Σελίδες

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Κρήτες, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου

Κρήτες, οι τελευταίοι
υπερασπιστές του Βυζαντίου

Του Γιώργου Παναγιωτάκη, αναδημοσίευση απο την κρητική εφημερίδα ¨Πατρίς¨
 
 
              Οι αιματηροί και σκληροί αγώνες των Κρητικών τόσο στο νησί όσο και εκτός, δεν απασχολούν σχεδόν καθόλου τους επίσημους ιστορικούς του έθνους μας. Οι αγώνες τους έτσι κινούνται στις σκιερές παρυφές της ιστορίας και όχι στις φωτιζόμενες κορυφογραμμές της. Στην αφανή αυτή ατμόσφαιρα κινείται και η πρόθυμη συμμετοχή των Κρητικών στην πολιορκία και άλωση της Πόλης. Οι ορδές των Οθωμανών ετοιμάζουν την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος απελπισμένος ζητά βοήθεια από τη Δύση, τον αδελφό του Δεσπότη του Μυστρά και την Κρήτη που ανταποκρίνεται πρόθυμα. Η βοήθεια του αδελφού του δεν φτάνει ποτέ, γιατί την προλαβαίνουν οι Τούρκοι στην Κόρινθο και πέφτει στα χέρια τους. Ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής θέλει με κάθε τρόπο και μʼ οποιαδήποτε θυσία να καταλάβει την πόλη. Τη ζοφερή ατμόσφαιρα που επικρατεί τότε, μας την μεταφέρει ο Σφραντζής και γράφει: “... Στενάζων εκ καρδίας, καπνός εκ του στόματος αυτού εξέβαινε. Και ελογίζετο τι έδει ποιήσας, ίνα την πόλιν πλείον θλίψη και στενοχωρήση και δια θαλάσσης και ξηράς την πολιορκίαν δώση...”
            Αλλά και ο ποιητής Ι. Κόντος με ποιητικό τρόπο μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής όταν γράφει: “Οι Τούρκοι μοιάζουν μυρμηγκιά! Ολο και νέα φουσάτα στέλνει ο Σουλτάνος να σφαγούν φτάνει να πέσʼ η πόλη”.
            Το θλιβερό μαντάτο της επικείμενης πολιορκίας της πόλης, φτάνει στην Κρήτη. Αποδέκτης ο Σφακιανός Μανούσος Καλλικράτης. Χίλια παλικάρια απʼ όλη την Κρήτη με 5 πλοία αναχωρούν από τη Σούδα στις 15 Μαρτίου 1453, αποφασισμένα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Θάνατος ή νίκη είναι γιʼ αυτά ζήτημα τιμής. Τα καράβια ξεκινούν χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια μέχρι τον Μαρμαρά (αρχαία Προποντίδα) όπου συναντούν τουρκικά καράβια. Σε μια ναυμαχία βυθίζουν μεγάλο αριθμό απʼ αυτά αλλά χάνουν και οι Κρητικοί δυο πλοία.
             Η άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δεκτή με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και ξεχωριστή ικανοποίηση. Υπολογίζεται ότι εκείνοι που δεν έχουν λαβωθεί και μπορούν να πολεμήσουν υπολογίζονται σε 600. Οι Κρητικοί αυτοί υπερασπιστές τοποθετούνται στους πύργους Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου.
           Κι ενώ την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου 1453 η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, οι τρεις πύργοι εξακολουθούν και αντιστέκονται. Το πείσμα των Κρητικών στέκεται ανυποχώρητο μπροστά στην τουρκική μανία.
          Τη σκηνή αυτή περιγράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος και λέει σχετικά:
 
“... Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν... αλλʼ όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλʼ επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τον Σουλτάνον, ο δε, θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή, ην είχον ως λέγει ο Φραντζής προσεπιφέρων ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν...”
            
           Στους πύργους τελικά βρίσκονται 170 όρθιοι ή λαβωμένοι, οι οποίοι επιβιβάζονται στα καράβια που τους περιμένουν για την επιστροφή τους στην Κρήτη. Είναι οι πρώτοι που μεταδίδουν την είδηση στα νησιά που περνούν, ότι “εάλω” η Πόλη. Ο καπετάν όμως Πέτρος Κάρχας ή “Γραμματικός” από την Κυδωνία είναι λαβωμένος βαριά και παρακαλεί τον καπετάν Χαρκούτση να τον αφήση στο Άγιο Όρος, γιατί κινδυνεύει να πεθάνει στο τόσο μακρινό για την Κρήτη ταξίδι. Ο ίδιος από ενδιαφέρον φροντίζει και καταγράφει σε χειρόγραφο την ιστορική αυτή συμβολή που ανακαλύπτεται το 1919 στη Μονή Βατοπεδίου, όπου και φυλάσσεται σήμερα.
            Το σύντομο αλλά πολύτιμο αυτό χειρόγραφο διασώζεται με τον ακόλουθο τρόπο, όπως ο ίδιος γράφει:
 
“... Οταν εμείς εβγήκαμεν από τα Δαρδενέλλια και εγώ είδα, πως δεν ήταν δυνατόν νʼ ανθέξω ως που να φθάσωμεν εις Κρήτην, διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, δια να φθάσωμεν, επειδή ο Βορριάς είχεν αρχίσει ως τόσο να γυρίζη στο Λεβάντε, εζήτησα από τον καπετάν Χαλκούτση να βάλη πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφήσει εμένα εκεί στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα ότι υπήρχε πάντα γιατρός δια να περιποιηθή τση πληγές μου. Και αυτό έγινε.
            Κι εδώ εις την Μονήν όταν ο Γραμματικός επήρε και πάλι το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ιερώνυμος, έγινε καλά χάρις εις την βοήθειαν του Θεού και του καλού γιατρού και έζησεν ακόμα οκτώ έτη, χωλός μεν από το ένα πόδι, αλλά χωρίς αυτό να τον εμποδίζει εις τα καθήκοντά του ως ιερέως. Επειδή όμως είχεν εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιόν του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτην και Μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης, που αγωνίστηκαν και απέθαναν δια την πίστην του Χριστού και την πατρίδα και να την υπογράψω εγώ, αντίς αυτού.
Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής
Βατοπεδίου Αγίου Ορους
Εξ Ανωπόλεως Σφακίων.
 
           Ο ποιητής Ι. Κόντος που τυχαία συναντά το μοναδικό αυτό χειρόγραφο το 1919 ενθουσιασμένος από την ανακάλυψη αυτή, εμπνέεται απʼ αυτό και συνθέτει ένα δίτομο “ιστορικό επικό ποίημα”. Στο ποίημα αυτό, που περιέχει χιλιάδες εκφραστικούς στίχους και ζωντανές σκηνές με τη δημώδη κρητική διάλεκτο διαφαίνεται η ικανότητα του ποιητή, η φυσικότητα, η περιγραφικότητα, αλλά και ο ποιητικός εθνικός του οίστρος.
 
Κακά μαντάτα πήρε ψες ο Καπετάν Μανούσος
Δρουγγάρης χρόνια μυστικός στο πλόϊμα της Κρήτης...
Το μήνυμα το θλιβερό, σαν διάβασε αραγμένος
Στην Κίσαμο, σύναξι αυτός στο Μοναστήρι κράζει...
Τώρα κάθε εις μας το μπορεί ογλήγορα ας το κάμη
μʼ όλη την άγια προθυμιά
που δείχνουν κι οι γονείς μας
κάθε φορά που η ακριβή πατρίδα τους καλούσε.
           Παράλληλα με τη σύναξη που πραγματοποιείται στην Κίσσαμο στέλνει τον Παυλή Καματερό να ενημερώσει τους κατοίκους του Κάστρου για το θλιβερό μαντάτο.
 
Με το λιοφέγγαρο οδηγό και του Πελάου τη λάμψη
στʼ αριστερά του σαν σπαθί,
μαζί και σαν τιμόνι
σκίζει πεδιάδες και βουνά,
λαγκάδια και μαδάρες,
σαν αετός, που μακριά
βλέπει το θήραμά του
κι ανοίγει διάπλατα φτερά
να τρέξη να το φτάση...
Κιʼ όταν μετʼ από είκοσι δυο,
στο Χάνδακα ήταν ώρες,
χωρίς φαγί, χωρίς νερό
κιʼ άτι και καβαλλάρης
τʼ ωραίο τʼ άτι μονομιάς
νεκρό σωριάστη χάμου...
Το πρωινό όλο με χορούς επέρασε και γλέντι.
Από τους άντρες του βουνού που μεσʼ τη χώρα μπήκαν, για να “δηλώσουν” στον Παυλή πως θεν να πολεμήσουν.
Με το βασίλεμα του Ηλιού δρόμωνας και γολέττα.
Ο Αντρέας στο ένα κι ο Παυλής στο άλλο Καπετάνιος.
           Στη Σούδα γίνεται υποδοχή των δύο καραβιών με τους εθελοντές τους με ξεχωριστή ικανοποίηση και ενθουσιασμό.
             Ο συγκρητισμός και ο ρόλος της υψηλής εθνικής αποστολής τους ενδυναμώνουν το φρόνημα και τους τονώνουν την αισιοδοξία.
            Την ώρα κείνη μια φωνή απʼ τα καράβια βγαίνει τα Σφακιανά που σαν βροντή τη Σούδα όλη ντραντάζει, λέγοντας: “Γεια σας Καστρινοί! Γεια σας παιδιά του Κάστρου”!
Κι αυτή η φωνή ʽναι των Σφακιών-Κισσάμου και Σελίνου
 
-Αποκορώνου κι Αμαριού-Ρεθύμνου, Κυδωνίας.
Που τσʼ άλλους Κρήτες χαιρετά και τους καλωσορίζει.
Και τα παιδιά της Μεσαριάς του Χάνδακα της Ίδης
Μαλεβιζιού, Μονοφατσιού, Τεμένους και της Δίχτης.
Στη βροντερή τούτη λαλιά μʼ όμοια λαλιά απαντούνε
που σείεται άλλη μια φορά της Σούδας το λιμάνι.
Κι ό,τι καθένας τους κρατά πανί, το σει μαντήλι
και συναλλήλους τους θερμής αγάπης λόγια λένε.
Είναι στενός ο αδελφωμός που στα παιδιά της Κρήτης
το σμίξιμο των καραβιών γεννά την ώρα τούτη...
Ώρες τρεις βάσταξε η δουλειά, κι ως τόσο όλα τα πάντα είνʼ έτοιμα και μοναχά το σήμαντρο απομένει.
Το σήμαντρο που θε να πη: Σαλπάρετε! Ήρθε η ώρα!
Ύστερα απʼ ώρες τρεις σωστές, τα πέντε τα καράβια,
αφήνοντας στʼ αριστερά το φοβερό Ακρωτήρι
που τώρα ήμερο γελά και παίζει με το κύμα
στο πέλαγος σιγά σιγά ξανοίγονται ζητώντας
να βρουν το δρόμο, που γοργά στην πόλη θα τα φέρει...
             Στο Μαρμαρά χάνονται οικειοθελώς δύο καράβια, για να σωθούν οι περισσότεροι που βρίσκονται στα άλλα 3 καράβια.
             Για τους οκτώ αυτούς εθελοντές του θανάτου, όπως λέει ο θρυλικός αρχηγός Μανούσος Καλλικράτης, ο ποιητής αφιερώνει την ικμάδα της ποιητικής του απόδοσης και γράφει:
 
Από τους άντρες τους εφτά καθώς μαθεύτη αμέσως
τέσσερις ήταν Σφακιανοί και τρεις από το Κάστρο.
Στʼ άγριο κείνο το νησί, τα δύο τʼ άλλα καράβια,
Γολέττα και Δρομώνι αυτά που κράτησε ο Δρουγγάρης
με τους εφτά πολεμιστές, λύτρα να τους προσφέρει
στον Τούρκο τσʼ άλλους τους πολλούς συντρόφους να γλυτώσει
πάνω στους βράχους της ακτής είναι ριγμένα τώρα,
από τον άγριο το Βορηά πʼ έγινε ο πλοίαρχός τους...
Το τέλος τούτων των αντρών μάτι Γραικού δεν είδε.
Προπονησιώτες μοναχά χριστιανοί ψαράδες
που μετά μήνες μερικούς ρωτήθηκαν αν είδαν
τίποτε ανθρώπους στα σκαφιά κοντά τα καυμένα
πνιγμένους είτε ζωντανούς, μʼ αυτές κι αυτές τις όψεις,
είπαν πως είδαν τα σκαφιά τα δυο όπου καήκαν,
στους βράχους τʼ άγριου νησιού και πως σε
τούτα μέσα ηύραν οκτώ μαύρα κορμιά, ανθρώπων καυμένα
που δεν εχώριζε κανείς, αν ήσαν νέοι ή γέροι
Τούρκοι ή Ρωμιοί και μαναχά απʼ ένα σταυρουδάκι
που βρέθη στο λαιμό ενός την πίστι τους εννοιώσαν...
και τους τραβήξανε κρυφά και κάπου ʽκει τους θάψαν
κοντά στους βράχους, στην οχτή που βρήκαν λίγο χώμα.
Αυτό με γράμματα χρυσά θα γράψει ιστορία
μια μέρα. Και σαν ιερό προσκύνημα θα μείνει
ο τάφος των παλικαριών που πέφτουν μʼ έτοιο τρόπο!
Και κάθε χρόνο μια φορά το Γένος των Ρωμαίων
ολόκληρο στον τάφο αυτόν θα ʽρχεται και θα ραίνει
μʼ άνθη τους άντρες που μʼ αυτή δοθήκανε την Πίστη...
               Το Κρητικό Ανακάλημα ή Ανακάλεσμα που είναι ένα θρηνητικό άσμα για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και από πολλούς αποδίδεται σε Κρήτες το στιχούργημα αυτό, πιθανόν να έχει σχέση με την επιστροφή των Κρητών υπερασπιστών της Πόλης.
              Στους στίχους μετάδοσης της Άλωσης της Πόλης διαβάζουμε:
 
“Καράβιν εκατέβαινεʼς μέρη της Τενέδου,
και κάτεργον το απάντησε,
στέκει κι αναρωτά το.
Καράβιν πόθεν έρχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις;
Έρχομαι απʼ τʼ ανάθεμα
κʼ εις το βαρύν το σκότος,
απʼ την αστραποχάλαζην
απʼ την ανεμοζάλην
από την Πόλιν έρχομαι
την αστραποκαμένη
εγώ γομάριν δεν βαστώ
αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους Χριστιανούς,
πικρά και θολωμένα.
Οι Τουρκιώται ήρθασιν,
επήρασιν την πόλην,
απώλεσαν τους Χριστιανούς
εκεί και πανταχόθεν”.
 
              Σε άλλο στίχο στο ίδιο Ανακάλημα περιέχεται η ευχή και η παράκληση.
 
“Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, ούλον τον κόσμον φέγγε, κι έκτεινε της ακτίνας σου σʼ όλην την οικουμένην, κʼεις την Κωσταντινούπολιν την πρώτη φουμισμένη και τώρα την Τουρκόπολιν δεν πρέπει πιο να φέγγης.
            Το κείμενο περιέχεται στο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (αριθ. 2873).
Πολλοί ακόμα λόγιοι ή δημώδεις θρήνοι καταγράφο-νται και διασώζουν την τραγική πραγματικότητα της Άλωσης.
             Ένα άλλο σημαντικό επίσης ιστορικό χειρόγραφο που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και προέρχεται από την ιστορική μονή της Αγκαράθου γραμμένο από κάποιο μοναχό προφανώς ως “ενθύμιο” αναφέρει σχετικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης τα ακόλουθα:
 
“Eις αυνγ (1453) Ιουνίου κθʼ (29) καθʼ ημέρα Σαββάτου, ήλθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρια Κρητικά, του Σγούρου Υαληνά (Διαλυνά) και του Φιλομάτου, λέγοντας ότι εις την κθʼ του Μαΐου μηνός της Αγίας Θεοδοσίας ημέρα Τρίτη ώρα Γʼ της ημέρας εισέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φωσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεεμέτη και είπον ότι απέκτειναν τον κυρ Κωνσταντίνον τον δραγάσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν. Ό,τι χείρον τούτο ου γέγονεν ού τε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσας ημάς και λυτρώσεται ημάς, της φοβεράς αυτού απειλής.
             Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι τα μαύρα πουκάμισα των Κρητικών και τα μαύρα κεφαλομάντηλα, συμβολίζουν το πένθος τους για την άλωση της Πόλης. Τα κρόσια επίσης του κεφαλομάντηλου συμβολίζουν τα δάκρυα των Κρητικών εξαιτίας της εθνικής αυτής συμφοράς.
             Ένα “ιστορικό επεισόδιο” μετά από 466 χρόνια φέρνει και πάλι την Κωνσταντινούπολη στην επικαιρότητα.
            Οι χιλιόχρονοι θόλοι της Αγ. Σοφίας βυθισμένοι στη σιωπή και την αφωνία, ξαφνιάζονται όταν ακούν το “Ευλογητός ο Θεός” του ιερέα ΠʼʼΛευτέρη Νουφράκη από τις Αλώνες του Ρεθύμνου. Εκμεταλλευόμενος το περάσμά του από την Πόλη, κάνει πράξη το όνειρό του και λειτουργεί το αλειτούργητο μεγάλο μοναστήρι. Ο τότε πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μιχαηλίδης καταγράφει το γεγονός αυτό και αναφέρει σχετικά: 
 
             “Όταν τα ελληνικά καράβια στα 1919 (Ιανουάριος) περνούσαν από την Πόλη μεταφέροντας την 2αν και 12ην Μεραρχία μας στη Ρωσία, ο ΠʼʼΝουφράκης με ένα όμιλον αξιωματικών βγήκαν στην Αγία Σοφία. Μόλις βρέθηκαν εκεί μέσα, ο Νουφράκης φορεί ευθύς το πετραχήλι του κι αρχινά τη λειτουργία. Οι Τούρκοι φύλακες της Αγίας Σοφίας ξαφνιάζονται. Σε λίγο η εκκλησία γεμίζει από Τούρκους που κατάπληκτοι παρακολουθούν τα συμβαίνοντα. Ο Νουφράκης δεν ταράζεται και εξακολουθεί τη λειτουργία του... Το επεισόδιο που προκάλεσε αναβρασμό μεταξύ των Τούρκων περιήλθε εις γνώσιν του Ελευθερίου Βενιζέλου, όστις βραδύτερον καλέσας τούτον, τον επετίμησεν, αλλά συγχρόνως τον συνεχάρη δια την πατριωτικήν του πρωτοβουλίαν, είπων εις αυτόν: Αν είχα ακόμη δέκα παπάδες σαν κι εσένα, θα μπορούσα να κατορθώσω πολλά πράγματα”.
 
 
 Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου