Σελίδες

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Η βυζαντινή οχύρωση της Καστοριάς

Η βυζαντινή οχύρωση της Καστοριάς, του Γεώργιου Κακαβά, Βυζαντινολόγου-Ιστορικού της Τέχνης
Aναπαράσταση των οχυρώσεων από τον Π. Τσολάκη

 
              Μοναδικοί και αδιάψευστοι μάρτυρες για τη βυζαντινή οχύρωση της Καστοριάς παραμένουν οι γραπτές μαρτυρίες βυζαντινών συγγραφέων και ξένων περιηγητών, οι παλιές χαλκογραφίες και οι φωτογραφίες, καθώς και τα λείψανα των τειχών  της που διατρανώνουν την σημασία των οχυρωματικών έργων της πόλης και μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε  μια γενική εικόνα του σχήματος και της μορφής τους.
              Σε όλη τη διάρκεια της πολυτάραχης ιστορίας της η πόλη της Καστοριάς, εκτός από τη φυσική οχύρωση που της προσέφερε περιμετρικά η λίμνη, περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη που της παρείχαν επιπλέον ασφάλεια. Ο κύριος αμυντικός κλοιός ήταν, από τα χρόνια τουλάχιστον του Ιουστινιανού, στο λαιμό της χερσονήσου. Το μικρό πλάτος της ξηράς στη θέση αυτή διευκόλυνε την άμυνα. Μετά ένα μικρό επίπεδο τμήμα της, όπου υπήρχε αμυντικό χαντάκι που απέκοπτε τη χερσόνησο, άρχιζαν στην απότομη πλαγιά τα τείχη ενισχυμένα με τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους. Αρχικά στα μεγάλα τείχη του λαιμού υπήρχε μια μόνο πύλη η «Εξώπορτα» ή «Μεγάλη Πόρτα» στη θέση της σημερινής πλατείας Δαβάκη. Αργότερα οι Τούρκοι άνοιξαν κοντά της και δεύτερη μικρότερη είσοδο. Η πόλη πάνω στη χερσόνησο περιβαλλόταν από τείχη που άρχιζαν από το λαιμό στη θέση όπου πολύ αργότερα κτίστηκε ο Μεντρεσές  και προχωρούσαν κατά μήκος των οδών Κελέτρου και Παπαρέσκα στη θέση «Λουτρά» και έφταναν μέχρι το κατεδαφισθέν τζαμί «Ταμπαχανέ». Εκεί άλλαζαν κατεύθυνση προς τον περίβολο του γυμνασίου,  όπου αφού ενισχύονταν με δύο ισχυρούς προβόλους, περνούσαν  πίσω από την ανατολική πλευρά της Κουμπελίδικης , όπου ξεκινούσε και η ακρόπολη των τειχών, της οποίας σήμερα δε σώζονται  λείψανα ικανά ώστε να προσδιορίζουν την ακριβή της θέση.
            Τα τείχη στη συνέχεια προχωρούσαν βόρεια, κατέβαιναν προς την εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης και έκλειναν πάλι στα τείχη του λαιμού στα Ψαράδικα. Η βόρεια πλευρά της οχύρωσης δεν ήταν αξιόλογη γιατί στο μέρος εκείνο υπάρχει απότομη φυσική πλαγιά που κάνει δύσκολη την προσπέλαση, γι΄ αυτό και δε σώζονται παρά ελάχιστα λείψανα. Αξιοπερίεργο  είναι  ότι οι βυζαντινοί κατοικούσαν και έξω από τη περιτειχισμένη πόλη προς το εσωτερικό του λόφου όπου υπήρχαν σημαντικοί ναοί, οικίες αρχόντων, μικρά ή μεγάλα μοναστήρια και νεκροταφεία. Η ύδρευση της τειχισμένης πόλης γινόταν με δεξαμενές, απομεινάρια των οποίων σώζονται πάνω από της μονή της Παναγιάς της Φανερωμένης της «Κιστερνιοτίσσης».
           Το δύσβατο και οχυρόν της Καστοριάς τονίζουν ιδιαιτέρως οι βυζαντινοί συγγραφείς. Τον 6ο αιώνα ο Προκόπιος στο «Περί Κτισμάτων» έργο του , γράφει ότι ο Ιουστινιανός  ίδρυσε νέα πόλη, όχι στη θέση της Διοκλητιανούπολης, που ανασκάφηκε πρόσφατα βορείως  του Άργους Ορεστικού, αλλά σε ασφαλή θέση στη χερσόνησο της λίμνης της Καστοριάς: « πόλιν εν τη νήσω οχυρωτάτην  εδείματο».
           Πολύ παραστατική είναι η περιγραφή των τειχών της πόλης που παραθέτει η Άννα Κομνηνή στο έκτο βιβλίο της «Αλεξιάδας», όταν διηγείται την ανακατάληψη της πόλης από τον Αλέξιο Κομνηνό και το στρατηγό του Γεώργιο Παλαιολόγο.
«Ο αυτοκράτορας, αφού εξόπλισε του στρατιώτες του με ισχυρότατα όπλα για τειχομαχία και για συμπλοκές έξω από τα τείχη, πήρε την άγουσα προς το φρούριο. Ιδού πώς είναι η τοποθεσία : υπάρχει μια λίμνη, η λεγόμενη της Καστοριάς, μέσα στην οποία μπαίνει μια προεξοχή της στεριάς που διευρύνεται στην άκρη της καταλήγοντας σε πετρώδεις λόφους. Γύρω από την προεξοχή είναι οικοδομημένοι πύργοι και μεσοπύργια εν είδει φρουρίου το οποίο και ονομάζεται Καστοριά».
            Στην Τουρκοκρατία η Καστοριά δίνεται αρχικά ως χάσι (ατομική ιδιοκτησία) στη Φατμέ Σουλτάνα, ενώ από το 1526 και εξής ανήκει στο Σουλτάνο. Στο βυζαντινό της κάστρο κατοικούν τώρα Τούρκοι, στον ανατολικό τομέα Έλληνες και στο νότιο Εβραίοι. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή, Τούρκος γεωγράφος του 17ου αιώνα, στο «Οδοιπορικό» του καταγράφει με λεπτομέρεια πολλά και ενδιαφέροντα για το κάστρο της Καστοριάς: «Το κάστρο της λίμνης της Καστοριάς είναι ένα όμορφο κάστρο χτισμένο με πελεκητές πέτρες στη δυτική πλευρά μιας μεγάλης λίμνης…πάνω σε έναν απόκρημνο ισχυρό βράχο. Οι τοίχοι του είναι πολύ υψηλοί. Προς τα δυτικά έχει δύο ισχυρές και δυνατές πύλες. Στο εσωτερικό του κάστρου υπάρχουν τα σπίτια διακοσίων στρατιωτών. Μέσα στο κάστρο δεν υπάρχουν καθόλου άπιστοι Έλληνες. Έχει ισχυρούς και δυνατούς πύργους που βλέπουν προς τη λίμνη.  Το έξω από τα τείχη τμήμα της πόλης έχει 20 συνοικίες, 16 από αυτές είναι συνοικίες απίστων και μία είναι εβραϊκή. Το κάστρο της κι αυτό μέσα στη λίμνη, είναι πάνω  σε ένα βραχώδες ακρωτήρι όμοιο με νησί… έχει συνολικά 70 εκκλησιές, όλες στην άκρη της λίμνης. Από την Κωνσταντινούπολη ως και από τη χώρα της Μόσχοβας έρχονται τάματα από τους άπιστους γουνοποιούς για τις εκκλησιές αυτές».
 
Η πύλη μπροστά απο το Δημαρχείο που κατεδαφίστηκε το 1949. Σκαρίφημα του Ι. Μπακάλη
 

            Τέλος η οχύρωση της Καστοριάς αποτυπώνεται στο περιθώριο χαλκογραφίας του Αγίου Νικολάου που χρονολογείται στα μέσα του 18ου αιώνα. Η εξιδανίκευση και αναζήτηση της συμμετρίας που επιδίωξε ο άγνωστος καλλιτέχνης διαστρεβλώνουν την πραγματική εικόνα που θα είχαν τείχη της ακρόπολης στην εποχή του και δεν επιτρέπουν τη ταύτιση των σωζόμενων λειψάνων της βυζαντινής οχύρωσης με τα αντίστοιχα της χαλκογραφίας.
           Πιθανότατα τα βυζαντινά τείχη της Καστοριάς με τους ψηλούς πύργους και τη φροντισμένη τοιχοποιία κτίστηκαν ή ανακαινίστηκαν μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ το Βουλγαροκτόνο, το 1018, όταν χρειάστηκε να επισκευαστεί ή να ενισχυθεί περισσότερο η οχύρωσή της για να εξασφαλιστεί η σπουδαία από αστρατηγικής απόψεως θέση της Καστοριάς. Ας μη λησμονούμε ότι στα τέλη του ίδιου αιώνα τα τείχη της είναι τόσο ισχυρά που ο Αλέξιος Κομνηνός, ύστερα από μάταιες προσπάθειες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων να κατακτήσουν το απορθητο κάστρο, πετυχαίνει την άλωση της πόλης με αιφνιδιασμό από τα νώτα  και με την εθελούσια παράδοση των Νορμανδών. Παρόλα αυτά η χρονολόγηση των διαδοχικών  φάσεων της βυζαντινής οχύρωσης δεν μπορεί να είναι σίγουρη έως ότου νέα ανασκαφικά δεδομένα μας δώσουν ασφαλή χρονολογικά στοιχεία.
            Τα αξιοθαύμαστα απομεινάρια της βυζαντινής οχύρωσης της Καστοριάς, που ολοκληρώθηκε σταδιακά και με διάφορες επεμβάσεις, πιστοποιούν τις μακρόχρονες πολεμικές περιπέτειες που γνώρισε η πόλη, διευρύνουν την εικόνα για τη φρουριακή αρχιτεκτονική στο νευραλγικό χώρο της Δυτ. Μακεδονίας και βοηθούν μα αντιληφτούμε με μεγάλη διαύγεια  τη στρατηγική σημασία που είχε αποκτήσει η συνοριακή αυτή αρχοντοπολιτεία της βυζαντινής επικράτειας.
 
Ο Πύργος των Τειχών που βρίσκεται σήμερα δίπλα στο Δημαρχείο


 
Γεώργιος Κακαβάς, Βυζαντινολόγος-Ιστορικός της Τέχνης
 
επιμέλεια : Θάνος Δασκαλοθανάσης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου