Ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Ά ο Μακεδών επιλύει διαφορές ανάμεσα σε στρατιωτικούς (Βυζαντινή μικρογραφία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη) |
Ποινές και επιρροές στο βυζαντινό δίκαιο
της Φωτεινής Κομνηνού, πολιτισμολόγου
Κατά την τρέχουσα ορολογία η φράση «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» αναφέρεται σε μια πολιτική πραγματικότητα, που κάποτε κυριάρχησε στον κόσμο της Μεσογείου. Το πολίτευμα της αυτοκρατορίας είναι η απόλυτη μοναρχία. Στα βήματα του ρωμαϊκού προτύπου, ο αυτοκράτορας κυβερνά πλέον ως εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, θεωρείται βασιλεύς «ελέω Θεού». Από αυτόν πηγάζει κάθε μορφή εξουσίας, πολιτικής, στρατιωτικής, εκκλησιαστικής και δικαστικής.
Διοικητικό πλαίσιο
Σε διοικητικό πλαίσιο, η αυτοκρατορία λειτουργεί στηριζόμενη σ΄ ένα πολύπλοκο και πολυδιάστατο σύστημα δημοσίων λειτουργών, που είναι επιφορτισμένοι με διάφορες αρμοδιότητες. Ελεγκτής κάθε διοικητικής ενέργειας είναι ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Είναι αυτός που διορίζει με απλή προφορική εντολή (αξίαι δια λόγου) τους ανώτατους διοικητικούς λειτουργούς, επιλέγοντάς τους ανάμεσα από τα άτομα του περιβάλλοντός του και της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Κάθε δημόσιος λειτουργός, ανώτερος ή κατώτερος δεσμευόταν από όρκο υπαλληλικής αξιοπιστίας . Σύμφωνα με το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου, στα τέλη του 9ου αι. οι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί, που είχαν διοριστεί από τον αυτοκράτορα, έφταναν τους εξήντα, χωρίζονταν σε επτά ομάδες και ήταν υπεύθυνοι για τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων της αυτοκρατορίας. Στα πλαίσια του πολιτεύματος, ο μονάρχης είναι ο μόνος που έχει δικαίωμα να εκδίδει, να τροποποιεί και να ακυρώνει νόμους και να εποπτεύει προσωπικά την απονομή της δικαιοσύνης. Παρότι ο ίδιος θεωρείται υπεράνω των νόμων, ουσιαστικά βάσει εθιμικού δικαίου, υπακούει σε αυτούς, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο το παράδειγμα για τον λαό του.
Ουσιαστικά, το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ευνοεί τη συγκέντρωση των εξουσιών στα χέρια του αυτοκράτορα, ο οποίος φαίνεται να είναι ο απόλυτος ρυθμιστής των πάντων. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά του, στην εκτέλεση του οποίου τον βοηθά ένα πλήθος δικαστικών λειτουργών, επιλεγμένων αποκλειστικά από εκείνον ανάμεσα στους ανθρώπους εμπιστοσύνης του περιβάλλοντός του. Για κάθε δικαστική απόφαση, οι ενεχόμενοι σε αυτήν έχουν δικαίωμα έφεσης, την οποία εκδικάζει αποκλειστικά ο μονάρχης.
Οι κατά καιρούς νομοθετικές ρυθμίσεις των αυτοκρατόρων στόχευαν στον αποτελεσματικότερο έλεγχο των δικαστικών λειτουργών και των αποφάσεων, στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων μέσω της ίσης κατανομής των δικαστών και της ταχύτερης εκδίκασης των υποθέσεων και στη διευκόλυνση των υπηκόων που ήταν αναγκασμένοι να μετακινηθούν στην πρωτεύουσα για την υποβολή έφεσης. Παρ' όλα όμως τα μέτρα που ελήφθησαν, δεν αποφεύχθηκε η διαφθορά ανάμεσα στους δικαστικούς κύκλους, που είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση της εμπλοκής της εκκλησίας στην απονομή δικαιοσύνης.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, θεμελιωτής της βυζαντινής νομοθεσίας, όπως απεικονίζεται ψηφιδωτό του ναού του Αγίου Βιταλίου, στη Ραβέννα της Ιταλίας.
Εγκλήματα – ποινές – η επιρροή του χριστιανισμού
Στοιχεία για την επιβολή ποινών , ανάλογα με τα εγκλήματα, βρίσκουμε σε όλα τα μεγάλα νομοθετικά έργα των βυζαντινών. Από τον Πανδέκτη, τον Κώδικα, τις Εισηγήσεις και κυρίως τις Νεαρές του Ιουστινιανού, έως και τη μεταγενέστερη Εκλογή και τα Βασιλικά, κωδικοποιούνται οι κυρώσεις του βυζαντινού ποινικού κώδικα. Η επίδραση όμως το χριστιανικού πνεύματος δρα καταλυτικά πάνω στο υιοθετημένο corpus του ρωμαϊκού δικαίου. Ο έγκριτος νομομαθής Μ. Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας, μας δίνει μια σαφή εικόνα της επίδρασης του χριστιανισμού στην επιβολή των ποινών, ορίζοντας την ποινή σαν μέσο σωφρονισμού του δράστη και παραδειγματισμού των υπολοίπων και όχι σαν τιμωρία αξιόποινης πράξης. Ο Μ. Βασίλειος «δεν μιλάει για κακό σώμα, αλλά για καταδικαστέο φρόνημα σαρκός, για χωρισμό από τα πάθη, για «σάρκινο» άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι καταξίωνε απόλυτα τον άνθρωπο ως καλόν καθ' εαυτόν και τη δυνατότητά του να απαλλαγεί από το κακό φρόνημα και να θεωθεί ολόκληρος, πνεύμα και σώμα». Απόρροια της αντίληψης αυτής, όπως και της χριστιανικής θεώρησης για την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η μείωση των θανατικών ποινών, που αντικαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους με ποινές ακρωτηριασμών, αποσκοπώντας στην αποτροπή του εγκληματία να επαναλάβει κάποιο αδίκημα, ή με ποινές εγκλεισμού σε μοναστήρια ή εξορίας με κύριο στόχο τη μετάνοια. Όντως (οι βυζαντινοί) δεν σκότωναν. Και η μεγάλη διαφορά φαίνεται στους πρώτους χρόνους. Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε χριστιανική, μια από τις βασικότερες αλλαγές ήταν να σταματήσουν οι μονομαχίες, να μην πετούν πια ανθρώπους στα λιοντάρια, κι όλα τα σχετικά. Η αυτοκρατορία έγινε πολύ πιο ανθρωπιστική. Και πάντα, απέφευγαν όσο μπορούσαν τη θανατική ποινή. Κατά καιρούς, κάποιοι αυτοκράτορες κατέφευγαν σε αυτήν, αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν ως εσχάτη τιμωρία, μια μέθοδο που σήμερα μας φαίνεται αποτρόπαια: τον ακρωτηριασμό κάποιας μορφής. Αλλά μου φαίνεται, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να τους κόψουν π.χ. ένα χέρι, παρά να τους θανατώσουν. Για τους λόγους αυτούς καταργήθηκαν κάποιες πρακτικές θανάτωσης των ρωμαϊκών χρόνων, όπως η σταύρωση και οι μονομαχίες με τα θηρία. Καταργήθηκε επίσης η απαγόρευση της ταφής για τους καταδικασμένους σε θάνατο.
Το βυζαντινό ποινικό δίκαιο προέβλεπε εκτός από την ποινή του θανάτου και του ακρωτηριασμού, ποινές εξορίας, σωματικού κολασμού, εξανδραποδισμού, ποινή στέρησης της ελευθερίας και χρηματικά πρόστιμα ή δήμευση περιουσίας. Οι καταδικαστικές αποφάσεις είχαν ως κυριότερη συνέπεια τον αποκλεισμό του ενόχου από πολιτικές η αστικές διαδικασίες και την ηθική του μείωση.
Επιβολή της ποινής αποκεφαλισμού με ξίφος αναπαριστάται σε μικρογραφία βυζαντινού χειρογράφου.
Η ποινή του θανάτου
Η ποινή του θανάτου αποτελεί την κυριότερη κληρονομιά του ρωμαϊκού δικαίου. Παρά την καταφανή πραότητα των βυζαντινών ποινών, κάτω από την επιρροή της χριστιανικής διδασκαλίας, η ποινή του θανάτου επιβάλλεται στα χρόνια του Ιουστινιανού με ιδιαίτερη σκληρότητα. Ο κανόνας προέβλεπε αποκεφαλισμό με ξίφος ή πέλεκυ, δεν αποκλείονταν όμως η σταύρωση, ο ενταφιασμός εν ζωή, η ρίψη στη θάλασσα μέσα σε σάκο με φίδια, η θηριομαχία και επιβαλλόταν σε περιπτώσεις φόνου, εμπρησμού, μοιχείας ή βασκανίας. Η πρακτική εξαρτιόταν αποκλειστικά από την κρίση του εκάστοτε δικαστή, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που ο νόμος καθόριζε με σαφήνεια τον τρόπο θανάτωσης. Παράλληλα η Ιουστινιάνεια νομοθεσία περιορίζει το δικαίωμα χρήσης του ασύλου της εκκλησίας, στους αθώους, τους οφειλέτες των ιδιωτών και τους κακοποιημένους δούλους.
Η νομική μεταρρύθμιση των Ισαύρων περιόρισε κατά πολύ την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Μέσα στο νομοθετικό έργο της Εκλογής καθορίζονται με εξαιρετική ακρίβεια τα είδη ποινών, που προβλέπονται για κάθε πράξη. Έτσι η ποινή του θανάτου αντικαθίσταται σταδιακά με άλλες ποινές. Θάνατος στην πυρά επιβάλλεται πλέον μόνο στις περιπτώσεις εμπρησμού εκ προθέσεως, ή απαγχονισμός (φούρκα) στις περιπτώσεις ληστείας μετά φόνου. Ποινή θανάτου επιβάλλεται επίσης στις περιπτώσεις ομοφυλοφιλίας και αιμομιξίας. Η Μακεδονική δυναστεία υιοθέτησε το ήδη υπάρχον ποινικό σύστημα των Ισαύρων χωρίς ιδιαίτερες τροποποιήσεις. Παρότι όμως φαίνεται ότι η ποινή του θανάτου επιβαλλόταν με φειδώ, κάτω από το πρίσμα της χριστιανικής ηθικής, υπάρχουν παραδείγματα εκκλησιαστικών λειτουργούν που συμμετείχαν ενεργά σε τέτοιες αποφάσεις.
Σωματικές ποινές
Ο ακρωτηριασμός συναντάται συχνά ως ποινή, για πολύ διαφορετικές κατηγορίες εγκλημάτων. Φαίνεται ότι η βαρβαρότητα του εθίμου αυτού, ιδιαίτερα μετά τον 7ο αιώνα έχει τις ρίζες της στις αραβικές πρακτικές. Αυτό δεν συμβιβάζεται όμως με το γεγονός ότι ακρωτηριασμοί γίνονταν και από παλαιότερα χρόνια, πολύ πριν την εμφάνιση των αραβικών πληθυσμών στη Μεσόγειο, αφού αναφέρονται συχνά και στις Νεαρές του Ιουστινιανού. Η ποινή έχει πιθανόν της ρίζες της στη λαϊκή αντίληψη ότι ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί χάνοντας το μέλος εκείνο που διέπραξε το αδίκημα και λειτούργησε σαν μέτρο πρόληψης και παραδειγματισμού, καθώς επίσης και μείωσης της επικινδυνότητας του ίδιου του δράστη.
Για εγκλήματα κατά της περιουσίας, παραχάραξη και θανατηφόρους τραυματισμούς συνηθιζόταν το κόψιμο του χεριού, στους ένοχους ψευδορκίας κόβανε τη γλώσσα. Η τύφλωση προβλεπόταν σε περιπτώσεις ιεροσυλίας, αλλά συνηθιζόταν και για πολιτικούς λόγους, καθώς καθιστούσε τον τιμωρούμενο αδύναμο για κάθε μορφής δραστηριότητα. Η ποινή της τύφλωση επιβλήθηκε στον Ρωμανό Δ΄ από τον Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Τα γενετήσια εγκλήματα τιμωρούνταν με ρινότμηση, που στόχευε στην παραμόρφωση του εγκληματία κατά των ηθών, ώστε να μη του είναι εύκολη η επανάληψη παρόμοιας πράξης, λόγω της αποτρόπαιας όψης του, διευκόλυνε επίσης στην ενιαία μεταχείριση ανδρών και γυναικών, αφού στην περίπτωση του γυναικείου φύλου ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων ήταν αδύνατος. Αποκοπή γεννητικού οργάνου προβλεπόταν μόνο σε περιπτώσεις κτηνοβασίας.
Την εποχή των Μακεδόνων φαίνεται ότι η ποινή του ακρωτηριασμού περιορίζεται σε σχέση με τις διατάξεις της Εκλογής, παρόλο που από άλλες πηγές πληροφορούμαστε για ιδιαίτερα εκτεταμένη χρήση αυτών των ποινών στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Το μαστίγωμα ή ο ραβδισμός αναφέρονται σε εγχειρίδια του 8ου-10ου αιώνα σαν παρεπόμενες ποινές της εξορίας ή του ακρωτηριασμού. Ήταν ποινές ιδιαίτερα διαδεδομένες στους ρωμαϊκούς χρόνους για τους δούλους ή για τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπήρχε τέτοιος διαχωρισμός κοινωνικής θέσης για την επιβολή της συγκεκριμένης ποινής. Πολλές φορές ο νομοθέτης καθόριζε επακριβώς τον αριθμό των ραβδισμών. Στις περιπτώσεις μοιχείας, αν ο μοιχός ήταν παντρεμένος τιμωρούταν με δώδεκα ραβδισμούς, ενώ αν ήταν ανύπανδρος με έξι. Επιβαλλόταν ως αυτοτελής ποινή σε περιπτώσεις μοιχείας, φορολογικής απάτης και εγκλήματα εσχάτης προδοσίας.
Το κούρεμα αποτελούσε και αυτό παρεπόμενη ποινή της εξορίας ή του σωματικού κολασμού Πολλές φορές όμως επιβαλλόταν και σαν αυτοτελής ποινή. Σκοπός του η ηθική μείωση του τιμωρούμενου, σε αντιστοιχία με το κούρεμα των μοναχών που δήλωνε ταπείνωση και υποταγή.
Διδασκαλία του δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Πόλης (Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Εξορία – χρηματικές ποινές
Η εξορία ήταν αυτοτελής ποινή και επιβαλλόταν στις περιπτώσεις ακούσιας ανθρωποκτονίας, άμβλωσης και κερδοσκοπίας σε βάρος αφελών. Μπορούσε να έχει καθορισμένη διάρκεια ή να είναι ισόβια και πολλές φορές συνοδευόταν από ποινές σωματικού κολασμού ή καταναγκαστικών έργων.
Επί ρωμαϊκών χρόνων η εξορία συνοδευόταν από τη δήμευση της περιουσίας του τιμωρούμενου και την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη. Η Ιουστινιάνεια νομοθεσία όμως ξεχώρισε κάθε μία από τις ποινές αυτές σαν αυτοτελή. Η νομοθεσία των Ισαύρων προέβλεπε με ακρίβεια και σαφήνεια τις παρεπόμενες ποινές. Συγκεκριμένα η επιβολή εξορίας σε συνδυασμό με δήμευση περιουσίας επιβαλλόταν πλέον μόνο σε κερδοσκόπους ψευδομάντεις. Ο τόπος και ο χρόνος της τιμωρίας, καθώς και οι συνοδευτικές ποινές καθορίζονταν αποκλειστικά από τον δικαστή.
Η ποινή της δήμευσης της περιουσίας είχε ουσιαστική εφαρμογή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, πράγμα που μας κάνει να εντοπίσουμε μια διαφοροποίηση στην απονομή δικαιοσύνης βάσει της κοινωνικής θέσης. Η νομοθεσία των Ισαύρων καθόριζε επίσης ποινή χρηματικής αποζημίωσης, που καταβαλλόταν από το δράστη στο θύμα πέρα από την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς. Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση που ο δράστης δεν μπορούσε να επανορθώσει τη βλάβη, αυξανόταν ανάλογα η επιβαλλομένη χρηματική ποινή, π.χ. σε περιπτώσεις αποπλάνησης άγαμων κοριτσιών.
Ποινές στέρησης της ελευθερίας
Η φυλάκιση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους δεν έχει την έννοια της τιμωρίας όπως σήμερα. Στις φυλακές παρέμεναν μόνο οι υπόδικοι, οι καταδικασμένοι σε θάνατο μέχρι να εκτελεστεί ποινή τους και οι οφειλέτες του Δημοσίου. Πολλές φορές βέβαια η κράτηση αυτή παρατεινόταν για αόριστο χρονικό διάστημα μέχρι τον καθορισμό της δίκης. Κατά τους ύστερους χρόνους η ποινή επεκτείνεται, ίσως λόγω της εδαφικής συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας και της έλλειψης τόπων εξορίας, καθώς και της απάλειψης της θανατικής ποινής για σοβαρά εγκλήματα.
Υ ποκατάστατο της φυλάκισης θεωρούταν ο εγκλεισμός του τιμωρημένου σε μοναστήρια, όπου υλοποιείται η έννοια της τιμωρίας με σκοπό τη μετάνοια και τη βελτίωσή του. Καθορίζεται παράλληλα ο στενός σύνδεσμος λαϊκής και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Πολλές φορές μέρος της περιουσίας του ενόχου παραχωρούταν στις μονές με συνέπεια την οικονομική ενίσχυσή τους. Επί Ιουστινιανού η ποινή επιβαλλόταν για γενετήσια εγκλήματα ή εγκλήματα γάμου. Επίσης αποτελούσε συνήθη πρακτική για κληρικούς και μοναχούς που παραβίαζαν το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ήταν συνάμα τόπος ασφαλής για τις γυναίκες έγκλειστες, αφού δεν κινδύνευαν από σωματική κακοποίηση.
Η στάση του Λέοντος Γ' απέναντι στην εκκλησία συνέβαλε στο να θεωρηθεί ο εγκλεισμός σε μοναστήρια ως αυτοτελής ποινή και να μη συνοδεύεται από παραχώρηση, σε αυτά, περιουσιακών στοιχείων του ενόχου. Κατά τη μέση περίοδο η ποινή παρουσιάζει κάμψη αλλά δεν εγκαταλείπεται. Πολλές φορές δε χρησιμοποιείται και ως μέσον απαλλαγής του αυτοκράτορα από τους πολιτικούς του αντιπάλους, κυρίως με την κατηγορία συνομωσίας κατά του θρόνου. Τα Πριγκηπόνησα ήταν ο συνήθης τόπος περιορισμού εκθρονισμένων αυτοκρατόρων ή πριγκήπων με βασιλικό αίμα. Σε αυτό συμβάλει σημαντικά η απαγόρευση της αποβολής του μοναχικού σχήματος, που καθιστούσε τον περιορισμό ισόβιο.
Με ποινή εξανδραποδισμού τιμωρούνταν οι λιποτάκτες που επέστρεφαν οικειοθελώς ή όσοι προμήθευαν τον εχθρό με απαγορευμένα είδη, καθόσον αυτά θεωρούνταν εγκλήματα κατά της πολιτείας.
Συμπεράσματα
Ο βυζαντινός ποινικός κώδικας φαίνεται να είναι επιεικέστερος από τον προγενέστερο ρωμαϊκό, λόγω της επιρροής της χριστιανικής διδασκαλίας. Η τιμωρία γίνεται έτσι μέσο σωφρονισμού του ενόχου, αλλά και παραδειγματισμού των υπολοίπων. Η ποινή του θανάτου αντικαθίσταται πολλές φορές με ελαφρότερες ποινές, όπως ο ακρωτηριασμός. Για ελαφρότερα εγκλήματα επιβάλλεται ένα πλήθος άλλων ποινών όπως ο σωματικός κολασμός, το κούρεμα, ο εξανδραποδισμός, η δήμευση της περιουσίας, τα χρηματικά πρόστιμα, η εξορία και ο εγκλεισμός σε μοναστήρια. Οι δύο τελευταίες ποινές χρησιμοποιήθηκαν συχνότατα για την εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων του αυτοκράτορα.
Η υποδειγματική οργάνωση του βυζαντινού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, λειτούργησε αποτελεσματικά μέχρι και το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει, μέσα σ' αυτό το απολυταρχικό καθεστώς, είναι η προσπάθεια που καταβάλεται – χωρίς πάντοτε επιτυχία – να απονέμεται δικαιοσύνη ισότιμα σε όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως.
Βιβλιογραφία
1) Guillou Α., Ο Βυζαντινός πολιτισμός, μετάφραση Paolo Odorico – Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
2) Kazhdan A.P. / Epstein Ann Wharton, Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, μετάφραση Ανδρέας Παππάς, Αθήνα 1997, εκδόσεις ΜΙΕΤ.
3) Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εισαγωγή -μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, εκδόσεις Κανάκη.
4) Παπαγιάννη Ελευθερία, Νομολογία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τόμος ΙΙ, Οικογενειακό δίκαιο, Αθήνα 1992, εκδόσεις Σάκουλα.
5) Παπαδόπουλος Στυλ.., Μέγας Βασίλειος Βίος και Θεολογία, Αθήνα 1981
6) Πέννα Β., Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών, στο Ευθυμιάδης Σ. κ.ά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις ΕΑΠ
7) Τρωϊάνος Σπ., Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Αθήνα 2001, εκδόσεις Ιδρύματος Γουλανδρή Χορν
8) www.geocities.com/porta-aurea/runciman.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου