Σελίδες

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο Τίμιος Σταυρός- α΄ μέρος





Ο πόλεμος Βυζαντίου – Περσίας, 602-628


του Βαλάντη Αθανασίου, ιστορικού


             Στις αρχές του 7ου αιώνα η Βυζαντινή αυτοκρατορία βρέθηκε μπροστά στο φάσμα της καταστροφής από τους Πέρσες. Η κακή οικονομική κατάσταση, η στυγνή φορολογία των λαών της Ανατολής από την Κωνσταντινούπολη και η ανίκανη κεντρική εξουσία οδήγησαν τους Πέρσες να προελάσουν με ορμή στην Μέση Ανατολή και την Μικρασία, τις οποίες κατέκτησαν. Η λαφυραγώγηση από τους Πέρσες του Τίμιου Σταυρού έδωσε στην σύγκρουση χαρακτήρα «Ιερού Πολέμου». Μέσα στο χάος αναδύθηκε ως ηγέτης ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, ο οποίος αφού αναδιοργάνωσε το κράτος και τον στρατό, ξεκίνησε την αντεπίθεση. Οι Πέρσες, ως έσχατη λύση, συμφώνησαν με τους Άβαρους, τούρκικο λαό στην Ανατολική Ευρώπη, να επιτεθούν συντονισμένα και αιφνιδιαστικά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε μείνει με 12.000 στρατιώτες. Η πίστη των πολιορκημένων έσωσε την πόλη. Η σωτηρία της Βασιλεύουσας αποδόθηκε στην επέμβαση της Παναγίας και χάριν σ’ αυτό το ιστορικό γεγονός ο Ρωμανός Μελωδός, κατά την παράδοση, συνέθεσε τον «Ακάθιστο Ύμνο».

         Η νίκη του Ηράκλειου εναντίον των Περσών στην Μάχη της Νινευή και η μεταφορά του πολέμου μέσα στα περσικά εδάφη, ανάγκασε τους Πέρσες να συνθηκολογήσουν και να επιστρέψουν στο Βυζάντιο τα κατακτηθέντα εδάφη και τον Τίμιο Σταυρό. Έτσι ο Ηράκλειος έσωσε το κράτος και την ορθόδοξη πίστη.



                             
                         Το προσκήνιο 
      Το περσικό βασίλειο, "η αιώνια ειρήνη", 


         Ήδη από την επέκταση της Ρώμης στην Ανατολή και την άνοδο των Πάρθων, ιρανικού φύλου, στη θέση των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, είχε αρχίσει η σύγκρουση. Στόχος των Πάρθων ήταν η επέκτασή τους στις ακτές της Μεσογείου, ενώ οι Ρωμαίοι ήθελαν να διατηρήσουν υπερασπίσιμα σύνορα και στρατηγικές θέσεις στην Μεσοποταμία, ώστε να διατηρήσουν την κατοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Το 224 μ.Χ. οι Πάρθοι ανατράπηκαν από μια άλλη ιρανική δυναστεία, τους Σασσανίδες, οι οποίοι είχαν στόχο να ανασυστήσουν την μεγάλη περσική αυτοκρατορία του Δαρείου και του Ξέρξη. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο, ήταν και η απειλή εξ ανατολών.

      Στους αιώνες που ακολούθησαν οι συγκρούσεις ήταν συνεχείς στην περιοχή της Μεσοποταμίας, οι οποίες διακόπτονταν από ειρηνευτικές συμφωνίες. Ο Ιουστινιανός, ο οποίος ήθελε να επανακτήσει τις πρώην περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη δυτική Ευρώπη, συνομολόγησε με τους Πέρσες την «Αιώνια Ειρήνη», η οποία του κόστισε 11.000 λίτρα χρυσού. Το 540 οι Πέρσες παραβίασαν την ειρήνη και εισέβαλαν στα βυζαντινά εδάφη. Ο πόλεμος τερματίστηκε το 562 με εδαφικά κέρδη για το Βυζάντιο, αλλά με κόστος 30.000 χρυσά νομίσματα (σόλιδους) κάθε έτος ως φόρο.

         

     Η  επιτυχία του αυτοκράτορα Μαυρίκιου

   Το 572 ξέσπασε νέος, μακροχρόνιος πόλεμος ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες. Το 590 ο στρατηγός Μπαχράμ Τσουμπίν ανέτρεψε και σκότωσε τον Σάχη (αυτοκράτορα) Ορμίσδα Δ’. Ο γιος του Ορμίσδα, Χοσρόης, κατέφυγε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο και ζήτησε την βοήθειά του. Με βυζαντινή βοήθεια σε άνδρες και χρήματα ο Χοσρόης υποκίνησε επανάσταση, ανέτρεψε τον σφετεριστή και ανέβηκε στο θρόνο (Χοσρόης Β’). Ως ευγνωμοσύνη στον Μαυρίκιο ο Χοσρόης κατάργησε όλους τους φόρους που έδινε το Βυζάντιο στη Περσία και του επέστρεψε πολλά εδάφη και το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας.



      Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που κληρονόμησε το κράτος από τους κατακτητικούς πολέμους του Ιουστινιανού με περικοπές, ιδιαίτερα στο στράτευμα, κάτι που τον έκανε αντιδημοφιλή. Προσπάθησε να αναδιοργανώσει τις επαρχίες στην Ιταλία και την Αφρική, οργανώνοντας τις σε εξαρχίες, δηλαδή διοικητικές περιφέρειες όπου η πολιτική εξουσία θα υπαγόταν στην στρατιωτική. Επικέντρωσε τις πολεμικές του επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, τα οποία είχαν ερημώσει οι συνεχείς επιδρομές των Αβάρων, τουρκογενούς φύλου και των υποτελών τους Σλάβων.

      
     
      Μέχρι το 602 οι Βυζαντινοί είχαν διώξει τους Άβαρους πέρα από τον Δούναβη. Όταν μπήκε το φθινόπωρο εκείνου του έτους ο Μαυρίκιος διέταξε τον στρατό να διαχειμάσει πέρα από τον ποταμό και να τρέφεται με ό, τι είχε η περιοχή, για να εξοικονομήσει χρήματα από τα κρατικά ταμεία. Ο στρατός, όμως, στασίασε με επικεφαλής τον εκατόνταρχο Φωκά, έναν γηραιό κατώτερο αξιωματικό με επιρροή στους χαμηλόβαθμους στρατιώτες. Οι στασιαστές έφτασαν χωρίς αντίσταση ως την Κωνσταντινούπολη. Ο Μαυρίκιος δεν βρήκε υπερασπιστές γιατί η λιτότητα που είχε επιβάλει δεν τον έκανε αρεστό. Έτσι ο Φωκάς τον συνέλαβε στις απέναντι μικρασιατικές ακτές της Πόλης, μαζί με όλη την οικογένειά του και τους εκτέλεσε, ανεβαίνοντας στον θρόνο.


                   Η τυραννία του Φωκά


         Η οκταετία που κυβέρνησε ο Φωκάς καταγράφεται από το σύνολο ως «Τυραννίδα», μια από τις ατυχέστερες και καταστροφικότερες περιόδους στην βυζαντινή ιστορία. Ο Φωκάς ήταν ένας αμόρφωτος χωριάτης, μέθυσος, χωρίς ηθικούς φραγμούς, ένας κοινός εγκληματίας που για βιοποριστικούς λόγους είχε καταταγεί στο στράτευμα. Η προώθηση στα κρατικά αξιώματα και στις ανώτατες θέσεις όλων των συγγενών του και ο παραμερισμός όλων των αξιόλογων στελεχών της κρατικής μηχανής για χάριν μικροσυμφερόντων, αποδυνάμωσαν το κράτος.

        Στην Ανατολή ο Αρμένιος στρατηγός Ναρσής αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Ο Φωκάς έστειλε στρατό και τον πολιόρκησε στην Έδεσσα της Συρίας. Εκείνος ζήτησε βοήθεια από τους Πέρσες. Ο Χοσρόης βρήκε την ευκαιρία, με την δικαιολογία πως ήθελε να εκδικηθεί τον φόνο του ευεργέτη του, αυτοκράτορα Μαυρίκιου, να επιτεθεί στο Βυζάντιο. Το 605 ο Φωκάς μετέφερε όλο τον στρατό του Δούναβη στην Ανατολή, επιτρέποντας στους Άβαρους και τους Σλάβους να κατακλύσουν ξανά τα Βαλκάνια. Ο Φωκάς, θέλοντας να κερδίσει την υποστήριξη του κλήρου και του ορθόδοξου πληρώματος εγκατέλειψε την συμβιβαστική θρησκευτική πολιτική του προκατόχου του και άρχισε διωγμούς κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών σ’ όλη τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο, που προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στην περιοχή και αποξένωσε ακόμα περισσότερο τους γηγενείς από την Κωνσταντινούπολη.

         Η καταστροφική διακυβέρνηση του Φωκά γρήγορα έκανε τους κατοίκους της πρωτεύουσας να νοσταλγούν την χρηστή διακυβέρνηση του Μαυρίκιου. Την ίδια ώρα η Κωνσταντινούπολη πλήττεται από τον βαρύ χειμώνα του 608 - 609. Η παραγωγή μειώνεται δραματικά, οι τιμές αυξάνουν στην μαύρη αγορά, ενώ δεν υπάρχουν πλοία για να φέρουν σιτάρι από την Αίγυπτο και την βόρειο Αφρική. Το φάσμα της πείνας γίνεται ορατό στην βασιλεύουσα. Όταν ο τελευταίος προσπάθησε να κατευνάσει τον όχλο με χρηματικές παροχές και δωρεάν τρόφιμα στον Ιππόδρομο, ο λαός θα τον υποδεχτεί με το -ιστορικό- σύνθημα «Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας» («πάλι το ποτηράκι σου ήπιες, πάλι τον νου σου έχασες»). 
      
Ο Ηράκλειος φθάνει στην Κωνσταντινούπολη για να εκθρονίσει τον Φωκά

       Ο Πρίσκος, γαμπρός του Φωκά, παρότρυνε μυστικά στον Έξαρχο της Καρχηδόνας Ηράκλειο, να επαναστατήσει. Ο Ηράκλειος ήταν ένας γηραιός Αρμένιος στρατηγός του Μαυρίκιου από την Καππαδοκία, που με την χρηστή του διοίκηση μετέτρεψε μια ανίσχυρη περιφέρεια σε διοικητικό πρότυπο. Το 608 ο Ηράκλειος επαναστάτησε, προβάλλοντας ως αρχηγό τον γιο του, επίσης Ηράκλειο. Την άνοιξη του 610 εκστράτευσε με τον ανιψιό του, Νικήτα, στην Αίγυπτο, την οποία κατέλαβε. Την ίδια εποχή ο νεαρός Ηράκλειος ξεκίνησε με ένα μικρό στόλο για την Κωνσταντινούπολη. Η τυραννία του Φωκά είχε ως αποτέλεσμα η επανάσταση να μην βρει αντίσταση. Ο Ηράκλειος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, συνέλαβε τον Φωκά, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και συνέλαβε τον πρώην τύραννο. Επί τόπου του αφαίρεσε τα αυτοκρατορικά διάσημα και τον μετέφερε σιδηροδέσμιο στον Ιππόδρομο ως κοινό εγκληματία ενώπιον του. Όταν ο ηγέτης της επανάστασης του είπε: 



         «Έτσι κυβέρνησες άθλιε;», ο Φωκάς απάντησε: «Εσύ θα κυβερνήσεις καλύτερα;». Εξοργισμένος ο Ηράκλειος τον αποκεφάλισε επί τόπου, και ο όχλος διαμέλισε το πτώμα του.

                  
                Η προέλαση των Περσών


        Οι Πέρσες, εκμεταλλευόμενοι το διοικητικό χάος, τα οικονομικά προβλήματα και τις επαναστάσεις εναντίον του Βυζαντίου, μετέφεραν τον πόλεμο από τη Μεσοποταμία, που ήταν τα σύνορα, στη καρδιά της Μικράς Ασίας. Η απερίσκεπτη ενέργεια του Φωκά να διατάξει τη μεταφορά του στρατού της Ανατολής στο σύνολό του στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο απογύμνωσε ολόκληρες περιοχές ακόμη και από τις απαραίτητες για την ασφάλεια τους φρουρές.

         Στα τέλη του 610 περσική στρατιά επιχείρησε εκστρατεία στην Καππαδοκία και κατέλαβε εκ νέου την Καισαρεία προκαλώντας σημαντικές ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Το καλοκαίρι του 611 οι Πέρσες κατέλαβαν την Αντιόχεια και προωθήθηκαν νοτιότερα. Ένα μεγάλο τμήμα του συριακού πληθυσμού υποδέχτηκε τους Πέρσες ως ελευθερωτές. Ο Ηράκλειος, αντιλαμβανόμενος την εξάντληση του κρατικού μηχανισμού και την αποδιοργάνωση του στρατού, επεδίωξε ειρήνευση ή έστω αναστολή των επιχειρήσεων με οποιοδήποτε τίμημα. Ωστόσο, ο Χοσρόης, εκμεταλλευόμενος την κατάληψη της Αντιοχείας, η οποία απέκοπτε τη χερσαία επικοινωνία του μικρασιατικού κορμού με την Μ. Ανατολή, δεν ήθελε να διαπραγματευτεί. Τότε ο Ηράκλειος ανέλαβε την ηγεσία του στρατού και εκστράτευσε στην Αντιόχεια, αλλά ηττήθηκε σε φονική μάχη μπροστά στα τείχη της, με συνέπεια να υποχωρήσει στην Μ. Ασία.

         Η αποτυχία του αυτοκράτορα υπήρξε αποφασιστική, γιατί επέτρεψε στους Πέρσες χωρίς ουσιαστική αντίδραση να συνεχίσουν ανενόχλητοι την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Συρίας. Το φθινόπωρο του 613 άλωσαν την Δαμασκό και ολοκλήρωσαν σε λιγότερο από δύο μήνες την κατάληψη της Συρίας. Η προέλασή τους υπήρξε ιδιαίτερα εύκολη και συντελέστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι οι Εβραίοι και οι Μονοφυσίτες δεν προέβαλαν καμία αντίσταση ή καλύτερα δέχτηκαν με ανακούφιση την περσική κατάκτηση, εξαιτίας της επί αιώνες πολιτικής της Κωνσταντινούπολης και των εμφύλιων συρράξεων που είχαν προηγηθεί.

        Στα Ιεροσόλυμα, με την ανοχή του εβραϊκού πληθυσμού, οι Πέρσες μπήκαν στην πόλη μετά από πολιορκία ενός μήνα, στα τέλη του Μαΐου του 614. Οι συνέπειες υπήρξαν ολέθριες, αφού η ιερή πόλη κινδύνεψε κυριολεκτικά με έμψυχο και υλικό αφανισμό. Χιλιάδες κάτοικοι (εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τους 50.000) υπέστησαν φρικτούς βασανισμούς και θανατώθηκαν, εκατοντάδες ναοί και κτίρια, με κυριότερο το ναό του Παναγίου Τάφου που ανέγειρε ο Μέγας Κωνσταντίνος, καταστράφηκαν. Άνω των 30.000 κατοίκων -ανάμεσα τους και ο γηραιός πατριάρχης Ζαχαρίας- μεταφέρθηκαν όμηροι στην Περσία και πέθαναν από τις κακουχίες.

          Το κυριότερο λάφυρο που απέσπασαν, όμως, οι Πέρσες ήταν ο Τίμιος Σταυρός. Το πιο ιερό κειμήλιο του Χριστιανισμού χλευάστηκε σε θρίαμβο που έκαναν οι Πέρσες στην πρωτεύουσά τους, Κτησιφώντα. Όπως θρυλείται, ο Χοσρόης τον έστησε στα δεξιά του θρόνου του ενώ στα αριστερά τοποθέτησε έναν ψεύτικο πετεινό ώστε ο ίδιος να κάθεται ως «Πατήρ» ανάμεσα στον «Υιό» και στο «Άγιο Πνεύμα». Αυτό το ανυπολόγιστο θρησκευτικό και ψυχολογικό κτύπημα συγκλόνισε τον Χριστιανισμό.

          Το χειμώνα του 615-616 οι Πέρσες εκστράτευσαν στην Μικρά Ασία. Αφού αντιμετώπισαν φρουρές πόλεων και όχι στρατό, έφτασαν στην Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος είχε απελπιστεί τόσο πολύ, που σκεφτόταν να μετακινήσει την πρωτεύουσα του κράτους στην Καρχηδόνα. Τελικά έστειλε πρεσβεία στον Πέρση στρατηγό στην Χαλκηδόνα για διαπραγματεύσεις, ενώ την ίδια ώρα έστειλε μήνυμα σε όσες βυζαντινές δυνάμεις βρίσκονταν ανατολικότερα, να επιστρέψουν. Έτσι οι Πέρσες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και έστρεψαν την προσοχή τους προς την Αίγυπτο.

        Ο ξάδελφος του Ηράκλειου, Νικήτας, γνώστης της κατάστασης, προσπάθησε από κοινού με τον Κύπριο αξιόλογο πατριάρχη Αλεξάνδρειας Ιωάννη Γ’ Ελεήμονα να περισώσει ότι μπορούσε. Όμως οι δυνάμεις που στρατολογήθηκαν, κατά κανόνα από ντόπιους, απειροπόλεμους και Μονοφυσίτες, δεν είχαν διάθεση να πολεμήσουν υπέρ αυτού που ουσιαστικά αντιτάσσονταν. Οι Πέρσες προχώρησαν παράλληλα των παλαιστινιακών ακτών και το φθινόπωρο του 616 έφτασαν στην ανατολική πλευρά του Δέλτα του Νείλου. Οι απώλειες στρατηγικών πόλεων χωρίς ουσιαστική αντίδραση οδήγησαν τους εισβολείς μπροστά στην Αλεξάνδρεια.

         Η πολιορκία της επιφανούς πόλης άρχισε το 618 και κράτησε για ένα χρόνο, χάρη κυρίως στις ικανότητες του Νικήτα και του Ιωάννη Ελεήμονα. Τελικά, οι δύο ηγέτες, αντιλαμβανόμενοι το μάταιο της προσπάθειας και το μέγεθος των δυσχερειών, αποφάσισαν τα εγκαταλείψουν την πόλη διαφεύγοντας στην Κύπρο και ακολουθούμενοι από το σύνολο των αξιωματούχων. Η Αλεξάνδρεια καταλήφθηκε τον Ιούνιο του 619, έπειτα από συνδιαλλαγή των Μονοφυσιτών με τους Πέρσες. Η ολοκλήρωση της περσικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο και στην Λιβύη επετεύχθη έως τα τέλη του 620, προφανώς εξαιτίας της ανακοπής της περσικής ορμητικότητας παρά των ανεπαρκών αυτοκρατορικών δυνάμεων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου