Σελίδες

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα

              Γράφτηκαν περίπου από τα μέσα του 13ου ως τα μέσα του 15ου αιώνα. Ονομάζονται ερωτικά γιατί η ιστορία που διηγούνται είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που χωρίζει και περνά βάσανα και περιπέτειες ώσπου να ξανασμίξει. Ωστόσο, ονομάζονται και ιπποτικά γιατί είναι φανερή σε αυτά η επίδραση του δυτικού μεσαιωνικού ιπποτισμού με θέματα τον άντρα υποτελή στον έρωτα, τις μονομαχίες και την αγάπη για περιπέτειες σε χώρες μακρινές.
Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι τα εξής:
  • υπάρχει έντονο το στοιχείο του παραμυθιού, του υπερφυσικού και του μαγικού ενώ κυρίαρχο είναι και το ερωτικό στοιχείο
  • είναι έκδηλη η φραγκική επίδραση αλλά και η επίδραση από την ανατολή
  • είναι χαρακτηριστική η επίδραση της λόγιας βυζαντινής παράδοσης
  • αποτελεί ισχυρό στοιχείο η δημοτική αίσθηση (σε μερικά μυθιστορήματα παραθέτονται αυτούσια δημοτικά τραγούδια της εποχής)

                   
Ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα 




Τα πιο σημαντικά ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα που έχουν σωθεί είναι τα εξής πέντε:
 
 
              Είναι το μεγαλύτερο και πιο διαδεδομένο μυθιστόρημα (έχει παραδοθεί σε 5 χειρόγραφα). Τοποθετείται στο 14ο αιώνα και ο ποιητής είναι άγνωστος.
                                                                       Υπόθεση

             Ο Λίβιστρος ερωτεύεται και παντρεύεται τη βασιλοπούλα Ροδάμνη, την οποία όμως αργότερα κλέβει, με τη βοήθεια μιας μάγισσας, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Βερδερίχος. Από τότε ο Λίβιστρος γυρίζει τον κόσμο αναζητώντας τη γυναίκα του. Κάποτε θα γνωριστεί με τον Κλιτοβό, ο οποίος θα γίνει φίλος του και θα τον συνοδεύσει στην αναζήτησή του. Τελικά, οι δύο νέοι θα βρουν τη Ροδάμνη και οι τρεις μαζί θα επιστρέψουν στο βασίλειο της Ροδάμνης. Από εκεί ο Κλιτοβός θα επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου θα βρει την αγαπημένη του Μυρτάνη, στην οποία θα εξιστορήσει τις περιπέτειες που πέρασε με το φίλο του Λίβιστρο.


Αποσπάσματα 

Όδε δημίου χειρότερον, ωραία μου, το πιττάκιν,
έδε ληστού κακότερον τούτο το μήνυμά σου,
έδε γραφή οπού εβάσταζε σπαθίν ηκονισμένον,
οργής μαχαίριν δίστομον το εχάλκευσεν ο πόθος,
να κατακόπτη σώματα και να μερίζη αισθήσεις:
έδε χαρτίν οπού έγεμεν απέσω αντί γραμμάτων
πόνους να θανατώσωσιν αιστητικάς καρδίας.[. . .]

Ουδέν μ' ελέησεν καν ποσώς ο νους σου μη απεθάνω,
αλλά τοσούτην κάκωσιν δια λόγον εκακώθης
να θανατώσης άνθρωπον οπού ψοφά δια σένα [. . .]
 

και εγράψασι τα χέρια σου πιττάκιν μανιωμένον,
πιττάκιν να έχη θάνατον ακέραιον ιδικόν μου,
πιττάκι οπού εδύναντο οι λόγοι του τους είχεν
να εξερριζώσουν απ' εμέ την όλην μου καρδίαν.
Και ε συμφορά ότι από του νυν εις θάνατον υπάγω,
δίχρονον ήδη σήμερον, τέλος άλλον ουκ έχω. 
σ.175 

Αναστενάζουν τα βουνά, πάσχουν δι' εμέν οι κάμποι,
θρηνούσιν τα παράπλαγα, βροντούν οι λιβαδίες,
και δένδρα τα επαρέδραμα και οι ραχωτές κλεισούρες
έχουν τους πόνους μου ακομή και αντίς μου αναστενάζουν.
Λέγουν: "εδιέβην απ' εδώ στρατιώτης πονεμένος,
άγουρος ποθοφλόγιστος δια πόθον ωραιωμένης
τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του,
καπνόν επάνω εις τα βουνά τον πονοανασασμόν του
τον ήλιον είχεν μάρτυραν και εις τόπους μετ' εκείνον
τα σύννεφα εσκεπάζετον, συνέπασχεν μετ' αυτόν.
σ. 283 



 


                 Έχει τη μισή έκταση από το «Λίβιστρος και Ροδάμνη» και έχει παραδοθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο. Τοποθετείται περίπου το 13ο αιώνα αν και δεν είναι εξακριβωμένο πότε και από ποιον γράφτηκε. Ορισμένοι μελετητές το αποδίδουν στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, γιο του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου.


                                                                       Υπόθεση


             Ο Καλλίμαχος, που είναι ο μικρότερος γιος ενός βασιλιά, εγκαταλείπει τη χώρα του μαζί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του για να φέρει σε πέρας ένα κατόρθωμα με το οποίο θα αποδείξει στον πατέρα του ότι είναι γενναιότερος από τους αδελφούς του και επομένως ο πιο ικανός να τον διαδεχτεί στον θρόνο. Πράγματι, το νεαρό βασιλόπουλο, έπειτα από διάφορες περιπέτειες καταφέρνει, επιδεικνύοντας περισσότερο θάρρος από τους αδελφούς του, να σκοτώσει ύστερα από σκληρό αγώνα έναν δράκο που κρατούσε φυλακισμένη στον πύργο του την όμορφη βασιλοπούλα Χρυσορρόη, με την οποία συνδέεται στη συνέχεια ερωτικά. Την ευτυχισμένη συμβίωση των δύο νέων έρχεται να διακόψει ένας νεαρός βασιλιάς, ο οποίος με τη βοήθεια κάποιας μάγισσας αρπάζει την κόρη και βυθίζει σε θανάσιμο ύπνο τον Καλλίμαχο. Τα αδέλφια του, μαθαίνοντας την τύχη του, σπεύδουν να τον βοηθήσουν και, όταν τελικά με τη συνδρομή τους ο Καλλίμαχος επανέρχεται στη ζωή, ξεκινά για την αναζήτηση της αγαπημένης του Χρυσορρόης. Έπειτα από πολλές περιπέτειες φτάνει σε μια πόλη όπου βασίλισσα είναι η Χρυσορρόη, η οποία, αφού τον αναγνωρίζει, αρχίζει να τον συναντά τις νύχτες στο περίπτερο του παλατιού. Ο βασιλιάς, μόλις πληροφορείται την κρυφή σχέση των νέων, οργίζεται αρχικά εναντίον του Καλλίμαχου και διατάζει να τον θανατώσουν, τελικά όμως αποφασίζει να τον συγχωρήσει και του δίνει την άδεια να ζήσει ελεύθερος με τη Χρυσορρόη.

Απόσπασμα 

Είχεν εκείνον το κελλίν, αλλά και πώς εκφράσω;
ολοχρυσομαργάρωτον, κατάχρυσον την στέγην,
πλην ουχ απλώς κατάχρυσον και μεμαργαρωμένην,
ουδέ από λίθων τηλαυγών τον κόσμον είχεν μόνον,
αλλ' είχεν στέγην ουρανόν και τους αστέρων δρόμους,
θαυμάζω πως τον ουρανόν και τους αστέρων δρόμους,
μετά πανσόφου μηχανής και τέχνης παραξένου.
Το στέγασμα το πάγχρυσον εκείνου του κελλίου,
ο Κρόνος ην ως εν χερσίν τον ουρανόν συνέχων
καθήμενος εφ' υψηλού θρόνου, λευκός τας τρίχας
εκεί και ο Ζευς ιστόρητο λευκός ουρανοδρόμος
ώσπερ τις μέγας βασιλεύς, δυνάστης επηρμένος,
αυθέντης όλων των αρχών και των στεμμάτων όλων.
Αστήρ εκείθεν έλαμπεν λαμπρός της Αφροδίτης
έχων ακτίνας τηλαυγείς, ηδονικάς, ωραίας
και μετ' αυτόν ιστόρησεν τον Άρην ο τεχνίτης
ερωτικώς συμπαίζοντα μετά της Αφροδίτης.
Είχεν εκεί την Αθηνάν εν θρόνω καθημένην
και διακοσμούσας Χάριτας τον ουρανόν εκείνον.
Εν μέσω τούτων συμπλοκάς πολλών αστέρων είχεν.
σ.16-17


 

            Είναι το συντομότερο από τα τρία πρωτότυπα μυθιστορήματα και έχει παραδοθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο. Τοποθετείται περίπου στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα αλλά ο ποιητής δεν έχει προσδιορισθεί.


                                                                 Υπόθεση       
          
              Ο Βέλθανδρος, γιος του βασιλιά των Ρωμαίων, φτάνει στην αυλή του βασιλιά της Αντιόχειας και αναγνωρίζει τη βασιλοπούλα Χρυσάντζα. Ήταν η ίδια που με την εντολή του Έρωτα βράβευσε ως την πιο όμορφη από σαράντα όμορφες στο Ερωτόκαστρο, όπου είχε μπει προηγουμένως. Οι δύο νέοι φλογίζονται από έρωτα και έπειτα από κινδύνους και βάσανα ενώνονται και ευτυχούν. Ο Βέλθανδρος διαδέχεται στο θρόνο τον πατέρα του.

 
 
 
 
                  Είναι διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Pierre de Provence et la bella Maguelonne, του οποίου η πρώτη επεξεργασία τοποθετείται στο 12ο αιώνα.

                                                                 Υπόθεση

              Ο βασιλιάς της Προβηγκίας έχει μια πολύ ωραία γυναίκα που όμως δεν μπορεί να προσφέρει διάδοχο. Μετά από πολλές παρακλήσεις στο Θεό αποκτά, τελικά, τον πολυπόθητο γιο, τον Ιμπέριο, που είναι και ο κύριος ήρωας του έργου. Μεγαλώνοντας ο Ιμπέριος θέλει να γνωρίσει τον κόσμο και έτσι εγκαταλείπει τους γονείς του και ξεκινάει με την εικόνα ενός ωραίου και γεροδεμένου ιππότη, που κατά την πλοκή του έργου, εμπλέκεται σε διάφορες περιπέτειες.
Φθάνοντας στη Νάπολη της Ιταλίας ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Μαργαρώνα, η οποία όμως για να δεχθεί το γάμο, στον οποίο συμφώνησαν και οι γονείς της, θέτει ως όρο ο υποψήφιος να είναι νικητής κονταρομαχίας. Στον αγώνα που ακολούθησε, νίκησε ο Ιμπέριος, ο οποίος με τον τίτλο του νικητή και του ήρωα, παντρεύεται την Μαργαρώνα και αποφασίζει να τη φέρει στο βασίλειο του πατέρα του προκειμένου να τη γνωρίσουν και οι γονείς του.
Έτσι, ξεκινούν με πολλούς θησαυρούς και αφού περνούν ποτάμια, λαγκάδια, βουνά και χαράδρες σταματούν να ξεκουραστούν σε μια πεδιάδα. Την ώρα που κοιμόταν η Μαργαρώνα, ο Ιμπέριος σηκώθηκε να κυνηγήσει μία πέρδικα. Τότε ένας αετός κατεβαίνει και αρπάζει από το στήθος της Μαργαρώνας το σπουδαίο φυλαχτό που είχε δώσει στον Ιμπέριο η μητέρα του και εκείνος το είχε προσφέρει στην Μαργαρώνα.
Από το σημείο αυτό αρχίζουν οι μεγάλες περιπέτειες. Το ζευγάρι χωρίζει, ο Ιμπέριος πιάνεται αιχμάλωτος των Σαρακηνών ενώ η Μαργαρώνα φθάνει στην Προβηγκία και κλείνεται σε μοναστήρι. Τελικά, ο Ιμπέριος καταφέρνει να επιστρέψει στη πατρίδα του και να συναντηθεί με τη γυναίκα του. Ακολουθούν μεγάλες γιορτές και χαρές, με τον Ιμπέριο να γίνεται βασιλιάς και η Μαργαρώνα βασίλισσα.


 
 
Είναι διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Floire et Blanchefleur και τοποθετείται λίγο πριν τα μέσα του 15ου αιώνα.






 
 
 
 
 

Τα τρία πρώτα είναι πρωτότυπες συνθέσεις ενώ τα δύο τελευταία είναι διασκευές αντίστοιχων γαλλικών μυθιστορημάτων.



ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Η παραπάνω εργασία βρίσκεται αναρτημένη στη σελίδα της '' Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" 

http://e-logotexnia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=34&Itemid=20
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου