Από το βιβλίο <<βυζαντινοί αυτοκράτορες >>
του ΗΛΙΑ ΛΑΣΚΑΡΗ
Πρώτη επιδρομή των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης (860 μ.Χ.)
Ένα πολύ σημαντικό γεγονός των χρόνων αυτών ήταν η πρώτη επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι ήταν λαός Σκανδιναυβικής καταγωγής οι οποίοι έδωσαν όχι μόνο το όνομα αλλά και την κρατική οργάνωση στα φύλα του ανατολικού κλάδου, τους Δρεγοβίτσους, τους Κριβίτσους και τους Ραδιμίτσους, τους οποίους υπέταξαν. Με τα μονόξυλά τους διέπλευσαν το Δνείστερο έφτασαν στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου και από εκεί προσέβαλαν τα βόρεια ελληνικά παράλια της Μικρός Ασίας όπου επεδίδονταν σε αρπαγέςς και λεηλασίες.
Η πρώτη επαφή μεταξύ βυζαντινών και Ρώσων, χρονολογείται το 839 μ.Χ., όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη Ρώσοι απεσταλμένοι με σκοπό τη σύναψη φιλίας. Είκοσι χρόνια αργότερα στις 18 Ιουνίου του 860 μ.Χ. δώδεκα χιλιάδες Ρώσοι με 200 μονόξυλά διέπλευσαν το Βόσπορο και επιτέθηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης προκαλώντας φόβο και τρόμο στον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος για πρώτη φορά τους έβλεπε. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ μαζί με τον καίσαρα Βάρδα έλειπαν από την πρωτεύουσα. Τότε ο μέγας πατριάρχης Φώτιος, όπως άλλοτε ο Σέργιος πρωτοστάτησε στην άμυνα της πρωτεύουσας βοηθώντας τον αυτοκράτορα ο οποίος εν τω μεταξύ επέστρεψε στην Πόλη. Έγραψε μάλιστα ο σοφός Πατριάρχης και δυο επιστολές «Εις την έφοδον των Ρως» στις οποίες μας δίνει μια ζωηρή εικόνα του παγερού φόβου που ένιωσαν οι Βυζαντινοί, όταν αντίκρισαν τους άγριους και φοβερούς Ρώσους και εκφράζεται η ελπίδα ότι «η Μήτηρ του Λόγου» θα σώσει την Πόλη. Η απροσδόκητη επιστροφή του στρατού στην Κωνσταντινούπολη ανάγκασε προφανώς τους Ρώσους να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να φύγουν.
Η πρώτη επαφή μεταξύ βυζαντινών και Ρώσων, χρονολογείται το 839 μ.Χ., όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη Ρώσοι απεσταλμένοι με σκοπό τη σύναψη φιλίας. Είκοσι χρόνια αργότερα στις 18 Ιουνίου του 860 μ.Χ. δώδεκα χιλιάδες Ρώσοι με 200 μονόξυλά διέπλευσαν το Βόσπορο και επιτέθηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης προκαλώντας φόβο και τρόμο στον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος για πρώτη φορά τους έβλεπε. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ μαζί με τον καίσαρα Βάρδα έλειπαν από την πρωτεύουσα. Τότε ο μέγας πατριάρχης Φώτιος, όπως άλλοτε ο Σέργιος πρωτοστάτησε στην άμυνα της πρωτεύουσας βοηθώντας τον αυτοκράτορα ο οποίος εν τω μεταξύ επέστρεψε στην Πόλη. Έγραψε μάλιστα ο σοφός Πατριάρχης και δυο επιστολές «Εις την έφοδον των Ρως» στις οποίες μας δίνει μια ζωηρή εικόνα του παγερού φόβου που ένιωσαν οι Βυζαντινοί, όταν αντίκρισαν τους άγριους και φοβερούς Ρώσους και εκφράζεται η ελπίδα ότι «η Μήτηρ του Λόγου» θα σώσει την Πόλη. Η απροσδόκητη επιστροφή του στρατού στην Κωνσταντινούπολη ανάγκασε προφανώς τους Ρώσους να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να φύγουν.
Ο Πατριάρχης Φώτιος (3ος αριστερά) συζητά με τους μαθητές του (Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Φώτιος. Το πρώτο σχίσμα των Εκκλησιών
Κατά την εποχή αυτή, όπως ήδη τονίσαμε κυριαρχεί ο Φώτιος, η μεγαλύτερη φυσιογνωμία που ανέβηκε ποτέ στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Πνεύμα εξαιρετικά δυνατό, έξοχος πολιτικός και εύστροφος διπλωμάτης. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στα 820 μ.Χ.. Καταγόταν από ευγενή και εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν σπαθάριος, δηλαδή μέλος της αυτοκρατορικής φρουράς. Ο Φώτιος ήταν προικισμένος με σπάνια χαρίσματα της φύσεως, έκανε λαμπρές σπουδές και στην κοσμική (Θύραθεν) και στη Χριστιανική γραμματεία και αναδείχτηκε διαπρεπέστατος διδάσκαλος της Θεολογίας, της Φιλολογίας και της Φιλοσοφίας και μάλιστα της Αριστοτελικής, όπως μας βεβαιώνει ο Β. Τατάκης στη «Βυζαντινή Φιλοσοφία» του. Οι γνώσεις του όμως δεν περιορίζονταν σ' αυτές τις επιστήμες, αλλά επεξετείνονταν και στη νομική, στις φυσικές επιστήμες και στην ιατρική. Ακόμα και με την ποίηση ασχολήθηκε και «ανεδείχθη εις εκ των ουχί αδόκιμων ποιητών του αιώνος του». Ο Φώτιος ως συγγραφέας, όπως και ως άνθρωπος και Πατριάρχης υπήρξε πραγματικά μέγας, γιατί είναι αυτός που ανοίγει μια νέα εποχή διαφωτισμού, με τη μελέτη της κλασσικής ελληνικής φιλολογίας, με το γεγονός ότι διέσωσε το περιεχόμενο διαφόρων χειρογράφων, που δεν έφτασαν ως εμάς, και με την εξαιρετική φιλολογική δεινότητα που διέθετε, με ευστοχία παρατηρεί ο Καθηγητής Τωμαδάκης ότι τη φιλολογική του δόξα την οφείλει ο Φώτιος περισσότερο στην κοσμική του παιδεία παρά στην Θεολογική του μόρφωση.
Τα έργα του Φωτίου είναι:
Α) Ποιητικά: α) Λειτουργική ποίηση β) Ύμνοι γ) Επιγράμματα. Β) Ρητορικά: α) 19 Ομιλίες β) 260 επιστολές ρητορικού χαρακτήρα και μερικές ιστορικού. Γ) Φιλολογικά έργα: α) Λέξεων Συναγωγή β) Βιβλιοθήκη η Μυριόβιβλος, το σημαντικότερο έργο του Φωτίου. Κατά τον Krumbaczer είναι το σπουδαιότερο φιλολογικό έργο του Μεσαίωνα. Στη Μυριόβιβλο του ο Φώτιος δίνει αποσπάσπατα από 281 έργα πεζών συγγραφέων του αρχαίου, του ελληνιστικού και του Χριστιανικού κόσμου, τα οποία συνοδεύει με δικές του κριτικές παρατηρήσεις. Στα αποσπάσματα προτάσεις εισαγωγή και σε μερικά σύντομο βιβλιογραφικό σημείωμα. Η αξία αυτού του έργου είναι μεγάλη, γιατί έχει διασώσει αποσπάσματα συγγραμμάτων που έχουν χαθεί και για τα οποία δεν έχομε από πουθενά αλλού πληροφορίες, γ) Επιτομή εκ των Εκκλησιαστικών ιστοριών Φιλοστοργίου. Δ) Θεολογικά έργα: α) Δογματικά β) Εμηνευτικά γ) Παραινετικά και δ) Αμφιλοχία. Ε) Νομοκανικά.
Από το έτος 847 μ.Χ. ήταν Πατριάρχης ο Ιγνάτιος, γιος του Μιχαήλ Ραγκαβές, άνθρωπος ευσεβής και συντηρητικός. Ο Ιγνάτιος έρχεται σε αντίθεση με τον πανίσχυρο Βάρδα (858 μ.Χ.) στον οποίο αρνείται τη θεία μετάληψη εξαιτίας της ανηθικότητάς του (συζούσε με την νύφη του, τη γυναίκα του γιου του). Ο Βάρδας οργισμένος απομακρύνει από το θρόνο τον Ιγνάτιο και τον εξορίζει (23 Νοεμβρίου 858 μ.Χ.) στη νήσο Τερέβινθο της Προποντίδας και έπειτα στη Μυτιλήνη. Έπειτα καλεί τον «πρωτοασηκρητί» του Παλατιού Φώτιο να καταλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο, αλλά αυτός αρνείται επιμόνως. Τελικά υποχωρεί και μέσα σε 6 μέρες διανύει όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης: 20 Δεκεμβρίου εκάρη μοναχός, στις 21 χειροτονήθηκε αναγνώστης, στις 22 χειροτονήθηκε υποδιάκονος, στις 23 διάκονος, στις 24 πρεσβύτερος και στις 25 (ημέρα των Χριστουγέννων του 858) χειροτονήθηκε επίσκοπος και κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο μετά την ανάρρηση του Φωτίου οι πιο ένθερμοι οπαδοί του Ιγνάτιου «εκήρυξαν τον πόλεμο» κατ του νέου Πατριάρχη. Τότε η Εκκλησία χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους οπαδούς του Φωτίου και στους οπαδούς του Ιγνατίου. Οι Ιγνατιανοί κατηγορούσαν τον Φώτιο για την αντικανονική εκλογή του. Την εκλογή του Φωτίου αναγνώρισε η λεγόμενη «πρωτοδευτέρα» Σύνοδος του 861 μ.Χ. στην οποία πήραν μέρος και παπικοί αντιπρόσωποι. Η Σύνοδος αυτή καταδίκασε τον Ιγνάτιο. Οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές και από τους παπικούς αντιπροσώπους οι οποίοι υποχώρησαν μπροστά στην «υπέρμετρη διπλωματική δεξιοτεχνία του Φωτίου» (Ostrogorsky). Όμως ο Πάπας Νικόλαος ο Α' παράτολμος και δραστήριος πολιτικός δεν δέχτηκε τις αποφάσεις της Συνόδου του 861, αποκήρυξε τους απεσταλμένους του και συγκάλεσε μια Σύνοδο στο Λατερανό, η οποία αθώωνε τον Ιγνάτιο, καταδίκαζε τον Φώτιο και ζητούσε την απομάκρυνση του Φωτίου (863 μ.Χ.). Δημιουργήθηκε τότε ψυχρότητα στις σχέσεις Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, που έγινε πιο έντονη και οδήγησε σε ρήξη επειδή η Ρώμη αναμείχτηκε στα βουλγαρικά εκκλησιαστικά πράγματα. Ο ηγεμόνας των Βουγλάρων Βόγορης βαφτίστηκε Χριστιανός (το 864 μ.Χ.) από ιεραποστόλους του Φωτίου και ονομάστηκε Μιχαήλ. Ανάδοχος του έγινε ο ίδιος, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' ο οποίος έστειλε εκπρόσωπο του στη βάφτιση.
Ύστερα από λίγο όμως ο Βόγορης επειδή ήθελε να απαλλαγεί από την επιρροή του Βυζαντίου, ζήτησε από τον Πάπα επισκόπους για να δώσουν «εκκλησιαστική κατεύθυνση». Οι παπικοί απεσταλμένοι εισήγαγαν (για μικρό βέβαια διάστημα) τη λατινική γλώσσα στη λειτουργία και γενικά προσπάθησαν να επιβάλλουν την παπική εξουσία σε όλη τη Βουλγαρία. Η ανάμειξη αυτή του πάπα περιέπληξε ακόμα περισσότερο τις μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης σχέσεις. Ο φιλόδοξος Πάπας Νικόλαος Α' προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του δινόταν για να αποκαταστήσει την δικαιοδοσία της δυτικής εκκλησίας στις περιοχές που οι βυζαντινοί αυτοκράτορες (κυρίως ο Λέων Γ') παλαιότερα είχαν αποσπάσει από την εκκλησία της Ρώμης και είχαν υπαγάγει στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ζητούσε με λίγα λόγια ολόκληρη την Βαλκανική Χερσόνησο (το Ιλλυρικό όπως λεγόταν τότε).
Ο Φώτιος ο οποίος μέχρι τότε (άνοιξη του 867 μ.Χ.) είχε αντιμετωπίσει τα γεγονότα με μετριοπάθεια, τώρα εξοργίστηκε και αναγκάστηκε να πάρει δραστικά μέτρα. Συνεκάλεσε τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη στην οποία καταδίκασε τις αντικανονικές ενέργειες του παπικού κλήρου και προπάντων το περίφημο δόγμα του «fllioque = και εκ του υιού» (άνοιξη του 867), αναθεμάτισε τον Πάπα Νικόλαο και απέκρουσε κάθε επέμβαση της Ρώμης στα πράγματα της Ανατολικής Εκκλησίας. Συγχρόνως συνέταξε και εξαπέστειλε στα τρία πατριαρχεία της Ανατολής την περίφημη εγκύκλιο επιστολή του. Σ' αυτήν αναπτύσσει τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, στο τελετουργικό μέρος και στο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος (το filioque). Καταγγέλλει ακόμη τις αξιώσεις του πάπα στο Ιλλυρικό, δηλαδή σε περιοχές του βυζαντινού κράτους και τις επεμβάσεις του στη Βουλγαρία, που είχε εκχριστιανιστεί με Ορθόδοξους ιεραποστόλους, και τέλος καλεί τους πατριάρχες σε γενική σύνοδο που θα λύσει οριστικά το ζήτημα.
Η εγκύκλιος επιστολή του Φωτίου υπήρξε το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας της ελληνικής εκκλησίας από τη Ρώμη. Εδώ αξίζει να δώσουμε το λόγο σε έναν ξένο ο οποίος επιγραμματικά τονίζει ακριβώς την εθνική πλευρά του ζητήματος: «Ο Φώτιος ηγέρθη με σθένος υπέρμαχος του Ελληνικού έθνους και της πνευματικής αυτού ελευθερίας απέναντι των αξιώσεων της Ρώμης». Αυτή είναι η κοσμοϊστορική σημασία της εγκυκλίου επιστολής του έτους 867. Προ πολλού το Έθνος είχε απελευθερωθεί πολιτικώς από τη Ρώμη, ήδη απελευθερώνεται και εκκλησιαστικώς. Αυτή υπήρξε η αλησμόνητος υπηρεσία του μεγάλου Φωτίου (Η. Gelzer). Η σύνοδος για την οποία μιλάει ο Φώτιος στην εγκύκλιο επιστολή του συνεκλήθη το θέρος του 867 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη υπό την προεδρία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', κατεδίκασε τις αιρετικές ενέργειες της λατινικής εκκλησίας και αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο Α, ενώ εκείνος πάλι με τοπική σύνοδο καθαίρεσε τον Φώτιο. Έτσι το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών είχε συντελεστεί.
Τα έργα του Φωτίου είναι:
Α) Ποιητικά: α) Λειτουργική ποίηση β) Ύμνοι γ) Επιγράμματα. Β) Ρητορικά: α) 19 Ομιλίες β) 260 επιστολές ρητορικού χαρακτήρα και μερικές ιστορικού. Γ) Φιλολογικά έργα: α) Λέξεων Συναγωγή β) Βιβλιοθήκη η Μυριόβιβλος, το σημαντικότερο έργο του Φωτίου. Κατά τον Krumbaczer είναι το σπουδαιότερο φιλολογικό έργο του Μεσαίωνα. Στη Μυριόβιβλο του ο Φώτιος δίνει αποσπάσπατα από 281 έργα πεζών συγγραφέων του αρχαίου, του ελληνιστικού και του Χριστιανικού κόσμου, τα οποία συνοδεύει με δικές του κριτικές παρατηρήσεις. Στα αποσπάσματα προτάσεις εισαγωγή και σε μερικά σύντομο βιβλιογραφικό σημείωμα. Η αξία αυτού του έργου είναι μεγάλη, γιατί έχει διασώσει αποσπάσματα συγγραμμάτων που έχουν χαθεί και για τα οποία δεν έχομε από πουθενά αλλού πληροφορίες, γ) Επιτομή εκ των Εκκλησιαστικών ιστοριών Φιλοστοργίου. Δ) Θεολογικά έργα: α) Δογματικά β) Εμηνευτικά γ) Παραινετικά και δ) Αμφιλοχία. Ε) Νομοκανικά.
Από το έτος 847 μ.Χ. ήταν Πατριάρχης ο Ιγνάτιος, γιος του Μιχαήλ Ραγκαβές, άνθρωπος ευσεβής και συντηρητικός. Ο Ιγνάτιος έρχεται σε αντίθεση με τον πανίσχυρο Βάρδα (858 μ.Χ.) στον οποίο αρνείται τη θεία μετάληψη εξαιτίας της ανηθικότητάς του (συζούσε με την νύφη του, τη γυναίκα του γιου του). Ο Βάρδας οργισμένος απομακρύνει από το θρόνο τον Ιγνάτιο και τον εξορίζει (23 Νοεμβρίου 858 μ.Χ.) στη νήσο Τερέβινθο της Προποντίδας και έπειτα στη Μυτιλήνη. Έπειτα καλεί τον «πρωτοασηκρητί» του Παλατιού Φώτιο να καταλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο, αλλά αυτός αρνείται επιμόνως. Τελικά υποχωρεί και μέσα σε 6 μέρες διανύει όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης: 20 Δεκεμβρίου εκάρη μοναχός, στις 21 χειροτονήθηκε αναγνώστης, στις 22 χειροτονήθηκε υποδιάκονος, στις 23 διάκονος, στις 24 πρεσβύτερος και στις 25 (ημέρα των Χριστουγέννων του 858) χειροτονήθηκε επίσκοπος και κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο μετά την ανάρρηση του Φωτίου οι πιο ένθερμοι οπαδοί του Ιγνάτιου «εκήρυξαν τον πόλεμο» κατ του νέου Πατριάρχη. Τότε η Εκκλησία χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους οπαδούς του Φωτίου και στους οπαδούς του Ιγνατίου. Οι Ιγνατιανοί κατηγορούσαν τον Φώτιο για την αντικανονική εκλογή του. Την εκλογή του Φωτίου αναγνώρισε η λεγόμενη «πρωτοδευτέρα» Σύνοδος του 861 μ.Χ. στην οποία πήραν μέρος και παπικοί αντιπρόσωποι. Η Σύνοδος αυτή καταδίκασε τον Ιγνάτιο. Οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές και από τους παπικούς αντιπροσώπους οι οποίοι υποχώρησαν μπροστά στην «υπέρμετρη διπλωματική δεξιοτεχνία του Φωτίου» (Ostrogorsky). Όμως ο Πάπας Νικόλαος ο Α' παράτολμος και δραστήριος πολιτικός δεν δέχτηκε τις αποφάσεις της Συνόδου του 861, αποκήρυξε τους απεσταλμένους του και συγκάλεσε μια Σύνοδο στο Λατερανό, η οποία αθώωνε τον Ιγνάτιο, καταδίκαζε τον Φώτιο και ζητούσε την απομάκρυνση του Φωτίου (863 μ.Χ.). Δημιουργήθηκε τότε ψυχρότητα στις σχέσεις Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, που έγινε πιο έντονη και οδήγησε σε ρήξη επειδή η Ρώμη αναμείχτηκε στα βουλγαρικά εκκλησιαστικά πράγματα. Ο ηγεμόνας των Βουγλάρων Βόγορης βαφτίστηκε Χριστιανός (το 864 μ.Χ.) από ιεραποστόλους του Φωτίου και ονομάστηκε Μιχαήλ. Ανάδοχος του έγινε ο ίδιος, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' ο οποίος έστειλε εκπρόσωπο του στη βάφτιση.
Ύστερα από λίγο όμως ο Βόγορης επειδή ήθελε να απαλλαγεί από την επιρροή του Βυζαντίου, ζήτησε από τον Πάπα επισκόπους για να δώσουν «εκκλησιαστική κατεύθυνση». Οι παπικοί απεσταλμένοι εισήγαγαν (για μικρό βέβαια διάστημα) τη λατινική γλώσσα στη λειτουργία και γενικά προσπάθησαν να επιβάλλουν την παπική εξουσία σε όλη τη Βουλγαρία. Η ανάμειξη αυτή του πάπα περιέπληξε ακόμα περισσότερο τις μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης σχέσεις. Ο φιλόδοξος Πάπας Νικόλαος Α' προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του δινόταν για να αποκαταστήσει την δικαιοδοσία της δυτικής εκκλησίας στις περιοχές που οι βυζαντινοί αυτοκράτορες (κυρίως ο Λέων Γ') παλαιότερα είχαν αποσπάσει από την εκκλησία της Ρώμης και είχαν υπαγάγει στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ζητούσε με λίγα λόγια ολόκληρη την Βαλκανική Χερσόνησο (το Ιλλυρικό όπως λεγόταν τότε).
Ο Φώτιος ο οποίος μέχρι τότε (άνοιξη του 867 μ.Χ.) είχε αντιμετωπίσει τα γεγονότα με μετριοπάθεια, τώρα εξοργίστηκε και αναγκάστηκε να πάρει δραστικά μέτρα. Συνεκάλεσε τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη στην οποία καταδίκασε τις αντικανονικές ενέργειες του παπικού κλήρου και προπάντων το περίφημο δόγμα του «fllioque = και εκ του υιού» (άνοιξη του 867), αναθεμάτισε τον Πάπα Νικόλαο και απέκρουσε κάθε επέμβαση της Ρώμης στα πράγματα της Ανατολικής Εκκλησίας. Συγχρόνως συνέταξε και εξαπέστειλε στα τρία πατριαρχεία της Ανατολής την περίφημη εγκύκλιο επιστολή του. Σ' αυτήν αναπτύσσει τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, στο τελετουργικό μέρος και στο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος (το filioque). Καταγγέλλει ακόμη τις αξιώσεις του πάπα στο Ιλλυρικό, δηλαδή σε περιοχές του βυζαντινού κράτους και τις επεμβάσεις του στη Βουλγαρία, που είχε εκχριστιανιστεί με Ορθόδοξους ιεραποστόλους, και τέλος καλεί τους πατριάρχες σε γενική σύνοδο που θα λύσει οριστικά το ζήτημα.
Η εγκύκλιος επιστολή του Φωτίου υπήρξε το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας της ελληνικής εκκλησίας από τη Ρώμη. Εδώ αξίζει να δώσουμε το λόγο σε έναν ξένο ο οποίος επιγραμματικά τονίζει ακριβώς την εθνική πλευρά του ζητήματος: «Ο Φώτιος ηγέρθη με σθένος υπέρμαχος του Ελληνικού έθνους και της πνευματικής αυτού ελευθερίας απέναντι των αξιώσεων της Ρώμης». Αυτή είναι η κοσμοϊστορική σημασία της εγκυκλίου επιστολής του έτους 867. Προ πολλού το Έθνος είχε απελευθερωθεί πολιτικώς από τη Ρώμη, ήδη απελευθερώνεται και εκκλησιαστικώς. Αυτή υπήρξε η αλησμόνητος υπηρεσία του μεγάλου Φωτίου (Η. Gelzer). Η σύνοδος για την οποία μιλάει ο Φώτιος στην εγκύκλιο επιστολή του συνεκλήθη το θέρος του 867 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη υπό την προεδρία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', κατεδίκασε τις αιρετικές ενέργειες της λατινικής εκκλησίας και αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο Α, ενώ εκείνος πάλι με τοπική σύνοδο καθαίρεσε τον Φώτιο. Έτσι το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών είχε συντελεστεί.
Κύριλλος και Μεθόδιος
Εκχριστιανισμός των Σλάβων της Μοραβίας (σήμερα Τσεχοσλοβακία και Ουγγαρία)
Η ρωσική επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης το 860 μ.Χ. έδωσε την ευκαιρία στους Βυζαντινούς να ανανεώσουν τις σχέσεις τους με τους Χαζάρους Τούρκους της Κριμαίας. Πράγματι, έστειλαν εκεί μια πρεσβεία επικεφαλής της οποίας ήταν οι δύο αδελφοί από τη Θεσσαλονίκη ο Κύριλλος (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνστάντιος) και ο Μεθόδιος. Στους Χαζάρους είχε διαδοθεί τελευταία ο Ιουδαϊσμός και η αποστολή του Κυρίλλου και του Μεθοδίου εκτός από τον πολιτικό είχε και ιεραποστολικό χαρακτήρα, δηλαδή τη διάδοση του Χριστιανισμού. Στην αποστολή αυτή οφείλεται η δημιουργία ακόμα πιο στενών σχέσεων ανάμεσα στους Χαζάρους και στο Βυζάντιο.
Τα δυο αδέλφια, οι μετέπειτα «Απόστολοι των Σλάβων», ήταν Έλληνες από τη Θεσσαλονίκη τέκνα του Λέοντος του δρουγγαρίου. Σπούδασαν στην Κωνσταντινούπολη κοντά στο Λέοντα το Φιλόσοφο ή Μαθηματικό και στον Φώτιο και ενωρίς διακρίθηκαν και κατέλαβαν διάφορες σπουδαίες θέσεις. Ο Μεθόδιος ήταν πιο πρακτικός και είχε διακριθεί ως διοικητής βυζαντινής επαρχίας σε περιοχή που κατοικούσαν Σλάβοι και αργότερα ως ηγούμενος μοναστηρίου στον Βιθυνικό Όλυμπο. Η επαφή του με τους Σλάβους της Σλοβενίας του έδωσε την ευκαιρία να μάθει τη σλοβένικη γλώσσα. Ο Κύριλλος ήταν πραγματικά σοφός, άξιος μαθητής του μεγάλου Φωτίου, σπάνιο φιλολογικό ταλέντο, νους πολυμερής. Εκλέχτηκε Καθηγητής της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως και λαμπρός κληρικός όπως και ο αδελφός του.
Το 863 ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος στέλνει επιστολή στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' στην οποία μεταξύ των άλλων έγραψε και τα εξής: «Ήλθον προς ημάς πολλοί Χριστιανοί διδάσκαλοι εξ Ιταλίας, εξ Ελλάδος και εκ Γερμανίας, οι οποίοι μας εδίδαξαν διαφόρως. Αλλ' ημείς οι Σλάβοι είμεθα απλούς λαός και ουδένα έχομεν δυνάμενον να κατηχήσει ημάς εις την αλήθειαν και να εξηγήσει εις ημάς, την έννοιαν της Γραφής. Διά τούτο κύριε, απόστειλον προς ημάς τοιούτον άνθρωπον, όστις θα οικοδομήσει ημάς εις πάσαν την αλήθειαν». Το Βυζάντιο ανταποκρίνεται θετικά και σύντομα στην παράκληση του Ρατισλάβου.
Η κοσμοϊστορική αποστολή του εκχριστανισμού των Σλάβων Μοραβών ανατίθεται στον Κύριλλο και στον Μεθόδιο, οι οποίοι μεταβαίνουν στη μακρινή Μοράβια και Παννονία (σημερινή Τσεχοσλοβακία και Ουγγαρία) παίρνοντας μαζί τους σλαβικές μεταφράσεις των Ευαγγελίων διαφόρων λειτουργικών κειμένων και άλλων θρησκευτικών έργων που είχαν μεταφράσει από πριν. Οι μεταφράσεις έγιναν με ένα νέο αλφάβητο, το οποίο είχαν επινοήσει οι δυο αδελφοί, το λεγόμενο ζλαγολιτικκό αλφάβητο, μετασχηματίζοντας την ελληνική μικρογράμματη γραφή της εποχής εκείνης. Το αλφάβητο αυτό αντικαταστάθηκε το δέκατο αιώνα στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο από το Κυρίλλειο αλφάβητο που ήταν βασισμένο στη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή. Οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί τελούσαν τη θεία λειτουργία και κήρυτταν το θείο λόγο στη λατινική γλώσσα, πράγμα πολύ σημαντικό για τον απλό λαό ο οποίος δεν γνώριζε τη λατινική, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί ιεραπόστολοι. Έτσι η επιτυχία του ιεραποστολικού τους έργου ήταν εξασφαλισμένη. Το έργο των δύο Ελλήνων ιεραποστόλων υπήρξε κοσμοϊστορικό όχι μόνο από θρησκευτικής πλευράς αλλά και από πνευματικής και πολιτιστικής, γιατί με τις μεταφράσεις τους οι δύο μεγαλοφυείς Έλληνες δεν διέδωσαν μόνο το Χριστιανισμό αλλά έθεσαν τις βάσεις της σλαβικής φιλολογίας και του σλαβικού πολιτισμού, ο οποίος πήρε πολλά στοιχεία από τον βυζαντινό πολιτισμό. Επίσης οι δύο ιεραπόστολοι μόρφωσαν και πολλούς μαθητές τους, οι οποίοι συνέχισαν το έργο των δασκάλων τους στη Βουλγαρία και στη Σερβία. Το τριετές έργο των δύο αδελφών (864 - 867 μ.Χ.) εκτιμήθηκε και από την παπική Εκκλησία η οποία τους προσκάλεσε στη Ρώμη, όπου τους αποδόθηκαν μεγάλες τιμές από τον Πάπα Αδριανό Β' και το διάδοχο του Νικόλαο Α'. Εκεί υπήρχαν πολλά ελληνικά μοναστήρια σ' ένα από τα οποία διέμειναν οι απόστολοι των Σλάβων. Εκεί πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. ο Κύριλλος. Μετά το θάνατο του Κυρίλλου, ο Μεθόδιος αναγνωρίστηκε από τον Πάπα αρχιεπίσκοπος Παννονίας με έδρα το Σίρμιο, και εκεί εργάστηκε με ζήλο υπέρ του χριστιανισμού μέχρι το θάνατο του (885 μ.Χ.).
Φυσικά, η Εκκλησία της Μοραβίας εξαρτήθηκε από τον Πάπα, γιατί η υποστήριξη των μακρινών εκείνων περιοχών από το Βυζάντιο δεν μπορούσε να είναι αποτελεσματική. Παλιότερα είχε υποστηριχθεί η γνώμη ότι οι δύο Θεσσαλονικείς ιεραπόστολοι δεν ήταν Έλληνες, αλλά Σλάβοι. Νεότερες όμως έρευνες του Dvornik απέδειξαν ότι οι δυο αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος ήταν Έλληνες. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε το σημαντικό έργο των δύο Θεσσαλονικέων αδελφών, θα πρέπει, αν θέλουμε να είμαστε ιστορικά δίκαιοι, να τονίσουμε και τη συμβολή του πατριάρχη Φωτίου και του καίσαρα Βάρδα στον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Τα δυο αδέλφια, οι μετέπειτα «Απόστολοι των Σλάβων», ήταν Έλληνες από τη Θεσσαλονίκη τέκνα του Λέοντος του δρουγγαρίου. Σπούδασαν στην Κωνσταντινούπολη κοντά στο Λέοντα το Φιλόσοφο ή Μαθηματικό και στον Φώτιο και ενωρίς διακρίθηκαν και κατέλαβαν διάφορες σπουδαίες θέσεις. Ο Μεθόδιος ήταν πιο πρακτικός και είχε διακριθεί ως διοικητής βυζαντινής επαρχίας σε περιοχή που κατοικούσαν Σλάβοι και αργότερα ως ηγούμενος μοναστηρίου στον Βιθυνικό Όλυμπο. Η επαφή του με τους Σλάβους της Σλοβενίας του έδωσε την ευκαιρία να μάθει τη σλοβένικη γλώσσα. Ο Κύριλλος ήταν πραγματικά σοφός, άξιος μαθητής του μεγάλου Φωτίου, σπάνιο φιλολογικό ταλέντο, νους πολυμερής. Εκλέχτηκε Καθηγητής της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως και λαμπρός κληρικός όπως και ο αδελφός του.
Το 863 ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος στέλνει επιστολή στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' στην οποία μεταξύ των άλλων έγραψε και τα εξής: «Ήλθον προς ημάς πολλοί Χριστιανοί διδάσκαλοι εξ Ιταλίας, εξ Ελλάδος και εκ Γερμανίας, οι οποίοι μας εδίδαξαν διαφόρως. Αλλ' ημείς οι Σλάβοι είμεθα απλούς λαός και ουδένα έχομεν δυνάμενον να κατηχήσει ημάς εις την αλήθειαν και να εξηγήσει εις ημάς, την έννοιαν της Γραφής. Διά τούτο κύριε, απόστειλον προς ημάς τοιούτον άνθρωπον, όστις θα οικοδομήσει ημάς εις πάσαν την αλήθειαν». Το Βυζάντιο ανταποκρίνεται θετικά και σύντομα στην παράκληση του Ρατισλάβου.
Η κοσμοϊστορική αποστολή του εκχριστανισμού των Σλάβων Μοραβών ανατίθεται στον Κύριλλο και στον Μεθόδιο, οι οποίοι μεταβαίνουν στη μακρινή Μοράβια και Παννονία (σημερινή Τσεχοσλοβακία και Ουγγαρία) παίρνοντας μαζί τους σλαβικές μεταφράσεις των Ευαγγελίων διαφόρων λειτουργικών κειμένων και άλλων θρησκευτικών έργων που είχαν μεταφράσει από πριν. Οι μεταφράσεις έγιναν με ένα νέο αλφάβητο, το οποίο είχαν επινοήσει οι δυο αδελφοί, το λεγόμενο ζλαγολιτικκό αλφάβητο, μετασχηματίζοντας την ελληνική μικρογράμματη γραφή της εποχής εκείνης. Το αλφάβητο αυτό αντικαταστάθηκε το δέκατο αιώνα στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο από το Κυρίλλειο αλφάβητο που ήταν βασισμένο στη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή. Οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί τελούσαν τη θεία λειτουργία και κήρυτταν το θείο λόγο στη λατινική γλώσσα, πράγμα πολύ σημαντικό για τον απλό λαό ο οποίος δεν γνώριζε τη λατινική, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί ιεραπόστολοι. Έτσι η επιτυχία του ιεραποστολικού τους έργου ήταν εξασφαλισμένη. Το έργο των δύο Ελλήνων ιεραποστόλων υπήρξε κοσμοϊστορικό όχι μόνο από θρησκευτικής πλευράς αλλά και από πνευματικής και πολιτιστικής, γιατί με τις μεταφράσεις τους οι δύο μεγαλοφυείς Έλληνες δεν διέδωσαν μόνο το Χριστιανισμό αλλά έθεσαν τις βάσεις της σλαβικής φιλολογίας και του σλαβικού πολιτισμού, ο οποίος πήρε πολλά στοιχεία από τον βυζαντινό πολιτισμό. Επίσης οι δύο ιεραπόστολοι μόρφωσαν και πολλούς μαθητές τους, οι οποίοι συνέχισαν το έργο των δασκάλων τους στη Βουλγαρία και στη Σερβία. Το τριετές έργο των δύο αδελφών (864 - 867 μ.Χ.) εκτιμήθηκε και από την παπική Εκκλησία η οποία τους προσκάλεσε στη Ρώμη, όπου τους αποδόθηκαν μεγάλες τιμές από τον Πάπα Αδριανό Β' και το διάδοχο του Νικόλαο Α'. Εκεί υπήρχαν πολλά ελληνικά μοναστήρια σ' ένα από τα οποία διέμειναν οι απόστολοι των Σλάβων. Εκεί πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. ο Κύριλλος. Μετά το θάνατο του Κυρίλλου, ο Μεθόδιος αναγνωρίστηκε από τον Πάπα αρχιεπίσκοπος Παννονίας με έδρα το Σίρμιο, και εκεί εργάστηκε με ζήλο υπέρ του χριστιανισμού μέχρι το θάνατο του (885 μ.Χ.).
Φυσικά, η Εκκλησία της Μοραβίας εξαρτήθηκε από τον Πάπα, γιατί η υποστήριξη των μακρινών εκείνων περιοχών από το Βυζάντιο δεν μπορούσε να είναι αποτελεσματική. Παλιότερα είχε υποστηριχθεί η γνώμη ότι οι δύο Θεσσαλονικείς ιεραπόστολοι δεν ήταν Έλληνες, αλλά Σλάβοι. Νεότερες όμως έρευνες του Dvornik απέδειξαν ότι οι δυο αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος ήταν Έλληνες. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε το σημαντικό έργο των δύο Θεσσαλονικέων αδελφών, θα πρέπει, αν θέλουμε να είμαστε ιστορικά δίκαιοι, να τονίσουμε και τη συμβολή του πατριάρχη Φωτίου και του καίσαρα Βάρδα στον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Σλαβική πρεσβεία ζητά βοήθεια από τους βυζαντινούς
Εκχριστιανισμός των Βουλγάρων
Ενώ ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος είχε στραφεί στο Βυζάντιο για τον εκχριστιανισμό των υπηκόων του, αντίθετα πονηρός Βούλγαρος ηγεμόνας Βόγορης ή Βόρης έστειλε πρέσβεις στους Φράγκους ζητώντας από αυτούς ιεραποστόλους. Οι Βυζαντινοί δεν ήταν δυνατό να ανεχθούν την πνευματική προσάρτηση της γειτονικής χώρας στο κράτος των Φράγκων και ουσιαστικά στη Ρώμη. Γι' αυτό μετά τη νίκη τους κατά των Αράβων το 863 μ.Χ. ο Μιχαήλ Γ' και ο Βάρδας ετοιμάζονται για πόλεμο κατά των Βουλγάρων από ξηρά και θάλασσα. Τότε ο Βόγορης προτίμησε να αποφύγει τον πόλεμο και ήλθε σε συνεννοήσεις με το Βυζάντιο να δεχθεί το Χριστιανισμό. Πράγματι ο Βόγορης και η αδελφή του βαφτίζονται το 864 μ.Χ. και ο Βόγορης ονομάζεται Μιχαήλ. Ανάδοχος του έγινε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' που έστειλε εκπρόσωπο του στη βάφτιση.
Ύστερα από λίγο ο Βόγορης επειδή δεν είχε μείνει ευχαριστημένος από το Βυζάντιο, ζήτησε από τον πάπα επισκόπους που εισήγαγαν τη λατινική γλώσσα στη λειτουργία και προσπάθησαν να επιβάλουν την παπική κυριαρχία σε όλη τη Βουλγαρία (866 μ.Χ.). Σύντομα όμως οι Βούλγαροι απογοητεύτηκαν από τη Ρώμη και στράφηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη (869 μ.Χ.)• Ο Πατριάρχης Φώτιος τότε προέτρεψε τον Βόγορη-Μιχαήλ να ιδρύσει αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία, εξαρτημένη από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα με τη Ρώμη, που αντιπαθούσε τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα στη λειτουργία, το Βυζάντιο όχι μόνο επέτρεπε, αλλά και διευκόλυνε τους λαούς που προσηλύτιζε να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και στη λειτουργία και στις άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις.
Η ίδρυση της ορθόδοξης Βουλγαρικής Εκκλησίας έδωσε την αφορμή να διεισδύσουν στη Βουλγαρία άφθονα στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια των επομένων ετών η Βουλγαρική Εκκλησία βρήκε το δρόμο της με το να γίνει σλαβονική εκκλησία δηλαδή με το να ολοκληρώσει τη διαδικασία του εκσλαβισμού της και συνάμα την πολιτική και φυλετική ενοποίηση του νέου αυτού κράτους. Ο εκχριστιανισμός της Βουλγαρίας συνετέλεσε στην πολιτιστική της ανάπτυξη αλλά και στην ολοκλήρωση του εκσλαβισμού της. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Βόγορης έγινε μοναχός αφού άφησε στο θρόνο το γιο του Βλαδίμηρο. Ως μοναχός πέθανε ο Βόγορης γύρω στα 907 μ.Χ. και είναι ο πρώτος εθνικός άγιος των Βουλγάρων.
Ύστερα από λίγο ο Βόγορης επειδή δεν είχε μείνει ευχαριστημένος από το Βυζάντιο, ζήτησε από τον πάπα επισκόπους που εισήγαγαν τη λατινική γλώσσα στη λειτουργία και προσπάθησαν να επιβάλουν την παπική κυριαρχία σε όλη τη Βουλγαρία (866 μ.Χ.). Σύντομα όμως οι Βούλγαροι απογοητεύτηκαν από τη Ρώμη και στράφηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη (869 μ.Χ.)• Ο Πατριάρχης Φώτιος τότε προέτρεψε τον Βόγορη-Μιχαήλ να ιδρύσει αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία, εξαρτημένη από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα με τη Ρώμη, που αντιπαθούσε τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα στη λειτουργία, το Βυζάντιο όχι μόνο επέτρεπε, αλλά και διευκόλυνε τους λαούς που προσηλύτιζε να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και στη λειτουργία και στις άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις.
Η ίδρυση της ορθόδοξης Βουλγαρικής Εκκλησίας έδωσε την αφορμή να διεισδύσουν στη Βουλγαρία άφθονα στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια των επομένων ετών η Βουλγαρική Εκκλησία βρήκε το δρόμο της με το να γίνει σλαβονική εκκλησία δηλαδή με το να ολοκληρώσει τη διαδικασία του εκσλαβισμού της και συνάμα την πολιτική και φυλετική ενοποίηση του νέου αυτού κράτους. Ο εκχριστιανισμός της Βουλγαρίας συνετέλεσε στην πολιτιστική της ανάπτυξη αλλά και στην ολοκλήρωση του εκσλαβισμού της. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Βόγορης έγινε μοναχός αφού άφησε στο θρόνο το γιο του Βλαδίμηρο. Ως μοναχός πέθανε ο Βόγορης γύρω στα 907 μ.Χ. και είναι ο πρώτος εθνικός άγιος των Βουλγάρων.
Βάπτιση του τσάρου των Βουλγάρων Βόρη Α' το 864 (από το χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη)