Σελίδες

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Κείμενα- Πηγές για την άλωση της Πόλης





Κείμενα- Πηγές για την άλωση της Πόλης






           Η μελέτη από τις πηγές είναι χρήσιμη και απαραίτητη γιατί συμβάλλει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, βοηθά στην κατανόηση και μας φέρνει σε επαφή με τα γεγονότα και το χωροχρόνο που διαδραματίστηκαν. 
            Με μεγάλη χαρά δημοσιεύουμε τα παρακάτω κείμενα πηγές που αναφέρονται στην άλωση της Πόλης από τους Τούρκους. 
              Είναι από τη σπουδαία εργασία του καλού φίλου Μιχαήλ Σταμάτη, τον οποίο και ευχαριστώ για τη γενναιοδωρία του.

αναδημοσίευση από τη σελίδα
 http://anodosautokratorias.blogspot.gr/




Τα λείψανα βασιλέων και αγίων καταστρέφονται από τούρκους. Μάιος-Ιούνιος 1453
        
         «Που είναι η ομορφιά σου, Παράδεισέ μου ; Που είναι η ευεργετική ορμή των πνευματικών σου χαρίτων που ζωογονούσε ψυχή και σώμα; Που βρίσκονται τα σώματα των Αποστόλων του Κυρίου που είχαν αιώνες πριν φυτευτεί στον αμάραντο παράδεισο, που είχαν στη μέση τους το πορφυρό ιμάτιο, τη λόγχη, τον σπόγγο, τον κάλαμο, που σαν τα ασπαζόμαστε φανταζόμαστε ότι αντικρίζαμε τον ίδιο τον Εσταυρωμένο; Που είναι τα νεκρά σώματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των υπολοίπων βασιλέων; Οι δρόμοι, οι αυλές, τα σταυροδρόμια, οι αγροί, τα περίφρακτα περιβόλια, ήταν γεμάτα λείψανα αγίων , λείψανα σωμάτων ευγενών, λείψανα σωμάτων λαϊκών, ασκητών και ασκητριών. Ω τι καταστροφή !»


Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, Μιχαήλ Δούκας.XLI,2.εκδόσεις Κανάκη.


''Θα πεθάνω εδώ μαζί σας'' : Κωνσταντίνος ΙΑ’
-Αρχές Μαΐου 1453 μ.Χ.-


              «Όταν τα είδαν αυτά οι άρχοντες και ο Γιουστινιάνης έκαναν συμβούλιο μαζί με τον Πατριάρχη κι άρχισαν να λένε στον Καίσαρα : « ο άπιστος , όπως , βλέπουμε , δεν σκέφτεται να υποχωρήσει κι ετοιμάζεται πάλι για μεγάλη έφοδο. Τί θα κάνουμε λοιπόν εμείς αφού δεν περιμένουμε βοήθεια από κανέναν; Πρέπει να αφήσεις την πόλη και να πιάσεις ένα άλλο κατάλληλο μέρος. Τότε ο λαός σου και τα αδέρφια σου θα τρέξουν να σε συνδράμουν , αλλά κι οι Αρβανίτες θα φοβηθούν και θα κάνουν το ίδιο. Έτσι μπορεί κι ο άπιστος να φοβηθεί και να σηκωθεί να φύγει από την πόλη» . Αυτά κι άλλα πολλά έλεγαν στον Καίσαρα και του έδιναν να πάρει μαζί του τα καράβια και τα κάτεργα του Ιουστινιάνη . 
         Ο Καίσαρ πολλή ώρα σιωπούσε δακρυσμένος, έπειτα τους είπε τα ακόλουθα : « Τα καταλαβαίνω αυτά που μου λέτε και σας ευχαριστώ για τις συμβουλές σας. Ξέρω πως θα μου έβγαιναν σε καλό, γιατί πράγματι όλα αυτά μπορούν να γίνουν . Αλλά πώς να το αποφασίσω; Πώς να αφήσω τον κλήρο, τους ιερούς ναούς, το θρόνο κι όλο το λαό μου ; Και τι θα πεί για μένα η οικουμένη όλη, σας ικετεύω να μου απαντήσετε , τι θα πεί ; Όχι κύριοι μου, όχι, καλύτερα να πεθάνω εδώ μαζί σας» . Κι εγονάτισε μπροστά τους κλαίγοντας πικρά. Έκλαιγε κι ο Πατριάρχης κι όλοι οι παρόντες , κι εσταμάτησαν εδώ τις ομιλίες τους για να μην μαθευτούν όλα τούτα στον κόσμο.»
                                                               



Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΙΣΚΕΝΤΕΡΗΣ-χριστιανός στρατιώτης στο στρατόπεδο των Τούρκων-,ΚΕΔΡΟΣ
 
Μόνο ο Γιουστινιάνης βοήθησε.
Giovanni Giustiniani Longo
1418 – 1 Ιουνίου 1453



         «Ένας μόνο, ο Γενοβέζος άρχοντας Γιουστινιάνης ήρθε να βοηθήσει τον καίσαρα με δύο καράβια και με δύο αρματωμένα κάτεργα με 600 γενναίους, κι επέρασε μέσα από τον στόλο των Τούρκων κι έφτασε τα τείχη του Τσαρογκράντ ( Κωνσταντινούπολη). Ο καίσαρ τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά και του έκανε σπουδαίες τιμές, γιατί τον εγνώριζε πρωτύτερα.
           Αυτός εζήτησε από τον καίσαρα το πιο δύσκολο μέρος του κάστρου, εκεί όπου οι Τούρκοι έκαναν τον πλέον σφοδρό πόλεμο. Του έδωσε ο καίσαρ και δικούς του ανθρώπους ώστε να έχει ως δύο χιλιάδες. Κι επολέμησαν όλοι αυτοί τόσο άφοβα και γενναία του Τούρκους, ώστε τους ανάγκασαν να αποτραβηχτούν από το μέρος εκείνο και να μην ξανάρθουν πιά εκεί. 
           Αυτός δε, ο Γιουστινιάνης, όχι μόνο αρμάτωσε γερά το δικό του μέρος, αλλά επήγαινε και στα άλλα οχυρά του κάστρου και τα αρμάτωνε κι εμψύχωνε τους στρατιώτες να μένουν εκεί άφοβα, να ελπίζουν στο Θεό, αλλά να έχουν και την προσοχή τους ακοίμητη, με όλη τους την ψυχή και την καρδιά να πολεμήσουν τους απίστους και τότε θα τους βοηθήσει ο Θεός.Τους έδινε πολλές και καλές συμβουλές, γιατί είχε πολλά πάθει και μάθει στα στρατιωτικά κι όλοι οι στρατιώτες τον αγάπησαν και τον άκουγαν σε όλα όσα τους έλεγε.
          Και οι τούρκοι, όπως είπαμε και πριν, επολέμαγαν δίχως να σταματούν , το ένα κύμα άλλαζε το άλλο, γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλος ο στρατός τους.»


Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αναθέτει την οργάνωση της άμυνας της πόλης στον Ιωάννη Ιουστινιάνη.


Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΙΣΚΕΝΤΕΡΗΣ-χριστιανός στρατιώτης στο στρατόπεδο των Τούρκων-,ΚΕΔΡΟΣ
 
Γιατί δεν βοήθησαν οι Φράγκοι και τα αδέρφια του Κωνσταντίνου


         «Ο καίσαρ Κωνσταντίνος έστειλε πρέσβεις από τη στεργιά και τη θάλασσα στο Μωριά, στα αδέρφια του, επίσης στη Βενετία και στη Γένοβα, ζητώντας βοήθεια. 
        Τα αδέρφια του όμως δεν ήρθαν σε βοήθεια γιατί είχαν μεταξύ τους μεγάλη εχθροπάθεια κι επολέμαγαν και με τους Αρβανίτες. 
         Οι δε Φράγκοι επίσης δεν ηθέλησαν να στείλουν βοήθεια γιατί σκέφτονταν αλλιώς : 

« αφήστε μας εμάς, ας πάρουν τώρα οι Τούρκοι το Τσαρογκράντ (Κωνσταντινούπολη) κι εμείς έπειτα το παίρνουμε από εκείνους». Λοιπόν βοήθεια δεν ήρθε από πουθενά.»


Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΙΣΚΕΝΤΕΡΗΣ-χριστιανός στρατιώτης στο στρατόπεδο των Τούρκων-,ΚΕΔΡΟΣ



Η γενναία αντίσταση του λαού.29 Μαΐου 1453

           « Ο λαός στους δρόμους και στα σπίτια δεν υποτάχθηκε στους Τούρκους, αλλά τους επολέμαγε κι εσκότωσαν πολλούς εκείνη την ημέρα, αλλά έπεσαν και πολλοί από αυτούς τους ίδιους, καθώς γυναίκες και παιδιά, κι άλλους τους εσκλάβωσαν οι Τούρκοι.
          Αυτοί που ήταν απάνω στις τάπιες δεν ηθέλησαν να τις παραδώσουν, επολέμησαν με τους τούρκους και στις δύο μεριές, με εκείνους που ήταν ακόμα όξω και με τους άλλους μέσα στην πόλη, κι όταν την ημέρα τους ενίκαγαν οι Τούρκοι, αυτοί κατέβαιναν στους κρυψώνες και τις νύχτες έβγαιναν κι εχτύπαγαν τους τούρκους. 
         Μα κι άλλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, τους έριχναν ψηλά από τα σπίτια κεραμίδες και τούβλα ή έβαναν φωτιά στις ξύλινες σκεπές των σπιτιών και τους επολέμαγαν με αναμμένα δαυλιά, τους έκαναν πολλές και μεγάλες ζημιές, τόσο που εφοβήθηκαν οι πασάδες κι οι σαντζάκ-μπέηδες και δεν ήξεραν τι να κάνουν αλλά έστειλα στον Σουλτάνο και του είπαν : « Αν ο ίδιος δεν έμπεις στην πόλη, είναι αδύνατο να την πάρουμε». 
           Αυτός είχε βάλει να ψάχνουν παντού για τον καίσαρα και τη ρήγισσα και δεν αποφάσιζε να μπεί, το σκέφτηκε πολύ κι είπε να φέρουν μπροστά του όσους άρχοντες και στρατηγούς έπιασαν σκλάβους στις μάχες ή οι ίδιοι παραδόθηκαν στα χέρια των πασάδων, τους έδωκε το λόγο της τιμής του- και δώρα έταξε- και τους έστειλε μαζί με τους πασάδες και τους σαντζάκ-μπέηδες να αναγγείλουν στους κατοίκους σε όλους τους δρόμους και σε αυτούς εκεί που εκράτηγαν τις τάπιες τον λόγο και τον όρκο του Σουλτάνου : '' να πάψουν τον πόλεμο χωρίς κανένα φόβο ότι θα τους θανατώσουν ή θα τους σκλαβώσουν, κι αν όχι- όλους σας τότε, και τα γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας φάει το μαχαίρι.''
           Έτσι έγινε κι αυτό. Έτσι έπαψε ο πόλεμος και παραδόθηκαν όλοι στα χέρια των αρχόντων ,των στρατηγών και των πασάδων, μόλις το άκουσε ο Σουλτάνος εχάρηκε κι έστειλε να καθαρίσουν την πόλη, τους δρόμους και τις πλατείες, και την 11η μέρα έβαλε πάλι τους σαντζάκ-μπέηδες να πιάσουν τους δρόμους με πολλούς στρατιώτες μήπως γίνει καμιά προδοσία.»


Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΙΣΚΕΝΤΕΡΗΣ-χριστιανός στρατιώτης στο στρατόπεδο των Τούρκων-,ΚΕΔΡΟΣ
 
Ιούνιος 1453:Οι Έλληνες μεγιστάνες σφάζονται


            « Το ίδιο έπραξε και με τους μεγιστάνες και τους αξιωματούχους που εξαγόρασε , όλους μαζί τους έστειλε στον δήμιο και τους καρατόμησε. Διάλεξε μάλιστα τις γυναίκες και τα παιδιά τους , τα ωραία κορίτσια και τα όμορφα αγόρια και τα παρέδωσε στον αρχιευνούχο του για να τα επιβλέπει. Οι υπόλοιπο αιχμάλωτοι παραδόθηκαν από τον ίδιο στην επιτήρηση άλλων , ώσπου να μεταφερθούν στην άλλη Βαβυλώνα, την Αδριανούπολη.
          Και έβλεπες ολόκληρη την Πόλη στις σκηνές του στρατοπέδου , μια πόλη έρημη, ξαπλωμένη νεκρή, ξεγυμνωμένη , βουβή, παραμορφωμένη, άσχημη.»

 Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, Μιχαήλ Δούκας, κεφάλαιο XL, εκδόσεις Κανάκη
 


Ο σουλτάνος ζητά να ασελγήσει στον γιο του Νοταρά. Το τέλος του Λουκά Νοταρά και Ισαάκ.

3 Ιουνίου 1453


         « Αφού ο τύραννος περιόδευσε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, κατέληξε στα διαμερίσματα του παλατιού, όπου έστησε φαγοπότι για να διασκεδάσει. Βούλιαξε λοιπόν στο κρασί και μέθυσε, και στη συνέχεια φώναξε τον αρχιευνούχο του και τον πρόσταξε : « Πήγαινε στο σπίτι του μεγάλου δούκα και πές του : ‘’ είναι διαταγή του ηγεμόνα να στείλεις τον γυιό σου τον μικρότερο στο συμπόσιο’’».
        Το αγόρι ήταν πανέμορφο, μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Σαν άκουσε την προσταγή αυτή ο πατέρας του παιδιού κέρωσε  σαν νεκρός, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε και είπε στον αρχιευνούχο : « Δεν αρμόζει στην αγωγή μου να παραδίδω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια το παιδί μου για να μιανθεί από κάποιον. Καλύτερα επομένως να στείλει τον δήμιο για να μου πάρει το κεφάλι » .
        Ο αρχιευνούχος τον συμβούλεψε να παραδώσει το αγόρι, για να μην αρπάξει φωτιά από τον θυμό του ο τύραννος. Εκείνος αντιθέτως δεν πείστηκε και του είπε : « αν θέλεις να το πάρεις εσύ και να φύγεις, πάρ’ το και φύγε. Εγώ όμως να σου το παραδώσω με την ίδια μου την θέληση , είναι κάτι που δεν θα γίνει ποτέ». 
        Τότε ο αρχιευνούχος επέστρεψε στον ηγεμόνα και του μετέφερε όσα του είπε ο μεγάλος δούκας, ιδιαίτερα μάλιστα πως δεν θέλησε να παραδώσει το αγόρι. Ο τύραννος θύμωσε και είπε στον αρχιευνούχο : « Πάρε τον δήμιο μαζί σου και πήγαινε να μου φέρεις εδώ το παιδί. Ο δήμιος να φέρει μπροστά μου τον δούκα και όλα του τα παιδιά

          Μόλις επέστρεψαν και ο δούκας πληροφορήθηκε την εντολή, φίλησε τα παιδιά και τη γυναίκα του και ξεκίνησε μαζί με τον δήμιο. Τον ακολούθησαν ο γυιός και ο γαμπρός του ο Καντακουζηνός. Ο αρχιευνούχος πήρε το παιδί κοντά του. Παρουσιάστηκε στον ηγεμόνα και του έδειξε το αγόρι. Όταν ο τύραννος έμαθε ότι οι άλλοι στέκονταν στην πύλη του ανακτόρου, έδωσε διαταγή στον δήμιο να τους κόψει τα κεφάλια με το σπαθί. Ο δήμιος τους πήγε λίγο πιο πέρα από το παλάτι και τους ανακοίνωσε την διαταγή. Ο γυιός ακούγοντας την εντολή του σφαγιασμού τους άρχισε να κλαίει. 
             Ο πατέρας του , ωστόσο, ορθώθηκε με γενναιότητα, έδωσε θάρρος στους νέους, στηρίζοντας τους το φρόνημα με τα παρακάτω λόγια : « Παιδιά μου, είδατε πως κατά τη χθεσινή ημέρα και μόνον, όλα τα δικά μας σκόρπισαν στον άνεμο, ο ατελείωτος πλούτος μας και η επιβλητική δόξα που απολαμβάναμε σε αυτήν την μεγαλούπολη και, μέσω αυτής, σε όλη τη χριστιανική οικουμένη. Σήμερα όμως, τούτη τη στιγμή, τίποτε άλλο δεν μας έχει απομείνει παρά η ζωή μας. Και αυτή όμως δεν είναι αιώνια. Κάποτε ,σύντομα, όλοι πεθαίνουμε. Πως θα πεθάνουμε όμως; Στερημένοι από τα αγαθά που χάσαμε, από την δόξα και την τιμή, την αρχοντιά μας, περίγελος όλων, καταφρονημένοι, κουρελιάρηδες, μέχρι που να μας πάρει ο θάνατος από τον κόσμου τούτο ατιμασμένους. Που πήγε ο βασιλιάς μας; Δεν τον έσφαξαν χθες; Που πήγε ο συμπέθερός μου και πατέρας σου , ο μέγας δομέστικος; Που ο Παλαιολόγος και ο πρωτοστάτορας με τους δύο του γυιούς; Δεν σφαγιάστηκαν χθες στον πόλεμο; Μακάρι να είχαμε και εμείς πεθάνει μαζί τους. Αλλά και αυτή η ώρα είναι καλή, ας μη λιγοψυχήσουμε. Ποιος άλλωστε ξέρει, αν τα όπλα του διαβόλου, σαν καθυστερούσαμε και άλλο εδώ, δεν μας πλήγωναν με τα δηλητηριασμένα τους βέλη. Να ο δρόμος είναι ανοιχτός. Στο όνομα του Εσταυρωμένου, Εκείνου που πέθανε και αναστήθηκε για τις αμαρτίες μας, ας πεθάνουμε για να απολαύσουμε μαζί Του τις ευλογίες Του». 
      Τούτα ήταν τα λόγια του για να ενθαρρύνει τους νέους, που αμέσως εγκαρδιωμένοι προετοιμάστηκαν να πεθάνουν. Είπε μετά στον δήμιο : « Κάνε αυτό που σε διέταξαν, αρχίζοντας από τους νέους». Ο δήμιος υπάκουσε και έκοψε τα κεφάλια των νέων, ενώ ο δούκας στεκόταν ακίνητος ψελλίζοντας  : « Ευχαριστώ σοι, Κύριε» και « Δίκαιος εί, Κύριε» . Αμέσως μετά, είπε στον δήμιο: « Αδελφέ, δώσε μου λίγη ώρα για να μπώ στην εκκλησία να προσευχηθώ».

        Υπήρχε στο σημείο εκείνο μια μικρή εκκλησία. Ο άλλος του έδωσε την άδεια και αυτός εισήλθε στον ναό και προσευχήθηκε. Κατόπιν  βγήκε έξω από την πόρτα της εκκλησίας, όπου είδε εμπρός του τα σώματα των παιδιών του να σπαρταρούν ακόμα ! Δοξολόγησε και πάλι τον Θεό, γονάτισε και του έκοψαν το κεφάλι. Στη συνέχεια, ο δήμιος πήρε τις κεφαλές τους και επέστρεψε στην αίθουσα του συμποσίου, παρουσιάζοντάς τες στον αιμοβόρο κτήνος. Είχε αφήσει πίσω του γυμνά και άταφα τα σώματά τους.»


Ο Λουκάς Νοταράς αποχαιρετά τη γυναίκα του, για να σφαγιαστεί .
-Ο μικρότερος γυιός του ονομαζόταν Ισαάκ. Οι άλλοι δύο είχαν δραπετεύσει στη Ρώμη.-

Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, Μιχαήλ Δούκας, κεφάλαιο XL, εκδόσεις Κανάκη.

 Η τελευταία νύχτα. ''Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου!''

           «Έτσι με τη βοήθεια του Θεού σώθηκε κι εκείνη την ημέρα η πόλη : οι τούρκοι αποτραβήχτηκαν από τα τείχη κι οι πολεμιστές έπεσαν να ξεκουραστούν και δεν έγινε εκείνη τη νύχτα τίποτε άλλο. Ο καίσαρ με τον Πατριάρχη κι όλοι οι πολεμιστές επήγαν στην μεγάλη εκκλησία κι ευχαρίστησαν το Θεό και την υπεραγία Θεοτόκο κι εγκωμίαζαν τον καίσαρα κι όπως μου είπε κάποιος, ακόμα κι ο ίδιος ο καίσαρ εκαμάρωνε, υψώθηκε κι η δική του καρδιά κι ενόμισε ότι τώρα οι Τούρκοι θα έφευγαν-που να εγνώριζε τις βουλές του Υψίστου!

         Ο Μαχωμέτ , βλέποντας πόσοι δικοί του εχάθηκαν και μαθαίνοντας και τον ηρωισμό του καίσαρα, δεν έπεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, αλλά εκάλεσε τους δικούς του σε συμβούλιο: ήθελε να υποχωρήσει εκείνη τη νύχτα γιατί κι ο θαλάσσιος δρόμος ήταν ανοιχτός και πολλά καράβια μπορούσαν να έρθουν βοήθεια στην πόλη, αλλά ήταν το θέλημα του Θεού και δεν έγινε αυτό- την έβδομη ώρα εκείνης της νύχτας ζοφερό σκοτάδι έπεσε κι εσκέπασε την πόλη: έπηξε ο αέρας, κάτι μεγάλες στάλες κατέβαιναν βροχή στην πόλη σαν στάλες δάκρυα, αλλά χοντρές και τρομερές σαν τα μάτια των βουβαλιών, κατακόκκινες αργόπεφταν πολλή ώρα κι εχώνονταν στο χώμα, όλους τους έπιασε μεγάλη απορία κι έπεσαν σε μεγάλη συλλογή και θλίψη.

        Ο πατριάρχης Αναστάσιος εκάλεσε γρήγορα όλο τον κλήρο και την σύγκλητο, επήγε στον καίσαρα και του είπε: «Γνωρίζεις, υπέρλαμπρε βασιλέα, όλα τα ρητά για τη μοίρα της πόλης, είδες ακόμα και την ανάληψη του Αγίου Πνεύματος και να τώρα κι άλλο σημείο μας δείχνει ότι χάνεται η πόλη. Σε ικετεύουμε: άφησε την την πόλη», όμως δεν θέλησε να τους ακούσει κι αποκρίθηκε: «Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου!».


Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΙΣΚΕΝΤΕΡΗΣ-χριστιανός στρατιώτης στο στρατόπεδο των Τούρκων-,ΚΕΔΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου