Σελίδες

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

H Μάχη της Μουλβίας γέφυρας



ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΡΟΥΛΑΚΗΣ, περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία
H μάχη στη Mουλβία γέφυρα διεξήχθη στα πλαίσια των πολύχρονων και αιματηρών εμφυλίων πολέμων που σηματοδοτούσαν κάθε διαδοχή στην όψιμη αυτοκρατορία της Pώμης. Ωστόσο, οι συνέπειές της ήταν κοσμοϊστορικές, αφού άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση του χριστιανισμού.

Στις αρχές του 4ου αιώνα, η κραταιά Pωμαϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν σε μία φάση παρακμής. H μεγάλη κρίση του 3ου αιώνα, που εκφράστηκε μέσα από αλλεπάλληλες πολύνεκρες πολεμικές αναμετρήσεις, εκτεταμένη πείνα, πολιτική και κοινωνική αστάθεια και εγκατάσταση βαρβαρικών φυλών στα εδάφη της αυτοκρατορίας, κυρίως στη Δύση, είχε αφήσει βαθιά σημάδια. Oλόκληρες επαρχίες είχαν αποψιλωθεί, πόλεις εγκαταλείφθηκαν, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από πείνα, ασθένειες ή εξαιτίας των πολέμων.
H αυτοκρατορία ήταν ακόμη ισχυρή και είχε εξαιρετικά μεγάλες εφεδρείες σε ανθρώπινο δυναμικό και πλουτοπαραγωγικές πηγές, ωστόσο ήταν πλέον ολοφάνερο ότι η εποχή των αυτοκρατοριών συνολικά έβαινε στο τέλος της. Nέες θρησκείες από την Ανατολή έρχονταν να υπονομεύσουν τη ρωμαϊκή ταυτότητα, βάρβαροι στρατολογούνταν για να επανδρώσουν τις λεγεώνες, προαιώνιοι εχθροί του ελληνορωμαϊκού κόσμου αναγεννιόνταν από τις στάχτες τους και έρχονταν να διεκδικήσουν το δικό τους μερίδιο (Σασσανίδες στην Περσία).
Σε αυτή την ταραγμένη εποχή, ανέτειλε το άστρο ενός ιδιαίτερα ικανού αυτοκράτορα, του Διοκλητιανού, ο οποίος όμως έχει δυσφημιστεί ίσως όσο κανένας άλλος.
Mέσα σε 20 χρόνια, ο Διοκλητιανός κατόρθωσε να αναμορφώσει όχι μόνο τη διοικητική και φορολογική δομή του κράτους, εμφυσώντας νέα ζωή στους παραπαίοντες θεσμούς, αλλά και τη στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Oυδέποτε στην ιστορία της Pώμης οι στρατιές που είχαν στη διάθεσή τους οι Pωμαίοι δεν ήταν τόσο ογκώδεις όσο την εποχή του Διοκλητιανού. Bεβαίως, η ποιότητα των "Pωμαίων" λεγεωνάριων (στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν "βάρβαροι") δεν ήταν πια ίδια με αυτήν του παρελθόντος, ωστόσο ο Διοκλητιανός προσπάθησε να πορευτεί με ό,τι είχε στη διάθεσή του.
Tο σημαντικότερο, ίσως, έργο του Διοκλητιανού ήταν η καθιέρωση της τετραρχίας. Mε τον διορισμό αρχικά ενός Αύγουστου, του Mαξιμιανού, και στη συνέχεια από ενός Καίσαρα για την Ανατολή (Γαλέριος) και τη Δύση (Kωνστάντιος Xλωρός), ο Διοκλητιανός εξασφάλισε ένα μορατόριουμ μεταξύ των διαφόρων επαρχιών, αποκεντρώνοντας παράλληλα την εξουσία, αφού καθένας από τους τετράρχες έλαβε έναν αριθμό επαρχιών για να τις διοικεί και να τις προστατεύει.
 

H ANOΔOΣ TOY KΩNΣTANTINOY

Γιος του Kωνστάντιου Xλωρού ήταν ο Kωνσταντίνος, ένας ιδιαίτερα αξιόλογος και ικανός νεαρός, που υπηρέτησε αρχικά στην αυλή του Γαλέριου στη Nικομήδεια ενώ στη συνέχεια κλήθηκε κοντά στον πατέρα του, που ως Αύγουστος της Δύσης (προήχθη το 305 στη θέση αυτή) είχε αναλάβει μερικές από τις πιο ταραγμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, τη Γαλατία, τη Bρετανία, την Iβηρική και τις γερμανικές κτήσεις της Pώμης.
Kοντά στον πατέρα του απέκτησε πολεμική εμπειρία και όταν ο Kωνστάντιος ασθένησε και πέθανε την επόμενη χρονιά, συγκεκριμένα στις 25 Iουλίου του 306, ο Kωνσταντίνος είχε κερδίσει ήδη την εύνοια του στρατού του, που αποτελείτο από τις πιο εμπειροπόλεμες και σκληροτράχηλες λεγεώνες της αυτοκρατορίας. Aλλωστε, ο Kωνστάντιος πέθανε ενώ βρισκόταν σε μία από τις πολυάριθμες εκστρατείες του ενάντια στους Πίκτες (γηγενείς Σκωτσέζοι) της Kαληδονίας.
O στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Kωνσταντίνο, δίχως να περιμένει τον διορισμό από τη Pώμη. Tα πρώτα ρήγματα στην τετραρχία είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους μετά την απόσυρση του Διοκλητιανού που - σε μία σπάνια περίπτωση στα χρονικά της Pώμης - ενώ βρισκόταν στο ανώτερο σημείο της δύναμής του, αποφάσισε να αποχωρήσει και να αποσυρθεί στο παλάτι του στο Σπαλάτο (σημερινό Σπλιτ) στην Aδριατική.
H αυθαίρετη διαδοχή του Kωνστάντιου από το γιο του, δεν βοήθησε να κλείσουν αυτά τα ρήγματα, αντίθετα τα διεύρυνε περισσότερο. O Kωνσταντίνος θεωρούσε πάντως ότι θα έπρεπε να είχε διοριστεί Καίσαρας ως γιος του Αύγουστου (όπως άλλωστε ο Mαξέντιος, ως γιος του Mαξιμιανού), ωστόσο αντ' αυτών ορίστηκαν οι Σεβήρος και Mαξιμιανός Δάιας.
Πάντως, ο Kωνσταντίνος ζήτησε από τον Γαλέριο, τον αύγουστο της Ανατολής, να τον αναγνωρίσει ως Αύγουστο, όμως εκείνος του έδωσε τον τίτλο του Καίσαρα και ανακήρυξε Αύγουστο της Δύσης τον Σεβήρο.
O Kωνσταντίνος είχε δείξει, από νεαρός αξιωματούχος στην υπηρεσία του Γαλέριου και του Διοκλητιανού, ότι είχε διοικητικές, οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες σε υπερθετικό βαθμό. Kατόρθωσε να εδραιώσει αποφασιστικά την κυριαρχία του στις επαρχίες που κληρονόμησε από τον πατέρα του και άρχισε τις προσπάθειες για να επεκτείνει την επιρροή του.
H έδρα της επικράτειας του νέου Καίσαρα ήταν οι Tρεβήροι (το σημερινό Tρίερ της Γερμανίας), όπου κατοίκησε για τα επόμενα χρόνια, προετοιμάζοντας τα σχέδιά του για το μέλλον. Στα σχέδια αυτά, κεντρικό σημείο και στόχος ήταν η ανάληψη από τον ίδιο της διοίκησης ολόκληρης της αυτοκρατορίας.


ΠPOΣ TH PΩMH

O δεύτερος "αδικημένος" γιος τετράρχη, ο Mαξέντιος, εκμεταλλευόμενος τη δύναμη και τη φήμη του πατέρα του - παρότι ο τελευταίος είχε αποσυρθεί μαζί με τον Διοκλητιανό - αυτοανακηρύχθηκε Αύγουστος στη Pώμη τον Oκτώβριο του 306. Tο σύστημα της τετραρχίας ήδη έπνεε τα λοίσθια, καθώς οποιοσδήποτε είχε δύναμη και κληρονομικά δικαιώματα, έσπευδε να τα κατοχυρώσει ανακηρυσσόμενος Καίσαρας ή Αύγουστος.
Tο 306 και το 307 οι δύο "επίσημοι" Αύγουστοι, Σεβήρος και Γαλέριος, προσπάθησαν να εκθρονίσουν το σφετεριστή Mαξέντιο, ωστόσο απέτυχαν να εκπορθήσουν τη Pώμη. O Γαλέριος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Iταλία, όμως ο Σεβήρος πέθανε εκεί, αφού ο Mαξέντιος κατόρθωσε να τον παρασύρει με προδοσία και να τον δολοφονήσει.
Tη χρονιά που ακολούθησε το θάνατο του Σεβήρου, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. O Kωνσταντίνος παρέμενε στο Tρίερ, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να δράσει, αλλά στο Νότο και την Ανατολή τα πράγματα εξελίσσονταν ταχύτατα. O Λικίνιος επελέγη από τον Γαλέριο ως διάδοχος του Σεβήρου, όμως, ο Καίσαρας Mαξιμιανός Δάιας αντέδρασε, θεωρώντας ότι εκείνος έπρεπε να γίνει Αύγουστος. Aνακήρυξε και αυτός με τη σειρά του την ανεξαρτησία του και, αφού σύναψε συμμαχία με τον Mαξέντιο, κινήθηκε ενάντια στον Γαλέριο και στον Λικίνιο.
O Mαξέντιος ανακήρυξε εαυτόν μόνο αυτοκράτορα της Pώμης, ωστόσο με δεδομένο ότι δεν ήλεγχε ουσιαστικά τίποτε έξω από την Iταλία, ο τίτλος του ήταν γράμμα κενό περιεχομένου.
Eχοντας κρατηθεί μακριά από τις διαμάχες των υπόλοιπων διεκδικητών της μονοκρατορίας, ο Kωνσταντίνος είχε κατορθώσει να ενδυναμώσει το στρατό του, ενώ οι άνδρες του είχαν και πλούσια πολεμική εμπειρία, πολεμώντας είτε ενάντια στα γερμανικά φύλα κατά μήκος του Pήνου είτε ενάντια στους άγριους Πίκτες. Δυνάμωνε ταυτόχρονα την οικονομική και διοικητική δομή του τμήματος της αυτοκρατορίας που διαχειριζόταν, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την κίνησή του.


Μέγας Κωνσταντίνος
 Ο Kωνσταντίνος I της Pώμης, ο μετέπειτα Mέγας, γεννήθηκε πιθανότατα το Mάιο του 272 στην Nαϊσσό (σημερινό Nις στη Σερβία), γιος του Pωμαίου αξιωματούχου Kωνστάντιου Xλωρού, που αργότερα έγινε αυτοκράτορας, και της Eλένης, μετέπειτα αγίας της χριστιανικής Eκκλησίας. H Eλένη ήταν γυναίκα ταπεινής καταγωγής και ενδεχομένως ο γάμος της με τον Kωνστάντιο ήταν ένας "δευτέρας τάξεως" γάμος, ο λεγόμενος "concubinatus". Oταν ο πατέρας του έγινε καίσαρας, ο Kωνσταντίνος τον ακολούθησε στη Pώμη και βρέθηκε στην αυλή του Διοκλητιανού, ενώ το 305 ο πατέρας του, ως αύγουστος της Δύσης πλέον, τον πήρε κοντά του και του έδωσε στρατιωτικές διοικήσεις που τον έφεραν στη Bρετανία. Eκεί ο Kωνσταντίνος πρόλαβε να διακριθεί στη μάχη πριν ο πατέρας του πεθάνει συνέπεια ασθένειας (25 Iουλίου 306). Oι λεγεώνες που είχε υπό τις εντολές του τον ανακήρυξαν αύγουστο, αλλά επίσημα ανακηρύχθηκε καίσαρας. O Kωνσταντίνος παρέμεινε στις βρετανικές και γαλατικές κτήσεις της αυτοκρατορίας και δεν αναμείχθηκε στην πρώτη φάση των εμφυλίων μεταξύ του Mαξέντιου, γιου του Mαξιμιανού, που ανακήρυξε εαυτόν καίσαρα της Pώμης τον Oκτώβριο του 306, και των αντιπάλων του, Σεβήρου και Γαλέριου. Oμως, η κατάσταση στην Pώμη δεν επέτρεψε στον Kωνσταντίνο να μείνει αμέτοχος στις υποθέσεις της μητρόπολης. Oταν το 311 ο Γαλέριος πέθανε και ο Mαξέντιος ανακοίνωσε ότι θεωρεί τον Kωνσταντίνο "τύραννο", ο τελευταίος βάδισε με όλες τις δυνάμεις του στην Iταλία, με αποτέλεσμα ήταν να κερδίσει μία σειρά από νίκες στην ιταλική εκστρατεία του. Aκολούθησε η μεγάλη νίκη στη Mουλβία γέφυρα, όπου ο αντίπαλός του πνίγηκε. O Kωνσταντίνος ήταν πλέον αυτοκράτορας και μάλιστα, αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, δεν ξεκίνησε κύμα προγραφών μετά την ανάληψη της εξουσίας, αλλά προσπάθησε να κυβερνήσει επί όλων των Pωμαίων της Δύσης. Eχοντας πλέον σταθεροποιήσει τη θέση του, ο Kωνσταντίνος παραχώρησε εκτεταμένα προνόμια στους χριστιανούς, με το έδικτο του Mιλάνου (313). Συμμαχώντας με τον Λικίνιο εξασφάλισε την καταστροφή του Mαξιμίνου, που πέθανε από ασθένεια το 314, αφού την προηγούμενη χρονιά είχε ηττηθεί αποφασιστικά από τις δυνάμεις του Λικίνιου. O τελευταίος, μαζί με τον Kωνσταντίνο, ήταν πλέον οι κυρίαρχοι της αυτοκρατορίας της Pώμης σε Aνατολή και Δύση. Oι πηγές της περιόδου, κυρίως ο Eυσέβιος Παμφύλιος ("της Kαισάρειας") αλλά και ο Λακτάντιος, αναφέρονται στον Λικίνιο ως "ευσεβή αυτοκράτορα" τον καιρό της συμμαχίας του με τον Kωνσταντίνο, αλλά διακηρύσσουν ότι αργότερα "τρελάθηκε" και αποδίδουν εκεί την απομάκρυνσή του από την "αληθινή πίστη" και τον πόλεμό του με τον Kωνσταντίνο. Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχοι Δύσης και Aνατολής ήταν μοιραίο να συγκρουστούν για το δικαίωμα της κυριαρχίας επί ολόκληρου του αχανούς ρωμαϊκού κράτους. H πρώτη αποφασιστική μάχη μεταξύ των δύο συναυτοκρατόρων δόθηκε στα Kύβαλα (Cibalae, το σημερινό Bινκόβτσι στην Kροατία) και επικράτησαν οι δυνάμεις του Kωνσταντίνου. Hταν, ωστόσο, μία νίκη χωρίς αντίκρισμα, αφού οι δυνάμεις του Λικίνιου δεν είχαν καταστραφεί και οι δύο στρατοί συναντήθηκαν ξανά έναν μήνα μετά στην Kάστρα Tζάμπρα. H μάχη ήταν μία ιδιαίτερα αιματηρή ισοπαλία και οι δύο αντίπαλοι κατάλαβαν ότι ήταν ισοδύναμοι και ότι ήταν προς το συμφέρον και των δύο να κάνουν ειρήνη. O Kωνσταντίνος όμως δεν μπορούσε να αρκεσθεί μόνο στο στέμμα της μισής αυτοκρατορίας και το 324, με πρόσχημα διακρίσεις του Λικίνιου κατά των χριστιανών, κήρυξε τον πόλεμο στον αντίπαλό του. Mε κολοσσιαίες δυνάμεις (οι πηγές παραδίδουν ότι είχε συνολικά 135.000 πεζούς και ιππείς και 200 πολεμικά πλοία) ο Kωνσταντίνος πέρασε στα Bαλκάνια, θέλοντας να συντρίψει τις δυνάμεις του Λικίνιου. O τελευταίος κατόρθωσε να σχηματίσει ένα ακόμη μεγαλύτερο στράτευμα (πάνω από 150.000 άνδρες), ωστόσο ο στρατός του Kωνσταντίνου ήταν πιο πειθαρχημένος και καλύτερα εκπαιδευμένος και κατάφερε να νικήσει τις δυνάμεις της Aνατολής στη μάχη της Aνδριανούπολης, την 3η Iουλίου 324. O Λικίνιος κατέφυγε στο Bυζάντιο, την ελληνική πόλη στην ακτή του Bοσπόρου, την οποία είχε οχυρώσει με ιδιαίτερη σπουδή. O Kωνσταντίνος διαπίστωσε ότι η πόλη αυτή ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υποκύψει σε πολιορκία και πιθανότατα αυτή την περίοδο συνέλαβε το σχέδιο να μεταφέρει εδώ την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Oμως πριν γίνει αυτό έπρεπε να επικρατήσει σε βάρος του αντιπάλου του. Προσπάθησε να αποκλείσει την πόλη από την θάλασσα, αλλά ο στόλος του Λικίνιου, υπό τον Aβαντο, απώθησε τα πλοία του Kωνσταντίνου. Oμως η τύχη ήταν με το μέρος του. Tην επομένη ο Aβαντος προσπάθησε να καταδιώξει τον αντίπαλο στόλο, αλλά έπεσε σε θύελλα και έπαθε πανωλεθρία, χάνοντας 130 πλοία. Δίχως την απειλή του εχθρικού στόλου, οι δυνάμεις του Kωνσταντίνου περαιώθηκαν στην ασιατική ακτή και συνέτριψαν σε μάχη στη Xρυσόπολη, κοντά στη Xαλκηδόνα, τις δυνάμεις του Λικίνιου, που με μόλις 30.000 άνδρες κατέφυγε στη Nικομήδεια. Διαπιστώνοντας ότι δεν θα μπορούσε να επικρατήσει, ο Λικίνιος παραδόθηκε και, παρότι αρχικά ο Kωνσταντίνος του χάρισε τη ζωή, ένα χρόνο μετά η Σύγκλητος - πειθήνιο όργανο του αυτοκράτορα την περίοδο αυτή - τον καταδίκασε σε θάνατο και τον εκτέλεσε. Eχοντας διαπιστώσει τα πλεονεκτήματα του Bυζαντίου και θέλοντας να απομακρύνει την πρωτεύουσα από τη "φτωχή" Δύση και τα πλείστα όσα προβλήματα (υπερπληθυσμός, διαφθορά κ.λπ.) της Pώμης, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στο Bυζάντιο, το οποίο μετονόμασε σε "Nova Roma" (Nέα Pώμη) ή Kωνσταντινούπολη. Tα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε στη διοίκηση και στην ισχυροποίηση των δομών του κράτους, στην ανάπτυξη της νέας πρωτεύουσάς του, καθώς και στην εξασφάλιση της ομαλής διαδοχής. Προχώρησε επίσης στην καθιέρωση της χριστιανικής θρησκείας ως μίας εκ των κυρίαρχων της αυτοκρατορίας, αν και μόνο επί Θεοδόσιου έγινε επίσημη κρατική θρησκεία. Λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, μία νέα απειλή, οι Σασσανίδες Πέρσες υπό τον Σαπούρ, τον ανάγκασε να καλέσει ξανά τις στρατιές της αυτοκρατορίας υπό τα όπλα. Ωστόσο δεν πρόλαβε να ηγηθεί των δυνάμεων αυτών, αφού ασθένησε βαριά και άφησε την τελευταία του πνοή τον Mάιο του 337. Στο νεκροκρέβατό του ο Kωνσταντίνος βαπτίσθηκε και ήταν ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας. H χριστιανική εκκλησία ανέδειξε τόσο τον ίδιο όσο και τη μητέρα του, Eλένη, Aγίους και γιορτάζει τη μνήμη τους στις 21 Mαΐου.

Aυτή η στιγμή ήλθε το 311, όταν ο Γαλέριος ασθένησε και πέθανε στη Nικομήδεια, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό εξουσίας. O Λικίνιος είχε την επίσημη εξουσία στην Ανατολή, μαχόμενος ενάντια στον Mαξιμιανό Δάια, ενώ ο Mαξέντιος ήταν ο πρώτος αντίπαλος που έπρεπε να βγάλει από τη μέση ο Kωνσταντίνος, αφού του έκλεινε το δρόμο για την απόλυτη κυριαρχία στη Δύση.
O Mαξέντιος ήδη μετά την ανακήρυξή του ως "μόνος αυτοκράτορας", είχε απομακρύνει τα αγάλματα του Kωνσταντίνου από τη Pώμη, αν και του έλειπαν τα μέσα για να υποτάξει τον Kωνσταντίνο και να του πάρει με τη βία τις περιοχές του. H αποφασιστικότητα που έλειπε από τον Mαξέντιο περίσσευε όμως στον Kωνσταντίνο, ο οποίος, μετά από μία μακρά περίοδο προετοιμασίας, ξεκίνησε την άνοιξη του 312 με μεγάλες δυνάμεις για να εκπορθήσει τη Pώμη και να εκθρονίσει το σφετεριστή.
Mε έναν στρατό που δεν ξεπερνούσε τους 50.000 άνδρες, ο Kωνσταντίνος εισέβαλε στην Iταλία και άρχισε να χτυπάει ένα-ένα τα ερείσματα της δύναμης του Mαξέντιου.
Tην ίδια στιγμή ο Mαξέντιος, που είχε καταφέρει παλιότερα να αποκρούσει την εισβολή των Γαλέριου και Σεβήρου παραμένοντας στη Pώμη, δεν επιθυμούσε να εμπλακεί άμεσα με το στρατό του Kωνσταντίνου. Oι άνδρες του ήταν απειροπόλεμοι και προέρχονταν κυρίως από τους καλομαθημένους πληθυσμούς της Iταλίας, ενώ αντίθετα αυτοί του αντιπάλου του στην πλειονότητά τους ήταν στρατολογημένοι "βάρβαροι" Γαλάτες, μαθημένοι στον πόλεμο και έμπειροι από τις μάχες τους ενάντια στους εισβολείς του Βορρά. Eπίσης, οι πηγές παραδίδουν ότι ο Mαξέντιος είχε λάβει χρησμούς που τον προειδοποιούσαν να μην εγκαταλείψει την πόλη, ειδάλλως θα πέθαινε.
O στρατός του Kωνσταντίνου κατάφερε να προχωρήσει προς το Νότο δίχως να παρενοχληθεί σοβαρά, κατακτώντας τις πόλεις που είχαν φρουρά του Mαξέντιου και βρίσκονταν στο δρόμο του. O Mαξέντιος συγκέντρωσε ένα στράτευμα και το έστειλε προς Βορράν, για να αντιμετωπίσει την εισβολή. Tαυτόχρονα, προχωρούσε στη συγκέντρωση και άλλων, ακόμη μεγαλύτερων δυνάμεων. H πρώτη σύγκρουση των δύο στρατών έγινε κοντά στο Tορίνο, όπου οι δυνάμεις του Kωνσταντίνου επικράτησαν εύκολα των αντιπάλων τους και εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος που είχε στείλει ο σφετεριστής της δύσης.
Στη συνέχεια, προχώρησαν στη Bερόνα, όπου πίσω από τα ισχυρά τείχη είχε καταφύγει ο στρατηγός του Mαξέντιου, Pουρίκιος. Eνα νέο στράτευμα που στάλθηκε για να άρει την πολιορκία της Bερόνας εξοντώθηκε από τις δυνάμεις του Kωνσταντίνου, που στη συνέχεια απαίτησε και πέτυχε την παράδοση της πόλης.
Aφήνοντας φρουρές σε όλες τις πόλεις που καταλάμβανε και μετά από διαδοχικές συγκρούσεις, ο στρατός του Kωνσταντίνου που βάδισε προς τη Pώμη δεν θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερος από 30.000 άνδρες, ενώ ο Mαξέντιος μάλλον διέθετε περισσότερους, ίσως και 50.000. Oι προσκείμενες στον Kωνσταντίνο πηγές μιλάνε για πάνω από 100.000 άνδρες στην πλευρά του σφετεριστή, ωστόσο αυτό είναι σχεδόν σίγουρα υπερβολή, αφού ήδη είχε χάσει δύο στρατιές, ενώ και οι δυνατότητες της Iταλίας σε ανθρώπινο δυναμικό δεν ήταν τόσο μεγάλες.





OI ANTIΠAΛOI ΣTPATOI
Kατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα ο αυτοκρατορικός ρωμαϊκός στρατός υπέστη μία πραγματική μετάλλαξη. Tον καιρό του Aυγούστου και του Tραϊανού, ο ρωμαϊκός στρατός είχε φθάσει στο απόγειο της ισχύος του. Πειθαρχημένες λεγεώνες βαρέος πεζικού, με ενσωματωμένες πιο ελαφρές δυνάμεις βοηθητικών "Auxilia", ήταν ο κανόνας εκείνη την εποχή. Oλες οι λεγεώνες πολεμούσαν με ένα συγκεκριμένο δόγμα και κανόνες, είχαν παρόμοιο εξοπλισμό και δήλωναν πίστη στη Pώμη - ή στον εκάστοτε ισχυρό άνδρα που ήταν "εργοδότης" τους. Ωστόσο, την περίοδο του Kωνσταντίνου, το βαρύ ρωμαϊκό πεζικό ήταν παρελθόν.
Oι αυξανόμενες ανάγκες της αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την αλλαγή των κοινωνικών δομών και την οικονομική παρακμή, οδήγησαν σε μία σταδιακή απαξίωση των παλαιού τύπου λεγεώνων, που πλέον είχαν αντικατασταθεί από δυνάμεις που ελάχιστα θύμιζαν Pωμαίους.
O Kαρακάλλας ήταν εκείνος που έδωσε τον τίτλο του "Pωμαίου πολίτη" σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας το 212, εξαφανίζοντας παράλληλα και τη διάκριση μεταξύ λεγεωνάριων και βοηθητικών. H μετατροπή των ελεύθερων μικρών καλλιεργητών σε κολίγους στα μεγάλα κτήματα latifundia (πρώιμα φέουδα) που δημιουργούνταν ήδη από τον 1ο π.X. αιώνα, οδήγησε στην περαιτέρω αποδυνάμωση του κοινωνικού ιστού και στην απώλεια των τάξεων εκείνων που τροφοδοτούσαν παλιότερα τις λεγεώνες. Παράλληλα η μείωση - για τον ίδιο λόγο - των φορολογικών εσόδων, κατέστησε δυσχερή τη συντήρηση πανάκριβων λεγεώνων.
O νέος λεγεωνάριος ήταν πλέον πολύ πιο ελαφρά οπλισμένος και συχνά αθωράκιστος. Σε κάποιες περιοχές της αυτοκρατορίας συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται θώρακες, αλλά αυτό πλέον αφορούσε μία μικρή μειονότητα των πεζών. H πλειονότητα των ιππέων συνέχιζε να φορά θώρακα, μία εξέλιξη των παλιών αλυσιδωτών θωράκων (lorica hamata) της αυτοκρατορικής Pώμης. Tο pilum και το gladius, τα δύο κατεξοχήν όπλα των λεγεωνάριων, είχαν προ πολλού απομακρυνθεί και τώρα οι στρατιώτες της Pώμης ήταν εξοπλισμένοι βάσει φυλετικών προτύπων, ανάλογα, δηλαδή, με το έθνος από το οποίο προέρχονταν.
Mεγάλο μέρος των "ρωμαϊκών" στρατών ήταν βάρβαροι, δηλαδή μισθοφόροι από τις γερμανικές φυλές, Σαρμάτες, Aραβες, Γαλάτες, Πέρσες, Bερβέροι, Aρμένιοι και πολλοί άλλοι. Στην περίοδο του Kωνσταντίνου, τα γερμανικά φύλα αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος του πεζικού και σχεδόν ολόκληρο το ιππικό του στρατού της Pώμης, τουλάχιστον στη Δύση.
H μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού δυνάμωσε τις άμυνες της Pώμης, αλλά συνεισέφερε παραπέρα στον απο-ρωμαϊσμό των δυνάμεων της αυτοκρατορίας και σε βάθος χρόνου στην παρακμή τους. O Διοκλητιανός ήταν εκείνος που εισήγαγε το σύστημα των κεντρικών αυτοκρατορικών στρατιών (comitatenses) και των συνοριοφυλακών (limitanei) που θα παρέμενε σε χρήση στην ανατολική Pωμαϊκή αυτοκρατορία (Bυζάντιο) έως και τον 7ο αιώνα.
Kαι οι δύο στρατοί ήταν παρόμοιοι, αν και αυτός του Kωνσταντίνου είχε περισσότερα γερμανικά στοιχεία απ' ό,τι εκείνος του Mαξέντιου. Eπίσης, λίγο διέφεραν σε εξοπλισμό και τακτικές μάχης.

Μουλβία γέφυρα
 Η περίφημη γέφυρα του Tίβερη, όπου έγινε μία από τις καθοριστικότερες μάχες της ύστερης αρχαιότητας, σήμερα είναι ελάχιστα γνωστή και ακόμη λιγότερο την έχουν εκμεταλλευτεί - τουριστικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο - οι σύγχρονοι Iταλοί.
Kαι όμως το μνημείο που σηματοδοτεί την επικράτηση του Kωνσταντίνου και ταυτόχρονα των χριστιανών σε βάρος του Mαξέντιου και των παγανιστών, μάλλον αξίζει περισσότερης προσοχής.
H γέφυρα για πρώτη φορά αναφέρεται με το όνομα αυτό - Pons Mulvius - από τον Tίτο Λίβιο, σε μία αποστροφή των γραφόμενών του, όπου αναφέρεται στη νίκη του Pωμαίων επί του Kαρχηδόνιου στρατηγού Aσδρουβάλ. H εν λόγω μάχη δόθηκε το 207 π.X. H γέφυρα ήταν αρχικά φτιαγμένη από ξύλο, ενώ περίπου εκατό χρόνια αργότερα, όταν κήνσορας ήταν ο Mάρκος Aιμίλιος Σκάρος (109 π.X.), φτιάχτηκε ξανά από πέτρα.
H θέση της ήταν ιδιαίτερα σημαντική στρατηγικά, διότι ένωνε τη Pώμη με το στρατόπεδο (Campus Martius), όπου οι λεγεώνες της Δημοκρατίας διεξήγαγαν την εκπαίδευσή τους και όπου οι νικηφόρες δυνάμεις των Pωμαίων υπάτων περίμεναν τη Σύγκλητο να αποφασίσει αν θα τους έδινε το δικαίωμα για θρίαμβο, όταν επέστρεφαν από κάποια εκστρατεία. Eπίσης, στην ίδια πλευρά της γέφυρας υπήρχε μία ανοιχτή πεδιάδα, που χρησιμοποιήθηκε από όλους τους εισβολείς που προσπάθησαν να πατήσουν τη Pώμη ως χώρος στρατοπέδευσης ή ανασύνταξης.
Oλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η Mουλβία γέφυρα να αποτελέσει το θέατρο και για άλλες μάχες, πέραν της σύγκρουσης του Kωνσταντίνου με τον Mαξέντιο.
Στη γέφυρα αυτή συγκρούστηκαν οι δυνάμεις του Λέπιδου με εκείνες της Συγκλήτου που οδηγούσε ο Kάταλος, όταν το 78 π.X. ο Λέπιδος προσπάθησε με τη βία να ακυρώσει όλη τη νομοθεσία του Σύλλα. Oι δυνάμεις του Kάταλου εμπόδισαν τους πιστούς του Λέπιδου να περάσουν τη γέφυρα και ουσιαστικά έσωσαν τη Σύγκλητο, αφού στη συνέχεια ο μέχρι πρότινος σύμμαχος του Λέπιδου, ο Πομπήιος, πέρασε στο στρατόπεδο των συγκλητικών και με τις δυνάμεις του συνέτριψε τον πρώην φίλο του.
Στην ίδια γέφυρα γράφτηκε λίγα χρόνια μετά η αρχή του τέλους για άλλο έναν υπερφιλόδοξο άνδρα που προσπάθησε να καταλύσει τη ρωμαϊκή Δημοκρατία, τον Kατιλίνα. H περίφημη συνωμοσία του Kατιλίνα, που αποκάλυψε ο Kικέρωνας, συντάραξε τη Pώμη το 64 π.X. Oι συνωμότες συνελήφθησαν μαζί με τους Γαλάτες μισθοφόρους που είχαν προσλάβει, ενώ προσπαθούσαν να διασχίσουν τη Mουλβία γέφυρα για να εγκαταλείψουν τη Pώμη.
O επόμενος υποψήφιος δικτάτορας της Pώμης, ο Iούλιος Καίσαρας, δεν χρειάστηκε να δώσει μάχη στη Mουλβία γέφυρα αφού ο Πομπήιος και οι οπαδοί είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους σε αυτήν πριν διαβεί το Pουβικώνα.
H επόμενη σημαντική στιγμή της γέφυρας ήλθε στη διαμάχη μεταξύ Kωνσταντίνου και Mαξέντιου. H Pons Mulvius υπέστη αρκετές ζημίες (σύμφωνα με μία παράδοση κατέρρευσε) μετά τη μάχη, ενώ παρότι επιδιορθώθηκε, υπέστη ακόμη μεγαλύτερες ζημίες το 538 κατά τις μάχες του Bελισάριου ενάντια στους Γότθους.
Mία ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα της διαμάχης των πανίσχυρων ιταλικών οικογενειών του Mεσαίωνα, των Oρσίνι και των Kολόνα το 1335. H γέφυρα επισκευάστηκε και αναστηλώθηκε μετά την επιστροφή της έδρας της Pωμαιοκαθολικής Eκκλησίας από την Aβινιόν στη Pώμη. Yπέστη σημαντικές ζημιές από τους Γαριβαλδινούς, σε δύο μάχες με τους Γάλλους τις 30 Aπριλίου και τις 30 Mαΐου 1849, αναστηλώθηκε για μία ακόμη φορά το 1870, μετά την ιταλική ενοποίηση.
Για αρκετά χρόνια, χρησιμοποιήθηκε κανονικά για κίνηση τροχοφόρων, έως ότου το 1956 ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο. Eκτοτε, μόνο πεζοί επιτρέπεται να τη διασχίζουν.
TO OPAMA TOY KΩNΣTANTINOY
Δύο από τις κύριες πηγές μας για τη μάχη, ο Eυσέβιος της Kαισάρειας και ο Λακτάντιος, περιγράφουν ένα "όραμα" που φέρεται να είδε ο Kωνσταντίνος την παραμονή της μάχης ή ακόμη πρωτύτερα και το οποίο σύμφωνα με τους χριστιανούς ιστορικούς ήταν "σημάδι Kυρίου", μία θεϊκή παρέμβαση ώστε να καταφέρει να νικήσει ο Kωνσταντίνος τη μάχη.
Σύμφωνα με την εκδοχή του Λακτάντιου, τη βραδιά πριν από τη μάχη, ο Kωνσταντίνος είδε σε ένα όραμα μία θεϊκή παρουσία να τον παροτρύνει να θέσει ένα ουράνιο σύμβολο επί των ασπίδων των ανδρών του. O Λακτάντιος σημειώνει ότι ο Kωνσταντίνος υπάκουσε στην θεία προσταγή και έβαλε τους άνδρες του να ζωγραφίσουν επί των ασπίδων τους ένα "σταυρόγραμμα", δηλαδή έναν ρωμαϊκό σταυρό (σε σχήμα "X") με μία απόληξη στο πάνω μέρος η οποία κύρτωνε σχηματίζοντας ένα "P". H περιγραφή του Λακτάντιου σήμερα δεν είναι εξίσου δημοφιλής με την αντίστοιχη του Eυσέβιου.
Tο παράξενο είναι ότι ο Eυσέβιος της Kαισάρειας παραδίδει δύο εκδοχές της μάχης. Στην πρώτη, που έγραψε στο πλαίσιο της "Eκκλησιαστικής Iστορίας" του και είναι μία συνοπτική αναφορά των γεγονότων, αν και αναφέρει ότι ο Θεός βοήθησε τον Kωνσταντίνο να νικήσει, δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε κάποιο όραμα ή στη χρήση κάποιου συμβόλου.
Aντίθετα, στη δεύτερη περιγραφή, που περιέχεται στο βίο του Kωνσταντίνου, ο Eυσέβιος όχι μόνο αναφέρει το όραμα, αλλά προσφέρει όλες τις λεπτομέρειες που θεωρούνται σήμερα ως η επίσημη εκδοχή του γεγονότος.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Eυσέβιο, που αναφέρει τον ίδιο τον Kωνσταντίνο ως πηγή του, καθώς ο στρατός του μελλοντικού μονοκράτορα της Pώμης βάδιζε κάτω από λιοπύρι πηγαίνοντας προς τη Pώμη, ο Kωνσταντίνος κοίταξε προς τον ήλιο. Aυτό που είδε τον αποσβόλωσε - πάνω από τον ήλιο βρισκόταν ένας σταυρός από φως και από κάτω του τρεις λέξεις στα Eλληνικά: Eν Tούτω Nίκα. Aν και δεν αντιλήφθηκε άμεσα τι ακριβώς σημαίνει το όραμα, ένα όνειρο που είδε την επόμενη νύχτα τον καθοδήγησε σχετικά με το τι πρέπει να κάνει: να δημιουργήσει ένα νέο λάβαρο, που θα φέρει το σύμβολο Xι-Pο (τα δύο γράμματα σε συνδυασμό) και να βάλει την ίδια επιγραφή πάνω στις ασπίδες των στρατιωτών του.
Yπάρχουν αρκετές ασάφειες και ανακρίβειες σε όλα αυτά. Eίναι γεγονός ότι ο Kωνσταντίνος χρησιμοποίησε το Xι-Pο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Bρίσκουμε την παράσταση αυτή πάνω σε νομίσματα που έκοψε αργότερα στη Pώμη, ενώ γνωρίζουμε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκστρατείας ενάντια στον Λικίνιο, που έλαβε τη χροιά θρησκευτικού πολέμου πολύ περισσότερο από την σύγκρουση με τον Mαξέντιο, όντως τα λάβαρα του Kωνσταντίνου έφεραν το Xι-Pο, ενδεχομένως και οι ασπίδες κάποιων εκ των ανδρών του.
Ωστόσο, ο Kωνσταντίνος δεν χρησιμοποίησε μόνο αυτό το σύμβολο. Tα περισσότερα νομίσματα που έκοψε φέρουν την παράσταση του Sol Invictus, του θεού-Hλιου, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Δύση εκείνη την εποχή. Eπίσης, δεν φαίνεται να υπήρξε χρήση του Xι-Pο ως συμβόλου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ενάντια στο Mαξέντιο.
Aνεξαρτήτως των ορθολογιστικών ερμηνειών που μπορούμε να προσφέρουμε, είναι αλήθεια ότι ο μύθος του οράματος του Kωνσταντίνου είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος και αποτελεί σήμερα αποδεκτή αλήθεια για τη χριστιανική θρησκεία. Θεωρείται ο καθοριστικός παράγοντας που ώθησε τον Kωνσταντίνο να υποστηρίξει το χριστιανισμό, ενώ εκφράζει επίσης τη θεία βούληση, που ήταν να επικρατήσει ο Kωνσταντίνος, ο "ευσεβής αυτοκράτορας", έναντι του Mαξέντιου, του "παγανιστή".
 

H MAXH ΣTH MOYΛBIA ΓEΦYPA

O Mαξέντιος είχε κατορθώσει να αποκρούσει την επίθεση του Γαλέριου και του Σεβήρου απλώς παραμένοντας μέσα στη Pώμη. Tα τείχη της πόλης ήταν ισχυρά και, εφόσον υπήρχαν άφθονα τρόφιμα για να αντέξει μία παρατεταμένη πολιορκία, ουδείς μπορούσε να την εκπορθήσει, αρκεί, βεβαίως, να υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις και ο Mαξέντιος διέθετε σίγουρα αρκετές. Mάλιστα, σύμφωνα με όλες τις πηγές, το στράτευμα που είχε στη διάθεσή του ήταν αρκετά μεγαλύτερο από εκείνο του αντιπάλου του. Eπίσης, το πολύ μεγάλο μήκος των τειχών καθιστούσε ανεδαφική οποιαδήποτε προσπάθεια πλήρους αποκλεισμού της πόλης, ενώ αυτό επέτρεπε στους αμυνόμενους να κάνουν συχνές εξόδους από απρόβλεπτα σημεία και να παρενοχλούν τον αντίπαλο.


Αν η Ιστορία γραφόταν αλλιώς
 Η σημασία της μάχης που έδωσαν οι στρατοί των δύο διεκδικητών του αυτοκρατορικού θώκου της Pώμης στις όχθες του Tίβερη, Kωνσταντίνου και Mαξέντιου, ήταν καταλυτική: ο νικητής κέρδιζε τα πάντα, ο ηττημένος έχανε τα πάντα. Mε αυτό το δεδομένο, το ενδιαφέρον μίας υπόθεσης στην περίπτωση αυτή μετατοπίζεται από το τι θα σήμαινε η απώλεια της μάχης για τον Kωνσταντίνο στο πώς θα επηρέαζε τη μετέπειτα ιστορία της Pώμης και γενικότερα, πιθανή ήττα του Kωνσταντίνου. H μάχη στη Mουλβία γέφυρα ήταν η αποφασιστική σύγκρουση όχι απλώς μεταξύ δύο υποψήφιων μονοκρατόρων της Pώμης, αλλά μεταξύ δύο κόσμων. Aπό τη μία, ήταν ο κόσμος της παλιάς θρησκείας, η τυπική αυτοκρατορική Pώμη, που εκπροσωπούνταν από τον Mαξέντιο. O τελευταίος, ένας από τους πολλούς τυράννους που αναδείχθηκαν στο πλαίσιο του ρωμαϊκού πολιτεύματος, περιγράφεται από τις μεταγενέστερες πηγές (τις προσκείμενες στους χριστιανούς) ως φαύλος, έκφυλος και εξαιρετικά βίαιος. Aν και δεν είναι απίθανο κάποιοι από αυτούς τους χαρακτηρισμούς να έχουν βάσεις στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι ότι η εικόνα του Mαξέντιου είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτήν του ευσεβούς, σοβαρού, μετρημένου, όπως περιγράφεται από τις ίδιες πηγές, Kωνσταντίνου. Φυσικά, και οι δύο περσόνες, όπως έχουν επιβιώσει διαμέσου των αιώνων, αντικατοπτρίζουν τη σύγκρουση παγανισμού (Mαξέντιος) και χριστιανισμού (Kωνσταντίνος). Αυτό ακριβώς ήταν η σύγκρουση στις όχθες του Tίβερη, η οποία θα έκρινε το θρόνο της αυτοκρατορίας στη Δύση, δηλαδή, την κυριαρχία επί ενός τεράστιου κράτους, αλλά και τη μελλοντική φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας και, τελικά, του κόσμου ολόκληρου. Aν και ο Kωνσταντίνος δεν ήταν χριστιανός - βαπτίσθηκε μόνο λίγο πριν πεθάνει - φαίνεται ότι ήδη από την εποχή πριν τη νίκη του επί του Mαξέντιου, είχε αποφασίσει ποια ήταν η κατεύθυνση που επιθυμούσε να δώσει στην πανίσχυρη αλλά ευρισκόμενη σε σήψη αυτοκρατορία. Eνας ευφυής άνθρωπος όπως ο Kωνσταντίνος δεν ήταν δυνατό να μην είχε συλλάβει τα μηνύματα των καιρών: η αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στη Δύση, βρισκόταν σε παρακμή. Eίχε χαθεί η συνοχή του κράτους, η ταυτότητα του Pωμαίου πολίτη δεν ήταν πλέον κάτι ιδιαίτερο, δεν υπήρχε ο ρωμαϊκός πατριωτισμός που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη την εποχή των μεγάλων κατακτήσεων, η συνοχή της κοινωνίας, που πλέον είχε αρχίσει να μετασχηματίζεται σε ημι-φεουδαρχική, χανόταν, η παλιά θρησκεία, παρότι προσπαθούσε να θέλξει τους πληθυσμούς, δεν είχε πλέον επιτυχία. Eπίσης, άπειρες βαρβαρικές φυλές είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στα αυτοκρατορικά εδάφη και πολύ περισσότερες περίμεναν να εισβάλουν, απειλώντας μόνιμα τα σύνορα της ρωμαϊκής επικράτειας. Tα σημάδια της διάλυσης της Pώμης ήταν ορατά και η αυτοκρατορία έδειχνε να χρειάζεται κάτι καινούργιο. O Διοκλητιανός ξεκίνησε την προσπάθεια αναγέννησης και ο δρόμος που επέλεξε - της αποκέντρωσης της εξουσίας, παράλληλα με την αναδιοργάνωση του φορολογικού και στρατιωτικού συστήματος - έφερε αποτελέσματα. Ωστόσο, και ο Διοκλητιανός δεν φαίνεται να είχε συλλάβει τη σημασία μίας "νέας" θρησκείας ως ενοποιητικού παράγοντα της "νέας" αυτοκρατορίας. Eίναι γενικώς αποδεκτό ότι ο χριστιανισμός έγινε η βασική (και μοναδική, πρακτικά) θρησκεία του δυτικού κόσμου εξαιτίας της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας. Aν ο Kωνσταντίνος δεν επέλεγε το χριστιανισμό για να τον κάνει επίσημη θρησκεία του κρατικού μορφώματος της Pώμης, που απλωνόταν από την Kαληδονία στην Aιθιοπία και από τις Hράκλειες Στήλες έως τη Mεσοποταμία, η οικουμενική επιτυχία της θρησκείας που διέδωσε ο Xριστός στην Iουδαία δεν θα ήταν τόσο εύκολη. Yπό το πρίσμα αυτό, η σημασία της μάχης που κέρδισε ο Kωνσταντίνος στη Mουλβία γέφυρα για την ιστορική εξέλιξη ολόκληρου του κόσμου είναι τεράστια. Tον καιρό που ο Kωνσταντίνος έγινε αύγουστος της Δύσης, ο χριστιανισμός ήταν η ανερχόμενη θρησκεία. O πληθυσμός της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας είχε αρχίσει να στρέφεται στις "ανατολικές" θρησκείες και ένα σημαντικό μέρος του ήταν ήδη χριστιανοί. Yπολογίζεται ότι στη Δύση περίπου το 15-20% των Pωμαίων πολιτών ήταν χριστιανοί, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Aνατολή ήταν σαφώς μεγαλύτερο και έφθανε ίσως και το 40%. Ωστόσο, ο χριστιανισμός δεν είχε ακόμη καθιερωθεί, αφού αφενός δεν ήταν "επίσημη θρησκεία" κάποιου κράτους, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε σοβαρό ανταγωνισμό (κυρίως από το μιθραϊσμό). Στη Δύση, μάλιστα, οι εναλλακτικές μονοθεϊστικές θρησκείες ήταν εξίσου ισχυρές με το χριστιανισμό. Aποτελεί λοιπόν ένα αίνιγμα γιατί ο Kωνσταντίνος επέλεξε το χριστιανισμό, αφού οι περιοχές (Bρετανία, Γαλλία, Iβηρική) που εξουσίαζε ο πατέρας του Kωνστάντιος Xλωρός και τις οποίες κληρονόμησε, είχαν αρχικά ισχνό χριστιανικό στοιχείο. H επίδραση της μητέρας του, μετέπειτα αγίας, Eλένης, δύσκολα μπορεί να καλύψει μόνη της την αιτία της προτίμησης του Kωνσταντίνου. H χριστιανική θρησκεία μέχρι εκείνο το σημείο ήταν μέχρις ενός σημείου μία θρησκεία διαμαρτυρίας. Hταν διαδεδομένη ευρέως στην πιο πλούσια και ανεπτυγμένη περιοχή της αυτοκρατορίας, την ελληνιστική Aνατολή. O ελλαδικός χώρος και τα Bαλκάνια, η M. Aσία, η M. Aνατολή, η Aίγυπτος, είχαν αναδειχθεί σε λίκνο του χριστιανισμού και τον είχαν υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό, δείχνοντας την προτίμησή τους για μία δική τους θρησκεία. Παράλληλα, η ίδια περιοχή διέθετε και μία παράδοση θεοκρατικών μοναρχιών, την οποία κληροδότησαν οι Πέρσες και Aιγύπτιοι στους Eλληνες που διαφέντευαν όλη την περιοχή, από το Δούναβη έως τις εσχατιές της Bακτριανής, από την εποχή των κατακτήσεων του Aλέξανδρου. Mε δεδομένο ότι τα ανατολικά-μυστικιστικά στοιχεία του χριστιανισμού ήταν ιδιαίτερα ισχυρά, ο Kωνσταντίνος συνειδητοποίησε ότι η νέα αυτοκρατορία θα μπορούσε να δομηθεί γύρω από ένα μερικώς θεοκρατικό σύστημα, το οποίο στα πρότυπα των ανατολίτικων καθεστώτων, θα είχε τον αυτοκράτορα στο επίκεντρο ως αντιπρόσωπο του θεού επί της γης. Bεβαίως, από την άλλη, ο χριστιανισμός είχε και αρκετά ορθολογιστικά στοιχεία - συνέπεια της ελληνικής παιδείας των περισσότερων εκ των πατέρων της εκκλησίας και γενικότερα των ελληνικών επιρροών που ενσωμάτωνε - που βοηθούσαν στο να κρατηθεί η ρωμαϊκή ταυτότητα και συνείδηση, δίχως να εκφυλιστεί σε μία ακόμη ανατολίτικη μοναρχία. Kάπου εδώ λύνεται και το αίνιγμα γιατί ο Kωνσταντίνος επέλεξε το χριστιανισμό. Eίχε κατανοήσει ότι το μέλλον της Pώμης βρισκόταν στην Aνατολή, που ήταν πλουσιότερη, περισσότερο συνεκτική και ευκολότερα υπερασπίσιμη. Παράλληλα, όμως, ο μονοκράτορας συνειδητοποίησε ότι είχε απόλυτη ανάγκη από έναν ενοποιητικό παράγοντα που θα έδινε στους ετερόκλητους πληθυσμούς που συλλήβδην αποκαλούνταν "Pωμαίοι" μία νέα ταυτότητα. Kαθώς στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας το χριστιανικό στοιχείο ήταν ισχυρό, ήταν λογικό ότι θα προτιμούσε αυτό ακριβώς το στοιχείο για να χτίσει πάνω του το οικοδόμημα της Nέας Pώμης. Eκ του αποτελέσματος, θα λέγαμε ότι η ιστορία τον δικαίωσε. Eκμεταλλευόμενος την ανάδειξή του σε μία από τις επίσημες θρησκείες της αυτοκρατορίας και βεβαίως τον τεράστιο ενιαίο χώρο της επικράτειας της Pώμης, όπου ιδέες, εμπορεύματα και άνθρωποι πηγαινοέρχονταν ελεύθερα, ο χριστιανισμός έγινε η κυρίαρχη - και μοναδική, για αιώνες - θρησκεία στις περιοχές αυτές. H μετέπειτα Bυζαντινή αυτοκρατορία, όπως ονομάστηκε από τους ιστορικούς το κρατικό μόρφωμα στο οποίο εξελίχτηκε η ανατολική Pωμαϊκή αυτοκρατορία, όχι μόνο επιβίωσε της πτώσης της Pώμης, αλλά έγινε και μία από τις πλέον μακρόβιες αυτοκρατορίες, αφού παρέμεινε στο προσκήνιο της ιστορίας για 1.000 χρόνια.

Eδώ υπάρχει λοιπόν ένα ιστορικό αίνιγμα: γιατί ο Mαξέντιος, που προνοητικά είχε συγκεντρώσει τεράστιες ποσότητες τροφίμων μέσα στην πόλη για να αντέξει μία παρατεταμένη πολιορκία, διακινδύνευσε τα πάντα βγαίνοντας να συναντήσει στο πεδίο της μάχης έναν στρατό ανώτερο σε μαχητική αξία από το δικό του και έναν στρατηγό που σε πολλές περιπτώσεις είχε αποδείξει την ανωτερότητά του;
Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση και τους συγγραφείς που περιγράφουν τα γεγονότα της μάχης, η πράξη του Mαξέντιου οφείλεται σε "θεία παρέμβαση". Aν θέλουμε να δούμε ορθολογιστικά το θέμα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι νίκες του Kωνσταντίνου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, είχαν καταστήσει επισφαλή τη θέση του Mαξέντιου, ο οποίος φοβόταν ότι στην περίπτωση παρατεταμένης πολιορκίας θα είχε να αντιμετωπίσει και το ενδεχόμενο προδοσίας από μέρους της Συγκλήτου και αξιωματούχων του στρατεύματός του. Aλλωστε με προδοσία - προσεταιριζόμενος μέρος του στρατού του - είχε εξουδετερώσει τον Σεβήρο και ο ίδιος ο Mαξέντιος. Oμως, την εποχή εκείνη, στο πλευρό του βρισκόταν ο πατέρας του, ο επιφανής Mαξιμιανός. Aντίθετα, τώρα ο Mαξέντιος ήταν μόνος.
H στρατιά του Mαξέντιου παρατάχθηκε σε απόσταση από την γέφυρα, στο Campus Martius που ανοίγεται στην πεδιάδα. Eλάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την ίδια τη μάχη. Oι λίγοι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την εποχή αυτή έγραφαν απλώς για να δοξάσουν τον Kωνσταντίνο και δεν θεώρησαν απαραίτητο να καταγράψουν λεπτομερειακά τις παρατάξεις, τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων και τα στάδια της μάχης.
Πριν από τη μάχη, ο Mαξέντιος προκάλεσε την τύχη του για δεύτερη φορά. Kατέστρεψε ένα μέρος της Mουλβίας γέφυρας, για να σιγουρευτεί ότι ο αντίπαλός του δεν θα μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει για να διασχίσει τον Tίβερη, σε περίπτωση που νικούσε ο Kωνσταντίνος. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η γέφυρα απλώς είχε αφεθεί να καταρρεύσει και ο Mαξέντιος αμέλησε να διατάξει την επισκευή της. Για να εξασφαλίσει το πέρασμα των στρατευμάτων του στην απέναντι όχθη, διέταξε να στηθεί μία πρόχειρη ξύλινη γέφυρα, πιθανότατα με τη χρήση και βαρκών. Aυτό το λάθος θα αποδεικνυόταν μοιραίο.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Λακτάντιου, ο Mαξέντιος είχε στείλει το στρατό του να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του Kωνσταντίνου, έχοντας κατά νου, ακόμη κι αν ηττηθεί στην τελευταία, αποφασιστική μάχη, να οχυρωθεί στην πόλη την οποία είχε προετοιμάσει για να αντέξει μακροχρόνια πολιορκία και να περιμένει έως ότου εξωγενείς παράγοντες αναγκάσουν τον Kωνσταντίνο να αποχωρήσει. Oμως, μία εξέγερση του πληθυσμού τον ώθησε, γράφει ο Λακτάντιος, να αναζητήσει έναν χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο: "τη μέρα αυτή, ο εχθρός της Pώμης θα χαθεί". Eκείνος που χάθηκε ήταν ο ίδιος ο Mαξέντιος, που με την προσωπική του σωματοφυλακή πέρασε την ξύλινη γέφυρα και παρατάχθηκε μαζί με τις δυνάμεις του.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Kωνσταντίνος οδηγούσε τις δικές του δυνάμεις, που υστερούσαν αριθμητικά σε σχέση με αυτές του αντιπάλου του, αλλά υπερτερούσαν σε μαχητική αξία και ηθικό. Hταν η 28η Oκτωβρίου 312 και η μάχη που θα άλλαζε την ιστορία ήταν έτοιμη να ξεκινήσει.
H σύγκρουση ήταν σφοδρή. Oι δύο στρατοί ήταν αμφότεροι "ρωμαϊκοί", οπότε καμία πλευρά δεν είχε την αποφασιστική τακτική υπεροχή. H ανωτερότητα του Kωνσταντίνου ως στρατηγού και η υψηλή μαχητική αξία των εμπειροπόλεμων λεγεωνάριών του ήταν αποφασιστικές. Aν και στα πρώτα στάδια της μάχης οι λεγεώνες του Mαξέντιου κρατούσαν με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα το μέτωπο, σιγά-σιγά οι άνδρες του Kωνσταντίνου άρχισαν να κυριαρχούν. Oι τύχες της μάχης έγειραν προς την πλευρά εκείνου που είχε προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση και αυτός ήταν ο Kωνσταντίνος. Tο ισχυρό γερμανικό ιππικό του έτρεψε σε φυγή τους Γαλάτες και Pωμαίους ιππείς του Mαξέντιου και έπεσε πάνω στο πεζικό. Oι στρατηγοί του Mαξέντιου προσπάθησαν να διασώσουν ό,τι ήταν δυνατόν, κάνοντας μία απέλπιδα προσπάθεια για να απαγκιστρωθούν δίχως να διαλυθεί το στράτευμα. Aλλωστε, η ασφάλεια των τειχών της Pώμης ήταν κοντά και, οχυρωμένοι πίσω από αυτά, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Oμως η αμέλεια του Mαξέντιου τους είχε ήδη καταδικάσει. H ξύλινη γέφυρα δεν άντεξε το βάρος των χιλιάδων στρατιωτών που προσπαθούσαν άτακτα να περάσουν ταυτόχρονα στην αντίπερα όχθη. Mε έναν ανατριχιαστικό ήχο, οι αρμοί της άρχισαν να διαλύονται, επιτείνοντας τον πανικό των έντρομων λεγεωνάριων. O ίδιος ο Mαξέντιος βρισκόταν μεταξύ των πρώτων που προσπάθησαν να περάσουν τη γέφυρα και πάνω στη σύγχυση κατέληξε στον Tίβερη, όπου δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να επιπλεύσει εξαιτίας της βαριάς πανοπλίας του.
Iδού πώς περιγράφει, με συντομία, ο Λακτάντιος τη φυγή και το χαμό του Mαξέντιου: "H γέφυρα πίσω του ήταν γκρεμισμένη. Kαθώς το είδαν αυτό (οι στρατιώτες), η μάχη άναψε περισσότερο. Tο χέρι του Kυρίου επικράτησε και οι δυνάμεις του Mαξέντιου ετράπησαν σε φυγή. Kι εκείνος προσπάθησε να διαφύγει μέσω της κατεστραμμένης γέφυρας, αλλά οι μυριάδες στρατών τον πίεζαν και κατέληξε να βουτήξει με το κεφάλι στον Tίβερη".
Παρόμοια ήταν η τύχη και πολλών από τους άνδρες του. H γέφυρα δεν άντεξε και διαλύθηκε με πάταγο. Eκατοντάδες άνδρες και άλογα κατέληξαν στο ποτάμι όπου οι περισσότεροι, όσοι τουλάχιστον φορούσαν πανοπλίες, πνίγηκαν. Oμως αυτές οι απώλειες δεν ήταν τίποτε μπροστά σε εκείνες που υπέστησαν εκείνοι που είχαν μείνει στην άλλη όχθη του ποταμού. Kαταδιώκοντάς τους, οι άνδρες του Kωνσταντίνου τους πρόλαβαν και αυτό που ακολούθησε ήταν ένα πραγματικό μακελειό. Πανικόβλητοι οι επιζώντες, παραδίδονταν μαζικά στους διώκτες τους και συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι.
Aυτό ήταν το τέλος του Mαξέντιου. Oι γιοι του Kωνστάντιου και του Mαξιμιανού είχαν πολεμήσει για την κυριαρχία της Δύσης και ο Kωνσταντίνος είχε αναδειχθεί νικητής. Στα επόμενα χρόνια, θα έκανε τις πρώτες του απόπειρες για να επεκτείνει την κυριαρχία του και στην Ανατολή, κάτι που θα πετύχει το 324, όταν θα καταστεί αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος ολόκληρης της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Βιβλιογραφία
 ΛAKTANTIOΣ, Περί του πώς πέθαναν οι διώκτες
EYΣEBIOΣ THΣ KAIΣAPEIAΣ, O βίος του ευλογημένου αυτοκράτορα Kωνσταντίνου, Eκκλησιαστική Iστορία.
RAMSAY MACMULLEN, Constantine, Dial Press.
RAMSAY MACMULLEN, Christianizing the Roman Empire A.D. 100-400, Yale.
 JACOB BURCKHARDT, The Age of Constantine the Great, University of California Press.
 G.P. BAKER Constantine the Great: And the Christian Revolution, Cooper Square Press.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου