Σελίδες

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ο Λαός της Κωνσταντινούπολης

 
 Συγγραφή : Μέριανος Γεράσιμος (20/9/2007)
 
 Για παραπομπή: Μέριανος Γεράσιμος , «Λαός της Κωνσταντινούπολης», 2007,
 
 Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
 
 


Ο Λαός της Κωνσταντινούπολης



          


    Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, νοούμενος με το πολιτικό περιεχόμενο του όρου, δεν περιλάμβανε όλους τους κατοίκους της πόλης. Συγκεκριμένες ομάδες, π.χ. μικρέμποροι και απλοί βιοτέχνες, μαγαζάτορες, εργάτες, ψαράδες, υπηρέτες, ζητιάνοι, απάρτιζαν το λαό, το «δήμο» των πηγών, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της πρωτεύουσας, αλλά και την πιο φτωχή.1 Η μεσαία τάξη (μεγαλέμποροι, πλοιοκτήτες, βιοτέχνες κ.ά.), οι μέσοι και ο λαός διαφοροποιούνταν στο θέμα της περιουσίας και της υπόληψης. Συχνά οι Βυζαντινοί συγγραφείς, ιδίως όσοι εξέφραζαν τα αριστοκρατικά ιδεώδη, τοποθετούσαν από κοινού αυτά τα δύο στρώματα κάτω από έννοιες όπως «μάζα» και «όχλος».2 Όμως, εκτός από την περιφρόνηση που έδειχναν προς αυτούς, άφηναν να διαφανεί μια πραγματικότητα: Στη μάζα ανήκαν όλοι οι μη προνομιούχοι, δηλαδή οι φορολογούμενοι, και από την άποψη αυτή και οι μέσοι.3 Εντούτοις, οι μέσοι δεν πρέπει να συγχέονται με το λαό, καθώς η οικονομική βαρύτητά τους με το πέρασμα των αιώνων ήταν τέτοια, ώστε σε περιόδους δυσπραγίας ενίσχυαν οι ίδιοι το κράτος. 



Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος: ο δήμος της Πόλης και οι δήμοι του Ιπποδρόμου

            Η ιδιαίτερη σημασία του λαού της Κωνσταντινούπολης4 παρατηρείται ήδη από την ίδρυσή της, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) προικοδότησε το δήμο της βυζαντινής πρωτεύουσας με τον Ιππόδρομο και το επισιτιστικό μέτρο της αννώνας,5 αναγνωρίζοντάς του με το μεν πρώτο τον πολιτικό χώρο όπου διαδραματίζεται η τελετουργική αντιπαράθεση αυτοκράτορα και δήμου, ενώ με τη δεύτερη τη λειτουργία της κατανάλωσης. Πρότυπο της νέας πρωτεύουσας και σε αυτό τον τομέα ήταν η Ρώμη.6 Ωστόσο, ο δήμος της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κυρίαρχο δήμο της Ρώμης, του οποίου η θεσμική θέση πήγαζε από τη ρωμαϊκή παράδοση· αντίθετα, η θεσμική θέση του δήμου της Κωνσταντινούπολης προερχόταν από τη συμμετοχή του στην αυτοκρατορική τελετουργία ή από την ίδρυση της πρωτεύουσας από το Μέγα Κωνσταντίνο, καθώς από αυτόν αντλούσε τη νομιμοποιητική δύναμή του.7
      Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, έστω και θεωρητικά, αποτελούσε έναν από τους τρεις «συνταγματικούς παράγοντες» (οι άλλοι δύο ήταν η σύγκλητος και ο στρατός) που έδιναν τη συγκατάθεσή τους προς το πρόσωπο του νέου αυτοκράτορα, επικυρώνοντας έτσι τη νομιμότητά του.8 Ο λαός δεν περιοριζόταν να εκφράσει τη γνώμη του για τον αυτοκράτορα μόνο κατά τη διαδικασία της εκλογής του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του μπορούσε να τον κρίνει για την επιτυχή ή όχι πολιτική του καθώς και για την ορθοδοξία του. Το μέρος όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε παραχωρήσει από το 331 το δικαίωμα στο λαό να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του ήταν ο Ιππόδρομος, που αποτελούσε τον κύριο τόπο συνάθροισης του δήμου της Κωνσταντινούπολης.9 Μόνο στον Ιππόδρομο ο λαός είχε τη δυνατότητα να έρθει σε τόσο άμεση επαφή με τον αυτοκράτορα,10 όπου μπορούσε επίσης να ζητήσει την αντικατάσταση ή την τιμωρία μισητών αξιωματούχων.11
        Ο λαός συγκεντρωνόταν στον Ιππόδρομο, πέρα από τις ευκαιρίες των μεγάλων τελετών, των αυτοκρατορικών ενθρονίσεων και των στρατιωτικών θριάμβων, κυρίως για να παρακολουθήσει τις αρματοδρομίες. Εκεί διαιρούνταν σε Βένετους (Γαλάζιους) και Πράσινους, όπως συνέβαινε από παλιά και στις άλλες πόλεις, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Προκόπιος.12 Οι δήμοι αποτελούσαν τα τμήματα του λαού που υποστήριζαν συγκεκριμένες ομάδες στις αρματοδρομίες, ενώ ακόμα και οι αυτοκράτορες υποστήριζαν τον ένα ή τον άλλο δήμο του Ιπποδρόμου.
          Οι δήμοι ανάγονταν στο ρωμαϊκό ιππόδρομο, αλλά στο Βυζάντιο απέκτησαν πολιτική λειτουργία που υπερέβαινε την πρωτεύουσα και τον Ιππόδρομό της.13 Οι δήμοι πιθανότατα δεν υιοθετούσαν μια γενική γραμμή απέναντι στα πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα· περισσότερο ακολουθούσαν δημαγωγούς που είτε προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα, είτε εξυπηρετούσαν υψηλά ισταμένους, είτε εξέφραζαν τη γενική διάθεση που επικρατούσε στην πόλη.14 Εντούτοις, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε κάποιες κοινωνικές και θρησκευτικές «κλίσεις» στους δήμους: Οι Βένετοι ήταν λιγότεροι, αριστοκρατικότεροι και ορθόδοξοι, ενώ οι Πράσινοι ήταν περισσότεροι, λαϊκότεροι και έδειχναν μια συμπάθεια προς το μονοφυσιτισμό,15 με ό,τι αυτά τα χαρακτηριστικά συνεπάγονταν για τις συχνές μεταξύ τους συγκρούσεις.
           Η Κωνσταντινούπολη τον 6ο αιώνα αποτελούνταν από διάφορες κοινότητες που τις διαχώριζε η γλώσσα, η θρησκεία και η περιφερειακή ταυτότητα και καταγωγή. Στους δρόμους της άκουγε κανείς ποικιλία γλωσσών, αλλά αυτή η εθνική ανομοιομορφία ήταν απολύτως φυσιολογική στο κέντρο λήψης αποφάσεων της αυτοκρατορίας, η οποία προσέλκυε από τις επαρχίες ανθρώπους που αναζητούσαν καλύτερη τύχη, καθώς και πρόσφυγες. Η πρωτεύουσα ήταν εξαιρετικά κοσμοβριθής (ενδεικτικά υπολογίζεται ότι η Κωνσταντινούπολη γύρω στο 600 είχε 300.000-500.000 κατοίκους)16 και αυτή η ασφυκτική συγκέντρωση κόσμου σε συνδυασμό με την οικονομική του εξαθλίωση όξυνε την κοινωνική ένταση, που υποδαυλιζόταν και από τις εθνικές, θρησκευτικές και αθλητικές αντιζηλίες.17
           Οι ταραχές και οι εξεγέρσεις του λαού που ξεκινούσαν από τον Ιππόδρομο ήταν συχνές, αλλά η πιο γνωστή λαϊκή εξέγερση υπήρξε η Στάση του Νίκα (532), που λίγο έλειψε να ανατρέψει τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Η οικονομική εξαθλίωση, η καταπίεση και οι αδικίες μισητών αξιωματούχων εις βάρος του λαού προετοίμαζαν από καιρό το έδαφος της εξέγερσης, που επικράτησε για λίγες μέρες στην πρωτεύουσα κυρίως λόγω της ένωσης και της συμφιλίωσης των δήμων.18 Τελικά, ύστερα από διάφορες μηχανορραφίες της κυβέρνησης που σκοπό είχαν να διασπάσουν το λαό, οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στον Ιππόδρομο, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος ο λαός για να στέψει αυτοκράτορα τον αριστοκράτη Υπάτιο, και έσφαξαν περίπου 35.000 ανθρώπους.19

      Οι δήμοι συνέχισαν να υφίστανται παρά το σοβαρό πλήγμα που δέχθηκαν από τον Ιουστινιανό και να παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο κατά τα επόμενα χρόνια, όπως συνέβη στην ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602) από το Φωκά (602-610) το 602, καθώς και στην ανατροπή του Φωκά από τον Ηράκλειο (610-641) το 610.20
            Ο λαός ήταν ένας παράγοντας που οι αυτοκράτορες λάμβαναν υπόψη τους –σε βαθμό βέβαια που ποίκιλλε–, αφού παρέμενε ένα «συνταγματικό όργανο» που σε τελική ανάλυση μπορούσε όχι μόνο να συμμετάσχει στην εκλογή ενός αυτοκράτορα, αλλά και να τον καθαιρέσει. Η γενική συναίνεση του λαού προς τον αυτοκράτορα και την πολιτική του αποτελούσε σημαντικό στήριγμα της μοναρχίας, αλλά δεν ήταν δεδομένη, γεγονός που ωθούσε πολλούς, ιδίως οξυδερκείς, αυτοκράτορες να την ανανεώνουν. Έτσι, ζητούσαν τη γνώμη και του λαού για κρατικά ζητήματα ή τον ενημέρωναν για να επιτύχουν τη συναίνεσή του.21 Ο Ηράκλειος, για παράδειγμα, ξεκίνησε για διαπραγματεύσεις με τον ηγεμόνα των Αβάρων συνοδευόμενος τόσο από υψηλούς αξιωματούχους όσο και από εκπροσώπους των εμπορικών και βιοτεχνικών τάξεων, καθώς και από εκπροσώπους των Πράσινων και των Βένετων· επίσης, ο Λέων Γ΄ (717-741) εξήγησε τα μέτρα του κατά των εικόνων σε λόγους που απηύθυνε στο λαό.22
            Δίνεται η εντύπωση ότι οι δήμοι έπαψαν να λειτουργούν ως μέσο πολιτικής δραστηριότητας στις αρχές του 9ου αιώνα ή και νωρίτερα,23 καταλήγοντας να έχουν διακοσμητικό ρόλο στις επίσημες τελετές,24 αν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη μείωση της πολιτικής τους σημασίας και το χρόνο που αυτή συντελέστηκε.25 Από το 10ο αιώνα και εξής, οι ομάδες αυτές φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις συντεχνίες.26 Από την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025), οι αυτοκράτορες λάμβαναν υπόψη τους τις πλούσιες συντεχνίες –που έφτασαν να ασκούν μεγάλη πολιτική επιρροή τον 11ο αιώνα– αλλά και γενικά το λαό ως σύνολο.27 Το 1042 οι λαϊκές μάζες της Κωνσταντινούπολης ανέτρεψαν το Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042)· η πτώση του σηματοδότησε την εδραίωση του λαού της πρωτεύουσας ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης, διατηρώντας την επιρροή του έως το τέλος του 11ου αιώνα, ώσπου ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατάφερε να τον χαλιναγωγήσει.28 Να σημειωθεί ότι οι αυτοκράτορες της περιόδου ενίοτε απευθύνονταν και στο λαό και στη σύγκλητο.29
          Ωστόσο, το διάστημα 1081-1180, δηλαδή από την ανάρρηση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στο θρόνο και την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων έως το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), η σύγκλητος, οι συντεχνίες και οι λαϊκές μάζες περιορίστηκαν σε εθιμοτυπικό ρόλο και τέθηκαν υπό αυστηρό έλεγχο. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, λίγο μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, τα συγκεκριμένα σώματα ανέλαβαν, λίγο έως πολύ, τους ρόλους που κατείχαν πριν από το 1081.30
            Με εξαίρεση το μετριασμό της δραστηριότητάς του την περίοδο 1081-1180, ο λαός συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιτική ζωή κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Στα 162 χρόνια που μεσολάβησαν από την καθαίρεση του Μιχαήλ Ε΄ έως την άλωση του 1204, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ενεπλάκησαν σε περισσότερες από 14 επιτυχημένες εξεγέρσεις και «διαδηλώσεις» εναντίον της κυβέρνησης.31 Χαρακτηριστικό παράδειγμα του καταλυτικού ρόλου του λαού στα τέλη του 12ου αιώνα αποτελεί η άνοδος και η πτώση του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού (1183-1185).
              Έχει ήδη γίνει νύξη για τη σύγκληση συνελεύσεων στις οποίες συμμετείχε ο λαός προκειμένου να εγκριθούν οι αυτοκρατορικές αποφάσεις· πρόκειται για μια πρακτική παλιά,32 την οποία οι τελευταίοι Παλαιολόγοι χρησιμοποίησαν ευρέως. Αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή σύνθεση των συνελεύσεων της ύστερης περιόδου, είναι πιθανό ότι σε αυτές συμμετείχαν, εκτός από τους συγκλητικούς, και οι πλουσιότεροι των υπόλοιπων κατοίκων, οι οποίοι είχαν τη δική τους «αρχή».33 Ενδεικτικός είναι ο έπαινος που απηύθυνε ο Μανουήλ Χρυσολωράς στο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1391-1425), επειδή κοινοποιούσε στους υπηκόους του τα σχέδιά του και ζητούσε τη βοήθειά τους.34 Αναμφίβολα ο δήμος της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε παράγοντα που, την περίοδο πριν από την Άλωση, περιόριζε την αυτοκρατορική παντοδυναμία, η οποία καθ’ όλη την Παλαιολόγεια εποχή αποδυναμωνόταν σταδιακά. Συνεπώς, οι τελευταίοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες όφειλαν να ενημερώνουν το δήμο και να επιδιώκουν την αποδοχή του35 προκειμένου να εφαρμόζουν την πολιτική τους σε ζητήματα όπως η Ένωση των Εκκλησιών ή οι βυζαντινοτουρκικές σχέσεις.



1. Charanis, P., “The Role of the People in the Political Life of the Byzantine Empire: The Period of the Comneni and the Palaeologi”, Byzantine Studies/Études Byzantines 5:1-2 (1978), σελ. 69-70.
2. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 327, 346-347.
3. Είναι ενδεικτικό ότι πραγματικά ελεύθεροι στο Βυζάντιο θεωρούνταν όσοι προνομιούχοι δεν υπόκειντο σε καμία μορφή φορολόγησης, αφού η βυζαντινή έννοια της ελευθερίας είχε πρωτίστως δημοσιονομική διάσταση. Αυτό ήταν λογικό για ένα συγκεντρωτικό κράτος του οποίου τα έσοδα προέρχονταν κυρίως από τους φόρους. Βλ. Kazhdan, A., “The Concepts of Freedom (eleutheria) and Slavery (duleia) in Byzantium”, στο Makdisi, G. – Sourdel, D. – Sourdel-Thomine, J., (επιμ.), La notion de liberté au Moyen Age: Islam, Byzance, Occident (Paris 1985), σελ. 216-218, 223-224.
4. O λαός ονομαζόταν populus στα λατινικά και δήμος ή δήμοι στα ελληνικά, όροι που κατά τον Alan Cameron είναι ταυτόσημοι, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Βλ. Cameron, A., “Demes and Factions”, Byzantinische Zeitschrift 67 (1974), σελ. 90-91.
5. Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ΙΙ.3.5, γαλλ. μτφρ. A.-J. Festugière με το πρωτοτυπο ελλ. κείμενο από την έκδοση του J. Bidez, Sozomène, Histoire ecclésiastique, livres I-II (Sources chrétiennes 306, Paris 1983), σελ. 238.
6. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 346.
7. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 362.
8. Βλ. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 47 κ.ε.· Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 71.
9. Λουγγής, Τ., Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 144-146.
10. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 76.
11. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 52.
12. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων, Ι.24.2, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia I: De bellis libri I-IV (Lipsiae 1962), σελ. 123.9-11. Πρέπει σε αυτό το σημείο να διευκρινιστεί ότι οι όροι ο «δήμος των Βένετων» και ο «δήμος των Πράσινων» διαθέτουν πολύ στενότερη σημασία σε σχέση με τους όρους «οι δήμοι» (τα πλήθη) και «ο δήμος»· ο τελευταίος διατηρεί την αρχαία έννοιά του, δηλώνοντας το σύνολο των ελεύθερων πολιτών μιας πόλης. Βλ. Λουγγής, Τ., Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 144. Αρχικά οι δήμοι ήταν τέσσερις, καθώς εκτός από τους Βένετους και τους Γαλάζιους υπήρχαν οι Λευκοί και οι Ρούσιοι (Κόκκινοι), αλλά στο πέρασμα από τον 5ο στον 6ο αιώνα οι μεν Ρούσιοι συγχωνεύτηκαν με τους Πράσινους, οι δε Λευκοί με τους Βένετους. Βλ. Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α: (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 113-114.
13. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 337. Βλ. επίσης Beck, H.-G., “Senat und Volk von Konstantinopel. Probleme der byzantinischen Verfassungsgeschichte”, Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie der Wissenschaften (München 1966).
14. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 76.
15. Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α: (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 114· πρβλ. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 76.
16. Magdalino, P., «Μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη: Κτισμένο περιβάλλον και αστική ανάπτυξη», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 231.
17. Croke, B., “Justinian’s Constantinople”, στο Maas, M. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of Justinian (Cambridge 2005), σελ. 73-76.
18. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων Ι.24.17, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia I: De bellis libri I-IV (Lipsiae 1962), σελ. 126.17-23.
19. Για τη Στάση του Νίκα, βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή Ιστορία Α: 324-6102 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 266-271· Greatrex, G., “The Nika Riot: A Reappraisal”, Journal of Hellenic Studies 117 (1997), σελ. 60-86· Λουγγής, T., Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 146-161.
20. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή Ιστορία Α: 324-6102 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 325-327, 330-331· Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α: (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 144, 147.
21. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 77-80. Πρβλ. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 35-37.
22. Για τον Ηράκλειο, βλ. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (επιμ.), Chronicon Paschale I (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1832), σελ. 712.12-19. Για το Λέοντα Γ΄, βλ. Νικηφόρος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία σύντομος 60, Mango, C. (επιμ. – αγγλ. μτφρ.), Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 13, Washington, D.C. 1990), σελ. 128.6-7. Πρβλ. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 77-78.
23. Charanis, P., “The Role of the People in the Political Life of the Byzantine Empire: The Period of the Comneni and the Palaeologi”, Byzantine Studies / Études Byzantines 5:1-2 (1978), σελ. 71, σημ. 7.
24. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 53.
25. Βλ. για παράδειγμα, Cameron, A., Circus Factions: Blues and Greens at Rome and Byzantium (Oxford 1976), σελ. 297 κ.ε.· Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 77.
26. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 77· Vryonis, S. Jr, “Byzantine Δημοκρατία and the Guilds in the Eleventh Century”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 314.
27. Garland, L., “Political Power and the Populace in Byzantium Prior to the Fourth Crusade”, Byzantinoslavica 53 (1992), σελ. 19.
28. Angold, M., Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μία πολιτική ιστορία2 (Αθήνα 1997), σελ. 106-107, 241.
29. Vryonis, S. Jr, “Byzantine Δημοκρατία and the Guilds in the Eleventh Century”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 309 κ.ε.
30. Hendy, M.F., Studies in the Byzantine Monetary Economy, c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 586.
31. Garland, L., “Political Power and the Populace in Byzantium Prior to the Fourth Crusade”, Byzantinoslavica 53 (1992), σελ. 51.
32. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 55-59· Charanis, P., “The Role of the People in the Political Life of the Byzantine Empire: The Period of the Comneni and the Palaeologi”, Byzantine Studies / Études Byzantines 5:1-2 (1978), σελ. 75-78.
33. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 160-163.
34. Μανουήλ Χρυσολωράς, Λόγος πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγο, Πατρινέλης, Χ.Γ. – Σοφιανός, Δ.Ζ. (επιμ.), (Αθήνα 2001), σελ. 62.23-36. Πρβλ. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 161, 167-168.
35. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 181-189.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου