Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Οι τρεις γεωγραφικοί χώροι του Βυζαντίου

Οι τρεις γεωγραφικοί χώροι του Βυζαντίου
 
 
 
 
 
 
 
     Η Κωνσταντινούπολη είναι ο συνεκτικός κρίκος τριών διαφορετικών εκτάσεων, με διαφορετικές γειτνιάσεις και ιστορικές διαδρομές, αλλά συναφών: της Μικράς Ασίας, από την οροσειρά του Ταύρου ως την Εύφορη Ημισέληνο, του Καυκάσου μαζί με τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και τις αρχαίες ελληνικές αποικίες στις βορινές από αυτές, ιδίως τη Χερσώνα, του παραδουνάβιου τόξου που εκτείνεται από τις εκβολές του ποταμού και τη Θράκη μέχρι τη Δαλματία και τέλος, της ανατολικής και κεντρικής Μεσογείου.
 
 
Η Μικρά Ασία
 
       Η Μικρά Ασία περιβάλλεται από διεθνούς σημασίας περάσματα: από την οροσειρά του Ταύρου στα νοτιοδυτικά, από τους πρόποδες της Αρμενίας στα ανατολικά, και από τη γραμμή των πόλεων της πεδιάδας  της Εύφορης Ημισελήνου στον νότο. Στη Μαύρη Θάλασσα , κατά μήκος της παράκτιας διαδρομής, ξεχωρίζει η Σινώπη απέναντι από τη Χερσώνα, και κυρίως η Τραπεζούντα, απόληξη των θαλάσσιων δρόμων του διηπειρωτικού εμπορίου. Στη Μεσόγειο ξεχωρίζουμε τη Σμύρνη και τα επίνειά της, τη Μίλητο και την Αττάλεια. Ένας οδικός άξονας που οδηγεί μέχρι την οροσειρά του Ταύρου διασχίζει πρώτα την Αρμενία από νότο προς βορρά διαμέσου του Τιβίου, του Ανίου και του Καρσέ ( Καρς), κατηφορίζει στη συνέχεια προς τη Θεοδοσιούπολη(Ερζερούμ) και ακολουθεί από ανατολικά προς δυτικά μια κεντρική πορεία από τη Σεβάστεια (Σιβάς) μέχρι την Άγκυρα, προτού διακλαδιστεί προς δύο κατευθύνσεις, εκ των οποίων η μία καταλήγει στην Πόλη μέσω Νίκαιας, και η άλλη συναντά την παράκτια διαδρομή από βορρά προς νότο στο ύψος της Περγάμου. Στα σύνορα με την αριστοκρατική και πολεμοχαρή Αρμενία, οι οδικοί άξονες ταυτίζονται με τις διαδρομές της μετανάστευσης που εντείνεται μετά την αραβική επέκταση τον 8ο και 9ο αιώνα κι αργότερα με τις τουρκικές επελάσεις από τη δεύτερη δεκαετία του 11ου αιώνα. Τρεις ποτάμιοι άξονες κατέχουν στρατηγική σημασία, ο Άλυς, ο Σαγγάριος και ο Μαίανδρος. Στα νότια όρια, από την Ταυρική ως της Μεσοποταμία, η αυτοκρατορία του 9ου και 10ου αιώνα αντιμετωπίζει τους περιφερειακούς εμίρηδες του χαλιφάτου των Αββασιδών. Το 1071 η αποφασιστική νίκη των Τούρκων στο Μαντζικέρτ τους ανοίγει το δρόμο για την αυτοκρατορική Μικρά Ασία, κι έτσι το 1354 περνούν τα στενά κι αποκτούν στην Καλλίπολη ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στη Βαλκανική.
 
 
 
 
Η βαλκανική χερσόνησος
 
      Στη βαλκανική πλευρά, η αρχαία ρωμαϊκή οδός διασχίζει ακόμα και σήμερα τη περιοχή για να καταλήξει στα Στενά, μέσω της Ναϊσσού (Νις), της Σερδικής (Σόφια), της Φιλιππούπολης (Πλόντιβ) και της Αδριανούπολης. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται κι αυτή στην παράκτια οδό που τέμνει την ελληνική χερσόνησο για να καταλήξει στην ακτή της Αδριατικής. Από τη Σηλυμβρία μέχρι το Δυρράχιο, μέσω της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, μια σειρά πόλεων σημαδεύει το νήμα της Ιστορίας. Ο ρόλος τους ενισχύεται από τη στιγμή που το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας  μεταφέρεται προς τη βαλκανική τον 14ο αιώνα – η Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο, οι Σέρρες, η Βέροια, η Καστοριά και τα Ιωάννινα. Η Θεσσαλονίκη είναι η  μεσογειακή κλείδα αυτού του γεωγραφικού χώρου και παραμένει,  μεταξύ 9ου και 15ου αιώνα, η δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, ο έτερος πόλος της. Στη χερσόνησο του Άθω αρχίζουν να συγκεντρώνονται ασκητές γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα. Το πρώτο γνωστό σχετικό έγγραφο χρονολογείται στο 883. Η μοναστική οργάνωση λαμβάνει χώρα  στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, και ο Άθως εξακολουθεί να λειτουργεί ως άξονας και ως εχέγγυο για τα ορθόδοξα κράτη μέχρι το τέλος  της αυτοκρατορίας αλλά και αργότερα. Μια διακλάδωση του άξονα Θεσσαλονίκης – Δυρράχιου εξυπηρετεί την Ελλάδα μέσω Λάρισας, Θήβας, Αθήνας, Κορίνθου και Πάτρας.
      Ο βαλκανικός χώρος παρουσιάζει εθνολογική ποικιλότητα. Στη Θεσσαλία σημειώνεται κατά τον 11ο αιώνα η παρουσία μετακινούμενων Βλάχων. Την πρώτη γνωστή μνεία των Αλβανών τη συναντάμε στον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ιστοριογράφο του Νικηφόρου Γ΄ (1078-1081): Φαίνεται ότι αρχικά εγκαταστάθηκαν στο μεσαίο και ανώτερο στρώμα της κοιλάδας του Σκούμπι, κάτω από το Δυρράχιο, από όπου διερχόταν η Εγνατία Οδός. Τον 14ο αιώνα τους συναντούμε στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Στα ανατολικά, στρατηγικός ορίζοντας της αυτοκρατορίας παραμένει η δεξιά όχθη. Το δέλτα του ποταμού είναι μια ιδιαίτερη ευαίσθητη ζώνη, όπου συρρέουν ορμητικά από τον 3ο αιώνα τα διαδοχικά κύματα των λαών της στέπας, ορμώμενα από τη ουραλοαλταική μήτρα. Οι Βούλγαροι περνούν το Δούναβη το 680 και εκσλαβίζονται. Το 889 οι Πετσενέγοι εξωθούν από την Ουκρανία τους Ούγγρους, οι οποίοι εγκαθίστανται στην πεδιάδα μεταξύ Δούναβη και Τισσού το 895. Το 10ο και 11ο αιώνα η ελληνική αυτοκρατορία επιστρατεύει όπλα, διπλωματία και ιεραποστολή εναντίον των Πετσενέγων. Οι Κούμάνοι φτάνουν  στην Ουκρανία στα μέσα του 11ου αιώνα και  στα χρόνια του Αλέξιου Κομνηνού τους βρίσκουμε σε βουλγαρικά εδάφη.
     Aπό την άλλη μεριά, η περίοδος από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα σημαδεύεται από τον εκχριστιανισμό- που επιβάλλει την επιλογή μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης-, και παράλληλα από τη μετάβαση στη μοναρχία. Ο Βούλγαρος χάνος Μπόρις δέχεται τελικά το ελληνικό βάπτισμα το 864 ή 865, με ανάδοχο τον Μιχαήλ Γ΄. Μετά από μια περίοδο μεγαλείου και το 10ο αιώνα, το βουλγαρικό κράτος γίνεται επαρχία της αυτοκρατορίας το 1018. Ανεξαρτητοποιείται εκ νέου με την εξέγερση των αδερφών Ασάν το 1185. Από την άλλη μεριά γύρω στο 1000 ο πάπας Σιλβέστρος ο Β΄ στέλνει ένα στέμμα και δώρα στον πρίγκιπα Βάικ που είχε βαπτιστεί Στέφανος. Έτσι γεννιέται το ουγγρικό κράτος και εντάσσεται στη λατινική Δύση. Στα δυτικά του βαλκανικού-παραδουνάβιου χώρου, το κροατικό κράτος μεταξύ Σάβου και Αδριατικής περνάει στην εξουσία της Ρώμης, την οποία έμελλε να μην εγκαταλείψει ποτέ. Η Σερβία αντίθετα περιέρχεται το 10ο αιώνα στην εξουσία της Κωνσταντινούπολης, όμως η υποταγή της παραμένει αβέβαιη και περιστασιακή, μέχρι την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της υπό τον Στέφανο Νεμάνια (1168-1195).
 
 
Η θάλασσα και οι ακτές της
 
      Στις αρχές του 9ου αιώνα η αυτοκρατορία διατηρεί υπό την κυριαρχία της την Καλαβρία και την ακτή της Καμπανίας και από την άλλη πλευρά της γη του Υδρούντος (Οτράντο) κι ενδεχομένως την Καλλίπολη στον κόλπο του Τάραντα. Μετά από μια περίοδο ανακαταλήψεων, η κυριαρχία στη νότιο Ιταλία χάνεται οριστικά από τη στιγμή που οι Νορμανδοί κυριεύουν το Μπάρι το 1071. Τα τρία μεγάλα νησιά, η Σικελία, η Κρήτη και η Κύπρος, παραμένουν διαφιλονικούμενα ανά τους αιώνες ανάμεσα στην ελληνική κυριαρχία και τις ξένες δυνάμεις. Κάθε θαλάσσιο ταξίδι είχε κι από ένα νησιωτικό σταθμό, την Κύπρο μεταξύ Πόλης ή Αττάλειας και Αιγύπτου, την Κέρκυρα μεταξύ νότιας Ιταλίας και Ηπείρου ενώ η Κρήτη ήταν ένα σημαντικό νησί για το εμπόριο από τη Δύση στην Ανατολή. Ένα διπλό νησιωτικό πλέγμα απλώνεται σε όλο το μήκος των ακτών του Αιγαίου, με την Εύβοια από τη μία πλευρά, τη Ρόδο, τη Σάμο και τη Χίο από την άλλη. Η μοναστική εγκατάσταση στην Πάτμο, συνέπεια της τουρκικής πίεσης στην περιοχή της Μιλήτου, λαμβάνει χώρα μόλις το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα.
 
 

Η Κωνσταντινούπολη στο κέντρο
 
    Η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη, που ανεγείρεται μεταξύ του 324 και 330 από τον Κωνσταντίνο σε απαράμιλλη στρατηγική και εμπορική θέση, αλλά και Νέα Ιερουσαλήμ, έδρα του Μεγάλου Παλατιού και του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, της διοίκησης της αυτοκρατορίας και του πατριαρχείου, βρίσκεται στη συμβολή τριών γεωγραφικών χώρων. Ορίζει πλέον ένα χώρο απολύτως δικό της, με είσοδο τη στη Μαύρη Θάλασσα και τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά – όπου η παράκτια οδός που έρχεται από τη Θεσσαλονίκη συνδέεται με τη θρακική οδό που κατεβαίνει από την Αδριανούπολη- καθώς και μια ασιατική ενδοχώρα που φτάνει περίπου μέχρι τη Νίκαια. Έτσι η Ιστορία του γεωγραφικού χώρου της αυτοκρατορίας είναι τριπλή και ενιαία. Οι τρεις γεωγραφικοί χώροι του Βυζαντίου και η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, τρία θέατρα όπου εκτυλίσσεται συγχρόνως μια μοναδική ιστορία που παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία πότε στον ένα και πότε στον άλλο, είναι ταυτόχρονα ο τόπος όπου αυτή η ιστορία γεννά τις πηγές της, τις οποίες μελλοντικά μια άλλη ιστορία, αυτή της  νεώτερης Δύσης, θα επιλέξει ή όχι να διατηρήσει.



Τα ιστορικά στάδια
 
     Η αυτοκρατορική επικράτεια δεν αποτελεί ενιαία πολιτική πραγματικότητα, και ως εκ τούτο δεν δικαιολογεί μια Ιστορία σε ενικό αριθμό, παρά μόνο κατά την περίοδο εκείνη που  κλείνει με την Δ΄ Σταυροφορία  και την άλωση της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλη του 1204. Κι αυτό, δίχως να παραγνωρίζουμε  τις εξεγέρσεις , τόσο εκείνες που είχαν αφορμή τη φορολογία όσο και τις στρατιωτικές, τις στάσεις των επαρχιών, τις παλινδρομικές μετατοπίσεις , τις παραβιάσεις των συνόρων και εν γένει την κινητικότητα που αυξάνεται κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Αλλά και πάλι η προ του 1204 περίοδος δεν ανήκει αποκλειστικά στους Βυζαντινούς. Το Βυζάντιο υπέστη τον 9ο αιώνα την επέκταση του αραβικού Ισλάμ σε ξηρά και θάλασσα, και την επέλαση των Βουλγάρων στο παραδουνάβιο μέτωπο. Ήδη η βασιλεία του Θεόφιλου (829-842), του γιου του Μιχαήλ Γ΄(842-867) και κυρίως του Βασιλείου Α΄(867-886), εγκαινιάζει μία περίοδο νικηφόρων επιθέσεων, ανακτήσεων και διπλωματικών επιτυχιών που εξασφαλίζουν την επιβολή της αυτοκρατορίας προς πάσα κατεύθυνση, από την ιταλική Δύση μέχρι την συριακή και καυκάσια Ανατολή, διαμέσου της Σικελίας και της Κρήτης. Η περίοδος αυτή κορυφώνεται στα μέσα του 10ου αιώνα και φτάνει στο τέρμα της κατά τη δεκαετία του 1040. Στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και κατά τον 12ο αιώνα η αυτοκρατορική επικράτεια υφίσταται νέα πλήγματα από την τουρκική επέκταση στη Μικρά Ασία και τις πρώτες δύο σταυροφορίες. Παραμένει ωστόσο ενιαία, μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτες ρωγμές μετά το θάνατο του Μανουήλ Α΄Κομνηνού το 1180, οι οποίες διευρύνθηκαν με την ανασύσταση του βουλγαρικού και τη γέννηση του σερβικού κράτους στο τέλος του αιώνα, την αποστασία του Ιωάννη Κομνηνού Βατάτζη στη Φιλαδέλφεια το 1182, του Ισαάκ Κομνηνού στην Κύπρο το 1185, και άλλων, όπως του Λέοντος Σγουρού στην Κεντρική Ελλάδα. Ύστερα πό όλα αυτά η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 δεν έχει απλώς ως αποτέλεσμα τις γνωστές απώλειες  εδαφών ως τότε αυτοκρατορικών. Καθιστά επιπλέον δυνατό τον εσωτερικό κατακερματισμό τους και μια νέα πολλαπλότητα στις σχέσεις εξουσίας και επικράτειας. Η επάνοδος του Έλληνα αυτοκράτορα στην Πόλη το 1261 αποτελεί ορόσημο αυτής της εξέλιξης, χωρίς να την ανατρέπει. Επιπλέον η αυτοκρατορία του 14ου και 15ου αιώνα στρέφεται προς την ευρωπαϊκή της πλευρά υπό την τουρκική πίεση, η οποία σταδιακά την απωθεί από την Μικρά Ασιά, και μετατρέπεται σε συνιστώσα του βαλκανικού γεωγραφικού χώρου, στον προσδιορισμό του οποίου συμβάλλει το αυτοκρατορικό μοντέλο. Από την πλευρά τους οι Τούρκοι εξαπλώνονται στα βαλκανικά εδάφη από το 1354.
    Η πρωτεύουσα   της αυτοκρατορίας, έχοντας γίνει τόσο απαραίτητη για τη νέα Οθωμανική αυτοκρατορία, κατελήφθη με επίθεση του Μωάμεθ του Β΄ στις 29 Μαΐου του 1453. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τον χριστιανικό κόσμο. Τα ελληνικά δημώδη μοιρολόγια λένε ότι η Παναγιά δάκρυσε για την πτώση της Νέας Ιερουσαλήμ και υπόσχονται την μελλοντική της αποκατάσταση. Η Αθήνα πέφτει το 1458. Η κατάκτηση του Μορέα ολοκληρώνεται το 1460. Στα μέσα Αυγούστου του 1461 έρχεται η σειρά της Τραπεζούντας. Από τη βυζαντινή αυτοκρατορία δε μένει παρά μόνο μια ιδέα και μια άσβεστη ανάμνηση.
 
 
 
Από το βιβίο <<Ο ελληνικός μεσαίωνας, Bυζάντιος - 9ος -15ος αιώνας>> της Έβελύν Πατλαζάν, καθήγήτριας βυζαντινής Ιστορίας του πανεπιστημίου του Παρισιού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου