Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Η τέχνη της ξιφομαχίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά το 14ο-15ο αιώνα

   

1b - AKADEMY LEONTES - INTERNET
 
 
Η μελέτη είναι του Andrea Babuin από το βιβλίο του:
‘ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΙΚΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1204-1453)
ΤΟΜΟΣ Α’
Με μικρές παρεμβάσεις πάνω στη πολεμική τέχνη, του Γεώργιου Ε. Γεωργά



          Τα εγχειρίδια μάχης που συντάχθηκαν στη Δύση κατά το 14ο έως και τα τέλη του 15ου αιώνα τα περίφημα Γερμανικά Fechtbücher αλλά και στον αραβικό κόσμο κατά τον 12ο αιώνα, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα στην έρευνα. Στη θέση των βυζαντινών αρχειακών τεκμηρίων, μεγάλο ποσοστό των οποίων χάθηκε, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως οι σχετικές με τη Ρωμανία (Βυζαντινή αυτοκρατρία) δυτικές διπλωματικές πηγές.
          Από αυτές αντλήθηκε ένα μεγάλο σύνολο πληροφοριών για τα όπλα που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και τον τρόπο που τα χρησιμοποιούσαν. Τα αγχέμαχα όπλα των Βυζαντινών ήταν πολλά κατά το 14o-15ο αιώνα. Ωστόσο η γοητεία της τέχνης του ξίφους και της σπάθας πάντα είχε ιδιαίτερη θέση στον Ελλαδικό χώρο, από τα Ομηρικά έπη μέχρι και τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος.
 
Τα είδη των ξιφών και των σπάθων
 
           Υπάρχουν πολλά είδη ξιφών, τα οποία στο πέρασμα των αιώνων και σύμφωνα με το σχήμα και τη χρήση για την οποία προορίζονταν, έλαβαν διάφορες ονομασίες.
Ωστόσο χωρίζονται σε δυο μεγάλες ομάδες:
 
Τα ξίφη
 
            Eίναι όπλα ευθεία και μακρά με δυο ακμές κατά μήκος της λεπίδας (αμφίστομα) και με οξεία ή αμβλεία απόληξη. Έχουν λαβές που καταλήγουν σε ένα σφαίρωμα (ή μήλο), που χρησιμεύει στην εξισορρόπηση του βάρους του σπαθιού και οι λεπίδες τους έχουν κατά κανόνα μια νεύρωση ως προς τον επιμήκη άξονα που τους εξασφαλίζει μεγαλύτερη ελαφρότητα και αντοχή στη κρούση. Στο σημείο συναρμογής της λαβής με τη λεπίδα βρίσκεται ο προφυλακτήρας/ χειροφυλακτήρας, μια εγκάρσια ράβδος με δύο βραχίονες (ή πτερύγια) για την προστασία του χεριού. Τα ξίφη μπορούν να χρησιμοποιούνται τόσο για θλαστικά (σπαθιές) όσο και για νυκτικά κτυπήματα.
 
Οι σπάθες
 
         Έχουν πλατιά και κυρτή (δρεπανοειδή) λεπίδα μονόπλευρης κόψης και μια λαβή ασύμμετρη, χωρίς σφαίρωμα, που συχνά κυρτώνει προς την κοφτερή πλευρά της λεπίδας. Ενίοτε η ράχη (η μη κοφτερή πλευρά) της λεπίδας πλαταίνει στο τελευταίο τρίτο της και σχηματίζει μια ακμή, το λεγόμενο ζέλμαν (jelman). Η σπάθα είναι το τυπικό όπλο του ιππικού και χρησιμοποιούνταν για θλαστικά πλήγματα.
 
 
Ραπιέρ που σώζεται στο Πολεμικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης
 
            Μεταξύ των πολυάριθμων παραλλαγών αυτών των βασικών τύπων, αναφέρουμε δύο: καταρχήν το ραπιέρ, ένα μακρύ ξίφος με λεπτή αμφίστομη (σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και τετράπλευρης διατομής) λεπίδα και συχνά άνευ προφυλακτήρα.
            Έπειτα, την πάλα / pallash, ένα πρόγονο της σπάθης με λεπτή και ίσια λεπίδα μονόπλευρης κόψης και συμμετρική και ίσια λαβή, όπως εκείνη του ξίφους, αλλά χωρίς μήλο. Στη Δύση ένα όπλο με τα ίδια χαρακτηριστικά ήταν γνωστό ως falcione.
           Οι συγγραφείς της εποχής των Παλαιολόγων χρησιμοποιούν μεγάλη ποικιλία ονομάτων για να προσδιορίσουν τα ξίφη, ξεκινώντας από τα φάσγανον, ἄορ και ξίφος που απαντούν ήδη στον Όμηρο για να περάσουν στο ἀκινάκης του Ηροδότου και στη μάχαιρα και ῥομφαία, όρους πολύ κοινούς στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη και συχνά δόκιμους σε κείμενα θρησκευτικού ή μη περιεχομένου.Όσο κι αν αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνταν αρχικά για να προσδιορίσουν συγκεκριμένα είδη όπλων, στη γραμματεία χρησιμοποιούνται κυρίως αυθαίρετα και θεωρούνται συχνά συνώνυμα.
Μπορούν να γίνουν μόνο υποθέσεις σχετικά με το σχήμα του σπαθορραβδίου το οποίο ήταν αναρτημένο στη σέλα του Διγενή Ακρίτη, ίσως επρόκειτο για ένα είδος λόγχης ή ίσως ακόμη και για ένα ραπιέρ.
             Παρατηρώντας ένα όπλο αυτού του τύπου που σώζεται στο Πολεμικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης μπορεί κανείς να επισημάνει πως η ολοκληρωτική έλλειψη προφυλακτήρα κάνει αυτά τα ξίφη να έχουν μεγάλη ομοιότητα με τις ράβδους.
 
 
Τα Γερμανικά όπλα
 
            Κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορίας του, σώζονται διάφορα δείγματα ξιφών του 14ου και 15ου αιώνα, τα οποία φέρουν το σύμβολο του λύκου χαραγμένο πάνω στη λεπίδα. Αυτό το έμβλημα – απόδειξη προέλευσης από μια περιοχή της Γερμανίας στην οποία παράγονταν όπλα υψηλής ποιότητας – χρησιμοποιούνταν και πάνω σε ξίφη τοπικής παραγωγής που μετά παρουσιάζονταν ως γνήσια.
 
Βυζαντινό σπαθί με λαβή για δύο χέρια
 
 
Εικόνα του Αγίου Γεωργίου με μακρύ σπαθί
 
            Με βάση τα εικονογραφικά στοιχεία, προκύπτει ότι το μέσο μήκος των λαβών κυμαινόταν μεταξύ 10 και 15 εκατοστών, συμπεριλαμβανομένων του μήλου και του προφυλακτήρα. Με σπανιότατες εξαιρέσεις , δεν εμφανίζονται στην εικονογραφία λαβές για κράτημα και με τα δύο χέρια και αυτό δείχνει ότι τα βυζαντινά ξίφη προορίζονταν ουσιαστικά για έφιππη χρήση, κατά την οποία το ένα χέρι πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμο για να κρατά τα ηνία. Με σκοπό να μένει το χέρι ελεύθερο, ώστε να κρατά το τόξο ή το δόρυ, τα ξίφη μπορούσαν να κρέμονται από τον καρπό χάρη σε ένα λουρί που κρατιόταν από ένα κρίκο αναρτήσεως .
 
Το κυρτό σπαθί (η σπάθη)
 
             Από τον 13ο αι. και εξής εμφανίζεται στη βυζαντινή εικονογραφία με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα ένας τύπος σπαθιού χαρακτηριζόμενου από κυρτή λεπίδα με μια μόνο κόψη, μήκους από 70 εκ. έως ένα μέτρο, το οποίο προερχόταν από την περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Η σπάθη ήταν ένα όπλο σχεδιασμένο για έφιππη μάχη, και χρησιμοποιείτο για πλάγια κοπτικά χτυπήματα. Η ύπαρξη μιας μόνο κόψης επέτρεπε την ενίσχυση της ράχης του όπλου, για την επίτευξη ισχυρότερων χτυπημάτων. Σε κάποιες περιπτώσεις, το άνω άκρο της ράχης σχημάτιζε μια δεύτερη κόψη, το λεγόμενο ζέλμαν (jelman), χάρη στο οποίο η αιχμή του όπλου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και προς τις δυο κατευθύνσεις.
           Στη βυζαντινή γραμματεία, η ακριβέστερη περιγραφή μιας σπάθης βρίσκεται στο έργο του Χαλκοκονδύλη, όπου γίνεται σύγκριση μεταξύ των σύγχρονων όπλων της κεντρικής Ευρώπης με εκείνα των Τούρκων, Ιταλών και Ελλήνων. Εκεί σημειώνεται ότι, ενώ οι Γερμανοί και οι Ούγγροι χρησιμοποιούσαν ευθέα και αιχμηρά ξίφη για νυκτικά κτυπήματα, κοντολογίς τα μακριά σπαθιά (long swords) , οι Τούρκοι εκμεταλλεύονταν την τεράστια δύναμη των καταφορικών κτυπημάτων με τα μονόπλευρης κόψης σπαθιά τους για την πρόκληση βαθέων τραυμάτων. Όποτε έχουμε άλλη μια απόδειξη δια χειρός του Χαλκοκονδύλη ότι το σύστημα του Lichtenauer είχε σαν βασική επιθετική αρχή τα νυκτικά κτυπήματα.
 
Διαβάστε το πρωτότυπο όμως για να δείτε τι λέει:
‘…ξίφει Παιονικῷ βληθεὶς κατὰ τὸ στῆθος, δορατείῳ τραύματι. τὰ γὰρ Παιονικὰ ξίφη σχεδόν τι δή, καὶ τὰ τῆς Γερμανίας ἁπάσης, ἐληλαμένα τυγχάνει ἐπὶ μήκιστον καὶ ὀξέα, οὐ μέντοι τοιαῦτα οἷα καταίροντας κόπτειν ὅτι καὶ ἄξια λόγου, ὡς τὰ βαρβαρικὰ ἢ καὶ Ἰταλικά. τὰ μὲν βαρβαρικὰ τοιαῦτα (Τούρκων δέ ἐστι ταῦτα), βάρος ἴσχοντα πάμμεγα καὶ ἐφ΄ ἑνὶ ἔχοντα τὴν τομὴν, καταβαίνουσί γε μάλιστα δὴ πάντων τῶν ξιφῶν ὧν ἡμεῖς ἴσμεν δεύτερα δὲ τούτων τὰ Ἰταλικά, Ἑλληνικά ποτε γενόμενα. τὰ δὲ Γερμανικὰ καὶ Παιονικὰ μακρὰ μέν εἰσι καὶ στρογγύλα, τετράγωνα, τὴν τομὴν ὀξέα, ἐς ὀξὺ δὲ πάνυ λήγοντα δόρατος ἐπιφέρουσι τομήν, τοῦ ἐφ΄ ἵππου κατεπερείδοντος αὐτὸ ὡς ἐς τὸ τοῦ δόρατος σχῆμα.’
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Ἀποδείξεις ἱστοριῶν, σ. 334. 12-22. σ. 335. 1-2:
 
             Την ίδια εποχή ένας ιταλός παρατηρητής σημειώνει ότι τα ξίφη των Τούρκων δεν ήταν κατάλληλα για νυκτικά κτυπήματα:
‘…gladios magnos non sine mucronibus
quoque, quibus tamen cessim potius et aptius quam punctim petere hostem possint aut soleant, gladiosque item minores habilesque et ad quotidianos usus.’
Lampo Birago, Strategicon adversum Turcos, σ. 696. 168
 
 
 
           Αξιοσημείωτη είναι η διαπίστωση ότι ο ιστορικός αυτός των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου πίστευε ότι οι κυρτές σπάθες χρησιμοποιούνταν κατά τα παλαιότερα χρόνια και στη χώρα του. Από την εικονογραφία, όμως, φαίνεται ξεκάθαρα ότι, μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, τα πιο διαδεδομένα σπαθιά στην Αυτοκρατορία ήταν τα ευθέα με δύο κόψεις.
          Ένα ιταλικό κείμενο του 1455 αναφέρει ότι τα κυρτά σπαθιά (semitaras) ήταν γνωστά στους Έλληνες με το όνομα spatas. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι «stradiotti» – άμεσοι κληρονόμοι της πολεμικής βυζαντινής παράδοσης – που ήταν στην υπηρεσία των Βενετών στα τέλη του 15ου αιώνα στην Ιταλία, χρησιμοποιούσαν επίσης «scemitarre» με πολύ ισχυρή κόψη. Ενώ η οπλομαχία τους διασώθηκε μέσα στις Ευρωπαϊκές σχολές οπλομαχίας και ιδιαίτερα στη Γερμανική που αφομοίωσε τις τεχνικές των κυρτών σπαθιών. Πολλοί Ρωμιοί μισθοφόροι εκτός από τις υπηρεσίες που είχαν στις Ιταλικές πόλεις κράτη, υπηρέτησαν και κάτω από τις διαταγές των Γερμανών αυτοκρατόρων, ενώ ένας από αυτούς o Ματθαίος Σπανούδης, έγινε κόμης και ιππότης της Αγίας Γερμανικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μάλιστα τον έχρησε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος ο 3ος. Αυτό ήταν εκπληκτικό εφόσον ο μισθοφόρος αυτός ήταν Ορθόδοξος!
 
Θυρεός του Μερκούριου Μπούα
 
 
 
                 Δεν ήταν όμως ο μόνος. Ο Μερκούριος Μπούας είχε και δικό του θυρεό που του δόθηκε από τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Μαξιμιλιανό το 1ο το 1510 για τις υπηρεσίες του. Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η οπλομαχία των Ελλήνων της εποχής του, πέρασε στα στρατεύματα των Γερμανών. Την ίδια επιρροή είχαν οι Ιταλοί εφόσον κυρίως σε αυτούς υπηρέτησαν οι Ρωμιοί μισθοφόροι, όπως για παράδειγμα ο Κροκόδειλος Κλαδάς που πολέμησε στο πλευρό των Βενετών ενάντια στους Οθωμανους. Το 1408 έγινε ιππότης της Βενετίας και αργότερα μετανάστευσε στη Κεφαλονιά, ενώ ο οίκος του πολεμούσε συνεχώς τους Οθωμανούς.
 
Θυρεός του Κροκόδειλου Κλαδά
 
           Όλοι αυτοί οι πολέμαρχοι είχαν ιδιαίτερη θέση στη Δύση. Είχαν ισχυρό στρατό και η πολεμική τους τέχνη ήταν αξιοσέβαστη από όλους. Συνεπώς θα ήταν κοντόφθαλμο και στείρο, να πούμε ότι η τέχνη του πολέμου που έκαναν, που δεν ήταν άλλη από τη Βυζαντινή πολεμική τέχνη των ακριτών που επιβίωσε ανά τους αιώνες, δεν επηρέασε την Ιταλική και τη Γερμανική σχολή πολέμου.
Η χρήση
 
          Όποια μορφή και αν είχαν, τα σπαθιά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με ποικίλους τρόπους. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος τα συγκαταλέγει μεταξύ των πιο σημαντικών όπλων και συνιστά την χρήση ταυτόχρονα ενός μακρού και ενός βραχέως ξίφους (ή εγχειριδίου).
Παρ’ όλο που οι Λατίνοι αμφισβητούσαν τις ικανότητες των Βυζαντινών στη μάχη με το σπαθί, στα βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα υπάρχει πληθώρα στοιχείων σχετικών με τις τεχνικές της ξιφομαχίας.
Για παράδειγμα :
‘…πρὸς οὓς συντόμως τὴν ἐμὴν ἀνθυποστρέψας σπάθην,/ τὰ κοντάρια ἔτεμον παρευθὺς ἀμφοτέρων.’
Διγενὴς Ἀκρίτης (Grottaferrata), σ. 200. 6, 633-634
Και αλλού: ‘…σπαθέαν μίαν μὲ ἔδωκεν εἰς τὸ χεροσκουτάριν/ καὶ ἦτον ὁ γέρων δυνατὸς καὶ τὸ ἄρμαν του καινούργιον/ καὶ μοναχὸν τὸ κράτημαν [μ’] ἀπόμεινε εἰς τὸ χέριν·/ τοῦ σκουταρίου τσακίσματα ἔπεσαν ἔμπροσθέν μου.’
Διγενὴς Ἀκρίτης (Escorial), σ. 48. 1248-1251
         Στο παραπάνω χωρίο είναι εμφανέστατη η χρήση της buckler με την ονομασία χεροσκουτάριν.
…καὶ ἐκεῖνος μὲ ἐπέβλεπεν, ἵνα σπαθέαν μὲ δώση,/ καὶ ἐξηστρεφτὴν τοῦ ἔδωσα ἀπάνω εἰς τὸν βραχίοναν/ καὶ τὸ σπαθίν του ἐξέπεσεν κ’ ἡ χείρα του ἐκρεμάστην.’
Ό.π., σ. 48. 1270-1272
…τὸ σπαθίν του ἐγλήγορα σύρνει ἐκ τὸ θηκάριν./ Μὲ τὸ μαντὶν ἐστόλισε τὸν ζερβόν του βραχιόνα,/ γυμνὸν ἐκράτει τὸ σπαθὶν καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐκτρέχει.’
           Ὁ πόλεμος τῆς Τρωάδος, σ. 520. 10014/10016 (Το τελευταίο χωρίο αποτελεί πιστή μετάφραση του γαλλικού πρωτοτύπου του).
             Εξάλλου, η σχολαστικότητα με την οποία αναπαρίστανται τα ξίφη στη βυζαντινή τέχνη από μόνη της αποδεικνύει το ενδιαφέρον που υπήρχε για αυτά τα όπλα. Σε ορισμένες αναπαραστάσεις, για παράδειγμα, απεικονίζεται ο τρόπος με τον οποίο τα δάκτυλα τοποθετούνται επάνω από το χειροφυλακτήρα: αυτή η λεπτομέρεια δείχνει ότι ο καλλιτέχνης γνώριζε ότι ένα τμήμα της λεπίδας στερείτο κόψης. Αυτή η περιοχή πλησίον της λαβής, που στη διεθνή ορολογία λέγεται ricasso, εξυπηρετούσε στο να κρατείται με δύναμη το όπλο κατά τη μάχη.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Δείτε πως κρατά τη λαβή του ξίφους. Τι σας θυμήζει;
 
          Το σπαθί του αυτοκράτορα περιφερόταν στην πομπή της στέψης, ήταν το σύμβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας και βρισκόταν πάντοτε δίπλα στον Βασιλέα, ο οποίος δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές με αυτό στο χέρι. Το σπαθί ήταν επίσης το σύμβολο της δικαστικής εξουσίας και για αυτόν το λόγο εμφανίζεται σε πολλές σκηνές δίκης πίσω από τον Ηρώδη και τον Πιλάτο. Ο όρκος πάνω στο σπαθί θεωρείτο ιερός στην τελετή ορκωμοσίας τεσσάρων δικαστών ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ διέταξε να του φέρουν το Ευαγγέλιο και το αυτοκρατορικό ξίφος.
         Στις πηγές αναφέρονται εξαιρετικά κοφτερά ξίφη, τα οποία μερικές φορές φαίνεται να έχουν σχεδόν υπερφυσικές δυνατότητες. Στην αναφορά του Nestor Iskander για την άλωση της Κωνσταντινούπολης αφθονούν οι περιγραφές κρούσεων με σπαθιά ικανά να κόψουν στα δυο τους αντιπάλους.
             Για παράδειγμα ο στρατηγός Ραγγαβής κόβει στα δυο έναν Τούρκο από τους ώμους μέχρι κάτω με μια σπαθιά: Nestor Iskander, Povest’ o Tsar’grade, σ. 55, αρ. 39.
            Πείτε μου λοιπόν άλλο τρόπο εκτέλεσης τέτοιου χτυπήματος, εκτός από ένα διαγώνιο κτύπημα που στη γερμανική ορολογία λέγετε ‘χτύπημα της οργής’ και σε παλαιότερη βιβλιογραφία ονομάζεται ‘το χτύπημα του πατέρα’, ενώ στη κλασσική σπαθασκία έχει μείνει εθιμοτυπικά με την ονομασία Zornhau!
           Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ σκοτώνει μόνος του πάνω από 600 Τούρκους κατά τη διάρκεια της τελευταίας μάχης κοντά στη Χρυσή Πύλη. ό.π., σ. 87, αρ. 77.
           Άρα εύκολα καταλαβαίνουμε τι εξοπλισμό είχαν οι Βυζαντινοί κατά τη δύση της αυτοκρατορίας, βαριές πανοπλίες Γερμανικού ή Ιταλικού τύπου όπως και παρόμοιο επιθετικό εξοπλισμό. Γιατί να ήταν κάτι το διαφορετικό και η πολεμική μας τέχνη;
 
 
 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ   https://medievalswordmanship.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου