της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ
Διάλεξη που έδωσε η κ. Αρβελέρ στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών στις 8 Μαΐου 1981.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Αγαπητοί συνάδελφοι.,
Κυρίες και Κύριοι,
Κύριε Πρόξενε,
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι,
Κύριε Πρόξενε,
Κύριε Πρόεδρε,
Θα ήθελα με μεγάλη συγκίνηση και πολύ απλά να ευχαριστήσω τον κ. Βαβούσκο καί την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών για την τιμή πού μου κάνει σήμερα να μπορώ να μιλήσω γιά πρώτη φορά σέ ακροατήριο της Θεσσαλονίκης, πού δεν είναι μόνο βυζαντινολόγοι.
Καταλαβαίνετε ότι δεν πρόκειται να φέρω Δημήτριον εις Θεσσαλονίκην, όπως δεν πανε γλαύκα εις ’Αθήνας.Δεν πρόκειται να διδάξω κάτι καινούργιο για τη μαρτυροφύλακτο πόλη, όπως λένε τά κείμενα. Θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω αυτό που όλοι ξέρετε, ούκ αγνοείτε οποία και πηλίκη τυγχάνει ή Θεσσαλονικέων μητρόπολις και ισως δείχνοντας το τι η γαλλική επιστήμη προσφέρει για τη γνώση της Θεσσαλονίκης να τονίσω ακόμη μιά φορά ότι η πόλη σας είναι και πόλη μας.
Έτσι θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στην περιοχή του ελληνικού βυζαντινού χώρου, που είναι ίσως ο πιο ένδοξος και για την πιο ένδοξη εποχή, τή βυζαντινή δηλαδή, της Θεσσαλονίκης την εποχή πού η πόλη εδώ από τα κείμενα της εποχής ήταν κιόλας όπως είναι σήμερα...
Γραφιστική αναπαράσταση της Θεσσαλονίκης |
μήτηρ πάσης Μακεδονίας,
εύανδρος καί περιφανής,
τών άλλων ύπερτερούσα άσυγκρίτως,
ή πάνυ λαμπρόν φαίνουσα υπό ούρανόν,
ή μεγίστη καί πολυάνθρωπος,
ή μεγαλούπολις, ή πρεσβυτάτη καί λαμπροτάτη, ή θεόσωστος, ή μαρτυροφύλακτος, ή άγιοφύλακτος πόλις, ή καλή Θεσσαλονίκη,
ή άρχαιοτέρα τής Κωνσταντινουπόλεως έχουσα τά πρεσβεία άπέναντι στή Βασιλεύουσα.
Ας συγκρατήσουμε από όλα τα ηχηρά και μεγαλόστομα ονόματα το ότι η πόλις Θεσσαλονίκη είχε θέση πραγματικά αυτοκρατορική ανάμεσα στις άλλες πόλεις του Βυζαντίου.Το μαρτυρούν οι συχνές διαμονές εδώ των βυζαντινών αυτοκρατόρων,που ακλούθησαν σ’ αυτό τη ρωμαϊκή παράδοση, όπως και σε τόσα άλλα το μαρτυρεί επίσης και ή ύπαρξη ανακτόρων που βρίσκονταν, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, σε σχέση τοπογραφική με τον ιππόδρομο.
Η αρχαιολογική σκαπάνη πού πλούτισε σημαντικά στα τελευταία χρόνια τις γνώσεις μας για τη Θεσσαλονίκη —οι εργασίες του κ. Μπακιρτζή το επιβεβαιώνουν— δεν έφερε ακόμη σε φως τα αδιάψευστα παλατινά κατάλοιπα. Έτσι ή υπόθεση του συναδέλφου μου κ. Spieser, που νομίζει ότι η αψίδα του Γαλερίου και το Οκτάγωνο πρέπει να θεωρηθούν τμήματα του ανακτορικού χώρου, μου φαίνεται άξια προσοχής, ακόμη και αν αυτή τη στιγμή λείπουν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτεί η επιστημονική κριτική, και που οπωσδήποτε μας παρέχει η γραπτή παράδοση.
Άς θυμηθούμε ότι στο βίο του 'Αγίου Δομνίνου αναφέρεται ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός ώς κτίζων βασίλεια έν Θεσσαλονίκη.
Οπωσδήποτε ή μνεία του Spieser, αρχαιολόγου, επιγραφικού και ιστορικού, με οδηγεί να μιλήσω για την παράδοση των μακεδονικών σπουδών στη Γαλλία, που από χρόνια τώρα, όπως ξέρετε, γνωρίζει και άνθιση και πρόγραμμα.
Η διδακτορική διατριβή του Jean Michel Spieser για τη Θεσσαλονίκη των πρώτων χριστιανικών χρόνων, δηλαδή από την τετραρχία ως την εικονομαχία, καθώς και το μνημειώδες έργο του Paul Lemerle σχετικά με τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου —ο δεύτερος τόμος μόλις κυκλοφόρησε, και δυστυχώς ο Lemerle δεν είχε την ευκαιρία να συμπεριλάβει τα συμπεράσματα της νέας ερευνήτριας κυρίας Γρηγορίου για τα ίδια θέματα —η δουλειά λοιπόν του κ. Lemerle και του κ. Spieser ξαναζωντάνεψαν στη Γαλλία το ενδιαφέρον για τη μελέτη της Θεσσαλονίκης πού είχε πρωτοδημιουργηθεί με το έργο του Tafrali στα χρόνια του α' παγκοσμίου πολέμου, όταν δηλαδή η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο των ευρωπαϊκών πραγμάτων και ιδιαίτερα των γαλλικών.
Εξάλλου, οι προσπάθειες πού χαρακτηρίζουν την εποχή μας για τη δημιουργία κάποιας ευρωπαϊκής εθνότητας —δε θα έλεγα κοινότητας, και αυτό άσχετα από τα πολιτικά συστήματα των λαών πού θα την συγκροτήσουν— ενθάρρυναν τις έρευνες της ιστορικής γεωγραφίας γενικά και πιο ειδικά της ιστορικής γεωγραφίας της μεσαιωνικής εποχής, πού βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας των εθνοτήτων και βέβαια στην αρχή τής δημιουργίας των εδαφικών δικαιωμάτων και των εδαφικών διαμφισβητήσεων και απαιτήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πλαίσια της European Science Foundation πάνω από δέκα ευρωπαϊκά κράτη δέχθηκαν να χρηματοδοτήσουν σ’ αυτούς τούς δύσκολους καιρούς τη μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας του βυζαντινού κόσμου. Είναι λογικό η μελέτη αυτή να γίνει από τα ειδικά ερευνητικά κέντρα των κρατών, πού τα εδάφη τους α νηκαν κάποτε στο βυζαντινό χώρο.
Είναι φυσικό να προτιμηθούν για τη μελέτη περιοχές πού βρίσκονται στο σταυροδρόμι των πολιτικών και πολιτιστικών ζυμώσεων, ο αιγιακός κόσμος ή πιο γενικά τα παράλια και τα νησιά παρουσιάζουν τις συνθήκες ιστορικότητας τις πιο ευμενείς για την κατανόηση του Βυζαντίου σαν κράτους και για την κατανόηση των ενδιαφερόντων των πληθυσμών πού το συγκροτούν.
Στα πλαίσια αυτής της ερευνάς που έχω την τιμή να διευθύνω, και για την όποια η συμπαράσταση του Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα του κ. Καραγιαννόπουλου και της ομάδας μου είναι πολύτιμη, ή Θεσσαλονίκη και ο εκάστοτε γεωιστορικός της χώρος βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής των ερευνητών και αυτό εξαιτίας βέβαια της νευραλγικής θέσης της πόλεως αλλά κυρίως χάρη στο ρόλο που η πόλη έπαιξε στη διαμόρφωση και στη συγκρότηση της βαλκανικής πραγματικότητας, ή καλύτερα χάρη στη θέση πού κατέχει στην καθολική, θα έλεγα, ιστορία της χερσονήσου του Αίμου και βέβαια της Ανατολικής και της Κεντρικής ακόμα Ευρώπης.
Είναι βέβαια γνωστή ή εξέχουσα θέση πού ανήκει στη Θεσσαλονίκη για ό,τι άφορα τα πράγματα του δυτικού βυζαντινού κόσμου.
Δεν θα σταθώ λοιπόν σ’ αυτό το κεφάλαιο παρά μόνο για να τονίσω ακόμη μια φορά κάτι πού συχνά εμείς οί βυζαντινολόγοι ξεχνάμε τη βαθειά δηλαδή διαφοροποίηση μεταξύ της βυζαντινής Ανατολής και της βυζαντινής Δύσεως, διαφοροποίηση πού βρίσκουμε οχι μόνο στους διοικητικούς θεσμούς και στην καθόλου κρατική οργάνωση, αλλά κυρίως, θα έλεγα, στις πολιτιστικές παραδόσεις, στις καλλιτεχνικές και πνευματικές γενικά πραγματώσεις, και βέβαια στις οικονομικές και κοινωνικές δομές και υποδομές.
Και αυτό για να μη μιλήσω για τα πολυεθνικά ρεύματα, την πολυεθνική καταγωγή των πληθυσμών, πράγμα πού τουλάχιστον στο Βυζάντιο δεν αποτελεί εμπόδιο για την πλήρη συμμετοχή στα ρωμαϊκά εκπολιτιστικά πρότυπα και επιτεύγματα.Ας θυμηθούμε ότι με περηφάνια ο Τζέτζης, συγγραφέας του 12ου αιώνα, τονίζει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης και του Βυζαντίου:
εισιν έθνους του σύμπαντος οι νέοντες τήν πόλιν Κωνσταντίνου.
Η διάκριση λοιπόν μεταξύ βυζαντινής Ανατολής και βυζαντινής Δύσεως θα μας επιτρέψει να τοποθετήσουμε τη Θεσσαλονίκη παράλληλα και απέναντι στην Κωνσταντινούπολη, απέναντι δηλαδή στο κατεξοχήν κέντρο του βυζαντινού κόσμου και βέβαια στο χώρο και στο σημείο όπου τα πάντα συγκλίνουν και στο όποιο τα πάντα αναφέρονται.
Η Θεσσαλονίκη μέσα σ΄αυτα τα ιστορικογεωγραφικά δεδομένα, απέναντι δηλαδή στην Πόλη, το περισσότερο πού μπορεί να ονειρευτεί και να διεκδικήσει ειναι ό δεύτερος ρόλος, να είναι δηλαδή η πρώτη μετά την μεγάλη, όπως λέει ό Καντακουζηνός και επαναλαμβάνει αργότερα ο Αναγνώστης, χωρίς εντούτοις η διεκδίκηση αυτή να ειναι σύμφωνη, τουλάχιστον σ΄όλες τις εποχές, με τα ιστορικά πράγματα.
Άλλες σημαίνουσες πόλεις κυρίως της βυζαντινής ’Ανατολής διεκδικούσαν τα δευτερεία καί μάλιστα, θα έλεγα, και τα πρωτεία απέναντι στην Πόλη, όπως π.χ. η Αλεξάνδρεια, και αυτό παρόλο που η δραματική ιστορία της βυζαντινής Ανατολής κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια ως σήμερα οδήγησε λίγο βιαστικά τους ιστορικούς να δεχθούν ασυζητητί τη διαπίστωση:
εύανδρος καί περιφανής,
τών άλλων ύπερτερούσα άσυγκρίτως,
ή πάνυ λαμπρόν φαίνουσα υπό ούρανόν,
ή μεγίστη καί πολυάνθρωπος,
ή μεγαλούπολις, ή πρεσβυτάτη καί λαμπροτάτη, ή θεόσωστος, ή μαρτυροφύλακτος, ή άγιοφύλακτος πόλις, ή καλή Θεσσαλονίκη,
ή άρχαιοτέρα τής Κωνσταντινουπόλεως έχουσα τά πρεσβεία άπέναντι στή Βασιλεύουσα.
Ας συγκρατήσουμε από όλα τα ηχηρά και μεγαλόστομα ονόματα το ότι η πόλις Θεσσαλονίκη είχε θέση πραγματικά αυτοκρατορική ανάμεσα στις άλλες πόλεις του Βυζαντίου.Το μαρτυρούν οι συχνές διαμονές εδώ των βυζαντινών αυτοκρατόρων,που ακλούθησαν σ’ αυτό τη ρωμαϊκή παράδοση, όπως και σε τόσα άλλα το μαρτυρεί επίσης και ή ύπαρξη ανακτόρων που βρίσκονταν, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, σε σχέση τοπογραφική με τον ιππόδρομο.
Η αρχαιολογική σκαπάνη πού πλούτισε σημαντικά στα τελευταία χρόνια τις γνώσεις μας για τη Θεσσαλονίκη —οι εργασίες του κ. Μπακιρτζή το επιβεβαιώνουν— δεν έφερε ακόμη σε φως τα αδιάψευστα παλατινά κατάλοιπα. Έτσι ή υπόθεση του συναδέλφου μου κ. Spieser, που νομίζει ότι η αψίδα του Γαλερίου και το Οκτάγωνο πρέπει να θεωρηθούν τμήματα του ανακτορικού χώρου, μου φαίνεται άξια προσοχής, ακόμη και αν αυτή τη στιγμή λείπουν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτεί η επιστημονική κριτική, και που οπωσδήποτε μας παρέχει η γραπτή παράδοση.
Άς θυμηθούμε ότι στο βίο του 'Αγίου Δομνίνου αναφέρεται ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός ώς κτίζων βασίλεια έν Θεσσαλονίκη.
Οπωσδήποτε ή μνεία του Spieser, αρχαιολόγου, επιγραφικού και ιστορικού, με οδηγεί να μιλήσω για την παράδοση των μακεδονικών σπουδών στη Γαλλία, που από χρόνια τώρα, όπως ξέρετε, γνωρίζει και άνθιση και πρόγραμμα.
Η διδακτορική διατριβή του Jean Michel Spieser για τη Θεσσαλονίκη των πρώτων χριστιανικών χρόνων, δηλαδή από την τετραρχία ως την εικονομαχία, καθώς και το μνημειώδες έργο του Paul Lemerle σχετικά με τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου —ο δεύτερος τόμος μόλις κυκλοφόρησε, και δυστυχώς ο Lemerle δεν είχε την ευκαιρία να συμπεριλάβει τα συμπεράσματα της νέας ερευνήτριας κυρίας Γρηγορίου για τα ίδια θέματα —η δουλειά λοιπόν του κ. Lemerle και του κ. Spieser ξαναζωντάνεψαν στη Γαλλία το ενδιαφέρον για τη μελέτη της Θεσσαλονίκης πού είχε πρωτοδημιουργηθεί με το έργο του Tafrali στα χρόνια του α' παγκοσμίου πολέμου, όταν δηλαδή η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο των ευρωπαϊκών πραγμάτων και ιδιαίτερα των γαλλικών.
Εξάλλου, οι προσπάθειες πού χαρακτηρίζουν την εποχή μας για τη δημιουργία κάποιας ευρωπαϊκής εθνότητας —δε θα έλεγα κοινότητας, και αυτό άσχετα από τα πολιτικά συστήματα των λαών πού θα την συγκροτήσουν— ενθάρρυναν τις έρευνες της ιστορικής γεωγραφίας γενικά και πιο ειδικά της ιστορικής γεωγραφίας της μεσαιωνικής εποχής, πού βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας των εθνοτήτων και βέβαια στην αρχή τής δημιουργίας των εδαφικών δικαιωμάτων και των εδαφικών διαμφισβητήσεων και απαιτήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πλαίσια της European Science Foundation πάνω από δέκα ευρωπαϊκά κράτη δέχθηκαν να χρηματοδοτήσουν σ’ αυτούς τούς δύσκολους καιρούς τη μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας του βυζαντινού κόσμου. Είναι λογικό η μελέτη αυτή να γίνει από τα ειδικά ερευνητικά κέντρα των κρατών, πού τα εδάφη τους α νηκαν κάποτε στο βυζαντινό χώρο.
Είναι φυσικό να προτιμηθούν για τη μελέτη περιοχές πού βρίσκονται στο σταυροδρόμι των πολιτικών και πολιτιστικών ζυμώσεων, ο αιγιακός κόσμος ή πιο γενικά τα παράλια και τα νησιά παρουσιάζουν τις συνθήκες ιστορικότητας τις πιο ευμενείς για την κατανόηση του Βυζαντίου σαν κράτους και για την κατανόηση των ενδιαφερόντων των πληθυσμών πού το συγκροτούν.
Στα πλαίσια αυτής της ερευνάς που έχω την τιμή να διευθύνω, και για την όποια η συμπαράσταση του Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα του κ. Καραγιαννόπουλου και της ομάδας μου είναι πολύτιμη, ή Θεσσαλονίκη και ο εκάστοτε γεωιστορικός της χώρος βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής των ερευνητών και αυτό εξαιτίας βέβαια της νευραλγικής θέσης της πόλεως αλλά κυρίως χάρη στο ρόλο που η πόλη έπαιξε στη διαμόρφωση και στη συγκρότηση της βαλκανικής πραγματικότητας, ή καλύτερα χάρη στη θέση πού κατέχει στην καθολική, θα έλεγα, ιστορία της χερσονήσου του Αίμου και βέβαια της Ανατολικής και της Κεντρικής ακόμα Ευρώπης.
Είναι βέβαια γνωστή ή εξέχουσα θέση πού ανήκει στη Θεσσαλονίκη για ό,τι άφορα τα πράγματα του δυτικού βυζαντινού κόσμου.
Δεν θα σταθώ λοιπόν σ’ αυτό το κεφάλαιο παρά μόνο για να τονίσω ακόμη μια φορά κάτι πού συχνά εμείς οί βυζαντινολόγοι ξεχνάμε τη βαθειά δηλαδή διαφοροποίηση μεταξύ της βυζαντινής Ανατολής και της βυζαντινής Δύσεως, διαφοροποίηση πού βρίσκουμε οχι μόνο στους διοικητικούς θεσμούς και στην καθόλου κρατική οργάνωση, αλλά κυρίως, θα έλεγα, στις πολιτιστικές παραδόσεις, στις καλλιτεχνικές και πνευματικές γενικά πραγματώσεις, και βέβαια στις οικονομικές και κοινωνικές δομές και υποδομές.
Και αυτό για να μη μιλήσω για τα πολυεθνικά ρεύματα, την πολυεθνική καταγωγή των πληθυσμών, πράγμα πού τουλάχιστον στο Βυζάντιο δεν αποτελεί εμπόδιο για την πλήρη συμμετοχή στα ρωμαϊκά εκπολιτιστικά πρότυπα και επιτεύγματα.Ας θυμηθούμε ότι με περηφάνια ο Τζέτζης, συγγραφέας του 12ου αιώνα, τονίζει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης και του Βυζαντίου:
εισιν έθνους του σύμπαντος οι νέοντες τήν πόλιν Κωνσταντίνου.
Η διάκριση λοιπόν μεταξύ βυζαντινής Ανατολής και βυζαντινής Δύσεως θα μας επιτρέψει να τοποθετήσουμε τη Θεσσαλονίκη παράλληλα και απέναντι στην Κωνσταντινούπολη, απέναντι δηλαδή στο κατεξοχήν κέντρο του βυζαντινού κόσμου και βέβαια στο χώρο και στο σημείο όπου τα πάντα συγκλίνουν και στο όποιο τα πάντα αναφέρονται.
Η Θεσσαλονίκη μέσα σ΄αυτα τα ιστορικογεωγραφικά δεδομένα, απέναντι δηλαδή στην Πόλη, το περισσότερο πού μπορεί να ονειρευτεί και να διεκδικήσει ειναι ό δεύτερος ρόλος, να είναι δηλαδή η πρώτη μετά την μεγάλη, όπως λέει ό Καντακουζηνός και επαναλαμβάνει αργότερα ο Αναγνώστης, χωρίς εντούτοις η διεκδίκηση αυτή να ειναι σύμφωνη, τουλάχιστον σ΄όλες τις εποχές, με τα ιστορικά πράγματα.
Άλλες σημαίνουσες πόλεις κυρίως της βυζαντινής ’Ανατολής διεκδικούσαν τα δευτερεία καί μάλιστα, θα έλεγα, και τα πρωτεία απέναντι στην Πόλη, όπως π.χ. η Αλεξάνδρεια, και αυτό παρόλο που η δραματική ιστορία της βυζαντινής Ανατολής κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια ως σήμερα οδήγησε λίγο βιαστικά τους ιστορικούς να δεχθούν ασυζητητί τη διαπίστωση:
Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλις τής βυζαντινής Αύτοκρατορίας.
Η θέση αυτή της Θεσσαλονίκης σαν δεύτερης πόλης της Αυτοκρατορίας είναι αναμφισβήτητη για τους υστέρους βυζαντινούς χρόνους και όταν η βυζαντινή Ανατολή αντιμετώπιζε πια την ισλαμική πρόοδο.
Οπωσδήποτε δεν μου φαίνεται η σύγκριση με την Κωνσταντινούπολη να προσθέτει κάτι το ουσιαστικό στη γνώση της θεσσαλονίκιας πραγματικότητας.
Η σπουδαιότητα του χώρου και του αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης πρέπει νομίζω να ερευνηθεί άσχετα από την κατάσταση της βυζαντινής πρωτεύουσας, ή μάλλον θα έπρεπε να ερευνηθεί από τη σκοπιά του ανοίγματος νέων οριζόντων δράσεως, πού προσφέρει ή Θεσσαλονίκη στο Βυζάντιο καί στην πρωτεύουσά του γενικά.
Η θέση αυτή της Θεσσαλονίκης σαν δεύτερης πόλης της Αυτοκρατορίας είναι αναμφισβήτητη για τους υστέρους βυζαντινούς χρόνους και όταν η βυζαντινή Ανατολή αντιμετώπιζε πια την ισλαμική πρόοδο.
Οπωσδήποτε δεν μου φαίνεται η σύγκριση με την Κωνσταντινούπολη να προσθέτει κάτι το ουσιαστικό στη γνώση της θεσσαλονίκιας πραγματικότητας.
Η σπουδαιότητα του χώρου και του αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης πρέπει νομίζω να ερευνηθεί άσχετα από την κατάσταση της βυζαντινής πρωτεύουσας, ή μάλλον θα έπρεπε να ερευνηθεί από τη σκοπιά του ανοίγματος νέων οριζόντων δράσεως, πού προσφέρει ή Θεσσαλονίκη στο Βυζάντιο καί στην πρωτεύουσά του γενικά.
Νέες δυνατότητες σε πεδία και σε κλάδους νέους πού χωρίς το θεσσαλονίκιο έργο θά έμεναν απροσπέλαστες για το βυζαντινό κόσμο είναι ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες μελέτες για την ιστορική βιογραφία της Θεσσαλονίκης και του χώρου της. Έτσι, μια και η ομιλία αυτή έχει για τίτλο:
"Θεσσαλονίκη σταυροδρόμι του βυζαντινού κόσμου",
"Θεσσαλονίκη σταυροδρόμι του βυζαντινού κόσμου",
θα προσπαθήσω, αφού πρώτα τοποθετήσω τη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια του χώρου που κοιτά την Κωνσταντινούπολη, στα πλαίσια δηλαδή της βυζαντινής Δύσεως, θα προσπαθήσω να σταθώ πιο διεξοδικά στο ρόλο που έπαιξε ή Θεσσαλονίκη στην επιμήκυνση της ακτίνας δράσεως των Βυζαντινών προς λαούς και προς χώρον που η Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να επηρεάσει διαφορετικά.
Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να δείξει πώς κάποτε ή Θεσσαλονίκη έπαιξε αυτόνομο ρόλο στην επαφή των διαφόρων περιοχών του ρωμαϊκού κόσμου, κυρίως όταν οι τύχες της Κωνσταντινουπόλεως βρίσκονταν σε ξένα χέρια, π.χ. την εποχή των σταυροφοριών ή όταν οι στρατιωτικές συνθήκες, οι διοικητικές υποχρεώσεις, οι φορολογικές θα έλεγα επιβαρύνσεις, ανάγκαζαν αυτούς που είχαν για μέλημα τις κάθε είδους ανταλλαγές νά αναζητήσουν δρομολόγια πού αγνοούσαν ή που απόφευγαν τη βυζαντινή πρωτεύουσα με τούς υπαλλήλους της, με τον αποσκληρωμένο απομυζώντα κρατικό μηχανισμό της.
Μερικά παραδείγματα θα μας επιτρέψουν ίσως να φωτίσουμε καλύτερα αυτή τη διαπίστωση. Θα τα γυρέψω στις πηγές που μάς δίνουν πληροφορίες σχετικά με δρομολόγια και με κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, σχετικά δηλαδή με την κίνηση των φορέων του πλούτου και των ιδεών, αλλά και των στρατευμάτων των αυτοκρατορικών ή τών πνευματικών —σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσω, όπως φαντάζεστε, τους μοναχούς και τούς άλλους εκκλησιαστικούς.
Αλλά ας δούμε πρώτα τη φυσική θέση της Θεσσαλονίκης στη πλαίσια του βυζαντινού κόσμου, την πρωτοκαθεδρία δηλαδή της πόλης αυτής για ό,τι σχετίζεται με τα πράγματα της βυζαντινής Δύσεως, πρωτοκαθεδρία πού έκανε το βιογράφο της Α γιας Θεοδώρας νά πει τη Θεσσαλονίκη μητέρα των Εσπεριών, μητέρα της ηγεμονίας της Δύσεως. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του βυζαντινού κόσμου αποτελεί σίγουρα η διαμόρφωση στα πλαίσια της διοικήσεώς του μιας ενότητας ανατολικής και μιας ενότητας δυτικής.
Βρίσκουμε, όπως άλλωστε και κατά τούς υστέρους ρωμαϊκούς χρόνους της τετραρχίας, μια νέα προσπάθεια διαίρεσης που αποβλέπει στο να δώσει στο διοικητικό οργανισμό γεωγραφικές ιδιότητες μεγέθους προσιτού στις υπηρεσίες που τις διακυβερνούν. Κάθε διαίρεση διοικητική έχει για σκοπό —αυτό είναι γνωστό— να εξασφαλίσει στη δημόσια ζωή γεωγραφικά πλαίσια πού επιτρέπουν σε κυβερνώντες και κυβερνωμένους να ρυθμίζουν τα προβλήματα του χώρου σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά δυνατότητες, αλλά και σύμφωνα —αυτό μου φαίνεται σπουδαιότερο— με τις περαιτέρω εξελίξεις πού ή πολιτική του κράτους προβλέπει για το μέλλον και για το χώρο.
Μερικά παραδείγματα θα μας επιτρέψουν ίσως να φωτίσουμε καλύτερα αυτή τη διαπίστωση. Θα τα γυρέψω στις πηγές που μάς δίνουν πληροφορίες σχετικά με δρομολόγια και με κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, σχετικά δηλαδή με την κίνηση των φορέων του πλούτου και των ιδεών, αλλά και των στρατευμάτων των αυτοκρατορικών ή τών πνευματικών —σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσω, όπως φαντάζεστε, τους μοναχούς και τούς άλλους εκκλησιαστικούς.
Αλλά ας δούμε πρώτα τη φυσική θέση της Θεσσαλονίκης στη πλαίσια του βυζαντινού κόσμου, την πρωτοκαθεδρία δηλαδή της πόλης αυτής για ό,τι σχετίζεται με τα πράγματα της βυζαντινής Δύσεως, πρωτοκαθεδρία πού έκανε το βιογράφο της Α γιας Θεοδώρας νά πει τη Θεσσαλονίκη μητέρα των Εσπεριών, μητέρα της ηγεμονίας της Δύσεως. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του βυζαντινού κόσμου αποτελεί σίγουρα η διαμόρφωση στα πλαίσια της διοικήσεώς του μιας ενότητας ανατολικής και μιας ενότητας δυτικής.
Βρίσκουμε, όπως άλλωστε και κατά τούς υστέρους ρωμαϊκούς χρόνους της τετραρχίας, μια νέα προσπάθεια διαίρεσης που αποβλέπει στο να δώσει στο διοικητικό οργανισμό γεωγραφικές ιδιότητες μεγέθους προσιτού στις υπηρεσίες που τις διακυβερνούν. Κάθε διαίρεση διοικητική έχει για σκοπό —αυτό είναι γνωστό— να εξασφαλίσει στη δημόσια ζωή γεωγραφικά πλαίσια πού επιτρέπουν σε κυβερνώντες και κυβερνωμένους να ρυθμίζουν τα προβλήματα του χώρου σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά δυνατότητες, αλλά και σύμφωνα —αυτό μου φαίνεται σπουδαιότερο— με τις περαιτέρω εξελίξεις πού ή πολιτική του κράτους προβλέπει για το μέλλον και για το χώρο.
Μιά πρόσφατη μελέτη της κυρίας Frangoise Otran τονίζει το γεγονός ότι ή διαμόρφωση των διοικητικών υποδιαιρέσεων υπακούει στη μεσαιωνική Γαλλία σε ιδεολογικούς προγραμματισμούς και βέβαια σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Από τις βυζαντινές πηγές ξέρουμε ότι ή επαρχιακή πολιτική της αυτοκρατορίας αποτελούσε πάντα εικόνα των στρατιωτικών και βέβαια των εθνικών επιδιώξεων του Βυζαντίου. Ας τονίσουμε λοιπόν εκ των πραγμάτων ότι η διαίρεση του Βυζαντινού κράτους σε διοικητική μονάδα της Δύσεως, δηλαδή της βυζαντινής Ευρώπης, και σε διοικητική μονάδα της Ανατολής, δηλαδή της βυζαντινής Ασίας, όπως τονίζει ο Κωνστ. Πορφυρογέννητος, περιγράφει και αποκρυσταλλώνει τη διαφοροποίηση των δύο γεωγραφικών οντοτήτων, της διοικήσεως δηλαδή Ανατολής και της διοικήσεως Δύσεως, που η ορθόδοξος εκκλησία γνώριζε ήδη από παλιά.
Η διαίρεση αυτή μπορεί να απαλύνει, αλλά —και αυτό εξαρτάται από την έκάστοτε πολιτική κατάσταση— μπορεί και να οξύνει τις αντιθέσεις πού πιθανώς χωρίζουν ή αντικρούσουν τούς δυτικούς και τούς ανατολικούς πληθυσμούς τού κράτους.
Οπωσδήποτε, ο ρόλος της Κωνσταντινούπολης ως γεωγραφικό και ως πολιτικό κέντρο ήταν να συντονίσει τη δημόσια ζωή όλων των μερών του βυζαντινού χώρου και βέβαια να τούς εξασφαλίσει την ομαλή και ειρηνική διαβίωση.
Ο ρόλος του διαιτητού, πού κλήθηκε να παίξει ή Κωνσταντινούπολη, ίσως βοήθησε στη διαμόρφωση άλλων κέντρων πού στάθηκαν οι βασικοί φορείς των ελπίδων και των κατορθωμάτων των πληθυσμών των διαφόρων επαρχιών.
Πόλεις της Δύσης και της ’Ανατολής αναγνωρίστηκαν από τούς τοπικούς πληθυσμούς σαν αμύντορες, θα έλεγα, των συμφερόντων τους μπρος στη Βασιλεύουσα και αυτό ώσπου αποκαρδιωμένες οι επαρχίες από την ατασθαλία της κωνσταντινοπολιτικης διοίκησης έθρεψαν τάσεις αυτονομίας με πόλο πάντοτε το αστικό κέντρο, πού στους κόλπους του έκλεινε το μηχανισμό της δημόσιας ζωής.
Η Θεσσαλονίκη δεν απέφυγε τον πειρασμό της ανεξαρτητοποίησης της από την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα όμως δεν ξέχασε τον πρωτεύοντα ρόλο της Θεσσαλονίκης στη Δύση, παρ’ όλους τους αναβρασμούς πού γνώρισε η Μακεδονία στις δυναστικές κρίσεις τού 14ου αιώνα. Είναι έτσι αναμφισβήτητο οπωσδήποτε ότι η Θεσσαλονίκη έγινε στα πλαίσια τού βυζαντινού κόσμου το κέντρο της Δύσης, το κέντρο της βυζαντινής Ευρώπης, πού είδε τόσο τα στρατιωτικά της συμφέροντα, την ασφάλεια, την άμυνα, την υπεράσπισή της γενικά, όσο και τα οικονομικά της ενδιαφέροντα να βρίσκουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης όχι μόνο το κέντρο των διοικητικών αποφάσεων, αλλά κυρίως, θα έλεγα, τη βάση για νέα ξεκινήματα εθνικού, κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου.
Η εύανδρος και καλή Θεσσαλονίκη είχε το ανθρώπινο δυναμικό, το υλικό υπόβαθρο, κυρίως υστέρα από τον εκχριστιανισμό και τον εκβυζαντινισμό των γύρω σλαβικών ομάδων, είχε λοιπόν το υπόβαθρο πού της έδιναν τα μέσα να παίξει όλο και πιο δυναμικά και σίγουρα το ρόλο μιας δεύτερης πραγματικής πρωτεύουσας.
Να θυμίσω ότι ό Μιχαήλ ό Σύρος θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της Ιταλίας, κάτι πού δείχνει, μου φαίνεται, αδιάψευστα τη θέση της Θεσσαλονίκης στο μεσαιωνικό κόσμο σέ μια εποχή όπου το Βυζάντιο έβλεπε ακόμη με ελπίδες προς την ευρωπαϊκή Δύση.
Σύμφωνα με το αρχέτυπό της, την Κωνσταντινούπολη, και όπως έκανε και η ομόλογός της στην Ανατολή Αντιόχεια, για να μη μιλήσω για την Έφεσο, τη Σμύρνη και τις άλλες μεγάλες μικρασιατικές πόλεις, η Θεσσαλονίκη απέκτησε γρήγορα όψη κοσμοπολίτικου κέντρου, πού από κόμβος του οδικού δικτύου που συνέδεε τις ευρωπαϊκές περιοχές μεταξύ τους —εννοώ όπως καταλαβαίνετε την Εγνατία οδό— έγινε γρήγορα το πραγματικό σταυροδρόμι ολοκλήρου του βυζαντινού κόσμου και ακόμα περισσότερο έγινε σταθμός και τέρμα των επικοινωνιών με τον έξω βυζαντινό χώρο, τη Δυτική Ευρώπη, τις σλαβικές χώρες, χωρίς να εξαιρεθεί η Ρωσία, και τον αραβικό κόσμο, κυρίως τον βορειοαφρικανικό.
Βέβαια παρουσιάζω εδώ την κατάσταση πού βρίσκει ή βυζαντινή Θεσσαλονίκη στην κορυφή της εξέλιξής της, όταν, όπως διαβάζουμε στον Τιμαρίωνα, τό κείμενο τού 12ου αιώνα, συνέρρεαν στα Δημήτρια, στην δεκαήμερη δηλαδή εμποροπανήγυρη, πού γινόταν στο τέλος τού Δεκέμβρη μαζί με τη γιορτή του Άγιου, ου μόνον αύτόχθων όχλος, αλλά πάντοθεν και παντοίως Ελλήνων των απανταχού (είναι η πρώτη φορά πού ο όρος Έλλην δεν σημαίνει ειδωλολάτρης), Βυσσών (δηλαδή των Βουλγάρων) των παροικούντων γένη παντοδαπά ’Ίστρων μέχρι και Σκυθικής (δηλαδή Ρωσίας), Καμπανών, ’Ιταλών, Ίβήρων, Αισητανών και Κελτών των επέκεινα των Άλπεων.
Αλλά ας πάμε λίγους αιώνες πίσω, στις αρχές δηλαδή τού 10ου αιώνα ο Καμενιάτης μιλά ήδη για το προς τους Σκύθας δια των εμπορικών μεθόδων συμμείγνυσθαι και κυρίως μιλά για τον παμμιγή όχλον των τε αυτοχθόνων και των άλλων έπιξενουμένων, όχλος παμμιγής που διοδεύει την αγορά και τους δρόμους της Θεσσαλονίκης για τις εμπορικές του συναλλαγές.
Η πλούσια αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκει κανείς πραγματείες κάθε είδους, αφθονίες της γεωργίας, λέει ό συγγραφέας, και χορηγίες τής έμπορίας, υφάσματα σηρικά (δηλαδή μεταξωτά) και έξ έρίων (δηλαδή μάλλινα), χρυσίων και αργυρίου και λίθων τιμίων παμπληθείς θησαυρούς, η αγορά λοιπόν αυτή της πόλης συνδυασμένη με τη χάρη τού Μεγαλομάρτυρα τραβά προσκυνητές εμπόρους από όλο τον κόσμο.
Ο Άγιος Φαντίνος θα φτάσει από την Καλαβρία της ’Ιταλίας στη Θεσσαλονίκη μέσω Αθηνών και Λαρίσης δεν άκολούθησε την Εγνατία οδό.
Ο επίσκοπος Θηβών της Αφρικής θα καταφύγει από την Ελλάδα στη Θεσσαλονίκη θαυματοσωσμένος από τον Άγιο Δημήτριο, ενώ αργότερα ό Θεόδωρος Στουδίτης και ό Γρηγόριος Δεκαπολίτης θά φτάσουν στή Θεσσαλονίκη από την Ασία και αυτό με φόβο να γνωρίσουν τον κίνδυνο των οδοστατών Σκλαβηνών τού Στρυμόνος, Σκλαβηνούς που αναφέρει και ό πολύς Λουιτράνδος.
Να συμπεράνουμε ότι η επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με τον έξω κόσμο υπόκειται στις διακυμάνσεις των πολιτικών και στρατιωτικών καταστάσεων, όχι μόνο της άμεσης περιοχής της Θεσσαλονίκης, αλλά και όλων των ιστορικών γεγονότων πού διαδραματίζονται στη βυζαντινή Δύση. Η ιστορία του συγκοινωνιακού δικτύου της περιοχής θεμελιώνει τη διαπίστωση αυτή.
Η διαίρεση αυτή μπορεί να απαλύνει, αλλά —και αυτό εξαρτάται από την έκάστοτε πολιτική κατάσταση— μπορεί και να οξύνει τις αντιθέσεις πού πιθανώς χωρίζουν ή αντικρούσουν τούς δυτικούς και τούς ανατολικούς πληθυσμούς τού κράτους.
Οπωσδήποτε, ο ρόλος της Κωνσταντινούπολης ως γεωγραφικό και ως πολιτικό κέντρο ήταν να συντονίσει τη δημόσια ζωή όλων των μερών του βυζαντινού χώρου και βέβαια να τούς εξασφαλίσει την ομαλή και ειρηνική διαβίωση.
Ο ρόλος του διαιτητού, πού κλήθηκε να παίξει ή Κωνσταντινούπολη, ίσως βοήθησε στη διαμόρφωση άλλων κέντρων πού στάθηκαν οι βασικοί φορείς των ελπίδων και των κατορθωμάτων των πληθυσμών των διαφόρων επαρχιών.
Πόλεις της Δύσης και της ’Ανατολής αναγνωρίστηκαν από τούς τοπικούς πληθυσμούς σαν αμύντορες, θα έλεγα, των συμφερόντων τους μπρος στη Βασιλεύουσα και αυτό ώσπου αποκαρδιωμένες οι επαρχίες από την ατασθαλία της κωνσταντινοπολιτικης διοίκησης έθρεψαν τάσεις αυτονομίας με πόλο πάντοτε το αστικό κέντρο, πού στους κόλπους του έκλεινε το μηχανισμό της δημόσιας ζωής.
Η Θεσσαλονίκη δεν απέφυγε τον πειρασμό της ανεξαρτητοποίησης της από την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα όμως δεν ξέχασε τον πρωτεύοντα ρόλο της Θεσσαλονίκης στη Δύση, παρ’ όλους τους αναβρασμούς πού γνώρισε η Μακεδονία στις δυναστικές κρίσεις τού 14ου αιώνα. Είναι έτσι αναμφισβήτητο οπωσδήποτε ότι η Θεσσαλονίκη έγινε στα πλαίσια τού βυζαντινού κόσμου το κέντρο της Δύσης, το κέντρο της βυζαντινής Ευρώπης, πού είδε τόσο τα στρατιωτικά της συμφέροντα, την ασφάλεια, την άμυνα, την υπεράσπισή της γενικά, όσο και τα οικονομικά της ενδιαφέροντα να βρίσκουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης όχι μόνο το κέντρο των διοικητικών αποφάσεων, αλλά κυρίως, θα έλεγα, τη βάση για νέα ξεκινήματα εθνικού, κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου.
Η εύανδρος και καλή Θεσσαλονίκη είχε το ανθρώπινο δυναμικό, το υλικό υπόβαθρο, κυρίως υστέρα από τον εκχριστιανισμό και τον εκβυζαντινισμό των γύρω σλαβικών ομάδων, είχε λοιπόν το υπόβαθρο πού της έδιναν τα μέσα να παίξει όλο και πιο δυναμικά και σίγουρα το ρόλο μιας δεύτερης πραγματικής πρωτεύουσας.
Να θυμίσω ότι ό Μιχαήλ ό Σύρος θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της Ιταλίας, κάτι πού δείχνει, μου φαίνεται, αδιάψευστα τη θέση της Θεσσαλονίκης στο μεσαιωνικό κόσμο σέ μια εποχή όπου το Βυζάντιο έβλεπε ακόμη με ελπίδες προς την ευρωπαϊκή Δύση.
Σύμφωνα με το αρχέτυπό της, την Κωνσταντινούπολη, και όπως έκανε και η ομόλογός της στην Ανατολή Αντιόχεια, για να μη μιλήσω για την Έφεσο, τη Σμύρνη και τις άλλες μεγάλες μικρασιατικές πόλεις, η Θεσσαλονίκη απέκτησε γρήγορα όψη κοσμοπολίτικου κέντρου, πού από κόμβος του οδικού δικτύου που συνέδεε τις ευρωπαϊκές περιοχές μεταξύ τους —εννοώ όπως καταλαβαίνετε την Εγνατία οδό— έγινε γρήγορα το πραγματικό σταυροδρόμι ολοκλήρου του βυζαντινού κόσμου και ακόμα περισσότερο έγινε σταθμός και τέρμα των επικοινωνιών με τον έξω βυζαντινό χώρο, τη Δυτική Ευρώπη, τις σλαβικές χώρες, χωρίς να εξαιρεθεί η Ρωσία, και τον αραβικό κόσμο, κυρίως τον βορειοαφρικανικό.
Βέβαια παρουσιάζω εδώ την κατάσταση πού βρίσκει ή βυζαντινή Θεσσαλονίκη στην κορυφή της εξέλιξής της, όταν, όπως διαβάζουμε στον Τιμαρίωνα, τό κείμενο τού 12ου αιώνα, συνέρρεαν στα Δημήτρια, στην δεκαήμερη δηλαδή εμποροπανήγυρη, πού γινόταν στο τέλος τού Δεκέμβρη μαζί με τη γιορτή του Άγιου, ου μόνον αύτόχθων όχλος, αλλά πάντοθεν και παντοίως Ελλήνων των απανταχού (είναι η πρώτη φορά πού ο όρος Έλλην δεν σημαίνει ειδωλολάτρης), Βυσσών (δηλαδή των Βουλγάρων) των παροικούντων γένη παντοδαπά ’Ίστρων μέχρι και Σκυθικής (δηλαδή Ρωσίας), Καμπανών, ’Ιταλών, Ίβήρων, Αισητανών και Κελτών των επέκεινα των Άλπεων.
Αλλά ας πάμε λίγους αιώνες πίσω, στις αρχές δηλαδή τού 10ου αιώνα ο Καμενιάτης μιλά ήδη για το προς τους Σκύθας δια των εμπορικών μεθόδων συμμείγνυσθαι και κυρίως μιλά για τον παμμιγή όχλον των τε αυτοχθόνων και των άλλων έπιξενουμένων, όχλος παμμιγής που διοδεύει την αγορά και τους δρόμους της Θεσσαλονίκης για τις εμπορικές του συναλλαγές.
Η πλούσια αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκει κανείς πραγματείες κάθε είδους, αφθονίες της γεωργίας, λέει ό συγγραφέας, και χορηγίες τής έμπορίας, υφάσματα σηρικά (δηλαδή μεταξωτά) και έξ έρίων (δηλαδή μάλλινα), χρυσίων και αργυρίου και λίθων τιμίων παμπληθείς θησαυρούς, η αγορά λοιπόν αυτή της πόλης συνδυασμένη με τη χάρη τού Μεγαλομάρτυρα τραβά προσκυνητές εμπόρους από όλο τον κόσμο.
Ο Άγιος Φαντίνος θα φτάσει από την Καλαβρία της ’Ιταλίας στη Θεσσαλονίκη μέσω Αθηνών και Λαρίσης δεν άκολούθησε την Εγνατία οδό.
Ο επίσκοπος Θηβών της Αφρικής θα καταφύγει από την Ελλάδα στη Θεσσαλονίκη θαυματοσωσμένος από τον Άγιο Δημήτριο, ενώ αργότερα ό Θεόδωρος Στουδίτης και ό Γρηγόριος Δεκαπολίτης θά φτάσουν στή Θεσσαλονίκη από την Ασία και αυτό με φόβο να γνωρίσουν τον κίνδυνο των οδοστατών Σκλαβηνών τού Στρυμόνος, Σκλαβηνούς που αναφέρει και ό πολύς Λουιτράνδος.
Να συμπεράνουμε ότι η επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με τον έξω κόσμο υπόκειται στις διακυμάνσεις των πολιτικών και στρατιωτικών καταστάσεων, όχι μόνο της άμεσης περιοχής της Θεσσαλονίκης, αλλά και όλων των ιστορικών γεγονότων πού διαδραματίζονται στη βυζαντινή Δύση. Η ιστορία του συγκοινωνιακού δικτύου της περιοχής θεμελιώνει τη διαπίστωση αυτή.
Μου φαίνεται πραγματικά επείγουσα η σύνταξη μελέτης για την Εγνατία οδό, της δημόσιας δηλαδή λεωφόρου πού ενώνει μέσω Θεσσαλονίκης —περνά έξω από την πόλη και όχι από μέσα, όπως νομίζαμε μέχρι τώρα— το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη.
Ο σκοπός αυτής της μελέτης θα είναι πρώτα να διαγράψουμε βέβαια την τοπογραφική της πορεία με ακρίβεια, που νέα αρχαιολογικά στοιχεία, όπως τα οροθέσια και άλλα στοιχεία φωτίζουν κάθε μέρα καλύτερα, αλλά κυρίως με τη μελέτη αυτή θα έπρεπε πρώτα απ ’ όλα να καθοριστεί η συχνότητα και η πυκνότητα των επικοινωνιών στα διάφορα κομμάτια της Εγνατίας οδού.
Δεν πρέπει δηλαδή να νομίζουμε ότι η κίνηση στην Εγνατία οδό είναι ή ίδια από τη μια άκρη ως την άλλη. Μου φαίνεται χαρακτηριστικό ότι το δρομολόγιο με την Ασία γίνεται τον 9ο αιώνα μέσω Λήμνου, τον 14ο αιώνα μέσω Μυτιλήνης, και νομίζω σίγουρη έτσι τήν απονέκρωση για ένα μακρόχρονο διάστημα της περιοχής που βρισκόταν ανοιχτή στις ληστρικές επιθέσεις —ο όρος είναι της εποχής— των Σκλαβηνών του Στρυμόνος.
Οπωσδήποτε, φαίνεται αναμφισβήτητο ότι υστέρα από τη μεγάλη άνθιση που γνώρισε η Θεσσαλονίκη κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους— είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα περιφανή μνημεία της χρονολογούνται πριν από τα τέλη τού 6ου αιώνα— η πόλη γνωρίζει μια περίοδο παρακμής και εγκατάλειψης πού εξηγείται από την περίσφιξη τού σλαβικού κλοιού.
Ο σκοπός αυτής της μελέτης θα είναι πρώτα να διαγράψουμε βέβαια την τοπογραφική της πορεία με ακρίβεια, που νέα αρχαιολογικά στοιχεία, όπως τα οροθέσια και άλλα στοιχεία φωτίζουν κάθε μέρα καλύτερα, αλλά κυρίως με τη μελέτη αυτή θα έπρεπε πρώτα απ ’ όλα να καθοριστεί η συχνότητα και η πυκνότητα των επικοινωνιών στα διάφορα κομμάτια της Εγνατίας οδού.
Δεν πρέπει δηλαδή να νομίζουμε ότι η κίνηση στην Εγνατία οδό είναι ή ίδια από τη μια άκρη ως την άλλη. Μου φαίνεται χαρακτηριστικό ότι το δρομολόγιο με την Ασία γίνεται τον 9ο αιώνα μέσω Λήμνου, τον 14ο αιώνα μέσω Μυτιλήνης, και νομίζω σίγουρη έτσι τήν απονέκρωση για ένα μακρόχρονο διάστημα της περιοχής που βρισκόταν ανοιχτή στις ληστρικές επιθέσεις —ο όρος είναι της εποχής— των Σκλαβηνών του Στρυμόνος.
Οπωσδήποτε, φαίνεται αναμφισβήτητο ότι υστέρα από τη μεγάλη άνθιση που γνώρισε η Θεσσαλονίκη κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους— είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα περιφανή μνημεία της χρονολογούνται πριν από τα τέλη τού 6ου αιώνα— η πόλη γνωρίζει μια περίοδο παρακμής και εγκατάλειψης πού εξηγείται από την περίσφιξη τού σλαβικού κλοιού.
Θα πρέπει να περιμένουμε τις νίκες του Ιουστινιανού Β ' κατά των Σκλαβηνών, όπως μεταξύ άλλων μαρτυρεί και η περίφημη επιγραφή για τη δωρεά της αλυκής στο ναό του Αγ. Δημητρίου στο τέλος του 7ου αιώνα, θα πρέπει μετά τις νίκες του Σταυρακίου στο τέλος του 8ου αιώνα να δυναμώσει ο Νικηφόρος A' με τις μετακινήσεις πληθυσμών το ελληνικό στοιχείο στη Μακεδονία στις αρχές του 9ου αιώνα, και κυρίως θα πρέπει λίγο αργότερα να θεμελιώσει τον εκβυζαντινισμό των Σκλαβηνών ό Μιχαήλ Γ .
Στο «περί Βασιλείου τάξεως» μαθαίνουμε την υποταγή των Σλάβων της περιοχής της Θεσσαλονίκης χάρη στο έργο του αδικουμένου από την ιστορία αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' του Μέθυσου.
Θα πρέπει δηλαδή να περιμένουμε το τέλος του 9ου αιώνα για να ξαναδούμε τη Θεσσαλονίκη ύπερηφανευομένην διά τήν τών οικημάτων λαμπρότητα, διά τήν περι λόγους αύχησιν και άπολαύουσαν πάσαν αφορμήν ευζωίας. Είμαστε ακριβώς στην εποχή που και η γειτονική Βέροια, έχοντας αφήσει κάθε παλιά αντιζηλία με την ασύγκριτη πια Θεσσαλονίκη, αναφέρεται στα κείμενα σαν πόλις και αυτή περιφανέστατη τοις οικήτορσί τε και πάσης άλλης ής αύχεί πόλις τήν σύστασιν.
Είναι σίγουρο ότι το Βυζάντιο αποκαθιστά μεθοδικά και σιγά σιγά την κυκλοφορία από τη Θεσσαλονίκη ως το Δυρράχιο, που το Τακτικό του Ουσπένσκι (1843) παρουσιάζει κιόλας ως θέμα Δυρραχίου αμέσως μετά από το θέμα Θεσσαλονίκης, ενώ αντίθετα ο Στρυμόνας, πρώτα Κλεισούρα, δεν θα γίνει θέμα παρά στο τέλος του 9ου αιώνα, μόλις λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τούς ’Άραβες, το 904.
Η φιλοαραβική στάση των σλαβικών βυζαντινών φύλων του Στρυμόνος στο 904 δείχνει το πρόσφατο της υποταγής τους στην αυτοκρατορία, πράγμα που εξηγεί επίσης τό αβέβαιο των συγκοινωνιών μεταξύ Στρυμόνος και 'Έβρου σχεδόν κατά τον 9ο αιώνα.
Η καταστροφή που έπαθε ή Θεσσαλονίκη στο 904 ανέκοψε γιά λίγο την ανάπτυξη της πόλης και της περιοχής της, αλλά ίσως και επέσπευσε την απόφαση της Κωνσταντινούπολης να δημιουργήσει ένα πραγματικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο στα Βαλκάνια που διατάρασσαν οι Σλάβοι, που διεκδικούσαν οι Βούλγαροι και που περιέβαλλαν στην ακτίνα δράσης τους οι πειρατές των αραβικών στόλων.
Πρόβλημα παραμένει ακόμη για την επιστημονική έρευνα το πότε ακριβώς η Θεσσαλονίκη γίνεται αναμφισβήτητα το δεύτερο βυζαντινό κέντρο μετά την Βασιλεύουσα. Ίσως η σωστή απάντηση στην ερώτηση αυτή να εξαρτάται περισσότερο από την ιστορία του διαμετακομιστικού διεθνούς έμπορίου και των επικοινωνιών.
Μιά αντανάκλαση των οικονομικών ανταγωνισμών βρίσκουμε και στα αίτια του βυζαντινοβουλγαρικού πολέμου στα χρόνια τού Συμεών και τού Λέοντα ΣΤ' τού Σοφού.Η ανάλυση των γεγονότων επιτρέπει ίσως να καθορίσουμε τη βυζαντινή πολιτική απέναντι στη Μακεδονία και ειδικότερα απέναντι στη Θεσσαλονίκη στο τέλος του 9ου αιώνα.
Από όλους τους ιστορικούς της εποχής ξέρουμε ότι ο Ζαουτσάς, πεθερός του Λέοντα του Σοφού, επηρεασμένος από τον υπηρέτη του Μουσικό —αυτό ήταν το όνομά του— που και αυτός με την σειρά του ήθελε να εξυπηρετήσει δύο φίλους του εμπορευόμενους από τα ελλαδικά μέρη, ό Ζαουτσάς λοιπόν τάς έκ τής Βουλγαρίας εισαγομένας πραγματείας... εις Κωνσταντινούπολή μετέστησεν (μετέφερε δηλαδή) εις Θεσσαλονίκην και τούς ειρημένους έμπορους (τους φίλους δηλαδή του Μουσικού) τελώνας έκει σε κατέστησεν.
Πρόκειται για τον Σταυράκιο και τον Κοσμά, που όπως μας λέει ό Θεοδόσιος της Μελιτηνής, οι δύο φίλοι του Μουσικού ήταν φιλόχρυσοι και αισχροκερδείς κακώς διοικούντες τούς Βουλγάρους εν τώ κομερκέβειν (δηλαδή στις πραγματείες και στους φόρους για το εμπόριο).
Μου φαίνεται σίγουρο, και αυτό άσχετα από το περιστατικό της αμοιβαίας εξυπηρέτησης μεταξύ φίλων, ότι στο τέλος του 9ου αιώνα, στην εποχή του Λέοντα του Σοφού, οι Βυζαντινοί, έχοντας κιόλας αποκαταστήσει την κυκλοφορία στην Έγνατία οδό μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Θεσσαλονίκης —η δημιουργία του θέματος Στρυμόνος μας το δείχνει—, παίρνουν μέτρα:
α) για την αποσυμφόρηση της Κωνσταντινούπολης καί
β) για την οικονομική ανάπτυξη και αρωγή της Θεσσαλονίκης, που είναι πια σε θέση να δεχτεί και να διοχετεύσει τα εμπορεύματα τού βορείου βαλκανικού και παραδουνάβιου χώρου.
Ας θυμηθούμε ότι ένα από τα σπάνια γεωγραφικά βυζαντινά κείμενα, που διέσωσε χάρη στην αρχαιομανία του, θα έλεγα, ο Κωνστ. ο Πορφυρογέννητος, μας παραδίδει ακριβώς δρομολόγιο οκταήμερο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδιού, και από εκεί δια του Δούναβη τους σταθμούς του ταξιδιού όχι μόνο προς τη Ρωσία του Κιέβου αλλά και προς την Κριμαία Χερσόνησο και τις χώρες τού Καυκάσου.
Στο άνοιγμα δηλαδή της Εγνατίας οδού που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση, της οριζόντιας Εγνατίας όδού, προστίθεται το κάθετο άνοιγμα, τα κάθετα δρομολόγια προς το Βελιγράδι και βέβαια και προς τη Σαρδική, Σόφια, εφόσον οι Βυζαντινοί μεταθέτουν αυτή τη στιγμή το βουλγαρικό εμπόριο από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη.
Μπορούμε να πούμε έτσι ότι από τό τέλος τού 9ου αιώνα και παρ ’ όλη την αραβική νίκη του 904 η Θεσσαλονίκη γίνεται αναμφισβήτητα κόμβος Εμπορικός και οδικός, πραγματικό σταυροδρόμι του βυζαντινού κόσμου άλλωστε αυτήν ακριβώς την εποχή χρονολογούνται οι σφραγίδες των άβυδικών της Θεσσαλονίκης —ο όρος και ο τίτλος δείχνει τη θέση που είχε η Θεσσαλονίκη σαν κέντρο έλεγχου τού διεθνούς εμπορίου— ο άλλος άβυδικός βρίσκεται στην Άβυδο.
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα την αντίδραση των Βουλγάρων στα μέτρα τού Ζαουτσά. Ο Συμεών κίνησε αμέσως πόλεμο κατά τού Βυζαντίου για να αποκαταστήσει δήθεν τά συμφέροντα των Βουλγάρων έμπορων στην πραγματικότητα για να προσαρτήσει τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της.
Το πράγμα δεν διέφυγε από τον διορατικότατο Νικόλαο Μυστικό, πού σ’ ένα γράμμα του προς τον Συμεών τον προτρέπει να μην πάει αντίθετα από τη θέληση της θείας οικονομίας, θεία οικονομία πού κληροδότησε την κυριότητα πάσης της Δύσεως στη Ρωμαϊκή βασιλεία.
Είμαστε ακριβώς τη στιγμή που η Θεσσαλονίκη φέρεται σαν μητέρα των Έσπερίων, σαν μητέρα της Δύσεως.
Είναι σίγουρο ότι από τον 10ο αιώνα και πέρα η πόλη γίνεται ή άρχουσα των δυτικών θεμάτων, των δυτικών δηλαδή επαρχιών. Εδώ θα εγκαταστήσει το πραιτόριό του ό μονοστράτηγος των δυτικών, ο κατοπινός δούξ και κατεπάνω Θεσσαλονίκης και βέβαια και ό δοξαστικός των σχολών της Δύσεως, μολονότι τα στρατεύματα των ταγμάτων και οχι των θεμάτων, που βρίσκονται υπό τον δομέστικο της Δύσεως, που σταθμεύουν δηλαδή στις ευρωπαϊκές επαρχίες είναι έτοιμα πάντα, όπως τονίζει ο Μαυρόπους, συγγραφέας των μέσων τού 11ου αιώνα, να δράσουν εκεί που η άμυνα του Βυζαντίου τα καλεί, σε Ανατολή δηλαδή ή σε Δύση.
Απ’ αυτή τη στιγμή είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι πιο τραχείς βουλγαροβυζαντινοί πόλεμοι έχουν και από τις δυο μεριές για στόχο την κυριαρχία της Θεσσαλονίκης, κι αυτό παρ’ όλη την κομπορρημοσύνη τού Συμεών και ύστερα τού Σαμουήλ, που ονειρεύονται Κωνσταντινούπολη και αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς θρόνους.
Έτσι από τον 11ο αιώνα, τον αιώνα δηλαδή που είδε την προσάρτηση της Βουλγαρίας, και που στην ’Ανατολή έφερε τα σύνορα του Βυζαντίου, έστω για λίγο, ως τον Εύφράτη, τον Καύκασο και πέρα από την ’Αντιόχεια, από τον 11ο λοιπόν αιώνα η Θεσσαλονίκη γνωρίζει την άνθιση και την ανάπτυξη που θα επισκίαζε κι αυτή την Κωνσταντινούπολη, αν δεν είχαμε τή νορμανδική άλωση στα τέλη τού 12ου αιώνα, που, όπως γράφει ό μητροπολίτης Ευστάθιος, η νορμανδική αυτή άλωση δεν άφησε στην πόλη μηδέ λείψανον τής παλαιάς καλλονής, ευκαιρία για τον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης νά μεμφθεί την αμφίβολη στάση των Λατίνων και των Αρμενίων που κατοικούσαν την πόλη και τα περίχωρά της.
Η Δ ' σταυροφορία θα κτυπήσει καίρια λίγα χρόνια μετά την ίδια την Κωνσταντινούπολη.Από το 1204 μπαίνουμε στον αιώνα της πρώτης αιχμαλωσίας του Γένους.
Το βασίλειο πού εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 1224, παρόλο τον σεβάσμιο τίτλο του, παρ’ όλα τα πάτρια που ξαναζωντάνεψε, παρ’ όλα τα συγκλητικά βουλευτήρια κάι αργυρά νομίσματά του που εικονίζουν άθρονους τον 'Άγιο Δημήτριο και τον αυτοκράτορα της Θεσσαλο-’Ηπείρου Μανουήλ με ανάμεσα τους πύργωμα με την επιγραφή Πόλις Θεσσαλονίκη, το θεσσαλονίκιο λοιπόν βασίλειο δεν θα δώσει στην πόλη και στην περιοχή της τίποτε από την παλιά τους αίγλη.
Υποταγμένο ουσιαστικά στους Βουλγάρους, ποu είχαν στο τέλος του 12ου αιώνα ξαναζωντανέψει το κράτος τους, το θεσσαλονίκιο βασίλειο θα υποταχθεί στα πλαίσια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και η Θεσσαλονίκη θα ξαναγίνει το πολιτικό και το στρατιωτικό κέντρο, από όπου ό Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος θα ανακτήσει μετά την Κωνσταντινούπολη τις άλλες χαμένες πατρίδες, πάντως για τελευταία φορά, ως το Δυρράχιο.
Να πούμε ότι η Εγνατία, το σύμβολο της ακμής του θεσσαλονίκιου χώρου, βρήκε ακόμη μια φορά και σ’ όλο το μήκος της την κίνηση που ξανάδωσε στη Θεσσαλονίκη την πρωτινή της θέση . Η πόλη θα γίνει πάλι «το πρόσχημα (το στολίδι δηλαδή) της Εύρώπης».
Στο «περί Βασιλείου τάξεως» μαθαίνουμε την υποταγή των Σλάβων της περιοχής της Θεσσαλονίκης χάρη στο έργο του αδικουμένου από την ιστορία αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' του Μέθυσου.
Θα πρέπει δηλαδή να περιμένουμε το τέλος του 9ου αιώνα για να ξαναδούμε τη Θεσσαλονίκη ύπερηφανευομένην διά τήν τών οικημάτων λαμπρότητα, διά τήν περι λόγους αύχησιν και άπολαύουσαν πάσαν αφορμήν ευζωίας. Είμαστε ακριβώς στην εποχή που και η γειτονική Βέροια, έχοντας αφήσει κάθε παλιά αντιζηλία με την ασύγκριτη πια Θεσσαλονίκη, αναφέρεται στα κείμενα σαν πόλις και αυτή περιφανέστατη τοις οικήτορσί τε και πάσης άλλης ής αύχεί πόλις τήν σύστασιν.
Είναι σίγουρο ότι το Βυζάντιο αποκαθιστά μεθοδικά και σιγά σιγά την κυκλοφορία από τη Θεσσαλονίκη ως το Δυρράχιο, που το Τακτικό του Ουσπένσκι (1843) παρουσιάζει κιόλας ως θέμα Δυρραχίου αμέσως μετά από το θέμα Θεσσαλονίκης, ενώ αντίθετα ο Στρυμόνας, πρώτα Κλεισούρα, δεν θα γίνει θέμα παρά στο τέλος του 9ου αιώνα, μόλις λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τούς ’Άραβες, το 904.
Η φιλοαραβική στάση των σλαβικών βυζαντινών φύλων του Στρυμόνος στο 904 δείχνει το πρόσφατο της υποταγής τους στην αυτοκρατορία, πράγμα που εξηγεί επίσης τό αβέβαιο των συγκοινωνιών μεταξύ Στρυμόνος και 'Έβρου σχεδόν κατά τον 9ο αιώνα.
Η καταστροφή που έπαθε ή Θεσσαλονίκη στο 904 ανέκοψε γιά λίγο την ανάπτυξη της πόλης και της περιοχής της, αλλά ίσως και επέσπευσε την απόφαση της Κωνσταντινούπολης να δημιουργήσει ένα πραγματικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο στα Βαλκάνια που διατάρασσαν οι Σλάβοι, που διεκδικούσαν οι Βούλγαροι και που περιέβαλλαν στην ακτίνα δράσης τους οι πειρατές των αραβικών στόλων.
Πρόβλημα παραμένει ακόμη για την επιστημονική έρευνα το πότε ακριβώς η Θεσσαλονίκη γίνεται αναμφισβήτητα το δεύτερο βυζαντινό κέντρο μετά την Βασιλεύουσα. Ίσως η σωστή απάντηση στην ερώτηση αυτή να εξαρτάται περισσότερο από την ιστορία του διαμετακομιστικού διεθνούς έμπορίου και των επικοινωνιών.
Μιά αντανάκλαση των οικονομικών ανταγωνισμών βρίσκουμε και στα αίτια του βυζαντινοβουλγαρικού πολέμου στα χρόνια τού Συμεών και τού Λέοντα ΣΤ' τού Σοφού.Η ανάλυση των γεγονότων επιτρέπει ίσως να καθορίσουμε τη βυζαντινή πολιτική απέναντι στη Μακεδονία και ειδικότερα απέναντι στη Θεσσαλονίκη στο τέλος του 9ου αιώνα.
Από όλους τους ιστορικούς της εποχής ξέρουμε ότι ο Ζαουτσάς, πεθερός του Λέοντα του Σοφού, επηρεασμένος από τον υπηρέτη του Μουσικό —αυτό ήταν το όνομά του— που και αυτός με την σειρά του ήθελε να εξυπηρετήσει δύο φίλους του εμπορευόμενους από τα ελλαδικά μέρη, ό Ζαουτσάς λοιπόν τάς έκ τής Βουλγαρίας εισαγομένας πραγματείας... εις Κωνσταντινούπολή μετέστησεν (μετέφερε δηλαδή) εις Θεσσαλονίκην και τούς ειρημένους έμπορους (τους φίλους δηλαδή του Μουσικού) τελώνας έκει σε κατέστησεν.
Πρόκειται για τον Σταυράκιο και τον Κοσμά, που όπως μας λέει ό Θεοδόσιος της Μελιτηνής, οι δύο φίλοι του Μουσικού ήταν φιλόχρυσοι και αισχροκερδείς κακώς διοικούντες τούς Βουλγάρους εν τώ κομερκέβειν (δηλαδή στις πραγματείες και στους φόρους για το εμπόριο).
Μου φαίνεται σίγουρο, και αυτό άσχετα από το περιστατικό της αμοιβαίας εξυπηρέτησης μεταξύ φίλων, ότι στο τέλος του 9ου αιώνα, στην εποχή του Λέοντα του Σοφού, οι Βυζαντινοί, έχοντας κιόλας αποκαταστήσει την κυκλοφορία στην Έγνατία οδό μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Θεσσαλονίκης —η δημιουργία του θέματος Στρυμόνος μας το δείχνει—, παίρνουν μέτρα:
α) για την αποσυμφόρηση της Κωνσταντινούπολης καί
β) για την οικονομική ανάπτυξη και αρωγή της Θεσσαλονίκης, που είναι πια σε θέση να δεχτεί και να διοχετεύσει τα εμπορεύματα τού βορείου βαλκανικού και παραδουνάβιου χώρου.
Ας θυμηθούμε ότι ένα από τα σπάνια γεωγραφικά βυζαντινά κείμενα, που διέσωσε χάρη στην αρχαιομανία του, θα έλεγα, ο Κωνστ. ο Πορφυρογέννητος, μας παραδίδει ακριβώς δρομολόγιο οκταήμερο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδιού, και από εκεί δια του Δούναβη τους σταθμούς του ταξιδιού όχι μόνο προς τη Ρωσία του Κιέβου αλλά και προς την Κριμαία Χερσόνησο και τις χώρες τού Καυκάσου.
Στο άνοιγμα δηλαδή της Εγνατίας οδού που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση, της οριζόντιας Εγνατίας όδού, προστίθεται το κάθετο άνοιγμα, τα κάθετα δρομολόγια προς το Βελιγράδι και βέβαια και προς τη Σαρδική, Σόφια, εφόσον οι Βυζαντινοί μεταθέτουν αυτή τη στιγμή το βουλγαρικό εμπόριο από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη.
Μπορούμε να πούμε έτσι ότι από τό τέλος τού 9ου αιώνα και παρ ’ όλη την αραβική νίκη του 904 η Θεσσαλονίκη γίνεται αναμφισβήτητα κόμβος Εμπορικός και οδικός, πραγματικό σταυροδρόμι του βυζαντινού κόσμου άλλωστε αυτήν ακριβώς την εποχή χρονολογούνται οι σφραγίδες των άβυδικών της Θεσσαλονίκης —ο όρος και ο τίτλος δείχνει τη θέση που είχε η Θεσσαλονίκη σαν κέντρο έλεγχου τού διεθνούς εμπορίου— ο άλλος άβυδικός βρίσκεται στην Άβυδο.
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα την αντίδραση των Βουλγάρων στα μέτρα τού Ζαουτσά. Ο Συμεών κίνησε αμέσως πόλεμο κατά τού Βυζαντίου για να αποκαταστήσει δήθεν τά συμφέροντα των Βουλγάρων έμπορων στην πραγματικότητα για να προσαρτήσει τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της.
Το πράγμα δεν διέφυγε από τον διορατικότατο Νικόλαο Μυστικό, πού σ’ ένα γράμμα του προς τον Συμεών τον προτρέπει να μην πάει αντίθετα από τη θέληση της θείας οικονομίας, θεία οικονομία πού κληροδότησε την κυριότητα πάσης της Δύσεως στη Ρωμαϊκή βασιλεία.
Είμαστε ακριβώς τη στιγμή που η Θεσσαλονίκη φέρεται σαν μητέρα των Έσπερίων, σαν μητέρα της Δύσεως.
Είναι σίγουρο ότι από τον 10ο αιώνα και πέρα η πόλη γίνεται ή άρχουσα των δυτικών θεμάτων, των δυτικών δηλαδή επαρχιών. Εδώ θα εγκαταστήσει το πραιτόριό του ό μονοστράτηγος των δυτικών, ο κατοπινός δούξ και κατεπάνω Θεσσαλονίκης και βέβαια και ό δοξαστικός των σχολών της Δύσεως, μολονότι τα στρατεύματα των ταγμάτων και οχι των θεμάτων, που βρίσκονται υπό τον δομέστικο της Δύσεως, που σταθμεύουν δηλαδή στις ευρωπαϊκές επαρχίες είναι έτοιμα πάντα, όπως τονίζει ο Μαυρόπους, συγγραφέας των μέσων τού 11ου αιώνα, να δράσουν εκεί που η άμυνα του Βυζαντίου τα καλεί, σε Ανατολή δηλαδή ή σε Δύση.
Απ’ αυτή τη στιγμή είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι πιο τραχείς βουλγαροβυζαντινοί πόλεμοι έχουν και από τις δυο μεριές για στόχο την κυριαρχία της Θεσσαλονίκης, κι αυτό παρ’ όλη την κομπορρημοσύνη τού Συμεών και ύστερα τού Σαμουήλ, που ονειρεύονται Κωνσταντινούπολη και αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς θρόνους.
Έτσι από τον 11ο αιώνα, τον αιώνα δηλαδή που είδε την προσάρτηση της Βουλγαρίας, και που στην ’Ανατολή έφερε τα σύνορα του Βυζαντίου, έστω για λίγο, ως τον Εύφράτη, τον Καύκασο και πέρα από την ’Αντιόχεια, από τον 11ο λοιπόν αιώνα η Θεσσαλονίκη γνωρίζει την άνθιση και την ανάπτυξη που θα επισκίαζε κι αυτή την Κωνσταντινούπολη, αν δεν είχαμε τή νορμανδική άλωση στα τέλη τού 12ου αιώνα, που, όπως γράφει ό μητροπολίτης Ευστάθιος, η νορμανδική αυτή άλωση δεν άφησε στην πόλη μηδέ λείψανον τής παλαιάς καλλονής, ευκαιρία για τον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης νά μεμφθεί την αμφίβολη στάση των Λατίνων και των Αρμενίων που κατοικούσαν την πόλη και τα περίχωρά της.
Η Δ ' σταυροφορία θα κτυπήσει καίρια λίγα χρόνια μετά την ίδια την Κωνσταντινούπολη.Από το 1204 μπαίνουμε στον αιώνα της πρώτης αιχμαλωσίας του Γένους.
Το βασίλειο πού εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 1224, παρόλο τον σεβάσμιο τίτλο του, παρ’ όλα τα πάτρια που ξαναζωντάνεψε, παρ’ όλα τα συγκλητικά βουλευτήρια κάι αργυρά νομίσματά του που εικονίζουν άθρονους τον 'Άγιο Δημήτριο και τον αυτοκράτορα της Θεσσαλο-’Ηπείρου Μανουήλ με ανάμεσα τους πύργωμα με την επιγραφή Πόλις Θεσσαλονίκη, το θεσσαλονίκιο λοιπόν βασίλειο δεν θα δώσει στην πόλη και στην περιοχή της τίποτε από την παλιά τους αίγλη.
Υποταγμένο ουσιαστικά στους Βουλγάρους, ποu είχαν στο τέλος του 12ου αιώνα ξαναζωντανέψει το κράτος τους, το θεσσαλονίκιο βασίλειο θα υποταχθεί στα πλαίσια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και η Θεσσαλονίκη θα ξαναγίνει το πολιτικό και το στρατιωτικό κέντρο, από όπου ό Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος θα ανακτήσει μετά την Κωνσταντινούπολη τις άλλες χαμένες πατρίδες, πάντως για τελευταία φορά, ως το Δυρράχιο.
Να πούμε ότι η Εγνατία, το σύμβολο της ακμής του θεσσαλονίκιου χώρου, βρήκε ακόμη μια φορά και σ’ όλο το μήκος της την κίνηση που ξανάδωσε στη Θεσσαλονίκη την πρωτινή της θέση . Η πόλη θα γίνει πάλι «το πρόσχημα (το στολίδι δηλαδή) της Εύρώπης».
Αίγλη παλιά μέσα σε νέα πλαίσια.
Ο βαλκανικός κόσμος του τέλους του 13ου και του 14ου αιώνα θα οργανωθεί με τον καιρό γύρω σε νέους άξονες.
Η Θεσσαλονίκη, έδρα δεσποτών και αυτοκρατόρων, στόχος Βυζαντινών και ξένων δυναστών και βασιλίσκων, κλυδονούμενη, όπως λέν τα κείμενα, από τον σάλο τών λαϊκών επαναστάσεως των Ζηλωτών και βουτηγμένη μέσα στις δυναστικές έριδες, πουλημένη από τούς κυβερνήτες καί εγκαταλελειμμένη από τον προστάτη της 'Άγιο θα γνωρίσει τις δύσκολες τύχες του 14ου αιώνα, πού θα σημάνει το τέλος του μεγαλείου της.
Αυτήν την περήφανη πόλη θα περιγράψει ό Αναγνώστης, όταν ταπεινωμένη γίνεται πια λεία των Τούρκων, όπως είχαν κάνει προηγούμενα ό Καμενιάτης για την αραβική άλωση και ο Ευστάθιος για τη νορμανδική. Και οι τρεις, ο καθένας με τον τρόπο του, θα θυμίσουν ότι πάσαι αι πολυάνθρωποι φθοραι διά τών ύπολειπομένων σωφρονισμόν γίνονται.
Η ιστορία της σύγχρονης Θεσσαλονίκης δείχνει αδιάψευστα τη σωφροσύνη αυτών πού έχουν την τύχη να την έχουν πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου