Σελίδες

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Βυζαντινές μορφές: αυτοκράτειρα Θεοφανώ

          
 


από την  " Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"
του Κάρολου  Ντιλ

 
επιμέλεια -διασκευή Θάνος Δασκαλοθανάσης
 
 
              Στη σειρά των αυτοκρατειρών του Βυζαντίου η Θεοφανώ είναι σχεδόν το ίδιο διάσημη με τη Θεοδώρα. Διάσημοι ιστορικοί (Σλουμπερζέ) και συγγραφείς αφέθηκαν να κυριευθούν από τη γοητεία της ωραίας αυτής γυναίκας που συγκίνησε τον κόσμο όσο κι η ωραία Ελένη. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια θέση σ΄ αυτή την πινακοθήκη των πορτραίτων γι΄ «αυτή τη μεγάλη αμαρτωλή», όπως λέει ο  Σλουμπερζέ,  η οποία επρόκειτο να αγαπηθεί διαδοχικά από τρεις αυτοκράτορες». Πρέπει εξ΄αρχής να πούμε ότι η μορφή της θα μείνει σκοτεινή σε πολλά σημεία και ότι θα πρέπει  να δεχθούμε εκ των προτέρων ότι θα αγνοούμε πολλά πράγματα γι΄ αυτή την αινιγματική και μυστηριώδη ηγεμονίδα. Όταν τα ντοκουμέντα σωπαίνουν, η φαντασία, όσο μεγαλοφυής κι αν είναι, δεν έχει δικαίωμα να αναπληρώνει τη σιωπή τους. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν κάνουμε ιστορία, αλλά μυθιστόρημα. Το Βυζάντιο, δεν είναι καθόλου, όπως διαβεβαιώνει ο de Vogue, «ένας τομέας παραμυθιού, μια παρθένα και άγνωστη χώρα»: είναι μια πολύ πραγματική χώρα  που μπορούμε και πρέπει να προσπαθήσουμε να την γνωρίσουμε επιστημονικά. Ίσως τότε η Θεοφανώ φανεί σε μερικούς λιγότερο γραφική και ελπίζω περισσότερο αληθινή.
           Από πού ερχόταν η διάσημη αυτοκράτειρα όταν, τέλη του 956, παντρεύτηκε το μοναχογιό του βασιλιά Κωνσταντίνου Ζ΄, το νεαρό Ρωμανό.  Οι αυλικοί χρονογράφοι βεβαιώνουν ότι προερχόταν από μια πολύ αρχαία και ευγενή οικογένεια. Αν πιστέψουμε τους ιστορικούς η καταγωγή της ήταν πολύ πιο ταπεινή. Ο πατέρας της ο Κρατερός, που καταγόταν από τη Λακωνία, ήταν πληβείος και είχε ταβέρνα.Η Αναστασία, και για τους οικείους Αναστασώ, μόλις πλησιάσει το θρόνο θα πάρει το πιο εύηχο όνομα «Θεοφανώ», «για να δείξει όπως λένε  οι υποστηρικτές της, ότι είχε φανερωθεί και εκλεγεί από το Θεό».
            Από μια άποψη το άξιζε αυτό το όνομα: η ομορφιά της ήταν ακτινοβόλα, υπεράνθρωπη, θεϊκή, « ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες της εποχής της», « ένα πραγματικό θαύμα, πλασμένο από τη φύση». Έτσι γοήτευσε το Ρωμανό. Πού τη γνώρισε;  Mπορεί να συνέβη αυτό σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς που συνήθιζαν να οργανώνουν στο Βυζάντιο, όταν αναζητούσαν σύζυγο για έναν πρίγκιπα. Μπορεί να υπήρχε ανάμεσα στην ωραία πληβεία και στον κληρονόμο του θρόνου κάποια ερωτική  ίντριγκα που κατέληξε σε γάμο; Η περιπέτεια της Θεοδώρας αποδεικνύει ότι αυτά τα πράγματα ήταν δυνατά και τα όσα γνωρίζουμε για το χαρακτήρα του Ρωμανού δεν αποκλείου αυτήν την υπόθεση.
       
 
 
Ο Ρωμανός Β΄
 
        Ήταν ωραίος, νέος, ψηλός, με φαρδείς ώμους, «στητός σαν κυπαρίσσι». Είχε ωραία μάτια, ευγενικό ύφος. Γοητευτικός, φτιαγμένος για να αρέσει, του άρεσε να διασκεδάζει. Μέγας κυνηγός,  αθλητικός κι η ρωμαλέα φύση του αγαπούσε τις χαρές του τραπεζιού και άλλες.  Δεν είχε μυαλό παρά μόνο για περιπέτειες και τρέλες παρά τις προσπάθειες που είχε καταβάλλει ο πατέρας του για την ανατροφή του. Ο γηραιός Κων/νος Ζ΄, τυπικός και ευσεβής,   πολυγραφότατος  με εξαιρετικά για μας βιβλία, είχε  προσπαθήσει πολύ για τη πολιτική και διπλωματική εκπαίδευση του γιου του.  Λίγο μετά το γάμο, το 958, η νέα γυναίκα χάριζε στον σύζυγό της ένα γιο,  τον Βασίλειο το Β΄. Όταν τον Οκτώβρη του 959, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος πέθανε, ο εικοσιενάχρονος Ρωμανός και η δεκαοχτάχρονη Θεοφανώ ανέβηκαν μαζί στο θρόνο.
             Δεν είναι εύκολο να κρίνουμε από ηθικής πλευράς τι ήταν αυτή η γυναίκα. Ο χρονογράφος της αυλής λέει : « Είχε ωραίο σώμα, γοητευτικό πρόσωπο, τίμια ψυχή». Ο πιο σύγχρονος ιστορικός της Θεοφανώς δηλώνει αντίθετα και επίμονα ότι ήταν « βαθιά αμαρτωλή και διεφθαρμένη» και ότι αυτή η γοητευτική γυναίκα ήταν ένα πλάσμα εντελώς « αδιάντροπο και λάγνο». Βαριά λόγια και υποτιμιτικά, αν λάβουμε υπόψη μας τα λίγα που ξέρουμε γι΄ αυτήν. Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι στο Βυζάντιο είχε, μεταξύ των συγχρόνων της και ακόμη περισσότερο μετά, μια εδραιωμένη φήμη τρομερής και μοιραίας γυναίκας. Ένας ιστορικός διηγείται ότι για να ανέβει πιο γρήγορα στο θρόνο, αποπειράθηκε, σε συνεννόηση με τον άντρα της , να βάλει να δολοφονήσουν τον αυτοκράτορα –πεθερό της. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι, όταν πέθανε ο Ρωμανός, κυκλοφόρησε η φήμη ότι αυτή τον δηλητηρίασε. Αν πιστέψουμε άλλες μαρτυρίες με τον ίδιο τρόπο ξεφορτώθηκε ένα πρίγκιπα διεκδικητή του θρόνου και με τον ίδιο τρόπο πήρε εκδίκηση για την εγκατάλειψη του εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή. Οι αρμένιο χρονογράφοι βεβαιώνουν ότι η «άθλια αυτοκράτειρα» σκεφτόταν να δηλητηριάσει τους ίδιους της τους γιους. Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι φλυαρίες από όλους αυτούς που ζούσαν μακριά από την αυλή, εκατό –διακόσια χρόνια μετά, σημαίνουν ελάχιστα πράγματα. Άλλοτε διαψεύδονται από τα γεγονότα, άλλοτε δε φαίνονται και πολύ απίθανες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι  όταν η Θεοφανώ έκρινε σκόπιμο να κάνει έγκλημα-αυτό συνέβη τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της- δεν ενήργησε με δηλητήριο αλλά ανοιχτά, με το ξίφος.
           Δεν έχω πρόθεση να αποκαταστήσω τη φήμη της. Εγώ τη βλέπω πάντα φιλόδοξη, διψασμένη για εξουσία και επιρροή, ικανή για όλα, ακόμη και για το έγκλημα. Δολοπλόκα, βίαιη και πάντα χωρίς ηθικούς δισταγμούς. Τέλος τη βλέπω, όταν διακυβεύονταν  τα συμφέροντά της, τα καπρίτσια της ή οι μνησικακίες της, προσποιητή κα υποκρίτρια. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ασκούσε σημαντική επιρροή στο πνεύμα του Ρωμανού Β΄, παραμερίζοντας τους πάντες, και βέβαια τη πεθερά της Ελένη και τις πέντε κουνιάδες της.Επρόκειτο για γοητευτικές πριγκίπισσες που είχαν ανατραφεί με θαυμάσιο τρόπο από ένα πατέρα που τις λάτρευε.
            «Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν», λέει ένας σύγχρονος, ο Λέων ο Διάκονος, σχετικά με το θάνατο του Ρωμανού Β΄, «ότι τον δηλητηρίασαν στον γυναικωνίτη».  Είναι βέβαιο ότι μια γυναίκα που έβαλε να δηλητηριάσουν τον δεύτερο σύζυγό της για να παντρευτεί έναν τρίτο, θα μπορούσε εξίσου καλά να είχε βάλει να δηλητηριάσουν τον πρώτο για να παντρευτεί ένα δεύτερο. Παρ΄όλα αυτά, παρά τη μαρτυρία αυτή, η κατηγορία φαίνεται εντελώς παράλογη. Πρώτα από όλα, οι χρονογράφοι μας έχουν δώσει μια εξήγηση για το θάνατο του νεαρού αυτοκράτορα που είχε εξαντληθεί από τη αγάπη του για την ηδονή και τις κάθε είδους καταχρήσεις. Κι ακόμη κι ο σύγχρονος ιστορικός που ανακατεύει το δηλητήριο στην υπόθεση αναφέρει αλλού ότι ο βασιλεύς πέθανε από εσωτερικές διαταραχές μετά από μια τρελή κούρσα με το άλογο. Γιατί να δηλητηρίαζε τον Ρωμανό  στον οποίο είχε χαρίσει τέσσερα παιδιά σε εφτά χρόνια γάμου. Δυο πριν είχε γεννήσει την κόρη της Άννα. Γιατί να δηλητηρίαζε τον βασιλέα, όταν αυτός ο θάνατος θα την εξέθετε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στον κίνδυνο να χάσει ξαφνικά την εξουσία που αγαπούσε;  Η Θεοφανώ ήταν πολύ έξυπνη για να διατρέξει χωρίς λόγο ένα τέτοιο κίνδυνο.
        Τα γεγονότα που αναφέρθηκαν, δε μας λένε στην πραγματικότητα τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί αμαρτωλό, λάγνο ή ανήθικο. Όσο ζούσε ο Ρωμανός, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η νέα γυναίκα ήταν άψογη. Μετά από αυτόν παντρεύτηκε για πολιτικούς λόγους ένα σύζυγο που ήταν κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της. Αυτό για βασίλισσα είναι φυσιολογικό, κι ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατήσει το θρόνο για τους γιους της. Η μόνη σοβαρή κατηγορία  που μπορούμε να της επιρρίψουμε δεν είναι ότι πέντε χρόνια αργότερα πρόδωσε αυτόν τον γηραιό σύζυγο για ένα νεώτερο εραστή-αν και είναι λυπηρό, δεν είναι ασυνήθιστο- αλλά ότι δεν δίστασε καθόλου, για να παντρευτεί τον τελευταίο, να ξεφορτωθεί το βασιλέα-σύζυγό της με φριχτό τρόπο, πληρώνοντας μετά σκληρά το έγκλημά της.
          Αμέσως μετά το θάνατο του Ρωμανού (15 Μαρτίου 963) η Θεοφανώ ανέλαβε την αντιβασιλεία στο όνομα των δύο νεαρών πορφυρογέννητων, του Βασιλείου και του Κωνσταντίνου. Δίπλα της ήταν ένας πανίσχυρος υπουργός, ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βρίγγας, που κυβερνούσε ουσιαστικά μόνος του επί Ρωμανού. Απέναντί της, επικεφαλής του στρατού της Ασίας, συναντούσε ένα νικηφόρο στρατηγό, το φιλόδοξο δομέστικο των σχολών, Νικηφόρο Φωκά.
           
 
Ο Νικηφόρος Φωκάς
 
            Ο Ν. Φωκάς ήταν ο δημοφιλέστερος άνδρας της μοναρχίας. Γόνος της μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας της Καππαδοκίας, απόγονος μεγάλων στρατηγών, ήταν φημισμένος για τις μεγάλες τους νίκες. Είχε καταλάβει την Κρήτη από τους Άραβες, είχε επεκτείνει το κράτος στην Κιλικία και πέρα από τον Ταύρο, είχε κυριεύσει το Χαλέπι. Μεγάλος στρατηγός,  αγαπητός στο στρατό, είδωλο  όλων των στρατιωτικών με τους οποίους μοιραζόταν όλους τους κόπους και κινδύνους. «Ζούσε μόνο για το στρατό» είχε πει ένας βιογράφος του. Δεν ήταν λιγότερο δημοφιλής στη Βασιλεύουσα. Όταν, επιστρέφοντας από την εκστρατεία της Κρήτης, είχε εμφανιστεί στον Ιππόδρομο, είχε ξαφνιάσει την Πόλη με τη λάμψη της πομπής του «όπου όλα τα πλούτη των βαρβάρων έμοιαζαν να συρρέουν στον ιππόδρομο σαν τεράστιος ποταμός που δεν σταματάει ποτέ». Φορτωμένες με τόσες τιμές, «όσες, στη αρχαιότητα, είχαν δεχθεί οι στρατοί της Ρώμης», εξαιρετικά πλούσιος και έχοντας στα κτήματά του στην Ασία ένα πλήθος από βασσάλους αφοσιωμένους  με πάθος στο πρόσωπό τους, είχε την αγάπη και τον θαυμασμό όλων. Ήταν ο μοναδικός αρχηγός που μπορούσε να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία ενάντια στους Σαρακηνούς και ο Ρωμανός Β΄, πεθαίνοντας είχε διατάξει ρητώς να τον κρατήσουν στην διοίκηση.
             Στα μάτια όμως μιας νεαρής γυναίκας, αυτός ο νικηφόρος στρατηγός δεν πρόσφερε τίποτα που να τον κάνει να μοιάζει ήρωα μυθιστορήματος. Ήταν (963) πενήντα ενός χρονών, κοντός, αρκετά χοντρός, δυνατό κεφάλι, μαυριδερό δέρμα, με μακριά μαύρα μαλλιά. Είχε γαμψή μύτη, κοντή  γκρίζα γενειάδα, πυκνά φρύδια και ένα σκεπτικό και σκοτεινό βλέμμα στα μαύρα του μάτια. Ήταν αυστηρός και σκληρός άνθρωπος, μελαγχολικός και λιγομίλητος. Από τότε που είχε χάσει τη γυναίκα του και το γιο του, είχε αφοσιωθεί στη θρησκεία και τον μυστικισμό. Είχε δώσει όρκο αγνότητας, δεν έτρωγε κρέας, κοιμόταν σε σκληρό στρώμα, σαν ασκητής, τυλιγμένος με το ράσο του θείου του Μαλεΐνου, ενός μοναχού που είχε ζήσει σαν άγιος. Είχε καθοδηγητή του τον Αθανάσιο, το κατοπινό ιδρυτή της  αρχαιότερης μονής του Αγίου Όρους που τον έπαιρνε μαζί του ακόμα και στις εκστρατείες. Όταν βρισκόταν με αυτόν τον άγιο άνθρωπο, κυριευόταν από νοσταλγία για το μοναστήρι και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, ζητώντας ήδη να ΄χει το κελί του στο Άγιο Όρος. Ασκητής και πολεμιστής, σκληρός, νηφάλιος, αυστηρός, διψασμένος για χρήμα και αδιαφορώντας για τα εγκόσμια, ικανός για επιείκεια και προδοσία, ο Νικηφόρος Φωκάς, όπως πολλοί άνθρωποι της  εποχής του, συγκέντρωνε μέσα στην περίπλοκη ψυχή του τις πιο απροσδόκητες αντιθέσεις και κυρίως, κάτω από το ψυχρό εξωτερικό του, κοιμόταν μια βαθιά παθιασμένη καρδιά.
          Ήταν φιλόδοξος; Είναι  πολύ δύσκολο να το πούμε. Έχοντας στα χέρια του αφοσιωμένα και νικηφόρα στρατεύματα, ο Φωκάς μπορούσε να τολμήσει τα πάντα και ο πειρασμός για κάτι τέτοιο ήταν μεγαλύτερος αφού πιθανότατα κινδύνευε  και η δική του ασφάλεια κάτι που του επέβαλε μια εξέγερση. Ο στρατηγός δεν αγνούσε ότι ο Βρίγγας τον μισούσε και ότι είχε κάθε λόγο να φοβάται τον παντοδύναμο υπουργό.  Ωστόσο αρχικά δεν έκανε καμιά κίνηση, κι όταν αποφάσισε να δράσει, εκείνη που τον επηρέασε ήταν η Θεοφανώ.
            Αποφεύγουμε τα ρομαντικά στοιχεία ανάμεσα τους, εξάλλου όσο ζούσε ο Ρωμανός , μεταξύ τους δεν υπήρχε καμία επαφή. Όταν όμως πέθανε ο βασιλέας, η Θεοφανώ κατάλαβε γρήγορα ότι αυτός ο στρατηγός ήταν μια δύναμη και ότι μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για να εξουδετερώσει τον Βρίγγα. Κατάλαβε ότι έπρεπε, για να εξασφαλίσει το θρόνο της, να  προσεταιριστεί τον Νικηφόρο, κάτι που σαν ωραία και νέα που ήταν, δε θα τη δυσκόλευε. Με δική της πρωτοβουλία ο Φωκάς κλήθηκε στη Βασιλεύουσα. «Δεν ήταν μυστικό για κανένα στο Βυζάντιο», λέει  ο Σλουμπερζέ, «ότι οι χάρες της υπέροχης Θεοφανώς είχαν δημιουργήσει ανεξίτηλη εντύπωση στην απλοϊκή ψυχή  του δομεστικου των Σχολών».  Ο Νικηφόρος εκδήλωσε σύντομα τον έρωτά του και η Θεοφανώ  ασφαλώς δεν τον αγάπησε, αλλά αισθανόταν τη δύναμη που διέθετε κι όλο το όφελος που μπορούσε να αντλήσει  από αυτόν για τις δικές της φιλοδοξίες. Τον δέχτηκε και τον παντρεύτηκε για χάρη της πολιτικής.
           Από την άλλη ο πρωθυπουργός Βρίγγας  ανησυχούσε για τη δημοτικότητα του Φωκά και υποψιαζόταν τη δολοπλοκία που εξυφαινόταν ανάμεσα στον στρατηγό κα την αυτοκράτειρα. Με τη διπλωματία που ήταν τόσο προσφιλής στους Βυζαντινούς, προσπαθούσε να αποκοιμίσει τις υποψίες του παρακοιμώμενου. Έλεγε ότι το όνειρό του ήταν να μπει σε μοναστήρι. Όταν εκλήθη με κάποιο πρόσχημα στα ανάκτορα, υποψιαζόμενος αμέσως έτρεξε στη Μεγάλη Εκκλησιά, ζητώντας την προστασία του πατριάρχη.  Έχοντας την υποστήριξη του Πολύεκτου, ο Φωκάς αναβαθμίστηκε με περισσότερες εξουσίες γυρνώντας στο στρατηγείο του στην Καισαρεία: ήταν κύριος της κατάστασης.
          Σ΄όλα αυτά η Θεοφανώ δεν είχε φανεί καθόλου. Πιθανότατα να βοήθησε το σύμμαχό της υποστηρίζοντας την παρέμβαση υπέρ του Φωκά του Πατριάρχη. Τον Ιούλιο του 963, ο Φωκάς,  απειλούμενος συνεχώς από τον Βρίγγα,  δέχθηκε παρά τις αντιρρήσεις του να ανακηρυχθεί βασιλεύς από τα στρατεύματά του, φορώντας τα πορφυρά σανδάλια. Ένα μήνα μετά, η εμφάνισή του στην Πόλη προκάλεσε μία λαϊκή επανάσταση  που  σάρωσε τον Βρίγγα και τους υποστηρικτές του ανοίγοντας στον σφετεριστή τις πύλες της πρωτεύουσας.  Σ΄όλες αυτές του τις ενέργειες,  μεγάλο ρόλο είχε παίξει ο έρωτας του για την αυτοκράτειρα. Τις μέρες εκείνες του Αυγούστου του 963, ενώ το εξεγερμένο πλήθος επιτίθετο στους στρατιώτες του Βρίγγα και κατέστρεφε το ανάκτορό του, ενώ  ο πατριάρχης και ο παρακοιμώμενος Βασίλειος διηύθυναν φαινομενικά την κίνηση υπερ του Φωκά, από το βάθος του γυναικωνίτη  είναι βέβαιο  ότι και η Θεοφανώ συναινούσε σε όλα αυτά.
         Το πρωινό της 16ης Αυγούστου 963, ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε την επίσημη είσοδό του στη Βασιλεύουσα. Έφιππος με μεγάλη αυτοκρατορική στολή, διέσχισε τη χρυσή πύλη, ενώ οι επευφημίες του πλήθους τον χαιρέτιζαν ως σωτήρα της αυτοκρατορίας και της χριστιανοσύνης. «Το κράτος ζητά τον Νικηφόρο σαν βασιλιά, φώναζε το ενθουσιώδες πλήθος στο πέρασμά του. Το παλάτι περιμένει τον Νικηφόρο. Ο στρατός, η σύγκλητος, ο λαός επιθυμούν το Φωκά. Κύριε λύτρωσέ μας! Ζήτω ο Νικηφόρος!». Διασχίζοντας τη Μέση Οδό, έφθασε στη Αγορά του Κωνσταντίνου,  όπου προσευχήθηκε ευλαβικά στην εκκλησία της Θεοτόκου. Μετά πεζός, ακολουθώντας τον Τίμιο Σταυρό, πήγε στην Αγία Σοφία, και, αφού έγινε δεκτός από τον Πατριάρχη, πήγε με κεριά στα χέρια να γονατίσει την Αγία Τράπεζα. Μετά, μαζί με τον Πολύευκτο ανέβηκε στον άμβωνα και στέφτηκε επίσημα βασιλεύς των Ρωμαίων ως συναυτοκράτορας των μικρών αυτοκρατόρων. Τέλος μπήκε στο Ιερό Παλάτι. Το μόνο που έμενε ήταν να παντρευτεί τη Θεοφανώ.
           Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νικηφόρος ήταν ερωτευμένος με πάθος με τη νέα γυναίκα και επιπλέον η πολιτική του επέβαλε ένα γάμο που θα νομιμοποιούσε κατά κάποιο τρόπο το σφετερισμό του. Η Θεοφανώ από τη μεριά της, ένιωθε ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατηθεί στην εξουσία  και γι΄ αυτό ήταν έτοιμη για όλα. Έτσι οι δύο σύντροφοι δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να πείσουν ο ένας τον άλλο. Ο γάμος τελέστηκε επίσημα στις 20 Σεπτεμβρίου 963, στη Νέα Εκκλησία.
         Ο Νικηφόρος ήταν πανευτυχής, ξανάρχιζε να αγαπάει τη ζωή, ξεχνώντας τις λιτότητες και τα μυστικιστικά όνειρά του. Όταν όμως στη μοναξιά του Αγίου Όρους ο Αθανάσιος πληροφορήθηκε το γάμο του αυτοκράτορα, απογοητευμένος και οργισμένος έτρεξε στην Κωνσταντινούπολη. Όταν είδε τον Νικηφόρο, τον κατηγόρησε σκληρά για την αθέτηση  του λόγου του και το σκάνδαλο. Ο Φωκά προσπάθησε να τον ηρεμήσει, του τόνισε ότι το γάμο τον επέβαλαν οι κρατικές υποθέσεις,  του ορκίστηκε ότι σκόπευε να ζήσει στο πλευρό της Θεοφανώς σαν αδελφός. Συνόδευσε αυτά τα ωραία λόγια με πλούσια δώρα, και ο Αθανάσιος, κάπως πιο ήρεμος, γύρισε στο Άγιο Όρος.
Στην Κωνσταντινούπολη ο γάμος προκάλεσε έκπληξη. Ο αυστηρός και ενάρετος πατριάρχης Πολύευκτος, αποκομμένος από τα εγκόσμια και ενδιαφερόμενος μόνο για τα προστάγματα και τα συμφέροντα της Εκκλησίας, με τη στάση του είχε συντελέσει αρκετά στην πτώση του Βρίγγα και στην άνοδο του Φωκά. Στο όνομα των κανόνων όμως θεωρούσε ανεπίτρεπτο το γάμο του βασιλέως. Κι όταν, στην Αγία Σοφία, ο Νικηφόρος θέλησε σύμφωνα με το αυτοκρατορικό προνόμιο, να διασχίσει τον ιερό περίβολο του εικονοστασίου και να δεχθεί τη  θεία κοινωνία, ο ιεράρχης τον απώθησε από την αγία τράπεζα και, σαν τιμωρία για το δεύτερο γάμο του, του απαγόρεψε να πλησιάσει για ένα χρόνο. Παρά τον εκνευρισμό του, ο Φωκάς αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στην αδιάλλακτη στάση του πατριάρχη.
          Σύντομα προέκυψε μια νέα δυσκολία. Κάποιο αποκάλυψαν στον Πολύευκτο ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος ενός από τα παιδιά της Θεοφανώς. Ο πατριάρχης ζήτησε από το βασιλέα να διαλέξει  ανάμεσα στην απάρνηση της Θεοφανώς και τον αφορισμό. Για ένα ευσεβή άνθρωπο η απειλή αυτή ήταν πολύ σοβαρή. Ωστόσο η σάρκα ήταν ασθενέστερη. Τελικά μπροστά στο αδιέξοδο βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση, με ένα ιερέα να ορκίζεται ότι ανάδοχος τελικά ήταν ο πατέρας του Φωκά. 

             Ένας γάμος τόσο αταίριαστος είχε πολλές πιθανότητες να έχει κακή εξέλιξη. Ερωτευμένος με πάθος με τη Θεοφανώ, ο Νικηφόρος έκανε γι΄ αυτήν σύμφωνα με το επιφυλακτικό και σύντομο σχόλιο του Λέοντος του  Διακόνου « περισσότερα από όσα θα έπρεπε». Αυτός ο οικονόμος και λιτός άνδρας την γέμιζε με πανάκριβα δώρα, χαρίζοντας της μια τεράστια περιουσία . «Τίποτα δεν ήταν πολύ ακριβό, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά όμορφο για να το προσφέρει στην πολυαγαπημένη του βασίλισσα», γράφει ο Σλουμπερζέ. Και το κυριότερο δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτήν, παίρνοντάς την μάλιστα μία φορά μαζί του στην εκστρατεία.
           Κατά  βάθος όμως, ο γηραιός αυτός στρατιώτης δεν ήταν καθόλου αυλικός. Αφού αφοσιώθηκε για λίγο στο πάθος του, ο πόλεμος, ο άλλος έρωτάς του, ανέκτησε πολύ γρήγορα την κυριαρχία του πάνω στην ψυχή του και κάθε χρόνο έφευγε για τα σύνορα  όπου πήγαινε να πολεμήσει τους Άραβες, τους Βουλγάρους και τους Ρώσους και τώρα πια δεν έπαιρνε μαζί του τη Θεοφανώ. . Μετά προσπαθούσε να κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του ως αυτοκράτορας. Και έτσι σιγά σιγά ο ηγεμόνας, που κάποτε ήταν τόσο αγαπητός, έχανε ολοένα και περισσότερο τη δημοτικότητά του . Ο λαός, τσακισμένος από τους φόρους, μουρμούριζε. Ο κλήρος, που ο Νικηφόρος περιόριζε τα προνόμιά του, οι μοναχοί των οποίων προσπαθούσε να μειώσει την τεράστια ακίνητη περιουσία, δεν έκρυβαν την δυσαρέσκειά τους. Ξέσπασαν ταραχές. Ο Νικηφόρος προπηλακίστηκε από το λαό. Και παρά την αξιοθαύμαστη ψυχραιμία που έδειξε σ΄ αυτή την περίσταση, λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν οι οικείοι του δεν τον είχαν απομακρύνει εγκαίρως. Τελικά είχε κυριευτεί ξανά από τις κρίσεις μυστικιστικής θρησκειομανίας που τον ενοχλούσαν στο παρελθόν. Κυριευόταν από θλίψη, δεν ήθελε να κοιμηθεί στο παλατιανό κρεβάτι του και κοιμόταν σε μια γωνιά, ξαπλωμένος σε ένα δέρμα πάνθηρα και είχε αρχίσει πάλι να φορά κατάσαρκα το ράσο του  θείου του, του μοναχού. Η ψυχή του ήταν ανήσυχη, ταραγμένη. Φοβόταν για την ασφάλειά του και είχε κάνει το ανάκτορο του Βουκολέοντα πραγματικό κάστρο. Εξακολουθούσε βέβαια να λατρεύει τη Θεοφανώ  περισσότερο ίσως από όσο θα έπρεπε. Όμως η αντίθεση ανάμεσα στον άξεστο στρατιώτη και την κομψή πριγκίπισσα ήταν μεγάλη. Εκείνος την έκανε να πλήττει, κι εκείνη έπληττε. Αυτό επρόκειτο να έχει σοβαρές συνέπειες.
        
 
Ο Ιωάννης Τσιμισκής
 
          Ο Νικηφόρος είχε έναν ανιψιό, τον Ιωάννη Τσιμισκή. Ήταν ένας άνδρας σαράντα  πέντε χρονών, κοντός αλλά καλοφτιαγμένος και πολύ κομψός. Είχε λευκό δέρμα, γαλανά μάτια, ξανθά μαλλιά, κόκκινα γένια, λεπτή μύτη και ένα άφοβο, τολμηρό βλέμμα. Δυνατός, επιδέξιος, γενναιόδωρος και μεγαλοπρεπής αλλά και γλεντζές , ήταν εξαιρετικά γοητευτικός. Μέσα στην πλήξη που σερνόταν η ζωή της, φυσικά άρεσε στη Θεοφανώ. Και το πάθος της την οδήγησε στο έγκλημα. Ο Τσιμισκής ήταν φιλόδοξος. Εξάλλου τον είχε ενοχλήσει πολύ η ατίμωση που είχε υποστεί πρόσφατα. Μετά από ένα πολεμικό επεισόδιο, ο Φωκάς τον είχε καθαιρέσει από το αξίωμα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής . Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η εκδίκηση. Η Θεοφανώ από την  άλλη, είχε κουραστεί, η καλή συνεννόηση του παρελθόντος είχε δώσει τη θέση της στις μνησικακίες. Είχε φτάσει στο σημείο να φοβάται μια απόπειρα εκ μέρους του συζύγου της κατά της ζωής των γιων της. Επίσης ο χωρισμός από τον εραστή της τη γέμιζε με ανυπομονησία. Ο Τσιμισκής φαίνεται ότι υπήρξε ο μόνος έρωτας της ζωής της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες γλίστρησε χωρίς να το καταλάβει προς την ιδέα του πιο φριχτού εγκλήματος.
         Από τότε που ο Νικηφόρος είχε γυρίσει από  τη Συρία στις αρχές του 969, βασανιζόταν από σκοτεινά προαισθήματα. Ένιωθε γύρω του συνωμοσίες να ετοιμάζονται στο σκοτάδι. Ο θάνατος του πατέρα του Βάρδα Φωκά τον είχε βυθίσει σε ακόμη πιο μεγάλη θλίψη. Ωστόσο αγαπούσε ακόμη τη Θεοφανώ. Εκείνη μεταχειρίστηκε ύπουλα την επιρροή της για να ανακαλέσει τον Τσιμισκή στην αυλή. Τόνισε στον αυτοκράτορα πόσο στερείται τις υπηρεσίες ενός τέτοιου άνδρα και για να απομακρύνει τις υποψίες, προσποιήθηκε πως σχεδίαζε να τον παντρέψει με κάποια συγγένισσά της. Όπως πάντα, ο βασιλιάς υπέκυψε στις επιθυμίες της.  Οι δυο εραστές ξαναειδώθηκαν στο παλάτι και άρχισαν να κανονίζουν τα σχετικά της συνωμοσίας-δολοφονίας. 
           Όπως μας διηγείται ο Ιωάννης ο Διάκονος, που μας έχει αφήσει μια πολύ συναρπαστική αφήγηση του δράματος, ήταν αρχές Δεκεμβρίου. Ο φόνος είχε οριστεί για τη νύχτα της 10Ης προς την 11η Δεκεμβρίου. Την προηγούμενη μέρα οι συνωμότες, κρυμμένοι κάτω από γυναικεία ρούχα μπήκαν στο παλάτι με τη βοήθεια της Θεοφανώς. Ο Φωκάς μετά από πληροφορίες που φτάσαν  στ΄ αυτιά του, διέταξε να ψάξουν τα διαμερίσματα των γυναικών. Όμως  δεν ανακάλυψαν τίποτα. Στο μεταξύ είχε νυχτώσει, όλοι περίμεναν τον Τσιμισκή για να χτυπήσουν. Ένας φόβος κυρίευσε τότε τους συνωμότες: αν ο αυτοκράτορας κλεινόταν στο δωμάτιό του, αν χρειαζόταν να παραβιάσουν την πόρτα του, αν ξυπνούσε από το θόρυβο, δε θα χανόταν όλα; Η Θεοφανώ με μεγάλη ψυχραιμία, πήγε στο διαμέρισμα του Νικηφόρου,  συζήτησε μαζί του, και του είπε ότι θα ΄ρχοταν  αργότερα ξανά, και γι΄αυτό του ζήτησε να αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Εκείνος την πίστεψε κι όταν έμεινε μόνος προσευχήθηκε για λίγο και μετά αποκοιμήθηκε.
          Ήταν 11 το βράδυ. Έξω χιόνιζε και ο αέρα φυσούσε μανιασμένα στον Βόσπορο. Με μια μικρή βάρκα ο Τσιμισκής έφτασε στην έρημη αποβάθρα που απλωνόταν κάτω από τους τοίχους  του  παλατιού στο Βόσπορο. Με ένα καλάθι στερεωμένο στην άκρη ενός σκοινιού τον ανέβασαν στο γυναικωνίτη και οι συνωμότες με επικεφαλής τον αρχηγό τους,  μπήκαν στο δωμάτιο του ηγεμόνα. Για μια στιγμή επικράτησε αναστάτωση: το κρεβάτι ήταν άδειο. Ένας ευνούχος  τους έδειξε την γωνιά που ο βασιλέας κοιμόταν. Ρίχνονται μανιασμένα πάνω του, ο Φωκάς ξυπνά και σηκώνεται. Με μια σπαθιά ένας το κεφάλι από την κορφή του κρανίου ως την καμάρα των φρυδιών. Καταματωμένος τότε φώναξε: « Θεοτόκε, βοήθησέ με!». Οι δολοφόνοι τον σέρνουν στα πόδια του Τσιμισκή,  που τον βρίζει και με μια βίαιη κίνηση του ξεριζώνει τη γενειάδα. Όλοι ρίχνονται πάνω στο μισοπεθαμένο αυτοκράτορα που αναπνέει με δυσκολία. Τελικά, με μια κλωτσιά ο Ιωάννης τον ρίχνει κάτω και με μια σπαθιά του καταφέρνει ένα φοβερό χτύπημα στο κρανίο. Με ένα τελευταίο χτύπημα ένας άλλος τον αποτελειώνει. Ο βασιλέα πέφτει νεκρός, λουσμένος στο αίμα του.
            Στο θόρυβο της πάλης οι στρατιώτες της φρουράς τρέχουν αλλά είναι πολύ αργά. Από ένα  παράθυρο τους έδειξαν ανάμεσα στους πυρσούς, το κομμένο και ματωμένο κεφάλι του κυρίου τους. Αυτό τους έκοψε κάθε διάθεση για αντίσταση. Ο λαός  ακολούθησε το παράδειγμα της αυτοκράτειρας:  δόθηκε στον Τσιμισκή  και τον  ανακήρυξη αυτοκράτορα.
            Η Θεοφανώ, που είχε σχεδόν ετοιμάσει τα πάντα, λογάριαζε να κερδίσει από το φόνο. Αλλά η Ιστορία έχει μερικές φορές ηθική: η βασίλισσα δεν άργησε να το καταλάβει.
          Για μια ακόμη φορά ο Πολύευκτος έδειξε την αδάμαστη ενεργητικότητά του.  Μπορεί να είχε έρθει σε σύγκρουση με τον νεκρο Φωκά, αλλά όταν ο Τσιμισκής παρουσιάστηκε στις πύλες της Αγίας Σοφίας για να  φορέσει το αυτοκρατορικό στέμμα, ο Πατριάρχης, άκαμπτος του απαγόρεψε την είσοδο, επειδή ήταν λερωμένος με το αίμα του συγγενή και κυρίου του και του δήλωσε ότι δε θα μπορούσε να μπει κάτω από τους ιερούς τρούλους αν δεν τιμωρούσε τους δολοφόνους και δεν έδιωχνε τη Θεοφανώ.  Ο Τσιμισκής ανάμεσα στο θρόνο και τη Θεοφανώ δε δίστασε ούτε στιγμή. Αρνήθηκε τη συμμετοχή του στο έγκλημα, κατήγγειλε τους συνενόχους του και θυσίασε τη Θεοφανώ. Την έστειλε εξορία στα Πριγκηπόνησα,  σ΄ ένα από τα μοναστήρια της Πρώτης.
          Η εικοσιεννιάχρονη μόλις Θεοφανώ δε δέχτηκε στωικά την ατίμωσή της. Λίγους μήνες μετά, δραπέτευσε  και ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία. Ήλπιζε άραγε ότι ο Τσιμισκής, μόλις ξεπεραστούν οι δυσκολίες, θα την έπαιρνε ξανά δίπλα του;  Αλλά ο παντοδύναμος υπουργός, ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, την απομάκρυνε βίαια και την έστειλε μακριά  στην Αρμενία.  Το μόνο που κατάφερε ήταν να δει για τελευταία φορά τον άνθρωπο για τον οποίο θυσίασε τα πάντα αλλά κείνος την εγκατέλειψε. Η τελευταία συνάντηση ήταν εξαιρετικά βίαιη. Η Θεοφανώ έβρισε τον Τσιμισκή και μετά, μέσα σ΄ ένα παροξυσμό οργής, ρίχτηκε  με γροθιές πάνω του. Χρειάστηκε να την απομακρύνουν διά της βίας από την αίθουσα των συνεδριάσεων. Η ζωή της είχε τελειώσει.
             Tι απέγινε στη θλιβερή εξορία της; Τι υπέφερε στο μακρινό μοναστήρι όπου έσερνε τη ζωή της μακριά από τη λάμψη του παλατιού με την πίκρα των χαμένων ελπίδων και τη θλίψη για τη χαμένη εξουσία της; Δεν το ξέρουμε. Πάντως , αν ήταν ένοχη, πλήρωσε ακριβά για τα λάθη της. Έμεινε έξι χρόνια στη μοναξιά της, ως τη μέρα του θανάτου του Τσιμισκή. Τότε, το 976, ανακλήθηκε στην Πόλη, κοντά στους γιους της που είχαν γίνει κάτοχοι  της υπέρτατης εξουσίας. Αλλά είτε γιατί η υπερηφάνεια της είχε τσακίσει και η φιλοδοξία της είχε σβήσει, ή πράγμα που είναι και το πιθανότερο, γιατί ο παντοδύναμος παρακοιμώμενος Βασίλειος είχε θέσει αυτόν το όρο κατά την επιστροφή της, φαίνεται ότι δεν έπαιξε πια κανένα ρόλο στο κράτος. Πέθανε στο παλάτι με άγνωστο τρόπο, δεν ξέρουμε καν πότε, και έτσι ως το τέλος το πεπρωμένο αυτής της φιλόδοξης, γοητευτικής και διεστραμμένης πριγκίπισσας διατηρεί κάτι το αινιγματικό και μυστηριώδες.
 


1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραία η ανάρτησή σου, και μου φάνηκε πολύ χρήσιμη καθώς σκοπεύω να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την όμορφη και περιβόητη "Σταχτοπούτα" αυτοκράτειρα ;) όσον αφορά πάντως τη δολοφονία του Φωκά, δε θα αμφισβητήσω ότι συνήργησε η Θεοφανώ, αλλά μήπως ο Τσιμισκής άσκησε κάποιον έμμεσο εκβιασμό απάνω της, έχοντας καταλάβει ότι τον ποθούσε τόσο και ήθελε να έχει εξασφαλισμένα τα παιδιά της; Θα ψηνόμουν πολύ να υιοθετήσω μία τέτοιου είδους οπτική στο δικό μου έργο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή