσχυσαν την θέση του ορφανοτρόφου. Το μεγαλύτερο ορφανοτροφείο βρισκόταν στον περίβολο του Μεγάλου Παλατιού. Καταστράφηκε από ένα σεισμό επί Ρωμανού Γ΄, ο Αλέξιος όμως το ξανάχτισε και ξεχνούσε τις έγνοιες του κράτους φροντίζοντας για τα παιδιά.

 


         Με όλα αυτά τα φιλανθρωπικά ιδρύματα δεν ήταν δυνατόν ο λαός να πεινάει. Είναι αξιοσημείωτο ότι, όταν ο όχλος ξεσηκωνόταν και στασίαζε, τα κίνητρα δεν ήταν ποτέ αναρχικά . Μπορεί να ήθελε να ρίξει ένα υπουργό που τον καταπίεζε ή να εξοντώσει μισητούς ξένους, ποτέ όμως δεν ζήτησε να αλλάξει την σύσταση της κοινωνίας. Πραγματικά τις περισσότερες φορές που ο λαός εκδήλωνε έτσι τα κυριαρχικά του δικαιώματα το έκανε για να προστατέψει το πορφυρό αίμα των αυτοκρατόρων από την υπερβολική θρασύτητα κάποιου σφετεριστή.

        Εκτός απ’ τους ελεύθερους φτωχούς υπήρχε και ένας σημαντικός αριθμός δούλων. Πόσοι ακριβώς ήταν δεν μπορούμε να ξέρουμε. Πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν ήταν σωστό να είναι δούλοι οι χριστιανοί, αν και η θέση των δουλοπάροικων στην ύπαιθρο ήταν ελάχιστα καλύτερη απ’ των δούλων. Ως τον 12ο αιώνα πάντως χρησιμοποιούσαν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις καθώς και στα ορυχεία του κράτους καθώς και σε άλλα δημόσια έργα άπιστους ή ειδωλολάτρες δούλους. Αυτοί ήταν ή Σαρακηνοί που δεν τους είχαν εξαγοράσει ή τις περισσότερες φορές εμπόρευμα που το έφερναν οι έμποροι απ’ τις στέπες. Οι Ρώσοι προπαντός πολύ συχνά πουλούσαν τους αιχμαλώτους των επιδρομών τους στις αγορές της Κωνσταντινούπολης. Υπήρχε όμως πάντα ένα αίσθημα κατά της δουλείας που συνεχώς γινόταν πιο έντονο. Ο Θεόδωρος Στουδίτης απαγόρευσε στα μοναστήρια να χρησιμοποιούν δούλους. Για τους δούλους επιβλήθηκε και ειδικός φόρος.

          Ο Αλέξιος Α΄θέσπισε νόμους που τους επιτρέπονταν να παντρεύονται ελεύθερα. Ακόμα όμως και στο τέλος του 12ου αιώνα ο επίσκοπος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης είχε μεγάλο αριθμό δούλων, που έδωσε εντολή να τους ελευθερώσουν μετά τον θάνατο του γιατί η δουλεία ήταν κάτι το αφύσικο. Σιγά-σιγά με τη εξάπλωση του πολιτισμού, η τιμή του ανθρώπινου εμπορεύματος ανέβηκε σε απλησίαστα ύψη. Οικιακούς πάντως δούλους πιθανώς να μπορούσε κανείς να βρει στην Κωνσταντινούπολη ακόμα και τον 14ο αιώνα. Και είναι επίσης πιθανόν ότι οι δούλοι των ιδιωτών θα ζούσαν μια ζωή μάλλον άνετη και όχι αφόρητη, τους συναδέλφους τους όμως που ανήκαν στο κράτος τους μεταχειρίζονταν σαν κτήνη.


           Aνάμεσα στους φτωχούς και στην αριστοκρατία κυμαίνονταν οι μεσαίες τάξεις. Ο Διοκλητιανός είχε θελήσει να ακολουθούν όλοι το επάγγελμα του πατέρα τους- ο γιος του στρατιώτη να γίνεται στρατιώτης και του ψωμά ψωμάς. Αυτό ως ένα σημείο διατηρήθηκε, η κοινωνία όμως δεν έμεινε και τόσο στατική όσο το είχε επιθυμήσει ο Διοκλητιανός. Όταν υπήρχε ένας γιος να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση, οι αδελφοί του μπορούσαν να γίνουν κληρικοί, στρατιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι και αν πετύχαιναν τότε άλλαζε η ζωή όλης της οικογένειας. Ήταν δυνατόν να τους προσφερθούν δώρα χρηματικά, να αγοράσουν γαίες και να εμφανιστεί έτσι και ένας καινούργιος κλάδος ευγενών. Ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, ο υπουργός της Ζωής, ήταν αστικής καταγωγής και η αδελφή του είχε παντρευτεί έναν καλαφάτη. Κατόρθωσε να προωθήσει έναν απ’ τους αδελφούς του και ύστερα απ’ αυτόν τον ανιψιό του, τον γιο του καλαφάτη, τον ανέβασε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ήταν δυνατόν επίσης μια αδελφή να κάνει έναν εξαιρετικό γάμο, γιατί η ομορφιά πολλές φορές ανέβαζε ένα κορίτσι πολύ πιο πάνω απ’ την τάξη του. Η Θεοδώρα, η θεατρίνα που είχε γεννηθεί μέσα στον ιππόδρομο, και η Θεοφανώ η κόρη του πανδοχέα, έγιναν και οι δύο αυτοκράτειρες και υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, σχεδόν το ίδιο εντυπωσιακά.






       Κατά κανόνα οι νέοι από αγχιστεία συγγενείς του αυτοκράτορα μαζεύονταν στο παλάτι και άρχιζαν οποιαδήποτε και να ήταν η καταγωγή τους, μια καινούργια σταδιοδρομία σαν αριστοκράτες. Η φιλοδοξία ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλως των Βυζαντινών και οι γονείς της μεσαίας τάξης έκαναν ότι μπορούσαν για να ενθαρρύνουν τα έξυπνα παιδιά τους. Η μητέρα του Ψελλού κόπιασε πολύ για να δώσει στο παιδί της την μόρφωση που εκείνη δεν είχε πάρει ποτέ, παρ’ όλο που όλοι οι συγγενείς της έκαναν συμβούλιο και της είπαν πως δεν άξιζε τον κόπο.

         Η μητέρα του αγίου Θεοδώρου του Συκεώτου ονειρευόταν για τον γιο της μια σπουδαία καριέρα στον στρατό και απογοητεύτηκε πολύ όταν εκείνος διάλεξε τον καθόλου προσοδοφόρο δρόμο της αγιοσύνης. Η αδελφή της Μαρίας της Νεωτέρας, που ήταν γυναίκα αξιωματικού, πάντρεψε την αγία με ένα συνάδελφο του ανδρός της, που φαινόταν ότι είχε μέλλον. Πραγματικά, σε πολύ σύντομο διάστημα, από δρουγγάριος έγινε τουρμάρχης της Βιζύης και μπορεί να ανέβαινε πολύ πιο ψηλά αν δεν συνέβαινε αυτή η καταθλιπτική ιστορία της γυναίκας του, που πέθανε μάρτυρας της σκληρότητας του.

         Τα δίδυμα αγόρια τους τα προόριζαν το ένα για τον στρατό και το άλλο για την εκκλησία. Aπό την περιγραφή της οικογενειακής του ζωής, που έκανε ο Ψελλός στον επικήδιο της μητέρας του, φαίνεται ότι ήταν μια πολύ συνδεδεμένη οικογένεια όπου δέσποζε εκείνη. Το μόνο πρόσωπο που αγαπούσε πραγματικά ο Ψελλός ήταν η αδελφή του, που πέθανε δεκαοκτώ ετών. Δεν ήταν εύποροι, είχαν όμως ένα δύο υπηρέτες και η Θεοδότη βρήκε καιρό μετά τον γάμο της, να μάθει μόνη της να γράφει και να διαβάζει όπως έπρεπε, γιατί η ανατροφή της είχε πάρα πολλές ελλείψεις. Ο πατέρας της ήταν έμπορος, ο Ψελλός όμως με τα ασυνήθιστα χαρίσματα του, ανατράφηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει σοφός. Τον έστειλαν μάλιστα και να ταξιδέψει για να μπορέσει να σπουδάσει με τους καλύτερους δασκάλους. Ήταν μια οικογένεια πολύ ευσεβής, κυρίως η Θεοδότη, που μισοέλπιζε ότι ο γιος της θα είχε φιλοδοξίες να γίνει κληρικός.

 



           Το σπιτικό του τουρμάρχη της Βιζύης ήταν κάπως πλουσιότερο. Είχε αρκετούς υπηρέτες και γυναικωνίτη. Κανένας όμως δεν έβρισκε σωστές τις προθέσεις του τουρμάρχη να κρατάει την γυναίκα του μέσα στον γυναικωνίτη και ήταν τελείως αντιχριστιανικό εκ μέρους του να μην την αφήσει να έρθει και εκείνη στην διασκέδαση που έδωσε την τελευταία Κυριακή της αποκριάς.
Για να πετύχει πραγματικά ένα αγόρι στην ζωή του η φρόνηση απαιτούσε να το ευνουχίσουν, γιατί το Βυζάντιο ήταν ο παράδεισος των ευνούχων. Ακόμα και οι ευγενέστεροι γονείς δεν δίσταζαν να ακρωτηριάζουν τους γιους τους, για να βοηθήσουν την εξέλιξη τους και ούτε υπήρχε σ’ αυτό καμιά ντροπή. Ο ευνούχος δεν μπορούσε να φορέσει αυτοκρατορικό στέμμα ούτε φυσικά, να μεταβιβάσει κληρονομικά δικαιώματα. Και εκεί ακριβώς βρισκόταν η δύναμη του. Ένα αγόρι που είχε γεννηθεί πολύ κοντά στον θρόνο, μπορούσαν μ’ αυτό τον τρόπο να το εξουδετερώσουν και να το αφήσουν ύστερα να προχωρήσει όσο του άρεσε. Έτσι ο Νικήτας ο νεαρός γιος του Μιχαήλ Α΄ ευνουχίστηκε μετά την πτώση του πατέρα του και αργότερα παρά την επικίνδυνη καταγωγή του, έφτασε να γίνει πατριάρχης με το όνομα Ιγνάτιος. Έτσι και ο Ρωμανός Α΄ ευνούχισε όχι μόνο τον νόθο γιο του Βασίλειο, που σαν παρακοιμώμενος κυβέρνησε πολλές δεκαετίες την αυτοκρατορία, αλλά και τον μικρότερο νόμιμο γιο του τον Θεοφύλακτο που τον προόριζε για πατριάρχη.

         Μια μεγάλη αναλογία από τους πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ήταν ευνούχοι. Ιδιαίτερη εύνοια υπήρχε για τους ευνούχους και στις πολιτικές υπηρεσίες όπου ο ευνούχος κάτοχος ενός τίτλου είχε το προβάδισμα από τον μη ευνούχο ομοιόβαθμο του και όπου πολλές υψηλές θέσεις μόνο ευνούχοι μπορούσαν να τις πάρουν. Ακόμα και αρχηγοί του στρατού και τους στόλου ήταν πολλές φορές ευνούχοι. Ο Ναρσής τον 6ο αιώνα και ο Νικηφόρος Ουρανός τον 10ο είναι ίσως τα λαμπρότερα παραδείγματα. Ο Αλέξιος Α΄ είχε ένα ευνούχο ναύαρχο, τον Ευστάθιο Κυμινειανό και μετά την καταστροφή του Μαντζικέρτ ένας ευνούχος, ο Νικηφόρος Λογοθέτης προσπάθησε να αναδιοργανώσει τον στρατό. Λίγες θέσεις όμως, όπως του επάρχου της Πόλης, σύμφωνα με την παράδοση, δεν μπορούσαν να τις έχουν ευνούχοι. Μόνο ωστόσο όταν το Βυζάντιο άρχισε να μολύνεται από τις δυτικές αντιλήψεις περί φύλου και ιπποτισμού, άρχισε να θεωρείται και ο ευνουχισμός ατιμωτικός.

         Στην πραγματικότητα η χρησιμοποίηση των ευνούχων και μιας ισχυρής υπαλληλίας που την διεύθυναν ευνούχοι ήταν το κυριότερο όπλο του Βυζαντίου κατά των φεουδαρχικών τάσεων, που επιδίωκαν να συγκεντρώσουν όλη την δύναμη στα χέρια μιας κληρονομικής αριστοκρατίας, τάσεων που τόσο κακά έκαναν στην Δύση. Η δύναμη των ευνούχων στην βυζαντινή ζωή προερχόταν απ’ το γεγονός ότι αποτελούσαν μια ιθύνουσα τάξη στην οποία ο αυτοκράτορας μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη. Ούτε υπάρχει καμιά ένδειξη ότι ο περιορισμός των φυσικών τους ικανοτήτων διαστρέβλωνε τον χαρακτήρα τους. Σε όλη την βυζαντινή ιστορία οι ευνούχοι δεν φαίνονταν να είναι ούτε πιο διεφθαρμένοι και ραδιούργοι, ούτε λιγότερο δυναμικοί και πατριώτες απ’ τους αρτιμελείς συναδέλφους τους.
        Στις κατώτερες τάξεις οι ευνούχοι ήταν σπανιότεροι, παρ’ όλο ότι η ιδιότητα του ευνούχου μπορούσε να βοηθήσει ένα γιατρό στην εξάσκηση του επαγγέλματος του, γιατί έτσι μπορούσε να πηγαίνει σε μοναστήρια και σε νοσοκομεία γυναικών. Μερικά γυναικεία ιδρύματα ωστόσο ήταν τόσο αυστηρά ώστε δεν δέχονταν παρά μόνο γυναίκες γιατρούς.






         Την γενική ρευστότητα της κοινωνίας την βοηθούσε το ενδιαφέρον που είχαν όλοι για το εμπόριο. Η αντίληψη ότι ήταν εξευτελιστικό να κάνει κανείς χρήματα ήταν και αυτή μια ιδέα δυτική, ξένη προς το Βυζάντιο. Ο μεγαλύτερος εμπορικός οίκος της Κωνσταντινούπολης ήταν η αυτοκρατορική αυλή με το μονοπώλιο της του εμπορίου των μεταξωτών. Αλλά και ως άτομα πολλοί απ’ τους αυτοκράτορες δεν περιφρονούσαν τις εμπορικές επιχειρήσεις. Ο Νικηφόρος Φωκάς κερδοσκόπησε με το εμπόριο του σιταριού και τα κέρδη του ήταν μεγαλύτερα απ’ την τιμιότητα του, ενώ ο Ιωάννης Βατάντζης κέρδισε απ’ τα ορνιθοτροφεία του αρκετά χρήματα για να αγοράσει της αυτοκράτειρας καινούργιο στέμμα.

          Και οι ευγενείς είχαν συχνά εμπορικές επιχειρήσεις. Η χήρα Δανιηλίς είχε εργοστάσια χαλιών και ο Σαμωνάς ο ευνοούμενος του Λέοντος ΣΤ΄, είχε συμφέροντα στο λιμάνι στης Θεσσαλονίκης. Ακόμα και η εκκλησία ενεργούσε καμιά φορά σαν τράπεζα, όπως όταν χρηματοδότησε τους πολέμους του Ηρακλείου εναντίον των Περσών. Από το εμπόριο ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να κάνει κανείς μεγάλη περιουσία. Με τους αυστηρούς κανονισμούς που επέβαλλε το κράτος για το συμφέρον των πολιτών, τα κέρδη ήταν κατ’ ανάγκη μικρά. Οι εκατομμυριούχοι τον πλούτο τους τον είχαν μόνο απ’ τα κτήματα τους. Είναι όμως πιθανόν ότι ο έλεγχος του κράτους θα εφαρμοζόταν με κάποια ελαστικότητα. Οι γονείς της αγίας Θωμαίδος της Λεσβίας, όταν οι δουλειές άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά στο νησί, πήραν εύκολα την άδεια να μετοικήσουν στην Χαλκηδόνα και να αρχίσουν καινούργιο εμπόριο εκεί, παρ’ όλο που το κράτος επίσημα δεν ευνοούσε τις μετακινήσεις μέσα στην Αυτοκρατορία. Ούτε το γεγονός ότι απαγορευόταν η μετανάστευση των ξένων στην Κωνσταντινούπολη, εμπόδισε μεγάλο αριθμό Αρμενίων να έρθουν στην πρωτεύουσα και να ανοίξουν μαγαζιά και εργαστήρια.
 



           Όλοι οι φιλόδοξοι ήταν φυσικό να αναζητούν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί η Κωνσταντινούπολη ήταν το αναμφισβήτητο κέντρο της Αυτοκρατορίας. Στην Ευρώπη μόνο η Θεσσαλονίκη μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να συγκριθεί μαζί της. Η Θεσσαλονίκη βρισκόταν στο τέρμα ενός απ’ τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της Ευρώπης, που ξεκινούσε απ’ την Ουγγρική πεδιάδα, περνούσε απ’ το Βελιγράδι και κατέβαινε στα νότια ακολουθώντας το Μοράβα και τον Αξιό. Ήταν μεγάλη πόλη απ’ τα πρώτα χρόνια κιόλας της αυτοκρατορίας. Στο τέλος του 9ου αιώνα είχε πάρει στα χέρια της το μεγαλύτερο μέρος του βουλγαρικού εμπορίου και από κει και ύστερα, παρά την λεηλασία απ’ τους Άραβες πειρατές το 904, δεν έπαψε να αναπτύσσεται.

            Στην μεγάλη ετήσια πανήγυρη του αγίου Δημητρίου η πόλη, για μια βδομάδα, γέμιζε από ένα πλήθος εμπόρους και τυχοδιώκτες από όλο τον κόσμο. Στον σατυρικό διάλογο ΤΙΜΑΡΙΟΝΑ υπάρχει μια πολύ ζωντανή εικόνα της φασαρίας και του κεφιού που επικρατούσε. Την εποχή των Παλαιολόγων η Θεσσαλονίκη έφτασε στο σημείο να ευημερεί περισσότερο και απ’ την ίδια την πρωτεύουσα. Οι ευγενείς της και οι έμποροι της πιθανόν να ήταν πιο πλούσιοι απ’ τους ευγενείς και τους εμπόρους της Κωνσταντινούπολης και επιπλέον η Θεσσαλονίκη ήταν και κέντρο πνευματικό. Οι άλλες ευρωπαϊκές πόλεις της Αυτοκρατορίας, εκτός από λίγα λιμάνια, την Μεσημβρία, το Δυρράχιο, την Πάτρα και την Βάρι, ήταν νυσταλέες εμπορικές πόλεις ή είχαν σημασία μόνο σαν φρούρια. Ωστόσο, τον 12ο αιώνα η Θήβα είχε μια σημαντική βιομηχανία μεταξωτών.


              Τον πρώτο καιρό η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια ήταν αξιόλογοι αντίπαλοι της Κωνσταντινούπολης, μετά την αραβική όμως κατάκτηση των μεγάλων νοτιοανατολικών επαρχιών άρχισε η παρακμή τους. Στην Μικρά Ασία υπήρχαν αρκετά μεγάλες πόλεις-φρούρια και πρωτεύουσες επαρχιών, μόνο όμως τα λιμάνια είχαν κάποια ζωτικότητα. Η Σμύρνη έχασε ένα μεγάλο μέρος από την σημασία της όταν το εμπόριο ακολούθησε βορειότερο δρόμο με τέρμα τον Βόσπορο.

          Η Τραπεζούς ωστόσο έμεινε ως το τέλος το μεγάλο λιμάνι για την Αρμενία, την Περσία και την Ανατολή, και όταν για δυόμιση αιώνες, έγινε πρωτεύουσα ανεξάρτητης αυτοκρατορίας, η αίγλη της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Έγινε όπως και η Θεσσαλονίκη, πνευματικό κέντρο και ήταν ονομαστή κυρίως για τους αστρονόμους της και τους μαθηματικούς της.

Η Νίκαια είχε πάλι το φωτοστέφανο από το παρελθόν για να την ξεχωρίζει. Και σαν πρωτεύουσα της εξόριστης Αυτοκρατορίας γνώρισε καινούργια ευημερία. Η Προύσα φημιζόταν για τα νερά της. Ήταν η σημαντικότερη λουτρόπολη των Βυζαντινών και η αυτοκράτειρα Ειρήνη κυρίως την επισκεπτόταν πολύ συχνά. Η Αντιόχεια ήταν ακόμα μεγάλη πόλη, όταν ανακτήθηκε απ’ τα στρατεύματα του Νικηφόρου Φωκά, βρισκόταν όμως σε παρακμή και η παρακμή έγινε ακόμα μεγαλύτερη την εποχή των σταυροφοριών, παρ’ όλο που ήταν πρωτεύουσα λατινικού πριγκιπάτου. Το αραβικό εμπόριο έφτανε στην Μεσόγειο σε σημείο νοτιότερο.

      Η ζωή στην ύπαιθρο δεν είχε καμιά ομοιομορφία. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες συναντούσε κανείς Σλάβους, που σύμφωνα με τις παλιές συνήθειες της φυλής τους, ζούσαν μια ζωή ποιμενική, μέσα και έξω απ’ τα κτήματα της ελληνο-ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Και στην Μικρά Ασία υπήρχαν μερικές αποικίες αλλοεθνών, Σύρων πιθανόν ή Βουλγάρων, σκορπισμένες σε όλη την χώρα. Γενικά στην ύπαιθρο υπήρχαν δύο ειδών κοινότητες χωριών, οι ελεύθερες και οι υπόδουλες. Οι χωρικοί των υπόδουλων κοινοτήτων ή δουλοπάροικοι ήταν προσκολλημένοι στην γη. Ο κύριος τους, ο γαιοκτήμονας, πλήρωνε τους φόρους αλλά έπαιρνε όλα τα προϊόντα της γης. Τα παιδιά των δουλοπαροίκων ήταν κι αυτά δουλοπάροικοι, όπως και ο πατέρας τους, παρ’ όλο που με την άδεια του κυρίου, μπορούσαν να αφήσουν την γη και να ακολουθήσουν άλλα επαγγέλματα, πχ να γίνουν κληρικοί.


 


           Πολλά από τα κτήματα των πλουσίων ήταν μισθωμένα σε γεωργούς. Αυτοί πλήρωναν τον νοίκι τους σε είδος ή σε χρήμα και τους θεωρούσαν ελεύθερους, στην πραγματικότητα τους ήταν αδύνατον να καλυτερέψουν την μοίρα τους. Ήταν προσκολλημένοι στο μέρος όπου είχαν βρεθεί. Οι ελεύθεροι χωρικοί ήταν σχεδόν το ίδιο δεμένοι με την γη όπως και οι δουλοπάροικοι, γιατί η κεντρική εξουσία έβλεπε με δυσαρέσκεια την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Η κυριότερη μέριμνα της ήταν ο επισιτισμός της Κωνσταντινούπολης και για τον λόγο αυτό είχε συνεχώς όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από χωράφια όπου καλλιεργούσαν σιτάρι στις επαρχίες της Θράκης και της Μικράς Ασίας.

            Οι ελεύθεροι χωρικοί πλήρωναν ορισμένους φόρους για το κτήμα τους και μετά τον θάνατο τους, υπόλογοι για τους φόρους ήταν οι κληρονόμοι τους. Και έβρισκαν δυσκολίες όταν ήθελαν να αφήσουν την γη τους. Δεν είχαν επομένως την δυνατότητα να εγκαταλείψουν το χωριό. Ένα άλλο σύστημα έκανε τον δεσμό αυτό ακόμα πιο ισχυρό. Την κοινότητα του χωριού την φορολογούσαν σαν κοινότητα. Έτσι όταν ένα μέρος της κοινότητας δεν πλήρωνε, όλοι οι γείτονες του ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν ένα πρόσθετο φόρο. Ήταν συμφέρον τους λοιπόν να τους κρατούν όλους να δουλεύουν μαζί τους.






           Τα υπόδουλα χωριά ήταν πολύ περισσότερα τον καιρό των μεγάλων γαιοκτημόνων, στις αρχές της Αυτοκρατορίας. Στο χάος όμως που επικράτησε στο τέλος του 6ου και τον 7ο αιώνα, η αγροτική κοινωνία αναδιοργανώθηκε και οι ελεύθερες κοινότητες έγιναν ο κανόνας. Το κράτος ιδίως είχε τη συνήθεια να ανταμείβει τους στρατιώτες με δωρεές γης, υπό τον όρο ότι θα συνέχιζαν να είναι στρατιώτες, και δημιούργησε έτσι μια κληρονομική τάξη στρατιωτών-μικροιδιοκτητών. Σιγά-σιγά όμως, όταν αποκαταστάθηκε και πάλι η τάξη, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες ξαναπαρουσιάστηκαν. Οι πλούσιοι αναλάμβαναν τις υποχρεώσεις των φτωχών, πλήρωναν τους φόρους τους και για αντάλλαγμα έπαιρναν την σοδειά τους και μ’ αυτό τον τρόπο, τους έκαναν μισθωτές ή δουλοπάροικους.

             Καμιά φορά ο θερισμός δεν πήγαινε καλά και τότε οι μικροϊδιοκτήτες δεν είχαν τα μέσα να εξακολουθήσουν να είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Άλλες φορές πάλι κάποιος θεοσεβούμενος χωρικός πεθαίνοντας άφηνε την περιουσία του στην εκκλησία. Και η εκκλησία όπως και οι ευγενείς, επιζητούσε να επενδύσει τα χρήματα της σε γαίες. Εμφανίστηκαν έτσι νέοι μεγάλοι γαιοκτήμονες, λαϊκοί και κληρικοί, που ήταν επικίνδυνα πλούσιοι και που η επέμβαση τους αναστάτωνε το φορολογικό σύστημα.

               Μάταια οι αυτοκράτορες θέσπιζαν νόμους εναντίον τους. Ο Ρωμανός Α΄στο νόμο του περί προτιμήσεως όριζε ότι μόνο οι φτωχοί μπορούσαν να αγοράζουν την γη των φτωχών, ότι ο αγοραστής έπρεπε να ανήκει στην κοινότητα του χωριού και ότι την προτεραιότητα την έχουν οι συγγενείς. Παρ’ όλο όμως που και άλλοι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες επαναλάμβαναν τις ίδιες διαταγές, ήταν φανερό ότι σωτηρία δεν υπήρχε, γιατί στις δύσκολες μέρες μόνο οι πλούσιοι είχαν ρευστό χρήμα, που με τρόπο αμείλικτο απαιτούσε κράτος. Ήταν ένας φαύλος κύκλος με ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα: οι μικροϊδιοκτήτες να γίνονται συνεχώς πιο σπάνιοι όσο προχωρούσαν οι αιώνες. Οι Ίσαυροι είχαν προσπαθήσει να καταργήσουν την δουλοπαροικία. Οι Μακεδόνες αναγκάστηκαν να την θεωρήσουν και πάλι νόμιμη.





           Ο Αγροτικός νόμος του 8ου αιώνα μας δίνει μια εικόνα της ζωής της κοινότητας. Γύρω απ’ το χωριό ήταν οι κήποι με τα οπωροφόρα και τα αμπέλια που ήταν περιφραγμένα και ύστερα απ’ αυτά οι αρόσιμοι αγροί που ήταν απερίφρακτοι, όλα όμως ήταν περιουσίες ιδιωτικές. Πιο έξω ήταν οι βοσκές, που αυτές ήταν κοινές. Αν όμως τις ξεχέρσωναν και τις καλλιεργούσαν ,τις έπαιρνε εκείνος που τις είχε ξεχερσώσει. Υπήρχαν βαριές ποινές για κείνους που, με την θέληση τους ή από αμέλεια, προξενούσαν ζημιές στην περιουσία των χωρικών. Αυτός που έκλεβε το κουδούνι ενός ζώου ήταν υπεύθυνος για το ζώο, και αυτός που έκλεβε ένα τσοπανόσκυλο υπεύθυνος για όλο το κοπάδι. Αυτός που άφηνε τα ζώα του στο θερισμένο του χωράφι, πριν όλοι οι γείτονες του μαζέψουν τις σοδειές τους, πλήρωνε πρόστιμο γιατί τα ζώα μπορούσαν να παραπλανηθούν και στα άλλα χωράφια.

         Μέτρα είχαν ληφθεί για όλα τα ενδεχόμενα και το κριτήριο ήταν η ζημία που πάθαινε η γεωργία της κοινότητας σαν σύνολο. Τα συναξάρια συμπληρώνουν την εικόνα. Το αίσθημα της γειτονικής αλληλεγγύης ήταν πάντα πολύ μεγάλο. Όταν στο τέλος του 8ου αιώνα, ο Φιλάρετος είχε δυσκολίες, τον βοήθησαν όλοι οι γείτονες του και όταν υποχρεώθηκε να φιλοξενήσει όλους τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, όλοι του έδωσαν τρόφιμα. Η στρατιωτική θητεία ήταν μεγάλο βάρος ιδίως στις επαρχίες των συνόρων όπου, σε περίπτωση επιδρομής, καλούσαν μια ειδική εθνοφρουρά. Αυτό όμως ήταν δικαιολογημένο γιατί πολλές φορές οι επιδρομείς σάρωναν ολόκληρη την επαρχία, καταστρέφοντας την συγκομιδή ολόκληρης της χρονιάς και αρπάζοντας τα βόδια και τα πρόβατα. Υπήρχε όμως η δυνατότητα να αποφύγει κανείς την στρατιωτική θητεία ακόμα και όταν είχε κτήμα στρατιωτικό.




              Παράπονα υπήρχαν συνεχώς για την βαριά φορολογία, σε εποχές όμως λιμού ο εισπράκτορας των φόρων φερόταν σαν φίλος του λαού και προμήθευε τρόφιμα σε όλη την επαρχία. Παντού βασίλευε τάξη. Υπήρχε αστυνομία για να κυνηγάει τους κλέφτες. Για τα ταξίδια στις επαρχίες των συνόρων χρειάζονταν διαβατήριο.

            Αν εξαιρέσει κανείς τη αριστοκρατία και την εκκλησία, οι άλλοι είχαν λίγα πλούτη. Θεωρήθηκε ότι η αγία Θεοδώρα της Θεσσαλονίκης κόρη του παπά της Αίγινας, έκαμε ένα εξαιρετικό γάμο όταν παντρεύτηκε ένα άντρα, που πέθανε σε λίγο αφήνοντας της 300 νομίσματα (4.320) και εννέα δούλους. Ο φόβος των επιδρομών είχε ερημώσει και φτωχύνει την ύπαιθρο. Το κράτος προσπαθούσε με έντονα μέτρα να προσελκύσει νέους κατοίκους.



            Τον 9ο αιώνα η αγία Αθανασία η εξ Αιγίνης, μια όμορφη αλλά θεοσεβούμενη χήρα, βρέθηκε μια μέρα υποχρεωμένη, προς μεγάλη της φρίκη να παντρευτεί ένα βάρβαρο μέτοικο. Πολλές επαρχίες ωστόσο, κυρίως τα νησιά του Αιγαίου, έμειναν για πολύ καιρό έρημες. Η ιστορία της αγίας Θεοκτίστης της Λεσβίας του 10ου αιώνα, παρ’ όλη την ύποπτη ομοιότητα της με την ιστορία της Μαρίας της Αιγυπτίας, ήταν απολύτως πιθανή. Έζησε πολλά χρόνια γυμνή και χωρίς να την ενοχλήσει κανένας σε ένα νησί του Αιγαίου, αφού ξέφυγε από Σαρακηνούς πειρατές, και την βρήκαν τυχαία άνθρωποι που είχαν πάει εκεί εκδρομή απ’ την Εύβοια. Αυτά τα διηγήθηκαν σε ένα μοναχό της Πάρου και αυτός πάλι ξαναείπε την ιστορία στον μάγιστρο Νικήτα όταν πήγαινε πρέσβης στην Κρήτη και ένα βράδυ είχε αποκλειστεί εκεί απ’ την καταιγίδα.

          Για τα ταξίδια μέσα στην αυτοκρατορία δεν υπήρχε μεγάλη ενθάρρυνση. Οι μόνιμες κοινότητες ήταν ευκολότερο να φορολογηθούν και έτσι οι μόνες μεταναστεύσεις που γίνονταν με την επιδοκιμασία των αρχών ήταν οι μετοικεσίες των Αρμενίων στη Ευρώπη και των Σλάβων στην Ασία, όταν χρειαζόταν να απομονωθούν ταραχοποιά στοιχεία. Τολμηροί όμως άντρες όπως ο Βασίλειος ο Μακεδών, τα κατάφερναν να βρουν κάποιον τρόπο να πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Και στους νέους που έδιναν ελπίδες επέτρεπαν χωρίς καμιά δυσκολία, να περιοδεύσουν ολόκληρη την Αυτοκρατορία για να βρουν τους καλύτερους δασκάλους. Και την άδεια να πάει κανείς να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και ακόμα περισσότερο να δει την συλλογή των ιερών λειψάνων της Κωνσταντινούπολης την έδιναν πάντα.


          Για δίκες πάλι έρχονταν συνεχώς επισκέπτες στην πρωτεύουσα και ευσπλαχνικοί αυτοκράτορες, όπως ο Ρωμανός Α΄, έχτιζαν ξενώνες όπου μπορούσαν να μένουν. Από τις παράλιες επαρχίες, απ’ την Τραπεζούντα και την Θεσσαλονίκη, το ταξίδι γινόταν συνήθως απ’ την θάλασσα. Υπήρχαν όμως και καλοί δρόμοι που τους φρόντιζαν πολύ, κυρίως για την στρατιωτική τους σημασία, και πιθανόν όταν περνούσε ο στρατός, η κυκλοφορία των πολιτών να απαγορευόταν. Η συντήρηση ως ένα σημείο γινόταν απ’ τα διόδια που εισπράττονταν στις πύλες. Μόνο οι κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι ξένοι πρέσβεις και ορισμένοι ανώτεροι ευγενείς δεν πληρώνανε διόδια. Απ’ την Κωνσταντινούπολη δύο κύριοι δρόμοι οδηγούσαν στην Ανατολή.
Ο ένας, στρατιωτικός δρόμος, περνούσε απ’ το Δορύλαιο, διακλαδιζόταν ανατολικά απ’ τον Άλυ, και η μια διακλάδωση πήγαινε, περνώντας απ’ την Σεβάστεια, στην Αρμενία και η άλλη κατέβαινε στα νότια και έφτανε στην Καισάρεια και στην Κομαγηνή ή περνώντας απ’ τα Τύανα, στις πύλες της Κυλικίας και τη Συρία. Ο άλλος ο δρόμος των προσκυνητών, ήταν λίγο συντομότερος αλλά όχι τόσο εύκολος. Στη αρχή πήγαινε βορειότερα, περνούσε απ’ τη Άγκυρα και ύστερα έστριβε στον νότο για τα Τύανα.
           Στην Ευρώπη ο ένας, στρατιωτικός δρόμος, περνούσε απ’ το Δορύλαιο, διακλαδιζόταν ανατολικά απ’ τον Άλυ, και η μια διακλάδωση πήγαινε, περνώντας απ’ την Σεβάστεια, στην Αρμενία και η άλλη κατέβαινε στα νότια και έφτανε στην Καισάρεια και στην Κομαγηνή ή περνώντας απ’ τα Τύανα, στις πύλες της Κυλικίας και τη Συρία. Ο άλλος ο δρόμος των προσκυνητών, ήταν λίγο συντομότερος αλλά όχι τόσο εύκολος. Στη αρχή πήγαινε βορειότερα, περνούσε απ’ τη Άγκυρα και ύστερα έστριβε στον νότο για τα Τύανα. Στην Ευρώπη ο κυριότερος δρόμος αν η κατάσταση επέτρεπε την χρησιμοποίηση του ήταν η παλιά Εγνατία οδός, που απ’ το Δυρράχιο έφτανε στην Θεσσαλονίκη και από κει στην Κωνσταντινούπολη. Ο δρόμος που πήγαινε απ΄ το Βελιγράδι στην Ανδριανούπολη, περνώντας απ’ την Σόφια, σπάνια βρισκόταν ολόκληρος στα χέρια των Βυζαντινών.


 

 


           Υπάρχουν σε όλη την βυζαντινή ιστορία ορισμένα χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται με τόση επιμονή, ώστε τους αξίζει να πούμε ότι περιγράφουν την ιδιοσυγκρασία των Βυζαντινών. Το πιο χτυπητό είναι το θρησκευτικό αίσθημα. Το μεσαίωνα όλοι ανεξαιρέτως οι χριστιανοί είχαν μια βαθιά ευλάβεια, τους απασχολούσε πάρα πολύ η μέλλουσα ζωή. Η ευλάβεια όμως των Βυζαντινών είχε μια άγρια ένταση που σπάνια την συναντάμε στην Δύση. Ζητούσαν την θεολογική ακρίβεια, ακόμα περισσότερο όμως λαχταρούσαν για μια προσωπική επαφή με τον Θεό. Η Αυτοκρατορία τους ήταν θεοκρατική. Οι πομπές και η μεγαλοπρέπεια της αυλής σκοπό είχαν να εξυψώσουν τον τοποτηρητή του Θεού. Ήταν κι αυτές μέρος της λατρείας του Θεού όπως και η ακολουθίες στις εκκλησίες. Οι γιορτές και τα καρναβάλια που έδιναν ζωή στο βυζαντινό έτος, παρ’ όλες τις επίγειες απολαύσεις που μπορεί να πρόσφεραν ήταν όλες επεισόδια μιάς συνεχούς λειτουργίας. Η απλή παγανιστική στάση των αρχαίων Ελλήνων απέναντι είχε εντελώς χαθεί-μια υπερβατική αντίληψη της θρησκείας σκίαζε τις χαρές της ζωής. Οι βυζαντινοί ποιητές εκφράζονται με άνεση στους ύμνους, στους παιάνες που δοξολογούν το μεγαλείο του Θεού ή σε περιγραφές μυστικής επικοινωνίας.


         Ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με την εκκλησία, συγγραφείς όπως ο Ψελλός, θεωρούν την θρησκεία σαν κάτι το δεδομένο, παραδέχονται ότι η επίγεια ζωή είναι σχετικά ασήμαντη και απολογούνται για τον ενδιαφέρον τους για την ειδωλολατρική σοφία. Οι πολέμιοι πάλι της θρησκείας, είτε ήταν ορθολογιστές, όπως ο Κωνσταντίνος Ε΄, που δεν παραδέχονταν τον τίτλο του αγίου ούτε για τους αποστόλους, είτε άνθρωποι έκδοτοι, όπως ο Μιχαήλ Γ΄και ο Αλέξανδρος, όλοι εκδήλωναν την χειραφέτηση τους κοροϊδεύοντας το τυπικό και κάνοντας παρωδίες λειτουργίας. Δεν τους ήταν δυνατόν να απαλλαγούν τελείως απ’ την ατμόσφαιρα.


            Παρ’ όλο όμως που η λαμπρότητα της ζωής τους δεν ήταν παρά μια ευλαβική δοξολογία του Θεού, οι Βυζαντινοί θαύμαζαν πολύ περισσότερο εκείνους που απαρνιόταν τις χαρές του κόσμου και προετοίμαζαν τον εαυτό τους για τη αιωνιότητα με την έκσταση και την υποταγή της σάρκας. Τα μοναστήρια αντρών και γυναικών ήταν γεμάτα. Ύστερα απ’ τις μέριμνες του νοικοκυριού, την δραστηριότητα της ζωής των επιχειρήσεων ή την ένταση της υψηλής πολιτικής, ήταν πολύ ευχάριστο να αποσυρθεί κανείς σε μια μοναστική ειρήνη και να ενισχύσει την ψυχή του σε ένα γαλήνιο και ωραίο περιβάλλον.



           Η ζωή στα μοναστήρια δεν ήταν δύσκολη. Τους μοναχούς τους σέβονταν όλοι πολύ και ήταν σημείο θείας χάριτος να επιζητείς την συντροφιά τους-η κλίση του προς τους μοναχούς μεγάλωσε πολύ την δημοτικότητα του Ρωμανού Α΄και ο Αλέξιος Α΄για να ευχαριστήσει τη μητέρα του, στις εκστρατείες του είχε πάντα στην σκηνή του ένα μοναχό. Ο σεβασμός όμως που ενέπνεαν και η επίδραση του ασκούσαν οι ερημίτες που ζούσαν απομονωμένοι και ακάθαρτοι σε σπηλιές και απάνω σε στύλους ήταν μεγαλύτεροι. Υπάρχουν πολλά συναξάρια αυτών των αγίων που ταλαιπωρούσαν τον εαυτό τους που μας δείχνουν την τεράστια επιρροή που ασκούσαν. Ο όσιος Λουκάς ο Νέος, ο Στειριώτης, ήταν η μεγαλύτερη σχεδόν αυθεντία της Ελλάδας τον 10ο αιώνα. Ο στρατηγός τον επισκεπτόταν συνεχώς στην σπηλιά του για να ζητήσει και να ακολουθήσει τις συμβουλές του.

           Λίγο πιο πριν ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε κυβερνούσε την Πελοπόννησο και λίγο αργότερα ο Άγιος Νείλος ήτανε κύριος της Καλαβρίας και πιο ύστερα η δύναμη του έφτασε στην Ρώμη των Οθωνιδών. Ο Άγιος Νικηφόρος της Μιλήτου είχε αρκετή δύναμη ώστε να κάνει τον Νικηφόρο τον Β΄ να μειώσει τον φόρο για το λάδι της εκκλησίας. Εντελώς ιδιαίτερος ήταν ο θαυμασμός για τους στυλίτες, τους αγίους που περνούσαν την ζωή τους στην κορυφή μιας κολόνας. Υπάρχει ολόκληρη σειρά από τέτοιους σεβάσμιους αγίους που αρχίζει με τον Συμεών τον 4ο αιώνα. Ο Άγιος Δανιήλ ο Στυλίτης του 5ου αιώνα είχε μια κολόνα στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πολύ αγαπητός την αυλή. Ύστερα από κάθε καταιγίδα, ο Θεοδόσιος Β΄ έστελνε αμέσως να ρωτήσει για την υγεία του και μετά από πολλές πιέσεις, τον κατάφερε να επιτρέψει να κτίσουν μια μικρή στέγη πάνω απ’ το κεφάλι του. Όταν αποκαλύφτηκε ότι η κολόνα ήταν ελαττωματικής κατασκευής, απείλησαν τον αρχιτέκτονα με θάνατο. Ο Δανιήλ είχε μεγάλες θεραπευτικές ικανότητες όπως και ο άγιος Συμεών ο Νέος που αφού πολύ πρόωρα σε ηλικία δύο χρόνων, είπε ότι έχει πατέρα αλλά δεν έχει κανένα, ότι έχει μητέρα αλλά δεν έχει κανένα, πήγε να ζήσει στην κορυφή ενός βράχου κοντά στην Αντιόχεια.




Αγ.Σοφία -τομή

          Ο άγιος Αλύπιος ο Παφλαγών και ο άγιος Λάζαρος ο Γαλησιώτης διοικούσαν μοναστήρια πάνω απ’ τις κολόνες τους. Ο πρώτος έπαθε παράλυση ύστερα από πενήντα τρία χρόνια που στεκόταν όρθιος και αναγκάστηκε να ξαπλωθεί. Τον 7ο αιώνα ο άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης πέρασε μια σαρακοστή μέσα σ’ ένα κλουβί και ο μαθητής του ο Αρσίνιος έζησε σαράντα χρόνια πάνω σε μια κολόνα κοντά στην Δαμασκό. Ο άγιος Θεόδουλος, που είχε αλληλογραφία με τον Θεόδωρο Στουδίτη, ζωγράφιζε στην κορυφή της κολόνας του εικόνες γεμάτες τόλμη. Υπήρχαν και μια δύο γυναίκες στυλίτισσες. Ο τελευταίος ονομαστός στυλίτης, ο άγιος Λουκάς, έζησε επί Ρωμανου Α΄, που η βασιλεία του ήταν ο χρυσός αιώνας των αγίων. Η κολόνα του αγίου Λουκά ήταν στην Χαλκηδόνα και χάρη στην μιικρή αυτή απόσταση απ΄ την πρωτεύουσα, ήταν ένας θεραπευτής πολύ χρήσιμος. Γιάτρεψε δύο υπηρέτες της αυτοκράτειρας Σοφίας, έναν επιστάτη και τον άνθρωπο που φρόντιζε τη φωτιά που ζέσταινε τον λουτρό της και γιάτρεψε επίσης από μια νεανική αρρώστια, και τον πρίγκιπα Θεοφύλακτο, που προοριζόταν για πατριάρχης. Η αυλή των Λεκαπηνών είχε επίσης υπό την προστασία της τον σύγχρονο τους τον άγιο Βασίλειο τον Νέο. Αυτός συμβούλεψε την αυτοκράτειρα Ελένη πως να αποκτήσει γιο.


 
Παλάτια -τμήμα ιερού Παλατίου

             Μετά τον 10ο αιώνα οι άγιοι γίνονται σπανιότεροι, αν και στυλίτες υπάρχουν και τον 11ο και τον 12ο αιώνα και ήταν δυνατόν, ακόμα και αργότερα, να γίνει κανείς μάρτυρας και να αποκτήσει φωτοστέφανο πηγαίνοντας όπως ο άγιος Νικήτας ο Νέος τον 14ο αιώνα, στους μωαμεθανούς Τούρκους και δημιουργώντας ταραχές στην γιορτή του ραμαζανιού. Η έλξη των μοναστηριών ποτέ δεν λιγόστεψε. Οι πριγκίπισσες της δυναστείας των Κομνηνών εξέφραζαν συχνά την μεγάλη τους επιθυμία να αποσυρθούν, αν και λίγες το έκαμαν. Οι πολλές πλούσιες χήρες που πήγαιναν στα μοναστήρια μπορεί συνήθως να μην πήγαιναν με την θέληση τους, η τελευταία όμως αυτοκράτειρα η Ελένη, τελείωσε τις μέρες της σύμφωνα με την επιθυμία της, σαν αδελφή Υπομένη.
            Ήταν επίσης δυνατόν άνθρωποι δράσεως, που δεν ήθελαν να αποχωρήσουν εντελώς απ’ τον κόσμο, να κάμουν όρκους μερικού ασκητισμού. Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε τον θαυμασμό όλων επειδή δεν έτρωγε κρέας και όταν παρασύρθηκε από φιλοδοξία για την Αυτοκρατορία και από τον έρωτα του για την αυτοκράτειρα και διέκοψε την νηστεία την νύχτα του γάμου του με την Θεοφανώ, έβλαψε πολύ το γόητρο του. Και παρόλο που διατήρησε πάντα μια σεβαστή ακαθαρσία στο σώμα και στα εσώρουχα του, ο όρκος που είχε πατήσει τον έκανε να χάσει για πάντα την αγάπη της Κωνσταντινούπολης.
         Η ευχαρίστηση που έβρισκαν όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες να συναναστρέφονται μοναχούς οφείλεται και στο ενδιαφέρον τους για την θεολογία. Οι θρησκευτικές συζητήσεις ήταν το κυριότερο θέμα συνομιλίας σε πολλά αυτοκρατορικά γεύματα. Ο Κίνναμος και ο επίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) ένιωσαν απερίγραπτη έκπληξη και αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι όταν ο Ανδρόνικος Α΄τους ζήτησε να μιλήσουν και για κάτι άλλο, γιατί η θρησκεία ήταν τόσο ανιαρή. Του άξιζε του Ανδρόνικου το μεγάλο κακό που τον βρήκε αργότερα.


Τομή με το εσωτερικό της Αγ.Σοφίας.

          Μαζί με την θρησκευτικότητα συναντούσε κανείς και την δεισιδαιμονία. Η αγάπη που είχαν οι Βυζαντινοί για τα άγια λείψανα φαίνεται απ’ την περηφάνια τους για τις μεγάλες συλλογές της Κωνσταντινούπολης. Κάθε αιώνα πρόσθεταν καινούργια λείψανα. Τις βάσεις αυτής της συλλογής του παλατιού τις είχε βάλει η αγία Ελένη, τον καιρό του Κωνσταντίνου. Ο Ηράκλειος πρόσθεσε πολλά απ’ τα ιερά αντικείμενα των παθών που τα φύλαγαν στα Ιεροσόλυμα, για να τα σώσει απ’ τους Πέρσες και τους Άραβες-το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, το Άγιο Αίμα, τον Ακάνθινο Στέφανο, την Λόγχη, τον Άραφο Χιτώνα και τα Καρφιά. Τα σώματα των αγίων συνέρρεαν από παντού. Η αγία Ελένη είχε φέρει τον Δανιήλ. Ο άγιος Τιμόθεος, ο άγιος Ανδρέας και ο άγιος Λουκάς έφτασαν επί Κωνσταντίνου, ο Σαμουήλ επί Αρκαδίου και ο Ησαίας επί Θεοδοσίου Β, οι τρείς Παίδες επί Λέοντος Α΄, η αγία Άννα επί Ιουστινιανού και η Μαρία η Μαγδαληνή και ο Λάζαρος επί Λέοντος ΣΤ΄. Ο Ρωμανός Α΄πρόσθεσε το μανδήλιον της Εδέσσης, ο Νικηφόρος Φωκάς την κόμη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού και ο Ιωάννης Τσιμισκής τα σάνδαλα του Χριστού. Το μανδύα του Ηλία τον φύλαγαν στην Νέα, τους άρτους του θαύματος κάτω απ’ την κολόνα του Κωνσταντίνου, ενώ τα κειμήλια της Παναγίας τα έβλεπε κανείς στις εκκλησίες της, στις Βλαχέρνες και στην εκκλησία των Χαλκοπρατείων.

Η εκκλησία των Χαλκοπρατείων σε αναπαράσταση .

             Τα μουσεία των ιερών λειψάνων ήταν μοναδικά σε όλο τον κόσμο. Και παρ’ όλο που το κράτος δεν επιθυμούσε να έρχονται στην Κωνσταντινούπολη χωρίς άδεια, τους προσκυνητές που επιθυμούσαν να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα τους ενθάρρυνε πάντα και τους βοηθούσε. Η ιστορία της εικονομαχίας μας δείχνει τι σημασία είχαν για τους Βυζαντινούς οι άγιες εικόνες. Τα ιερά όμως αυτά αντικείμενα είχαν και μεγάλη αξία πρακτική.

           Μεγάλες θεραπευτικές ικανότητες δεν είχαν μονάχα πολλοί απ’ τους μοναχούς και τους ερημίτες, αλλά και οι χριστιανικές εκκλησίες είχαν κληρονομήσει τις ευεργετικές ιδιότητες που είχαν άλλοτε οι ειδωλολατρικοί ναοί. Άντρες και γυναίκες, αντί να πηγαίνουν στους ναούς του Ασκληπιού ή της Λουκίνης για να θεραπευτούν απ’ τις αρρώστιες τους, γέμιζαν τις εκκλησίες των αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού.

         Οι εκκλησίες του αρχάγγελου Μιχαήλ ήταν πολύ ιαματικές, προπαντός η μητρόπολη του στις Χώνες ενώ ο άγιος Διομήδης είχε κι εκείνος σχεδόν τις ίδιες ικανότητες. Για παθήσεις σεξουαλικές οι άντρες καταφεύγουν στον άγιο Αρτέμιο και οι γυναίκες στην συνάδελφο του την αγία Φεβρωνία. Οι άγιοι μπορούσαν επίσης να προστατεύουν και τις πόλεις. Δύο φορές ο άγιος Δημήτριος έσωσε προσωπικώς την Θεσσαλονίκη, ενώ την Κωνσταντινούπολη την είχε υπό την προστασία της η παρθένος Μαρία. Και η Έδεσσα μπόρεσε πολύ καιρό να έχει ειρήνη γιατί το είχε υποσχεθεί ο Χριστός, ότι ποτέ δεν θα την κυριεύσουν. Η επαγγελία ωστόσο δεν κράτησε για πάντα.

 

δοχείο μεταφοράς αγιάσματος

           Η δεισιδαιμονία είχε και την σκοτεινή πλευρά της. Παντού υπήρχαν διάβολοι και δαίμονες. Ο Σατανάς, με μορφή σκύλου, επιτέθηκε στον επίσκοπο Παρθένιο της Λαμψάκου. Ακόμα και ο μεγάλος Ιουστινιανός είχε πουλήσει τη ψυχή του και μπορούσε κανείς να τον δει τις νύχτες να περιφέρεται μέσα στο παλάτι κρατώντας το κεφάλι του στα χέρια του.
           Ο Ιωάννης ο Γραμματικός, ο εικονομάχος πατριάρχης του 9ου αιώνα, επιδιδόταν στην μαγεία και έκανε πνευματιστικές συγκεντρώσεις όπου χρησιμοποιούσε για μέντιουμ καλόγριες. Και πίστευαν ότι και ο Φώτιος την τεράστια μόρφωση του την είχε αποκτήσει αποκηρύσσοντας τον Χριστό. Ο πατριάρχης Κοσμάς τον 12ο αιώνα καταράστηκε την αυτοκράτειρα Βέρθα και δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει γιο. Ο σύγχρονος του ο Μιχαήλ Σικιδίτης μπορούσε να κάνει τα πράγματα αόρατα και έπαιζε διάφορες άσχημες φάρσες με τη βοήθεια των δαιμόνων. Οι κομήτες και οι εκλείψεις ήταν προάγγελοι συμφορών. Υπήρχαν άνθρωποι που μπορούσαν να προλέγουν το μέλλον. Συνεχώς τρελοί μοναχοί ή θεόπνευστα παιδιά αναγνώριζαν μελλοντικούς αυτοκράτορες. Η αστρολογία ήταν επιστήμη.


 


           Ο καθηγητής Λέων ο Φιλόσοφος τον 9ο αιώνα ήξερε να διαβάζει τα άστρα, αν και ο λαός ήλπιζε ότι τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του, όπως τότε που προέβλεψε ένα λιμό και έσωσε έτσι την Θεσσαλονίκη, δεν ήταν αποτελέσματα της προσευχής. Κάποιος απ’ αυτούς που είχαν προβλέψει την μοίρα είχε προφητέψει στον Λέοντα Ε΄, στον Μιχαήλ Β΄ και τον σφετεριστή Θωμά το λαμπρό και γεμάτο περιπέτειες μέλλον τους, ενώ τον θάνατο του, που δεν θα αργούσε, ο Λέων Ε΄ τον έμαθε από ένα βιβλίο με χρησμούς και συμβολικές εικόνες.

           Τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον επονόμασαν Σοφό γιατί είχε μαντικές ικανότητες. Ήξερε πόσο καιρό ακριβώς θα βασίλευε ο αδελφός του Αλέξανδρος, και μια σειρά στίχων που αποδίδονταν σ’ αυτόν, μιλούσαν για το μακρινό μέλλον και προλέγανε την συμφορά του 1204 και την αναγέννηση της Αυτοκρατορίας απ’ τους Παλαιολόγους. Υπήρχαν πλήθος άλλες προφητείες για την άλωση της Πόλης.

           Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο μεγάλος αυτός μάγος που έλεγαν ότι έζησε τη εποχή που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη, είχε γράψει ένα κατάλογο όλων των αυτοκρατόρων που βασιλεύανε και τον είχε θάψει κάτω απ’ την κολόνα του Κωνσταντίνου. Καμιά φορά ωστόσο οι προφητείες δεν έβγαιναν αληθινές. Ο αθηναίος Κατανάγκης ήταν πολύ δημοφιλής επί Αλεξίου Α΄, όταν όμως προφήτεψε τον θάνατο του αυτοκράτορα, μόνο το χαϊδεμένο λιοντάρι του παλατιού πέθανε. Δοκίμασε ξανά, και αυτή τη φορά πέθανε η αυτοκράτειρα-μητέρα. Τα όνειρα και τα οράματα καθοδηγούσαν τα γεγονότα. Ένα όνειρο φανέρωσε στον Λέοντα Ε΄ ότι ο Μιχαήλ του Αμορίου θα τον σκότωνε. Ο Ιωάννης Β΄ δεν θέλησε να στέψει τον πρωτότοκο γιο του εξαιτίας ενός ονείρου.

          Η μητέρα του Ιωάννη Καντακουζηνού, μια νύχτα που καθόταν στο μπαλκόνι του εξοχικού σπιτιού της για να δει την ανατολή της σελήνης, ειδοποιήθηκε από ένα φάντασμα ότι ο γιος της βρισκόταν σε κίνδυνο. Πίστευαν ότι κάθε άνθρωπος έχει το στοιχειό του, ένα άψυχο αντικείμενο με το οποίο είναι δεμένη η ζωή του. Έτσι ο Αλέξανδρος έβαλε να προσέχουν με ιδιαίτερη φροντίδα ένα χάλκινο αγριόχοιρο του ιπποδρόμου, γιατί πίστευε ότι ήταν το στοιχειό του, ενώ ένας σοφός μοναχός είπε στον Ρωμανό Α΄ότι κάποια κολόνα ήταν το στοιχειό του Συμεών της Βουλγαρίας. Αποκεφάλισαν την κολόνα και αμέσως ο ηλικιωμένος τσάρος πέθανε. Και πολλά αγάλματα καταστράφηκαν για λόγους το ίδιο εκπληκτικούς. Το 1204 ο εξαγριωμένος όχλος κατάστρεψε ένα μεγάλο άγαλμα της Αθηνάς, γιατί φαινόταν ότι έγνεφε και καλούσε τους Λατίνους απ’ την Δύση.


 
Το βουλευτήριο στην Κωνσταντινούπολη πριν την Στάση του Νίκα

           Οι Βυζαντινοί έχουν βγάλει κακό όνομα όχι μόνο για την δεισιδαιμονία τους, αλλά και για την διαφθορά, τις ραδιουργίες και την σκληρότητα τους. Απόδειξη θεωρείται ο μικρός αριθμός των αυτοκρατόρων που πέθαναν από φυσικό θάνατο. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η προσωπική φιλοδοξία έπαιζε μεγάλο ρόλο στην ζωή όλων σχεδόν των γνωστών αξιωματούχων του Βυζαντίου. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι ζωές όλων αυτών που είχαν λιγότερο αρριβισμό σπάνια τις εξιστορούσαν. Σε όλες σχεδόν τις γενεές δεν μπορεί να μην υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Ιουστίνο Α΄, την Ειρήνη, τον καίσαρα Βάρδα ή τον Κηρουλάριο, ραδιούργοι, χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς αξιοπρέπεια, σπάνια όμως χωρίς πατριωτισμό. Θα πρέπει όμως να υπήρχαν και πολλοί άλλοι, όπως ο παρακοιμώμενος Θεοφάνης στην αρχή του 10ου αιώνα, αφοσιωμένοι και αφιλοκερδείς θεράποντες του κράτους, για τους οποίους μαθαίνουμε πολύ λίγα. Για τη έκταση της διαφθοράς δεν μπορούμε να πούμε τίποτα.


            Καμιά φορά όπως επί Λέοντος ΣΤ΄η έκταση της ήταν ασφαλώς μεγάλη, δεν έχουμε όμως λόγους να πιστεύουμε ότι επί Θεοφίλου ή Βασιλείου Β΄η δύναμη του χρήματος έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Και η σκληρότητα επίσης είχε μεγαλοποιηθεί. Ο όχλος της Κωνσταντινούπολης, όπως κάθε άλλος όχλος από νοτίους, ήταν τρομερός όταν ξυπνούσαν τα πάθη και το μίσος του. Έκπτωτοι αυτοκράτορες και ανώτεροι λειτουργοί που είχαν χάσει την εύνοια του μπορούσαν να υποφέρουν ανείπωτα μαρτύρια στα χέρια του. Ο Μιχαήλ ο Καλαφάτης, που με την βία σύρθηκε έξω από την εκκλησία του Στουδίου ουρλιάζοντας, ο Ανδρόνικος Α΄ που με ξεριζωμένα τα γένια του, με σπασμένα τα δόντια του, με το ένα του μάτι βγαλμένο και το ένα του χέρι κομμένο, κατακρεουργήθηκε στον ιππόδρομο, είναι εικόνες που δεν είναι καθόλου ευχάριστο να τις σκεφτόμαστε. Κανένας όμως εξαγριωμένος όχλος δεν θυμάται ότι πρέπει να έχει καλοσύνη.
          Σε ηρεμότερες στιγμές οι Βυζαντινοί δεν ήταν τόσο κτηνώδεις.


          Ο δρόμος που οδηγούσε στο θρόνο ήταν συχνά σπαρμένος με πτώματα, όχι όμως πάντα. Η ποινή που προτιμούσαν να επιβάλλουν οι αρχές ήταν περιορισμός σε μοναστήρι, για να σώζει ο ένοχος την ψυχή του. Την ποινή του θανάτου σπάνια επιβάλλονταν. Ο ακρωτηριασμός, η συνηθισμένη ποινή για τα εγκλήματα, παρ’ όλο που σήμερα με τις σύγχρονες αντιλήψεις μας προκαλεί φρίκη, ήταν ένα φιλάνθρωπο υποκατάστατο της ποινής του θανάτου και ασφαλώς ήταν προτιμότερος από τη φυλάκιση ή το πρόστιμο που θα άφηνε τον ένοχο σε ένδεια. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι αρχές από οίκτο, μετρίασαν ποινές πού άξιζε και με το παραπάνω να επιβληθούν. Η αυτοκράτειρα Θεοδοσία δεν άφησε να καεί ζωντανός ο Μιχαήλ του Αμορίου, παρ’ όλο που είχε κηρυχτεί ένοχος εσχάτης προδοσίας προς τον άντρα της, τον Λέοντα Ε΄.
          Οι ποινές που επιβάλλονταν στους συνωμότες Δούκες το 913 θεωρήθηκαν φοβερές γιατί πολλοί απ’ τους ενόχους καταδικάστηκαν σε θάνατο. Και όλοι ελεεινολογούσαν τον Κωνσταντίνο Ζ΄για την μανία που είχε να τυφλώνει. Εκείνος ωστόσο το έβλεπε σαν μια ποινή ηπιότερη από τον θάνατο.


 
             Στις διασκεδάσεις τους, αν τους συγκρίνουμε με τους Ρωμαίους, η σύγκριση είναι πολύ υπέρ των Βυζαντινών. Στον ιππόδρομο δεν έριχναν ανθρώπους στα λιοντάρια. Και η πιο αγαπημένη διασκέδαση τους ήταν οι αρματοδρομίες και όχι οι αγώνες των μονομάχων. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, τα πτωχοκομεία και τα νοσοκομεία, δεν δείχνουν άκαρδο λαό. Τα ελαττώματα των Βυζαντινών φαίνεται να είναι κυρίως η έλλειψη σταθερότητας, μια έλλειψη προσωπικής ευθύτητας, μια πικρία και ένας κυνισμός χωρίς έλεος, που κάνουν τους συγγραφείς ακριβώς που αποκαλύπτουν περισσότερο τον εαυτό τους όπως ο Ψελλός, η Άννα Κομνηνή ή ο Φραντζής να μην είναι και τόσο ελκυστικοί. Δεν διατηρούσαν πολύ χαμηλά την ζωή αλλά την φύση του ανθρώπου.

 



           Είχαν όμως πολλά προτερήματα. Ήταν υπερήφανοι για την Αυτοκρατορία τους και για τον πολιτισμό τους. Αγαπούσαν την μόρφωση και αγαπούσαν την ομορφιά. Η πνευματική του έφεση έφτανε ακόμα και ως τον σνομπισμό. Η μόρφωση και όχι η καταγωγή άνοιγε τις πόρτες της καλής κοινωνίας. Η αμάθεια τους ήταν η αιτία που περιφρονούσαν στους καλύτερους κύκλους τον Ρωμανό Α΄ και τους φίλους του, ενώ τον 11ο αιώνα κορόιδευαν τον πατριάρχη Νικήτα για την σλαβική προφορά του, και τον 13ο φέρονταν χωρίς κανένα σεβασμό στον αξιωματούχο Μαργαρίτη επειδή μιλούσε σαν άξεστος χωριάτης. Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν τα καλλιεργημένα πνεύματα που μπορούσαν να εκφράζονται με λεπτότητα και να αναφέρουν τους κλασικούς και πολλοί το μπορούσαν. Και τον πνευματικό τους πολιτισμό δεν τον έβλεπαν με αυταρέσκεια. Ενδιαφέρονταν με αληθινό πάθος και ήθελαν να μαθαίνουν τι γινόταν με τις χώρες των γειτόνων τους και επιθυμούσαν να διδαχτούν απ΄ τις γνώσεις των Αράβων και να μιμηθούν τις διασκεδάσεις των Δυτικών.(Εδώ θα θέλαμε ο συγγραφέας να μας εξηγήσει ποιες ακριβώς γνώσεις πήραν οι Έλληνες της Ρωμηοσύνης από τους νομάδες Άραβες και επίσης ποια διασκέδαση των Δυτικών οι Έλληνες της Ρωμηοσύνης υιοθέτησαν)



      

             Η αγάπη τους για την ομορφιά ήταν ακόμα βαθύτερη. Η ομορφιά των ανθρώπων είχε μεγάλη επίδραση απάνω τους. Τον 7ο αιώνα οι στρατιώτες ήθελαν να κάνουν αυτοκράτορα ένα Αρμένιο, τον Μιζίζιο, γιατί ήταν πολύ όμορφος. Την ανόητη αυτοκράτειρα Ζωή την έσωζε απ’ την περιφρόνηση η ομορφιά της. Ακόμα και όταν ήταν εξήντα χρονών φαινόταν σαν κοριτσάκι με τα χρυσά της μαλλιά και το άψογο δέρμα της και πολύ θαύμαζαν τα απλά άσπρα φορέματα που φορούσε. Αγαπούσαν πολύ τα ωραία τοπία. Οι ωραίοι κήποι, τα πάρκα και τα λουλούδια τους μάγευαν-οι κήποι του Διγενή Ακρίτα περιγράφονται με αληθινό οίστρο-και τα μοναστήρια τους τα χτίζαν πάνω σε τοποθεσίες που δέσποζαν πάνω απ’ τις ωραιότερες θέες που μπορούσαν να βρουν.

 




            Τα κτίρια τους, τα υφάσματα τους, τα βιβλία τους, όλα αντανακλούσαν την ίδια λαχτάρα για την ομορφιά, μια ομορφιά όμως που δεν ήταν εντελώς του κόσμου τούτου. Για τους Βυζαντινούς η ομορφιά είχε ένα εσωτερικό νόημα. Βοηθούσε την μυστική τους έκσταση, ήτανε μέρος της δόξας του Θεού. Η ζωή ήταν ανιαρή και άσκημη, ο προσκυνητής όμως, είτε ήταν απλός πολίτης στην Αγία Σοφία είτε ερημίτης στον Άθω, βρισκόταν πολύ μακριά από όλα αυτά. Η αρχιτεκτονική των ανθρώπων στην μεγάλη εκκλησία και η θεία αρχιτεκτονική στο Άγιον Όρος το ίδιο τον εξύψωναν πάνω απ’ την καθημερινότητα του κόσμου και τον έφερναν πιο κοντά στον Θεό και στην αληθινή πραγματικότητα. Για τον Βυζαντινό ομορφιά και θρησκεία ήταν αλληλένδετες, και αυτό ωφελούσε και τις δύο.


Η ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΑΓ.ΟΡΟΣ

           Την σχέση αυτή την καταλαβαίνουμε καλύτερα άμα θυμηθούμε ποιό ήταν το υπόβαθρο της βυζαντινής ζωής. Οι Βυζαντινοί ζούσαν σ’ ένα κόσμο σκληρό και αβέβαιο. Έξω απ’ τα σύνορα ενεδρεύανε συνεχώς οι βάρβαροι και πάρα πολύ συχνά ξεχύνονταν οι ορδές τους και διέσχιζαν τις επαρχίες ή την θάλασσα, έφταναν μπροστά στις πύλες και της ίδιας της πρωτεύουσας. Οι φωτιές των καταυλισμών των Ούννων, των Περσών, των Βουλγάρων, είχαν όλες λάμψει μπροστά στην Πόλη, τα πλοία των Σαρακηνών και των Ρώσων είχαν σκεπάσει την θάλασσα κάτω απ’ τα τείχη της. Πριν απ’ τους Βενετούς πειρατές και απ’ τους Τούρκους, πολλοί μεγάλοι στρατοί και στόλοι λίγο είχε λείψει να πετύχουν. στις αρχές του 8ου αιώνα όλοι οι κάτοικοι είχαν διαταγή να έχουν στα σπίτια τους προμήθειες για τρία χρόνια, τόσοι πολλοί ήταν οι κίνδυνοι που καραδοκούσαν ολόγυρα τους.




             Οι Βυζαντινοί, κυκλωμένοι απ’ τον φόβο και την αβεβαιότητα δεν ήταν δυνατόν να μην είναι φιλύποπτοι, να μην έχουν νεύρα που φούντωναν με το παραμικρό και οδηγούσαν στην μανία ή στον πανικό. Ήταν αναπόφευκτο να ζητάνε παρηγοριά σε πράγματα υπερκόσμια, στην ένωση με τον Θεό και στην ελπίδα για την μέλλουσα ζωή. Ήξεραν ότι η επίγεια ζωή είναι θλιβερή. Το απλό γέλιο και η ευτυχία των αρχαίων είχαν χαθεί. Το βυζαντινό πνεύμα ήταν δηκτικό, την εξυπνάδα τους την έδειχναν μονάχα με τον σαρκασμό και με την κοροϊδία. Και αλήθεια και η ίδια η ζωή με κοροϊδία έμοιαζε. Σ’ ένα κόσμο σκοτεινό και ταραγμένο η μεγάλη αυτή Αυτοκρατορία, η τελευταία κοιτίδα του πολιτισμού, συνεχώς κλονιζόταν μπροστά στους βαρβάρους και δεν συνερχόταν παρά μονάχα για να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις. Αιώνες ολόκληρους η μεγάλη Πόλη έμεινε άθικτη, σύμβολο στα μάτια των ξένων αιώνιας δύναμης και αιώνιου πλούτου. Οι Βυζαντινοί ήξεραν όμως ότι κάποια μέρα το τέλος θα ερχόταν, και κάποια απ’ όλες αυτές τις επιθέσεις κάποτε θα πετύχαινε. Οι προφητείες που ήταν γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σε σοφά βιβλία, όλες την ίδια ιστορία έλεγαν, για τις μέρες που δεν θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις τελευταίες μέρες της Πόλης, για τις τελευταίες μέρες του πολιτισμού.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 -Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ .

            ΕΠΙΜΥΘΙΟ -Μια λεπτομερή καταγραφή της καθημερινής ζωής στην ελληνική κοσμόπολη από την ματιά ενός σύγχρονου δυτικού ερευνητή που προσπαθεί να εμβαθύνει ,αλλά χωρίς να μπορεί να κατανοήσει την έννοια αυτή του ελληνικού κόσμου ,αν και κάνει μεγάλη προσπάθεια και αυτό τουλάχιστον πρέπει ο αναγνώστης να του το αναγνωρίσει.Χίλια εκατό χρόνια ζωής της ελληνικής κοσμόπολης δεν αποδίδονται εννοιολογικά με καταγραφή ιστοριών ,και ούτε αποδίδονται με συγκριτικά στοιχεία μιας σύγχρονης αντιπαραβολής .Επίσης κατά την διάρκεια της ανάγνωσης διαπιστώνει ο αναγνώστης διαστροφή ήδη ταυτοποιημένων ιστορικών στοιχείων ,με αντίθετη ερμηνεία.Σημαντικά στοιχεία που χάραξαν την πορεία της μετέπειτα ανθρωπότητας δεν προσδιορίζονται από το συγγραφέα πράγμα που μειώνει την αξία του βιβλίου του .Εν τούτης από τον διηγηματικό τρόπο του συγγραφέα και την πληθωρική παράθεση στοιχείων μια εικόνα ,του «Βυζαντινού» όπως τον αναφέρει , του ελληνικού κόσμου της ρωμηοσύνης, έχει την δυνατότητα ο αναγνώστης να αποσπάσει .
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΥΣΙΟ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΥΠΟΣΤΕΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΥΤΗ. Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΥΤΗ Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ -ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΗ ΚΑΙ ΠΕΡΕΤΑΙΡΩ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ








ΠΡΟΛΟΓΟΣ
I. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
II. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
III. ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
IV. Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ
V. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
VI. Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ, Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
VII. ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
VIII. Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
IX. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΩΣΗ
X. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
XI. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
XII. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ Α΄ ΩΣ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΙΑ΄
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
 
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου