Ο
χρονογράφος Ιωάννης Σκυλίτζης
Του Α. Μαρκόπουλου, καθηγητή της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αν και το κείμενο που μας κληροδότησε ο Ιωάννης Σκυλίτζης, γνωστό με την επωνυμία «Σύνοψις Ιστοριών», συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα ιστοριογραφικά έργα της βυζαντινής γραμματείας, για τον ίδιο το συγγραφέα, παρ΄όλες τις προσπάθειες των ερευνητών, λίγα πράγματα είναι γνωστά. Όπως συνάγεται πάντως από το προοίμιο της χρονογραφίας, ήταν σύγχρονος αλλ΄ οπωσδήποτε νεότερος του υπάτου των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλού. Η γέννησή του μπορεί να τοποθετηθεί με σχετική ασφάλεια λίγο μετά το 1040.
Ο Σκυλίτζης σταδιοδρόμησε στα ανάκτορα της Πόλης, όπου κατέλαβε διαδοχικά τα αξιώματα του πρωτοβέστη, μάγιστρου, προέδρου της συγκλήτου και επάρχου της πόλης, ενώ από τον τίτλο του έργου του συνάγεται ότι στον κολοφώνα της σταδιοδρομίας του ονομάστηκε κουροπαλάτης ( από τους κορυφαίους αξιωματούχους στην ιεραρχία του Παλατιού) και μέγας δρουγγάριους της βίγλας (προεδρεύει του αυτοκρατορικού δικαστηρίου). Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στην ταύτισή του με τον γνωστό νομομαθή Ιωάννης Θρακήσιο (από το ομώνυμο θέμα) που κατείχε τα ίδια αξιώματα όταν παρέδωσε το 1092 υπόμνησιν διά το δίκαιον του γάμου του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Η ταύτιση αυτή ενισχύεται και από τη μαρτυρία ενός λίγου μεταγενέστερου χρονογράφου , ο οποίος γνώριζε το κείμενο του Σκυλίτζη τόσο καλά ώστε να το αντιγράψει σχεδόν κατά λέξη, του Γεώργιου Κεδρηνού, που τον αποκαλεί Ιωάννη Θρακήσιο. Το έτος θανάτου του είναι παντελώς άγνωστο, αλλά θα πρέπει να τοποθετηθεί κατά την πρώτη δεκαετία του 12ου αιώνα, οπωσδήποτε όμως πριν από το 1143, όποτε είναι γραμμένο το παλαιότερο χειρόγραφο που μας παραδίδει ολόκληρη τη χρονογραφία του ο κώδικας Vindobonensis hist. gr. 35.
Ο Σκυλίτζης σταδιοδρόμησε στα ανάκτορα της Πόλης, όπου κατέλαβε διαδοχικά τα αξιώματα του πρωτοβέστη, μάγιστρου, προέδρου της συγκλήτου και επάρχου της πόλης, ενώ από τον τίτλο του έργου του συνάγεται ότι στον κολοφώνα της σταδιοδρομίας του ονομάστηκε κουροπαλάτης ( από τους κορυφαίους αξιωματούχους στην ιεραρχία του Παλατιού) και μέγας δρουγγάριους της βίγλας (προεδρεύει του αυτοκρατορικού δικαστηρίου). Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στην ταύτισή του με τον γνωστό νομομαθή Ιωάννης Θρακήσιο (από το ομώνυμο θέμα) που κατείχε τα ίδια αξιώματα όταν παρέδωσε το 1092 υπόμνησιν διά το δίκαιον του γάμου του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Η ταύτιση αυτή ενισχύεται και από τη μαρτυρία ενός λίγου μεταγενέστερου χρονογράφου , ο οποίος γνώριζε το κείμενο του Σκυλίτζη τόσο καλά ώστε να το αντιγράψει σχεδόν κατά λέξη, του Γεώργιου Κεδρηνού, που τον αποκαλεί Ιωάννη Θρακήσιο. Το έτος θανάτου του είναι παντελώς άγνωστο, αλλά θα πρέπει να τοποθετηθεί κατά την πρώτη δεκαετία του 12ου αιώνα, οπωσδήποτε όμως πριν από το 1143, όποτε είναι γραμμένο το παλαιότερο χειρόγραφο που μας παραδίδει ολόκληρη τη χρονογραφία του ο κώδικας Vindobonensis hist. gr. 35.
811-1057
H Σύνοψις Ιστοριών, η σύνθεση της οποίας τοποθετείται μάλλον μετά το 1070, καλύπτει μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που αρχίζει το έτος 811 και λήγει το 1057. Ας σημειωθεί εξαρχής ότι η έκταση που καταλαμβάνει το έργο δημιουργεί νεωτερισμό ήπιας μορφής, αν αναλογιστούμε ότι οι χρονογράφοι αρχίζουν κατά κανόνα την αφήγησή τους από τη Δημιουργία του κόσμου ή τον Αδάμ για να φτάσουν διαδοχικά ως την εποχή τους. Ο Σκυλίτζης προτίμησε να ακολουθήσει μία διαφορετική από την πεπατημένη οδό, επιλέγοντας το έτος 811 ως αρχή του κειμένου του για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο: το έτος αυτό διακόπτεται η χρονογραφία του Θεοφάνη, του σημαντικότερου ίσως χρονογράφου που ανέδειξε το Βυζάντιο. Ο Σκυλίτζης έτρεφε μεγάλο σεβασμό όσο και εκτίμηση για την ιστορική σύνθεση του Θεοφάνη και αποφάσισε να τη συνεχίσει παρά να γράψει μια ακόμη τυπική χρονογραφία ανάμεσα στις τόσες άλλες που κυκλοφορούσαν κατά τον 11ο αιώνα.
Στο προοίμιο της Σύνοψης, το οποίο κατέχει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα προοίμια των βυζαντινών ιστορικών, προβαίνει σε μια αξιολογική κατάταξη προγενέστερων όπως και συγχρόνων του ιστορικών. Στην κορυφή των προτιμήσεων του βρίσκεται, εκτός από τον Θεοφάνη, ο μέντορας του τελευταίου, επίσης χρονογράφος Γεώργιος Σύγκελλος. Και στους δύο επιδαψιλεύει επαίνους. Αντίθετα, είναι καυστικός για τον Ψελλό, στον οποίο καταλογίζει έλλειψη ακρίβειας, ότι παραλείπει πολλά, και ότι το έργο του δεν αποτελεί παρά απαρίθμηση των εκάστοτε βασιλέων. Στη συνέχεια μνημονεύει δέκα ακόμη ιστορικούς του Βυζαντίου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος Δαφνοπότης, ο Ιωσήφ Γενέσιος, ο Νικήτας Παφλαγών, και ο Ασιανός Λέων, οι οποίοι , σύμφωνα με την κρίση του, ήταν ευεπίφοροι σε επιρροές και δεν κατάφεραν να συνθέσουν κείμενα άξια λόγου. Στο τέλος του προλόγου ο Σκυλίτζης τονίζει ότι θέλει να γράψει ένα ευσύνοπτο και ανάλαφρο έργο, αξιοποιώντας προφορικά στοιχεία, παλιά ιστοριογραφικά έργα και αποφεύγοντας υποκειμενικές κρίσεις.
Στο προοίμιο της Σύνοψης, το οποίο κατέχει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα προοίμια των βυζαντινών ιστορικών, προβαίνει σε μια αξιολογική κατάταξη προγενέστερων όπως και συγχρόνων του ιστορικών. Στην κορυφή των προτιμήσεων του βρίσκεται, εκτός από τον Θεοφάνη, ο μέντορας του τελευταίου, επίσης χρονογράφος Γεώργιος Σύγκελλος. Και στους δύο επιδαψιλεύει επαίνους. Αντίθετα, είναι καυστικός για τον Ψελλό, στον οποίο καταλογίζει έλλειψη ακρίβειας, ότι παραλείπει πολλά, και ότι το έργο του δεν αποτελεί παρά απαρίθμηση των εκάστοτε βασιλέων. Στη συνέχεια μνημονεύει δέκα ακόμη ιστορικούς του Βυζαντίου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος Δαφνοπότης, ο Ιωσήφ Γενέσιος, ο Νικήτας Παφλαγών, και ο Ασιανός Λέων, οι οποίοι , σύμφωνα με την κρίση του, ήταν ευεπίφοροι σε επιρροές και δεν κατάφεραν να συνθέσουν κείμενα άξια λόγου. Στο τέλος του προλόγου ο Σκυλίτζης τονίζει ότι θέλει να γράψει ένα ευσύνοπτο και ανάλαφρο έργο, αξιοποιώντας προφορικά στοιχεία, παλιά ιστοριογραφικά έργα και αποφεύγοντας υποκειμενικές κρίσεις.
Ο Μιχαήλ Γ' στέφει συναυτοκράτορά του τον Βασίλειο. Μικρογραφία από το χρονικό του Σκυλίτζη |
Aδυναμίες –Αρετές
Ο αναγνώστης του Σκυλίτζη θα ανέμενε ίσως, μετά την αυστηρότητα όσο και τις εξαγγελίες που περιέχονται στο προοίμιο, ότι η χρονογραφία θα ήταν, στο μέτρο του δυνατού, απαλλαγμένη από αδυναμίες και θα διακρινόταν για το υψηλό του ύφους της, την αφηγηματικότητα της όσο και τη μεγάλη ακρίβεια στην εξιστόρηση των επιμέρους γεγονότων. Οι ιδιότητες αυτές δεν προσιδιάζουν στη Σύνοψη Ιστοριών. Ο συγγραφέας, που αφηγείται τα συμβάντα κατά βασιλείες αλλά χωρίς τη βιογραφική «προοπτική» που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη τότε, είναι δέσμιος των πηγών του, τις οποίες συχνά αναπαράγει χωρίς τον δέοντα κριτικό προβληματισμό, με αποτέλεσμα μα εμφανίζονται αλληλοσυγκρουόμενα συμπεράσματα, όπως λ.χ. παρατηρείται με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά για τη βασιλεία του οποίου ο ΣΚυλίτζης χρησιμοποίησε άκριτα τόσο τον Λέοντα τον Διάκονο όσο και κάποιο άγνωστο μας κείμενο, γραμμένο με εχθρική διάθεση προς τον αυτοκράτορα. Η εξάρτηση από τις πηγές δημιουργεί και αφηγηματικές ανισότητες, καθώς άλλοτε ο συγγραφέας είναι λεπτομερειακός και άλλοτε εστιάζει το ενδιαφέρον του σε εντελώς δευτερεύουσες επιμέρους αφηγήσεις , οι οποίες απομακρύνονται πολύ από τα έως τότε κρατούντα της Σύνοψης, χωρίς ποτέ να εξηγεί τους λόγους αυτής της αλλαγής.
Θα ήταν ωστόσο άδικο, από την άλλη πλευρά, αν παραβλέπαμε τη μεγάλη προσπάθεια του συγγραφέα να δώσει σφαιρική ολοκληρωμένη και προπάντων ισορροπημένη εικόνα των γεγονότων τα οποία αφηγείται. Οι πληροφορίες που προσφέρει για την τελευταία φάση της εικονομαχίας (815-843), τη δυναστεία του Αμορίου ( 820-867) όπως και την περιώνυμη μακεδονική δυναστεία (867-1056) είναι πολύτιμες, καθώς συχνά προέρχονται από κείμενα που δεν έφτασαν ως τις μέρες μας, ενώ όχι σπάνια διανθίζονται με ενδιαφέρουσες κρίσεις για πρόσωπα και πράγματα. Επιπλέον, είναι σαφές ότι ως ιστορικός, έχει προβεί σε επιλογές, καθώς διάκειται φιλικά προς τους Μακεδόνες, ιδιαίτερα τον Βασίλειο τον Α΄, ιδρυτή της δυναστείας, ενώ δεν βρίσκει να πει κανένα καλό λόγο για τους προγενέστερους, αμοριανούς, αυτοκράτορες. Είναι όμως πιθανό η θέση αυτή να οφείλεται σε συγκεκριμένες, καθαρά φιλομακεδονικές πηγές, από τις οποίες άντλησε υλικό για το έργο του και όχι σε άλλη, βαθύτερη αιτία.
Θα λέγαμε συμπερασματικά, ότι η χρονογραφία του Σκυλίτζη, αξιοπρόσεκτη χωρίς καμιά αμφιβολία και εν πολλοίς σεβαστή ως σύνθεση, δεν διαθέτει, παρά τις φιλόδοξες προθέσεις του συγγραφέα της, συγκεκριμένη ιστορική κοσμοθεωρία. Έτσι, σύγκριση της Σύνοψης με τη Χρονογραφία του Ψελλού ή την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, για να χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα της εποχής του Σκυλίτζη, αποβαίνει σε βάρος της πρώτης. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εκτενές αυτό κείμενο προσφέρει στον αναγνώστη. Διαβάζεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον και σκιαγραφεί ικανοποιητικά μια μεγάλη χρονική περίοδο. Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο εγκώμιο για ένα δικαστή, όπως ήταν ο Σκυλίτζης, που αποφάσισε να επιδοθεί στη ιστορική συγγραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου