Σελίδες

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Αύγουστος, ο μήνας της Παναγιάς

 του  Θάνου Δασκαλοθανάση


            Κορυφαία και πρωτεύουσα θέση ανάμεσα στις γιορτές του καλοκαιριού κατέχει στην καρδιά του Αυγούστου η Κοίμησις της Θεοτόκου. Άπειρα τα επίθετα και οι προσωνυμίες  που συνδέουν την Παναγιά με τους διάφορους τόπους, την Παναγιά όλης της χριστιανικής οικουμένης. Άπειρα και τα προσκυνήματα που καθιστούν το μήνα Αύγουστο το μήνα της Παναγιάς.  Η μορφή της υμνήθηκε από την εκκλησία και εικαστικά μέσω των εικόνων και των ψηφιδωτών έχει αποτυπωθεί σε άπειρες παραλλαγές. Σύμφωνα με την παράδοση ο ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε πρώτος την Παναγία στο γνώριμο ως σήμερα τύπο της Οδηγήτριας. Η εικόνα άρεσε και στην ίδια και είχε την ευλογία της.

         Το να ασχοληθεί κανείς με το πρόσωπο της Θεοτόκου και τις απεικονίσεις του στη βυζαντινή τέχνη  είναι ένα πανδύσκολο έργο. Εδω απλά θα αναφέρουμε τους εικονογραφικούς τύπους που διαμόρφωσε η αγιογραφική-καλλιτεχνική παράδοση στο χώρο της ορθοδοξίας. Η πλατυτέρα των ουρανών, η μητέρα του Θεού, η τιμιωτέρα των χερουβίμ, η βλαχερνίτισσα, η νικοποιός, η παράκληση, η ελεούσα, η γλυκοφιλούσα, η κυρία των αγγέλων, η χώρα του αχωρήτου, η γαλακτοτροφούσα, η φοβερὰ προστασία, η οδηγήτρια, η βρεφοκρατούσα, η ελεοῦσα, η ρίζα του Iεσσαί, η ζωοδόχος πηγή, η αμίαντος, η αμόλυντος, η αγγελόκτιστη, η Παναγία τοῦ πάθους και πέρα απὸ τα καθιερωμένα ονόματα που η αγιογραφικὴ παράδοση μας κατέλειπε, ο κάθε τόπος ήθελε μια δικιά του Παναγιά, μία δικιά του Μάννα, που να προστρέχει σε καλὲς ή δύσκολες ώρες. Η Παναγιὰ της Τήνου, η Εικοσιφοίνισσα, η των Ιβήρων, η Καταπολιανή, των Βλαχερνών, η Σουμελά, η Παρηγορήτισσα της Αρτας, η Λαμπηνή, η Χρυσκαλίτισσα στα Χανιά  καὶ τόσες άλλες που συνέδεσαν τὸ όνομά της, με το όνομα της πόλεως που προστατεύει και μεσιτεύει για το λαό της.
        
            Η σύνδεση του ονόματος της Παναγιάς  και η κατασκευή του ναού προς τιμήν της έχει να κάνει και με την τεχνοτροπία του Ναού της (Μολυβδοσκέπαστη, Θολωτή κ.ά.). 
      
          Η εικόνα της σχετίζεται και ονομάζεται από τα θαύματα της Παναγίας: Γοργοϋπήκοος, Ελεούσα κά. ή μπορεί να έχει πάρει το όνομά της από εγκωμιαστικά λόγια, λόγω της μεγάλης  αγάπης των πιστών και της αναφοράς τους στο πρόσωπό της:  Χρυσοκελλαριά, Χρυσοσπηλιώτισσα κά.
    
          Υπάρχουν εικόνες της που τα ονόματα τους προέρχονται από τα επίθετα που της προσέδωσαν οι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, Αμόλυντος, Υψηλοτέρα κά.

          Επίσης θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την ειδική λατρευτική σχέση της Παναγίας με την Κωνσταντινούπολη ως προστάτιδας της Πόλης μέσα από ιστορικά γεγονότα, εκστρατείες και πολιορκίες της Πόλης.

          Η εξέχουσα θέση της Θεοτόκου στο Βυζάντιο επιβεβαιώνεται και  από τις πολλές εκκλησίες που χτίστηκαν στη Κωνσταντινούπολη και αφιερώθηκαν στην χάρη της.

         Ξεχωριστό κομμάτι αποτελεί η εικόνα της Υπερμάχου στρατηγού στη δημόσια λατρεία της αυτοκρατορίας (νομίσματα, σφραγίδες, δίπτυχα κά), αλλά και στην ιδιωτική λατρεία των πιστών χριστιανών (κοσμήματα,ενδύματα κά.).

        Σημαντικό κεφάλαιο της Βυζαντινής τέχνης είναι η μορφή της Παναγίας στα εξαιρετικά ψηφιδωτά των εκκλησιών της Βασιλεύουσας αλλά και όλων των Ορθόδοξων εκκλησιών.
     
          Η μελέτη και η καταγραφή όλων αυτών των στοιχείων θα επιβεβαιώσει τη  ειδική όσο και πρωτεύουσα θέση της Παναγίας στην Ορθοδοξία, στην  τέχνη και στο πολιτισμό του Βυζαντίου

Η ΒΕΝΕΤΙΑ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου

                  Ο άνθρωπος που γεννήθηκε στην Πάτρα, στο έτος 1402, δηλαδή πεντακόσια ακριβώς χρόνια πριν γεννηθώ εγώ ο ίδιος, περιγράφει τα γεγονότα που σημειώθηκαν στον ΙΕ΄ αιώνα, όσα έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το Ελληνικό Γένος. 
                     Η αυτοβιογραφία του ανθρώπου αυτού είναι, λοιπόν, ιστορία· δεν είναι μύθος. Το μόνο μη ιστορικό στοιχείο είναι η ψυχή εκείνου που, ως ανώνυμο και ασήμαντο πρόσωπο, παρακολουθεί και ζει τα γεγονότα. Και η ψυχή αυτή είναι η δική μου. Η παρέμβαση αυτή της ψυχής μου και των ματιών μου στην εξέλιξη των φοβερών και μεγάλων γεγονότων, που σημειώθηκαν από το 1402 ως το 1472, είναι βέβαια, ένας αναχρονισμός. Είναι, όμως, αναχρονισμός μονάχα ως ένα σημείο. Μεταθέτοντας τον εαυτό μου στον ΙΕ΄ αιώνα, τον αφήκα να εκδηλωθεί (ζώντας τα διάφορα γεγονότα και αντιδρώντας σ' αυτά) με τα ψυχικά μέσα που διαθέτω εγώ σήμερα και που ένας άνθρωπος, στον ΙΕ΄ αιώνα, δε μπορούσε ίσως να διαθέσει· ωστόσο, τα στοιχεία των γνώσεων που χρησιμοποιεί ο «εαυτός μου», ζώντας πεντακόσια χρόνια πριν από μένα, είναι στοιχεία που μια θεωρητική υπόθεση μου επιτρέπει να ισχυρίζομαι ότι μπορούσε να διαθέσει ένας άνθρωπος τον καιρό εκείνο (αδιάφορο αν στην πράξη, χωρίς την ψυχική ατμόσφαιρα της εποχής μας, θάταν αδύνατο να τα διαθέσει). 

ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ
  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ   "Γεννήθηκα στο 1402".
 επιμέλεια-διασκευή Θάνος Δασκαλοθανάσης 

                                                              Η Βενετία 1565
Στο παρακάτω απόσπασμα γίνεται μια εξαιρετική περιγραφή της Βενετίας
       
              Η Βενετία είναι ένα όνειρο. Ο Σιλβέστρος Συρόπουλος δε λέει για τ΄ όνειρο αυτό τίποτε. Ο Γεώργιος Σφραντζής, που αν δεν κάνω λάθος είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί τη Βενετία και δε βασίζεται μόνο σε περιγραφές άλλων, θυμήθηκε τον προφήτη και είπε μαζί του:<<O Θεός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν>>.
           Ναι η ρήση αυτή ταιριάζει απόλυτα στη Βενετία. Όχι μόνο η δύναμή της έχει θεμελιωθεί «επί Θαλασσών», αλλά και η ίδια η πόλη( μια πόλη που, όπως μου έλεγαν, θα πρέπει να είχε στα 1438 τουλάχιστον 100.000 κατοίκους) είναι θεμελιωμένη ή μοιάζει έτσι, πάνω στη θάλασσα. Μου είχαν συχνά μιλήσει προπάντων στην Πάτρα, για το μοναδικό αυτό φαινόμενο. Και όταν ταξίδευα για τη Βενετία, το είδα μάλιστα και στο όνειρό μου. Ωστόσο, το όνειρο που είδα ξύπνιος, αντικρίζοντας τη Βενετία, δε μπορούσε να το φτάσει κανένα από τα όνειρα που είχα δει στον ύπνο μου.
            Η Βενετία είναι μια μεγάλη λιμνοθάλασσα με πλήθος νησάκια. Η λιμνοθάλασσα αυτή δεν λιμνάζει. Αν ήταν καταδικασμένα τα νερά της να λιμνάζουν, δε θα μπορούσε να ζήσουν άνθρωποι εκεί μέσα. Ο Θεός φρόντισε να κινούνται τα νερά και να αλλάζουν με την αμπώτιδα και την παλίρροια, που την προκαλούν τα παλιρροϊκά κύματα που έρχονται από το Βορρά. Έτσι η Βενετία, αντί να ΄χει γύρω της και μέσα της και κάτω από τα πόδια της νερά που λιμνάζουν, έχει νερά που τη λικνίζουν. Τα παλάτια και οι εκκλησιές και όλα τα σπίτια καθρεφτίζονται μέσα στα νερά. Αν ο Νάρκισσος καθρεφτιζόταν μέσα στα νερά επειδή γεννήθηκε ωραίος και του άρεσε να βλέπει τον εαυτό του, η Βενετία έγινε ωραία, πολύ ωραία, επειδή, υποχρεωμένη να βλέπει τον εαυτός της μέσα στα νερά όπου, θέλοντας και μη, καθρεφτίζεται, στολίστηκε και ομόρφηνε όσο μπορούσε περισσότερο για να δίνει χαρά στα μάτια της και στα μάτια των άλλων.
             Οι δρόμοι της Βενετίας είναι υδάτινοι, τα κανάλια της. Των πιο πολλών σπιτιών τα κράσπεδα βρίσκονται μέσα στα νερά. Και υπάρχουν περίπου εκατόν πενήντα κανάλια στη Βενετία, με άλλα λόγια εκατόν πενήντα είναι οι δρόμοι της, μεγάλοι και μικροί. Το μεγάλο κανάλι, η «Μέση της Βενετίας», έχει τουλάχιστον δύο μίλια μήκος. Στα νερά του καθρεφτίζονται τα μέγαρα των αριστοκρατικών οικογενειών, και  στο κεντρικότερο σημείο της Βενετίας πλάι στη θρυλική Πιατσέττα, το μεγαλόπρεπο παλάτι των Δόγηδων με τις πολλές καμάρες του που στην πλάτη της καθεμίας στηρίζονται , σχηματίζοντας μικρότερες γαλερίες, από δύο μικρότερες καμάρες.
             Ποιοι πρωτοσκέφτηκαν αν χτίσουν μες στη μαγική αυτή λιμνοθάλασσα μιαν ολόκληρη πόλη; Πολλά λένε για τις πρώτες αρχές της Βενετίας. Οι θρύλοι που άκουσα είναι ωραίοι. Μέσα από τους θρύλους βγαίνει το βέβαιο γεγονός – βέβαιο το θεωρούσε κι όταν τον γνώρισα ο ερευνητικότητας Λαόνικος Χαλκοκονδύλης- ότι άνθρωποι φοβισμένοι και κατατρεγμένοι και διωγμένοι από τις ηπειρωτικές εστίες τους, διωγμένοι από το φόβο ότι πλησιάζουν οι Ούννοι του Αττίλα ή οι Γότθοι, ζήτησαν καταφύγιο στη λιμνοθάλασσα αυτή και στα σκόρπια νησάκια της ( παλιότερα θα τα κατοικούσαν φτωχοί ψαράδες) χτίζοντας σιγά-σιγά πάνω στον κινητό στοιχείο μια νέα πατρίδα στερεότερη από κείνη που είχαν άλλοτε στη στεριά και που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν.
            Όσο η Ραβέννα ήταν στα χέρια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι κάτοικοι της Βενετίας ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν στις εντολές που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος έδωσε σ΄ένα από τα νησάκια της, πράγμα που είχε πια ξεχαστεί όταν πήγα στη Βενετία, το ένδοξο όνομά του. Αφότου, όμως, η Ραβέννα έπεσε στα χέρια των Λογγοβάρδων-κι αυτό έγινε στο έτος 751- οι κάτοικοι της λιμνοθάλασσας άρχισαν να χειραφετούνται από κάθε ξένη εξουσία ( οι Λογγοβάρδοι, φανατικοί στεριανοί, δε σκέφτηκαν να τους ενοχλήσουν). Για να ασφαλιστούν από κάθε κίνδυνο επιδρομής από την ηπειρωτική Ιταλία, φρόντισαν να μεταφέρουν το κέντρο τους  από το νησάκι που είχε ονομαστεί Ηράκλεια στο Μαμμαμόκο. Αλλά και το Μαμμαμόκο δεν ήταν απρόσβλητο. Οι Φράγκοι του Καρλομάγνου έφθασαν ως εκεί. Οι κάτοικοι της Βενετίας μεταφερθήκανε τότε στα κεντρικότερα νησάκια της λιμνοθάλασσας  όπου – με τη βοήθεια του στόλου των Ρωμαίων αυτοκρατόρων που εξακολουθούσαν να προστατεύουν τη Βενετία- αποκρούστηκαν οριστικά οι Φράγκοι. Οι ίδιοι οι παντοδύναμοι τότε Φράγκοι αναγνώρισαν ότι η Βενετία δεν ανήκει στη σφαίρα της δικής τους δικαιοδοσίας, δηλαδή στη Δύση, και ότι η σφαίρα της Βενετίας, οι δρόμοι και η μοίρα της, είναι στην Ανατολή. Το κυριότερο από τα κεντρικά νησάκια της μεγάλης λιμνοθάλασσας όπου εγκαταστάθηκαν από τότε οριστικά οι Βενετοί είναι το Ριάλτο. Εκεί χτίστηκε, γύρω στο έτος 82ο, το πρώτο palatium ducis. Tριακόσια χρόνια περίπου αργότερα κάηκε, και στην ίδια σχεδόν θέση άρχισε να ανεγείρεται το νέο παλάτι των δόγηδων, το έξοχο αυτό μνημείο της ισχύος της Βενετίας.
             Βίαια γεγονότα που αναστατώνουν την επιφάνεια της γης συνοδεύουν την άνοδο (όπως άλλωστε και την πτώση) ενός μεγάλου κράτους. Η Βενετία ανέβηκε και έφθασε μια μέρα να γίνει τόσο δυνατή που άρχισε να διεκδικεί το τίτλο της Θαλασσοκράτειρας, χωρίς να το καταλάβει καλά καλά κανείς. Τα βήματά της ήταν σιωπηλά. Δεν ακούστηκε ο κρότος τους πάνω στη γη. Ήταν βήματα που σημειώθηκαν στις θάλασσες, όπου οι φουρτούνες με το δικό τους φοβερό κρότο σβήνουν κάθε άλλο ήχο. Οι Βενετοί μάζευαν χρυσάφι και πολύτιμα αντικείμενα, όταν η ηπειρωτική Δύση με τους γενναίους ιππότες της ήταν φτωχή, έχτιζαν σπίτια και πλοία, προπάντων πλοία, ταξίδευαν, γνώρισαν όλα τα λιμάνια και τους δρόμους της Μεσογείου, προετοιμάστηκαν για να γίνουν οι Φοίνικες της εποχής μας, χωρίς κανένας να αντιληφθεί πέρα για πέρα το τι μπορούσε να προκύψει από την πείρα και τον πλούτο που συγκεντρώνονταν στη μαγική λιμνοθάλασσα. Με τη πρώτη σταυροφορία το έτος 1100, φάνηκε ξαφνικά η δύναμη της Βενετίας, χωρίς τα διακόσια πλοία της οι Σταυροφόροι δε θα μπορούσαν να επιχειρήσουν το ιερό τους ταξίδι στη Συρία. Από τότε προβάλλει η Βενετία σαν μια μεγάλη ναυτική δύναμη. Όταν, στο έτος 1204,  μπήκε ο δόγης Ενρίκο Δάνδολο στην Πόλη, η εκλογή του Λατίνου αυτοκράτορα(ο ίδιος δεν δέχτηκε τον τίτλο) έγινε από έξι Βενετούς και έξι Φράγκους. Μια μοναδική πόλη, η Βενετία, θεωρήθηκε ισοδύναμη με ολόκληρη τη Δύση. Στη διανομή των ελληνικών χωρών που ακολούθησε, ο Δόγης ζήτησε και πήρε ως μερίδιο της Βενετίας τα κρισιμότερα ηπειρωτικά λιμάνια και κυριότερα νησιά του Αιγαίου και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου.
          Οι Δυτικοί ονόμαζαν «Ρωμανία» το Ρωμαϊκό δηλαδή το Ελληνικό Κράτος. Κάτι ήξερε ο Δόγης Δάνδολος που δεν δέχτηκε να γίνει αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης. Εκεί βέβαια κηδεύτηκε γιατί η φοβερή περιπέτεια του πρώτου Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης  με τους Βούλγαρους τον έκανε να αρρωστήσει και να πεθάνει, φτάνοντας ήδη τα εκατό του χρόνια. Mε την ίδια την Κωνσταντινούπολη δεν θέληση ο Δάνδολος να συνδέσει το κύρος της Βενετίας. Η Πόλη ξαναέπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ όλες οι ναυτικές κτήσεις της Βενετίας έμειν


Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Tα βασιλικά άλογα


Xρυσό μετάλλιο του Kωνσταντίνου A΄ (306-337), χρονολογία κοπής: 330. O θεμελιωτής της Ανατολικής Pωμαϊκής αυτοκρατορίας εικονίζεται έφιππος θριαμβευτής, ενώ προπορεύεται η Nίκη κρατώντας τον στέφανο της δόξας.

           


τα βασιλικά άλογα



                Iδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση των προετοιμασιών που έπρεπε να γίνουν και των εφοδίων που έπρεπε να ετοιμασθούν, όταν επρόκειτο να εκστρατεύσει ο αυτοκράτορας, σε σύντομο έργο που συνέγραψε ο Kωνσταντίνος Z΄ Πορφυρογέννητος (913-959). Eκεί αναφέρονται, μεταξύ των άλλων, τα «βασιλικά ιππάρια» και τα «παρασυρτά», τα οποία συχνά προορίζονταν για δώρα σε ξένους ηγεμόνες. Tα βασιλικά άλογα, όταν περιέρχονταν στον αυτοκρατορικό στάβλο, έπρεπε να είναι μεταξύ πέντε και επτά ετών. Σφραγίζονταν στα καπούλια και από τις δύο πλευρές και αμέσως ευνουχίζονταν, ώστε να είναι πιο πειθαρχημένα. Απαγορευόταν ρητώς να κατέχει οποιοσδήποτε άλογο με τη «βασιλικήν βούλλαν». Eπιφορτισμένοι με τη φροντίδα των βασιλικών αλόγων ήταν οι «στράτορες», ενώ επικεφαλής του αυτοκρατορικών στάβλων ήταν ο «κόμης των στάβλων».
          Γενικότερα, το άλογο εθεωρείτο αντάξιο του αυτοκρατορικού κύρους και βέβαια, των στρατιωτικών ηγετών. Πολλές είναι οι παραστάσεις που εμφανίζουν τον βασιλέα έφιππο, και πλήθος οι εικόνες των στρατιωτικών αγίων ως καβαλάρηδων.
            Για την εκτροφή αλόγων και άλλων υποζυγίων και τη διάθεσή τους στον στρατό αλλά και το ταχυδρομείο υπεύθυνος ήταν ο «λογοθέτης των αγελών». Eκτός όμως από τον οργανωμένο και σταθερό αυτόν τρόπο εξασφάλισης αλόγων από τα κρατικά ιπποφορβεία, υπήρχε και ο άλλος τρόπος. με τον πληθυσμό που ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει άλογα στην υπηρεσία του ταχυδρομείου και ο οποίος αντιστοιχούσε σε ένα είδος φορολογίας. H Eκκλησία συχνά υποχρεωνόταν να διαθέτει υποζύγια στον στρατό. Δεν ήταν πάλι σπάνιες οι περιπτώσεις που καταβάλλονταν χρήματα αντί της διάθεσης αλόγων. O εκάστοτε στρατηγός του Θέματος (επαρχία) ήταν επιφορτισμένος με τις ανάλογες ενέργειες, προκειμένου να συγκεντρωθεί από το Θέμα του ο προβλεπόμενος αριθμός ζώων.
           Παράλληλα υπήρχε η υποχρέωση, κατά τον 9ο και τον 10ο κυρίως αιώνα, να προσέρχονται οι στρατιώτες του επαρχιακού (θεματικού) στρατού με τον οπλισμό και το άλογό τους στο στράτευμα. Mάλιστα, αν ήταν βαριά οπλισμένοι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις έπρεπε να διαθέτουν οι ίδιοι επιπλέον βοηθητικό άλογο και υπηρέτη. Oι υποχρεώσεις αυτές αποτελούσαν μεγάλο οικονομικό βάρος στον στρατιώτη αυτής της κατηγορίας, που όφειλε να εξοπλισθεί μόνος του. aν μάλιστα συνέβαινε να φονευθεί το άλογό του στη μάχη ή λόγω τραυματισμού να μην είναι σε θέση να λάβει μέρος στην εκστρατεία, ο στρατιώτης έπρεπε να φροντίσει για την αντικατάστασή του. Kάτι τέτοιο αποτελούσε μια τόσο δυσβάστακτη οικονομική επιβάρυνση, ώστε συχνά σήμαινε την οικονομική καταστροφή του υποχρέου και, επιπλέον, τη μετακίνησή του από το ιππικό στο πεζικό.

    
      
              H τιμή των αλόγων στο Bυζάντιο, όπως ταιριάζει στη σημασία για τον άνθρωπο και την αξία που είχαν τα άλογα μέχρι ακόμη και πριν από περίπου έναν αιώνα, ήταν υψηλή. Oι πολεμικοί ίπποι κόστιζαν 15-20 χρυσά νομίσματα, όσο περίπου, σύμφωνα με υπολογισμούς, το ετήσιο κόστος διαβίωσης μιας τετραμελούς φτωχής οικογένειας στη βυζαντινή ύπαιθρο. Φυσικά, ένα άλογο για αγροτικές εργασίες -ανάλογα βέβαια με την κατάστασή του- κόστιζε πολύ λιγότερο. aντίστοιχα προς την αξία τους ήταν και τα έξοδα συντήρησής τους. Σώζεται συγκεκριμένη οδηγία, σύμφωνα με την οποία στα άλογα εργασίας και τα μουλάρια δινόταν «ταγή» κατά 1/3 μειωμένη σε σύγκριση με τα «σελλάρια».
             Αρκετοί και ενδιαφέροντες είναι οι μεσαιωνικοί όροι που σχετίζονται με την ιπποσκευή. Hδη στον 6ο αιώνα αναφέρονται σε βυζαντινή πηγή «σιδηρά πέταλα», τα οποία απαντούν αργότερα και ως «σεληναία», λόγω του σχήματος (μισοφέγγαρο) που έχουν. Γύρω στο έτος 600 εντοπίζεται σε βυζαντινό κείμενο μία από τις πρώτες μαρτυρίες για τη χρήση αναβολέα σε ευρωπαϊκό έδαφος, αναφέρεται ως σιδερένια «σκάλα». Oι σέλλες είχαν «επισέλλια», «εμπροσθοκούρβια» και «οπισθοκούρβια», που το μέγεθός τους εξαρτιόταν από τον τύπο του αλόγου, και αυτός πάλι από το βάρος του οπλισμού του καβαλάρη και τον ρόλο του στη μάχη: ο «κατάφρακτος», π.χ., χρειαζόταν υψηλές αψίδες στη σέλλα του, ώστε να στηρίζεται καλύτερα. Xαλινάρια, «καπίστρια», «λωρόσοκκα» (πέτσινοι σάκοι), «σελλοπούγγια» (σακίδια όπου μεταφέρονταν λίγα τρόφιμα), «πέδικλα» και πτερνιστήρες, αναφέρονται συχνά στα κείμενα της εποχής. Διαθέτουμε επίσης πληροφορίες για τη θωράκιση των πολεμικών αλόγων, η οποία, ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο καβαλάρης, αποτελείτο από προστατευτικά στοιχεία του μετώπου, του στήθους και του τραχήλου, κατασκευασμένα από σίδερο ή από ανθεκτικό ύφασμα. Σε παρελάσεις και άλλες επίσημες ευκαιρίες τα άλογα στολίζονταν με φάλαρα και άλλα διακοσμητικά στοιχεία, ενώ, βέβαια, τα βασιλικά άλογα διέθεταν τα αντίστοιχα κοσμήματα.


«Kαβαλικεύει ο αμιράς, εις αυτόν υπαγαίνει.
Φαρίν εκαβαλίκευσεν φιτυλόν και αστεράτον•
ομπρός εις το μετώπιν του χρυσόν αστέραν είχεν,
τα τέσσερά του ονύχια αργυροτσάπωτα ήσαν,
καλιγοκάρφια ολάργυρα ήτον καλιγωμένον,
η ουρά του σμυρνωμένη ήτον, με το μαργαριτάριν.
Πρασινορόδινος αετός 'σ την σέλαν εξοπίσω,
και ισκιάζει τας κουτάλας του εκ του ήλιου τας ακτίνας.»
Bασίλειος Διγενής Ακρίτας


Tαξιάρχης Κόλλιας
Kαθηγητής του Bίου και του Πολιτισμού των Bυζαντινών
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών




H χρήση του αλόγου στο Βυζάντιο

 
Tο Bυζάντιο, αντιμέτωπο με λαούς που πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, υποχρεώθηκε, προσαρμόζοντας τις στρατιωτικές του δυνάμεις και την πολεμική τακτική του στον τρόπο πολέμου του αντιπάλου, να αναπτύξει ελαφρύ,ευκίνητο ιππικό, αλλά και θωρακισμένες έφιππες μονάδες. Στην εικόνα, μάχη έφιππων κατά τους αραβοβυζαντινούς πολέμους των μέσων του 9ου αιώνα,μικρογραφία από το «Xρονικόν» του Iωάννη Σκυλίτζη. Mαδρίτη. Eθνική Bιβλιοθήκη.
               H χρήση του αλόγου στο Βυζάντιο, όπως και σε άλλες κοινωνίες μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, ήταν ευρύτατη στις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις, τις μεταφορές αγαθών και στον πόλεμο. Λόγω της έκτασης του θέματος, αλλά και της επικάλυψής του με άλλα, εκτίθενται στη συνέχεια μόνο ορισμένα στοιχεία που παρέχουν οι πηγές και αναφέρονται ειδικά στο άλογο στο Bυζάντιο.
             H παρουσία του αλόγου στον αγροτικό βίο των Bυζαντινών δεν παρουσιάζει για εμάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι εκεί άλλα ζώα, τα βόδια και οι ημίονοι, ήταν καταλληλότερα. Aπαραίτητη ήταν η χρήση του στις χερσαίες μετακινήσεις και στον πόλεμο, και για τους τομείς αυτούς θα αναζητήσουμε πληροφορίες.
            Στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία το δημόσιο ταχυδρομείο ήταν καλά οργανωμένο λόγω της μεγάλης έκτασης της επικράτειάς της. H λειτουργία του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη συντήρηση αλόγων σε σταθμούς (mansiones και motationes), όπου υπήρχε η δυνατότητα αλλαγής αλόγων. Oι διάδοχοι των Pωμαίων, οι Bυζαντινοί, κατέβαλαν επίσης προσπάθειες για τη διατήρηση των οδών και των σταθμών σε καλή κατάσταση, και μάλιστα με επιτυχία ώς τον 6ο αιώνα, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος. Tα γρήγορα άλογα του ταχυδρομείου ονομάζονταν «βέρεδοι» (από τη λατινική τους ονομασία veredos), ενώ απαντά και η ονομασία «κούντουρα», η οποία αποδίδεται στη συνήθεια να «κονταίνουν» την ουρά τους (κούντουρος < κοντός+ουρά), ώστε να τρέχουν με μεγαλύτερη ευκολία. H σημασία που δινόταν στα άλογα προκύπτει από διατάξεις στη νομοθεσία (Θεοδοσιανός Kώδικας), που προέβλεπαν ποινές για όσους φόρτωναν υπερβολικά ή κακομεταχειρίζονταν τα άλογα και τα υποζύγια γενικώς. O πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει άλογα στην υπηρεσία του ταχυδρομείου, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις καταχρηστικών επιτάξεων ίππων των κατοίκων περιοχών που γειτνίαζαν με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες.
                                                    
 
 
Tο άλογο στον πόλεμο
            Ακόμη σημαντικότερος απ' ό,τι στο ταχυδρομείο ήταν ο ρόλος του αλόγου στον πόλεμο. Mε τη λήξη της αρχαιότητας και τη σταδιακή μετάβαση στη μεσαιωνική εποχή αναπτύσσεται περισσότερο το ιππικό. Προς την κατεύθυνση αυτήν οδήγησαν αφ' ενός μεν γενικότερες εξελίξεις στην κοινωνία, αφ' ετέρου δε το γεγονός ότι το Bυζάντιο είχε να αντιμετωπίσει λαούς που πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, όπως οι Πάρθοι και οι Πέρσες, οι Άβαροι, οι Oύννοι, οι Άραβες, οι Tούρκοι και, από την εποχή των σταυροφοριών και μετά, οι Δυτικοί. Eτσι, οι Bυζαντινοί ήταν υποχρεωμένοι να προσαρμόζουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και την τακτική τους στον τρόπο πολέμου του αντιπάλου. Διέθεταν ελαφρύ, ευκίνητο ιππικό, αλλά και θωρακισμένες έφιππες μονάδες. Hταν επιτακτική η ανάγκη συνεχούς συντήρησης πολλών ίππων και μάλιστα τέτοιων που να μπορούν να ανταποκρίνονται στην αντιμετώπιση ξαφνικών και γρήγορων επιθέσεων, άλλων που θα μετέφεραν τους «πανσίδηρους ιππείς», καθώς και «παριππίων», δηλαδή αλόγων κατάλληλων για βοηθητική χρήση στις εκστρατείες.
           Eίναι λοιπόν κατανοητό ότι στο Bυζάντιο εκτρέφονταν διάφορα είδη ίππων - έτσι εισήλθε στη μεσαιωνική ελληνική γλώσσα, μαζί με άλλα πολλά δάνεια, και η αραβική λέξη «φαρί». Παράλληλα προς τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις το Bυζάντιο προσελάμβανε ξένους μισθοφόρους, συχνά κατά ομάδες και μάλιστα προερχόμενους από γειτονικούς νομαδικούς λαούς, οι οποίοι κατά κανόνα έφιπποι αντιμετώπιζαν παρόμοιου τύπου εχθρούς της αυτοκρατορίας. Mε τον τρόπο αυτόν προέκυπταν και ανανεώνονταν στο Bυζάντιο οι ράτσες των αλόγων.
          Σε ειδικά στρατιωτικά εγχειρίδια παραδίδονται οδηγίες για την εκγύμναση των ιππέων, ώστε να είναι σε θέση να πολεμούν υπό διάφορες συνθήκες έφιπποι, καθώς και για τις κινήσεις τακτικής του ιππικού, πληροφορίες που μαρτυρούν τη σημασία των αλόγων για το στράτευμα, αλλά και την ενασχόληση των Bυζαντινών με την εκπαίδευση ίππων και ιππέων. aναφέρω εδώ μερικές λεπτομέρειες που μας παραδίδουν τα κείμενα, οι οποίες οπωσδήποτε ισχύουν όχι μόνο για το Bυζάντιο, αλλά και για άλλους πολιτισμούς: Σύμφωνα με συγκεκριμένες οδηγίες, όταν άρχιζε η επίθεση του εχθρικού ιππικού, έπρεπε να βάλλουν με τα τόξα εναντίον των αλόγων του, έπρεπε να σκάβουν στο έδαφος παγίδες, τους λεγόμενους «ιπποκλάστες», για να πέφτουν μέσα τα άλογα των αντιπάλων την ώρα της σύγκρουσης, δεν επιτρεπόταν να ποτίζουν τα άλογα με άφθονο νερό, ώστε να μην το συνηθίζουν και να μπορούν να αντέχουν απότιστα επί πολύ κατά τη διάρκεια της μάχης ή σε άνυδρες περιοχές, συχνά, όταν αναγκάζονταν να αφήσουν πίσω τους τα ζώα, τους έκοβαν τους τένοντες των γονάτων («αγκυλοκοπείν»), για να τα αχρηστεύσουν ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον αντίπαλο.
          Στον στρατό, εκτός από τα πολεμικά άλογα, τους «ίππους τραχείς και ευτόνους» ή «σελλάρια», ευρέως σε χρήση ήταν οι «ίπποι σαγματάριοι», τα «παρίππια», τα «παρασυρτά», τα «αδέστρατα», άλογα, δηλαδή, τα οποία μαζί με τα «μωλάρια» και τα «βορδώνια» χρησίμευαν κατά τη διάρκεια εκστρατειών για τη μεταφορά των εφοδίων. Yπήρχαν ειδικοί ιπποκόμοι, τα «παλληκάρια», οι «παίδες» ή οι «υπουργοί» των πηγών μας, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φροντίδα των αλόγων γενικότερα και ακολουθούσαν τους πολεμιστές μαζί με τα υποζύγια.
Tαξιάρχης Κόλλιας
Kαθηγητής του Bίου και του Πολιτισμού των Bυζαντινών
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών


Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Η μάχη στο Κλειδί -1014-

 
του Θάνου Δασκαλοθανάση



 

Σχεδιάγραμμα της μάχης όπου φαίνεται η κυκλωτική κίνηση του βυζαντινού αποσπάσματος και η ταυτόχρονη επίθεση των βυζαντινών στρατευμάτων
 
 
                                  
OI TΡΕΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΑΧΗΣ

 
 
                  Η μάχη στο Κλειδί (γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πολύχρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
            
               Η προετοιμασία - Τρεις χειμώνες προετοίμαζε ο Βασίλειος τη μάχη στο Κλειδί. Οι διαρκείς επιθέσεις του στα βουλγαρικά εδάφη είχαν κλονίσει την δύναμη του Σαμουήλ που αγωνιζόταν να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο κεντρικό τμήμα της ηγεμονίας του.
                 Εχοντας ως βάση και κέντρο ανεφοδιασμού τις Σέρρες συγκέντρωνε στρατό και οπλισμό. Την άνοιξη του 1014 ξεκίνησε για το Κλειδί, το σημερινό Ρούπελ. Η διάταξη του στρατεύματός του είχε πάντα την ίδια μορφή: δύο ίλες ιππικού ως εμπροσθοφυλακή, μία από κατάφρακτους και μία από μονόζωνους και ακολουθούσε το κύριο σώμα. Ο Βασίλειος επιδίωκε να φθάσει στο στενό ανάμεσα σε Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, με απώτερο στόχο την κοιλάδα του Μελένικου και της Στρούμνιτζας, όπου υπήρχαν ακόμη τότε αρκετές βουλγαρικές κτήσεις. Η κατάκτησή τους θα του άνοιγε τον δρόμο για τις Πρέσπες και την Αχρίδα, την καρδιά του βουλγαρικού κράτους.
          
                 Η οργάνωση και ο αντιπερισπασμός των Βούλγαρων- Ο τσάρος Σαμουήλ γνωρίζοντας ότι το στενό στο Κλειδί αποτελούσε το σημείο από όπου διέβαινε κάθε φορά ο Βασίλειος, οσες φορές εκστράτευε κατά της Ανατολικής Βουλγαρίας, αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο του στρατού και να οχυρωθεί στο Κλειδί, που ήταν το στενότερο σημείο στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα (παραπόταμου του Στρυμόνα) και ανέμενε την επίθεση των Βυζαντινών.
                 Πριν από την καθοριστική σύγκρουση επιχείρησε με αντιπερισπασμό να διασπάσει την ενότητα των βυζαντινών δυνάμεων, στέλνοντας έναν από τους πλέον έμπιστους στρατηγούς του, τον Δαβίδ Νεστορίτση, με σημαντικές δυνάμεις νότια, με στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης (Ιούλιος 1014).
               Τη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν τότε ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης. Ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης με τη σύμπραξη του γιου του Μιχαήλ κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη βουλγαρική επίθεση, να συντρίψει το σώμα του Νεστορίτση έξω από τη Θεσσαλονίκη και να τρέψει τους Βουλγάρους σε φυγή, συλλαμβάνοντας πλήθος αιχμαλώτων και πολλά λάφυρα και τελικά να επιστρέψει στο Κλειδί για ενταχτεί στο κύριο σώμα του βυζαντινού στρατού .
      
 
 
                                                     
Οι πρώτες επιθέσεις
                 Ο Βασίλειος, φθάνοντας στο Κλειδί, στρατοπέδευσε σε απόσταση δύο ωρών από το στενό και έστειλε ανιχνευτές να εντοπίσουν τον εχθρό. Αν και το στενό είχε κλείσει με πρόχειρα αναχώματα από πέτρες και κορμούς, κάρα και βράχους, οι Βούλγαροι ήταν άφαντοι. Η απειλή ενέδρας φόβισε τον Βασίλειο που αποφάσισε να αλλάξει τη διάταξη του στρατού και να τοποθετήσει μπροστά το πεζικό και πίσω το ιππικό, θεωρώντας ότι οι άνδρες του δεν θα ανακόπτονταν από πιθανά εμπόδια, σε αντίθεση με τα άλογα.
                  Η διαταγή του αυτοκράτορα ήταν σαφής, το στράτευμα όφειλε να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, οπλισμένο, με πλήρη εξάρτυση, ετοιμοπόλεμο ανά πάσα στιγμή. Η πρώτη νύχτα κύλησε ήρεμα, οι Βούλγαροι δεν φαίνονταν πουθενά στις γύρω βουνοκορφές. Την επομένη ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στον στρατό να προχωρήσει προς το στενό, ενώ ήταν σίγουρος ότι οι Βούλγαροι θα επετίθεντο όταν οι Βυζαντινοί θα πλησίαζαν τα αναχώματα.
               Πράγματι, μόλις η εμπροσθοφυλακή του βυζαντινού στρατού ζύγωσε τα εμπόδια, εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση από τους Βουλγάρους, οι οποίοι έσπρωχναν βράχους από ψηλά, ενώ παράλληλα στόχευαν με βέλη και πέτρες τους Βυζαντινούς. Παρά την ορμή του βυζαντινού στρατού, και οι δύο προσπάθειές τους να περάσουν τα αναχώματα απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα πολυάριθμους νεκρούς και τραυματίες.
               Ο αυτοκράτορας, βλέποντας τη δυσκολία του εγχειρήματος, διέταξε υποχώρηση του στρατεύματος. Κατανόησε ότι η αδυναμία ανάπτυξης των στρατευμάτων λόγω του στενού δε θα επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα με κατά μέτωπο επιθέσεις, ακόμα κι αν αυτές ήταν συνεχείς και επιπονες.
                                                                       
Το νέο σχέδιο
             Ως λύση προκρίθηκε ένα τολμηρό εγχείρημα για να αιφνιδιαστεί ο εχθρός. Την κρίσιμη αποστολή ανέλαβε ο στρατηγός του Θέματος της Μακεδονίας Νικηφόρος Ξιφίας με τρεις τούρμες ο οποίος επιχείρησε κυκλωτική κίνηση και ανέβηκε το ψηλότερο βουνό, νότια του Κλειδίου, τη Βελάσιτα, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και με απόλυτη μυστικότητα. Στις 28 Ιουλίου του 1014 βρέθηκε στα νώτα των Βουλγάρων. Ο στρατηγός θα ειδοποιούσε, όταν το σώμα του θα είχε λάβει θέσεις μάχης με τριπλό σάλπισμα.
               Το μεσημέρι της επομένης, της 29ης Ιουλίου 1014, εκδηλώθηκε η ταυτόχρονη επίθεση. Μόλις ακούστηκε το σύνθημα του στρατηγού Ξιφία, ξεκίνησε η ταυτόχρονη επίθεση.Το αυτοκρατορικό φουσάτο ήταν από νωρίς σε ετοιμότητα, όρμησε προς τα αναχώματα με ηγέτη τον ίδιο τον Βασίλειο, τον αυτοκράτορα-πολεμιστή, ο οποίος, παρά τα πενήντα του χρόνια, ήταν ακμαίος και δυνατός, πάντα στη πρώτη γραμμή, αποτελώντας παράδειγμα για αξιωματικούς και στρατιώτες.
              Οι Βούλγαροι, βρισκόμενοι ανάμεσα σε δύο εχθρικές επιθέσεις, αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τη μάχη. Οι περισσότεροι πετούσαν τα όπλα τους και έτρεχαν να σωθούν. Λίγοι πολέμησαν μέχρι τέλους, μεταξύ αυτών και ο τσάρος Σαμουήλ με τον γιο του και την προσωπική φρουρά του, αλλά και αυτοί τελικά αναζήτησαν καταφύγιο την τελευταία στιγμή στο φρούριο Πρίλαπο (το σημερινό Περλεπέ).


Η τύφλωση των αιχμαλώτων
  
           Η μάχη στο Κλειδί και η αποφασιστικής σημασίας για την υποταγή των Βουλγάρων νίκη του Βασιλείου είναι γνωστή με την τιμωρία τύφλωση των χιλιάδων αιχμαλώτων (15000) του βουλγαρικού στρατού.
             Οι Βυζαντινοί χώριζαν τους αιχμαλώτους σε ομάδες των εκατό, και ανά χίλιους τους οδηγούσαν σε ειδικό χώρο του στρατοπέδου, όπου, αφού τους έδεναν, με πυρωμένες στη φωτιά σιδερένιες βέργες τύφλωναν τους ενενήντα εννέα και από τα δύο τους μάτια, ενώ τον εκατοστό μόνο από το ένα, ούτως ώστε να χρησιμεύσει, ως οδηγός των υπολοίπων. Αμέσως μετά την τιμωρία τους οι αιχμάλωτοι αφήνονταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
             Για το γεγονός αυτό, υπάρχουν δεδομένα που αναθεωρούν κάποιες απόψεις. Πριν από τη σύγκρουση στο Κλειδί, είχαν συμβεί μεγαλύτερες συγκρούσεις, όπως η μάχη στο Σπερχειό το 997, και είναι δύσκολο οι Βυζαντινοί να δέχτηκαν στο Κλειδί μια τόσο πολυπληθή επίθεση, μια που και οι δυο αντίπαλοι είχαν απώλειες, πριν την τελική νίκη των Βυζαντινών.Οι αριθμοί λοιπόν που αναφέρονται από τους Βυζαντινούς ιστορικούς είναι υπερβολικοί.
            Η βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε ως ποινή κολασμού τόσο την τύφλωση όσο και τον ακρωτηριασμό για κάθε βυζαντινό πολίτη που θα προέβαινε σε επαναστατική ενέργεια, συνωμοσία ή στάση κατά της νόμιμης βυζαντινής εξουσίας, φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο Βασίλειος αντιμετώπισε και τιμώρησε τους βούλγαρους αιχμαλώτους, όχι ως εχθρούς της Αυτοκρατορίας αλλά ως υπηκόους του και βυζαντινούς πολίτες που είχαν επαναστατήσει, δεδομένου ότι ήδη από το 971 το σύνολο της σημερινής βουλγαρικής επικράτειας είχε κατακτηθεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και υπαχθεί στη βυζαντινή διοίκηση.
              Οι βουλγαρικές πηγές ιστορούν ότι η επιστροφή των αιχμαλώτων προκάλεσε μέγα πένθος στην Αχρίδα, η οποία ήταν τότε πρωτεύουσα του βουλγαρικού κράτους. Το φρικτό και τραγικό θέαμα της πορείας των τυφλών στρατιωτών συγκλόνισε τους πάντες . Ο Σαμουήλ δεν άντεξε την ταπείνωση αυτή και, δύο μέρες μετά, ξεψύχησε από τη συντριβή και τον ψυχικό κλονισμό.
                                              
Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος
            Στα τέλη του 12ου αιώνα ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης προσέδωσε στον Βασίλειο το επίθετο <<Βουλγαροκτόνος>>, για να υπενθυμίσει τις παρατεταμένες εκστρατείες και νίκες του αυτοκράτορα. Η προσωπικότητα και το μέγεθος του Βασιλείου του Β΄, τα τεράστια στρατιωτικά του επιτεύγματα, ο εκχριστιανισμός των Ρως, το μεγάλο κοινωνικό του έργο υπέρ των φτωχών, η εκκίνηση επί των ημερών του της <<μακεδονικής αναγέννησης>> στις τέχνες και στο πολιτισμό, παρ΄ότι ο ίδιος δεν ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, συνιστούν τη μορφή ενός εκ των σπουδαιοτέρων αυτοκρατόρων της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας.
            Ίσως τελικά για το Βασίλειο να ισχύει αυτό που είπε από τη μεριά του ένας Βούλγαρος διανοητής, ο Αλεξάντερ Κιόσεφ:
 <<Ο ήρωας ενός έθνους μπορεί να είναι ο κακός του γείτονά του >>.
 
Η νίκη των Βυζαντινών κατά των Βουλγάρων (πάνω) και ο θάνατος του Σαμουήλ της Βουλγαρίας (κάτω)

* Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή της τοποθεσίας <<Κλειδί>>, διεξήχθησαν μάχες τόσο κατά την περίοδο του β΄ βαλκανικού πολέμου μεταξύ της Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο και κατά την γερμανική επίθεση τον Απρίλη του 1941.

Πηγές
Ιστορία βυζαντινής αυτοκρατορίας Α.Α. Βασίλιεφ
Τι είναι το Βυζάντιο, Τζούντιθ Χέριν
Βυζαντινοβουλγαρικοί πόλεμοι, περιοδικό <<Στρατιωτική Ιστορία>>
Μεγάλοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, Ε- Ιστορικά
Η μάχη στο Κλειδί, εφημερίδα << Το Βήμα>>


Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Τοπογραφία Κωνσταντινούπολης, Η Νέα Εκκλησία

     
Stankovic Nebojsa, «Νέα Εκκλησία»

       Η Νέα Εκκλησία ήταν χορηγία του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (867-886).1 Ήταν χτισμένη στο εσωτερικό ή πολύ κοντά στο Μεγάλο Παλάτιο, ανατολικά του Χρυσοτρικλίνου και σε μικρή απόσταση από αυτόν,2 στο χώρο που βρισκόταν το παλαιότερο τζυκανιστήριο. Η κατασκευή είχε ήδη αρχίσει το 877υπό τη διεύθυνση και την προσωπική εποπτεία του Βασιλείου.4 Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, αρκετές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης είχαν απογυμνωθεί, για να εξασφαλιστούν ψηφίδες και μαρμάρινες πλάκες για τη διακόσμηση του εσωτερικού της Νέας Εκκλησίας.5 Τα εγκαίνια της εκκλησίας έλαβαν χώρα την 1η Μαΐου του έτους 880 και πραγματοποιήθηκαν από τον Πατριάρχη Φώτιο.6 Ο νεοϊδρυθείς ναός είχε δικό του κλήρο και διοίκηση και έπαιζε σημαντικό ρόλο στις τελετές του Παλατιού.7 Το 12ο αιώνα η εκκλησία μετατράπηκε σε μοναστήρι και ήταν γνωστό ως Νέα Μονή. Ο Ισαάκ Β΄ Άγγελος (1185-1195) απογύμνωσε τη Νέα Μονή από μεγάλο μέρος του διακόσμου και των ιερών σκευών της.8 Κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας χρησίμευσε ως παλατινό παρεκκλήσιο. Επιβίωσε της οθωμανικής κατάκτησης της πόλης και κατεδαφίστηκε πιθανώς το 1490.9
 
 
 
 
 
 
 
 Περιγραφή στο Βίο Βασιλείου
 
         Οι γνώσεις μας σχετικά με τη Νέα Εκκλησία και την όψη της εξαρτώνται από διάφορες γραπτές αναφορές και ορισμένες εικονιστικές παραστάσεις πρωιμότερες της καταστροφής της. Η βασική γραπτή μαρτυρία είναι η περιγραφή της εκκλησίας στο Βίο Βασιλείου (Vita Basilii), στο χωρίο που αναφέρει το οικοδομικό έργο του Βασιλείου στην πρωτεύουσα.10 Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στο Χριστό, στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, στον Προφήτη Ηλία, στη Θεοτόκο και στον Άγιο Νικόλαο ως έκφραση της ευγνωμοσύνης του Βασιλείου «ὥσπερ τῆς περὶ αὐτὸν εὐμενείας».11 Το εσωτερικό της ήταν διακοσμημένο με πολύχρωμη ορθομαρμάρωση και δάπεδα με μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτές παραστάσεις στους θόλους, επάργυρο με πολύτιμους λίθους φράγμα πρεσβυτερίου, Αγία Τράπεζα και σύνθρονο και παραπετάσματα από μεταξωτό ύφασμα. Το κτήριο στεγαζόταν με πέντε τρούλους, διακοσμημένους με ψηφιδωτά στο εσωτερικό και «μετάλλοις ἐμφεροῦς χρυσίῳ χαλκοῦ» στο εξωτερικό. Στη δυτική πλευρά υπήρχε ένα αίθριο με δύο περίτεχνες κρήνες φτιαγμένες από πορφυρίτη και μάρμαρο. Δύο αψιδωτές στοές εκτείνονταν κατά μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς μέχρι το νέο τζυκανιστήριο. Το θησαυροφυλάκιο και το σκευοφυλάκιο της εκκλησίας ήταν χτισμένα στο μέρος της αυλής που έβλεπε στη θάλασσα. Ανάμεσα στις δύο στοές και στην εκκλησία υπήρχε ένας εσωτερικός κήπος που ονομαζόταν Μεσοκήπιο.12 Η καμαρωτή οροφή της βόρειας στοάς ήταν διακοσμημένη με σκηνές από το μαρτυρικό θάνατο διάφορων αγίων.13
         Ελάχιστες παραπάνω πληροφορίες, πέρα αυτών που αντλούμε από το Βίο Βασιλείου, μπορούμε να βρούμε σε άλλες πηγές. Πρέπει να προστεθεί ότι ο ναός είχε ανεγερθεί πάνω σε εξέδρα, κάτω από την οποία υπήρχε μια υποκείμενη κατασκευή.14 Κατά την είσοδο του αυτοκράτορα στο ναό, στον υπόγειο αυτό χώρο καιγόταν λιβάνι και ο αρωματικός καπνός εισερχόταν στο ναό από ανοίγματα στο δάπεδο.15
 
 
Πιθανές αποκαταστάσεις
        
         Από το Βίο Βασιλείου και τις άλλες πηγές μπορούμε να σχηματίσουμε συγκεχυμένη εικόνα της κάτοψης του ναού. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η αναφορά σε «πεντάτρουλο» ναό περιγράφει ένα τετράγωνο κτήριο με έναν κεντρικό τρούλο και άλλους τέσσερις πάνω από τις γωνίες, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποια εκδοχή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, που επίσης εφαρμόστηκε στις σύγχρονες εκκλησίες των Μονών Λιβός και Μυρελαίου.16 Άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν την πιθανότητα να επρόκειτο για ναό με σταυρική κάτοψη και με τρούλους τοποθετημένους πάνω στις κεραίες του σταυρού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ναού των Αγίων Αποστόλων.17 Πάντως, η πρώτη λύση φαίνεται πιο πιθανή, δεδομένου ότι ο εγγεγραμμένος σταυροειδής ήταν ο κατεξοχήν αρχιτεκτονικός τύπος αυτή την περίοδο και ότι η αφιέρωση του ναού ήταν πενταπλή, υπήρχαν δηλαδή πέντε ιερά. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τον κύριο λειτουργικό χώρο που ήταν αφιερωμένος στο Χριστό, υπήρχαν τέσσερα ακόμα παρεκκλήσια, καθένα με δικό του τρούλο. Τα παρεκκλήσια πιθανώς καταλάμβαναν τα γωνιακά διαμερίσματα. Αυτού του είδους η διάταξη μοιάζει με εκείνη του ναού της Θεοτόκου στη Μονή Λιβός, με τέσσερα παρεκκλήσια στις γωνίες, στο επίπεδο των υπερώων.18 Από την άλλη, τα τέσσερα παρεκκλήσια και οι υπερκείμενοι τρούλοι ενδεχομένως να διατάσσονταν σε ένα περίστωο.19
 



         Ανεξάρτητα από το πόσο αποσπασματικές και ασαφείς είναι οι πηγές, οι πληροφορίες που παρέχουν μάς δίνουν την εντύπωση ότι η Νέα Εκκλησία ήταν φιλόδοξο έργο. Ήταν το κατεξοχήν μνημείο αναφοράς της βασιλείας του Βασιλείου Α΄, της Νέας Εποχής που θα επανέφερε τις δοξασμένες μέρες του Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού και ίσως και να τις ξεπερνούσε. Σε αυτή την ιδέα δινόταν έμφαση με το επίθετο «Νέα», καθώς και με την, λίγο πολύ ηθελημένη, επιλογή ενός σχεδίου με πέντε τρούλους. Εντούτοις, ένα σχέδιο τέτοιου τύπου αποτελούσε απλώς την αρχιτεκτονική έκφραση μετασχηματισμένων και νέων πεποιθήσεων, ιδεών και αναγκών, οι οποίες επρόκειτο να διαμορφώσουν την τέχνη και την αρχιτεκτονική στους επόμενους αιώνες. Η επιτυχία του σε αυτή την κατεύθυνση και η δημοτικότητα που απέκτησε επιβεβαιώνεται από την εκπληκτική εξάπλωση του πεντάτρουλου τύπου στο Βυζάντιο, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία.
________________________________________
1. Στο Βίο Βασιλείου απαριθμούνται εικοσιπέντε ναοί στην Κωνσταντινούπολη και άλλοι έξι στα περίχωρα που είχαν ανακαινιστεί ή χτιστεί από το Βασίλειο. Οχτώ από αυτούς είχαν μόλις οικοδομηθεί και όλοι τους βρίσκονταν μέσα στο Μεγάλο Παλάτιο: Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 196.
2. Mango, C., “Nea Ekklesia”, Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 1.446• Ο Paul Magdalino παραπέμπει στον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας, που περιέγραψε το ναό ευρισκόμενο «δίπλα στο παλάτι, στα ανατολικά»: Βλ. Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 61.
3. Jenkins, R.J.H. – Mango, C., “The Date and Significance of the Tenth Homily of Photius”, Dumbarton Oaks Papers 9-10 (1956), σελ. 130, υποσ. 35.
4. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 194· Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 51.
5. Στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. New York 1975), σελ. 288 αναφέρεται ότι ο Βασίλειος αποκόλλησε ψηφίδες και μαρμάρινες πλάκες από το Μαυσωλείο του Ιουστινιανού στους Αγίους Αποστόλους. Ο Συμεών Λογοθέτης είναι πιο γενικόλογος: «Πολλὰ δὲ μάρμαρα καὶ ψηφίδας ἐκ πολλῶν ἐκκλησιῶν ἀνέλαβεν ὁ βασιλεὺς λόγου τῆς νέας ἐκκλησίας». Βλ. Συμεών Λογοθέτης, Χρονογραφία, Bekker, I. (επιμ.), Leonis Grammatici Chronographia (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1842), σελ. 257.
6. Jenkins, R.J.H. – Mango, C., “The Date and Significance of the Tenth Homily of Photius”, Dumbarton Oaks Papers 9-10 (1956), σελ. 125, 130.
7. Mango, C., “Nea Ekklesia”, Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 1.446• Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 61.
8. Mango, C., “Nea Ekklesia”, Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 1.446. Σύμφωνα με το Νικήτα Χωνιάτη «καὶ τὸν ἐν τῷδε τῷ ἀνακτόρῳ περιώνυμον ναόν, ὃς Νέα κικλήσκεται, θείου παντὸς ἐπίπλου καὶ ἱεροῦ σκεύους ἐψίλωσε». Βλ. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 237. Υλικό και κατασκευές που αποκτήθηκαν με αυτό τον τρόπο χρησιμοποιήθηκαν για την ανακαίνιση του ναού του Αγίου Μιχαήλ του Ανάπλου.
9. Mango, C., “Nea Ekklesia”, Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 1.446.
10. Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία 5.83-86 [Βίος Βασιλείου], Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1838), σελ. 325-329 [μτφρ. στα αγγλ. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 194-195. Ο Βίος Βασιλείου αποτελεί το πέμπτο βιβλίο των Συνεχιστών του Θεοφάνη και γράφτηκε περί το 950 από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο ή από κάποιον του περιβάλλοντός του. Ένα άλλο κείμενο, η Δέκατη Ομιλία του Πατριάρχη Φώτιου, θεωρούνταν επί μακρόν ότι περιλάμβανε μια έκφραση της Νέας Εκκλησίας. Οι R.J.H. Jenkins και C. Mango υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα παραδόθηκε με την ευκαιρία των εγκαινίων του ναού της Θεοτόκου στο Φάρο. Βλ. Jenkins, R.J.H. – Mango, C., “The Date and Significance of the Tenth Homily of Photius”, Dumbarton Oaks Papers 9-10 (1956), σελ. 123-140.
11. Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία 5.83-86 [Βίος Βασιλείου], Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1838), σελ. 325-329 [μτφρ. στα αγγλ. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 194. Μόνο εδώ γίνεται αναφορά στον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Άλλες σχετικές πηγές αναφέρουν τον Αρχάγγελο Μιχαήλ αντί του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, αλλά όλες αυτές ανάγονται στο 10ο αιώνα ή και αργότερα. Φαίνεται ότι καμία από αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα λανθασμένη, ότι η αρχική αφιέρωση ήταν στον Αρχάγγελο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ έλαβε τη θέση του πιθανότατα κατά τη βασιλεία του Λέοντα ΣΤ΄. Βλ. Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I,” Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 56, υποσ. 26.
12. Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία 5.83-86 [Βίος Βασιλείου], Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1838), σελ. 325-329 [μτφρ. στα αγγλ. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 194-196.
13. Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία 5.83-86 [Βίος Βασιλείου], Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1838), σελ. 325-329 [μτφρ. στα αγγλ. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 196. Αυτές είναι οι μοναδικές εικονιστικές παραστάσεις που αναφέρονται σε οποιοδήποτε σημείο του κτηρίου. Το κείμενο δεν αναφέρει τίποτα για το εικονογραφικό πρόγραμμα της εκκλησίας. Σύμφωνα με το Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris. De ceremoniis aulae byzantinae (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1829-1830), σελ. 118, 121, ένα πορτρέτο του δωρητή Βασιλείου Α΄ βρισκόταν στο βόρειο κλίτος.
14. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 355.
15. Majeska, G., Russian Travelers to Constantinople in the Fourteenth and Fifteenth Centuries (Washington DC 1984), σελ. 37-38• Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 356.
16. Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 196· Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 341, 355· Ćurčić, S., “Architectural Reconsideration of the Nea Ekklesia”, Sixth Annual Byzantine Studies Conference, Abstracts of Papers (Ohio 1980), σελ. 11-12. Ο Ćurčić υποστηρίζει ότι το εσωτερικό του ναού ήταν διαμορφωμένο με τρόπο παρόμοιο με εκείνον του μοναστικού ναού του Αγίου Παντελεήμονα στο Νέρεζι, κοντά στα Σκόπια.
17. Buchwald, H., “Western Asia Minor as a Generator of Architectural Forms in the Byzantine Period: Provincial Back-Wash or Dynamic Center of Production?”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 34 (1984), σελ. 278-279.
18. Τα παρεκκλήσια της Μονής Λιβός ενδεχομένως στεγάζονταν με ξεχωριστούς τρούλους πάνω σε τύμπανα: βλ. Megaw, A.H.S., “The Original Form of the Theotokos Church of Constantine Lips”, Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 279-298.
19. Jenkins, R.J.H. – Mango, C., “The Date and Significance of the Tenth Homily of Photius”, Dumbarton Oaks Papers 9-10 (1956), σελ. 137 και Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 51.



Η "Καταλανική Εταιρεία" και η οριστική καταστροφή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού



Αναδημοσίευση από τη σελίδα ''Ιστορικά Θέματα"  http://www.istorikathemata.com/

H σημαία των Καταλανώνν
 
             

                  Στις αρχές του 14ου αιώνα ο Ελλαδικός χώρος ήταν κατακερματισμένος ανάμεσα σε κτήσεις που ανήκαν στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο ΙΙ Παλαιολόγο και σε Φράγκους φεουδάρχες κληρονόμους των Σταυροφόρων που άλωσαν την Κωνσταντινούπολη το 1204. Ο Αυτοκράτορας είχε υπό τον έλεγχο του την Μακεδονία, την Θράκη, τον Μυστρά, την Κωνσταντινούπολη και μια στενή λωρίδα γης στην Μικρά Ασία που εφαπτόταν στην Βασιλεύουσα. Ο υπόλοιπος χώρος (Θεσσαλία, Θήβα, Ανδραβίδα, Αθήνα, Πάτρα, Κόρινθος, νησιά του Αιγαίου, Ναύπακτος) βρίσκονταν υπό τον έλεγχο Φράγκων φεουδαρχών που συγγένευαν με ισχυρούς βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Οι περιοχές αυτές ήταν κατάσπαρτες από ισχυρά κάστρα που σταθεροποιούσαν την εξουσία των κατά τόπους βαρόνων και μικρότερων μικρότερων ευγενών, εις βάρος του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού.Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε για τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο ο σημαντικός κίνδυνος των Οθωμανών Τούρκων. Ο βυζαντινός στρατός είχε αποδιοργανωθεί πλήρως λόγω έλλειψης χρημάτων ικανών στρατηγών και απωλειών από τους πολέμους με τους Φράγκους, είχε χάσει κατά μεγάλο μέρος το ηθικό και την αλκή του και έτσι οι πλέον αξιόπιστες βυζαντινές στρατιωτικές μονάδες ήταν Αλανοί και Μουσουλμάνοι μισθοφόροι. Έτσι ο Ανδρόνικος μοιραία στράφηκε στην Δύση για να βρει ισχυρότερους συμμάχους.
 
 

                                                        Ανδρόνικος ΙΙ Παλαιολόγος
 
 
              Την ίδια εποχή στην Σικελία τελείωναν οι "Σικελικοί Εσπερινοί", ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ βασιλικών οίκων με τελικό έπαθλο το νησί της Σικελίας. Μετά το τέλος του πολέμου και την ειρήνη του Καλταμπελλόττα, ο μισθοφόρος τυχοδιώκτης καταλανικής καταγωγής Ρογήρος ντε Φλορ (παλαιός Ναΐτης ιππότης), όπως και χιλιάδες άλλοι Καταλανοί μισθοφόροι (γνωστοί και ως αλμαγάβαροι από την εποχή των επιθέσεων τους κατά των Μωαμεθανών της Ισπανίας), βρέθηκαν χωρίς εργοδότη. Μετά από συνεννοήσεις ο Ανδρόνικος τους έπεισε να συμμαχήσουν μαζί του τάζοντας υψηλές αποδοχές και αξιώματα. Έτσι το 1302 ο Ντε Φλορ μαζί με 5.000 ακόμη Καταλανούς επιβιβάζονται σε 36 πολεμικές γαλέρες και πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη όπου γίνονται δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Αυτοκράτορα.

             Το 1303 εγκαθίστανται στο Κύζικο Μ. Ασίας και στα επόμενα δύο χρόνια συντρίβουν σε συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις τους επικίνδυνους Οθωμανούς φτάνοντας ως το Ικόνιο, αποδεικνύοντας την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική τους αξία. Παράλληλα όμως οι Καταλανοί αποσπούσαν με την βία αμοιβές και από τις πόλεις που απελευθέρωναν, ενώ πολλές τις ρήμαζαν και τις λεηλατούσαν. Η συμπεριφορά τους αυτή και οι συνεννοήσεις τους με τοπικούς άρχοντες για δημιουργία ανεξάρτητου Καταλανικού κρατιδίου στην Μ. Ασία, δικαίως τους κατέστησε επικίνδυνους στα μάτια του Αυτοκράτορα που τους κάλεσε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη και δολοφόνησε τον αρχηγό τους Ντε Φλόρ με την ελπίδα ότι οι υπόλοιποι θα διαλύονταν. Οι Καταλανοί όμως όχι μόνο δεν διαλύθηκαν, αλλά αφού εξέλεξαν νέο τους αρχηγό τον Μπερεγκάρ ντε Ροκαφόρ, λεηλάτησαν όλη την χερσόνησο της Καλλίπολης σφάζοντας ανηλεώς τους κατοίκους της και προκαλώντας συνεχώς τους Βυζαντινούς για μάχη φτάνοντας ως τα τείχη της πρωτεύουσας. Όταν τα Βυζαντινά στρατεύματα αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν, ακολούθησε μια καταστροφική μάχη για αυτούς όπου σκοτώθηκαν σχεδόν 20.000 άνδρες ενώ τραυματίστηκε και ο γιος του Αυτοκράτορα.
 

             Μετά από αυτή την μάχη, τα βυζαντινά εδάφη και οι πληθυσμοί τους, βρέθηκαν στο έλεος της "καταλανικής εταιρείας" (η "κομπανίας" κατά την επί λέξει απόδοση του όρου από τα Ισπανικά). Οι Καταλανοί λεηλάτησαν με μίσος όλη την Θράκη και την Μακεδονία, ληστεύοντας και σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, γεμίζοντας με τρόμο τους φτωχούς κατοίκους των περιοχών. Εγκαταστάθηκαν την διετία 1307-1309 στην Ποτίδαια Χαλκιδικής προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να καταλάβουν την οχυρή Θεσσαλονίκη. Από την καταστροφική μανία των Καταλανών δεν ξέφυγε ούτε το Άγιο Όρος όπου από 300 Μονές, μόνο 25 έμειναν αλώβητες, ενώ οι υπόλοιπες βεβηλώθηκαν και καταληστεύτηκαν. Για να γίνει αντιληπτή η σκληρότητα των Καταλανών αναφέρουμε πως όταν ο αρχηγός τους ντε Ροκαφόρ τους εγκατέλειψε αιφνιδιαστικά το 1308, έσφαξαν άλλους δεκαπέντε μικρότερους στην ιεραρχία, αρχηγούς τους για να εκτονώσουν την οργή τους.
 
 

 
 
                 Αμέσως μετά την καταστροφή των περιοχών της Μακεδονίας και λόγω της πίεσης του Αυτοκρατορικού στρατού υπό τον ικανό αρχιστράτηγο Χανδρηνό , αναχώρησαν κατέλαβαν και λεηλάτησαν την Θεσσαλία με ευκολία, εισερχόμενοι πλέον στις Φράγκικες κτήσεις. Φτάνοντας στην Θήβα το 1310 μ.Χ. ήρθαν σε συνεννόηση με τον ισχυρό Δούκα της Αθήνας Βάλτερ ντε Μπριεν συνεχιστή του οίκου ντε Λα Ρος και πολέμησαν κατακτώντας πολλά κάστρα (Ζητούνι, Φάρσαλα, Αλμυρός, Σιδηρόκαστρο) για λογαριασμό του. Τις τάξεις της "Καταλανικής Εταιρείας" είχαν πυκνώσει νέοι εθελοντές από την Καταλονία αλλά και πολλοί Οθωμανοί Τούρκοι.

             Τον Σεπτέμβριο ο Βάλτερ ντε Μπριεν φοβούμενος την αύξηση της ισχύος της "Εταιρείας", ζήτησε από τους Καταλανούς να εγκαταλείψουν τα εδάφη του, παραδίδοντας όλα τα κάστρα που κέρδισαν πολεμώντας για λογαριασμό του. Η Καταλανική Εταιρεία ζήτησε να κρατήσει κάποια από αυτά για να εγκατασταθεί μόνιμα, αλλά ο Δούκας αρνήθηκε με προσβλητικό τρόπο και ετοιμάστηκε να συντρίψει τους Καταλανούς καλώντας όλους τους Φράγκους συμμάχους του για βοήθεια, κατά την συνήθεια της εποχής. Πολύ σύντομα 2000 σιδερόφρακτοι ιππότες και 20.000 πεζοί είχαν μαζευτεί στην Αθήνα, δύναμη τεράστιας ισχύος για τα δεδομένα της εποχής. Οι σιδερόφρακτοι Φράγκοι ιππότες αποτελούσαν την πιο επίλεκτη μονάδα της εποχής καθώς η επίθεση τους ήταν συντριπτικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου και απολάμβανε μεγάλης φήμης τότε.
 
 
 
             Οι Καταλανοί ήταν πλέον παγιδευμένοι καθώς στην Θεσσαλία προήλαυνε ο ικανός Βυζαντινός στρατηγός Χανδρηνός με σημαντικές δυνάμεις που τους είχε νικήσει στο παρελθόν, έτσι η μάχη κατά των Φράγκων του Βάλτερ στις 15 Μαρτίου 1311, ήταν μονόδρομος. Οι Καταλανοί διάλεξαν με στρατιωτική σοφία, το πεδίο μάχης να είναι στην πεδιάδα του ποταμού Κηφισσού (της Βοιωτίας) κοντά στην Κωπαΐδα, όπου το έδαφος ήταν ελώδες. Οι δυνάμεις τους (3500 ιππείς, 4000 πεζοί και πολλοί Τούρκοι) παρατάχθηκαν με το έλος μπροστά τους. Ο Βάλτερ ντε Μπριεν έπεσε στην παγίδα διατάσσοντας επέλαση στους ιππότες που τον περιστοίχιζαν. Το βαρύ Φράγκικο ιππικό κόλλησε στην λάσπη και ακολούθησε η μαζική σφαγή του, από τους πεπειραμένους Καταλανούς. Από την Φράγκικη στρατιά πολύ λίγοι επέζησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν γλίτωσε ούτε ένας στρατιώτης για να μεταφέρει το νέο της καταστροφής στην Αθήνα.
 
 

 

              Έτσι οι Καταλανοί κατέλαβαν την Θήβα (την λεηλάτησαν σφάζοντας τους κατοίκους της χωρίς να εξαιρέσουν ούτε τα νήπια) και την Αθήνα το 1311 εγκαθιστώντας μόνιμο δικό τους καθεστώς το οποίο άντεξε ως το 1387, χάρις την αλκή των πολεμιστών του και τις ισχυρές συμμαχίες που σύμπτυξε. Στα χρόνια που ακολούθησαν διεξήγαγαν πολλές επιδρομές και πολέμους στις γύρω περιοχές και στην μέγιστη ακμή τους έλεγχαν όλη την Θεσσαλία και την Στερεά Ελλάδα ως την Κόρινθο. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι των Καταλανών έλαβαν για συζύγους τις γαλαζοαίματες γυναίκες των ευγενών που εξολόθρευσαν στην μάχη της Κωπαΐδας. Η καταλανική ορίστηκε ως επίσημη γλώσσα του Αθηναϊκού κρατιδίου, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι ζούσαν υπό την συνεχή καταπίεση των Καταλανών χωρίς να έχουν δικαίωμα να εμπορεύονται, να μεταβιβάζουν την περιουσία τους στα παιδιά τους και να ασκούν άλλα επαγγέλματα πλην των αγροτικών.
Λίγα χρόνια μετά, εξομάλυναν τις κάκιστες σχέσεις τους με τον Πάπα. Οι δύο επόμενες γενιές που ακολούθησαν όμως, δεν επέδειξαν την στρατιωτική αλκή των προγόνων τους, καθώς μεγάλωσαν στην χλιδή των δεσποτών της μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Μετά την φυσιολογική εξέλιξη της πτώσης του καθεστώτος της καταλανικής Εταιρείας στην Αθήνα από τον οίκο Ατζαγιόλι το 1387, πολλά μέλη της επέστρεψαν στην Σικελία και στην Καταλονία....
 

Επίλογος
 
               Η ιστορία της "Καταλανικής Εταιρείας" μαρτυρεί την μεγάλη αδυναμία τόσο του Βυζαντινού όσο και των Φραγκικών μικρότερων κρατών να προστατέψουν τα εδάφη τους ακόμη και από την απειλή ανοργάνωτων στιφών μισθοφόρων τυχοδιωκτών. Η επίδραση της Καταλανικής εταιρείας στην τύχη της Μεσαιωνικής Ανατολής ήταν πολύ μεγάλης σημασίας, καθώς λεηλάτησε και κατέστρεψε όλη την Βαλκανική Χερσόνησο (πλην Πελοποννήσου), ενώ συνέτριψε σε δύο πολύνεκρες και αποφασιστικές μάχες, το άνθος του Βυζαντινού στρατού και της Φράγκικης ιπποσύνης. Έτσι οι Οθωμανοί λίγα χρόνια μετά εκμεταλλεύθηκαν την καταστροφή και την αποδιοργάνωση των μεσαιωνικών κρατικών οργανισμών των Βαλκανίων, επικρατώντας και επιβάλλοντας την σκοταδιστική και δεσποτική εξουσία τους για τέσσερις αιώνες.
 

             Η πρωτόγονη αγριότητα, η ασχήμια και η παντελής έλλειψη ατομικής καθαριότητας χαρακτήριζαν τα μέλη της "Εταιρείας" ενώ μακρινοί απόηχοι της παρουσίας της εντοπίζονται στην λαϊκή δημοτική μας παράδοση. Ο ιστορικός William Miller θεωρεί ότι η παρουσία της Καταλανικής Εταιρείας στην περιοχή, είχε ίσης σημασίας καταστροφικά αποτελέσματα με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της δύσης το 1204 μ.Χ.
 
             Η σημερινή πολιτική ηγεσία της περιοχής της Καταλανίας με πρωτοβουλία του Κάρλες Ντουάρτε επέδειξε αυξημένη πολιτισμική ανθρωπιστική και ιστορική ευαισθησία, χρηματοδοτώντας το 2004 την αναστήλωση της Μονής Βατοπαιδίου προσδοκώντας με αυτή την χειρονομία να εξιλεωθεί 700 χρόνια μετά για τις ανήκουστες καταστροφές που προκάλεσαν στον Ελλαδικό χώρο και στο Άγιο Όρος οι βάρβαροι πρόγονοι τους.
 

 
 

Ι. Β. Δ.
Πηγές
 
William Miller, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα"


Η μαύρη ανάμνηση των Καταλανών μέσα από τη Λαογραφία
        
              Η ανάμνηση της έλευσης και της παραμονής των Καταλανών στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια γενικότερα, άφησε τα ίχνη της. Ακόμα και σήμερα μπορεί να διακρίνει κανείς σε τραγούδια και τοπικές εκφράσεις την εντύπωση που έκανε στους κατακτημένους η αγριότητα των κατακτητών. Τρία χαρακτηριστικά διαφαίνονται: η αγριότητα, η βρωμιά και τέλος η ασέβεια, μέσα από τα τραγούδια και τις εκφράσεις.

               Στην Βουλγαρία η λέξη Καταλάνος, Katalanski (?), αποτελεί βρισιά.

            Στην Θράκη, σύμφωνα με τον Φρανθίσκο Μονκάδα, υπήρχε η βρισιά "Η εκδίκηση των Καταλανών να σε εύρει", αν και ο Prat αμφισβητεί την γνησιότητα της πληροφορίας.

              Στην Θεσσαλία σύμφωνα με τον Νικόλαο Ι. Γιαννόπουλο στην "Iστορία της Θεσσαλίας" κατά το 1905 το όνομα του Καταλάνου προφερόταν μετά τρόμου, σημαίνον τον δύστροπο και απειθή..".
         Στην Αττική αναφέρει ο Rubió i LLuch, τον 19ο αιώνα οι "γριές της Αττικής" χρησιμοποιούσαν την έκφραση "Και τι διάβολο Καταλάνος". Αυτό το είχε αναφέρει ο Νικόλαος Πολίτης σε επτά επιστολές που είχε αποστείλει στον Rubió i LLuch . Ο Δημήτριος Καμπούρογλου αναφέρει ένα τραγούδι που τραγουδούσαν τα παιδιά, σε δύο ομάδες, με τα ακόλουθα λόγια:
 
" Φράγκο, Βαράγγο, Πίτσι, Καταλάγκο

νίβεσαι, χτενίζεσαι

με σκατά αλείβεσαι"

            Το γεγονός της βρωμιάς των Καταλανών φαίνεται ότι είχε εντυπωσιάσει τους κατοίκους γιατί αναφέρεται και σε τραγούδια άλλων περιοχών: στην Υπάτη έλεγαν: "Ο Ρωμηός νιβόταν κι ο Καταλανός σκατά αλειβόταν". Πράγματι οι Καταλάνοι για να διατηρήσουν τα δέρματα με τα οποία ήσαν ντυμένοι τα περνούσαν με (μαύρο από την πολυκαιρία) χοιρινό λίπος.

               Στο όρος Παρνασσός υπήρχε επίσης η έκφραση (1931): "από τους Τούρκους έφευγε, στους Καταλάνους πήγαινε"

               Στην Εύβοια κατά τον Επαμεινώνδα Σταματιάδη στο τέλος του 19ου αιώνα υπήρχε η έκφραση: "αυτό ούτε οι Καταλάνοι το κάνουν". Το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών αναφέρει επίσης (το 1947) ότι στην Εύβοια η λέξη Καταλάνος αποτελεί βρισιά.

             Στην Άνδρο κατά τον Δημήτριο Πασχάλη στην "Ιστορία της Νήσου Άνδρου"[6], μετά την κατστροφή της νήσου από τον Αραγωνέζο Ναύαρχο της Καταλανικής Κομπανίας de LLuria: "έκτοτε δ¨εν Άνδρω το όνομα Καταλάνος δηλοί τον πονηρόν και σκληρόν και προς τα κακουργήματα ρέποντα".

            Τη μεγαλύτερη όμως ποικιλία βρήκε ο Prat στην Υπάτη (τις παλιές Νέες Πάτρες) μέσω ενός τοπικού ιερέα (Παπαναστάσης) σε διάφορα τραγούδια, στις τοπικές του παραλλαγές , όπως στο τραγούδι "της Απαρνημένης":
 
"...αν βουληθείς να μ'αρνηθείς και να με λησμονήσεις, να πέσεις σε Φράγκικα σπαθιά, σε Καταλάνου χέρια"

ή η απειλή "Να σε δω στο σπαθί του Καταλάνου". Ένα νανούρισμα της Υπάτης τελειώνει με τα λόγια ".. να βαρέσω τη Φραγκιά και τους Βαράγγους, τα σκυλιά τους Καταλάνους".

           Στην Υπάτη επίσης υπήρχαν εκφράσεις για την ασέβεια όπως : "τρώει κρέας και την Μεγάλη Παρασκευή, νηστεύει σαν τον Καταλάνο". "Καταλάνοι και σκυλί, καταγής Παρασκευή." Κατά τον Prat η εξήγηση θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι, δεδομένου ότι το Δουκάτο Νέων Πατρών τηρούσε το εορτολόγιο με τις Καθολικές ημερομηνίες, οι κάτοικοι έβλεπαν τους Καταλανούς να νηστεύουν τις ημέρες του Ορθοδόξου Πάσχα.

              Στην Μεσσηνία για να περιγραφεί μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα έλεγαν ότι είναι "Καταλάνα". Στην Τρίπολη λέγεται επίσης ότι μια γυναίκα όταν είναι άσχημη, μοιάζει με "Καταλάνα". Στην Πάτρα υπάρχει νανούρισμα που αναφέρεται "...Άλανε, Κατάλανε, το παιδί που βάπτισες.."

          Κρήτη επίσης υπάρχει η μαντινάδα: "Σε τούρκικα σπαθιά βρεθείς , σε Κατελάνου χέρια, τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια.

            Στην Αιτωλοακαρνανία υπάρχει το "Βουνό του Καταλάνου".
(από την διάλεξη του Eusebi Ayensa Prat, στην Αθήνα το 2005)