Σελίδες

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Η Αθήνα του 12ου αι. μέσα από τα μάτια του Μιχαήλ Χωνιάτη Ακομινάτου

 
THΣ ΚΑΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ
 
 
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος γεννήθηκε περίπου το 1138 στις Χώνες της Φρυγίας.Νεαρός ακόμα πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου μορφώθηκε στην κλασική παιδεία Το 1175 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και το 1182 έγινε μητροπολίτης Αθηνών.

Έρχεται λοιπόν στην Αθήνα ανύποπτος ο νεοχειροτονηθείς Μιχαήλ, αρχαιομαθής και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, με πολλή χαρά και πολύ ενθουσιασμό που θα είναι τώρα ο μητροπολίτης μιας τόσο ένδοξης πόλης που γέννησε τα γράμματα και τον πολιτισμό και φώτισε την Οικουμένη. Με τέτοιες γλυκές προσδοκίες κατεβαίνει στην Αθήνα ο λόγιος από τη Μικρά Ασία.



Εγκαθίσταται στο κτήριο της Επισκοπής, στην Ακρόπολη, εκεί που βρίσκεται και ο καθεδρικός ναός της Παρθένου Μαρίας, και με την ευκαιρία της ενθρόνισής του εκφωνεί ένα θερμότατο λόγο στους Αθηναίους που μαζεύτηκαν στον Παρθενώνα για να τον ακούσουν.

Στο λόγο αυτό υπενθυμίζει στους Αθηναίους την παλιά δόξα της πόλης τους και εκφράζει την πεποίθησή του ότι η γενεαλογική συνέχεια από την αρχαιότητα ως εκείνη τη στιγμή δεν έχει διακοπεί. Τους συμβουλεύει να συνεχίσουν τον ευγενικό τρόπο ζωής των προγόνων τους και τους φέρνει ως παράδειγμα τον Αριστείδη, τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή και άλλους σπουδαίους Αθηναίους.

Μετά την ομιλία του πρέπει να υποθέσουμε ότι αποσύρθηκε στην Επισκοπή πολύ ευχαριστημένος και ότι ξεκίνησε με ζήλο την αποστολή του. Πολύ σύντομα όμως βγήκε από τις αυταπάτες του. Ο ενθουσιασμός του έσβησε και τον διαδέχθηκε μια βαθιά απογοήτευση.

Παναγία η Γοργοεπήκοος, 12ος αι. Πρόσοψη.




Η Αθήνα του 12ου αιώνα δεν έχει καμιά, μα καμιά απολύτως ομοιότητα με την κλασική Αθήνα που είχε γνωρίσει στα βιβλία του.

Δεν είναι πια πόλη, είναι ένα χωριό. Ένα χωριό ρημαγμένο, φτωχό, με κατοίκους πεινασμένους και ρακένδυτους. Δεν μιλούν καν τη γλώσσα που μιλά ο ίδιος. Η ομιλία που είχε εκφωνήσει μπροστά στο αθηναϊκό του ποίμνιο ήταν σκοτεινή και ακατανόητη, τίποτα δεν είχαν καταλάβει οι Αθηναίοι από όσα τους είχε πει αυτός ο ενθουσιώδης και περίεργος ιεράρχης. Ο Ακομινάτος έκανε τρία χρόνια να μάθει να μιλά και να καταλαβαίνει το τοπικό ιδίωμα και άρχισε να ανησυχεί, μήπως στο τέλος εκβαρβαρωθεί και ο ίδιος μιλώντας αυτό το είδος της βάρβαρης διαλέκτου.

«Ω! πόλη των Αθηνών!», αναφωνεί σε κάποιο από τα κείμενά του. «Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί! Όταν σου μιλούσα απλά και φυσικά με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, φαινόταν σαν να μιλούσα για κάτι ακατανόητο ή σε μια ξένη γλώσσα των Περσών ή των Σκυθών».

Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται σε ένα θλιβερό χωριό με ελάχιστα απομεινάρια κάποιας παλιάς, μακρινής δόξας. Λίγα χρόνια πριν οι Σαρακηνοί είχαν κάνει επιδρομή στον τόπο, είχαν λεηλατήσει και είχαν καταστρέψει τα πάντα.Πείνα και λοιμός αφανίζουν τον ελάχιστο πληθυσμό που ζει εκεί.

Παναγία η Γοργοεπήκοος, 12ος αι. Ανάγλυφο.




Γράφει ο Μιχαήλ:

«Βλέπεις τα τείχη, άλλα απογυμνωμένα, άλλα εντελώς αφανισμένα, σπίτια κατεδαφισμένα και καλλιεργημένα ...βλέπεις την πόλη ερημωμένη και μη κατοικήσιμη...ενώ δεν θα βρεις ούτε ερείπιο της Ηλιαίας ή του Περιπάτου ή του Λυκείου...μόνο το βραχώδη λόφο του Αρείου Πάγου μπορείς να δεις, τίποτα το ακμαίο...Τυχαίνει και στην Ποικίλη Στοά να βρίσκεται ένα μικρό απομεινάρι, σημάδι ποιμένων και αυτό και φαγωμένο στις πλίνθους από την πάροδο του χρόνου...όπως και οι χείμαρροι διατρέχουν τις πέτρες που προεξέχουν, στη μόνη και ταλαιπωρημένη Αθήνα όλα ρέουν με μένος παρακωλύοντας κάθε οχύρωμα.

Και αλλού:
«Επειδή κανένας αγρός δεν μπορούσε να οργωθεί στην Αθήνα και υπέφεραν, άρχισαν να σπέρνουν τα οικόπεδα...όχι μόνο χόρτα ή ζώα αλλά ούτε ξερά σύκα ή ελιές δεν έχουν... αφανίζεται το εναπομείναν μικρό ποίμνιο τον Αθηνών... Δεν είμαι ευτυχισμένος, γιατί εξαιτίας της μεγάλης ερημιάς της άλλοτε μεγάλης πόλης, πολύ δυστυχές και μικρό είναι το ποίμνιο που διοικώ».

Ο Ακομινάτος δεν είναι πια ευτυχής. Είναι δυστυχής ζώντας σε ένα χωριό φάντασμα της άλλοτε δοξασμένης Αθήνας. Κάνει ό,τι μπορεί για να βελτιώσει την κατάσταση, νουθετεί, επιπλήττει ή κολακεύει τους πραίτορες που έρχονται από την Κωνσταντινούπολη, στέλνει επιστολές στους ισχυρούς, απευθύνει ένα Υπομνηστικόν στον αυτοκράτορα. Όλα μάταια.

Παναγία η Καπνικαρέα, β΄μισό 11ου αι.




Η Αθήνα υποφέρει από τη βαριά φορολογία και τις αυθαιρεσίες των αξιωματούχων,υποφέρει από τη σιτοδεία και τις επιδρομές των πειρατών, αλλά κανείς δεν νοιάζεται. Οι πιο φτωχοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, μαζεύουν τα μπογαλάκια τους και φεύγουν, πάνε να βρουν αλλού την τύχη τους, «...ώστε εξέλιπεν και φυσητήρ, ου σιδηρεύς παρ’ ημίν, ου χαλκεύς, ου μαχαιροποιός».

Οι δρόμοι είναι έρημοι, οι άνθρωποι σε απόγνωση. Σπάνια να βρεθεί άνθρωπος που να ξέρει λίγα γράμματα.

«Ζω στην Αθήνα, αλλά δεν βλέπω την Αθήνα πουθενά».

Κι όμως η φύση γύρω παραμένει η ίδια, είναι αυτή που ο Ακομινάτος αναγνωρίζει από τα διαβάσματά του:

«Η εξαιρετική πραότητα της χώρας έχει διατηρηθεί. Ο Υμηττός με το άφθονο μέλι, ο Πειραιάς, η κάποτε μυστηριώδης Ελευσίνα, η πεδιάδα του Μαραθώνα και η Ακρόπολη.Αλλά η γενιά εκείνη που αγάπησε την επιστήμη εξαφανίστηκε για να έρθει στη θέση της μια γενιά αμόρφωτη και φτωχή, ψυχικά και σωματικά».

Μωσαϊκό από το Καθολικό της μονής Δαφνίου. 12ος αι.




Πάνω από τριάντα χρόνια έμεινε στην Αθήνα ο Μιχαήλ Ακομινάτος και πρέπει να τα πέρασε δύσκολα, μέσα στην απογοήτευση και τη μοναξιά, ανάμεσα σε ανθρώπους αμόρφωτους που δεν τον καταλάβαιναν και δεν καταλάβαιναν και το λόγο της δυστυχίας του. Μπορεί από την απελπισία του να υπερέβαλε στις περιγραφές του, όμως όσα μας καταμαρτυρεί δεν πρέπει να απέχουν και πολύ από την αλήθεια.





Το 1203 υπεράσπισε την Αθήνα κατά την εισβολή στην Αττική του Λέοντα Σγουρού που είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία Ναυπλίου και Αργολίδας. Το1204 όμως που ήρθαν οι Φράγκοι, δεν μπόρεσε να τη σώσει. Η Αθήνα παραδόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και οι Φράγκοι του λεηλάτησαν ό,τι βρήκαν όρθιο, άρπαξαν εκκλησιαστικούς θησαυρούς και κειμήλια, λαφυραγώγησαν τον Παρθενώνα και την εκεί χριστιανική εκκλησία και το ίδιο έκαναν και με τη βιβλιοθήκη του Ακομινάτου.

Ο ίδιος εγκατέλειψε την Αθήνα, περιπλανήθηκε για λίγο στη Θεσσαλονίκη και την Εύβοια και κατέληξε στην Κέα. Πέθανε γύρω στο 1222.




Μιχαήλ Χωνιάτης Ακομινάτος, από το ναό του Αγ. Πέτρου, Καλύβια Κουβαρά Αττικής, 13ος αι.


1 σχόλιο: